Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Θεοδόσης Βολκώφ,μια σύγχρονη ποιητική πνοή

Νομίζω ότι όσοι έχουμε ασχοληθεί έστω και λίγο με τα βιβλία θα νοιώθουμε έστω και λίγο το αίσθημα ότι όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές έχουνε περάσει ανεπιστρεπτί και δε πρόκειται να εμφανιστούν ξανά ποτέ,τουλάχιστον στη κλασική μορφή των ποιητικών συλλογών, μιας και στη μπλογκόσφαιρα υπάρχουν μικρά διαμάντια. Τέλος πάντων, εντελώς τυχαία είχα τη τύχη να ανακαλύψω έναν ποιητή ιδιαιτέρως νέο που θα ήθελα να σας παραουσιάσω.
Ο ποιητής αυτός είναι ο Θεοδόσης Βολκώφ. Ιδιαίτερα νέος εξέδωσε τη πρώτη του ποιητική συλλογή το 2004 με τίτλο «Τὰ Τραγούδια τῆς Ψυχῆς καὶ τῆς Κόρης» σε ηλικία μόλις 24 χρόνων. Η δεύτερη συλλογή του με το τίτλο «Γιουβενάλης» εκδόθηκε το 2012, ενώ τον ίδιο χρόνο εξέδωσε άλλη μία συλλογή με τίτλο «Missa Brevis».
Η γραφή του ποιητή είναι υποβλητική, προσφέροντας ένα βάθος και μια στοχάστικότητα που προσωπικά μου θυμίζει αρκετά κάποια ιστορικά ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη. Αν και δεν αποτελεί σίγουρα απομίμηση του Καβάφη, εντούτοις ο ρυθμός αλλά και η τοποθέτηση των λέξεων στο χώρο του ποιήματος θυμίζει έντονα τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή. Η γλώσσα του γενικά είναι δημοτική, αλλά διεισδύουν στοιχεία λόγια,αλλά και λέξεις και φράσεις εκκλησιαστικών αλλά και αρχαίων κειμένων. Έντονο είναι το στοιχείο του μύθου στη ποιητική συλλογή «Γιουβενάλης», και ειδικά του Hagalaz που στη ρουνική διάλεκτο σημαίνει στη κυριολεξία το χαλάζι, μεταφορικά όμως δηλώνει όπως αναφέρεται στο τέλος της συλλογής

«το αχαλιναγώγητο Σύμπαν,το ξέσπασμα ανεξέλεγκτων,απροσμάχητων δυνάμεων τόσο στην περιβάλλουσα Φύση όσο και μέσα στον Άνθρωπο.Το Hagalaz ή αλλιώς Haglaz είναι η Μήνις και η Σύγκρουση,η Κρίση,η ολοκληρωτική Καταστροφή και η Αλλαγή εκ θεμελίων.
Είναι το αληθώς τυφλό και όντως άλογο.
το Χάος μέσα στο κόσμο
Το Hagalaz είναι σπόρος,
ο λευκότερος και ψυχρότερος σπόρος,
γράφουν και τραγουδούν,
οι αρχαίες ρούνες.
Στην αρχή είναι σκληρό και κατέρχεται δριμύτατο,
δεν εξευμενίζεται και πλήττει θανάσιμα.
Στη συνέχεια ωστόσο το νερό που κλείνει μέσα του αυτός
ο θανάσιμος σπόρος
απλώνεται σε εύρος και προχωρά σε βάθος
ποτίζει το χώμα,τονώνει τις ρίζες
και ξυπνά με το απαλό πλέον άγγιγμα του όλους τους υπόλοιπους σπόρους που κοιμούνται και περιμένουν

Το Hagalaz
δεν υπογραμμίζει απλώς το αλληλένδετο της γέννησης και του θανάτου
με το αυστηρό του σχήμα,πρωτίστως διδάσκει
πως η γενναία καταστροφή
είναι η αναγκαία προύπόθεση
κάθε νέας δημιουργίας»

Όλη του η συλλογή διαπνέεται από το στοιχείο της καταστροφής ενός σάπιου κόσμου που είναι πνιγμένος στις ανομίες του και στην διασάλευση κάθε έννοιας ηθικής τάξης. Ο Βολκώφ δε κάνει ηθικολογίες, απαιτεί την ολοκληρωτική καταστροφή ενός κόσμου. Δεν κάνει κήρυγμα, δείχνει με το πιο ωμό τρόπο το σημείο της έσχατης ταπείνωσης. Δεν ανήκει στο Κόσμο τον ηθικά ξεπεσμένο, τον βλέπει αντίπαλο και εχθρό, μολυντή του κόσμου του δικού του.

Αναφέρει χαρακτηριστικά

«Μολύνεις, κόσμε, εκείνα που αγαπώ
τα κάνεις όμοια σου, τα ντροπιάζεις»

Ζητά την ολοκληρωτική καταστροφή ώστε να αναδυθεί ένας καινούργιος κόσμος μακριά από τα αμαρτήματα του παρελθόντος.
Ο Βολκώφ είναι ένας ποιητής έντονα κοινωνικός. Ελέγχει αλύπητα την κοινωνία και επιζητά το νέο κόσμο. Η κοινωνική του κριτική δεν αφήνει τίποτα όρθιο.Υπάρχει μάλιστα στη συλλογή μια τριλογία ποιημάτων, μία για τους άντρες, μία για τις γυναίκες και μία για τα παιδιά, όπου με το πιο ωμό τρόπο τους δείχνει την αλήθεια καταπρόσωπο σαν τον πιο καθαρό καθρέφτη. Δε χαρίζεται σε κανέναν.
Οι άντρες κατηγορούνται ότι χάσαν την αντρική ουσία τους και ενδιαφέρονται για τις απολαύσεις.
Το ποιήμα αρχίζει με αυτό το τρίστιχο:

«Άντρες στο σώμα, μα στο πνεύμα όχι.
Μονίμως γιοί, ποτέ σαν πατεράδες.
Η Εποχή σας έχει γίνει Αποχή»

Οι γυναίκες από την άλλη κατηγορούνται πως απασχολούνται μόνο με μπιχλιμπίδια, με την επιφάνεια και λίγο ως πολύ τις αναγάγει,εξαιτίας της συμπεριφοράς τους, σε πόρνες. Τις κατηγορεί πως έχουν διαλύσει τους άντρες εξαιτίας των επιθυμιών τους.

Αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Μέτρο του ξεπεσμού Γυναίκες είστε
Αυτό που διαλαλείτε πως ζητάτε,
τον άντρα-αυτό ακριβώς σε όλα αρνείστε»

Τέλος, ασχολείται με τα παιδιά που τα ελέγχει δριμύτατα αναφέροντας χαρακτηριστικά νομίζω:

«Σπορά κακή, Παιδιά, σπορά των στείρων
σφαγείς και πόρνες του μέλλοντος αιώνος, ακρίδες, λοιμική των πέντε ηπείρων
κι όπου ζωή και όποια κι όπου χρόνος,
άχθος του κόσμου, τέκνα της μωρίας,
κατεναντί σας προφητεύω μόνος»


Ο ποιητής σε όλο το κείμενο, χρησιμοποιώντας δεύτερο πρόσωπο ενικού, ομοιάζει με προφήτη από την Παλαιά Διαθήκη που προφητεύει το τέλος του αμαρτωλού Ισραήλ, συγκρινόμενος με τον Ιερεμία, απόσπασμα του οποίου περιέχεται στην αρχή της συλλογής, προσπαθώντας να ταιριάξει με την αγωνία του ανθρώπου που βλέπει την καταστροφή μπροστά του και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φωνάξει στους συνανθρώπους του να δουν τι γινεται. Το ύφος του σε όλη τη ποιητική συλλογή αποδίδει πόνο,οργή και αγωνία.

«Σκότωσα τη ζωή μου για να πω
αυτό που όλοι σκιάζεστε ν’ ακούτε
τράχυνα την ψυχή μου στο τροχό
της Ιστορίας, της Ανάγκης κι ούτε
κι αυτό δεν άρκεσε και είπα, «Εγώ,
στρατός, λαός κι ολόκληρος να γίνεις».
Τον άντρα έζεψα μαζί και τον Θεό,
τα δυό καματερά μου σπρώχνει η Μήνις»

Η ποιήση του Βολκώφ είναι διαποτισμένη από λέξεις κλειδιά,όπως η Ιστορία,η Ανάγκη,η Οργή,η Γαλήνη, η Βία, ο Πόλεμος, η Ειρήνη, ο Θυμός, ο Θεός, ο Θάνατος, το Τέλος και η Γη.
Όλες οι λέξεις κλειδιά αποτελούν το στοιχείο εκείνο το συνδετικό που συνδέει τα λόγια του ποιητή σε μια συνολική καταγγελία του σημερινού οικοδομήματος που καταρρέει.

Σε όλα υπάρχει μία αναγκαιότητα, το περίφημο μπετοβενικό ess muss ein, η εσωτερική διαταγή να πράξεις αυτό που πρέπει,του εξουσιαστικού και ψυχρού,  χωρίς συναίσθημα,καθήκοντος.
Όταν θα τιμωρήσει με τη φωτιά τα πάντα δε θα χωρά πόνος, αλλά μόνο το καθήκον του ποιητή να καταστρέψει τα πάντα για να επιτρέψει στο καινούργιο να ανθίσει. Είναι η δίκαιη τιμωρία σε έναν ξεπεσμένο κόσμο,σε έναν ξεπεσμένο άνθρωπο.

Εντέλει ο Βολκώφ δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας οραματιστής,  ένας κοινωνικός ελεγκτής, η μικρή μας συνείδηση που όλοι μα έχουμε τόσο καλά θάψει,οδηγώντας τον αναγνώστη στο να αναρωτηθεί ένα και μόνο πράμα:
Μήπως πρέπει να καταστραφούμε τελικά για να ζήσουμε;

Μεταφράζοντας τον κόσμο

Πηγή:http://www.efsyn.gr

viblia.jpg

Ανοιχτό βιβλίο
Στις βιβλιοθήκες του κόσμου...

Βιβλία αναφοράς ή τίτλοι που συμπληρώνουν απαιτητικές λογοτεχνικές βιβλιοθήκες. Από την κλασική βιβλιογραφία που προσεκτικά μεταφράστηκε και επιμελώς σχολιάστηκε ξεχωρίσαμε...
Εμβληματική μορφή του αμερικανικού νατουραλισμού, ο Frank Norris στο μυθιστόρημά του «ΜακΤιγκ. Μια ιστορία από το Σαν Φρανσίσκο» (μτφρ. Μ. Μακρόπουλος, εκδ. Gutenberg) αποτυπώνει την απληστία και τη φαυλότητα της μικρομεσαίας τάξης μέσα από τα παθήματα ενός αυτοδίδακτου οδοντίατρου και της φιλάργυρης γυναίκα του. Συμπτώσεις και στροφές της μοίρας τούς οδηγούν στην ένδεια και στην εξαθλίωση με την ολοκλήρωση της ψυχική τους διάβρωσης. Το κλίμα αυτό ενέπνευσε και τον σπουδαίο Εριχ φον Στροχάιμ να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη («Απληστία», 1929).
Ανοιχτό βιβλίο
H πνευματική διαθήκη του Nathaniel Hawthorne «Μαρμάρινος φαύνος» (μτφρ. Σ. Παπαϊωάννου, εκδ. Gutenberg) ολοκληρώθηκε σε λίγους μήνες όταν ο συγγραφέας ήταν υπό κατάρρευση και η χώρα του στο κατώφλι του εμφυλίου. Σ’ αυτό το ιδιότυπο ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία ταξιδιωτικού χρονικού, ο Χόθορν απομακρύνεται αφηγηματικά από το αμερικανικό σύμπαν και μέσα από την ανατομία της ιταλικής υπαίθρου και τέχνης προβάλλει ανάγλυφα ένα σκοτεινό μέλλον.
Ο Henry James υπήρξε περισσότερο παρατηρητής του ανθρώπινου μυαλού παρά καταγραφέας της εποχής του. Στη θαυμάσια νουβέλα του «Η δεύτερη ευκαιρία» (μτφρ.-επίμ. Κ. Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι) μέσα από την ιλαροτραγική ιστορία του «καημένου» Ντένκομπ σκιαγραφεί την περιπέτεια της γραφής, το αίσθημα του θανάτου, την αγωνία της ύπαρξης. Τελικώς, η «δεύτερη ευκαιρία» υπάρχει μόνο ως αυταπάτη τόσο εντός όσο και εκτός σελίδας.
Τζέφρυ Τσώσερ «Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ» (μτφρ. Δ. Κορδοπάτης, εκδ. Μελάνι). Ο συγγραφέας καταφέρνει, χωρίς να συγκρουστεί με την Εκκλησία, να καταγράψει την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και τα φρονήματα και τις νοοτροπίες της ρευστής εποχής του. Αρχικό πλάνο του «κοινωνικού χρονικογράφου» του 14ου αιώνα ήταν να αφηγηθεί 116 ιστορίες, αλλά τελικά κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο τις 22, ενώ δύο ακόμα ιστορίες είναι ημιτελείς. Θεωρείται ένα από τα εμβληματικότερα βιβλία της βρετανικής λογοτεχνίας, καθώς φιλοτεχνεί μια εντυπωσιακή συλλογή πορτρέτων προσκυνητών.
Κείμενα πολεμικής μνήμης και στοχασμού
«Η Ανάδυση της Μνήμης.
Συζητώντας με τον W.G.Sebald» (Συνεντεύξεις και δοκίμια, επιμ. Lynne Sharon Schwarz, μτφρ. Β. Δουβίτσας, εκδ. Αγρα)
Χρονικογράφος εξόριστων, περιπατητής τόπων δύσκολης μνήμης και αρχειοθέτης φυσικών καταστροφών, ο Σέμπαλντ σ’ αυτές τις συνομιλίες με την Αμερικανίδα συγγραφέα επανέρχεται εξαντλητικά στις αναγνωστικές και βιωματικές του εμμονές, με λόγο πυκνό και μύχιο που ανακαλεί την περίτεχνη πρόζα του και τον σπειροειδή στοχασμό του.
Philip Roth
«Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους»
(μτφρ.-σημ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις).
Αυτή η συναγωγή μη μυθοπλαστικών κειμένων του Αμερικανοεβραίου συγγραφέα (συνεντεύξεις, άρθρα, κείμενα αντιπαράθεσης, κτλ.) σκοπό έχει να αποτυπώσει τη διαδρομή μιας γραφής και μιας προσωπικότητας που συχνά βρισκόταν στο επίκεντρο επιθέσεων και ρήξεων. Με λόγο ειρωνικό, σαρκαστικό, εναντιωτικό, αλλά και συμφιλιωτικό επί της λογοτεχνικής ουσίας, ο Ροθ τοποθετείται με καθαρότητα σε ζητήματα λογοτεχνικά, ηθικά ή κοινωνικά.
Μ. Φ.
Ψηφιδωτό αγγλόφωνης λογοτεχνίας
Κατά την πάγια τακτική του, ο Πολ Οστερ μετατοπίζει το κέντρο βάρους της γραφής από την αγωνία της πλοκής στην αγωνία της ύπαρξης. Αυτό συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του «Σάνσετ Παρκ» (μτφρ. Σπ. Γιανναράς, εκδ. Μεταίχμιο), όπου μέσα από το κάδρο της κρίσης και της κατάρρευσης στην Αμερική του 2008, ο Αμερικανοεβραίος συγγραφέας σκιαγραφεί με ενεστωτική, αποστασιοποιημένη, τριτοπρόσωπη αφήγηση εξόριστες, άστεγες και διαλυμένες ζωές, συνθέτοντας μια πρόζα πλούσια σε διακειμενικές αιχμές και πολιτισμικές αναγωγές. Με το αριστουργηματικό «Φάλκονερ» (μτφρ. Ι. Διονυσιοπούλου, εκδ. Καστανιώτης), ο Τζον Τσίβερ δεν συνομιλεί μόνο με τα αρχετυπικά σύμβολα του Κακού (Κάιν) και δεν βλέπει τη φυλακή, όπου κλείνεται ο πρωταγωνιστής του για τον φόνο του αδελφού του, ως μια αντανάκλαση της δαντικής κόλασης. Παράλληλα, αξιοποιεί τον εγκλεισμό του Ιεζεκιήλ Φάραγκατ ως πρόσχημα για να μιλήσει για τις δικές του εξαρτήσεις και αναστολές (αλκοολισμός, ομοφυλοφιλία), αλλά και να υμνήσει τον ηθικό και πνευματικό αυτοπροσδιορισμό και τη λύτρωση.
Στο όγδοο μυθιστόρημά του, την «Υπεραιχμή» (μτφρ. Γ. Κυριαζής, εκδ. Ψυχογιός), στο πλαίσιο μιας ιστορίας εξιχνίασης οικονομικής απάτης, ο εβδομηνταεπτάχρονος αναχωρητής των αμερικανικών γραμμάτων Τόμας Πύντσον καταδύεται στον περίπλοκο κόσμο του διαδικτύου και των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, για να αποδώσει μια παλλόμενη εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ο Ντον Ντελίλλο συγκεντρώνει στη συλλογή υπό τον τίτλο «Αγγελος Εσμεράλντα» (μτφρ. Ε. Γιαννακάκη, εκδ. Εστία) εννέα δεξιοτεχνικά διηγήματα, γραμμένα ανάμεσα στο 1979-2011, όπου η μοναξιά, η απειλή, ο φόβος, η θλίψη εναλλάσσονται σε μια πρόζα που αδράχνει τον αναγνώστη από τα μούτρα. Η Χίλαρι Μάντελ από την άλλη, με το βιβλίο της «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ» (μτφρ. Ε. Μαρωνίτη, εκδ. Πάπυρος), συγκεντρώνει μια σειρά διηγημάτων, γραμμένα ως επί το πλείστον την τελευταία δεκαπενταετία, στα οποία σχολιάζει όψεις της σύγχρονης ιστορίας και της διαπλοκής του μέσου, «ανώνυμου» ανθρώπου με αυτήν. Στους «Κραδασμούς» (μτφρ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Ψυχογιός), παλαιότερο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Φράνζεν που επανεκδόθηκε φέτος, εντοπίζονται η δυναμική, οι πεζογραφικές τεχνικές και οι θεματικοί τόποι (οικογενειακές σχέσεις, θρησκοληψία κ.λπ.) που οδήγησαν τον Αμερικανό συγγραφέα στα κορυφαία μεταγενέστερα έργα του και τον καθιέρωσαν ως σημαντικό εκπρόσωπο της γενιάς του. Με φόντο τη σπαρασσόμενη Αϊτή του δόκτορος Ντιβαλιέ ή «Παπα-Ντοκ», ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας Γκράχαμ Γκριν έδωσε με τους εμβληματικούς «Θεατρίνους» του (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Πόλις) ένα κλασικό μυθιστόρημα γύρω από τη συγκρότηση της πραγματικότητας, αλλά και της Ιστορίας, ως δράματος ή κωμωδίας, και τους ρόλους που ο καθένας καλείται ή επιλέγει να παίξει μέσα σε αυτά. Τέλος, με το δεύτερο μυθιστόρημά της, τα «Φλογοβόλα» (μτφρ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Ικαρος), η Ρέιτσελ Κούσνερ αποτυπώνει σε ταχείς αφηγηματικούς ρυθμούς μια αστραφτερή αφήγηση με φόντο τη δεκαετία του ’70.
Χ. Κ.
Ανοιχτό βιβλίο
Η μυθοπλασία και πέρα από αυτήν
Ο κεντροευρωπαϊκός χώρος είχε ξανά πλούσια παρουσία στον εκδοτικό χώρο το 2014. Ξεχώρισε μια σπουδαία επανέκδοση, «Το μηδέν και το άπειρο» (μτφρ. Α. Παππάς, εκδ. Πατάκης) του Αρθουρ Κέσλερ, το εμβληματικό αντισταλινικό μυθιστόρημα καφκικής πνοής, που από την πρώτη δημοσίευσή του οδήγησε στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζαν αρκετοί την ΕΣΣΔ. O Γαλλορώσος Αντρέι Μακίν στη «Ζωή ενός άγνωστου άντρα» (μτφρ. Α. Σιγούρου, εκδ. Καστανιώτης) γράφει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα περιπλάνησης και αυτογνωσίας υπό το πρίσμα της διπλής εξορίας. Σ’ ένα διαφορετικό ταξίδι, όχι μόνο πνευματικής επιβίωσης, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ στις συγκλονιστικές «Βιβλιοθήκες» (μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδ. Αγρα) χρησιμοποιεί τα βιβλία για να αντέξει την απομόνωση και τις κακουχίες στα σοβιετικά γκούλαγκ. Ενα ακόμα παράλληλο κείμενο που φωτίζει το έργο και τη ζωή ενός ακόμα σπουδαίου συγγραφέα που είχε τεταμένες σχέσεις με το καθεστώς της πατρίδας του είναι η «Διαθήκη» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς (μτφρ. Θεόφιλος Τραμπούλης, εκδ. Πατάκης). Εδώ ο εξόριστος Πολωνός και εικονοκλάστης στιλίστας, σε έντεκα συναντήσεις με τον Ντομινίκ Ντε Ρου, από την περίοδο που ζούσε στη Γαλλία, ξεδιπλώνει πτυχές της γραφής του και ξεγυμνώνεται συγκινητικά.
Ι. Α.
Ολος ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι παρά ο ίδιος κόσμος
André Gide «Οι κιβδηλοποιοί» (μτφρ. Α. Παππάς, εισαγ. Α. Σαμουήλ). Πολυεστιακό, πολυθεματικό και αναστοχαστικό μυθιστόρημα και έργο-τομή, όχι μόνο στη βιβλιογραφία του Γάλλου, αλλά συνολικά της ευρωπαϊκής μυθοπλασίας. Μέσα από τον εξαντλητικό μετεωρισμό ανάμεσα στο κίβδηλο και το αυθεντικό ή στο ανήθικο και το ηθικό, ο Γάλλος επινοεί μια σπάνιας δύναμης κλασικότροπα μοντέρνα πρόζα.
Χαρούκι Μουρακάμι «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του» (μτφρ. Μ. Αργυράκη, εκδ. Ψυχογιός). Ενας άνδρας βιώνει την απώλεια κι επιστρέφει, με τον γνώριμο παραμυθικό και αλλόκοτο τρόπο του Μουρακάμι, να την αντιμετωπίσει. Αφήνοντας πίσω του τη -μάλλον υπερφιλόδοξη- τριλογία «1Q84», o δημοφιλής Ιάπωνας επιστρέφει στους επινοημένους κόσμους του, όπου όνειρα και εφιάλτες συναιρούνται σε μια φαντασμαγορική αφήγηση.
Ρομπέρτο Μπολάνιο «Η Ναζιστική Λογοτεχνία στην Αμερική» (μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, εκδ. Αγρα).
Ο τίτλος του βιβλίου θυμίζει δοκίμιο ή μελέτη, όμως δεν είναι παρά δείγμα της ευρηματικότητας του Χιλιανού συγγραφέα, ο οποίος επανεπινοεί τον (καθ’ όλα υπαρκτό) κόσμο της αμερικανικής ηπείρου με σκοπό να μιλήσει για το φαινόμενο της ακροδεξιάς -σε παρελθόν, παρόν και μέλλον- και να παρουσιάσει μια αλληγορία για την εμπλοκή των συγγραφέων σ’ αυτόν.
Αντόνιο Ταμπούκι «Ο μαύρος άγγελος» (μτφρ. Αντ. Χρυσοστομίδης, εκδ. Αγρα).
Η φράση του Ταμπούκι «οι άγγελοι είναι απαιτητικά όντα, ιδιαίτερα [...]. Δεν έχουν απαλά πούπουλα, έχουν ένα τρίχωμα που τσιμπάει» συνοψίζει σε 15 λέξεις όσα η συλλογή του πραγματώνει: σε κάθε διήγημα ένας άγγελος -με σάρκα και οστά ή άυλος, ορατός «από μηχανής Θεός» ή αόρατο φάντασμα- αλλάζει τη ρότα της αφήγησης ή επισημαίνει την αδυναμία τέτοιας αλλαγής.
Μίλαν Κούντερα, «Η γιορτή της ασημαντότητας» (μτφρ. Γ. Χάρης, εκδ. Εστία). Εχοντας κατά καιρούς χρησιμοποιήσει το χιούμορ και την περιγραφή τού «ήσσονος» ως αφηγηματικά εργαλεία, ο διάσημος Τσέχος μάς δίνει ένα μυθιστόρημα όπου οι μικροϊστορίες μιας παρέας τεσσάρων φίλων μάς συμφιλιώνουν με τη -συχνά άπιαστη- βαρύτητα των «ασήμαντων στιγμών» της ζωής, ενώ την ίδια στιγμή συνοψίζει δεξιοτεχνικά εμμονές και δαίμονες από όλο το έργο του σε λίγες σελίδες.
Χουάν Γκ. Βάσκεθ «Ο ήχος των πραγμάτων που πέφτουν» (μτφρ. Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Ικαρος).
Με άτυπο πρωταγωνιστή την κολομβιανή κοινωνία της δεκαετίας του ’80, ο Βάσκεθ γράφει για τον αρχετυπικό φόβο της παντοδυναμίας του «Κακού», για το πώς κληροδοτείται, για το πώς διαπερνά τη ζωή μας και γίνεται σημείο αναφοράς, για το πώς τελικά δεν έχουμε «κανέναν που να ανησυχεί για μας όταν αργούμε και να μπορεί να βγει να μας ψάξει».
Αβραάμ Β. Γεοσούα, «Ρετροσπεκτίβα» (μτφρ. Μ. Κοέν, εκδ. Πόλις).
Το μυθιστόρημα του Ισραηλινού συγγραφέα είναι μια ανατομία στο σώμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με δάνεια από τη σκηνοθεσία και τη σεναριογραφία και με αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας γίνονται δυσδιάκριτα — προς όφελος, όμως, της αφήγησης και της ανάδειξης της περίπλοκης σχέσης αλήθειας κι εξιστόρησης.
Kari Hesthamar «So long, Marianne» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Ποταμός). Το βιβλίο ενός αναπάντεχου έρωτα και πολλών μελαγχολικών τραγουδιών με φόντο την ταραγμένη δεκαετία του ’60. Με καμβά την πραγματική ερωτική ιστορία της Μαριάνε Ιλεν με τον τότε άγνωστο τραγουδοποιό Λέονταρν Κοέν, η συγγραφέας γράφει ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί.
Α. Π.

[Όλος Ο Παπαδιαμάντης Σε Ένα Διήγημα] Του Π. Ένιγουεϊ


 Πηγή:http://www.bibliotheque.gr
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho2_1280
 
 
 
 
 
 
 
α.
 
Δυσμόθεν και αντικρύ του μεγάλου ακόμψου σχολείου, όπου ο αγαθός ελληνοδιδάσκαλος εδίδασκε τους μαθητάς του δεκατρείς ώρας την ημέραν –τέσσαρας ώρας την πρώτην τάξιν, τέσσαρας την δευτέραν και πέντε την τρίτην–, ήτο το μετόχι της διαλυμένης μονής του Αγ. Εμμανουήλ, οικίσκος εκ δύο χωριστών θαλάμων, με τας θύρας προς την οδόν.
Δίπλα από την μονή αναρριχούντο, εις τον βραχώδη λόφον, η λευκή οικία του μακαρίτου Αδαμάντιου, όπου την είχεν αγοράσει προ χρόνων ο καπετάν Αλέξανδρος, και την είχεν επισκευάσει και καλλωπίσει.
Βλέπουσα εις τον λιμένα, αγναντεύουσα την θάλασσαν, μετρούσα τα κατάρτια των καραβιών, και αριθμούσα τας λέμβους των αλιέων, στο μπαλκόνι εκάθητο η κόρη του σπιτιού, το Σειραϊνώ, λευκή ως το κρίνον, λεπτοφυής και πραεία.
Ήτο ώρα δεκάτη της πρωίας.
 
Ο διδάσκαλος είχεν αρχίσει να παραδίδη εις την δευτέραν τάξιν.
Κάτω εις τα παράθυρα του σχολείου, επί του κατωφλίου της θύρας, με τα βιβλία των υπό την μασχάλην, εκάθηντο οι μαθητές της τρίτης τάξεως, περιμένοντες να έλθη η σειρά των διά ν’ ακροασθώσι και αυτοί το πρωϊνόν μάθημα.
Ο εις των μαθητών, ο μικρός Γιωργής, ο γιος της Μπούρμπαινας, δεκαεπταετής, οστεώδης, με ζωηρόν βλέμμα, δεν απέσπα το βλέμμα του από την λευκή οικίαν –έπασχε, φαίνεται, από πρώιμον έρωτα–, ηκούσθη να ψιθυρίζει:
«Αχ, βρε Σειραϊνώ, αχ!…»
Το Σειραϊνώ εκόπιαζε και εκέντα τα προικιά της.
Αντικρύ, εις μίαν οικίαν μακράν, έξω εις το μπαλκονάκι, εκάθητο εν πρόσωπον και έκυπτεν επί των γονάτων του.
Ήτο το Αρχοντώ, η κόρη της γριάς Μαρουδίτσας. Η αντίζηλός της εις το χωρίον.
 
Αντίζηλός της εις τα κεντήματα, εις τα προικιά, εις την αρχοντιάν. Εν ώρα γάμου κι εκείνη, καθώς κι αυτή, δεν έπαυε καθημερινώς να ετοιμάζη τα προικιά της.
Και η Σειραϊνώ έτεινε το όμμα, διά να ιδή, όπως εφαντάζετο, τι εκέντα το Αρχοντώ, και δεν ησύχαζεν εάν δεν εύρισκε τρόπον ν’ αντιγράψη ή να κλέψει το κέντημα της αντιζήλου της.
Δεν την είχε ιδή από πενταετίας, όταν ήσαν ακόμη μαθήτριαι και αντεφέροντο εις το σχολείον κι εμάλωναν καθημερινώς, ως ήτο επόμενον.
Ήσαν τότε και αι δύο ασχημοκόριτσα ισχνά και αναιμικά.
Και τώρα, διά πρώτην φοράν, μετά τόσους χρόνους, την έβλεπεν αμυδρώς, και έβλεπεν ότι ήτο ωραία. Πολύ ωραία. Και ησθάνθη ακουσίως ζήλια.
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho3_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
β.
 
Η βάρκα ελικνίζετο ελαφρά αραγμένη στην ακρογιαλιάν. Ο καπετάν Γιωργής της Μπούρμπαινας, εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μια βελέντζα τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, προσπαθούσε να αποκοιμηθή, διότι την επομένη, πριν ακόμη χαράξη, είχε ταξίδι απέναντι στη Νταμούχαρη.
Δίπλα του ένας άμοιρος δερβίσης εκοιμόταν αγκαλιά με το νάι του. Θα τον επήγαινε κι αυτόν, μαζί με ένα νέον ανδρόγυνον, απέναντι.
Τον είχεν ιδή, ενωρίτερα, ριγούντα, έρποντα ανάμεσον δύο σειρών παλαιών οικίσκων και τον ευσπλαχνίστη, τον ελυπήθη, και αντί πενταλέπτου του έδωκε να πιη φασκόμηλον και μισό κουλούρι να βουτήξη. Τον άφησε να αποκοιμηθή στη βάρκα. Έκαμε ψύχραν, νυχτερινόν απόγειον. Πού να υπάγη ο ανέστιος δερβίσης;
 
Είχαν περάσει να μεσάνυχτα προ πολλού.
Απέναντι, εις μίαν μικρήν οικία, ηκούγονταν, μετά πολλούς άλλους κρότους και ήχους, βιολιά και λαγούτα. Τι συνέβαινεν; Εφαίνετο να είναι οικογενειακή χαρά κι εορτή.
Διά τον εικοσάχρονο, όμως, καπετάνιο, δεν υπήρχε πλέον άσμα, ούτε φθόγγος, ούτε ήχος ικανός να εκφράση το τι υπέφερε.
Είχε μάθει προ ημερών ότι η γριά Μαρουδίτσα επανδρολογούσε την μοναχοκόρη της, το Αρχοντώ, μ’ ένα νοικοκύρην στεργιώτη απ’ το Πήλιο. Ο γαμβρός, έλεγαν, είχε σπίτια πολλά. Και χωράφια όχι ολίγα. Οικοκύρης άνθρωπος.
Πού τον ηύρε; Τάχα δεν υπήρχαν γαμβροί εις την πατρίδα, εις την ωραία Σκιάθο, εις το ωραίον χωρίον, το παραθαλάσσιον; Και δεν ήτο αυτός, εις μεταξύ όλων, καλός γαμβρός; Διατί εβιάζετο η μάνα της;
Όχι, δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι η μάνα της την επροξένευε και την επανδρολογούσε και ήθελε να την κάμη νοικοκυράν.
 
Η γριά Μαρουδίτσα ούτε ιδέαν είχεν, ούτε υποψίαν, ούτε έννοιαν αν ο Γιώργης της Μπούρμπαινας, ο μικρός καπετάνιος, ήτο ερωτευμένος με την κόρην της. Και αν είχε ιδέαν πάλιν δεν θα την έμελλε τίποτε. Και αν εγνώριζεν ότι η κόρη της ανταπεκρίνετο εις το αίσθημα, πάλιν ολίγον θα ανησύχει. Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τι θα πη; Το μόνον χρέος των είναι να υπακούουν εις τους γονείς των.
Είχεν αποφασισθή, ευθύς μετά τον γάμον, άμα εξημέρωνε, να μβαρκάρουν, ο γαμβρός και η νύφη, συνοδευόμενοι από την γραίαν, και να περάσουν πέρα, εις την Νταμούχαρη, σιμά εις το Πουρί, εις το χωριό του γαμβρού, και μάλιστα με τη βάρκα του καπετάν Γιωργή! Αυτός ήτο ναυλωμένος να μεταφέρη το νέον ανδρόγυνον! Το ανδρόγυνον και αυτόν εδώ τον δερβίσην, με το σαρίκι του, τον τσουμπέν και τον δουλεμάν του.
 
 
***
 
 
Υψηλή μορφή, με λευκόν σαρίκι, με μαύρην χλαίναν και χιτώνα χρωματιστόν, εμφανίσθη εις το καφενείον εκείνη την βραδιάν. Μελαψός, συμπαθής, γλυκύς.
Είχεν αναφανή. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων; Πόθεν; Από την Ρούμελην; Από την Ανατολή; Από την Σταμπούλ; Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ήτο δερβίσης; Ήτο Αγάς; Ήτο βεκτασής, χότζας, ιμάμης; Ήτο ουλεμάς διαβασμένος; Ήτο εις δυσμένειαν; Είχεν ακμάσει, είχεν εκπέσει, είχεν εξορισθεί;
 
Ήτο απ’ εκείνα τα χώματα. Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.
Εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μια παρέα. Επτά ή οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα. Του είπαν να τραγουδήση. Ετραγούδησε. Του είπαν να παίξη το νάι. Έπαιξε. Τους έλεγε τον αμανέν κι έπινεν μαστίχαν όποιος τον εκερνούσε. Με το σαρίκι του, με τα κατσαρά ψαρά γένεια του, με το τσιμπούκι του. Άνω των πενήντα ετών ηλικίας.
 
Εκεί διενυκτέρευεν από ημερών. Άστεγος, ανέστιος, φερέοικος.
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho6_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
***
 
 
Τι να σκεφθή; Τι να είπη; Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Τι σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθεί… να πηδήση… να τρέξη… να πετάξη… Ν’ αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα… Να φθάση εκεί επάνω… Να χυθή… να ορμήση… Να αρπάξει τη νύμφην… Να την σηκώση ψηλά… Να εξαφανισθούν… Οι άλλοι θα μείνουν απολιθωμένοι… Θα τον νομίσουν διά τρελόν… Όταν συνέλθουν θα τρέξουν κατόπιν του… Η γριά θα τραβήξη τα μαλλιά της, θα χυθεί επάνω του, θα τον σχίση με τα νύχια της… Οι άλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενείς, θα του ριχθούν με τους γρόνθους, με ράβδους, με την σκούπαν… με ό,τι τύχη. Αυτός με την μίαν χείραν θα σπρώχνη την νύμφην εμπρός, με την άλλην θα προσπαθή να τους φέρη γύρο όλους… Και ο γαμβρός, με το πανωβράκι του και με το φέσι του, θα γυρεύη να τους χωρίση… Όχι. Θα του έλθη λιγοθυμιά, και θα πέση, απ’ οπίσω από την πόρταν… Και τότε αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές, και θα πασχίζουν να ξελιγοθυμήσουν τον γαμβρόν… Και θα επέλθη μικρός αντιπερισπασμός… Και αυτός θα σπρώχνη την νύφην, και με τους γρόνθους και με τους αγκώνας του, καταπληγωμένος, αφρίζων, αιματωμένος, θα απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων.
 
Εμπρός! Θάρρος! Απόφασις! Σηκώσου! Θα κουνηθής επί τέλους;
 
 
***
 
 
Όμοιον με νεκρικόν κρανίον φαντάζει από μακράν το μικρόν τζαμίον του ερημωμένου χωρίου. Έχει μόνον μίαν θυρίδα χαμηλήν, χωρίς θυρόφυλλα, και δύο χαλασμένα παράθυρα ένθεν και ένθεν.
 
Υψηλά από το Μπαρμπεράκι, το περίφαντον ύψωμα, όπου ξυρίζει πανταχόθεν το πρόσωπον ο άνεμος, εκείθεν φαίνεται το έρημον χωρίον, το κτισμένον επί βράχου υψηλού, εκείθεν και το άχαρον τζαμίον, με τας δυο στρογγυλάς τρύπας του.
Κι όμως το χωρίον αυτό εκατοικείτο μίαν φοράν, και εις το τζαμίον εκείνο αντήχει ποτέ προσευχή εις τον Αλλάχ, και προσκύνημα εγένετο συχνά καθ’ όλους τους τύπους. Είναι αληθές ότι εις μόνος Αγάς υπήρχε, διά τον τύπον, εις όλον το χωρίον, το οποίον επλήρωνεν ετησίως κατ’ αποκοπήν 2 ή 3 εκατοντάδας γροσίων εις την Πύλην.
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho4_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
***
 
 
Ήτο τετάρτη ώρα, γλυκοχαράματα, και κανείς ακόμη δεν είχε κινηθή από την οικίαν. Τέλος, η γραία Μαρουδίτσα, ήτις επεθύμει να γίνει το μβαρκάρισμα όσον το δυνατόν ενωρίτερα, επήρε δύο αβασταγές με ρούχα και τας έδωκεν εις τους δύο ανεψιούς της να τας κουβαλήσουν κάτω εις τον αιγιαλόν. Τα δύο παιδία κατέβησαν κάτω, εις την άκρην του βράχου, φέροντα τας δύο δέσμας των φορεμάτων, και εφώναξαν τον καπετάν Γιωργή. Αλλά ο νέος είχε σηκωθή πριν τον φωνάξουν.
 
«Μπάρμπα, είπ’ η θειά μ’ η Μαρουδίτσα να παρ’ς, λέει, τα ρούχα μες στ’ βάρκα».
«Είπε, λέει, να τα βάνης σε καλή μεριά, να μη βραχούνε».
«Να τα βάνης, λέει, απουκάτ’ απ’ την πλώρ’ τσ’ βάρκας, όμορφα όμορφα».
«Τα ρούχα, λέει, κη τα μάτια σ’».
 
 
***
 
 
Ο τελευταίος Αγάς είχε το χαρέμι του, μίαν σύζυγον και μίαν σκλάβαν. Ήτο ήρεμος και πράος. Ωμίλει ελληνικά. Είχεν ήθος σοβαρόν, προστατευτικόν και ψυχρώς φιλόφρον. Εζούσεν ειρηνικώς με τους ανθρώπους.
Κάθε πρωί κατέβαινεν από το κονάκι του, εισήρχετο εις το γειτονικόν τζαμίον, προέβαλλε την κεφαλήν έξω του παραθύρου και έψαλλε δυνατά το πρωϊνόν κήρυγμα στρεφόμενος προς το πέλαγος.
Διότι χότζας ποτέ δεν υπήρξεν άλλος, αλλ’ αυτός, ο κατά καιρόν Αγάς, έκαμνε τον χότζαν. Ουδέ υπήρξε ποτέ μιναρές, αλλά το υψηλόν παράθυρον ανεπλήρου την έλλειψιν ταύτην.
 
Είτα έκαμνεν την γονυκλισίαν του, έκρουεν δύο φοράς το μάρμαρον του εδάφους με το μέτωπόν του, εξήρχετο, ανέβαινεν οπίσω εις το κονάκι, ήναπτε την μεγάλην τσιμπούκαν του, εκάπνιζεν, εκάπνιζε, και αφού του επερνούσε το μαχμουρλίκι, εφόρει την λευκήν σαρίκαν του, το πλατύ ζωνάρι του και κρατών την μαύρη τσιμπούκαν διευθύνετο εις το κιόσκι, όπου εντάμωνε δυο ή τρεις χασομέρηδες, ωσάν αυτόν, προεστούς του χωριού, διά να κάμη κουβένταν.
 
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho5_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
***
 
 
Δεν ήτο πλέον ψέμα, ήτο αλήθεια. Ο καπετάν Γιωργής έπλεε με την βάρκαν του την ώρα της αυγής και με τον δερβίση, τον ξεπεσμένον Αγά από το Μπαρμπεράκη, μετέφερε το Αρχόντω, την μητέρα της και τον γαμβρόν εις την Νταμούχαρην, εις το χωριό του γαμβρού, εις τα σπίτια του και εις τα νοικοκυριά του.
Εμακρύνθησαν, επελαγώθησαν κι έφευγαν, έφευγαν.
 
Δεν ημπορούσε να συνάψη ιδέαν. Δεν ήτο πλέον καιρός παλληκαριάς. Παρήλθεν η ευκαιρία διά να ορμήση επάνω εις το σπίτι, να την αρπάξη από τας χείρας όλων…
Έβλεπε τον γαμβρόν και του εφαίνετο ως όρνεον, το οποίον είχεν έλθει από ξένον τόπον διά να αρπάξη την περιστεράν, την τρυγόνα.
Του ήρχετο να ξεστηθωθή, να πτύση εις τας χείρας και να του είπη:
«Παλεύουμε, μπάρμπα;»
 
Ο άνεμος εδυνάμωνε. Τάχα δεν ημπορούσε να δυναμώση αρκετά ώστε ν’ αναποδογυρίση η βάρκαν; Μια μικράν ανεπιτηδειότητα εις το τιμόνι, μια ελαφράν απροσεξίαν εις το πανί και τότε όλα θα έπλεαν εις την θάλασσαν… Όλοι θα έπεφταν εις το κύμα… Ένα καργάρισμα του πανιού ήτο αρκετόν. Με το χέρι του ημπορούσε να βιάση το πανί και με εν κτύπημα του ποδός ημπορούσε να στείλη εις τον άλλον κόσμο τέσσερας ψυχές: τον δερβίσην, τον γαμβρόν, την πενθεράν και την νύφην, εάν δεν ήθελε να γλυτώση την τελευταίαν.
 
Ο κακόμοιρος ο δερβίσης θα επήγαινε εις τον πάτο με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του και με τον δουλεμάν του. Παράπλευρη απώλεια. Ο γαμβρός θα επήγαινε μολύβι εις τον πάτον με όλα του τα σπίτια, ή μάλλον χωρίς τα σπίτια του, χωρίς τα χωράφια του και τα υπάρχοντά του. Για τη γραία Μαρουδίτσα ούτε λόγος. Καλήν ώρα! Θα εφρόντιζεν αυτός να της κάμη τα κόλλυβα, μαζί με το Αρχόντω, που θα την εγλύτωνε κολυμβών.
Εμπρός! Καρδιά! Θάρρος!
Μία μικρά ανεπιτηδειότητα… Μία παρατιμονιά…
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho1_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
 
γ.
 
 
Τέλος, αναποδογύρισε την βάρκαν; Έπνιξε τους επιβάτας; Την έσωσεν εκείνην;
Τιριριριμ τιριριρι τιρι τιρι τιμ! Τι ρι τιμ τιμ τιρι τιμ τιμ…
«Ειρήνη μου, τι γίνεται; Πώς είσαι, Ειρήνη μου; Ναι, σπίτι. Καθάριζα όλη μέρα και τώρα ξεκουράζομαι… Άσε, μου ’φυγε η μέση! Θες να περάσεις; Όχι, τίποτα. Διαβάζω ένα βιβλιαράκι… Το τελευταίο μυθιστόρημα του Π. Ένιγουεϊ… Το ’χεις διαβάσει; Ειρήνη μου, είναι γα-μά-το! Έλα, έλα αποδώ, και θα τα πούμε! Περιμένω! Έχω μαγειρέψει κιόλας. Έλα να φάμε. Α, θα με βοηθήσεις μετά να βάψω τα μαλλιά μου; Σκούρο κόκκινο, σκέφτομαι… Αχ, ωραία! Σ’ ευχαριστώ! Έλα, σε περιμένω. Φιλάκια…»
 
Δεν την αναποδογύρισε, δεν τους έπνιξε. Ολίγον ακόμη ήθελε διά να το κάμη, αλλά το ολίγον αυτό έλειψεν. Είπεν:
«Ας πάγη να ζήση με τον άντρα της! Με γεια της και με χαρά της! Θα υπαντρευτώ το Σεραϊνώ, κι ας μην είναι και τόσο ομορφούλα!»
Και όσο διά τον δερβίση, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον κανείς. Ζη, απέθανε, περιπλανάται εις άλλα μέρη; Κανείς δεν ηξεύρει.
Ίσως την ώρα ταύτην να ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπη ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον.
Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.
Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.
 
 
 
 
 
(Το διήγημα είναι ένα μωσαϊκό από προτάσεις από τα
Ωχ! Βασανάκια, Άγια και πεθαμένα,
Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο αβασκαμός του Αγά και Έρως – ήρως
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Από τη ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων “Το τελευταίο μυθιστόρημα”]
 
 
 

artworks : Romina Ressia
 
 

Τα όνειρα στα έργα Παπαδιαμάντη και Ντοστογέφσκι

Πηγή: http://www.pemptousia.gr
Η παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζει μια ακόμα προσπάθεια αντιπαραβολής του «Εγκλήματος και Τιμωρίας» του Ντοστογιέβσκι και της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη. Σκοπεύουμε να αποδείξουμε ότι παρ’ όλες τις επιφανειακές συμπτώσεις υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά στην κοσμοθεωρία και αφηγηματικές στρατηγικές των δύο συγγραφέων.
Το μυθιστόρημα του Ντοστογιέβσκι «Έγκλημα και τιμωρία» έγινε σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας και της φιλοσοφικής σκέψης εν μέρει χάρη στην επιρροή του μεγάλου Ρώσου στοχαστή Μιχαήλ Μαχτίν. Το μυθιστόρημα για τον Μπαχτίν νοείται ως αλληλεπίδραση των ισάξιων φωνών ενώ η ηθική αντιμετωπίζεται ως ένα είδος πρωταρχικού ενδιαφέροντος για το έτερο. Τον όρο πολυφωνία ο Μπαχτίν δανείζεται από την θεωρία της μουσικής, η οποία τον ενδιέφερε από πολύ πρώιμη εποχή.
ntostogefski4
Η αντιπαραβολή του «Εγκλήματος και Τιμωρίας» και της «Φόνισσας» από καιρό απασχολεί τους ερευνητές. Είναι ολοφάνερο ότι μιά τέτοια αντιπαραβολή μας βοηθάει να προχωρίσουμε στην αποκωδικοποίηση και των δύο έργων και σαν αποτέλεσμα να κατανοήσουμε καλύτερα τα πολιτισμικά συμφραζόμενα.
Η σύγκριση των δύο συγγραφέων στηρίζεται σε πολλά κοινά στοιχεία – στην παρούσα ανακοίνωση γίνεται μια προσπάθεια να ξανακοιτάξουμε από λίγο διαφορετική γωνιά μερικά από αυτά τα σημεία μεταξύ των οποίων βρίσκονται
• οι βιογραφικές συμπτώσεις και παραλληλισμοί
• η τάση αισθητικοποίησης της κοινωνίας και κοινωνικοποίησης της αισθητικής
• οι παρόμοιες τακτικές στην αντιμετώπιση της γλώσσας και μερικά άλλα.
Στην ανακοίνωση εστιαζόμαστε στο θέμα των ονείρων το οποίο έχει μεγάλη σημασία στα δύο μυθιστορήματα. Η ονειρική εμπειρία είναι άκρως σημαντική και ερμηνεύεται συνήθως σαν ταξίδι της ψυχής στον άλλο – (τον κάτω ή τον πάνω) κόσμο.
Εκτός από το περιεχόμενο των ονείρων φαίνεται πολύ σημαντική και η κατάσταση του κοιμώμενου: η αϋπνία οδήγησε τη Φραγκογιαννού, την πρωταγωνίστρια της «Φόνισσας»,  σε παραφροσύνη, ο Ρασκόλνικοβ στο «Έγκλημα και τιμωρία», αντίθετα, κοιμάται υπερβολικά πολύ μετά τη δολοφονία ενώ μερικά σημαντικά πρόσωπα (όπως ο Σβιντριγκάιλοβ π. χ.) εμφανίζονται τη πρώτη φορά σαν από μια ονειρική διάσταση. Τα όνειρα βλέπουν κυρίως οι πρωταγωνιστές. Και στα δύο μυθιστορήματα τα όνειρα αποτελούν μια επίδειξη τύψεων των πρωταγωνιστών.
Ο καθένας βλέπει ένα καθοριστικό του όνειρο: στο «Έγκλημα και τιμωρία» τέτοιο όνειρο είναι η εφιάλτη του Ρασκόλνικοβ για τη γριά τοκογλύφο που γελάει. Μετά το όνειρο αυτό ο Ρασκόλνικόβ τελικά συνειδητοποιεί ότι η ιδέα του ναυάγησε. Στη “Φόνισσα”  τέτοιο όνειρο είναι το τελευταίο όνειρο της Φραγκογιαννού, μετά το οποίο η γριά λέει ότι καλύτερα είναι να πεθάνει παρά να βλέπει τέτοια όνειρα και σε λίγο αυτοκτονεί.
Οι δύο συγγραφείς περιγράφουν τα όνειρα των πρωταγωνιστών τους σε πολλές λεπτομέρειες και αυτό δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη αισθητική της εφιάλτης . Η βασική διάφορα στην ερμηνεία των ονείρων έχει ως εξής: στη «Φόνισσα» όλα τα όνειρα είναι συνδεδεμένα με τη πρωταγωνίστρια, στο «Έγκλημα και τιμωρία» όμως παράλληλα με τα όνειρα του Ρασκόλνικοβ περιγράφονται και τα όνειρα του Σβιντριγκάιλοβ, που έχουν τη δική τους πλοκή.
(Το κείμενο αποτελεί περίληψη εκτενέστερης εισήγησης από το Ε΄Συνέδριο Ευρωπαϊκής Εταιρείας  Νεοελληνικών Σπουδών των Fatima Eloeva, Arina Reznikova.)

Ευτυχώς Επτωχεύσαμεν!





Περί μεταφράσεων ο λόγος με αφορμή την ημερίδα που διοργάνωσε το Κέντρο Νέου Ελληνισμού στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο (Freie Universitat) του Βερολίνου με τη συμμετοχή ελλήνων και γερμανών συγγραφέων, μεταφραστών, εκδοτών, πανεπιστημιακών, κριτικών λογοτεχνίας και δημοσιογράφων. 

της Νότας Χρυσίνα


Λέμε πως δεν μεταφράζονται έλληνες λογοτέχνες. Τί φταίει; Μια πρόχειρη διαπίστωση αφορά το υπουργείο πολιτισμού. Δεν υπάρχει βούληση, συμπεριλαμβανομένης και της έλλειψης χρηματοδότησης, ώστε να προωθηθεί το έργο των σύγχρονων ελλήνων λογοτεχνών. 

Επίσης, σημαντικός παράγων είναι η προχειρότητα με την οποία αρκετοί εκδότες αντιμετωπίζουν την έκδοση βιβλίων. 
Ποιούς λογοτέχνες εκδίδουν και με ποιό σκεπτικό;
Είναι η λογοτεχνία που παράγεται στην Ελλάδα βιώσιμη ή αντιμετωπίζεται ως μπάλωμα στις τρύπες των ελλειματικών εκδοτικών επιχειρήσεων;
Λογοτεχνία για ποιούς;
Τί μεταφράζεται διεθνώς;
Πόσοι λογοτέχνες μεταφράζουν κείμενα από αγάπη για την ίδια την λογοτεχνία;
Τα παραπάνω ερωτήματα εκφράζουν μικρό μέρος του προβληματισμού μας πάνω στο θέμα της μετάφρασης.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να θέτουμε ερωτήματα χωρίς να έχουμε απαντήσεις.
Ωστόσο, υπάρχουν λογοτέχνες που θα μεταφραστούν και που θα μεινουν, ανεξάρτητα από την βούληση την δική μας ή την αδιαφορία μας. Κάπου κάποιοι αγαπούν την λογοτεχνία περισσότερο από το κέρδος ή την φήμη και αυτοί θα συνεχίσουν δίχως να υποτάσσονται στις δικές μας φιλοδοξίες και εικασίες.
Ευτυχώς η χώρα πτωχεύει μόνο για όσους βλέπουν κοντά και γύρω από τον εαυτό τους!

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Απονεμήθηκαν τα Βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών για το 2014

Δόθηκαν συνολικά 59 βραβεία στις τρεις τάξεις των Θετικών Επιστημών, Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών
Απονεμήθηκαν τα Βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών για το 2014

Τα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών για το 2014 απονεμήθηκαν το απόγευμα της Παρασκευής 19 Δεκεμβρίου στην καθιερωμένη ετήσια πανηγυρική συνεδρία του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας.


Η συνεδρία ξεκίνησε με ομιλία του προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου με θέμα: «H εξέλιξις της παροχής δικαστικής προστασίας από τα Διοικητικά Δικαστήρια». Ακολούθως, σύμφωνα με το τυπικό, ο γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Βασίλειος Πετράκος παρουσίασε την Έκθεση για το έργο της Ακαδημίας κατά το έτος 2014. Η τελετή συνεχίστηκε με την απονομή των βραβείων και επαίνων από τον πρόεδρο της Ακαδημίας.

Απονεμήθηκαν συνολικά 59 βραβεία στις τρεις τάξεις των Θετικών Επιστημών, Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών.

Το Χρυσό Μετάλλιο της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών απονεμήθηκε στοΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] (ίδρυση 1959) για την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας και της νεοελληνικής φιλολογίας και την προαγωγή της παιδείας του ελληνικού λαού με σημαντικότατο εκδοτικό και ερευνητικό έργο, ενώ στην Τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών το Χρυσό Μετάλλιο απονεμήθηκε στο«Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» για το εθνικής σημασίας έργο του στους τομείς της παιδείας και του πολιτισμού.

Μεταξύ άλλων, για το σύνολο του έργου τους, τιμήθηκαν με βραβεία του Ιδρύματος Ουράνη οι συγγραφείς Μαρία Λαϊνά, με το Βραβείο ποίησης, Γιώργος Χουλιάρας, με το Βραβείο μυθιστορήματος, Δημήτρης Καλοκύρης, με το Βραβείο διηγήματος, και ο φιλόλογοςΜιχαήλ Πασχάλης με το Βραβείο δοκιμίου για το βιβλίο του «Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο. Ο Ανδρέας Κάλβος, η Ιταλία και η Αρχαιότητα» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013). Για το σύνολο του έργου του βραβεύτηκε επίσης ο εικαστικός Στέφανος Δασκαλάκης.

Τιμήθηκαν επίσης ο φιλόλογος Παναγιώτης Κουσαθανάς με το Χαλκό Μετάλλιο της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών για την καταγραφή και μελέτη της παράδοσης και της λαογραφίας της Μυκόνου, με το Βραβείο Γ. Αθάνα ο νέος ποιητήςΓιάννης Δούκας για την ποιητική του συλλογή «Το σύνδρομο Σταντάλ» (Πόλις, 2013), οΧρήστος Δ. Διονυσόπουλος για το βιβλίο του «Η μάχη του Μαραθώνα. Ιστορική και τοπογραφική προσέγγιση (Καπόν, 2012), ο καθηγητής Μανόλης Κορρές για τη μονογραφία του «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις» (Μέλισσα, 2014), οι αρχαιολόγοι Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμηκαι Χαράλαμπος Μπακιρτζής για τη μελέτη τους «Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης 4ος-14οςαι.» (Καπόν, 2012).

Το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη βράβευσε με το Βραβείο ποιήσεως τον Γιώργο Βέη για το σύνολο του έργου του, με το Βραβείο μυθιστορήματος τη Μάρτυ Λάμπρου για το βιβλίο της «Με λυμένο χειρόφρενο» (Κέδρος, 2014), με το Βραβείο διηγήματος την Κατερίνα Δασκαλάκηγια τη συλλογή της «Άτιτλο» (Εστία, 2013) και με το Βραβείο Δοκιμίου τη Σοφία Ντενίσηγια το βιβλίο της «Ανιχνεύοντας την "αόρατη γραφή". Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού διαφωτισμού-ρομαντισμού» (Νεφέλη, 2014).

Στην Τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών βραβεύτηκαν το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), που δραστηριοποιείται στην παροχή κοινωνικής φροντίδας σε παιδιά και εφήβους, θύματα κακοποίησης ή παραμέλησης, σε γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή εγκατάλειψης και σε θύματα διακρίσεων και κοινωνικού αποκλεισμού, οι εκπαιδευτικοί Αζήζ Αρναούτ ΓιουσούφΑντώνιος ΛεπίδαςΡαήφ Ρεσήτ και Ιωάννης Σουλτανίδης και οι Οζνούρ Μεμέτ, Σοφία Βουτσά και Αναστασία Θυμιοπούλου του μειονοτικού σχολείου Κύμης Νομού Ροδόπης, η δασκάλα ειδικής αγωγής του τμήματος ένταξης του εξαθέσιου Δημοτικού Σχολείου Αστυπάλαιας ΔωδεκανήσουΣοφία Θεοδωρίδου και η Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή, η οποία συνεχίζει να παρέχει από το 1843 υψηλής στάθμης διδασκαλία συμβάλλοντας στην προαγωγή της Παιδείας στην Ελλάδα.

Έπαινος δόθηκε στα ελληνικά τμήματα των Σωματείων Γιατροί του Κόσμου και Γιατροί χωρίς σύνορα για τη συμβολή τους στην προαγωγή της ανθρωπιστικής περίθαλψης και κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες ενώ το ετήσιο Βραβείο της Ακαδημίας άνευ προκηρύξεως δόθηκε στη 19χρονη Doaa Al Zamel από τη Συρία, η οποία διέσωσε βρέφος από τη θάλασσα μετά από ναυάγιο νοτιοδυτικά της Κρήτης.


Δείτε αναλυτικά τα βραβεία της Ακαδημίας.





Δηλώσεις των βραβευθέντων



«Παρά τα βραβεία και τις διακρίσεις, ελπίζω ότι η ποίηση θα συνεχίσει να με θεωρεί αντίπαλό της, όπως κι εγώ εκείνη. Ευχαριστώ τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών», σχολίασε λιτά η Μαρία Λαϊνά.



Συγκινημένος για τη βράβευσή του δήλωσε ο ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Χουλιάρας. «Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε το 1972, αλλά το “Λεξικό Αναμνήσεων” (Mελάνι, 2013) ήταν το πρώτο βιβλίο που βγήκε ενώ είμαι στην Ελλάδα και δεν πρόκειται να φύγω αμέσως. Είναι τιμή και συγκίνηση το αποψινό βραβείο και χαίρομαι που κορυφαίοι συγγραφείς, όπως η Κική Δημουλά και ο Θανάσης Βαλτινός εκπροσωπούν τα Γράμματα στην Ακαδημία Αθηνών».



Ο Δημήτρης Καλοκύρης, πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων, με αφορμή τη βράβευση του συνόλου του έργου του από το Ίδρυμα Ουράνη μας είπε: «Στη γλώσσα των ονείρων, τα ρήματα έχουν, όπως ξέρετε, επιθετική μορφή και άναρθρη σύνθεση. Στη γλώσσα της ζωής οι διακρίσεις βοηθούν να συναρθρώνεται ο λόγος με τη ρηματική διάταξη. Αυτή η δράση ελπίζω ότι πρυτάνευσε στη σκέψη των ακαδημαϊκών που τίμησαν ανοιχτόκαρδα τη γραφή μου. Τους ευχαριστώ».



Για τον τριαντατριάχρονο ποιητή Γιάννη Δούκα, «κάθε βιβλίο κρίνεται στον διάλογό του με αυτούς που το διαβάζουν και το αξιολογούν και το αποψινό βραβείο είναι για μένα τιμή και αναγνώριση και ενθάρρυνση για τα επόμενα. Η αίσθηση τιμής επιτείνεται από το γεγονός ότι η Ακαδημία Αθηνών είναι ένα πνευματικό ίδρυμα μεγάλου κύρους με παρουσία σχεδόν ενός αιώνα στην ελληνική πνευματική ζωή».



Τιμή στον Κάλβο, στις πρώτες ελληνίδες συγγραφείς και τους ανθρώπους του μόχθου



«Η βράβευση είναι πολύ σημαντική όχι μόνο για μένα αλλά κυρίως για την πρόταση που κάνω για τον Κάλβο. Προσπάθησα να στρέψω την ανάγνωσή του από μια ελληνοκεντρική κατεύθυνση προς μια κατεύθυνση που τονίζει τις σχέσεις του με την ιταλική γλώσσα και γραμματεία. Πίσω από τα ποικίλα λάθη του Κάλβου (γλωσσικά, συντακτικά κτλ.), πίσω από τις αδόκιμες φράσεις του και τις λαμπερές εκφράσεις του υπάρχει η γνώση της ιταλικής γλώσσας. Ο Κάλβος ήταν ένας ποιητής που μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήξερε ποια πατρίδα να διαλέξει. Κατείχε την ιταλική γλώσσα αλλά την ελληνική δεν κατάφερε να τη δαμάσει μέχρι και την εποχή που συνέταξε τις Ωδές», δήλωσε στο «Βήμα» ο Μιχαήλ Πασχάλης.



«Ειλικρινά αισθάνθηκα ότι σε αυτόν τον τόπο της αναξιοκρατίας υπάρχουν και κάποιοι θεσμοί που παραμένουν όπως θα έπρεπε να είναι, ότι κάποια μάτια βλέπουν – και αυτό μου έδωσε ελπίδα», ήταν το σχόλιο της φιλολόγου Σοφίας Ντενίση. «Όταν είσαι μοναχικός ερευνητής, παθιασμένος με την έρευνά σου, έχεις την εντύπωση ότι κανείς δεν βλέπει τι κάνεις. Στη διάρκεια της δεκαπενταετούς έρευνάς μου, εμφανίζονταν στον ύπνο μου τα πρόσωπα όλων αυτών των “αόρατων” για τη λογοτεχνική Ιστορία γυναικών συγγραφέων του 18ου και 19ου αιώνα και αισθάνομαι ότι το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών είναι ένα βραβείο που λαμβάνω εξ ονόματος όλων αυτών των λησμονημένων ελληνίδων συγγραφέων».



«Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τη γενναιοδωρία και την αξιοκρατία της σεβαστής Ακαδημίας, επειδή με αφορμή το βιβλίο μου τιμά όχι μόνον εμένα αλλά όλον τον κόσμο που παρουσιάζεται σε αυτό, έναν κόσμο παρεξηγημένο, τους φορτηγατζήδες και τους μικροϊδιοκτήτες που πήραν μέρος στην ανάπτυξη ελπίζοντας – και διαψεύστηκαν– , όλους τους ανθρώπους του μόχθου», δήλωσε στο «Βήμα» η Μάρτυ Λάμπρου, που βραβεύτηκε για το πρώτο της μυθιστόρημα.