Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Θεοτοκάς Γιώργος


Ο Γιώργος Θεοτοκάς
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].

Ο ρόλος που ο Γιώργος Θεοτοκάς (1906-1966) θα αναλάμβανε ανάμεσα στους συνομηλίκους του προαναγγέλλεται το 1929, με τη δημοσίευση ενός φυλλαδίου που είχε γράψει στο Παρίσι, με τίτλο Ελεύθερο πνεύμα. Το αγέρωχο ύφος, η αυτοπεποίθηση, η βεβαιότητα με την οποία διατυπώνει τους στίχους του συνέτειναν ώστε το δοκίμιο αυτό να φαντάζει αργότερα σαν ένα μανιφέστο. Ο νεαρός που πέρασε δύο χρόνια στη Γαλλία μετά τις σπουδές νομικών στην Αθήνα, επισκοπεί την τρέχουσα κατάσταση και την αποτιμά. Απορρίπτει τον δογματισμό του Βάρναλη και του Φώτου Πολίτη («μαρξιστές και εθνικιστές μικραίνουν τα ζητήματα»), καταδικάζει την ηθογραφία, τη φτηνή ψυχολογία, δυσπιστεί απέναντι στον Καβάφη («Ο κύριος Καβάφης είναι ένα τέλος κ’ η πρωτοπορία είναι αρχή»), καταδικάζει την εύκολη τέχνη και όχι μόνο· υποστηρίζει ότι επείγει να είσαι αληθινά νέος, ρωμαλέος, τολμηρός, ν’ αγαπάς την ταχύτητα (με αυτοκίνητο, με αεροπλάνο)· και πάνω απ’ όλα να είσαι διαθέσιμος: το πνεύμα πρέπει να είναι ελεύθερο κάθε στιγμή, αδέσμευτο, αντιδογματικό, αποφασισμένο οποτεδήποτε να προβεί στις σωστές επιλογές.
 Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 404-405.


[…] Πραγματικά, χρονολογημένο τον Ιούλιο του 1929, λίγα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το Ελεύθερο Πνεύμα έχει κάθε λόγο να εκλαμβάνεται ως μαχητική διακήρυξη που έχει στόχο α) να καταγγείλει την πνευματική και ιδεολογική καχεξία της δεκαετίας του 1920 και β) να υποδείξει την ανάγκη μιας αφύπνισης ή ανόρθωσης ως πρώτιστο έργο της νέας ελληνικής γενιάς. Μανιφέστο, λοιπόν, και αγωνιστικό προσκλητήριο, που αναφέρεται σε δύο κατηγορίες προσώπων: αφενός στους ενόχους της παρακμής και αφετέρου στους εγγυητές της προόδου.
Αλλά αναρωτιέμαι: γιατί άραγε, ενώ καταγγέλλεται λ.χ. ο Καβάφης ως «επίδραση αρνητική», αποσιωπάται εντελώς ο Καρυωτάκης και ο αρχόμενος τότε «καρυωτακισμός»; Τυχαία παράλειψη; Δεν το πιστεύω. Απεναντίας φρονώ ότι, άτομο καλής αγωγής, ο Θεοτοκάς αποφεύγει συνειδητά να αναφέρει τον αυτόχειρα ποιητή, έναν χρόνο μετά το θάνατό του. Πράγμα που δεν σημαίνει διόλου ότι αγνοεί ή παραβλέπει την αρνητική του επίδραση. Γι’ αυτό νομίζω ότι, έστω και αόρατο, το φάντασμα του Καρυωτάκη πλανιέται επίμονα πάνω από τις σελίδες του Ελεύθερου πνεύματος (οι αναγνώστες του 1929 το αντιλαμβάνονταν ίσως καλύτερα), υποβάλλοντας κατά κάποιον τρόπο την παρουσία του με τη σιωπή του.
Δεύτερη περίπτωση. […] Αν το Ελεύθερο Πνεύμα αναφέρεται επαινετικά σε ορισμένους παλαιότερους πεζογράφους (τους «κριτικούς συγγραφείς» Ροΐδη και Ψυχάρη, τον Κ. Θεοτόκη ή τον Ίωνα Δραγούμη), παραλείπει εντελώς τους κατεξοχήν διηγηματογράφους: ούτε ο Βιζυηνός ούτε ο Παπαδιαμάντης ούτε ο Καρκαβίτσας έχουν θέση στις σελίδες του. Άλλωστε και ο απορριπτικός υπαινιγμός στα «ήθη της ταβέρνας και του πορνείου» υπονοεί διηγηματογράφους: τον Δημοσθένη Βουτυρά και τον Πέτρο Πικρό. Έτσι θεωρώ ότι, χαρακτηρίζοντας την ελληνική πεζογραφία στο σύνολό της ως «μυωπική» και αναιμική ηθογραφία, ο Θεοτοκάς εκφράζει πριν από όλα την αντίθεσή του προς το ελληνικό διήγημα. Αλλού στρέφονται οι συμπάθειες (και οι προσδοκίες του). Λίγα χρόνια αργότερα, με το άρθρο του «Η νέα λογοτεχνία» (περιοδικό Ιδέα, 1934), θα είναι σαφέστερος: το μυθιστόρημα, το «κατ’ εξοχήν λογοτεχνικό είδος του αιώνα μας», και το δοκίμιο, επίσης «είδος που μπορεί να χωρέσει τα πάντα», κατέχουν την πρώτη θέση στις προτιμήσεις του, ενώ, καθώς προβλέπει, το διήγημα «θα χάσει τα πρωτεία», θα γίνει «ένας πλανήτης του μυθιστορήματος και θα γυρίζει γύρω απ’ αυτό το κεντρικό πεζογραφικό είδος».
Επιστρέφοντας ωστόσο στο Ελεύθερο Πνεύμα σημειώνω ακόμη ένα ενδεχόμενο «κενό»: ο Θεοτοκάς δεν επικαλείται διόλου ως «σύμμαχό» του, όπως θα περίμενε κανείς, το πρόσωπο, το ποιητικό έργο ή την επίκαιρη δελφική προσπάθεια του Σικελιανού. Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; […] Ρεαλιστής και λογοκρατούμενος, χωρίς ιδεοληψίες, εξάρσεις και μεγάλες ή εντυπωσιακές χειρονομίες, [ο Θεοτοκάς] εμπνέεται λιγότερο από την αρχαιότητα και περισσότερο από τις πολιτισμικές και πολιτικοκοινωνικές συνθήκες του παρόντος. […]
 Παν. Μουλλάς, «Οι σιωπές του Ελεύθερου Πνεύματος», περ. Νέα Εστία, 158 (2005) 974-975.


