Τα "Προδρομικά" παρομοιάστηκαν με τα "Carmina Burana" και τα ποιήματα του Francois Villon καθώς παρουσιάζουν μια εικόνα της κοινωνίας της εποχής και μάλιστα με χιούμορ και διάθεση σατιρική.
[μάθε το τσαγκάρην το παιδίν σου]
5 | Αν έχω γείτονα τινά και έχει παιδίν αγόριν,
να τον ειπώ ότι «μάθε το γραμματικά να ζήση»;
αν ου τον είπω «μάθε το τσαγκάρην το παιδίν σου»,
παρακρουνιαροκέφαλον πάντες να με ονομάσουν!
Και άκουσον την βιοτήν τσαγκάρου, και να μάθης |
10 | την βρώσιν και ανάπαυσιν την έχει καθ' εκάστην.
Γείτοναν έχω πετσωτήν, ψευδοτσαγκάρην τάχα,
πλην ένι καλοψωνιστής, ένι και χαροκόπος.
'Οταν γαρ ίδη την αυγήν περιχαρασσομένην,
ευθύς: Ας βράση το θερμόν, λέγει προς το παιδίν του, |
15 | και: Να, παιδίν μου, στάμενον εις τα χορδοκοιλίτσια,
αγόρασε και βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν,
και δος με να προγεύσωμαι, και τότε να πετσώνω.
Αφού δε κλώση το τυρίν και τα χορδοκοιλίτσια,
καν τέσσερα τον δίδωσι γεμάτα εις το μουχρούτιν, |
20 | και πίνει τα και ερεύγεται. Κερνούν τον άλλον ένα,
και παρευθύς υπόδημαν επαίρνει και πετσώνει.
Όταν δε πάλιν, δέσποτα, γεύματος ώρα φθάση,
ρίπτει το καλαπόδιν του, ρίπτει και το σανίδιν
και το σουγλίν και το σφετλίν και τα σφηκώματά του, |
25 | και λέγει την γυναίκαν του: «Κυρά, καθές τραπέζιν·
και πρώτον μίσσον το εκζεστόν, δεύτερον το κρασάτον,
και τρίτον το μονόκυθρον, πλην βλέπε να μη βράζη!»
Αφού δε παραθέσουσι και νίψεται και κάτση,
ανάθεμά με, βασιλεύ, όταν στραφώ και ιδώ τον |
| το πώς ανακομπώνεται κατά της μαγειρίας,
αν ου κινούν τα σάλια μου και τρέχουν ως ποτάμιν. |
Ο
Θεόδωρος Πρόδρομος ή
Πτωχοπρόδρομος υπήρξε
βυζαντινός ποιητής που συνέταξε στη
δημώδη γλώσσα και σε δεκαπεντασύλλαβους πολιτικούς στίχους έμμετρα σατιρικά και ικετευτικά που φέρουν το γενικό όνομα
Πτωχοπροδρομικά. Θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά έργα και ως απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως επειδή ήταν τα πρώτα που γράφτηκαν στη γλώσσα του λαού και αποτέλεσαν έναυσμα δημιουργίας.
Άλλοτε αυτά αποδίδονταν με βεβαιότητα στον επίσης βυζαντινό ποιητή και συγγραφέα του
12ου αιώνα τον
Θεόδωρο Πρόδρομο. Σήμερα για το ζήτημα της γνησιότητας των έργων εξακολουθεί να μην υπάρχει απόλυτη ομοφωνία.
[1] Κατά τη νεότερη κριτική και μετά από επισταμένη έρευνα οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα Πτωχοπροδρομικά είναι ποιήματα μεταγενέστερα που έχουν συνταχθεί από έναν ή περισσότερους
[2] νεότερους ευθυμογράφους, οι οποίοι έχουν μιμηθεί το ύφος του Θεόδωρου Προδρόμου, αλλά όχι και τη λόγια και πολύ αρχαΐζουσα γλώσσα του. Αλλες εκδοχές αναφέρουν ότι ο Θεόδωρος Πρόδρομος μπορεί να είχε δύο "γραφές", μια τρόπον τινά γραφή της προσωπικής επιλογής του
[3] και μια δεύτερη για τις ανάγκες της εποχής και του περιβάλλοντός του ή όπως θα λέγαμε σήμερα "του καταναλωτικού κοινού".
Τα λεγόμενα Πτωχοπροδρομικά είναι σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς τέσσερα, αν και εκφράζεται η άποψη ότι ίσως στην ίδια ομάδα να ανήκουν και περισσότερα.
Αυτός ή αυτοί που συνέταξαν τα τέσσερα Πτωχοδρομικά, πάντως, αναφέρονται αποκλειστικά στο βίο του «Πτωχοπροδρόμου», το όνομα του οποίου οικειοποιούνται πιθανώς για λόγους ευρύτερης κυκλοφορίας ή για λόγους εντυπωσιασμού του κοινού, μια και το όνομα του Προδρόμου και η μεγάλη πείνα που τον βασάνιζε είχαν μείνει παροιμιώδεις.
Τα χειρόγραφα δεν βρέθηκαν όλα μαζί, αλλά με διαφορά δύο αιώνων. Οι ειδικοί από το ύφος τους όμως εκτιμούν ότι πρωτογράφηκαν ή συντάχθηκαν κατά τον 12ο αιώνα και σε μια περίοδο 20-70 ετών. Όλα έχουν στην εισαγωγή τους το όνομα του συγγραφέα και αναφέρουν "Στίχοι του Θεοδώρου του Πτωχοπροδρόμου" εκτός από ένα που αναφέρει "Στίχοι του Ιλαρίωνος Μοναχού του Πτωχοπροδρόμου" -κάτι που δεν σημαίνει απαραιτήτως άλλο πρόσωπο, αφού όταν μονάζει κάποιος αλλάζει και το κοσμικό όνομά του.
[4]
Τα ποιήματα αναφέρονται με αυτοσαρκασμό και καυστική κριτική στην πείνα και τις κακουχίες ή την κακομεταχείριση που υπέστη ο ήρωάς τους. Το πρώτο αναφέρεται στα δεινά που πέρασε στα 12 χρόνια του γάμου του με μια "μάχιμη γυναίκα" όπως την αποκαλεί και που όπως προκύπτει από την ανάγνωση του ποιήματος, ήταν η χαρακτηριστική περίπτωση της βασανιστικής συντρόφου. Τον έβριζε διαρκώς για ανεπρόκοπο και έλεγε πόσο κατώτερός της ήταν και ότι έπρεπε να είχε παντρευτεί μια όμοιά του - κουτσοπάρδαλη, απένταρη, κόρη ταβερνιάρη, όπως αναφέρει ο ίδιος. Τού παραπονιόταν ότι δεν της είχε φτιάξει ένα φουστάνι, ότι δεν την πήγαινε σε γιορτές, ότι δεν της είχε πάρει ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια και άλλα πολλά. Συχνά τον άφηνε νηστικό και μια μέρα απελπισμένος μεταμφιέστηκε σε Ρώσο μοναχό για να μπορέσει να φάει στο ίδιο τραπέζι με τα παιδιά του, έστω και ως ξένος.
Στο δεύτερο ποίημα αναφέρεται στις δυσκολίες του να θρέψει τα πολλά παιδιά του και τους συγγενείς που εξαρτώνταν από αυτόν και ζητάει την ελεημοσύνη του βασιλιά.
Στο τρίτο και στο τέταρτο μιλάει ως μοναχός, αλλά πρόκειται για διαφορετικά έργα. Στο ένα περιγράφει τις καταχρήσεις των ηγούμενων των μοναστηριών, που όταν π.χ. αρρώσταιναν οι ίδιοι έφερναν τους καλύτερους γιατρούς ενώ όταν αρρώσταιναν οι απλοί μοναχοί τους επέβαλαν ως θεραπεία τριήμερη νηστεία και τους συνιστούσαν ως φάρμακο λίγο κρεμμυδάκι. Λέει μάλιστα ο Πτωχοπρόδρομος στον Μανουήλ Κομνηνό -στον οποίο απευθύνονται οι στίχοι- να πάρει τον συγκεκριμένο ηγούμενο για γιατρό του παλατιού να βρει την υγειά του. Το έργο τελειώνει με τον Πτωχοπρόδρομο να ζητάει όπως πάντα βοήθεια.
Στο άλλο πάλι ως ως μοναχός αναθεματίζει τη μόρφωσή του και αναθυμάται τη φράση "μάθε παιδί μου τα γραμματικά" που του είχε πει κάποτε ο πατέρας του για να προκόψει. Παρομοιάζει τώρα τη ζωή με ένα σωρό απαίδευτων επαγγελματιών και τους βρίσκει όλους καλύτερούς του, ενώ εκείνος "δεν μπορεί να γεμίσει την κοιλιά του με τον Όμηρο".
*Τί δὲ λοιπόν, ἂν ἔμαθα τοῦ κόσμου τὰ βιβλία,
*καὶ τὸ ψομὶν ἐπιθυμῶ, πότε νὰ τὸ χορτάσω;
Πηγή:
http://el.wikipedia.org/wiki/Πτωχοπρόδρομος
Φώτης Κόντογλου - Πτωχοπρόδρομος, ὁ πεινασμένος καλόγερος
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου
Τὸ Βυζάντιο ἤτανε ἕνα βασίλειο ποὺ φαινότανε πὼς εἶχε ἀρχοντιὰ καὶ πὼς ὁ λαός του δὲν δυστυχοῦσε. Μὰ σὲ κάθε μεγάλο καὶ δυνατὸ κράτος, δίπλα στὰ πλούτη καὶ στὴν καλοπέραση, ὑπάρχει κι ἡ φτώχεια, ὅπως ἤτανε στὴν ἀρχαία Ρώμη, στὴν Περσία, στὴν Αἴγυπτο, κι ὑστερώτερα στὴν τσαρικὴ Ρωσία, στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Τουρκία. Ἔτσι καὶ στὸ Βυζάντιο, προπάντων στὰ χρόνια ποὺ ἀρχίσανε νὰ φανερώνουνται τὰ γεράματά του.
Ἕνας τύπος φτωχὸς καὶ πεινασμένος, ποὺ ἔζησε στὸ Βυζάντιο, ἤτανε ἕνας καλόγερος ποὺ τὸν λέγανε Πρόδρομο, κι ἀπὸ τὴ φτώχεια κι ἀπὸ τὴ μιζέρια ποὺ εἶχε κι ἀπὸ τὴ ζητιανιά του, τὸν βγάλανε Φτωχοπρόδρομο. Τὸ μικρὸ τ᾿ ὄνομά του ἤτανε Θεόδωρος, τὸ Πρόδρομος ἤτανε οἰκογενειακό του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ μὲ τὸν σημερινὸν Καραγκιόζη, ποὺ εἶναι ὁλοένα πεινασμένος, κι ὁ νοῦς του εἶναι στὸ φαγί.
Ὁ Φτωχοπρόδρομος γεννήθηκε κατὰ τὰ 1150 ἀπάνω - κάτω, βασιλεύοντας ὁ Μανουὴλ ὁ Κομνηνός. Σ᾿ αὐτὸν τὸν βασιλιᾶ ἀφιέρωσε δυὸ μεγάλα ποιήματα, καὶ σ᾿ αὐτὰ κλαίγεται γιὰ τὴ φτώχειά του, γιὰ τὴν πείνα του, γιὰ τὴ γύμνια του, γιὰ τὴν κακομεταχείρισή του στὰ μοναστήρια, κατηγορᾶ τοὺς ἡγούμενους καὶ τοὺς καλοπερασμένους καλόγερους, καὶ καταριέται τὴν κλίση του στὰ γράμματα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ χάσει τὸν καιρό του γιὰ νὰ τὰ μάθει, καὶ δὲν κύτταξε νὰ μάθει καμμιὰ ἄλλη δουλειὰ ποὺ νὰ βγάζει χρήματα, ὥστε νὰ μὴν ψοφᾶ ἀπὸ πείνα. Ὡστόσο, ἀπὸ τὰ γραφόμενά του φαίνεται πὼς ἤτανε γουρσούζης, τεμπέλης, ἀπρόκοφτος, στριμμένος καὶ κακόγλωσσος. Τὰ λόγια του τὸν δείχνουνε σιχαμερὸν καὶ βρωμόγλωσσον.
Στὸν καιρό του περνοῦσε γιὰ πολὺ γραμματισμένος, γιατὶ εἶχε παραγεμισμένο τὸ ἄδειο κεφάλι του μὲ κάθε λογῆς διαβάσματα, ἀχώνευτα, ἀνακατεμένα, ὅπως κάνανε oι λογιώτατοι ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Εἶχε γράψει πολλὰ συγγράμματα, πεζὰ καὶ ποιήματα, θεολογικά, φιλοσοφικά, ἱστορικά, ἀκόμα κι ἀστρονομικά. Μὰ τί τὸ ὄφελος, ἀφοῦ δὲν εἶχε μηδὲ κουκούτσι κρίση; Τὰ ποιήματά του, ποὺ εἴπαμε, εἶναι ἄτεχνα, ἀνόητα, παιδιακίσια, χωρὶς καμμιὰ σοβαρότητα, καὶ δὲν ἔχουνε μήτε λίγη ἀπὸ τὴ χάρη ποὺ ἔχουνε κάποια ἄλλα σατιρικὰ βυζαντινὰ ποιήματα, ὅπως εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γιὰ τίτλο: «Γαϊδάρου, λύκου κι ἀλωποῦς, διήγησις χαρίεις».
Τὸ μονάχο καλὸ ποὺ ἔχουνε γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ ποιήματα τοῦ Φτωχοπρόδρομου, εἶναι τὸ ὅτι ἔχουνε θησαυρὸ ἀπὸ λέξεις τοῦ βυζαντινοῦ καιροῦ, πρὸ πάντων ἀπὸ φαγητά, ποὺ δείχνουνε πὼς τὰ ἴδια λόγια κρατήσανε ἴσαμε σήμερα σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Ἑλλάδας.
Τὸ πρῶτο ποίημα ἀρχίζει μὲ κάποια ἐγχώρια γιὰ τὸν βασιλέα, ποὺ εἶναι τόσο δουλικὰ καὶ σιχαμερά, ποὺ νὰ ἀηδιάζει ὁ ἀναγνώστης. Γιὰ τὴν αὐλοκολακεία φτιάνει κάποιες ἀσουλούπωτες λέξεις, σὰν τό: «Κομνηνόβλαστε, τετραυγουστόμορφε» κι ἄλλα τέτοια.
Ἀφοῦ γεμίσει δυὸ φύλλα, μὲ τὶς σιχαμερὲς κολακεῖες του, ἀρχίζει τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του: «Ἀπὸ μικρόθεν μ᾿ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου, - τέκνον μου, μάθε γράμματα, ἂν θέλεις νὰ φελέσῃς. - Βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου; Πεζὸς ἐπεριπάτει, - καὶ τώρα βλέπεις γέγονεν χρυσοφτερνιστηρᾶτος. - Ὁ κόρφος του βουρβούριζεν ψείρας ἀμυγδαλάτας, - καὶ τώρα ἀπὸ ὑπέρπυρα γέμει τὰ μανολᾶτα (φλουριά)». Καθὼς φαίνεται, ὁ Φτωχοπρόδρομος τὶς ἤξερε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὶς ἀμυγδαλάτες ψεῖρες ποὺ βουρβουλιάζανε στὸν κόρφο του.
Τὸ λοιπόν, «ἔμαθε τὰ γραμματικά, πλὴν μετὰ κόπου πόσου!». Ἀλλὰ λέγει παρακάτω: «Ἀφοῦ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης, - ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ κύταλον καὶ ψύχαν. - Καὶ διὰ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν, - ὑβρίζω τὴν γραμματικήν, καὶ κλαίγω καὶ φωνάζω: - Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα! Χριστέ, καὶ ποὺ τὰ θέλει! - Ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρόν, κι ἐκείνην τὴν ἡμέραν, - ὅπου μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ σκολιὸν ἐμέναν!». Καλύτερα, λέγει, νὰ μάθαινα μία τέχνη, νὰ γινόμουνα ράφτης. Γιατὶ ἂν μάθαινα «τὴν κλαποτήν», δηλαδὴ τὴ ραφτική: «Νὰ ἄνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τό ῾βρισκα γεμᾶτον - ψωμίν, κρασίν, πληθυντικὸν καὶ θυνομαγερίαν, - καὶ παλαμηδοκόμματα, καὶ τζίρους καὶ σκουμπρία, - παροῦ ὅτι τώρ᾿ ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους, - καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία». Ὕστερα λέγει πὼς ἔχει ἕναν γείτονα μπαλωματή, «πετζοτῶν τάχα ψευδοτζαγγάρην, - πλὴν ἔνε καλοψουνιστής, ἔνε καὶ χαροκόπος (γλεντζές, χαρούμενος)». Κάθε πρωὶ λέγει στὸ τσιράκι του νὰ πάγει ν᾿ ἀγοράσει «χορδόκοιλα» (μεζέδες, κάτι σὰν κοκορέτσι), «-Φέρε καὶ βλάχικον τυρόν, ἄλλην σταμεναρέαν. - Καὶ δός του νὰ προγεύωμαι καὶ τότε νὰ πετζώνω». Πίνει καὶ κρασὶ βραστὸ μὲ πιπέρι, γιατὶ κάνει κρύο στὴν Πόλη. Καὶ σὰν ἔρθει τὸ μεσημέρι, «ρίπτει τὸ καλαπόδιν του, ρίπτει καὶ τὰ σανίδιν, - καὶ λέγει τὴν γυναίκα του: Κυρὰ καὶ θὲς τραπέζιν». Καὶ βάζουνε στὸ τραπέζι «μισὸν ἐκζεστόν, δεύτερον τὸ σφουγγᾶτον (ὀμελέτα),- καὶ τρίτον τὸ ἀκριόπαστον (παστὸ κρέας) ὀφθὸν ἀπὸ μερίου, καὶ τέταρτον μονόκυθρον (= μονόχυτρον, δηλαδὴ διάφορα φαγητὰ σὲ μία χύτρα), - πλὴν βλέπε νὰ μὴ βράζει (νὰ μὴν εἶναι ζεματιστό). - Ἀφοῦ δὲ παραθέσουσιν, καὶ νίψεται καὶ κάτζει. -Ἀνάθεμά με, Βασιλεῦ, καὶ τρισανάθεμά με! -Ὅταν στραφῶ καὶ ἴδω τὸν λοιπὸν τὸ πὼς καθίζει, - τὸ πῶς ἀνασκουμπώνεται νὰ πιάσει τὸ κουτάλιν, - καὶ δὲν τρέχουν τὰ σάλια μου, ὡς τρέχει τὸ ποτάμι. - Κι ἐγὼ ὑπάγω κι ἔρχομαι πόδας μετρῶν τῶν στίχων. -Εὐθὺς ζητῶ τὸν ἴαμβον, γυρεύω τὸν σπονδεῖον, - γυρεύω τὸν πυρρίχιον καὶ τὰ λοιπὰ τὰ μέτρα, - ἀλλὰ τὰ μέτρα ποὺ φελοῦν στὴν ἄμετρόν μου πείναν;».
Ὁ καημένος ὁ λιμασμένος Φτωχοπρόδρομος, ἀπὸ τὴν πείνα του τοὺς βλέπει ὅλους σὰν λούκουλους παραχορτασμένους καὶ τὰ παραλέγει, ὅπως κάνει μὲ τὰ συμπόσια τοῦ φτωχοῦ τοῦ μπαλωματῆ.
Παρακάτω λέγει πὼς μετάνοιωσε γιατὶ δὲν ἔγινε χαμάλης, νὰ τρώγει καὶ νὰ πίνει καλά. Ὕστερα στεναχωριέται γιατὶ δὲν ἔγινε περιβολάρης: «Κηπουρικὴν πολύκαρπον ν᾿ ἀργαζόμουν τὴν τέχνην, - συκίτζια καὶ ροδάκινα, ροδίτζια, μυγδαλίτζια, - δαμασκηναπιδόμηλα, δαμάσκηνα κροκάτα, - τὰ λέγουν ἀνατολικά, τὰ λέγουν λαγωνάτα, - καὶ τἄλλα τὰ τῶν κηπουρῶν σκόρδα καὶ κρομμυδίτζια, - ματζάνες (μελιτζάνες), λαχανόγουλα, κραμπιὰ καὶ σευκλογούλια».
Κι ἀφοῦ πεῖ κι ἄλλα πολλὰ παρόμοια, φωνάζει: «Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, καὶ δεύτερον σὲ γράφω». Στὸ τέλος λέγει πὼς πέρασε ἀπὸ ἕνα χασάπικο ποὺ εἶχε παχειὰ κρέατα, κι ἡ τζίκνα τὸν ζάλισε καὶ μπῆκε μέσα. «Ἐκεἷβρα κρέας καὶ ψήνασιν σουγλιταρέαν μεγάλην. - Τοῦ μακελλάρη τὴν γυνὴν ἠρξάμην κολακεύειν. - Κυρά, κυρὰ μαστόρισσα, κυρὰ χορδοκοιλίστρα. -καὶ μουτλογατανόσκουφε γυνὴ τοῦ μακελλάρη, - δός με ὀλίγον ἔντερον, δός με δαμὶν μαστάριν. - ... ἐκ τὴν λαπάραν σου, ἐξαύτην τὴν βαστάζεις». Κι ἐκείνη ἡ παλιογυναίκα προσποιήθηκε πὼς τὸν λυπήθηκε καὶ τὸν κάθησε στὸ τραπέζι, ὡς ποὺ σὲ μία στιγμὴ ποὺ καθότανε ἀνύποπτος, τὸν περίχυσε, τὸν δυστυχῆ, μ᾿ ἕναν πατσᾶ, καὶ τὸν ἔκανε ἐλεεινόν, βρώμισε καὶ τὴν κάπα του ποὺ τὴν εἶχε μοναχοκόρη.
Κι ἀρχίζει τὸ μοιρολόγι τῆς κάπας του: «Κάπα μου, πάλιν κάπα μου, παλιοχαρβαλωμένη, - κάπα μου, ὅταν σ᾿ ἔθηκεν ἡ βλάχα νὰ σὲ φάνει, - πολλὰ δάκρυα σὲ γέμισεν καὶ στεναγμοὺς μεγάλους. - Ἐσὲν ἔχω γιὰ πάπλωμαν, κάπα κι ἀπανωφόριν,- ἐσέναν καὶ πουκάμισον, ἐσέν᾿ ἐπιβαλτάριν».
Ὕστερα ἀπὸ τo πάθημά του πηγαίνει στὸ σπίτι του, «τὸ σπίτιν τὸ παλαιόσπιτον τὸ καινουργιοχαλασμένον. - Νυστάζω, πέφτω τάχα τε, τυλίγομαι τὴν κάπαν. - Κοιμοῦμ᾿ ὡς τὸ μεσάνυκτον, καὶ ἄκου τί παθαίνω. - Ἐμπλέκονταί μ᾿ οἱ ψεῖρες μου ἄνωθεν ἕως κάτω, - καὶ βάνω τὸ χερίτζιν μου, συντρίβω καὶ τζακίζω, - εὐγάνω τ᾿ ὁλοκόκκινον, νάπες βαφέαν ὁμοιάζω».
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σιχαμερὲς ἱστορίες τελειώνει τὸ πρῶτο ποίημα τοῦ Φτωχοπρόδρομου. Στὸ δεύτερο κακολογᾶ τοὺς γούμενους τῶν μοναστηριῶν καὶ τοὺς ἄλλους καλόγερους ποὺ καλοπερνούσανε, γιὰ τοῦτο ἔχει τὴν ἐπιγραφή: «Κατὰ ἡγουμένων».
Ἀρχίζει πάλι μὲ τὴν κλάψα: «Καὶ γὰρ ἀγράμματος εἰμὶ καὶ νέος ρακενδύτης, - καὶ μοναχὸς τῶν εὐτελῶν τῶν ἀποκαθισμένων, - καὶ τὴν ἰσχὺν ἐπίσης τε μύρμηκος κεκτημένος». Κι ἀρχίζει νὰ λέγει τὴ δική του τὴ φτώχεια ἀπὸ τὅνα μέρος καὶ τὴν καλοπέραση τῶν ἡγουμένων ἀπὸ τ᾿ ἄλλο: «Αὐτὸς ἔχει κἂν τέσσαρα λαμπρὰ κρεβατοστρώσια, - καὶ σὺ κοιμᾶσαι στὸ ψαθὶν καὶ γέμεις καὶ τὰς ψείρας. - Αὐτὸς ψουνίζει πάντοτε λαβράκια, φιλομήλας (φαγκριά), καὶ σὺ ποτὲ οὐκ ἠγόρασας κἂν τορνεσίου χαβιάριν». «Καὶ σἦλθες ἀνυπόδετος καὶ δίχα ὑποκαμίσου, - καὶ τὸ βρακίν σου φαίνετον ἀπὸ πενήντα τρύπας».
Ὕστερα ἀραδιάζει τὰ φαγητὰ ποὺ μπαίνουνε στὰ γουμενοτράπεζα: «Καὶ τὶς ὑποίσει καθορῶν τὰ πλήθη τῶν ἰχθύων, - τῶν ἡγουμένων ἔμπροσθεν προκείμενα συνήθως; - Πρῶτον διαβαίνει τὸ ἔκζεστον ψησόπουλον τουρδᾶτον (φουσκωτὸ ψητό), - καὶ δεύτερον ἀκρόβραστον μαζεῖ (στῆθος) ἀρβαλιασμένον (ψιλοκομμένον), - καὶ τρίτον ὀξυνόγλυκος κροκάτη μαγειρία, - ἔχουσα στάχος σύγουρδον καριόφυλλον τριψίδιν (μὲ μυρουδικὰ καὶ μὲ τριμμένο μοσχοκάρφι), - ἀμανιτάριν ὄξος τε, καὶ μέλιν ἐκ τῶν τ᾿ ἀκάπνην (μέλι ἄκαπνο) - καὶ μέσα κεῖται κόκκινος μεγάλη φιλομήλα (φαγκρί), - καὶ κέφαλος τρισπίθαμος αὐγάτος ἐκ τὸ ρύζιν (ἀπὸ τὸ μπουγάζι), - καὶ συναγρίδα πεπανὴ (παχειά), ὦ θεέ μου, μαγειρία!», κι ἄλλα πολλὰ ἀραδιάζει ὁ λαίμαργος Φτωχοπρόδρομος, ποὺ δὲ μποροῦνε νὰ τὰ φᾶνε μήτε δέκα ἄνθρωποι.
Καὶ πάλι παρακάτω λέγει τὸν ἀναβαλλόμενο γιὰ τοὺς ἡγουμένους: «Ἐκεῖνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως, - ἡμᾶς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας. - Ἐκεῖνοι τὰ λαβράκια καὶ τοὺς τρανοὺς κεφάλους, - ἡμεῖς δὲ τὸ βρωμόκαπνον ἐκεῖνο τὸ ἁγιοζούμιν (ἕνα νερόπλυμα μὲ βρασμένα κρομμύδια). - Ἐκεῖνοι τὰ γοφάρια, τὶς ἴσχας, τὰ ψησία, - ἡμεῖς δὲ πάλιν τρώγομεν ἐκεῖνο, πῶς τὸ λέγουν;...». Καὶ σὰν παραπονεθεῖ, τοῦ λένε πὼς εἶναι ἀπὸ φτωχὸ σόγι, «καλογερίτζιν ταπεινὸν ὑπάρχεις ἐκ τὸ Μήλιν, - ψωριάρικον, κιτρινιάρικον, γυμνόν, ἀπολεσμένον, - γαδούριν παλαιόπληγον, ὀρνίθιν κορυντζάριν (κορυζάρικο)».
Στὸ τέλος πιάνει πάλι τὰ ἐγκώμια καὶ τὶς κολακεῖες στὸ βασιλιᾶ, ποὺ τὸν λέγει: «τὸν Μανουὴλ τὸν Κομνηνόν, τὸν τῆς πορφύρας γόνον, - τὸν πύργον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσεως τὸ δόρυ».
Τὰ ποιήματα τοῦ Φτωχοπρόδρομου εἶναι κακότεχνα καὶ κακορίζικα, ἀλλὰ μέσα σ᾿ αὐτὰ βρίσκει κανένας θησαυρὸ ἀπὸ λόγια, ποὺ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ βρίσκουνται στὸ στόμα τοῦ λαοῦ ὡς τὰ σήμερα. Βάζω παρακάτω λίγα ἀπ᾿ αὐτά: παπάς, κάτα (ἔτσι λένε σήμερα τὴ γάτα σὲ κάποια μέρη), μελιτζάνες, λαβράκια, παλαμίδες, παλαμιδοκόμματα, σκουμβριά, σκουμπροπαλαμιδοκόμματα, γοφάρια, συναγρίδες, σαβρίδια, μουροῦνες, χτένια, σουλῆνες (καὶ τὰ δυὸ εἶναι θαλασσινὰ μαλακόστρακα, ποὺ τὰ πιὸ φημισμένα ἤτανε τῆς Μυτιλήνης, καὶ τώρα εἶναι τοῦ Ἀϊβαλιοῦ), παγούρια (τὰ σημερινὰ παβούρια, μεγάλα νόστιμα καβούρια), ξύδι, βλησκούνι (ἡ λεγόμενη μέντα), φάβα, ἀρκουδίζω (περπατῶ μὲ τὰ τέσσερα, ὅπως κάνουνε τὰ παιδιά· ἔτσι λέγανε στὴ Μ. Ἀσία, ἐνῷ ἐδῶ λένε μπουσουλῶ), ξυνάγαλον, ἀθότυρον (ὅπως τὸ λένε στὴν Κρήτη), κι ἄλλα. Βρῆκα καὶ τὴ λέξη σακολέβα, ποὺ λέγανε μ᾿ αὐτὴ τὸ παλιόρασο, ἐνῷ σακολέβες λέγανε ὡς προχτὲς κάτι καΐκια ἀνατολίτικα, ἴσως γιατὶ ἤτανε φτωχοκάϊκα.
Πτωχοπρόδρομος
Κριτική έκδοση
επιμέλεια: Hans Eideneier
ζωγραφική: Αλέκος Φασιανός
επιμέλεια σειράς: Γ. Μ. Σηφάκης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Τα τέσσερα ποιήματα που εκδίδονται εδώ - συνδετικός κρίκος των οποίων είναι το όνομα "Πτωχοπρόδρομος" - είναι τα παλαιότερα της λεγόμενης "Βυζαντινής δημώδους γραμματείας". Ο ποιητής εμφανίζεται σε τέσσερις διαφορετικές, λίαν δραματικές σκηνές: μια για να εξευμενίσει τη δύστροπη γυναίκα του που τολμάει να τον αποκλείει ακόμη και από το οικογενειακό τραπέζι με αποτέλεσμα να κοντεύει να πεθάνει της πείνας· μια για να συντηρήσει το ενδεές νοικοκυριό της πολυμελούς οικογένειάς του· μια για να ζητήσει κάποια αμοιβή για τον εαυτό του ως σπουδαγμένο φιλόλογο ("ανάθεμα τα γράμματα...")· και μια για να ζητήσει μετάθεση, ως καλόγερος πια, από ένα κακώς διοικούμενο μοναστήρι σε άλλο, προφανώς καλύτερο...
Αν και πολλά στοιχεία υποδεικνύουν τη σχέση των ποιημάτων με την αυτοκρατορική αυλή των Κομνηνών του 12ου αιώνα, η ταύτιση του δημιουργού τους με τον γνωστό λόγιο αυλικό ποιητή Θεόδωρο Πρόδρομο αμφισβητείται, κυρίως με βάση το πλούσιο δημώδες γλωσσικό υλικό και το ύφος τους. Πρόκειται για έργα που ανήκουν στην παρακλητική ή επαιτική ποίηση, είδος γνωστό από παλιά, με στοιχεία σάτιρας.
Πέρα από την καθαρά λογοτεχνική τους αξία, τα κείμενα αποτελούν κλειδί για τη μελέτη της εξέλιξης της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας. Με την παρούσα κριτική έκδοση τα "Πτωχοπροδρομικά" γίνονται προσιτά και το ελληνικό κοινό.
Το κοκορέτσι του Πτωχοπρόδρομου
Τα επαιτικά ποιήματα του 12ου αιώνα, οι ιστορίες ενός πεινασμένου γραμματικού και οι απαρχές της νεοελληνικής γλώσσας. Η κριτική έκδοση των σημαντικών μεσαιωνικών στιχουργημάτων
«Η καλοτακτοποιημένη κουζίνα», πίνακας του φλαμανδού ζωγράφου Joachim Beuckelaer (1566)
Είναι μεσήλικος, παντρεμένος με γυναίκα δύστροπη και μοχθηρή, που γκρινιάζει ολημερίς και του κλειδώνει το ντουλάπι με τα τρόφιμα. Είναι οικογενειάρχης με δεκατρία παιδιά, τόσο φτωχός που κοντεύει να πεθάνει από την πείνα. Είναι γραμματικός, τεχνίτης του λόγου, μορφωμένος, αλλά τα γράμματα δεν ωφελούν να βρει δουλειά να βγάλει το ψωμί του και ζηλεύει τους χειρώνακτες τεχνίτες που είναι καλοψωνιστές και το τραπέζι τους είναι πάντοτε γεμάτο. Είναι νεαρός καλόγερος, άπορος και ασήμαντος, υπηρέτης των ηγουμένων στο μοναστήρι, και υποφέρει από την πείνα. Οι ηλικίες, οι ιδιότητες, τα προσωπεία που φορά ο αφηγητής των τεσσάρων υστεροβυζαντινών δημωδών ποιημάτων που είναι γνωστά ως «πτωχοπροδρομικά» ποικίλλουν. Απαράλλαχτες μένουν σε κάθε ποίημα μονάχα η απελπιστική πενία του και η μόνιμη πείνα του, αυτές που τον αναγκάζουν να γράψει στον αυτοκράτορά του ζητώντας τη συνδρομή του. Σώσε με από τις στερήσεις, από τη φτώχεια, «των δανειστών μου, βασιλεύ, λύσον τις απαιτήσεις» παρακαλεί τον βασιλιά Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180) ο λεγόμενος Πτωχοπρόδρομος.
Με αυτό το όνομα ως τίτλο, που λειτουργεί ως ειδολογικός χαρακτηρισμός μιας σειράς επαιτικών ποιημάτων του 12ου αιώνα, κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης η νεότερη και πληρέστερη μέχρι στιγμής κριτική έκδοση αυτών των στιχουργημάτων: η έκδοση του γερμανού νεοελληνιστή Χανς Αϊντενάιερ του 1991, μεταφρασμένη στα ελληνικά, με αναλυτική εισαγωγή, εξαντλητικό γλωσσάριο, ελκυστική τυπογραφική εμφάνιση και σχέδια του Αλέκου Φασιανού που διανθίζουν ανάλαφρα τη σοβαρότητα του φιλολογικού κειμένου.
Γρουσούζης, τεμπέλης, στριμμένος, κακόγλωσσος
Ηταν πραγματικό πρόσωπο ο Πτωχοπρόδρομος; Το ζήτημα απασχόλησε επί μακρόν τους ερευνητές. Δεν είναι ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο λόγιος ποιητής της αυλής των Κομνηνών, καταλήγει στην εισαγωγή του ο Χανς Αϊντενάιερ, δεν ήταν καν ένα πρόσωπο ο συντάκτης αυτών των δεκαπεντασύλλαβων στίχων, αλλά πιθανότατα περισσότεροι συγγραφείς που ακολούθησαν ένα πρότυπο επαιτικής σατιρικής ποίησης εξαιρετικά δημοφιλές, το οποίο ξεκίνησε ως γραπτό δημώδες κείμενο, πέρασε στην προφορική παράδοση και έγινε αντικείμενο μίμησης.
Από τα πρώτα νεοελληνικά κείμενα, γραμμένα σε δημώδη ποιητική κοινή - ένα γλωσσικό ιδίωμα που κρατά αποστάσεις τόσο από τη λόγια γλώσσα όσο και από τις τοπικές διαλέκτους -, τα πτωχοπροδρομικά χρονολογούνται περίπου από την εποχή του ακριτικού έπους του Διγενή Ακρίτη. Δεν τοποθετούνται όμως στις εσχατιές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν αποκαλύπτουν τις σχέσεις της με τους Αραβες και άλλους λαούς, δεν αφηγούνται τα θαυμαστά κατορθώματα ενός ήρωα. Από τις σκηνές του πολέμου μάς μεταφέρουν στον κλειστό χώρο της οικογενειακής ή της μοναστικής ζωής, στις γειτονιές της Βασιλεύουσας, με πρωταγωνιστή έναν αντιήρωα, του οποίου η μόνη φιλοδοξία είναι να γεμίσει το στομάχι του, μετερχόμενος διάφορα τεχνάσματα, σαν τον Καραγκιόζη.
Γρουσούζη, τεμπέλη, απρόκοφτο, στριμμένο, κακόγλωσσο και σιχαμερό κόλακα χαρακτηρίζει τον Πτωχοπρόδρομο αυτών των σύντομων ψευδοαυτοβιογραφικών ποιημάτων σε ομώνυμο δοκίμιό του ο Φώτης Κόντογλου. «Αυθέντα μου πανσέβαστε, δόξα και καύχημά μου», «δέσποτα στεφηφόρε, σκηπτούχε κομνηνόβλαστε, κράτιστε κοσμοκράτορ»προσφωνεί τον αυτοκράτορά του ο επαίτης και συνεχίζει τις κολακείες του προλογίζοντας σε στομφώδες λόγιο ύφος. Σε γλώσσα δημώδη, αφηγείται στη συνέχεια τα βάσανά του και αποκαλύπτεται οκνηρός και φυγόπονος. Αντιδρά στα καθήκοντα στο μοναστήρι και δεν θέλει ευθύνες στην οικογένεια. Οταν χτυπά το παιδί του, εκμεταλλεύεται την αναστάτωση για να κλέψει τρόφιμα από το ντουλάπι της γυναίκας του.
Δεν είναι συμπαθής, είναι όμως διασκεδαστικός. Σατιρίζει τους πάντες, και τον εαυτό του τον ίδιο. Γι' αυτό και τα πτωχοπροδρομικά ποιήματα ήταν αγαπητά και διαδόθηκαν ευρέως. Σώζονται σε αρκετά χειρόγραφα, που φτάνουν τα επτά για το τέταρτο ποίημα και το τρίτο ποίημα, του οποίου παροιμιώδης παραμένει ως σήμερα ο στίχος του ταλαίπωρου γραμματικού: «Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, κι οπού τα θέλει».
Κωμικά, με ένα ελευθέριο λαϊκό χιούμορ που επανεκτιμάται στη μεταμοντέρνα εποχή, αυτά τα μεσαιωνικά στιχουργήματα ψυχαγωγούν και τον σύγχρονο αναγνώστη. «Αλλά τα μέτρα πού ωφελούν την άμετρόν μου πείναν;» παραπονείται ο ίδιος γραμματικός. Εκείνος αναφέρεται στον ίαμβο, στον σπονδείο, στον πυρρίχιο, στα μέτρα της ποίησης τα οποία μελετά, εμείς όμως ως σύγχρονοι Πτωχοπρόδρομοι διαβάζουμε στα λόγια του και ένα σχόλιο για άλλα μέτρα που μας παιδεύουν.
Οι πληροφορίες που αλιεύουμε από τα στιχουργήματα αυτά για την καθημερινή και την ιδιωτική ζωή στο Βυζάντιο είναι πλούσιες: για τάξεις, για επαγγέλματα, για νομίσματα και, κυρίως βέβαια, για φαγητά. Χονδρόγυλο (ψωμί), απάκι και τυρίτσιν κρητικό, χορδοκοιλίτσι (πατσάς) και χουρδουβελία (κοκορέτσι), γοφάρια, γαλέοι, θύννες (τόνοι) και ψάρια παστά, σφουγγάτο (ομελέτα) και το περίφημο ευωδιαστό μονοκυθρίτσιν, που διαρκώς ορέγεται ο Πτωχοπρόδρομος, φαγητό μαγειρεμένο στη χύτρα με πολλά υλικά. Λέξεις γνωστές και άλλες γοητευτικά άγνωστες, καταγράφονται όλες στο γλωσσάρι που συνέταξαν η Τίνα Λεντάρη, λέκτωρ Μεσαιωνικής Δημώδους Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο νεοελληνιστής Νότης Τουφεξής, καθιστώντας αυτά τα κείμενα του 12ου αιώνα προσιτή ψυχαγωγία και για τον πολύπαθο έλληνα αναγνώστη του 21ου αιώνα.
Το άκουσα προσωπικά σε δυο δημοτικά σχολεία, ότι υπήρξαν περιπτώσεις που κάποιος γονιός έβαλε πολιτικό μέσο για να γράψει ο διευθυντής το παιδάκι τους εκεί. Κυρίως τα τελευταία χρόνια με την κρίση, πολλοί γονείς που παλαιότερα θα έστελναν τα παιδιά τους στην ιδιωτική εκπαίδευση επιλέγουν τα δημόσια σχολεία, όπως γίνεται και σε μικρότερες ηλικίες στους παιδικούς σταθμούς των δήμων. Φυσικά, οι αυξημένοι αριθμοί δεν είχαν προβλεφθεί, αλλά και τώρα που είναι αναμενόμενο να παρουσιάζεται αυξημένη ζήτηση, το δημόσιο δεν είναι σε θέση να αντιδράσει. Έτσι υπάρχουν σχολεία που γεμίζουν από παιδιά και οι διευθυντές αρνούνται να γράψουν άλλα. Και οι γονείς κάνουν ότι μπορούν: άλλοι παρουσιάζουν ψευδείς βεβαιώσεις ότι κατοικούν στην περιοχή με το καλό σχολείο ενώ η κατοικία τους είναι εκτός των τυπικών ορίων που ορίζει το υπουργείο, ενώ κάποιοι βάζουν πολιτικό μέσο και ο διευθυντής δέχεται πιέσεις από πολιτικά γραφεία για να δεχτεί κάποιον μαθητή.
Όταν κουβεντιάζουμε τέτοιες ιστορίες συχνά μιλάμε για ραγιαδισμό, πως η μακρόχρονη «τουρκοκρατία» μας κατέστρεψε και μας έκανε να ζητάμε ρουσφέτια και διάφορα τέτοια. Γι’ αυτό με πήραν τα γέλια διαβάζοντας το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ
www.cup.gr ) με τίτλο
«Πτωχοπρόδρομος» και περιλαμβάνει 4 ποιήματα, τα παλαιότερα έργα της «Βυζαντινής δημώδους γραμματείας» –όπως λέγεται, δηλαδή τα παλαιότερα σωζόμενα γραπτά έργα στην δημοτική. Τα ποιήματα αυτά χρονολογούνται τον 12
ο αιώνα, την εποχή των Κομνηνών, και είναι σατιρικά, αν και το ύφος της σάτιρας της εποχής δεν ταυτίζεται ακριβώς με τις σημερινές μας αντιλήψεις για το χιούμορ. Ο πρωταγωνιστής Πτωχοπρόδρομος εμφανίζεται σε τέσσερεις διαφορετικές δυσάρεστες καταστάσεις και ζητάει βοήθεια. Η γυναίκα του τον έχει πετάξει έξω, τα εισοδήματά του δεν του φτάνουν, θεωρεί ότι η αμοιβή του δεν αντιστοιχεί με την σπουδαιότητα της θέσης του, και τέτοια. Τα ποιήματα θεωρούνται κλειδί για την μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Όπως συνέβη και με τα αρχαία ελληνικά έργα, η πρώτη τους έκδοση έγινε στο εξωτερικό. Η έκδοση που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά είναι η νεότερη αναθεωρημένη και μεταφράστηκε από τα γερμανικά. Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Hans Eideneier, γερμανός φιλόλογος και φιλέλληνας. Το βιβλίο κοσμείται με σχέδια του Αλέκου Φασιανού.
Στο τελευταίο ποίημα, ο Πτωχοπρόδρομος είναι πλέον καλόγερος και ζητεί από τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό να μεσολαβήσει για να πάρει μετάθεση από το μοναστήρι που βρίσκεται σε ένα καλύτερο. Τα ελαττώματα μας ως έθνος είναι μάλλον παλαιότερα απ’ ότι θα θέλαμε να πιστεύουμε.
Ο Μιχάλης Σηφάκης είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών