Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

"Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα" Γιώργος Σεφέρης





Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/george_seferis/kixlh.htm


Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-
ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

O Βασιλιάς Μίδας και ο Σειληνός

Tι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό? 



Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Nietzsche, λέει πως, ο βασιλιάς Μίδας ,κάποτε ,κυνήγησε πολλή ώρα στο δασός το γερο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια : "φυλή άθλια κι εφήμερη , παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ο,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ο,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο» 

Friedrich Nietzsche H Γέννηση της Τραγωδίας , μτφ Νίκου Καζαντζάκη . 

ΚΙΧΛΗ 
Δαίμονος ἐπιπόνου κατὰ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, 
τί μὲ βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι. 
(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ) 
**********

 Ὁ Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη (Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ & ΚΙΧΛΗ)



Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Περί την κριτική και τον ... αποδιοπομπαίο λυρικό τράγο

του Δημήτρη Νικηφόρου

Το Μέγαρο γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης




Πάει πολύς καιρός, αφότου η «νεωτερικότητα» στην λογοτεχνία, αποφάνθηκε ότι ο λυρισμός είναι ξοφλημένος και παρωχημένος! Από τότε γράφτηκαν πολλά κείμενα και μάλιστα εξαιρετικά κείμενα από δυνατές πένες και μυαλά. Ποίηση δεν γράφτηκε, πλην ελαχίστων περιπτώσεων που και αυτές δεν έτυχαν τόσο καλής αποδοχής από τα νέα «αφεντικά» της λογοτεχνίας (εκδότες, κριτικούς, αναλυτές, κλπ). 
Γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν έργα που περιλαμβάνονταν σε όλες τις ποιοτικές διαβαθμίσεις όπως συνέβαινε πάντα άλλωστε. Αν παραμερίσουμε τον χαρτοπολτό, τη σαβούρα με άλλα λόγια, που δεν είναι λογοτεχνία, εμφανίστηκαν έργα από μέτρια ως πραγματικά αριστουργήματα τόσο από τον μοντερνισμό στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όσο και από τους αποκαλούμενους μεταμοντέρνους συγγραφείς αργότερα. Εισβάλλοντας πολλοί στο λογοτεχνικό [ποιητικό συγκεκριμένα, αν και όλη η πραγματική λογοτεχνία είναι Ποίηση] τοπίο, θεώρησαν χρέος της νέας ποιητικής γραφής την αποδόμηση του «παλαιού γλυκανάλατου λυρισμού» με το άνοιγμα νέων δρόμων, φρέσκια σκέψη και ματιά, όπως οι καιροί απαιτούσαν και υποχρέωναν. Καμιά αντίρρηση επ' αυτού, πάντα έτσι συνέβαινε στην ιστορική πορεία της λογοτεχνίας που δεν είναι ξέχωρη από τη ζωή.
Παρελθόντος του χρόνου και στην αντάρα των αλλαγών, παρατηρήθηκε(;) πως λίγο λίγο αρκετοί από τους εισελθόντες εγκαινίασαν αυτό που αδόκιμα, πλην σαφώς, ονομάζω  «δοκιμιακή ποίηση φιλοσοφικών περιπάτων εις τας παρυφάς», δηλαδή δύσπεπτα πεζολογήματα, γεμάτα «βαθυνούστατα» σκοτεινά νοήματα, κατανοητά μόνον στον φορέα τους. Δεν θα ασχοληθώ καθόλου με όσα από αυτούς τους βαθείς στοχασμούς δεν ήταν τίποτε άλλο από σκέτες μπουρδολογίες, τετριμμένες επαναλήψεις χιλιοειπωθέντων σκέψεων ή ερασιτεχνικά φιλοσοφικά γυμνάσματα. Είναι άλλο ζήτημα αυτό που δεν έχει θέση στο παρόν κείμενο. Θα διατυπώσω μόνο τη θέση μου, που, όπως όλες επιδέχεται κάθε αντίλογο και αντεπιχείρημα, και είναι μάλλον απλή και καθαρή: Η ποίηση δεν απευθύνεται ούτε στο νου του αποδέκτη ούτε στο συναίσθημα για τον απλούστατο λόγο του ότι δεν υπάρχει  δ ι α χ ω ρ ι σ μ ό ς  αυτών των δυο στους υποδοχείς του Λόγου. Όποιος λογοτέχνης δεν το κατανοεί ας το σκεφτεί καλύτερα, πάντα υπάρχει καιρός...
Συγχέοντας κάποιοι βιαστικοί «αναθεωρητές» το ρηχό, επιφανειακό, συναίσθημα με το βαθύ αίσθημα και την νόηση με το όργανο μιας γνωστικής αποκλειστικά μηχανιστικής διεργασίας, κατάντησαν την ποίηση από απόσταγμα ζωής και θανάτου (το αυτό είναι), σε άμβωνα προσωπικής ... θρησκείας και αποφατικής φιλοσοφίας. Με λίγα λόγια οι φερέλπιδες «νεωτερικοί» κατά τον επώδυνο τοκετό πέταξαν μαζί με τον πλακούντα και τα νερά και το νεογέννητο βρέφος. Απροσεξία; Δεν θα το έλεγα. Άγνοια; Κάποτε ναι, κάποτε όχι. Ναρκισσιστική εγωπάθεια και ματαιοδοξία; Το πιθανότερο. Ποτέ άλλωστε δεν έλειψαν αυτά από τους ποιητές όλων των εποχών και περιόδων. Δεν συνεπάγεται απαραίτητα μομφή. Το αν έβλαψαν τους ίδιους ή, ακόμα χειρότερα, την ποίηση, εξαρτιόταν πάντοτε από την «δοσολογία» τους και την ικανότητα αυτοσαρκασμού του κάθε δημιουργού που αποτελεί ένα δραστικό αντίδοτο. Το «βρέφος» όμως αυτό είναι ιδιότροπο και σκωπτικό. Τα κοιτά αυτά και γελά ειρωνικά όταν δεν αδιαφορεί. Ευτυχώς - δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς  - δεν τους μιμήθηκαν όλοι σε αυτήν την παραδρομή και έτσι η αληθινή Ποίηση παρέμεινε αλώβητη εκεί που ήταν πάντα. Ποίηση και μόνον, Ποίηση στοχαστική που δεν  σ τ ο χ ά ζ ε τ α ι   εν είδει πονήματος ποτέ!
Δεν θα αναφέρω ρεύματα και κινήματα ή τεχνοτροπίες εδώ, αφενός μεν γιατί είναι λίγο πολύ γνωστά αλλά και γιατί ποτέ δεν «τεμάχισα» την λογοτεχνία, και δη την ποίηση, σε είδη και «σχολές». Ο μόνος διαχωρισμός που έκανα, μέσα στην υποκειμενικότητά μου, ήταν πεισματικά μανιχαϊστικός θα έλεγα :
Ή ήταν λογοτεχνία ή όχι, άλλο τίποτα δεν με απασχολούσε. Τα υπόλοιπα ανήκαν στους κάθε λογιώ ειδικούς ή κατά το πλείστον «ειδικούς» του χώρου - αναλυτές, κριτικούς, φιλολόγους και λοιπούς, που έπρεπε να βρουν κι αυτοί να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στην ή ... παρά την λογοτεχνία μιας και δεν μπορούσαν να είναι δημιουργοί. 
Υπήρξαν βέβαια, και υπάρχουν, πλην των παρεπιδημούντων στην λογοτεχνία και οι ενδημούντες κριτικοί και αναλυτές που ήσαν οι ίδιοι λογοτέχνες και μάλιστα σημαντικοί. Ποιος θα αμφισβητήσει, για παράδειγμα, ότι ο Έλιοτ, ο Κόλριτζ κι αυτός ακόμη ο «καθαρός» ποιητής Μπωντλαίρ έγραψαν αξιολογότατα και εμβριθή δοκίμια και άρθρα για την ποιητική και την λογοτεχνία; Η τέχνη δεν κατακλύζεται μόνον από παράσιτα αλλά και από αγαθά «ζιζάνια» ευτυχώς. Όμως και εδώ ακόμη τίθεται ένα θέμα. Ο δημιουργός, κατ' εμέ πάντα, μπορεί να είναι (αυτο)κριτικός και αναλυτής του εαυτού του. Αυτό εννοείται ότι δεν σημαίνει πως περιορίζεται η κριτική του έργου του στον ίδιο, αλίμονο, αλλά πως πέρα από κάθε άλλη κριτική, από όποιονδήποτε και αν προέρχεται, οφείλει ο ίδιος πρώτιστα να την ασκεί συνεχώς στο έργο του και μάλιστα  α ν ε λ έ η τ α...
Όντας μέρος, συστατικό, ο ίδιος του ποιητικού πυρήνα δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και δορυφορικό σωματίδιο, γιατί εδώ δεν έχουμε Φυσική όπου αυτά μαζί αποτελούν το άτομο, αλλά κάτι διαφορετικό, σχεδόν «μεταφυσικό». Δεν παραβλέπω φυσικά αυτήν την προσφορά και δεν χρεάζεται να πω ότι προτιμώ τα κριτικά δοκίμια των ανωτέρω από αυτά των υπολοίπων παρασιτούντων ή μη «ειδημόνων» άσχέτως αν αντανακλάται μέσα τους το κοσμοείδωλό μου ή όχι. Οι Ποιητές τη δουλειά τους και οι κριτικοί την δική τους. Ακόμη και αν φαίνεται πως αυτά πορεύονται αλληλένδετα, η συνάφεια αυτή δεν αφορά τον ποιητή ουσιαστικά. Καμιά κριτική δεν μπορεί να υποτιμήσει ή να παραμερίσει την πραγματική Ποίηση και ούτε να αναδείξει ή να καθιερώσει ως ποίηση την μη ποίηση. Αν έχουμε πλείστα όσα φαινόμενα κατά καιρούς που δείχνουν να με διαψεύδουν, αυτό μπορεί μεν να ισχύει σε ένα περιορισμένο τοπικά περιβάλλον βραχυπρόθεσμα αλλά ο χρόνος ως μέγας κριτής το αποφλοιώνει και γίνεται εμφανής η απουσία της ψίχας. Ο καρπός είναι κούφιος, σκέτο τσόφλι, και τα τσόφλια τα μαζεύουν οι μέρμηγκες...  
Ολοκληρώνοντας την σκέψη μου επανέρχομαι στον εξοβελισταίο ποιητικό λυρισμό: Ποίηση χωρίς Λύρα δεν υφίσταται. Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ και αυτό είναι conditio sine qua non στον ποιητικό λόγο. Όπως δεν υφίσταται έρωτας δίχως ψυχή παρά μόνον σεξ και πορνεία. Και ναι μεν είναι σημαντικός ο ρόλος των δυο τελευταίων αλλά δεν είναι Ποίηση. Μόνον αποκτώντας δική τους ψυχή (σώμα), τόσο το σεξ όσο και η πορνεία ακόμη βιώνονται ποιητικά ή μετατρέπονται σε ποητικά αντικείμενα. Διευκρινίζω, για να μην δημιουργηθεί καμιά παρεξήγηση, ότι με τον λυρισμό δεν αναφέρομαι συγκεκριμένα σε είδος, τεχνοτροπία, ύφος ή γλώσσα αλλά σε αυτήν την ποιητική ψυχή και μόνο.
Η λύρα της ποίησης είναι πολύχορδη και συν τω χρόνω προσθέτει διαρκώς «χορδές», τις «κουρδίζει» αλλιώς, τις δονεί ποικιλοτρόπως, ενσωματώνει μέσα τους κάποιες παλαιότερες πλην δεν τις αφαιρεί ποτέ. Αφαίρεση τέτοια στην Ποίηση είναι απαγορευτική. Οι ποιητικές χορδές μπορούν να εκπέμπουν σε διαφορετικές συχνότητες ήχων, από στριγγούς και σκληρούς έως θείες μελωδίες και και αηδονολαλιές πλην όμως στηριζονται πάντοτε στη Λύρα. Η ποιητική του Μπουκόβσκι, για να γίνω αντιληπτός, αποκαλέστηκε - όχι από τον ίδιο προφανώς που δεν έδινε δεκάρα γι αυτά - «βρώμικος ρεαλισμός». Όποιος όμως δεν μπορεί να διακρίνει, ή μάλλον ορθότερα να νοιώσει, τον πανταχού παρόντα λυρισμό που διαπερνά και αποπνέει την «στακάτη» ποιητική του, δεν έχει μάτια και αφτιά για ποίηση ούτε θα έχει ποτέ._

Δημήτρης Νικηφόρου

16 - 7 - 2014

Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου

Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και τις ληκύθους της.

Από την προετοιμασία απόκρυψης των επιτύμβιων γλυπτών του Μουσείου. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου). Πηγή: www.lifo.gr

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ 

       Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του. Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή.  

 Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.

Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου). Πηγή: www.lifo.gr

 Η εύθραυστη ευρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ήταν αισθητή στις ελληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου. Από το 1937 η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, προκειμένου να εκπονηθεί από κοινού ένα πλήρες σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από τις αεροπορικές επιδρομές και από το ενδεχόμενο των οδομαχιών εντός των πόλεων. Στην επίμονη απαίτηση του κράτους να συνταχθούν κατάλογοι και να ταξινομηθούν τα αρχαία σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους οι αρχαιολόγοι της Υπηρεσίας υποστήριζαν σταθερά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής και ότι όλα τα αρχαία (εκτεθειμένα και αποθηκευμένα) έπρεπε να διασωθούν σε περίπτωση πολέμου. Μάλιστα, ο Νικόλαος Κυπαρίσσης, Έφορος Αρχαιοτήτων Αθηνών (Αττικής και Μεγαρίδος εκτός Πειραιώς), σε εμπιστευτική του έκθεση προς το υπουργείο στις 11 Αυγούστου 1937 αναφέρει ότι, αντί να δαπανηθούν μεγάλα ποσά για την κατασκευή καταφυγίων για ορισμένα από τα αρχαία, θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν σε νέους χώρους φύλαξης, ασφαλείς από φωτιά και βομβιστικές επιθέσεις, σε κηρυγμένες «αρχαιολογικές πόλεις», οι οποίες με διεθνείς συμβάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιερές και απαραβίαστες. Και υπέδειξε την περιοχή της Ακρόπολης ως μία από αυτές. Ωστόσο, η πραγματικότητα διέλυσε τις ελπίδες και τις λιγοστές αμφιβολίες για το επερχόμενο κακό. 

Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των καταστροφών εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου. Στις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό του έγγραφο ότι «Από σήμερον απαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικών αδειών, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου 1940 που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ' ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι' ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας. 

  Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).     Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. 

«Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω. «Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ' από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου. 

  Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. 

«Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής» θυμάται σε συνέντευξή του ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα... Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή».

 Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου να αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Ένα στιγμιότυπο αυτής της εργασίας του εγκιβωτισμού αποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τη μόνη που εικονίζει τους τεχνίτες του μουσείου σε μια στιγμή ανάπαυλας να κοιτούν ανέκφραστοι τον φακό, ανθρώπους που αναρωτιέται κανείς για την τύχη τους τους σκληρούς μήνες της αθηναϊκής Κατοχής. Η Σέμνη Καρούζου διέσωσε το όνομα ενός από αυτούς: «Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνημάτων πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες που τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων».

 Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του. Τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. 

«Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Ήταν η εικόνα που αντίκρισαν οι Γερμανοί αξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Απριλίου. Της πρώτης μέρας της αθηναϊκής Κατοχής. 

Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων. 
  
    Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το μουσείο δεν παρέμεινε έρημο. Καταλήφθηκε από δημόσιες υπηρεσίες. Στη μεγάλη Μυκηναία Αίθουσα στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς, δεξιά από την είσοδο, εγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομείο. Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου επί της οδού Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Πρόνοιας, ενώ σε μια αίθουσα του παλαιού κτιρίου προς την οδό Τοσίτσα εγκαταστάθηκε μια ειδική Υγειονομική Υπηρεσία, απ' όπου «περνούσαν υποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναίκες, απόκληρες της κοινωνίας» όπως διασώζει η Σέμνη Καρούζου. Σε μια γωνιά του νέου κτιρίου έμεινε λιγοστός χώρος για τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, όπου συγκεντρώθηκε η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Σε ένα από τα υπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων και των αρχαιολογικών υπαλλήλων, με τα πυκνά ίχνη από τους καπνούς του να παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεία της οροφής. Παρά την απώλεια του χαρακτήρα του, το κτίριο παρέμεινε αλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ως τις «ημέρες του δεκεμβριανού εφιάλτη», όταν οι «πολυβολισμοί των αεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του και ένα τμήμα του πρώτου ορόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων. Ορισμένοι από τους διάτρητους από τις οβίδες τοίχους διατηρούνται ακόμα και σήμερα, μεταξύ των γραφείων όπου εργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Και παρά τη μακρά και επίπονη αποκατάσταση του κτιρίου και των εκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ήσαν πολλές οι κρυμμένες εκπλήξεις που έρχονταν σποραδικά στο φως. Ακόμα και η δεύτερη, εκ βάθρων ανακαίνισή του, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ήταν η αφορμή να ανακαλυφθούν και άλλα από τα καλά θαμμένα μυστικά του. Να ήταν, άραγε, τα τελευταία; 

Ζώντας και δουλεύοντας κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, γνωρίζει πως δεν του επιτρέπεται να διατυπώνει τέτοιες εκφράσεις χρονικής βεβαιότητας. 

  Στιγμιότυπο από τον εγκιβωτισμό του αμφορέα Α 803.     


ΠΗΓΕΣ

 Βενάρδου Ε., Μια απόκρυψη αλλιώτικη από τις άλλες. Επιχείρηση «Κρυμμένοι Θησαυροί». Διαθέσιμο στο www.psaxtiria.net/forum/archive/index.php/t-2897.html 

Καλτσάς Ν., «Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», Αθήνα 2007, 20. Διαθέσιμο στο www.latsis-foundation.org/megazine/publish/ebook.php?book=31&preloader=1 

Καρούζου Σ., «Σύντομη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου», στο Καρούζου Σ., Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, Συλλογή Γλυπτών, Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήναι 1967, ια'-κ'. Καρούζου Σ., «Το Εθνικό Μουσείο από το 1941», το Μουσείον 1 (2000), 5-14. (Πρόκειται για την εκ νέου δημοσίευση του κειμένου της Σ. Καρούζου, που περιλήφθηκε στα Πρακτικά του Α' Συνεδρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Αθήνα 30 Μαρτίου-3 Απριλίου 1967, Αθήνα 1984, 52-63). 

Νικολακέα Ν., «Η προστασία των αρχαιοτήτων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Τσιποπούλου Μ. (επιμ.), «...Ανέφερα Εγγράφως», Θησαυροί του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Αθήνα 2008, 57-59. 

Πασχαλίδης Κ., «Η ίδρυση, η ιστορία και οι περιπέτειες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 130 χρόνια λειτουργίας σε μία διάλεξη». Διαθέσιμο στο www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=737#.UTcIWTbYhgU.facebook 

Πετράκος Β.Χ., «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», Ο Μέντωρ 31 (1994), 73-185. 

Σάλτα Μ., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», στο Γαρουφαλής Δ.Ν., Κωνσταντινίδη-Συβρίδη Ε. (επιμ.), Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα. Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα και οι θησαυροί των ελληνικών μουσείων, Αθήνα 2002, 116-119 (Σειρά: Ιστορία των Πολιτισμών Νο2, του περιοδικού «Corpus») 

Φλέσσα Β., Στα  Άκρα, συνέντευξη με τον ακαδημαϊκό Σ. Ιακωβίδη στη Νέα Ελληνική Τηλεόραση (ημέρα προβολής: Παρασκευή 26/10/2012, ώρα: 23:00). Διαθέσιμο στο www.ert.gr/webtv/net/item/8196-Spyros-Iakwbidhs-Archaiologos-Akadhmaikos-26-10-2012#.UUo0TDfQ709 

Χριστοπούλου Α., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και Νεότερη Ελλάδα. Παράλληλες Ιστορίες», «Αρχαιολογία & Τέχνες» 113 (Δεκέμβριος 2009), 5-10. Πηγή:www.lifo.gr

Τα ανεξάλειπτα ίχνη της οικογενειακής μνήμης μετά τον λυγμό

Του Ευριπίδη Γαραντούδη.



Αν η έκδηλη αφηγηματικότητα των σαράντα πέντε, πεζόμορφων και αριθμημένων με αραβικούς αριθμούς, μερών που συγκροτούν το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού Το αίμα νερό. Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις, καθιστά δύσκολο τον χαρακτηρισμό τους ως ποιημάτων, τα κοινά νήματα που συνδέουν αυτό το βιβλίο με τα προηγούμενα εμφανώς ποιητικά βιβλία του Βλαβιανού είναι τόσα πολλά που δεν είναι υπερβολή να κάνουμε λόγο για δεσμό. Ο ειδολογικός υπότιτλος που προσδιορίζει το Αίμα νερό ως «μυθιστόρημα» μάλλον συνέβαλε στην ευρεία αναγνωστική του απήχηση (το βιβλίο μέσα σε διάστημα λίγων μηνών από την κυκλοφορία του επανεκδόθηκε, γεγονός ασύνηθες για ποιητικό πόνημα), αλλά ο υπότιτλος αυτός είναι εξίσου ειρωνικός με τον τίτλο προηγούμενων ποιητικών βιβλίων του Βλαβιανού, όπως το Σονέτα της συμφοράς [apologia pro vita et arte mea] (2011) (το μοναδικό γνώρισμα του σονέτου που διατηρούν τα ποιήματα είναι οι δεκατέσσερις στίχοι), Η ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας σε εκατό χαϊκού. Από τους Προσωκρατικούς έως τον Ντερριντά(2011) (προφανώς ο αναγνώστης δεν πρόκειται να διαβάσει ένα συμπυκνωμένο εγχειρίδιο ιστορίας της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης) και Διακοπές στην πραγματικότητα. Ποιήματα – σχεδιάσματα – μεταγραφές (2009) (ο τίτλος είναι εμφατικά δίσημος: «διακοπές» με την έννοια των θετικών διαφυγών στην πραγματικότητα ή με την έννοια των αρνητικών στιγμών κατά τις οποίες η πραγματικότητα διακόπτεται). Η ειρωνεία του ειδολογικού υπότιτλου «μυθιστόρημα» προφανώς στοχεύει στην απροσδιοριστία αυτού καθεαυτού του ποιητικού είδους, απροσδιοριστία που λειτουργεί ως σταθερά της ποιητικής γραφής και της ποιητικής του Βλαβιανού. Εξάλλου στο ανυπόγραφο κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Το αίμα νερό, κείμενο για το οποίο δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε ότι γράφτηκε από τον Βλαβιανό, γίνεται ρητά λόγος για «ένα ποιητικό βιβλίο».
Ένα, λοιπόν, ποιητικό βιβλίο που συμπυκνώνει, με την αφαιρετική οικονομία της ποίησης, την αφηγηματική ύλη ενός οιονεί «μυθιστορήματος» με θέμα το νόημα της πασίγνωστης παροιμιώδους φράσης για τους ψυχοσυναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ των μελών της οικογένειας: «Το αίμα νερό δεν γίνεται». Η σύντμηση αυτής της φράσης στον τίτλο του βιβλίου σχολιάζεται, ξανά, με τις πρώτες φράσεις του κειμένου του οπισθόφυλλου: «Το αίμα νερό: γίνεται; Οι δυο λέξεις που συνάπτονται εδώ, η καθεμιά με το δικό της ειδικό βάρος, και οι δυο μαζί με την υγρή τους ζωτικότητα, παραπέμπουν απευθείας στη νομοτέλεια της λαϊκής σοφίας: όχι, δεν γίνεται». Αυτή η κατά κάποιο τρόπο εξήγηση του τίτλου, με άλλα λόγια η έμμεση παραδοχή ή η ομολογία ότι ο δεσμός με την οικογένεια είναι αναπόδραστος ακόμα κι αν τα μέλη της έχουν χαθεί, καθώς τα ίχνη τους παραμένουν ανεξάλειπτα στη αγλαή ή τραυματισμένη μνήμη των επιγόνων, δίνει το σημείο της αφετηρίας για την ανάγνωση του βιβλίου από εκείνους τους αναγνώστες που γνωρίζουν το προηγούμενο ποιητικό έργο του Βλαβιανού. Για όσους αναγνώστες, δηλαδή, θα το διαβάσουν και με βάση δυο από τους σταθερούς και τεμνόμενους μεταξύ τους άξονες της θεματικής και της ποιητικής του Βλαβιανού, το θέμα της οικογένειας και το θέμα του αυτοβιογραφούμενου εαυτού.
Επιχειρώντας παρακάτω μια σύντομη αναδρομή στο προηγούμενο έργο του Βλαβιανού, για να ανακαλέσουμε πώς τέμνονται και συλλειτουργούν σε αυτό οι θεματικοί άξονες της οικογένειας και του αυτοβιογραφούμενου εαυτού, αξίζει καταρχάς να σταθώ στην υπόμνηση ότι ο τίτλος «Το αίμα νερό» χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος ποιήματος ήδη στη συλλογή του Βλαβιανού Άσπονδος αναίρεσις (1989). Βέβαια σε εκείνο το ποίημα ο τίτλος δεν συνδέεται με την εμπειρία ή τη μνήμη της οικογένειας, καθώς το εν λόγω ποίημα εκφράζει τη σταθερή στην Άσπονδο αναίρεσιανατρεπτική διάθεση ως προς το ποιητικό παρελθόν, εκδήλωση της οργής που προκαλούσε τότε στα μάτια του Βλαβιανού η στάσιμη εικόνα της σύγχρονής του ελληνικής ποίησης. Συνεπώς εκείνος ο τίτλος υποδηλώνει τη ρήξη των δεσμών ή την αποκοπή από την οικογένεια των ποιητικών προγόνων ως προϋπόθεση ώστε ο άσωτος υιός να μπορέσει να ξεκινήσει τη δική του, ανεξάρτητη πορεία στον ποιητικό βίο του. Επαναχρησιμοποιημένος, πάντως, ο τίτλος σε ένα βιβλίο με θέμα τη σχέση με τη βιολογική οικογένεια επιτρέπει, για άλλη μια φορά, την επαλήθευση της υποψίας ότι εντέλει ο κάθε ποιητής γράφει, παρά τις πιθανές μεταμορφώσεις της γραφής του και τη μετατόπιση των θεμάτων του, ένα κατά βάθος ενιαίο ποίημα εν προόδω.
Παράλληλα, όποιος έχει οικειότητα με το ποιητικό έργο του Βλαβιανού γνωρίζει ότι το θέμα της οικογένειας κατέχει σε αυτό δεσπόζουσα θέση. Ιδίως στην πρώτη ενότητα του βιβλίου του Adieu(1996) «Λεύκωμα. (Xρονικά αγάπης και απώλειας)», τα δεκαπέντε ποιήματα κεντρώνονται γύρω από αλγεινές οικογενειακές σχέσεις και οδυνηρά συμβάντα. H μητέρα ως κυρίαρχη μορφή, αλλά και ο πατέρας, η αδελφή κι η γιαγιά, αποτελούν τα πρόσωπα του προσωπικού δράματος που συμπυκνώνεται στον στίχο: «Συγγένεια σημαίνει θάνατος» («Pentimento», σ. 23), θάνατος φυσικός, ψυχικός, ηθικός. Σε εκείνα τα ποιήματα ο Bλαβιανός προσπαθεί να συντάξει, μέσα από τη διάλυση της οικογένειάς του, ιδιωτικά χρονικά αγάπης και απώλειας, για να συγκροτήσει το δικό του πρόσωπο του ενήλικα ποιητή, υπερβαίνοντας έτσι την έλλειψη της οικογενειακής ευτυχίας που δεν έζησε. Πάνω από τα «σκουπίδια της ζωής» («Ictus», σ. 32) υπάρχουν οι «ετερόμορφοι θεοί της ποίησης», οι οποίοι δρουν παραμυθητικά και σχεδόν θαυματουργά, αγλαΐζοντας τους αδύναμους και φθαρτούς συγγενείς του οικογενειακού δράματος στα ακέραια πρόσωπα ενός ποιητικού ονείρου, του ονείρου της ευτυχισμένης οικογένειας. Στο ποίημα «Υιός της απωλείας» (σ. 38-39) διαβάζουμε τους στίχους: «Τώρα που ο λυγμός / παλεύει ακόμη με τις λέξεις / κι η φαντασία δεν έχει τη δύναμη / να εξευγενίσει τη μνήμη,  τώρα θα πρέπει να μιλήσω για σας / τρυφερές, σαρκοβόρες / γυναίκες της ζωής μου, / να γράψω γι’ αυτό που κάποτε είσαστε, / που ήμουν κάποτε / που οφείλω να γίνω και πάλι».
Γίνεται, νομίζω, φανερό και μόνο από το προηγούμενο απόσπασμα πόσο πολύ η θεματοποίηση όψεων και στιγμών της δραματικής οικογενειακής ιστορίας του Βλαβιανού συναρτάται με την αναζήτηση της ταυτότητάς του ως ενός πεισματικά αυτοβιογραφούμενου εαυτού, ενός εαυτού που υποβάλλεται στον βασανισμό ή και την ταπείνωση της αυτοέκθεσης για να λυτρωθεί: το εξιλαστήριο θύμα της οικογένειας στον βωμό της ποίησης συμπαρασύρει στη λυτρωτική θυσία του τα αγαπημένα και μαζί μισητά οικογενειακά πρόσωπα.
Ο άλλος άξονας, εκείνος του αυτοβιογραφισμού, εστιασμένου ιδίως στην οικογενειακή ιστορία, επίσης διαπερνά ολόκληρο σχεδόν το ποιητικό έργο του Βλαβιανού. Αυτός, ο αυτοβιογραφικός άξονας, τέμνεται στην ποίησή του με την αυτοαναφορικότητα και, συνεπώς, τον φιλοσοφικοκοινωνικό στοχασμό γύρω από την ταυτότητα του σύγχρονου υποκειμένου. Καίριες είναι ορισμένες παλαιότερες παρατηρήσεις του Ερωτόκριτου Mωραΐτη για τον συγκερασμό του αυτοβιογραφικού με το στοχαστικό και φιλοσοφικό στοιχείο και για το ποιητικό επίτευγμα αυτού του συγκερασμού στην ποίηση του Βλαβιανού στο βιβλίο Μετά το τέλος της ομορφιάς (2003): «Ο ποιητής ισορροπεί ανάμεσα σε δύο είδη ποιημάτων, αυτά στα οποία αυτοβιογραφείται, κι αυτά στα οποία μιλά για αισθητικά και φιλοσοφικά (ηθικά) προβλήματα. Χωρίς την αυτοβιογραφία όλη αυτή η ποίηση θα εξατμιζόταν σε μία “καθαρή μουσική ιδεών”. Θα έλεγα ότι η ωριμότητα του Μετά το τέλος της ομορφιάς βρίσκεται στο γεγονός ότι τα δύο είδη ποιημάτων πυκνώνουν στην ουσία σε ένα, ώστε η αφηρημένη μουσική των ιδεών να αποκτά υλικότητα κι η αυτοβιογραφία να μετασχηματίζεται σε μια γενική βιογραφία του ποιητή».[1]
Περνώντας στο Αίμα νερό, παρατηρώ ότι η εκτύλιξη του «μυθιστορήματος» με θέμα τη σχέση με την οικογένεια γίνεται γραμμικά, με την αναδρομή σε καίριους σταθμούς του παρελθόντος που δια της γραφής αναβιώνει και αποτιμάται σε αρκετά σημεία από τη σκοπιά του παρόντος. Η αναδρομή ξεκινά από τα χρόνια της πρώτης παιδικής ηλικίας, στο πρώτο κείμενο, και φτάνει μέχρι το παρόν του ενήλικου ποιητή που, στο τελευταίο κείμενο, κοιτά, περιγράφει και σχολιάζει μία φωτογραφία των νιόπαντρων γονιών του, οριστικά πλέον νεκρών. Καθώς η γραφή του συνθέματος συνέβη ύστερα από τον θάνατο των δύο γονιών (και αφού προηγήθηκε ο θάνατος των δικών τους γονιών, των παππούδων και των γιαγιάδων του αφηγητή), σε στιγμή δηλαδή κατά την οποία τα οικογενειακά πρόσωπα είναι αντικείμενα της διαχείρισής τους από τον επίγονό τους ποιητή, η ψυχοσυναισθηματική εμπειρία που πρόδηλα αποτυπώνεται στο Αίμα νερό μπορεί να προσδιοριστεί με τη φράση: μετά τον λυγμό. Ενώ, δηλαδή, τα παλαιότερα ποιήματα του Βλαβιανού με θέμα την οικογένεια χαρακτηρίζονταν από μια υψηλή συναισθηματική θερμοκρασία, που οφειλόταν στην άμεση επενέργεια του βιώματος κατά τον χρόνο γραφής του ποιήματος, στη στιγμή δηλαδή του εκδηλωμένου ή απωθημένου λυγμού, τώρα η χρονική απόσταση από τα εμπειρικά συμβάντα ευνοεί αφενός την ψυχρή και ελλειπτική αποτύπωσή τους, αφετέρου τον αναστοχασμό γύρω από αυτά, προκειμένου να συναχθεί (ή να καταβληθεί μια ακόμα προσπάθεια για) μια «apologia pro vita et arte mea». Επίσης, καθώς ο Βλαβιανός δεν χρειάζεται πια να «παλεύει με τις λέξεις», οδηγείται στην υιοθέτηση ενός ουδέτερου, αχρωμάτιστου ποιητικά, αναφορικού ως προς την πραγματικότητα και πεζολογικού ύφους.
Η διαδρομή στο οικογενειακό παρελθόν και στα σκόρπια ίχνη μιας λανθάνουσας αυτοβιογραφίας περνά από πλήθος σταθμούς που περιλαμβάνουν χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία, Βραζιλία), ιστορικές εποχές και πρόσωπα, πολιτικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές περιστάσεις και άλλα πολλά. Όλοι αυτοί οι σταθμοί, που προσδίδουν στο κείμενο του Βλαβιανού τον χαρακτήρα ενός μυθιστορήματος μωσαϊκού που έχει σμικρυνθεί σε ένα παζλ, λειτουργούν ως σημεία της αναγκαστικής περιδιάβασης στον χώρο και τον χρόνο ενός κοσμοπολίτη που έγινε άθυρμα της τύχης που άλλοι όρισαν γι’ αυτόν από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την ενήλικη ζωή του. Ήρθε, όμως, η στιγμή αυτή η περιδιάβαση να κρυσταλλωθεί απολογιστικά στις σαράντα πέντε «πράξεις» του Αίματος νερού. Ίσως η επιλογή του χαρακτηρισμού «πράξεις» να συνδέεται με την έντονη δραματικότητα, τον συγκρουσιακό χαρακτήρα, το βαρύ συναισθηματικό φορτίο ή αποτύπωμα των περιγραφόμενων σκηνών, το ότι πρόκειται για μικρότερης ή μεγαλύτερης βαρύτητας ανθρώπινα δράματα. Ακριβέστερα, πάντως, πρέπει να προσεχθεί η έντονη «κινηματογραφικότητα» ως χαρακτηριστικό της αφήγησης στο Αίμα νερό, με την έννοια αφενός της έντονης οπτικής ενάργειας που χαρακτηρίζει την περιγραφή και, αφετέρου, του δραστικού περιορισμού των σχολίων του αφηγητή, ώστε να αποφεύγεται, σε συνδυασμό με τον ψυχρό τόνο που επιφέρει η χρονική απόσταση, ο μελοδραματισμός. Μάλιστα από την άποψη της «κινηματογραφικότητάς» τους άλλες πράξεις μπορούν να προσδιοριστούν ως πλάνα, στιγμές μικρής αφηγηματικής διάρκειας, και άλλα ως σεκάνς (σκηνές), όπου η αφήγηση συμπυκνώνει αφηγηματική ύλη αρκετά μεγαλύτερης χωροχρονικής έκτασης και διάρκειας. Με την «κινηματογραφικότητα», τέλος, θα συνέδεα και την αποσπασματικότητα των πράξεων, την αίσθηση του αναγνώστη, δηλαδή, ότι μεταξύ πολλών άλλων έχουν επιλεγεί ως αφηγητικό υλικό εκείνες οι κρίσιμες στιγμές και εκείνες οι καίριες καταστάσεις που συμπυκνώνουν το οικογενειακό δράμα.
Άμεσα διακριτό είναι, επίσης, το στοιχείο του αυτοβιογραφούμενου εαυτού στο Αίμα νερό, οπτικοποιημένο ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, όπου ο αναγνώστης βλέπει φωτογραφία του έφηβου Χάρη Βλαβιανού να έχει το χέρι του περασμένο πάνω απ’ τον ώμο του αρκετά ψηλότερου πατέρα του, ενώ τον αντικρίζει με ευλαβικό δέος, την ίδια στιγμή που εκείνος κοιτάζει προς την αντίθετη ως προς τον γιο του κατεύθυνση. Η σταθερή χρήση του δευτέρου προσώπου στο Αίμα νερό, με άλλα λόγια η αποστροφή του αφηγητή στον εαυτό του, συνδέεται, πιστεύω, με την πρόθεση για αποδραματοποίηση ή αποφόρτιση του κειμένου από το ούτως ή άλλως έντονο δραματικό φορτίο. Και αυτή η αποφόρτιση επιτυγχάνεται επ’ ωφελεία του κειμένου και του αναγνώστη του. Ουσιαστικά ο αναγνώστης μέσα από τη χρήση του δευτέρου προσώπου βλέπει τον αφηγητή να στέκεται ενώπιος ενωπίω, έτσι όπως αυτός ο τελευταίος προσπαθεί να αντικρίσει τον εαυτό του μέσα από τον μεγεθυντικό και ίσως παραμορφωτικό φακό του οικογενειακού παρελθόντος. Από τη μια, η πληγή έχει κλείσει, με τη φυσική απώλεια των αιτίων της, από την άλλη, όμως, η ζωντανή μνήμη του επιγόνου και η δια της γραφής διατήρησή της κρατά πεισματικά την πληγή ανοιχτή. Στο Αίμα νερό κυριαρχεί η επίγνωση ότι δεν υπάρχει πια καμία πιθανότητα ή ελπίδα οι αδύναμοι και φθαρτοί συγγενείς του οικογενειακού δράματος, ιδίως οι δύο γονείς, να γίνουν τα ακέραια πρόσωπα ενός ποιητικού ονείρου. Για αυτούς τους γονείς στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου ο Βλαβιανός διαπιστώνει, δανειζόμενος τους στίχους του Λάρκιν: «They fuck you up, your mum and dad. / They may not mean to, but they do». Αυτή η σκληρή, πικρή και κυνική διαπίστωση είναι ίσως ο πιο εύγλωττος τρόπος για να εκφραστεί η δραματικότητα ή και η τραγικότητα της σχέσης. Και σ’ αυτή την τραγικότητα εντοπίζεται, πιστεύω, ο πυρήνας της συγκίνησης που μεταδίδει στους αναγνώστες του το Αίμα νερό.
Στο Αίμα νερό το αυτοβιογραφικό στοιχείο δεν τέμνεται πλέον, όπως στην παλαιότερη ποίηση του Βλαβιανού, με τον φιλοσοφικοποιητικό στοχασμό, αλλά εκδηλώνεται με μιαν άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα διάστασή του. Στα μέρη 37 και 38 ο Βλαβιανός κάνει αντικείμενο της αφήγησής του το πώς μετέφερε την αλγεινή σχέση με τα μέλη της οικογένειας στα ποιήματά του και το ποιες ήταν οι συναισθηματικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν στους γονείς του και τον ίδιο από αυτή την επιλογή. Ο Βλαβιανός δεν διστάζει να αφηγηθεί πώς ήρθε αντιμέτωπος με την απαξίωση και τη χλεύη των πιο ‘αγαπημένων’ του, της μητέρας και του πατέρα του, επειδή τόλμησε να εκφράσει μέσω των ποιημάτων του όλα όσα εκείνοι αρνήθηκαν να του δώσουν τη δυνατότητα να τους πει στην πραγματική ζωή. Γιατί η πραγματική ζωή είναι η απώλεια που η ποίηση προσπαθεί, μάταια βέβαια γι’ αυτόν τον ίδιο που την γράφει, να αναπληρώσει ή να υπερβεί. Ανατέμνοντας τον σκοτεινό πυρήνα των οικογενειακών σχέσεων, το Αίμα νερό συμπυκνώνει, με τρόπο που μόνο η πολύ καλή λογοτεχνία κατορθώνει, μια πικρή και κυνική αλήθεια: δεν έχει σημασία να καταφέρεις να συγχωρέσεις τους άλλους ή τον εαυτό σου για όλα όσα δεν έκανες ή για όσα έκανες λάθος, όσο έχει σημασία να εκφράσεις γιατί δεν μπορείς να συγχωρέσεις τους άλλους και τον εαυτό σου. Με την αφιέρωση του βιβλίου στα δύο παιδιά του, «Στην Ειρήνη και τον Αλέξανδρο, γιατί την τεσσαρακοστή έκτη πράξη αυτού του έργου θα την γράψουν οι ίδιοι», ο Βλαβιανός αναθέτει ή και κληροδοτεί στα δικά του παιδιά την ηθική και συναισθηματική ευθύνη να συνεχίσουν εκείνα την αφήγηση της πραγματικής ζωής από το σημείο που εκείνος ως γιος-ποιητής σταμάτησε.
INFO: Χάρης Βλαβιανός, Το αίμα νερό. Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη 2014, σσ. 74.

[1] Ερωτόκριτος Mωραΐτης, «Το τοπίο νέου ρεαλισμού. Μερικές σκέψεις για το Μετά το τέλος της ομορφιάς του Χάρη Βλαβιανού», Πόρφυρας, τχ. 113, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004, σ. 501.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Che fece .... il gran rifiuto»


                   http://www.youtube.com/watch?v=nIgFQPPS8VI

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 

Το «Che fece .... il gran rifiuto» είναι ένα από τα ξεχωριστά ποιήματα του Καβάφη, στο οποίο ο ποιητής καταγράφει τις σκέψεις του σχετικά με τη δύναμη που έχουν μερικοί άνθρωποι να «κάνουν τη μεγάλη άρνηση», να πουν όχι σε ό,τι αναμένεται από αυτούς και να βαδίσουν αντίθετα στο ρεύμα. Το ποίημα αυτό είναι εξόχως αντιπροσωπευτικό για τη ζωή του ποιητή, που δε δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με όλες τις συμβάσεις της εποχής του, τόσο σε επίπεδο ποιητικής δημιουργίας όσο και σε επίπεδο προσωπικών επιλογών. Ο Καβάφης πλήρωσε ακριβά την άρνησή του να συμβιβαστεί με την τρέχουσα ηθική, αλλά και με τις ξεπερασμένες ιδέες περί ποιητικής. Αντιμετώπισε την περιφρόνηση των συγχρόνων του, θεωρήθηκε αιρετικός και με δυσκολία κατόρθωσε να επιβάλλει την παρουσία του στα νεοελληνικά γράμματα.

Αναλυτικότερα:

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε.

Οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος μας παρουσιάζουν εξαρχής τον προβληματισμό του ποιητή. Κάποια στιγμή «μερικοί άνθρωποι» καλούνται να επιλέξουν για κάτι εξαιρετικά σημαντικό στη ζωή τους, έρχονται δηλαδή αντιμέτωποι μ’ ένα καίριο δίλημμα, με μια τόσο σημαντική απόφαση που θα καθορίσει συνολικά τη ζωή τους. Είναι η στιγμή που θα πρέπει να πουν το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι. Το ναι αυτό μπορεί να αφορά είτε το συμβιβασμό με κάτι που απαιτείται από αυτούς είτε την ανάληψη μιας εξαιρετικά σημαντικής ευθύνης, και αντιστοίχως, το όχι λειτουργεί ως άρνηση σε επιβεβλημένους συμβιβασμούς ή σε ευθύνες που βαρύνουν υπέρμετρα. Ο ποιητής, μη θέλοντας να περιορίσει το νοηματικό εύρος των στίχων του, δεν καθορίζει το τι αφορά η σημαντική αυτή απόφαση, αφήνοντας έτσι τους στίχους αυτούς ανοιχτούς σε πολλαπλές ερμηνείες, αλλά και έτοιμους να εκφράσουν τον προβληματισμό πολλών ανθρώπων.
Ο Καβάφης, πάντως, τονίζει πως το ποίημα αυτό αφορά «μερικούς ανθρώπους», όχι όλους, κι αυτό αφενός γιατί ο ποιητής δεν πρέσβευε ποτέ ότι τα ποιήματά του καλύπτουν τις ανησυχίες όλων των ανθρώπων κι αφετέρου διότι για πολλούς ανθρώπους δεν τίθενται ποτέ τόσο σημαντικά διλήμματα στη ζωή τους.

Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Από τους ανθρώπους που θα έρθουν αντιμέτωποι με το σημαντικό δίλημμα, εκείνοι που είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν σε αυτό που τους ζητείται, οι άνθρωποι που έχουν το Ναι έτοιμο μέσα τους, φανερώνονται αμέσως. Είναι οι άνθρωποι που εμφανίζονται έτοιμοι και πρόθυμοι να ζήσουν σύμφωνα με τις απαιτήσεις που έχουν οι άλλοι από αυτούς, είναι εκείνοι που θέλουν, με κάθε τρόπο, να φανούν αντάξιοι των προσδοκιών που υπάρχουν γι’ αυτούς. Οι άνθρωποι που έχουν έτοιμο το μεγάλο Ναι, επιλέγουν να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις που εγείρονται από τον κοινωνικό τους περίγυρο και κάνοντάς το αυτό επιτυγχάνουν να γίνουν αποδεκτοί από τους άλλους και να τιμηθούν για την επιλογή τους.
Είναι, βέβαια, σημαντικό να γίνει αντιληπτό πως οι άνθρωποι που θα πουν το ναι, καταλήγουν σ’ αυτήν την απόφαση γιατί είναι σύμφωνη με τις απόψεις και τις εσώτερες ανάγκες τους. Επιλέγουν να απαντήσουν θετικά, όχι γιατί εξαναγκάζονται, αλλά γιατί η απόφαση αυτή εκπληρώνει την ανάγκη τους να ζήσουν σε συμφωνία με τη θέση τους και σε συμφωνία με το τι αναμένεται και απαιτείται από αυτούς.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 

Εκείνοι που θα αρνηθούν, εκείνοι που θα πουν το μεγάλο Όχι, φτάνουν σ’ αυτή την απόφαση συνειδητά και όσες φορές κι αν έρχονταν αντιμέτωποι με το ίδιο δίλημμα, πάλι όχι θα έλεγαν. Κι, όμως, αυτό το όχι θα το πληρώνουν σε όλη τους τη ζωή, γιατί η άρνησή τους αυτή σημαίνει πως επιλέγουν να μη συμβιβαστούν με τις απαιτήσεις και τις αξιώσεις των άλλων, επιλέγουν να έρθουν σε ρήξη με τις κοινωνικές προσδοκίες και συμβάσεις, χαράζοντας το δικό τους δρόμο. Το μεγάλο Όχι απαιτεί μεγάλη δύναμη και αποφασιστικότητα, καθώς η κοινωνία δε συγχωρεί εκείνους που δεν συμμορφώνονται με τις επιταγές της. Το μεγάλο Όχι συνοδεύει για πάντα εκείνον που τόλμησε να το πει και τον βαρύνει σαν μια συνεχής επίκριση, σαν μια συνεχής αποδοκιμασία. Κι ενώ οι άνθρωποι που θα πουν το όχι χρειάστηκαν μεγαλύτερο κουράγιο και περισσότερη ψυχική δύναμη, από εκείνους που είπαν το ναι, δεν γίνονται αποδέκτες ανάλογης τιμής και σεβασμού. Αντιθέτως, βιώνουν την απόρριψη και τον ψόγο των συμπολιτών τους, μόνο και μόνο γιατί δε δέχτηκαν να ζήσουν σύμφωνα με τις παραδεδομένες αντιλήψεις. Το όχι που θα πουν οι άνθρωποι που θα έχουν το κουράγιο να αρνηθούν είναι σωστό γι’ αυτούς, γιατί συμβαδίζει με τις πεποιθήσεις και τις απόψεις του, εκφράζει δηλαδή την προσωπική τους ταυτότητα, αλλά δε συμφωνεί όμως με τις απόψεις της κοινωνίας, γι’ αυτό και τιμωρούνται για την άρνησή τους.
Η μεγάλη άρνηση, επομένως, αποτελεί σύμφωνα με τον ποιητή μια επιλογή που απαιτεί ψυχικό σθένος και δυναμισμό και δεν μπορεί να γίνει από δειλούς ή αδύναμους ανθρώπους. Ο Καβάφης, δηλαδή, παίρνοντας τον στίχο από την Κόλαση του Δάντη: “che fece per vilta il gran rifiuto” αφαιρεί το per vilta (από δειλία), το οποίο στο κείμενο του Δάντη αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, και μας δίνει μια διαφορετική εκδοχή για τους ανθρώπους που λένε το μεγάλο Όχι. Ενώ, δηλαδή, ο στίχος του Δάντη αποτελεί το αρχικό έναυσμα για το καβαφικό ποίημα, ο Καβάφης απομακρύνεται από τη σκέψη του Δάντη για εκείνον που από δειλία έκανε τη μεγάλη άρνηση, και παρουσιάζει ένα ποίημα για να τιμήσει τους μεγάλους αρνητές, τους ανθρώπους εκείνους που έχουν το θάρρος και τη δύναμη να πουν όχι στην τρέχουσα ηθική, στις κοινωνικές συμβάσεις, στις ξεπερασμένες ποιητικές τεχνικές και σε ό,τι άλλο η κοινωνία επιχειρεί να επιβάλλει στους ανθρώπους, εγκλωβίζοντάς τους σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και σκέψης. Ο Καβάφης γνωρίζει τι σημαίνει να λες όχι και πόσο κοστίζει το όχι, γι’ αυτό και δεν δέχεται για κανένα λόγο το per vilta του δαντικού στίχου.
Σ’ ένα προσωπικό σχόλιό του ο ποιητής καταγράφει τη δική του σκέψη σχετικά με αυτόν που είπε το μεγάλο όχι, αφήνοντας το «από δειλία» του Δάντη, κατά μέρος.
«Αρνήθηκε, διότι σκέφθηκε ευσυνείδητα ή πως είναι ακατάλληλος για το έργο ή πως το έργο είναι ανάξιό του ή πως το έργο δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί ή κάποια παρόμοια λογικήν αιτία. Όμως, κάποιος άλλος ανέλαβε το έργο και επέτυχε -πιθανότατα επειδή ήταν ο κατάλληλος για τούτο το ειδικό έργο, ή επειδή διέθετε ορισμένα ειδικά μέσα, τα οποία αλλοίωσαν ή διευκόλυναν ή βελτίωσαν το έργο είτε τα αποτελέσματά του. Η επιτυχία αυτού του κάποιου άλλου αντανακλά εις βάρος του Αρνηθέντος, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, αν και ο Αρνηθείς εγνώριζε πως το όχι του ήταν σωστό, μολαταύτα τούτο το Όχι τον βαραίνει σε όλη την ζωή του- το κάνουν να τον βαραίνει, οι υποψίες και οι φλυαρίες και οι επιτιμήσεις και οι παραποιήσεις των πολλών.» Κ. Π. Καβάφης 


Read more: http://latistor.blogspot.com/2011/06/che-fece-il-gran-rifiuto.html#ixzz3HULnIvP1