[…] Ως συγκροτημένος πνευματικός άνθρωπος ο Θεοτοκάς προσδιοριζόταν, σε εξαιρετικό βαθμό, από δυο γενικά πλέγματα ιδεών τα οποία αφορούσαν την παράδοση και το παρόν. Στην περίπτωσή του παράδοση σήμαινε Ελληνισμός (ιδεώδη της κλασικής Αρχαίας Ελλάδας), Χριστιανισμός (Ορθοδοξία, βυζαντινή κληρονομιά) και λαϊκές μορφές πολιτισμού (δημοτικά τραγούδια, λαϊκές παραδόσεις, Μακρυγιάννης). Ενώ το παρόν είχε κατεξοχήν την έννοια της ευρωπαϊκής εξέλιξης από την περίοδο του Διαφωτισμού κι εδώθε. Μια εξέλιξη στην οποία προείχαν το ορθολογιστικό πνεύμα του Διαφωτισμού, οι ιδέες του Διαφωτισμού, οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης και οι πνευματικές κατακτήσεις της Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα. Μια τέτοια εκδοχή της παράδοσης και του παρόντος, σε γόνιμο διάλογο μεταξύ τους, θα έπρεπε να είναι κατά το Θεοτοκά το απαραίτητο βάθρο για τον εκσυγχρονισμό της ελλαδικής κοινωνίας. […] Σχετικά εξάλλου με τις πνευματικές και ειδικότερα τις λογοτεχνικές αναζητήσεις της Ευρώπης ήταν ουσιαστικά προσηλωμένος στο 19ο αιώνα. Τις αντίστοιχες κατακτήσεις της πρώτης 30-ετίας του εικοστού αιώνα φαίνεται πως δεν τις αφομοίωσε, μολονότι είχε πάρει από νωρίς ευρωπαϊκή παιδεία και ταξίδεψε νέος στο Παρίσι και στο Λονδίνο. […]
Από τα είδη του λόγου που καλλιέργησε ευνοήθηκε ιδιαίτερα, λόγω ιδιοσυγκρασίας, η δοκιμιογραφία του. Εκεί ο συγγραφέας κατάφερε να διαμορφώσει ένα ευλύγιστο, εναργές και απλό γράψιμο, με όργανο μια εκπληκτικά στρωτή δημοτική, που είναι, καθώς πιστεύω, από τα κορυφαία επιτεύγματα της νεοελληνικής δοκιμιογραφίας. Μολαταύτα φαίνεται πως ο Θεοτοκάς έβλεπε τον εαυτό του πάνω απ’ όλα πεζογράφο με σαφή προτίμηση στο μυθιστόρημα. […] Πρόκειται για το αστικό μυθιστόρημα εποχής, που βασίζεται στη θεματική διάρθρωση του υλικού, στη δημιουργία χαρακτήρων και στην αιτιατή πλοκή. Από την άποψη αυτή η πεζογραφία του Θεοτοκά προϋποθέτει το έργο του Σταντάλ, του Μπαλζάκ, του Φλομπέρ, του Τολστόι κλπ. Δεν προϋποθέτει όμως τις κατακτήσεις του είδους κατά τα πρώτα 30 χρόνια του 20ού αιώνα. Δεν προϋποθέτει λ.χ. τον Προυστ, τον Τζόις, τη Γουλφ, τον Κάφκα, τον Μούζιλ. […]
 Γιώργος Αράγης, «Γιώργος Θεοτοκάς. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 11-12.


Έχει παρατηρηθεί με έμφαση από τον Γιώργο Αράγη ότι το μυθιστόρημα του Θεοτοκά στηρίζεται στο ευρωπαϊκό του 19ου αιώνα. Τις καινοτομίες του 20ού αιώνα ο συγγραφέας μας δεν τις αφομοίωσε, όσο και αν διάβασε Τζόυς και Βιρτζίνια Γουλφ, Ζιντ και Κάφκα. Ο καθένας διαλέγει τους προγόνους του έστω και ασυνείδητα: ο Θεοτοκάς τους διάλεξε ανάμεσα στους συστηματικούς ανατόμους της κοινωνίας και όχι ανάμεσα στους ταραγμένους ανιχνευτές της ανθρώπινης ψυχής. Ακόμα και την εποχή που ενστερνίστηκε τον χριστιανισμό και ενδιαφέρθηκε για μυστικιστικά βιώματα, ο τρόπος σκέψης του παρέμεινε ορθολογικός.
 Αγγέλα Καστρινάκη, «Κατασκευάζοντας την έμπνευση», περ. Νέα Εστία, 158 (2005) 919.


Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της μυθιστορηματικής πορείας του Θεοτοκά είναι οι διάρκειες και οι παύσεις. Τα δύο μεγαλύτερα μυθιστορήματά του ολοκληρώνονται σταδιακά. Χρειάστηκε τρία χρόνια (1933-1936) για να τελειώσει την Αργώ και δεκατέσσερα για να συμπληρώσει την Ιερά Οδό (1950), ενσωματώνοντάς τη στους Ασθενείς και Οδοιπόρους (1964). Επίσης, ανάμεσα στον Λεωνή (1940) και την Ιερά Οδό μεσολαβεί ένα διάστημα μυθιστορηματικής σιωπής, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε αν αυτά τα διαλείμματα αντιπροσωπεύουν και κάποιες τομές στο πεζογραφικό του έργο.
Σε ένα αυτοβιογραφικό και βιβλιογραφικό σημείωμα με χρονολογία 11 Ιουνίου 1946 ο Θεοτοκάς διαγράφει τις περιόδους της λογοτεχνικής του πορείας. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο μέχρι το 1940, η δεύτερη την περίοδο της Κατοχής, ενώ για την τρίτη δεν μπορεί να κάμει καμιά πρόβλεψη (γράφει άλλωστε το 1946), μα νιώθει ότι θα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Αυτό το σημείωμα δείχνει ότι και ο ίδιος ο Θεοτοκάς έβλεπε διάφορα στάδια στη συγγραφική του πορεία και θεωρούσε την Κατοχή ως τομή στο έργο του. Στο ίδιο σημείωμα επίσης παρατηρεί ότι ορισμένα σύμβολα επανέρχονται επίμονα στα κείμενά του όπως το καράβι, το νησί, το Γεφύρι της Άρτας, και καταλήγει:
Επίσης βασικό θέμα τους είναι η ελευθερία, η ανάγκη της ελευθερίας, η αναζήτησή της σε διάφορα επίπεδα. Στα νεανικά χρόνια η διάθεση αυτή εκφράζεται με χαρά και ξενοιασιά. Κατόπι πλουτίζεται με την οδυνηρή πείρα που μας έδωσε η σύγχρονη ιστορία. Το περιεχόμενο της έννοιας «ελευθερία» αλλάζει συχνά: ο γενικός προσανατολισμός μένει.
Όντως η ανάγκη της ελευθερίας διατρέχει το έργο του και θα μπορούσαν να διακριθούν τρεις κλίμακες: ελευθερία του ατόμου, ελευθερία από το άχθος της ιστορίας και ελευθερία από τα αδιέξοδα του βιομηχανικού πολιτισμού. Με αυτό το σκεπτικό θα έβλεπα τρεις φάσεις το έργο του Θεοτοκά με άξονες: το άτομο, την ιστορία και τη μεταφυσική, και αντίστοιχα σύμβολα το δαιμόνιο, τις σημαίες στον ήλιο και τις καμπάνες. […]
 Δημήτρης Τζιόβας, «Η μυθιστορηματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά: Άτομο, Ιστορία, Μεταφυσική», περ. Νέα Εστία, 158 (2005) 857-858.


Τα κύρια σημεία αναφοράς στο αφηγηματικό έργο του Γιώργου Θεοτοκά παραμένουν η Αργώ και οι Ασθενείς και οδοιπόροι, έργα γραμμένα με διαφορετικές αφορμές και ιδεολογική άποψη και υλοποιημένα με αφηγηματικά μέσα που πραγματοποιούν τη μια ή την άλλη θεματική: είτε τη ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής στην Αργώ, το φιλόδοξο μυθιστόρημα της γενιάς του μεσοπολέμου, είτε την οπτική της μετάπλασης του ένδοξου παρελθόντος μέσα από εναλλαγές αφηγητών που ή πρωταγωνιστούν ή όχι στην υπόθεση, πράγμα που πραγματοποιείται στουςΑσθενείς και οδοιπόρους, μια καλλιτεχνική ανάπλαση του Αλβανικού έπους, της Κατοχής, του πολέμου στη Μέση Ανατολή και των μεταπολεμικών εξελίξεων. Και στα δύο αυτά έργα ο θεωρητικός της γενιάς του ’30, που υποστήριξε με πάθος ότι η γοητεία του μυθιστορήματος βρίσκεται «στην ποίηση του χρόνου και τον επικό του ρυθμό που αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του μυθιστοριογράφου», και που θεωρούσε την αξία και επομένως τη διάρκεια ενός μυθιστορήματος εξαρτημένη από τη δυνατότητά του να επιβάλει τους ήρωες στη συνείδηση του αναγνώστη, εργάστηκε συνειδητά προς την κατεύθυνση ενός έκδηλου μετασχηματισμού των ηρώων του κατά τις ανάγκες του έργου. Πολλοί, αμφισβητώντας το είδος της μυθιστορηματικής γραφής του, δεν φάνηκαν ικανοποιημένοι από την ανταπόκριση του ίδιου του συγγραφέα στα όσα με σαφή επιχειρήματα τεκμηρίωνε. Μερικοί θεώρησαν πως τους έλειπε η «μαγεία», απαραίτητο προσόν του αφηγητή, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζουν το έργο «άτυχο»· κι άλλοι πάλι πίστεψαν ότι ο Θεοτοκάς παγιδεύτηκε από τον ίδιο τον ορθολογισμό του, του οποίου τελικά υπήρξε θύμα.
 Νένα Ι. Κοκκινάκη, Η ανήσυχη αναζήτηση και η δικαίωση. Ξαναδιαβάζοντας Γιώργο Θεοτοκά. Κριτικό δοκίμιο στα 30 χρόνια από το θάνατό του, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1996, 18-19.


Αν όμως, από τη μια, το δοκιμιακό έργο του Θεοτοκά, γνώρισε την επιδοκιμασία της κριτικής, παρά τις όποιες ιδεολογικές διαφωνίες της, από την άλλη, η πλέον αμφιλεγόμενη ή αμφισβητούμενη πλευρά της προσωπικότητάς του ήταν και είναι αυτή του μυθιστοριογράφου. […]
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Αργώ, το πρώτο μυθιστόρημα του Θεοτοκά· ο συγγραφέας μόλις είχε κλείσει τα 28 του χρόνια. Ήταν, θα λέγαμε, ένα φιλόδοξο μα και πειραματικό εγχείρημα ενός νέου που δοκίμαζε τις δυνάμεις του σ’ ένα νέο γι’ αυτόν είδος. Αυτό εξηγεί ασφαλώς μερικές από τις αδυναμίες του έργου. Τί όμως είδε η κριτική σε αυτό; Τί την είλκυσε ή τί την απώθησε; Τέσσερις από τους κριτικούς του Μεσοπολέμου που ανήκουν στηνπροηγούμενη γενιά, οι Τέλλος Άγρας, Άλκης Θρύλος, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και Πέτρος Χάρης, την έκριναν αρνητικά. Όμως από αυτήν ακριβώς την αρνητική τους κρίση αναδεικνύεται εναργέστερα η σημασία που έχει ηΑργώ στην ιστορία των γραμμάτων μας.
Και οι τέσσερις κριτικοί, παρά τις διαφοροποιήσεις τους και παρά τα επιμέρους θετικά τους σχόλια, συνέκλιναν σ’ ένα σημείο: στο ότι ουσιαστικά η Αργώ δεν είναι μυθιστόρημα. […]
Είναι γνωστό ότι το πεζογραφικό είδος που εξέφραζε την προηγούμενη γενιά, αυτό που ανταποκρινόταν στις ενδιάθετες τάσεις και στις αισθητικές τους προτιμήσεις, δεν ήταν το μυθιστόρημα αλλά το διήγημα. Ό,τι ακριβώς τους ενδιέφερε είναι, όχι η «σύνθεση» που, κατά τον Πέτρο Χάρη, χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα, όχι η εξωτερική δράση των ηρώων, αλλά η εσωτερική ζωή τους. Γι’ αυτό έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα, χάρη στην οποία ο αφηγητής εισδύει στα άδυτα της ταραγμένης ψυχής των ηρώων, στις μύχιες σκέψεις τους, και αναδεικνύει τα αδιέξοδά τους. Ας μην ξεχνούμε ότι η γενιά αυτή, η «χαμένη γενιά» όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, έβγαινε συντετριμμένη από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή και δεν διέθετε μεγάλα αποθέματα δυνάμεων. Η ορμητικότητα της νιότης, με τη δυναμική και την αισιοδοξία της, την πίστη στο μέλλον για ένα νέο ξεκίνημα, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη γενιά του Θεοτοκά — όχι τους κριτικούς του.
Η Αργώ, τόσο θεωρητικά (στον πρόλογό της) όσο και στην πράξη βρισκόταν (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) έξω από τον ορίζοντα προσδοκίας του αναγνώστη της εποχής. Μολονότι, όπως έχει επισημανθεί, από άποψη τεχνικής είναι λιγότερο νεοτερική από το μυθιστόρημα του εσωτερικού μονολόγου που καλλιέργησε η ομάδα της Θεσσαλονίκης με τους Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, Στέλιο Ξεφλούδα, Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη κ.ά., δεν παύει να ανήκει στην πρωτοπορία της εποχής, να απέχει από το ψυχογραφικό ή το ηθογραφικό διήγημα που καλλιέργησαν οι παλαιότεροι πεζογράφοι μας. Ο Θεοτοκάς, έχοντας διαμορφώσει μια θεωρία του μυθιστορήματος διαφορετική, συνειδητά δεν θέλησε να γράψει ψυχογραφικό μυθιστόρημα. Πρόθεσή του ήταν η δημιουργία όχι ατομικοτήτων αλλά χαρακτήρων, γενικών κοινωνικών τύπων, ώστε το μυθιστόρημα ν’ αποτελεί πειστική απόδοση της σύνθετης και πολύπλοκης ατμόσφαιρας της εποχής, των ιδεολογικών αντιθέσεων και των συγκρούσεών της — ένα μυθιστόρημα «μωσαϊκό».
 Χ.Λ. Καράογλου, «Προλεγόμενα & Μερικές διαπιστώσεις». Χ.Λ. Καράογλου – Ναταλία Δεληγιαννάκη (συνεργασία: Αλκμήνη Ριζοπούλου),Βιβλιογραφία Γιώργου Θεοτοκά 1974-2002, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, 19-20.


[…] θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τουλάχιστον δύο ακόμη έργα που ακολουθούν την κλασική δυτικοευρωπαϊκή παράδοση του είδους [Bildungsroman] στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον Λεωνή (1939) του Γιώργου Θεοτοκά και τους Παραστρατημένους (1935) της Λιλίκας Νάκου, δύο σημαντικά έργα για πολύ διαφορετικούς λόγους. Ο νεαρός ήρωας του Θεοτοκά διαγράφει εν σμικρώ την πορεία των Ευρωπαίων συντρόφων του από το άτομο στην ολότητα, από την οικογενειακή εστία στην ιστορία, μόνο που το ταξίδι του δεν πραγματοποιείται από το χωριό στην πόλη, αλλά από την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, και από την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρά της στη μικροαστική προπολεμική Αθήνα, η οποία όμως είναι το κέντρο, ο πυρήνας, της εθνικής ιδέας για μια Ελλάδα έστω συρρικνωμένη μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά όχι και φτωχότερη σε πατριωτική έξαρση και πνευματικό ενθουσιασμό. Το μυθιστόρημα αυτό, γραμμένο τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου από έναν συγγραφέα που οι φιλοσοφικοί προβληματισμοί του είχαν διατυπωθεί ήδη προγραμματικά στο «μανιφέστο» της γενιάς του ’30, το Ελεύθερο πνεύμα (1929), δίνει όλους τους σταθμούς της πνευματικής αναζήτησης του ήρωα, που διαπλάθεται μέσα από την αντιπαράθεση κόσμων, όπως τους περιγράψαμε, στην αναζήτηση μιας αληθινής ζωής, δηλαδή της ορθής ή ορθόφρονης ένταξης, που συμφιλιώνει το άτομο με τον κόσμο. Κόσμος στην περίπτωση αυτή είναι η πατρίδα και το ιδεώδες της μια σταδιοδρομία που την υπηρετεί, ευθυγραμμισμένη κοινωνικά με το πνεύμα του φιλελεύθερου αστισμού, γλωσσικά με αυτό του δημοτικισμού, αλλά στο επίπεδο της επιθυμίας, δηλαδή ερωτικά, με έναν βραχύβιο σαρκικό πρώτο έρωτα αφενός, με έναν συμβατικό γάμο αφετέρου.
 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Αυτοβιογραφικός λόγος: ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας». Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, 69-70.


Η αποτίμηση του μυθιστοριογράφου Θεοτοκά από τη φιλολογική κριτική εξακολουθεί να ταλαντεύεται μεταξύ επιδοκιμασίας και απόρριψης. Όμως ο αναγνώστης ας προσέξει δύο ακόμη στοιχεία της Βιβλιογραφίας: τις μαρτυρίες αναγνωστών, από τον Ελύτη […] και τον Πανσέληνο […] μέχρι τον αυτόχειρα φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Νίκο Λαδά […]. Επίσης, ας προσέξει κυρίως την τεράστια εκδοτική επιτυχία των δύο μυθιστορημάτων του, της Αργώς και του Λεωνή. Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά: Η Αργώ, το 1979, βρισκόταν στην 7η έκδοση και το 2000 έφτασε στη 17η· δηλαδή 11 ανατυπώσεις σε 22 χρόνια και πάνω από 30.000 αντίτυπα. ΟΛεωνής από την 6η έκδοση το 1976 βρέθηκε, το 2002, στην 20ή· δηλαδή 15 ανατυπώσεις και 42.000 αντίτυπα. Δεν θα επιχειρήσω να αιτιολογήσω την ευρεία κυκλοφορία των δύο έργων, τα οποία, όσο γνωρίζω, δεν διανέμονται στο πλαίσιο της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων των πανεπιστημιακών μαθημάτων. Ούτε βέβαια το ότι αποσπάσματά τους υπάρχουν στις ανθολογίες νεοελληνικής λογοτεχνίας της Μέσης Εκπαίδευσης αποτελεί επαρκή εξήγηση. Οπωσδήποτε ο Θεοτοκάς ανήκει πλέον στους κλασικούς της λογοτεχνίας μας, στον κανόνα της — κι αυτό, μαζί με άλλα στοιχεία της προσωπικότητάς του, πέρα από οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις, του εξασφαλίζει εξέχουσα θέση στην ιστορία των γραμμάτων μας. Αναμφίβολα τα μυθιστορήματα του Θεοτοκά έχουν, σήμερα, πολλούς αναγνώστες — και μάλιστα μεταξύ των νέων· κι αυτό, χωρίς ν’ αποτελεί λαϊκισμό, είναι, πιστεύω, ό,τι περισσότερο επιθυμεί κάθε συγγραφέας και ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία.
 Χ.Λ. Καράογλου, «Προλεγόμενα & Μερικές διαπιστώσεις». Χ.Λ. Καράογλου – Ναταλία Δεληγιαννάκη (συνεργασία: Αλκμήνη Ριζοπούλου),Βιβλιογραφία Γιώργου Θεοτοκά 1974-2002, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, 22.

ΠΛΑΤΩΝ Ιων 533c–535a (ΠΛΑΤΩΝ, ΙΩΝ)

ΣΩ. Καὶ ὁρῶ, ὦ Ἴων, καὶ ἔρχομαί γέ σοι ἀποφανού-
[533d] μενος ὅ μοι δοκεῖ τοῦτο εἶναι. ἔστι γὰρ τοῦτο τέχνη μὲν
οὐκ ὂν παρὰ σοὶ περὶ Ὁμήρου εὖ λέγειν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον,
θεία δὲ δύναμις ἥ σε κινεῖ, ὥσπερ ἐν τῇ λίθῳ ἣν Εὐρι-
πίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν.
καὶ γὰρ αὕτη ἡ λίθος οὐ μόνον αὐτοὺς τοὺς δακτυλίους ἄγει
τοὺς σιδηροῦς, ἀλλὰ καὶ δύναμιν ἐντίθησι τοῖς δακτυλίοις
ὥστ’ αὖ δύνασθαι ταὐτὸν τοῦτο ποιεῖν ὅπερ ἡ λίθος, ἄλλους
[533e] ἄγειν δακτυλίους, ὥστ’ ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς πάνυ σιδη-
ρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται· πᾶσι δὲ τούτοις
ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἡ δύναμις ἀνήρτηται. οὕτω δὲ καὶ ἡ
Μοῦσα ἐνθέους μὲν ποιεῖ αὐτή, διὰ δὲ τῶν ἐνθέων τούτων
ἄλλων ἐνθουσιαζόντων ὁρμαθὸς ἐξαρτᾶται. πάντες γὰρ οἵ
τε τῶν ἐπῶν ποιηταὶ οἱ ἀγαθοὶ οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ’ ἔνθεοι
ὄντες καὶ κατεχόμενοι πάντα ταῦτα τὰ καλὰ λέγουσι ποιή-
ματα, καὶ οἱ μελοποιοὶ οἱ ἀγαθοὶ ὡσαύτως, ὥσπερ οἱ κορυ-
[534a] βαντιῶντες οὐκ ἔμφρονες ὄντες ὀρχοῦνται, οὕτω καὶ οἱ μελο-
ποιοὶ οὐκ ἔμφρονες ὄντες τὰ καλὰ μέλη ταῦτα ποιοῦσιν,
ἀλλ’ ἐπειδὰν ἐμβῶσιν εἰς τὴν ἁρμονίαν καὶ εἰς τὸν ῥυθμόν,
βακχεύουσι καὶ κατεχόμενοι, ὥσπερ αἱ βάκχαι ἀρύονται ἐκ
τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα κατεχόμεναι, ἔμφρονες δὲ οὖσαι
οὔ, καὶ τῶν μελοποιῶν ἡ ψυχὴ τοῦτο ἐργάζεται, ὅπερ αὐτοὶ
λέγουσι. λέγουσι γὰρ δήπουθεν πρὸς ἡμᾶς οἱ ποιηταὶ ὅτι
[534b] ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν καὶ ναπῶν
δρεπόμενοι τὰ μέλη ἡμῖν φέρουσιν ὥσπερ αἱ μέλιτται, καὶ
αὐτοὶ οὕτω πετόμενοι· καὶ ἀληθῆ λέγουσι. κοῦφον γὰρ
χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον
οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καὶ ἔκφρων καὶ
ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ· ἕως δ’ ἂν τουτὶ ἔχῃ τὸ κτῆμα,
ἀδύνατος πᾶς ποιεῖν ἄνθρωπός ἐστιν καὶ χρησμῳδεῖν. ἅτε
οὖν οὐ τέχνῃ ποιοῦντες καὶ πολλὰ λέγοντες καὶ καλὰ περὶ
[534c] τῶν πραγμάτων, ὥσπερ σὺ περὶ Ὁμήρου, ἀλλὰ θείᾳ μοίρᾳ,
τοῦτο μόνον οἷός τε ἕκαστος ποιεῖν καλῶς ἐφ’ ὃ ἡ Μοῦσα
αὐτὸν ὥρμησεν, ὁ μὲν διθυράμβους, ὁ δὲ ἐγκώμια, ὁ δὲ
ὑπορχήματα, ὁ δ’ ἔπη, ὁ δ’ ἰάμβους· τὰ δ’ ἄλλα φαῦλος
αὐτῶν ἕκαστός ἐστιν. οὐ γὰρ τέχνῃ ταῦτα λέγουσιν ἀλλὰ
θείᾳ δυνάμει, ἐπεί, εἰ περὶ ἑνὸς τέχνῃ καλῶς ἠπίσταντο
λέγειν, κἂν περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· διὰ ταῦτα δὲ ὁ θεὸς
ἐξαιρούμενος τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις καὶ
[534d] τοῖς χρησμῳδοῖς καὶ τοῖς μάντεσι τοῖς θείοις, ἵνα ἡμεῖς οἱ
ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες
οὕτω πολλοῦ ἄξια, οἷς νοῦς μὴ πάρεστιν, ἀλλ’ ὁ θεὸς αὐτός
ἐστιν ὁ λέγων, διὰ τούτων δὲ φθέγγεται πρὸς ἡμᾶς. μέ-
γιστον δὲ τεκμήριον τῷ λόγῳ Τύννιχος ὁ Χαλκιδεύς, ὃς
ἄλλο μὲν οὐδὲν πώποτε ἐποίησε ποίημα ὅτου τις ἂν ἀξιώ-
σειεν μνησθῆναι, τὸν δὲ παίωνα ὃν πάντες ᾄδουσι, σχεδόν
τι πάντων μελῶν κάλλιστον, ἀτεχνῶς, ὅπερ αὐτὸς λέγει,
[534e] «εὕρημά τι Μοισᾶν». ἐν τούτῳ γὰρ δὴ μάλιστά μοι δοκεῖ
ὁ θεὸς ἐνδείξασθαι ἡμῖν, ἵνα μὴ διστάζωμεν, ὅτι οὐκ ἀνθρώ-
πινά ἐστιν τὰ καλὰ ταῦτα ποιήματα οὐδὲ ἀνθρώπων, ἀλλὰ
θεῖα καὶ θεῶν, οἱ δὲ ποιηταὶ οὐδὲν ἀλλ’ ἢ ἑρμηνῆς εἰσιν
τῶν θεῶν, κατεχόμενοι ἐξ ὅτου ἂν ἕκαστος κατέχηται.
ταῦτα ἐνδεικνύμενος ὁ θεὸς ἐξεπίτηδες διὰ τοῦ φαυλοτάτου
[535a] ποιητοῦ τὸ κάλλιστον μέλος ᾖσεν· ἢ οὐ δοκῶ σοι ἀληθῆ
λέγειν, ὦ Ἴων;
    ΙΩΝ. Ναὶ μὰ τὸν Δία, ἔμοιγε· ἅπτει γάρ πώς μου τοῖς
λόγοις τῆς ψυχῆς, ὦ Σώκρατες, καί μοι δοκοῦσι θείᾳ μοίρᾳ
ἡμῖν παρὰ τῶν θεῶν ταῦτα οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἑρμηνεύειν.

Platonis Dialogi graece et latine



Ένα κείμενο για την Ζέφη Δαράκη

  ΕΚΦΡΑΖΟΜΑΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΥΠΑΡΧΩ;
                        [σκέψεις και σχόλια με αφορμή τη συλλογή «Σε ονομάζω θα πει σε χάνω»]

                                                                         Το μυστικό δεν είναι να σε πάρει η λησμονιά.
                                                                                            Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ: «Ιστορικόν»



Δαράκη, Ζέφη


του   Γιώργου Χ. Θεοχάρη

α)      Το πιο μεστό ποιητικό κατόρθωμα της Ζέφης Δαράκη δομείται σε τέσσερις ενότητες φιλοσοφικών αναβαθμών δια των οποίων σημασιοδοτείται η υπαρξιακή αγωνία του όντος μέσα από τους αντικατοπτρισμούς της μνήμης.

α1)    Πρώτη ενότητα: Στο μαύρο οβάλ του χρόνου

Η συλλογή αρχίζει με τους στίχους: «Μισό φεγγάρι στον καθρέφτη/ κι η μικρή χορεύτρια / στο μαύρο οβάλ του χρόνου». Μικρή χορεύτρια είναι η γυναίκα στην παιδική της ηλικία που ξεκινάει την αντιπαράθεσή της με τον καθρέφτη του χρόνου. Ενηλικιώνεται μέσ’ απ’ τον κόσμο των παραμυθιών και μέσ’ από τη φρίκη της ιστορίας στο δεύτερο μισό του 20ουαιώνα. Όσο μέσ’ στον καθρέφτη βλέπει τη φρικιώδη δράση των ενηλίκων, τόσο πιο «μακρινό όραμα»γίνεται «η μικρή χορεύτρια στο μαύρο οβάλ του χρόνου». Μεγαλώνει ενώ γύρω της θερίζει «ο γυρολόγος θάνατος». Μεγαλώνει διερχόμενη με τρόμο το ναρκοπέδιο «του ανδρικού κόσμου». Μεγαλώνει κι ερωτεύεται και μαθαίνει οδεύοντας προς το αναπότρεπτο «από ανάγνωση σε απόγνωση κι από απόγνωση σε ανάγνωση» κατακλυσμένη από «μία θλίψη θανάτου» ενώ «οι ρίζες των λέξεων (την) αρθρώνουν ερήμην (της)».



α2)    Δεύτερη ενότητα: Οι κήποι του χρωστήρα

Ενήλικη και δημιουργός πια βλέπει την ερήμωσή της μέσα από τη λειτουργία του λόγου. Κάθε ποίημα έχει μιαν αφετηρία λύπης («όταν είμαστε λυπημένοι γράφουμε ποιήματα» - Μ. Μέσκος).Ακουμπάει στη σταθερά της ανάμνησης, η οποία είναι δαντέλα παλιά μιας φροντισμένης και προστατευμένης νεότητας, που κάποτε γίνεται πικροδάφνη και αρχίζει η αμφίσημη χρησμοδοσία από τον τρίποδα του παρόντος «καθώς από τα σπλάχνα του έχει αφαιρεθεί μέλλον και παρελθόν». Εκεί, στην εντατική του παρόντος, «στην εξορία της ανάμνησης», ακούει τον υπόκωφο χτύπο καθώς αδειάζει λίγο λίγο το πηγάδι του χρόνου και οι ημέρες χάνονται όπως «ένα ποτήρι νερό» που τα τρεμάμενα χέρια μας το κάνουν να χύνεται πάνω μας.

α3)    Τρίτη ενότητα: Υπόγεια διάβαση

Στην υπόγεια διάβαση, στο σκοτεινό τούνελ του χωροχρόνου, συσσωρεύονται όλες οι ματαιώσεις της ζωής, όλες οι αθετημένες υποσχέσεις, οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες, οι διαψευσμένες βεβαιότητες, οι υπονομευμένες αποφάσεις, οι υπαναχωρήσεις και οι εξαπατήσεις, όλες οι απόπειρες εφόδου στο όνειρο που κατάντησαν υλικό εκμετάλλευσης των αργυραμοιβών. Στην υπόγεια διάβαση αδρανοποιείται και μηδενίζεται η ροπή της ανθρώπινης πλεονεξίας για αθανασία. Στην υπόγεια διάβαση ο άνθρωπος ισορροπεί στα όρια της θνητότητάς του.

α4)    Τέταρτη ενότητα: Το καρφί του καθρέφτη
 Στο τέλος απομένει αυτό: το καρφί του καθρέφτη, όταν εκείνος πια κομματιάζεται μαζί με το θρυμματισμένο πρωτότυπο που αντικατόπτριζε. Το θρυμματισμένο πρωτότυπο του οποίου «η στάχτη σηκώνεται στο δριμύ ψύχος του αιώνα». Κάπου εδώ γίνεται ολοκάθαρα ορατό το τέρμα, «εκείνο το απαστράπτον μαύρο» προς το οποίο, εκ νεότητος, «τρέχει κατά μήκος της θλίψης».

β)      Αν θα πρέπει να ξεχωρίσουμε μια κυρίαρχη σταθερά που διαπερνά τη συλλογή, θα είναι αυτή του φόβου απέναντι στη διαλυτική λειτουργία της φθοράς που τελικά θα οδηγήσει στο θάνατο.

γ)       Η Ζέφη Δαράκη καθρεφτίζει την ετερότητά της και αντικαθρεφτίζεται ως είδωλο του Άλλου, μέσα και από το Ποίημα, ως έσοπτρο Λόγου και ως κυτταρικός λεκτικός καθρέφτης η ίδια.

δ)      Η Ζέφη Δαράκη μετουσιώνει σε Ποίηση την πίεση που δέχεται από τις συσσωρεύσεις της μνήμης. Έχει ανάγκη να βρει έναν τρόπο να κηδεύσει τις μνήμες της. Θυμάμαι ένα στίχο της από τη συλλογή «Εμπλοκή»,του 1971 –αν δεν κάνω λάθος: «Βρες μου έναν τόπο ν’ αναπαύσω το σκοτωμένο σώμα αυτής της μνήμης». Αυτόν τον τόπο τον βρίσκει μέσα στο Ποίημα.

ε)       Η ονοματοδοσία, η χρήση δηλαδή του γλωσσικού εργαλείου για τον προσδιορισμό των όσων μας περιβάλλουν, οδηγεί στηφθορά τους, στην εξαφάνισή τους. Όχι στον τελεσίδικο αφανισμό τους από τη δική μας οπτική και, κυρίως ψυχικά, προσληπτική δυνατότητα. Εκείνα υπάρχουν, αλλ’ εμείς ονομάζοντάς τα αδυνατούμε πλέον να αισθανθούμε την κρυμμένη ουσία τους.Ίσως γιατί με τον βαπτισμό τους αποκτούν μονοσήμαντη υπόσταση εκείνα που πριν υπήρχαν ως δυνατότητες ποικίλων ερμηνειών.

στ)     Επιπλέον η ματαιότητα της ίδιας της Ποίησης: Ονομάζοντας, μνημειώνοντας δηλαδή σε Λόγο τη δόνηση της συνείδησης και τον παφλασμό των συναισθημάτων, παγώνουμε, σαν σε φωτογραφικό στιγμιότυπο, εκείνο που πριν βρισκόταν σε «ανώνυμη» αέναη κίνηση. Κάνοντάς το Ποίημα το ακινητοποιούμε, το νεκρώνουμε. Το πνεύμα, το σώμα , η ψυχή υφίστανται τις επιδράσεις της εσωτερικής διεργασίας του ποιητικού γεγονότος. Ώσπου να γίνει Ποίημα, ό,τι μας δίνει κίνηση εσωτερική στο νου, στην ψυχή, στα κύτταρα, ως μνήμη, ανάμνηση, επιθυμία, πόθος, μίσος, έρωτας, οδύνη, είναι μπροστά μας, το βλέπουμε κυτταρικά, είναι στοιχείο της αυθυπαρξίας μας. Παγώνοντάς το σε Λόγο,το χάνουμε. Αφού η μέσα δόνηση εκφράστηκε, μηδένισε την επίδραση των ταλαντώσεών της πάνω μας. Εμείς τη χάσαμε, εκείνη διαρκεί πλέον ως αναγνωστική αντανάκλαση στους άλλους.

ζ)       Προϊούσης της ηλικίας μας όλο και περισσότερες αποφλοιώσεις παρατηρούμε, όχι στο υλικό της πλάτης στον καθρέφτη του χρόνου, μα στο είδωλό μας.

η)      Η σύνοψη των θέσεων της Ζέφης Δαράκη για την ματαιότητα της Ποίησης και την ματαιότητα της λειτουργίας του Λόγου βρίσκεται στο ποίημα

                    Στη θέα ενός αθέατου

                   Ποιον ρωτούσα επίμονα
                   και δε γυρνούσε να με δει
                   ή μήπως κανένα δε ρωτούσα
                   σκοτεινός αέρας το σώμα και
                   ανοιγόκλεινεσα ξεχασμένη πόρτα
                   πάνω από ερειπωμένες απαντήσεις

                   Γιατί αυτή η φτωχή αλήθεια του καθρέφτη
                   δε μου αρκεί αυτό
                   που σπαραχτικά με κοιτάζει
                   για ν’ ανάψω το κερί κι από την άλλη μεριά
                   να οδηγηθώ επιτέλους
                   στη φοβερή στιγμή του ειδώλου
                   ενός άλλου κόσμου
                   να μάθω γιατί το ποίημα συστρέφεται
                   γύρω απ’ το ίδιο το νόημά του λόγια
                   που διασχίζουν το χαρτί
                      σαν αμήχανο άλμα
                   σ’ ένα δάσος βαθιάς κατήφειας απόηχοι
                   λέξεων που πέσαν στους γκρεμούς τους
                   ανείπωτο ποίημα
                      σε ακολουθώ
                   δε συναντιόμαστε ποτέ…

                   Στοτέλος μένεις άναυδο στη θέα
                      ενός αθέατου
                   μοναδικού αναγνώστη
                      Κι από ανάγνωση σε απόγνωση κι από
                      απόγνωση σε ανάγνωση
                      χαθήκαμε
                  



θ)       Ποιος ο αθέατος μοναδικός αναγνώστης;
         
ι)       Παρέχει η Τέχνη μνήστρα αθανασίας;

κ)      Μπόρεσε κάποιος να βρει τις ρίζες των λέξεων καταδυόμενος στο βυθό της γλώσσας;

λ)       Συναριθμώ τις ακόλουθες θέσεις του ΒύρωναΛεοντάρη –η πρώτη από το κείμενο «Η περιπέτεια της εικόνας του προσώπου», από το κείμενο «Η αγωνία του αμετουσίωτου» η δεύτερη, στον τόμο «Κείμενα για την ποίηση», Νεφέλη, 2001:

λ1)     σχετικά με την αναζήτηση του αυτοειδώλου των νεοελληνίδων ποιητριών:

«Το αυτοείδωλό τους δεν υπάρχει χωρίς το ετερόφυλο είδωλο, που όμως είναι και καθρέφτης, και αυτό το τελευταίο δεν υπάρχει ξεχωριστά από το αυτοείδωλό τους. Από την ακραία κραυγή της Πολυδούρη «μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα…» μέχρι τη νεώτατη ποίηση αυτό το ετερόφυλο είδωλο-καθρέφτης είναι μοιραία συγκεχυμένο, θολωμένο από το αυτοείδωλο, μια λειτουργία αντανάκλασης καθρέφτη σε καθρέφτη. (…) η ποιητικότητα (εδώ ο Λεοντάρης αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας του καλλιτεχνικού έργου μέσω του γλωσσικού εργαλείου, αντικρούοντας μιαν άποψη του Τ. Σινόπουλου) δεν μπορεί παρά να «αρνείται» το συγκεκριμένο ετερόφυλο πρόσωπο (είδωλο-καθρέφτη) που μέσα του παλεύει να υπάρξει το αυτοείδωλο μα και που συγχέεται σε μια λειτουργία (…) αυτοπυρπόλησης μες στους καθρέφτες (περίπτωση της Ζ. Δαράκη).

λ2)     σχετικά με την αγωνία του ποιητή για το αμετουσίωτο:
         
«Όμως (ας ειπωθεί επιτέλους κι ας πάψουμε να χαλκεύουμε πεπρωμένα για τη «σωτηρία» του ποιητή και της ποίησης…), έγνοια, καημός και αγωνία του ποιητή τελικά δ ε ν είναι ηποίηση. Είναι η θνητότητα όχι η αθανασία, η χρονικότητα όχι η αιωνιότητα, το αμετουσίωτο όχι η μετουσίωση. Κάνει ποίηση χάνοντας τη ζωή για την ποίηση και χάνοντας την ποίηση για τη ζωή, εξόριστος της ύπαρξης, (…). Στην καταραμένη περιπέτειά του το μόνο που έχει είναι αυτό που χάνει – κι η δική του απώλεια. Μες στο «τι να ‘χουμε τι να ‘χω;» του Καρυωτάκη σπαράζει το «τι χάνουμε; τι χάνω;». Και το χαμένο είναι αβίωτο και αδιανόητο. Νοηματοδοτούμενο δεν ανακτάται, χάνεται κι αυτό. Λεγόμενο δεν «λέγεται», είναι το άρρητο που έρχεται σε ρήξη όχι με το ειπωμένο αλλά και μ’ αυτό που πάει να ειπωθεί, καταστρέφεται και κάνει την ποίηση να είναι η καταστροφή της».

μ)      [σύντομο διάγραμμα μιας πορείας]

Ένα κορίτσι που στα 15του χρόνια τολμά να δώσει στην ανάγνωση τα πρωτογενή ψυχικά υλικά του («Εσπερινοί περίπατοι», 1954), συνεχίζει στα 17 («Φύση», 1956) «με στίχους με συγκινημένη γυναικεία ευαισθησία» (Γ. Ι. Φουσάρας, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 706, 1/12/1956) και στα 19 του, για τη συλλογή «Λυρικοί στοχασμοί» (1958) εισπράττει την βεβαιότητα της κριτικής για την εξέλιξή του: «Η ποιήτρια αυτή φαίνεται νέα ακόμα, αλλ’ έχει στοχαστικότητα κι αξιόλογο απόθεμα αισθημάτων που αν δεν αξιοποιούνται σήμερα ποιητικά, χωρίς άλλο θα αξιοποιηθούν αύριο, γιατί είναι φανερό, το ταλέντο δεν της λείπει» (Άρης Δικταίος, ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΠΟΧΗ, Καλ. 1958), η γυναίκα δημιουργός, στη συνέχεια, η οποία «έχει καταλάβει μια θέση από τις πρώτες ανάμεσα στη σύγχρονη ποίησή μας, όχι για τον αριθμό των δέκα συλλογών της, αλλά για κάτι το ξεχωριστό που αναδίδεται σαν άρωμα εξατμισμένης ψυχής από τις συλλογές αυτές»(Α. Καραντώνης. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1313, 15/3/1982), η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη, σήμερα,στην ώριμη ώρα της δημιουργίας της, είναι μία από τις σημαντικότερες ορίζουσες της ποίησής μας στις συντεταγμένες της β’ μεταπολεμικής γενιάς.

ν)       Στον θάλαμο αναζωογόνησης, με εισπνοές αέρα πνευματικής ελευθερίας, που μετατρεπόταν, μετά την καθημερινή λήξη της επιστημονικής του χρήσης, το οδοντιατρείο του Θανάση Κωσταβάρα, «συναναστράφηκα» κι εγώ, το 1970, μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών, την Ζέφη Δαράκη. Με πήγε, ως τον μικρό της παρέας, ο Μάριος Χάκκας. Σήμερα αξιώνομαι να γράψω για την ποίησή της. Αξιώνομαι να γίνω κι εγώ λαμνοκόπος στην απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου να καθυστερήσει όσο μπορεί να γίνει «αθάνατο παρόν».



                                                                             Γιώργος Χ. Θεοχάρης

«Λεύγες»



Μια σκηνική πρόταση βασισμένη στη σύζευξη που δημιουργεί ο λόγος και η μουσική.
Με επίκεντρο την ύπαρξη, το δραματοποιημένο αυτό έργο –που χωρίζεται σε εννέα μέρη– αποσκοπεί στη συνειδητή αναζήτηση της ανθρώπινης ολοκλήρωσης.

ΠΟΙΗΣΗ: Βασίλης Ρούβαλης
ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ-ΕΚΤΕΛΕΣΗ: Νικήτας Κίσσονας
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Καλαβριανός
ΣΚΗΝΙΚΑ-ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Μαρία Καραθάνου

ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Σοφιάννα Θεοφάνους



Η αστική μη-κερδοσκοπική εταιρία Music Is-Δίκτυο Δράσης και το ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση (.poema..) προωθώντας έμπρακτα την σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία παρουσιάζουν επτά συνέργειες ενός - διαφορετικού κάθε φορά - συνθέτη με έναν ποιητή.

Από το Νοέμβριο 2014 μέχρι και το Μάιο 2015, μία φορά το μήνα ένας συνθέτης και ένας ποιητής θα παρουσιάζουν μια συνομιλία μεταξύ των τεχνών τους. Οι παρουσιάσεις εμπεριέχουν μια πλούσια ποικιλομορφία προσεγγίσεων, ανάλογα με τις αισθητικές κατευθύνσεις των συντελεστών και καταλαμβάνει τον χώρο από τη μελοποίηση του ποιητικού λόγου μέχρι την εγκατάσταση (installation).
_______

Η πρώτη βραδιά του κύκλου Μουσική και Ποίηση, την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 8.00 μ.μ. στην αίθουσα εκδηλώσεων της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης "Λίλιαν Βουδούρη" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών:


«Λεύγες»

Μια σκηνική πρόταση βασισμένη στη σύζευξη που δημιουργεί ο λόγος και η μουσική.
Με επίκεντρο την ύπαρξη, το δραματοποιημένο αυτό έργο –που χωρίζεται σε εννέα μέρη– αποσκοπεί στη συνειδητή αναζήτηση της ανθρώπινης ολοκλήρωσης.

ΠΟΙΗΣΗ: Βασίλης Ρούβαλης
ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ-ΕΚΤΕΛΕΣΗ: Νικήτας Κίσσονας
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Καλαβριανός
ΣΚΗΝΙΚΑ-ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Μαρία Καραθάνου

ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Σοφιάννα Θεοφάνους



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ


Βασίλης Ρούβαλης 

Συγγραφέας, εκδότης, δημοσιογράφος, με σπουδές στη Βυζαντινή και τη Νεοελληνική Φιλολογία (Πανεπιστήμιο Κρήτης). Δημοσιογραφεί σε εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Απογευματινή, Αυγή), στο ραδιόφωνο (ΕΡΑ-Ertopen) και την τηλεόραση, σε πλήθος πολιτιστικών περιοδικών και τοπικών εφημερίδων ως συντάκτης είτε αρχισυντάκτης. Εξέδωσε το μουσικό περιοδικό B-Side. Δημιούργησε και διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση (.poema..) και τον ομότιτλο εκδοτικό οίκο.

Στο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται 17 τίτλοι από τον χώρο της ποίησης, του διηγήματος, της μετάφρασης ιταλικής λογοτεχνίας. Παράλληλα, συνεργάζεται τακτικά με λογοτεχνικά έντυπα (Το Δέντρο, Ποίηση, Αντί, Διαβάζω, Δέκατα, Να Ενα Μήλο, Ιδεοδρόμιο, Πόρφυρας, Bookmarks, Μόνο, Εντευκτήριο, Απηλιώτης, Ηριδανός, Το Περιοδικόκ.ά.) δημοσιεύοντας άρθρα, κείμενα και κριτικά σημειώματα. Αποσπάσματα από το έργο του έχουν μεταφραστεί σε εκδόσεις, ανθολογίες και περιοδικά του εξωτερικού: ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, αγγλικά, εβραϊκά, τσέχικα, πολωνικά. Είναι τακτικό μέλος της Ενωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ), της Εταιρείας Συγγραφέων καθώς και μέλος της ιδρυτικής ομάδας του Κύκλου Ποιητών.

Νικήτας Κίσσονας 

Συνθέτης, κιθαρίστας και θεωρητικός, εργάζεται ως καθηγητής κλασσικής, ακουστικής και ηλεκτρικής κιθάρας καθώς και παραδοσιακών και μοντέρνων ανώτερων θεωρητικών.

Ως κιθαρίστας, έχει κυκλοφορήσει δύο δίσκους με το προσωπικό του project Methexis και άλλους τρεις ως μέλος των συγκροτημάτων Verbal Delirium και Yianneis. Έχει συμμετάσχει σε συναυλίες άλλων μουσικών και παραστάσεις όπως το musical The Russian Winter του Adam Coombs στην Αγγλία όπου ήταν ο βασικός κιθαρίστας. To 2012, σε μια συναυλία με το συγκρότημα Yianneis στον χώρο Gagarin ήταν υπεύθυνος για την ενορχήστρωση του συνόλου εγχόρδων.

Ώς συνθέτης, εκτός του προσωπικού του δίσκου, έχει γράψει μουσική για θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις με παρουσιάσεις σε μεγάλους χώρους όπως το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών καθώς και σύγχρονη μουσική για συναυλίες στην Ελλάδα και Αγγλία. Έργα του έχουν παιχτεί από το κουιντέτο Αίολος, τη Maria Garcia, τους Plus Minus Ensemble, το κουαρτέτο BIOS και άλλους. Το 2012 βραβεύτηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό σύνθεσης χορωδιακού έργου τηςΣτέγης Ελληνικών Χορωδιών.
Έχει παρακολουθήσει πολλά σεμινάρια σύθεσης, αυτοσχεδιασμού, κινηματογραφικής μουσικής, ενορχήστρωσης κ.α.. Έχει συνεργαστεί με διάφορους καλλιτέχνες διαφόρων ειδικοτήτων και αυτή η συνεργασία είναι που επιζητεί στην καλλιτεχνική του ζωή. Μουσικά κυμαίνεται ανάμεσα στην έρευνα της σύγχρονης μουσικής και στην καλλιτεχνική διάσταση της rock.

Γιάννης Καλαβριανός 

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής, του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., υποψήφιος διδάκτωρ του ίδιου Τμήματος και από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Θεάτρου Sforaris.

Έχει εργαστεί ως γιατρός, ως ηθοποιός για 6 χρόνια στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, ως βοηθός του Βασίλη Παπαβασιλείου και του Γιάννη Μόσχου και έχει γράψει τα κείμενα και σκηνοθετήσει τις παραστάσεις:David’s Formidable Speech on Europe (Deutsches Theater Berlin, Kunstfestspiele Herrenhausen Hannover), Γιοι και κόρες, μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας (Φεστιβάλ Αθηνών, Sarajevo Winter Festival, CSS Teatro Stabile Udine), Παραλογές ή Μικρές καθημερινές τραγωδίες (Φεστιβάλ Αθηνών), Εγώ είμαι το Θείο βρέφος! (Θέατρο του Νέου Κόσμου), Πρακτόρισσες (Θέατρο του Ήλιου), Πάσχα, κείμενο με την Μαρία Κοσκινά (Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης), Ποιος είναι δίπλα μου; της Πένυς Φυλακτάκη (Πειραματική Σκηνή της Τέχνης), Μήδειας Υλικό, του Heiner Müller (Χοροροές) και Άουστρας ή η αγριάδα, της Λένας Κιτσοπούλου (Εθνικό Θέατρο, Theater Tri-bühne Stuttgart, Piccolo Teatro Milan, Heidelberger Stückemarkt).

Μαρία Καραθάνου 

Σπούδασε ζωγραφική, γλυπτική και σκηνογραφία στην ΑΣΚΤ, στο Πολυτεχνείο Κρήτης - Σχολή Καλών Τεχνών και Σύγχρονης Τεχνολογίας, καθώς και σε σεμινάρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Έχει υπάρξει μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: Ψηφιακές Μορφές Τέχνης της Α.Σ.Κ.Τ. και υπότροφος του Ι.Κ.Υ. στον τομέα της γλυπτικής.
Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει συνεργαστεί με φορείς, μουσεία και οργανισμούς. Επίσης, στις πολιτιστικές Ολυμπιάδες του 2004 στην Αθήνα, και του 2008 στο Πεκίνο.

Κύριο χαρακτηριστικό της δουλειάς της είναι οι εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας σε δημόσιους και θεατρικούς χώρους. Έχει εργαστεί ως σκηνογράφος, ενδυματολόγος και art director, σε περισσότερες από 80 παραγωγές στο σινεμά και το θέατρο.Έργα της φιλοξενούνται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Σοφιάννα Θεοφάνους 

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Aπόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν», απ’ όπου αποφοίτησε με Άριστα, καθώς και του τριετούς Εργαστήριου Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου που διηύθυνε ο Στάθης Λιβαθινός.
Ως ηθοποιός έχει συμμετάσχει στις εξής παραστάσεις της Πειραματικής Σκηνής και του Εθνικού Θεάτρου: Κατά λάθος Πρόβες (σκηνοθ. Βασίλη Παπαβασιλείου), Με αφορμή το χιόνι που λιώνει: Διασκευή στις Σημειώσεις από το Υπόγειοτου Φ.Μ.Ντοστογιέβσκι (σκηνοθ. Ελένης Μποζά), Μολιέρος του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ (σκηνοθ. Στάθη Λιβαθινού),Όνειρο του Στρίντμπεργκ (σκηνοθ. Στάθη Λιβαθινού), Ταρτούφος του Μολιέρου (σκηνοθ. Λίλλυς Μελεμέ), Οι Δέκα Εντολές (σκηνοθ. Στρατή Πανούριου, Μάγιας Λυμπεροπούλου, Βίκυς Γεωργιάδου, Λέας Μαλένη, Θοδωρή Αμπαζή),Πλαστελίνη του Βασίλι Σίγκαρεφ (σκηνοθ. Κατερίνας Ευαγγελάτου), Παραμύθι χωρίς όνομα (σκην. Τάκη Τζαμαργιά),Rainbow (σκηνοθ. Έφης Θεοδώρου), Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης του Έντεν φον Χόρβατ (σκηνοθ. Γιάννη Χουβαρδά), Απολογία του Αλέξη Κέι Κάμπελ (σκην. Μαρία - Λουίζα Παπαδοπούλου-αναλόγιο )
Επίσης, έχει συμμετάσχει στις παραστάσεις Misterioso 114 του Κόφι Καουλέ (σκηνοθ. Έφης Θεοδώρου – Αναλόγιο για το Φεστιβάλ Αθηνών 2007), Στάχτη στα μάτια του Ευγένιου Λαμπίς (σκηνοθ. Νίκου Χατζόπουλου - Από Μηχανής Θέατρο), Ο βασιλιάς πεθαίνει του Ευγένιου Ιονέσκο (σκηνοθ. Μάνιας Παπαδημητρίου -Θέατρο Τέχνης), Η Κόρη της καταιγίδος του Θεόφραστου Σακελλαρίδη( σκην. Αλέξανδρου Ευκλείδη- Φεστιβάλ Αθηνών 2011/Δημοτικό Θέατρο Πειραιά 2013-2014), Unemployed (σκην. Ειρήνη Μαργαρίτη, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης), Χαίρετε κι αντίο του Άθολ Φούγκαρντ (σκην. Αλέξης Ρίγλης, Θέατρο 104), Τα κύματα της Βιρτζίνια Γουλφ (σκην. Αγγελίτα Τσούγκου, Σύγχρονο Θέατρο)


Στον κινηματογράφο έχει συνεργαστεί στις Νύφες σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη, στο Dos και Alpha του Στάθη Αθανασίου, στο Διπλανό τραπέζι του Τάσου Γουδέλη και το Α-Blast του Σύλλα Τζουμέρκα. Το 2014 έγραψε τη διασκευή για τη Βασίλισσα του Χιονιού σε μορφή όπερας για παιδιά μετά από παραγγελία του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας.