Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Η δύναμη έρχεται από την Κρήτη- Ρένα Πετροπούλου - Κουντούρη




Το Βιβλιοπωλείο-café Booktalks και ο Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη
έχουν την ευχαρίστηση να σας προσκαλέσουν στην παρουσίαση
του νέου βιβλίου της συγγραφέα Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη με τίτλο

Η ΜΑΧΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ


την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014, στις 19:30,
στο χώρο του βιβλιοπωλείου
(Αρτέμιδος 47 & Αγ. Αλεξάνδρου 58, Π. Φάληρο).

Για το βιβλίο θα συνομιλήσουν η Βιβή Γεωργαντοπούλου,
συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης Degas,
και η συγγραφέας.
Αποσπάσματα  θα διαβάσει
ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Παναγιώτης Βασιλείου.

Πληροφορίες: Βιβλιοπωλείο Booktalks, τηλ.: 210 9802520.






Η Ρένα Πετροπούλου - Κουντούρη  μιλάει στο cantus firmus για το νέο της ιστορικό μυθιστόρημα ‘’Η Μάχρια της Λήθης’’








Σε ένα από τα πιο αγαπημένα βιβλία της φετινής χρονιάς εξελίσσεται το νέο ιστορικό μυθιστόρημα και δέκατο πέμπτο βιβλίο της Ηρακλειώτισσας συγγραφέως Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, ‘’Η Μάχρια της Λήθης ‘’που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη κι αμέσως αγκαλιάστηκε από το κοινό σε ολόκληρη την Ελλάδα.

 ‘’Ένα έξυπνα γραμμένο μυθιστόρημα, το οποίο άνετα κατατάσσεται στα ιστορικά καθώς το περιβάλλον στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα είναι ιστορικά τεκμηριωμένο, και είναι φανερό όχι έχει καταναλωθεί χρόνος αρκετός για μελέτη προ συγγραφής. Πολυπρόσωπο, με εναλλαγές πολλών τόπων, εκδηλώσεων, εθίμων και παραδόσεων, κλειστών κοινωνιών με προκαταλήψεις, και με κοινό άξονα όλων την ιστορία που δένει τους πρωταγωνιστές, το έργο κινείται το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στο Λασίθι στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, στις πολυπολιτισμικές Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη, στο Αγιασολούκ -πόλη κοντά στο Κουσάντασι-, στη Μασσαλία, στις γειτονιές του Παρισιού του Τουλούζ Λωτρέκ’’, γράφει σε βιβλιοκριτική της η συγγραφέας και ιστορικός Ευρυδίκη Λειβαδά.   
Όσο για τη δημιουργό του, την χαρακτηρίζει η όρεξη για δουλειά, η πειθαρχία, η γόνιμη συνεισφορά με ότι καταπιάνεται, αφού η φύση της είναι ανήσυχη και δημιουργική. Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι μια γυναίκα δοτική, καλλιεργημένη, ευγενής κι ευαίσθητη, που υπεραγαπά την τέχνη της, δίνει τον καλύτερο εαυτό της, κατορθώνοντας να ελέγχει πλήρως όλες τις ικανότητές της. Θεωρεί ότι οι συγγραφείς θα πρέπει να προσπαθούν να εκμαιεύουν συγκίνηση και προσοχή από τους αναγνώστες ανανεώνοντας το ενδιαφέρον τους κάθε φορά, διότι κρίνονται από το ίδιο το κοινό τους.


Αγκαλιάζει αυτό που της τυχαίνει , προσφέρει όσο και όπου μπορεί, υιοθετεί τη θετική στάση παντού, χαίρεται με τη χαρά των άλλων, είναι ειλικρινής και όπου αγαπά αφοσιώνεται. Την ίδια, ως απαιτητική αναγνώστρια, την ιντριγκάρει η γλώσσα –τα κείμενά της είναι κυριολεκτικά σμιλευμένα-, υποστηρίζοντας ότι ένα βιβλίο πρέπει να ελκύσει και να ‘’κρατήσει’’ τον αναγνώστη, να τον ταξιδέψει, να τον συναρπάσει. Μας εξομολογείται ότι η συγγραφή είναι η καταφυγή της στα δύσκολα και κλείνει τούτη τη συνέντευξη μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.



της Νότας Χρυσίνα

Ποια υπήρξε η αφορμή που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Άργησα να ξεκινήσω. Μου συνέβη στα σαράντα δύο μου χρόνια. Ένα τραγικό γεγονός όπως ήταν ο θάνατος της νέας ακόμα  μητέρας  μου το 1999, στάθηκε η σπίθα που πυροδότησε μια πληθώρα συναισθημάτων , καλά κρυμμένων βαθιά μέσα μου. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα την ανάγκη να τα εξωτερικεύσω μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, που δεν πίστευα καν ότι θα εκδοθεί. Αυτός ο θάνατος-μαχαίρι  –και ουσιαστικά η , μέσω αυτού του γεγονότος, αναγέννησή μου-ήταν η αφορμή.

Γιατί ιστορικό μυθιστόρημα;
Όταν η ιστορία δε γράφεται, γίνεται παραμύθι. Γίνεται όνειρο με θαμμένους θησαυρούς, με πετρωμένους ναούς, ναυάγια και μάχες,  ώσπου κάποτε με τη σκαπάνη της μελέτης και της γραφίδας  βγαίνει τ’ όνειρο αληθινό και το παραμύθι γίνεται μυθιστορία.
Ιστορικό μυθιστόρημα, για να ξανα-ανακαλύψουμε την Ιστορία, να την γνωρίσουμε από την αρχή μέσα από ένα άλλο, διαφορετικό πρίσμα. Να περπατήσουμε βήμα βήμα, να διανύσουμε μύθους και πραγματικότητα μέσα από τους αιώνες, να πορευτούμε διαμέσου μιας συναρπαστικής μυθοπλασίας σε τόπους μυστηριακούς και μακρινούς ή τόσο κοντινούς που τους αγγίζουμε, τους πατάμε, ιστορικό μυθιστόρημα για να δούμε πως εξελίχθηκε ο κόσμος, να ανακαλύψουμε τις ρίζες μας, για να κρατήσουμε την άκρη του μίτου και να ταξιδέψουμε.
Ιστορικό μυθιστόρημα, γιατί μ’ αρέσουν τα δύσκολα. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί μελέτη, έρευνα , γνώση, το έργο πρέπει να διέπεται από σεβασμό και συνέπεια στις ιστορικές μνήμες. Θα πρέπει να γίνει , όσο το δυνατόν, σαφής αναπαράσταση της εποχής, τεκμηρίωση και διασταύρωση των πραγματικών ιστορικών γεγονότων, ενίοτε και  αρχαιολογικών ερευνών που πάνω τους ‘’το κείμενο πατάει’’ για να ανασυσταθεί η εκάστοτε χρονική περίοδος,  συστηματική μελέτη όλων των στοιχείων που σχετίζονται με την ιστορική ανασύνθεση. Και πρωτεύοντα ρόλο έχει, η ικανότητα και η μαστοριά του συγγραφέα να φέρει το τότε στο σήμερα και να ξαναχτίσει ένα ολόκληρο σύμπαν από την αρχή.
Ιστορικό μυθιστόρημα, επειδή , για πολλούς , το σήμερα δεν αντέχεται…   

Ένα σημαντικό στοιχείο, το οποίο δεν περνά απαρατήρητο , είναι η λεπτομερής έρευνα που χρειάστηκε να κάνετε, όσον αφορά την εποχή στην οποία αναφέρεστε.
Χρειάστηκε επίπονη και σχολαστική έρευνα, προκειμένου να αναδειχθεί και να φωτιστεί και η παραμικρή λεπτομέρεια. Μελέτησα άπειρα βιβλία (σημείο αναφοράς ο Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, τα κλασσικά αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι, Γκόγκολ και Τολστόι αλλά και τα βιβλία της Ρέας Γαλανάκη ), ιστορικά πονήματα επίσης που αναφέρονται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (19ος αιώνας), βιογραφίες και μυθιστορήματα, αφιερώματα εφημερίδων, διάβασα πολύ για την Κωνσταντινούπολη,  τους μουσουλμανικούς νόμους, έσκυψα πάνω σε  χάρτες, μπήκα στο ιντερνέτ για  εικόνες πλεούμενων της εποχής, μελέτησα ακόμα και ναυτικούς όρους, επειδή ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται εν πλω.
Επίσης προσπάθησα να αναπλάσω και να δώσω το ανάλογο στυλ στην πόλη της Μασσαλίας, στα ρούχα εποχής, τα έπιπλα, έψαξα για  ποτά ,  φαγητά,  μέσα μεταφοράς, μνημεία, έκανα ειδική μελέτη για το όπιο, αλλά και για την τεχνοτροπία των ζωγράφων (Ρενουάρ, Μονέ κ.λ.π) βοήθησαν πολύ και οι ανάλογες ταινίες που παρακολούθησα. Γενικά η έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με την συγγραφή του έργου και όχι πριν, όπως κάνουν οι περισσότεροι συγγραφείς, στάθηκε πολύτιμη γιατί έδωσε πνοή στην εποχή και τους ήρωες, που λειτουργούσαν πλέον σε οικείο περιβάλλον φτιαγμένο αποκλειστικά γι αυτούς, παροτρύνοντάς με να υιοθετήσω ως φόρο τιμής προς την κλασσική λογοτεχνία ένα ιδιαίτερο αφηγηματικό ύφος.
 Πολύτιμη στάθηκε και η εμπειρία μου από τη μαθητεία μου στο Παρίσι, σαν σχεδιάστρια μόδας. Βοήθησε πολύ στην αναπαράσταση του τέταρτου μέρους, που είναι το Παρίσι των αρχών της Μπελ Επόκ.

‘’Η Μάχρια της Λήθης’’ είναι ένα καινοτόμο μυθιστόρημα, πολυφωνικό, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση με ιδιαίτερο ύφος και στυλ. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Λατρεύω την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ίσως γιατί μετενσαρκώνομαι εγώ η ίδια, παίρνοντας κάθε φορά κι άλλο πρόσωπο-προσωπείο. Πίσω από τους ήρωες κρύβεται μεν ο συγγραφέας, αλλά ουσιαστικά οι ήρωες είναι αυτοί που κρατούν τα σκήπτρα και κινούν τα νήματα. Το βιβλίο''Η Μάχρια της Λήθης'' διακρίνεται για την πρωτοτυπία του, επειδή είναι καθ' ολοκληρίαν ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ( προσομοιάζει με ψυχογράφημα), απουσιάζει παντελώς ο αφηγητής παντογνώστης και η ιστορία αναπτύσσεται διεξοδικά από  εικοσιτέσσερις διαφορετικούς χαρακτήρες που παίρνουν την σκυτάλη ο ένας από τον άλλο, κυριολεκτικά αλώνοντας τον χώρο και τον χρόνο, οδηγώντας καταστάσεις και γεγονότα στα δικά τους μέτρα και σταθμά. Την πρώτη προσπάθεια για ένα τέτοιου είδους έργο, την έκανα στο προηγούμενο ιστορικό μου μυθιστόρημα ‘’Στο δρόμο με τις πικροδάφνες’’ Εμπειρία Εκδοτική 2007, το οποίο αναφερόταν στη Μάχη της Κρήτης. Άρεσε πολύ, είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Έκτοτε-αν και αρκετά δύσκολο-το υιοθέτησα σαν προσωπικό στυλ γραφής.

Εκτός από την ενασχόλησή σας με το μυθιστόρημα, γράφετε και παιδικά βιβλία, παιδικό θέατρο, διηγήματα, βιβλιοκριτικές αλλά και ποίηση. Είναι διαφορετικός ο ποιητικός λόγος από τον μυθιστορηματικό;
Σαφέστατα. Η ποίηση για τους αυθεντικούς ποιητές, είναι στάση ζωής, θρησκεία και όραμα. Δεν λες π.χ. ‘’Τώρα θα καθίσω να γράψω ένα ποίημα’’, όπως συμβαίνει με το μυθιστόρημα που κάθεσαι, το δουλεύεις ώρες, μέρες, χρόνια και το χτίζεις κομμάτι κομμάτι. ‘’Αιμόφυρτος ο ποιητής γεννά το ποίημα’’ γράφω σε μια ανέκδοτη ακόμα ποιητική μου συλλογή κι έτσι είναι. Το ποίημα βγαίνει απ’ τα έγκατα της ψυχής σου, με ωδίνες και οδύνη και περικλείει μέσα σε ελάχιστες λέξεις όλα όσα θέλεις να εκφράσεις, έχει μια πρωτοφανή δύναμη που συγκλονίζει. Δεν ξέρεις δε, πότε και από πού θα πηγάσει η έμπνευση.
Φυσικά και αυτό το είδος γραπτού λόγου, σμιλεύεται στην πορεία και τελειοποιείται ανάλογα. Δεν πρέπει να διστάζεις να πετάς, προκειμένου να αναδείξεις την αυθεντικότητα του νοήματος, την ομορφιά των σωστά τοποθετημένων λέξεων, η λιτότητα και η πύκνωση στην ποίηση και στο διήγημα αντίστοιχα, είναι αρετές. Μπορεί να γυρεύεις μια και μοναδική λέξη, ικανή ν’ απογειώσει το ποίημα, για μέρες. Οι ποιητές είναι εν γένει θηρευτές λέξεων.

 Πώς θα χαρακτηρίζατε με δυο λόγια το νέο σας μυθιστόρημα;
Η ‘’Μάχρια της Λήθης’’ είναι ένα γοητευτικό ταξίδι στο χρόνο, σε τόπους σκληρούς αλλά και μαγικούς , που τους στιλβώνει η αχλή της Ιστορίας και του μύθου, ταυτόχρονα με την ανάγκη των ηρώων να σπάσουν τα δεσμά τους

και να πορευτούν όπως αυτοί ποθούν κι ονειρεύονται.

Paul Auster: «Η ενοχή μας κάνει πιο ανθρώπινους»

του Νίκου Κουρμουλή.
oster
Ο Πολ Όστερ βυθισμένος χαλαρά στη πολυθρόνα του αρχοντικού σαλονιού στο Ίδρυμα Ωνάση στη Πλάκα, κάπνιζε αρειμανείως το ηλεκτρονικό του τσιγάρο. Από πάνω του κρεμόταν ο γεμάτος χειρονακτική στωϊκότητα, πίνακας του Εμμανουήλ Ζαϊρη: «Γυναίκα που γνέθει». Αντίθετα ο ίδιος με όρεξη εφήβου, απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Έκανε χιούμορ και εξομολογήθηκε εκείνα που τον παθιάζουν. Ένας στιβαρός συγγραφέας, που έχει αυτοπεποίθηση και δεν το κρύβει. Η φράση που τον εκφράζει διαχρονικά, την έχει κλέψει από τον μεγάλο Ρώσο σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι: «Κάνω τέχνη γιατί ο κόσμος δεν είναι τέλειος».
Παραδέχθηκε χωρίς περιστροφές, ότι ζούμε σε ταραγμένους καιρούς. Σε μια εποχή, που έχει χάσει τις ισορροπίες της. Στις Η.Π.Α ιδιαίτερα όπως τόνισε, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα από την Ευρώπη. Για παράδειγμα «τα πανεπιστήμια κοστίζουν πολύ. Είναι πανάκριβα. Οι νέοι για να σπουδάσουν, χρειάζονται μια περιουσία. Δανείζονται για να σπουδάσουν και με υψηλό επιτόκιο. Είναι τραγικό, αρπάζεται στιγμιαία ο Πολ Όστερ, φανταστείτε ένα μικρό παιδί να ξεκινά τη ζωή του, χρεωμένο. Και αν δεν είναι αυτό, θα είναι σίγουρα η οικογένεια του. Ας σημειώσουμε δε, ότι το επίπεδο των σπουδών έχει πέσει αισθητά».
Ένα επίσης σημαντικό πρόβλημα που εντοπίζει ο Πολ Όστερ, δεν είναι άλλο από την ανεργία. Τόσο στις μεσοδυτικές πολιτείες, όπου η καρδιά της βιομηχανικής Αμερικής χειμάζεται όσο και στην Νέα Υόρκη, που τα πράγματα δεν πάνε καλύτερα. «Δυστυχώς πλέον οι Η.Π.Α είναι μια χώρα που δεν παράγει πνευματικό έργο. Ίσως πάντα έτσι να ήταν εκτός από μερικές φωτεινές εξαιρέσεις, κατά τη διάρκεια της ιστορίας μας. Δεν μας ενδιαφέρουν οι ιδέες, λέει κατηγορηματικά. Μας ενδιαφέρουν μόνο οι εμπορικές συναλλαγές και ότι μπορεί να αποφέρει χρήματα με οποιοδήποτε κόστος. Για μένα όμως που έχω την ιδιότητα του συγγραφέα τόσα χρόνια, δεν είναι απαραίτητα κακό. Με διατηρεί σε ενγρήγορση, αυξάνει τα επίπεδα της οργής μου και κρατά τα μάτια μου ανοιχτά».
Μιλώντας για την οικογένεια του σημειώνει, πως «δεν προέρχομαι από φύτρα διανοουμένων. Μπορεί και να είναι καλύτερα έτσι. Από μικρός όμως πήγαινα στην κοντινότερη βιβλιοθήκη και διάβαζα με τις ώρες». Τον συνάρπαζε ο κόσμος του βιβλίου. «Όταν γράφεις από μικρός, αναλογίζεται, νιώθεις πιο κοντά στο να συνδεθείς με τον κόσμο και να κατασκευάσεις ευκολότερα έναν δικό σου». Αν και ο ίδιος ο Πολ Όστερ, αποτρέπει τους νεότερους στο να ασχοληθούν με τη τέχνη. «Θέλει χρόνο λέει, σκληρό στομάχι και χρήμα. Επίσης είναι διαπιστωμένο, μονολογεί, το να γράφεις και να ζεις σ’ένα δωμάτιο όλη τη μέρα παλεύοντας με δαίμονες, δεν είναι ο πιο «ενδεδειγμένος» τρόπος να μεγαλώνει κανείς. Χρειάζεται να έχεις έναν πολύ ισχυρό καταναγκασμό για να γίνεις συγγραφέας», συμπληρώνει ο Πολ Όστερ. «Εξάλλου στα είκοσι, εύκολα γίνεσαι ποιητής. Στα τριάντα που αρχίζουν οι συμβατικές υποχρεώσεις, τα πράγματα δυσκολεύουν. Αν περάσεις τα σαράντα δε και έχεις εκδόσει αξιόλογα βιβλία, τότε μπορείς να λέγεσαι λογοτέχνης και με τη βούλα». Τα βιβλία του περιλαμβάνουν πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, χωρίς να συγκαταλέγονται στα αυτοαναφορικά. «Σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν τον καθένα, ένας «anybody», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά. Μου αρέσει να μοιράζομαι πράγματα και όχι να κρατώ για έμενα βαθυστόχαστες αναλύσεις».
Η πλοκή στα βιβλία του που διαπερνά τους χαρακτήρες, «είμαι περισσότερο storyteller παρά novelist» όπως τόνισε, προσεγγίζει έναν οικείο ρεαλισμό, για να τον ανατρέψει στη συνέχεια. Αυτό που διαβάζουμε είναι μια παλλόμενη μεμβράνη, μέσα σε μια αυξανόμενη σιωπή. Εκεί όπου οι ανθρώπινες ταυτότητες αλλάζουν, μετατίθενται ραγδαία. Μπορεί και να μην έχουν καμία σημασία εντέλει. «Η έννοια της ταυτότητας με απασχόλησε σοβαρά, ιδιαίτερα στην «Τριλογία της Νέας Υόρκης». Εν είδη ισοδυνάμων, την τοποθετώ να είναι μέρος μιας κυκλικής αλυσιδωτής αντίδρασης: Ταυτότητα-Μεταμφίεση-Απαλειφή-Κρίση».
Είναι γνωστό ότι ο Πολ Όστερ έχει «κατηγορηθεί» για τεχνοφοβία. Έχει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία πίσω από αυτό, ενώ παραδέχεται ότι είναι εκτός τεχνολογίας. «Χρησιμοποιώ ελάχιστα τον υπολογιστή, καθόλου το κινητό και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Παραμένω πιστός στην παλιά μου γραφομηχανή, μάρκας Olympia. Παλεύω με το μολύβι και το μελάνι να καρφιτσώσω τις λέξεις, χαράσσοντας τις με κόπο πάνω στο χαρτί. Από το μέσο που χρησιμοποιείς, εξαρτάται και ως ένα βαθμό ο τρόπος σκέψης σου. Με τον υπολογιστή, οι λέξεις τρέχουν. Μπορείς να τις βάλεις όπου θέλεις να να παίξεις μαζί τους. Με την αναλογική μέθοδο, για να παραδώσεις στο τέλος της μέρας ένα καθαρό χειρόγραφο, πρέπει να το γράψεις μπόλικες φορές από την αρχή», σημειώνει. Πρόσφατα εκφράστηκε αναφανδόν υπέρ του μποϋκοτάζ στην Amazon. «Έχουν καταντήσει πορτιέριδες» λέει με το γνωστό του φλέγμα ο Πολ Όστερ. «Εκτός του ότι τα βιβλιοπωλεία έχουν άμεσο κίνδυνο λουκέτου, οι κύριοι της Amazon θα αποφασίζουν τι θα εκδίδετα και τι όχι. Ποιοί συγγραφείς θα διανέμονται και ποιοί όχι.  Μια κατάσταση απαράδεκτη, που εφαρμόζει κατά γράμμα τις σκοτεινότερες μορφές λογοκρισίας».
Οι ιδέες δεν έρχονται όποτε τις θέλει. Ή μάλλον δεν ξέρει το παραμικρό γι αυτές πριν τον επισκεφτούν. «Έρχονται πάντως αργά. Δεν ξέρω λίγο πριν έρθει η στιγμή να ξεκινήσω ένα βιβλίο, αρχίζει να γεννιέται μέσα μου κάτι σαν μουσική. Ίσως ο ήχος της πρώτης πρότασης. Και μετά οι λέξεις αρχίζουν και μου φωνάζουν: Κοίταξε μας, εμείς είμαστε οι κατάλληλες για σένα. Και κάπως έτσι αρχίζει να γράφω». Ο Πολ Όστερ θεωρεί πως το αστείο ως δομή και ως εκφορά, είναι η βασική αφηγηματική φόρμα. Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να το πετύχεις στην εντέλεια. Στην κοινή ερώτηση των τελευταίων χρόνων τουλάχιστων, για τον ρόλο των διανοουμένων στις Η.Π.Α και στο κόσμο γενικότερα, ο Πολ Όστερ, χαμογελά ειρωνικά λέγοντας: «Μα σας είπα, μην κουράζεστε άδικα. Δε ακουν εμάς, αλλά τους σταρ του Χόλυγουντ». Ένας κορυφαίος συγγραφέας που με λόγια σταράτα αποδίδει με ευκρίνεια, το περίγραμμα της μοναδικής συλλογιστικής του.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

George Steiner: Το έργο δεν έχει ανάγκη κανέναν!


Μία συνέντευξη του κριτικού και φιλοσόφου, στην γαλλική le Monde, www.antifono.gr

Le Monde: Είμαστε μάρτυρες της υποχώρησης της ευρωπαϊκής ιδέας. Αυτό του είδους η άμπωτη σας ανησυχεί;
George STEINER: Σίγουρα, αλλά ο δικός μου πεσιμισμός είναι σύνθετος, διότι από την άλλη πλευρά η Ευρώπη όπως την γνωρίζουμε εν έτει 2013 αγγίζει επίσης το θαύμα. Κουβεντιάζουμε τώρα εδώ, καθισμένοι παρέα στο Cambridge, ακόμη κι αν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έχουν καταστρέψει την ήπειρο, παρά την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος, ακόμη κι αν κατά την διάρκεια του α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις έχασαν 40.000 άνδρες μόλις την πρώτη ημέρα της μάχης του Passchendaele (1917), σε τέτοιο σημείο ώστε μια εφημερίδα να μην διαθέτει καν τον ανάλογο χώρο για να δημοσιευθούν όλα τα ονόματα των πεσόντων! Ναι, το γεγονός πως μετά από όλους αυτούς τους κατακλυσμούς η Ευρώπη ξαναπόκτησε μία δεδομένη ύπαρξη, έχοντας ακόμη μεγάλες ορχήστρες και μουσεία, αυτό είναι από μόνο του ένα θαύμα. Είχαμε το δικαίωμα να πιστέψουμε πως όλα αυτά σήμαιναν το τέλος της Ευρώπης. Κι άλλοι μεγάλοι πολιτισμοί αφανίστηκαν, ο δε Paul Valery, είχε από τα 1919 προαναγγείλει το τέλος του δικού μας πολιτισμού.
Le Monde: Το δυτικό τοπίο της διανόησης δεν έχει αλλάξει βεβαίως και λίγο.
George STEINER: Ουσιαστικά είναι οι θετικές επιστήμες αυτές που διεκδικούν πια τα πρωτεία και όχι οι ανθρωπικές. Τόσο όταν εγκαταστάθηκα στο Princeton ( New Jersey ) στο ΄΄σπίτι΄΄ του Einstein, όσο κι αργότερα στο Cambridge (Ηνωμένο Βασίλειο), επέλεξα να ζήσω ανάμεσα στους πρίγκιπες των θετικών επιστημών. Οι επιστήμες είναι ο μεγάλος αγωγός που μας συνδέει με το μέλλον.
Ακόμη κι αν αποδίδουμε μέτρια σε αυτόν τον τομέα, μοιάζει σαν κάποιον που ενσωματώνεται σε μία ομάδα , που προσδοκά το υψηλότερο, έστω κι αν βαδίζει πάνω σε έναν κυλιόμενο διάδρομο. Κατά τα άλλα προτού η αγγλοσαξονική γλώσσα αναδειχθεί στην παγκόσμια lingua franca, οι μαθηματικοί είχαν διεκδικήσει για τον εαυτό τους αυτόν τον ρόλο. Θυμάμαι ότι στο Princeton μπορούσαμε να δούμε φοιτητές ρώσους, ιάπωνες και αμερικάνους να γράφουν με κάθε τρόπο πάνω σε έναν πίνακα. Τα δάχτυλά τους έμοιαζαν με αστραπές. Παρά το γεγονός πως αντιπροσώπευαν διαφορετικές εθνικότητες και μιλούσαν άλλες γλώσσες, καταλαβαίνονταν, ίσως με έναν τρόπο αστείο, χάρη στην παγκόσμια γλώσσα των μαθηματικών και των θετικών επιστημών. Ένα είδος Espéranto της ακριβείας.

Μία από τις μεγάλες μου στενοχώριες προέρχεται από μία απόκλιση θρησκευτικού τύπου, ανάμεσα σε αυτό που ο βέβηλος μπορεί να κατανοήσει από τις θετικές επιστήμες και σε αυτούς που πραγματικά κατέχουν τη γνώση αυτών των επιστημών. Όχι μονάχα στο βαθμό που υποστήριζε ο Γαλιλαίο, πως η φύση ‘’μιλά μαθηματικά’’, αλλά τώρα πια στον βαθμό που η φύση ‘’μιλά υψηλά μαθηματικά’’, ώστε να μην μπορούμε να υπάρξουμε κοινωνοί αυτού του γεγονότος. Εγώ ο ίδιος δεν θα μπορούσα να με εξηγήσω παρά σπουδάζοντας τους όρους των επιστημών, συσχετιστικά πάντοτε με τις μεταφορές, αυτό το έσχατο καταφύγιο της άγνοιας… Ο Πλάτων έλεγε πως μία μεταφορά υφίσταται για να συσχετίζει δύο χώρους του εγκεφάλου. Αυτή η πρόταση αποτελεί μία ενόραση εξαιρετικής σπουδαιότητας. Βραχυπρόθεσμα δεν αποκλείεται να διαθέτουμε μεταφορές ηλεκτρονικού τύπου.

Le Monde: Η επιστήμη λοιπόν θα επικρατήσει της ανθρωπότητας- βλέπε του ανθρωπισμού;

George STEINER: Ίσως. Αλλά την ίδια στιγμή, ο Heidegger, αυτός ο μοχθηρός τιτάνας, έχει τον λόγο του όταν υποστηρίζει ότι οι επιστήμες είναι τετριμμένες. Δεν διαθέτουν τίποτα περισσότερο παρά απαντήσεις. Αυτή η διαπίστωση είναι εκπληκτική, συνάμα ασυγχώρητη και πηγή δημιουργίας προβλήματος, διότι είναι βέβαιο πως οι πρόοδοι των επιστημών δεν άλλαξαν την εσχάτη κατάσταση του ανθρώπου, ακόμη κι αν η ιατρική έχει βαθύτατα επηρεάσει την αντίληψή μας για τον θάνατο. Όταν ο Wittgenstein θεωρεί πως οι επιστήμες δεν έχουν τίποτα να προσπορίσουν επί των ηθικών διλλημάτων, νιώθουμε την πρόκληση. Αλλά σκεφτείτε τη μάστιγα του καρκίνου, το παγκόσμιο επισιτιστικό πρόβλημα: δεν βλέπουμε άραγε να επανεμφανίζονται, στην σημερινή Αγγλία, παιδικές ασθένειες, οι οποίες ο Charles Dickens χαιρόταν που είχαν εξαλειφθεί;

Στηρίξαμε τεράστιες ελπίδες στην βιογενετική- το Cambridge είναι ένας τέτοιος φορέας- ελπίζοντας πως αυτό βοηθά στην αποσαφήνιση σπουδαίων πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων. Και τώρα σε ποιο σημείο ακριβώς βρισκόμαστε; Στην πραγματικότητα τα πράγματα καθίστανται πιο σκιώδη. Οι θετικές επιστήμες μπορούν επίσης να υπηρετήσουν τον δεσποτισμό και την απανθρωπία, κι αυτό το γνωρίζουμε καλά. Δεν μπορούν να δώσουν απόκριση στα μεγάλα ερωτήματα που συνδέονται με τον θάνατο. Είναι εξίσου εφικτό, όπως το αντιλαμβανόταν ο Paul Ricoeur, ότι η μνήμη των μεγάλων μαζικών σφαγών του 20ου αιώνα, μας αναγκάζει, ακόμα περισσότερο, να αναλογιστούμε το δικό μας, ατομικό τέλος. Επ’ αυτού θα πρέπει αναμφίβολα να σκεφτούμε τη φράση του Stalin: ‘’ένας ατομικός θάνατος είναι μία τραγωδία, αλλά ένα εκατομμύριο θάνατοι είναι μία στατιστική’’. Εντούτοις, δεν πιστεύω πως έχουμε χάσει την δυνατότητα να σκεφτούμε τον θάνατό μας. Απλά, έχει γίνει κάπως δυσκολότερο.

Τώρα που είμαι πανέτοιμός για το δικό μου προσωπικό τέλος, γραπώνομαι από ένα αστείο, που το βρίσκω συγκλονιστικά βαθύ. Προέρχεται από τους Yiddish κύκλους του Brooklyn: ΄΄ - Υπάρχει Θεός; - Βεβαίως και υπάρχει, αλλά όχι ακόμα΄΄. Αυτό το ΄΄όχι ακόμα΄΄, μου δίνει μία εσωτερική δύναμη.

Le Monde: Στην Poésie de la pensée (Gallimard, 2011), δείχνετε πως κάθε θεωρία, όσο αφηρημένη κι αν είναι, υφίσταται εξαρτημένη, από την μουσική της, από τον ρυθμό της. Δεν είναι αυτός ένας τρόπος ώστε να μειωθεί το χάσμα που χωρίζει την θεωρητική εργασία του κριτικού, από ένα λογοτεχνικό έργο;

George STEINER: Σε όλη μου τη ζωή αισθανόμουν πως υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσα στον δημιουργό και στον ικανότερο των ερμηνευτών. Ότι το σχόλιο, ακόμα και το πλέον εμπνευσμένο, είναι παρασιτικό μπροστά στο μυστήριο της δημιουργίας. Ένα μυστήριο από το οποίο δεν καταλαβαίνουμε τίποτα, αψηφώντας όλες τις ελπίδες που εναποθέτουμε σε ψυχολογικές και νευρολογικές αναλύσεις. Τι είναι αυτό που προκαλεί στην γυναίκα και στον άνδρα την απελευθέρωση του απόλυτου, που επιτρέπει την δημιουργία προσώπων, πολύ πιο ανθρώπινων από εμάς: Φαίδρα, Falstaff, Αμλέτος, Βερενίκη; Προσωπικότητες δίπλα στις οποίες εμείς φαντάζουμε αδέξια αντίγραφα. Τι είναι εκείνο που κατοικίζει το πραγματικό μέσα στο φανταστικό; Τι είναι αυτό που κάνει τα τοπία ενός μεγάλου ζωγράφου πιο όμορφα στο να τα βλέπεις και πιο πειστικά ακόμα κι από μία φωτογραφία ( κι εκτιμώ τη τέχνη της φωτογραφίας); Τι είναι αυτό που συγκροτεί την θέση του Claude Levi- Strauss, την οποία έχει χίλιες φορές δίκιο να διατυπώνει: ΄΄η ανακάλυψη της μελωδίας αποτελεί το υπέρτατο μυστήριο των ανθρωπικών επιστημών΄΄. Ισχυριζόμαστε πως για να ευχαριστήσει ο Verdi κάποιον ματαιόδοξο τενόρο συνέθεσε την μουσική του La donna è mobile στην τρίτη πράξη του Rigoletto ( 1851), για να μην υπάρχει λίγο αργότερα ούτε ένα οργανέτο σε ολόκληρη την Ευρώπη που να μην είχε παίξει το συγκεκριμένο κομμάτι. Για το πώς αυτό συνέβη, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα.

Το εξαιρετικό προνόμιο ήταν πως είχα ΄΄ ταχυδρόμο΄΄. Το να κουβαλάς τα γράμματα δεν είναι πάντοτε εύκολο, κι ακόμα λιγότερο εύκολο το να επιλέγεις την καλύτερη δυνατή θυρίδα για να τα ρίξεις. Διαδεχόμενος τον Edmund Wilson στον New Yorker, πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, έλεγα στους αναγνώστες: διαβάστε ετούτο, θα σας αλλάξει τη ζωή. Εγώ ο ίδιος έχω δημοσιεύσει φανταστικές ιστορίες. Αλλά πιθανότατα, εκτός κάποιων ελαχίστων σελίδων, δεν αποτελούν παρά σκηνοθεσία ιδεών, δραματοποιήσεις της σκέψης. Στερούνται του μυστηρίου της αθωότητας που χαρακτηρίζει την πραγματική δημιουργία. Είναι όπως και να το κάνουμε ένα τεράστιο προνόμιο να έχεις έναν ταχυδρόμο. Ένας Pouchkine πιθανόν ευγνώμων στους κριτικούς και στους εκδότες του, που αυτός ο ίδιος ωστόσο έγραψε τα γράμματα… Εγώ, ακόμα κι αν θεωρούμε ένα outsider ανάμεσα στους ομοτέχνους μου, που δε μου συγχωρούν αυτές τις παρασιτικές διακρίσεις επί του ζητήματος της δημιουργίας, παραμένω πάνω απ΄όλα καθηγητής.

Le Monde: Δεν θεωρείτε ωστόσο ότι η διαδικασία της δημιουργίας εξαρτάται επίσης από το κοινό ή και από τους κριτικούς που υποδέχονται το έργο; Η αποδοχή ενός κειμένου δεν είναι με τον τρόπο της μέρος της δημιουργίας;

George STEINER: Όχι. Το έργο δεν έχει κανέναν ανάγκη. Ο Walter Benjamin έγραψε ότι ένα έργο μπορεί να αναπαυθεί για πεντακόσια χρόνια και να βρει έναν αναγνώστη: ένα κείμενο θα παραμένει πάντοτε νέο. Δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε πως η αποδοχή του το συνδημιουργεί. Το βλέπετε αυτό με την μουσική του Vivaldi, που είναι πια κάτι σαν υπόκρουση της καθημερινότητάς μας. Για πολύ καιρό δεν συναντούσαμε ούτε μία ηχογράφηση, ούτε μία παρτιτούρα. Η μουσική αυτή δεν απέδρασε από τη λήθη της, παρά τον 20ο αιώνα. Στην πραγματικότητα λογαριάζω ότι εμείς είμαστε αυτοί που έχουμε την τύχη να γίνουμε χωρητικοί ενός έργου και καθόλου το αντίθετο. Το κείμενο είναι εδώ και λέει: ΄΄Περιμένω, έχω όλο τον καιρό να περιμένω΄΄. Η υπομονή είναι με το μέρος του έργου.

Σίγουρα, υπάρχουν και κριτικά δοκίμια που διεκδικούν τον χαρακτηρισμό του κλασσικού. Αλλά όμως θα διαβαζόταν ακόμη το Contre Sainte- Beuve του Proust, αν δεν ήταν γραμμένο συγκεκριμένα από τον ίδιο τον Proust; Πρέπει λοιπόν να παραμείνω σχολαστικά ταπεινός μπροστά σε αυτή την διαφορά. Το λέω και σε αυτούς που παριστάνουν πως ένα κείμενο είναι εξίσου σημαντικό και μέσα από την αποδόμησή του, και το θεωρώ αυτό πολύ σημαντικό ακριβώς γιατί πρώτα απ’όλα μπορούμε να το λέμε στους ίδιους τους εαυτούς μας: ο κύριος Steiner έχει σχεδόν πρωί- βράδυ ανάγκη τον Ρακίνα, αλλά ο Ρακίνας δεν έχει καμία ανάγκη τον κύριο Steiner. Το να ξεχάσεις για μια στιγμή έστω αυτή τη διάκριση, αυτή είναι πραγματικά η μεγάλη προδοσία των σοφών.

Le Monde: Οι τεχνικές όπως το διαδίκτυο οδήγησαν σε κάποια εξέλιξη την έννοια συγγραφέας;

George STEINER: Σε ποιο σημείο το διαδίκτυο θα αλλάξει τον χαρακτήρα του έργου; Θα υπάρξει εκ νέου μία συλλογικότητα στην διαδικασία της δημιουργίας; Θα επιστρέψουμε στην ανωνυμία του συγγραφέα; Ύστερα κι ο ίδιος ο Όμηρος είναι ανώνυμος. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τον Shakespeare και εντούτοις αυτός ο μικρός κύριος από το Stratford- upon- Avon, ήξερε περισσότερα από μας σχεδόν για το καθετί. Είναι πολύ πιθανό ότι η εποχή του μεγάλου ΄΄ εγώ΄΄ είναι κοντά. Ο Beethoven είχε συνείδηση του ότι ήταν ο Beethoven. Αλλά δε πιστεύω πως ο Shakespeare είχε ποτέ λιγότερη συνείδηση πως ήταν ο Shakespeare.

Le Monde: Η διάκριση ανάμεσα σε ένα έργο ΄΄σοβαρό΄΄ και σε ένα έργο που αποβλέπει περισσότερο στην ΄΄ψυχαγωγία΄΄, μοιάζει να κατευθύνει την άποψή σας σχετικά με την λογοτεχνική δημιουργία. Αλλά είναι και φορές που αυτοί οι δύο πόλοι συναντιούνται, όπως συμβαίνει συχνά στον κινηματογράφο. Δεν θα μπορούσε αυτό να μας κάνει λιγότερο πεσιμιστές με το μέλλον του έργου τέχνης;

George STEINER: Δηλώνω ένοχος για το γεγονός πως δε κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος υπήρξε ίσως η πιο χαρακτηριστική μορφή της μοντέρνας αισθητικής. Είχα έναν πατέρα της παλαιάς σχολής, με παραδοσιακές λυκειακές και πανεπιστημιακές σπουδές. Τόσο, ώστε να μην καταλάβω ότι οι Beatles προκαλούσαν μία παγκόσμια επανάσταση. Ομολογώ πως δεν αντιλήφθηκα την σημασία της τηλεόρασης, ούτε διαισθάνθηκα την επανάσταση που ο κινηματογράφος και η τηλεόραση γέννησαν. Μιλούσα προηγουμένως για το θαύμα της δημιουργίας, αλλά υπάρχει ένα τέτοιο θαύμα και στο best- seller. Πως γίνεται και ένα γνήσιο προϊόν της εποχής, του λεξιλογίου και του συντακτικού των σημερινών δημόσιων αγγλικών σχολείων, όπως ο Harry Potter, προκαλεί τέτοιες μεγάλες εκδηλώσεις λατρείας; Για ποιο λόγο τα παιδιά των Εσκιμώων κοιμούνται έξω από την βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου, περιμένοντας την έκδοση αυτού του βιβλίου; Υπάρχουν προφανείς συνδέσεις στις θρυλικές διηγήσεις αλλά και πάλι αυτό δεν μοιάζει αρκετό για να αιτιολογήσει το φαινόμενο. Οι παράγοντες επιστήμη- φαντασία στο κέντρο του μύθου του Αρθούρου, δεν με αγγίζουν καθόλου και τα παιδιά μου, μου το προσάπτουν. Με τον ίδιο τρόπο αγάπησα πολύ τους μεγάλους δασκάλους της Jazz όταν ήμουν φοιτητής στο Chicago, κι ύστερα ήρθε η Heavy Rock και η αφαιρετική τέχνη και κάπου εκεί τα παράτησα. Έχουμε ένα εσωτερικό ημερολόγιο και σε μία δεδομένη στιγμή, δείχνει ξαφνικά τον μήνα Δεκέμβρη. Δεν μπορούμε ούτε όλα να τα αγαπήσουμε, ούτε όλα να τα καταλάβουμε. Δεν πρέπει να προσπαθούμε να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια όπως πολύ συχνά το κάνει η γαλλική κοινωνιολογία της αισθητικής. Υπάρχει ένας προσωπικός νευροφυσιολογικός χάρτης τον οποίο πρέπει να σεβόμαστε.

Le Monde: Έχετε γράψει: ‘’ Δεν είναι τυχαίο αν οι ποιητές υμνούν τους τυράννους’’. Αυτό μεταφράζεται σαν να έχει πάψει η δημοκρατία να δημιουργεί ένα συγκεκριμένο πεδίο για την λογοτεχνική δημιουργία ή και για την τραγωδία ως είδος; Η Αντιγόνη ή ο Αβραάμ παραμένουν ακόμη ισχυροί χαρακτήρες που δημιουργήθηκαν εντός των πλαισίων του δημοκρατικού πνεύματος;

George STEINER: Όταν οι περονιστές στην Αργεντινή επέστρεψαν στην εξουσία, ο εκεί αμερικανός πρέσβης πρότεινε στον José- Luis Borges, που εκείνη τη στιγμή εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος στο Buenos Aires, να πάει στις Η.Π.Α και να αναλάβει στο Harvard την σπουδαία πανεπιστημιακή θέση με το όνομα του Charles Eliot Norton. O Borges χαμογέλασε, μονάχα όπως ένας τυφλός μπορεί να χαμογελάσει, και αποκρίθηκε: ‘’ Δεν καταλαβαίνετε κύριε πρέσβη, η βάσανος είναι η μητέρα της μεταφοράς’’. Είναι φρικτή αυτή η φράση, αλλά ωστόσο αληθινή. Ο μεγάλος ποιητής, ο συγγραφέας είναι το εντελώς αντίθετο. Αντιτάσσει αυτό που μπορεί να είναι, σε εκείνο που είναι. Αλλά μέσα σε μία κοινωνία όπου anything goes, σύμφωνα με τα λόγια του αμερικανού φιλοσόφου Richard Rorty, είναι πράγμα δύσκολο για τον ποιητή να δημιουργήσει έναν αντί- κόσμο. Είχα μία δριμεία διένεξη με τον Joseph Brodsky ( Nobel, αμερικανός ρωσικής καταγωγής εκτοπισμένος από το σοβιετικό καθεστώς, εξόριστος στα 1972 ). Εκείνος θεωρούσε πως το αντίτιμο με το οποίο πλήρωσε το έργο του ήταν ιδιαιτέρως βαρύ. Κανείς δε αξίζει τον πόνο και ο Brodsky έχει κάθε δικαίωμα από την πλευρά του να το υποστηρίζει. Δεν έχω κανένα ηθικό δικαίωμα να διατείνομαι το αντίθετο. Εντούτοις το διαισθάνομαι. Η δημοκρατία γνωρίζει να ευνοεί αυτή την επαναστατική πράξη, την εσωτερική αυτή επανάσταση που βρίσκεται στην καρδιά της μεγάλης λογοτεχνίας και της τέχνης.

Le Monde: Από πού πηγάζει το ενδιαφέρον σας για αυτούς τους μισητούς των γραμμάτων- Céline, Rebatet, Heidegger- γι’ αυτούς που συνδέθηκαν με τον φασισμό ή και με τον ναζισμό;

George STEINER: Ήμουν ένας από τους πρώτους που το είπε: ‘’Τραγουδούσαμε το βράδυ τις μουσικές του Schubert κι αφανίζαμε ανθρώπους το πρωί’’. Ήθελα να καταλάβω, αλλά ποτέ δεν έβρισκα μία απάντηση. Γνωρίζετε πως εργάστηκα, χωρίς ψευδαισθήσεις πάνω στον Heidegger. Έχω μονάχα μία θαυμάσια εξήγηση να προτάξω, που έρχεται από την πλευρά του μαθητή του, του γερμανού φιλοσόφου Hans- Georg Gadamer ( 1900- 2002), του οποίου τα χέρια ήταν τόσο γιγάντια, που ακουμπώντας τα στις πλάτες σου μπορούσε να σε εξαφανίσει τελείως. ‘’Steiner! Steiner! ‘’ μου έλεγε ο Gadamer, ‘’ για ποιο λόγο ακριβώς ταλαιπωρείσαι τόσο; Ο Martin υπήρξε ο μεγαλύτερος των στοχαστών, κι ο πιο φτηνός των ανθρώπων’’. Πιθανόν να υπάρχει μία σχέση ανάμεσα στην απανθρωπιά και την τέχνη. Όπως έλεγε ο Benjamin, κάθε μεγάλο έργο είναι ριζωμένο στη βαρβαρότητα. Αλλά το αίνιγμα λίγο- πολύ παραμένει όπως και να΄χει. Το μη καταλαβαίνεις είναι θαυμάσιο. Το να θέτεις ερωτήματα όμως είναι το οξυγόνο της ύπαρξης.

Le Monde: Βρίσκεστε σε επαφή με τους νέους. Ποιο θα είναι το μέλλον των νέων ανθρώπων κατά τη γνώμη σας;

George STEINER: Αυτό με τρομάζει. Βρισκόμαστε σε ένα μονοπάτι που οδηγεί προς μία απάθεια προς τους νέους, προς μία  ‘’ακηδία’’- σπουδαία μεσαιωνική λέξη- για την οποία ο Δάντης κι ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης έχουν γράψει καταπληκτικά πράγματα. Αυτή η μορφή πνευματικού λήθαργου μου προκαλεί φόβο. Ο φιλοτελιστής που είναι έτοιμος να σκοτώσει για ένα και μόνο γραμματόσημο, αυτός μπορεί να έχει μία κάποια τύχη με το μέρος του.



ΥΓ: Του δάσκαλου Χρήστου Γιανναρά για τις λέξεις, τα όνειρα, το ταξίδι, για τα γραμματόσημα που παθιασμένα γυρεύουμε.

Μετάφραση από την γαλλική στην ελληνική γλώσσα: Βαγγέλης Σταυρόπουλος

"Σήμερα λείπει η αίσθηση του σκοπού" Άρης Μπερλής

Άρης Μπερλής-Συνέντευξη στον Ηλια Μαγκλινη, Καθημερινή, 17.2.13



Πηγή: politicalreviewgr

Ο μεταφραστής και μελετητής της λογοτεχνίας Αρης Μπερλής μιλάει για την κρίση, τη σύγχυση των νέων, τους συγγραφείς
Βλέπω ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική αποσάθρωση. Φοβάμαι ότι φταίει το «υλικό». Υπάρχει μια διεθνής κρίση αλλά υπάρχει και μια ελληνική. Σε αυτή αναφέρομαι. Δεν αποδέχομαι το χονδροειδές «μαζί τα φάγαμε», αλλά οι πολιτικές ηγεσίες που ευθύνονται για την κρίση αντανακλούν τις κοινωνίες που τις ψήφισαν. Για να καταλάβετε το υλικό, δείτε τη λαϊκή ελληνική μουσική: αυτός ο διαρκής θρήνος, «άτιμη ζωή», «ψεύτης ντουνιάς» κ.λπ. Η ελληνική κοινωνία έχει διαποτιστεί από αυτή τη νοοτροπία. Το μουσικό αίσθημα του λαού εκφράζεται με καψούρικα, μεμψίμοιρα τραγούδια. Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο. Στίχος που σε αποσβολώνει. Ερχονται κάποιοι φίλοι διανοούμενοι και διαφωνούν, μου λένε για το λαϊκό τραγούδι «μα αυτές είναι οι αξίες του τόπου». Δεν με ενδιαφέρουν. Τις αξίες εγώ τις αντλώ από μια ευρύτερη, πανανθρώπινη δεξαμενή. Ακούω Μπαχ και Σούμπερτ. Δεν με συγκινεί το λαϊκό τραγούδι. Και, με κάποια σουρεαλιστική διάθεση, βλέπω κάποια σχέση ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και στο όραμα μιας αργομισθίας στο Δημόσιο…
Η συζήτηση με τον μεταφραστή και μελετητή της λογοτεχνίας Αρη Μπερλή ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα: κοιτούσα στην οθόνη του υπολογιστή του τη φωτογραφία ενός σμήνους βρετανικών βομβαρδιστικών Λάνκαστερ, όταν ο κ. Μπερλής σχολίασε: «Αυτή είναι η φαντασίωσή μου: πιλότος βομβαρδιστικού, σε αποστολή πάνω από τη ναζιστική Γερμανία». Είχα πάει στο σπίτι του κ. Μπερλή, στον Βύρωνα, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του «Μεγάλου Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ από τις εκδόσεις Αγρα (σε δική του μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο), αλλά βρεθήκαμε να μιλάμε για… βομβαρδισμούς του 1943.

Αφού με περιεργάστηκε η γάτα του («είχαμε άλλη μία, μα το καλοκαίρι μάς άφησε είκοσι χρόνων και τη θάψαμε με τιμές στον κήπο, στην Εύβοια», μου είπε), η συζήτηση στράφηκε στη λογοτεχνία, στη μετάφραση, στο σήμερα.

Υπήρχε ένας σκοπός κάποτε και τα πράγματα ήταν καθαρά. Γι’ αυτό φαντασιώνομαι ότι είμαι πιλότος της RAF. Πολεμάς τον Χίτλερ και τον φασισμό. Λείπει σήμερα αυτή η αίσθηση του σκοπού. Δημιουργείται έτσι μια σύγχυση. Κάποιοι μπαίνουν σήμερα σε μια στράτευση. Π.χ., στρατεύονται κατά του Μνημονίου. Υπέρ ποίου όμως, θα ρωτούσα εγώ. Μιας υποτιθέμενης εθνικής ανεξαρτησίας; Η οποία όμως δεν μπορεί να υπάρξει όταν είσαι μέλος -και σωστά- μιας ευρύτερης ενότητας κρατών; Πρέπει να εθελοτυφλείς για να πιστεύεις ότι μπορείς ως χώρα να είσαι αυθύπαρκτος. Η σύγχυση αυτή κουράζει. Κανένας δεν είναι απρόσβλητος, πολύ περισσότερο οι νέοι, που είναι σε πλήρη σύγχυση. Το βλέπω στην κόρη μου, 27 χρόνων, άνεργη. Δασκάλα θέλει να είναι. Δεν θέλει να είναι χρηματιστής, γιατρός ή δικηγόρος. Να διδάσκει παιδιά θέλει. Και δεν μπορεί αυτή τη στιγμή.

Τον Γκίνσμπεργκ τον γνώρισα όταν ήρθε στην Αθήνα τη δεκαετία του ’90. Αλληλογραφούσαμε από τη μακρινή εποχή που μετέφραζα την ποίησή του. Δοκίμασα μεγάλη απογοήτευση. Είναι φαίνεται αναπόφευκτο να απογοητευόμαστε όταν γνωρίζουμε συγγραφείς ινδάλματα της νεότητάς μας.

Ο πρώτος Αμερικανός πεζογράφος που μετέφρασα είναι ο Φιτζέραλντ, με τον «Γκάτσμπι», από τα κορυφαία μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Με διαστάσεις πολύ πέραν της λογοτεχνίας. Δεν μπορεί ένας ιστορικός να κατανοήσει τον αμερικανικό Μεσοπόλεμο χωρίς να έχει διαβάσει Φιτζέραλντ. Θα του λείπει αυτή η πολιτισμική διάσταση.

Είναι επίκαιρο βιβλίο ο «Γκάτσμπι». Απεικονίζει μια εποχή η οποία βρίσκεται καθ’ οδόν προς τη χρεοκοπία. Εποχή πλούτου, ασωτίας και φθηνού γούστου – όπως αυτή που ζήσαμε. Εκείνο όμως που κάνει τον ήρωα μεγάλο είναι ο ρομαντισμός του. Δείτε τον έρωτα και την απόλυτη αφοσίωση του Γκάτσμπι για την Νταίζη. Στον «Γκάτσμπι» οι άρρενες αναγνώστες βρίσκουν κομμάτια του εαυτού τους εφηβικά. Αυτές τις νύξεις ερωτικής αθανασίας, για να παραλλάξουμε ένα πασίγνωστο ποίημα του Γουέρντσγουερθ. Ο Γκάτσμπι έχει έναν σκοπό, μια στοχοπροσήλωση, κι ας κυνηγάει μια χαμένη υπόθεση. Κανένας σύγχρονος μυθιστοριογράφος δεν θα τολμούσε να πλάσει τέτοιο ιδεαλιστή ήρωα. Οι ήρωές τους -του Ροθ, του Κουτσί, του Μπάνβιλ- είναι σαν τον μέσο αναγνώστη. Είναι νευρωτικοί, έχουν πρόβλημα με τις γυναίκες, δεν ξέρουν τι θέλουν.

Για μένα, ο καλός μεταφραστής δεν πρέπει απλώς να κατέχει καλά την ξένη και τη μητρική του γλώσσα, αλλά να καταλαβαίνει τη λογοτεχνία, να δονείται από το κείμενο και ταυτόχρονα να μπορεί με ψυχρό μάτι να διακρίνει τα αφηγηματικά τεχνάσματα του συγγραφέα. Είναι σαν το «Παράδοξο του ηθοποιού», του Ντιντερό. Τότε μόνον θα είναι πραγματικά καλός μεταφραστής. Εμένα με ικανοποιούσε ότι ένα σπουδαίο βιβλίο μπορούσα να το γυρίσω στη δική μου γλώσσα. Ισως γι’ αυτό, αν και θα μπορούσα να γράψω δικά μου πράγματα, δεν το έκανα. Η μετάφραση με γέμιζε πάντα, δεν ήθελα άλλο.

Η λογοτεχνία αφηγείται τη ζωή. Δεν πιστεύω στις θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες λογοτεχνία και γλώσσα είναι παιχνίδια σημείων. Βεβαίως, η λογοτεχνία δεν είναι ο απόλυτος καθρέφτης της ζωής, αλλά ένα σύνολο από ηρωικές απόπειρες να γίνει η ζωή αντικείμενο αφήγησης. Οι αποδομιστές είπαν ορισμένα σωστά πράγματα που μπορεί να ισχύουν σε συγκεκριμένα πλαίσια μόνον. Εξάλλου, πολλά από αυτά που είπαν τα ξέραμε. Τις αμφισημίες, την εκκρεμότητα του νοήματος, τα ξέραμε ως αναγνώστες.

Η μόνη μου αντίσταση στα επερχόμενα δεινά είναι η λογοτεχνία. Δεινά κοινωνικά, πολιτισμικά – και βιολογικά βέβαια. Βλέπω ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική αποσάθρωση. Φοβάμαι ότι φταίει το «υλικό». Υπάρχει μια διεθνής κρίση αλλά υπάρχει και μια ελληνική. Σε αυτή αναφέρομαι. Δεν αποδέχομαι το χονδροειδές «μαζί τα φάγαμε», αλλά οι πολιτικές ηγεσίες που ευθύνονται για την κρίση αντανακλούν τις κοινωνίες που τις ψήφισαν. Για να καταλάβετε το υλικό, δείτε τη λαϊκή ελληνική μουσική: αυτός ο διαρκής θρήνος, «άτιμη ζωή», «ψεύτης ντουνιάς» κ.λπ. Η ελληνική κοινωνία έχει διαποτιστεί από αυτή τη νοοτροπία. Το μουσικό αίσθημα του λαού εκφράζεται με καψούρικα, μεμψίμοιρα τραγούδια. Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο. Στίχος που σε αποσβολώνει. Ερχονται κάποιοι φίλοι διανοούμενοι και διαφωνούν, μου λένε για το λαϊκό τραγούδι «μα αυτές είναι οι αξίες του τόπου». Δεν με ενδιαφέρουν. Τις αξίες εγώ τις αντλώ από μια ευρύτερη, πανανθρώπινη δεξαμενή. Ακούω Μπαχ και Σούμπερτ. Δεν με συγκινεί το λαϊκό τραγούδι. Και, με κάποια σουρεαλιστική διάθεση, βλέπω κάποια σχέση ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και στο όραμα μιας αργομισθίας στο Δημόσιο…

Ποιος είναι
Ο Αρης Μπερλής γεννήθηκε στην Πάτρα το 1944. Είναι δοκιμιογράφος, κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Το 2001 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υψιλον ο τόμος «Κριτικά δοκίμια».

Εχει μεταφράσει: Αλεν Γκίνσμπεργκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τζέιμς Τζόις, Εμιλι Μπροντέ, Τζόζεφ Κόνραντ, Σάμιουελ Μπέκετ, Μπέρτραντ Ράσελ, Ουόλτερ Πέιτερ κ.ά. Διετέλεσε εκδότης του περιοδικού «Σπείρα» (1974-1980) και του εκδοτικού οίκου «Κρύσταλλο» (1980-1993). Διετέλεσε διευθυντής σπουδών του αγγλόφωνου τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ.

Τελευταίες του μεταφραστικές εργασίες: «Ο μεγάλος Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Αγρα), «Η τέχνη της μνήμης» της Φράνσες Γέιτς (ΜΙΕΤ), «Η Βίβλος του άθεου», συλλογικό έργο 

Μπερλής, Άρης, 1944-



 Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα[2011]
Ο Άρης Μπερλής γεννήθηκε στην Πάτρα το 1944. Είναι δοκιμιογράφος, κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ιατρική, χωρίς να τελειώσει τις σπουδές του. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά έργα των Άλεν Γκίνσμπεργκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τζαίημς Τζόυς, Έμιλυ Μπροντέ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Τζόζεφ Κόνραντ, Κιάραν Κάρσον, Φλαν Ο' Μπράιαν, κ.ά. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα κριτικής της λογοτεχνίας. Διετέλεσε εκδότης του περιοδικού "Σπείρα" (1974-1980) και εκδότης (εκδ. οίκος "Κρύσταλλο", 1980-1993). Επίσης, δίδαξε λογοτεχνική μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ, όπου διετέλεσε διευθυντής σπουδών του αγγλόφωνου τμήματος. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2001)Κριτικά δοκίμια, Ύψιλον
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Finn, again ή Ο τετράγωνος τροχός, Ύψιλον
(2010)Μ. Καραγάτσης: Ιδεολογία και ποιητική, Μουσείο Μπενάκη [εισήγηση]
(2009)Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2008)Μ. Καραγάτσης 1908-2008, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(2001)Greece Books and Writers, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(1998)Santé, Ύψιλον
(1996)Η μεσοπολεμική πεζογραφία, Σοκόλη - Κουλεδάκη
(1992)5 (+2) δοκίμια για τον Ελύτη, Ύψιλον
Μεταφράσεις
(2014)Abrams, Meyer Howard, Τι είναι μια ανθρωπιστική κριτική;, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(2013)Fitzgerald, Francis Scott, 1896-1940, Επιστροφή στη Βαβυλώνα και άλλες ιστορίες, Άγρα
(2013)Eliot, Thomas Stearns, 1888-1965, Οι φωνές της ποίησης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2013)Joyce, James, 1882-1941, Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, Εκδόσεις Πατάκη
(2012)Συλλογικό έργο, Η βίβλος του άθεου, Polaris
(2012)Yates, Frances A.,1899-1981, Η τέχνη της μνήμης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(2012)Yates, Frances A.,1899-1981, Η τέχνη της μνήμης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(2012)Fitzgerald, Francis Scott, 1896-1940, Ο μεγάλος Γκάτσμπυ, Άγρα
(2011)Woolf, Virginia, 1882-1941, Γράμμα σε έναν νέο ποιητή, Άγρα
(2011)Pater, Walter, Η Αναγέννηση, Αλεξάνδρεια
(2010)Morris, Jan, Βενετία, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
(2008)O’ Brien, Flann, Ο τρίτος αστυφύλακας, Αλεξάνδρεια
(2008)Thesiger, Wilfred, Οι Άραβες των βάλτων, Τσαγκαρουσιάνος
(2008)Ginsberg, Allen, 1926-1997, Ουρλιαχτό, Καντίς και άλλα ποιήματα, Άγρα
(2007)Συλλογικό έργο, Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, Ελληνικά Γράμματα
(2006)Συλλογικό έργο, Η 1002η νύχτα, Άγρα
(2006)Russell, Bertrand, 1872-1970, Κείμενα για τη θρησκεία, Scripta
(2006)Beckett, Samuel, 1906-1989, Μερσιέ και Καμιέ, Ύψιλον
(2006)Welsh, Louise, Ο Ταμερλάνος πρέπει να πεθάνει, Αλεξάνδρεια
(2006)Τσιτσέλη, Καίη, 1926-2001, Το Α και το Ω, Άγρα
(2003)Carson, Ciaran, Τσάι του τριφυλλιού, Αλεξάνδρεια
(2002)Blakemore, Colin, Η μηχανή του νου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2001)Abrams, Meyer Howard, Ο καθρέφτης και το φως, Κριτική
(2000)Poe, Edgar Allan, 1809-1849, Το κλεμμένο γράμμα, Ολκός
(1999)Conrad, Joseph, 1857-1924, Τα νιάτα, Άγρα
(1998)Jakobson, Roman, 1896-1982, Δοκίμια για τη γλώσσα της λογοτεχνίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1996)Joyce, James, 1882-1941, Οι νεκροί, Ύψιλον
(1995)Brontë, Emily, Ανεμοδαρμένα ύψη, Άγρα
(1995)Woolf, Virginia, 1882-1941, Στο φάρο, Ύψιλον
(1990)Ginsberg, Allen, 1926-1997, Ποιήματα, Συνέχεια
(1986)Woolf, Virginia, 1882-1941, Τα κύματα, Ύψιλον
Λοιποί τίτλοι
(2008)Hitchens, Christopher, 1949-2011, Ο Θεός δεν είναι μεγάλος, Scripta [επιμέλεια]
(2007)Coetzee, J. M., 1940-, Ξένα ακρογιάλια, Μεταίχμιο [επιμέλεια]
(2006)Beckett, Samuel, 1906-1989, Πώς είναι, Ύψιλον [επιμέλεια]
(2005)Ellman, Richard, Τζέημς Τζόυς, Scripta [επιμέλεια]
(2004)Steiner, George, 1929-, Μετά τη Βαβέλ, Scripta [επιμέλεια]
(2002)Φωκάς, Νίκος, 1927-, Ποιητικές συλλογές, Ύψιλον [επιμέλεια]
(1997)Connolly, David, Μετα-ποίηση, Ύψιλον [επιμέλεια]
(1996)Woolf, Virginia, 1882-1941, Ελλάδα και Μάης μαζί, Ύψιλον [επιμέλεια]

Κριτικογραφία
Ο Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος, "The Athens Review of Books", τχ. 46, Δεκέμβριος 2013

Ο Τ.Σ. Έλιοτ και το «δαιμόνιο της γλώσσας» [Τ. Σ. ΈλιοτΟι φωνές της ποίησης], "The Athens Review of Books", τχ. 43, Σεπτέμβριος 2013

Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ. Αναδρομές σε μέρες κρίσης, "The Athens Review of Books", τχ. 39, Απρίλιος 2013

Και ξανοίγονται μπρος μου αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου: Στα άδυτα της κβαντικής φυσικής [Stephen HawkingΤο μεγάλο σχέδιο], "The Athens Review of Books", τχ. 13, Δεκέμβριος 2010

Το Ουρλιαχτό του Άλεν Γκίνσμπεργκ στην Ελλάδα το 1978 [Allen GinsbergΟυρλιαχτό, Καντίς και άλλα ποιήματα], "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 598, 9.4.2010

Το παρελθόν τελεί υπό έλεγχο [Μιχάλης ΜοδινόςΕπιστροφή], "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 552, 15.5.2009

Μία αφήγηση σε τρία μέρη [Τζ. Μ. ΚούτσιΗμερολόγιο μιας κακής χρονιάς], "Η Αυγή", 24.2.2008

Καίη Τσιτσέλη. Δύο κείμενα και δύο ποιήματα [Καίη ΤσιτσέληΤο Α και το Ω], www.e-poema.eu, τχ. 1, Νοέμβριος 2006