Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Σπάνιοι θησαυροί της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών εκτίθενται για πρώτη φορά

Ένα βιβλίο που... μαχαίρωσε πάνω στα νεύρα του ο Εμμανουήλ Ροΐδης, επιστολές του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Διονυσίου Σολωμού, η πρώτη έκδοση του «Ύμνου εις την Ελευθερία» και η χειρόγραφη προκήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη είναι μερικοί μόνο από τους σπάνιους θησαυρούς που εκθέτει για πρώτη φορά στην 88χρονη ιστορία της η Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών.
Η έκθεση, που πραγματοποιείται από τις 16 Οκτωβρίου στο Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών (Πανεπιστημίου 28), θα πλαισιώσει βιβλιαγορά εκδόσεων της Ακαδημίας Αθηνών, που υλοποιείται με στόχο την ενίσχυση της «Ιακωβάτειου Βιβλιοθήκης» στο Ληξούρι Κεφαλονιάς, το κτίριο της οποίας έχει πληγεί σημαντικά από τους πρόσφατους σεισμούς.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της, από το 1926, οπότε ιδρύθηκε, μέχρι σήμερα που η Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών αποφασίζει να παρουσιάσει στο κοινό δείγματα από το πλούσιο αρχείο της. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι αυτό αριθμεί περίπου 200.000 τίτλους βιβλίων και 3.500 τίτλους περιοδικών.
«Η Βιβλιοθήκη δεν είναι πολύ γνωστή, γι' αυτό και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα άνοιγμα στο ευρύ κοινό. Είμαστε σε ένα επίπεδο πλέον που ξέρουμε τι έχουμε και πώς μπορούμε να το βγάλουμε προς τα έξω. Και θέλουμε να μάθει ο κόσμος ότι η Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών είναι ανοιχτή για όλους» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Βιβλιοθήκης, Ειρήνη Τσούρη.
Στην έκθεση παρουσιάζονται σημαντικά στιγμιότυπα από τη ζωή του Ελληνισμού τους τελευταίους εννέα αιώνες, μέσα από αρχέτυπα και παλαίτυπα, επιστολές, χειρόγραφα, αρχειακό υλικό και ενδιαφέρουσες εκδόσεις.
Ανάμεσα στα εκθέματα ξεχωρίζουν τα σπάνια χειρόγραφα από τη συλλογή της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών. Όπως επισημαίνει ο ερευνητής της Ακαδημίας, Χαρίτων Καρανάσιος, η Βιβλιοθήκη διαθέτει περίπου 40 χειρόγραφα, ελληνικά κατά βάση, αλλά και μερικά τουρκικά (οθωμανικής περιόδου) και ένα ρουμανικό. Παρουσιάζονται 16 χειρόγραφα εκκλησιαστικά - λειτουργικά, φιλολογικά, νομοκανονικά, λογοτεχνικά, επιστημονικά ιατροφιλοσοφικά και αστρονομικά, από τον 12ο ως τις αρχές του 19ου αιώνα και «αποτελούν τεκμήρια της ελληνικής γραμματείας μιας περιόδου 600 και πλέον ετών».
Το πιο παλιό από όσα εκτίθενται είναι ένας Πραξαπόστολος, δηλαδή ένα χειρόγραφο με πράξεις Αποστόλων και επιστολές, που χρονολογείται τον 12ο αιώνα και είναι γραμμένο σε περγαμηνή. Το κείμενο είναι ακέφαλο και κολοβό.
Δύο από τα σπουδαιότερα ντοκουμέντα της έκθεσης είναι ο «Θούριος» του Ρήγα, ένα έντυπο μονόφυλλο του 1798, καθώς και η πρώτη έκδοση του «Ύμνου εις την Ελευθερία» του Διονύσιου Σολωμού το 1825 από τον Claude Fauriel στο Παρίσι και το τυπογραφείο Firmin Didot. Επίσης, παρουσιάζεται ηχειρόγραφη προκήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που φέρει την χρονολογία 23 Φεβρουαρίου 1821.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εξάλλου, επιστολή του Διονύσιου Σολωμού προς τον Νικόλαο Μάντζαρο γραμμένη στα ιταλικά στις 17 Ιουνίου του 1833, καθώς και επιστολή του Ελευθέριου Βενιζέλου προς τον γενικό γραμματέα της Ακαδημίας Αθηνών στις 24 Μαρτίου του 1933. Επίσης, χειρόγραφο του Νίκου Καζαντζάκη που περιλαμβάνει τη σελίδα τίτλου και την πρώτη σελίδα του δευτέρου κεφαλαίου του ταξιδιωτικού του βιβλίου «Ταξιδεύοντας Αγγλία» (1941).
Τέλος, σπάνιο τεκμήριο της εποχής της μετάβασης από το ύστερο Βυζάντιο στη Μεταβυζαντινή εποχή είναι ο «Νομοκανών» του Μανουήλ Μαλαξού, ένα χειρόγραφο του 1561 που αντιγράφηκε για τον μητροπολίτη Θηβών, Ιωάσαφ Μακρή. Ο κώδικας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μεταβυζαντινά χειρόγραφα, καθώς είναι σημαντικό νομοκανονικό εργαλείο καθ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Οι μαχαιριές του Ροΐδη
Το 1866 ο Εμμανουήλ Ροΐδης εκδίδει την «Πάπισσα Ιωάννα», μυθιστόρημα βασισμένο στο μεσαιωνικό θρύλο της γυναίκας που κατάφερε να φτάσει στο αξίωμα του Πάπα προσποιούμενη ότι είναι άνδρας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1895 τυπώνεται στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Γ.Δ. Φέξη η ελληνική μετάφραση μιας άλλης εκδοχής του ίδιου θρύλου, από τον E.Mezzabotta. Το βιβλίο του ιταλού ιστορικού είχε τόσο μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη, που ο Ροΐδης βγήκε εκτός εαυτού και άρχισε να μαχαιρώνει το βιβλίο που θεώρησε ότι έκλεβε τη δόξα από το δικό του μυθιστόρημα! 
Το «πληγωμένο» αντίτυπο της έκδοσης του Mezzabotta είναι ανάμεσα στα εκθέματα της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών και αναμένεται να κλέψει τις εντυπώσεις. Το εντυπωσιακό αυτό έκθεμα πλαισιώνεται και από τρεις εκδόσεις της «Πάπισσας Ιωάννας» του Ροΐδη στα ελληνικά και τα τσέχικα, καθώς και από μια ελαιογραφία του 19ου αιώνα που απεικονίζει τη μητέρα του Ροΐδη, Κορνηλία Ροδοκανάκη- Ροΐδη. Την προσωπογραφία φιλοτέχνησε ο Gio. Batta Panario.
Σπάνια βιβλία
Στην έκθεση παρουσιάζονται αρχέτυπα (χρονολογούνται ώς το 1500) και παλαίτυπα (βιβλία που τυπώθηκαν μετά το 1500), που αποτυπώνουν την εξέλιξη της τυπογραφίας. Το παλιότερο αρχέτυπο της έκθεσης χρονολογείται το 1494 και είναι η «Ανθολογία επιγραμμάτων» σε επιμέλεια των Μάξιμου Πλανούδη και Ιανού Λάσκαρι, που τυπώθηκε στη Φλωρεντία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το πρώτο ελληνικό βιβλίο που εκδόθηκε σε γερμανόφωνη περιοχή και είναι το «Λεξικόν» από τον Ησύχιο Αλεξανδρέα, που τυπώθηκε το 1521 από τον Thomas Anshelm στην Αλσατία.
Επίσης, εκτίθενται βιβλία που τυπώθηκαν στη Βενετία από τα τυπογραφεία του Άλδου Μανουτίου, του Νικόλαου Γλυκύ, του Νικόλαου Βλαστού ή στη Βιέννη από το τυπογραφείο των Αδελφών Μαρκίδων Πούλιου.
Ειδική ενότητα αποτελούν τα εκπαιδευτικά και σχολικά βιβλία, το παλιότερο από τα οποία χρονολογείται το 1760 και είναι η «Γραμματική γεωγραφική» των Πάτρικ Γκόρντον και Γεώργιου Φατσέα. Στην ενότητα αυτή ανήκουν και βιβλία των Άνθιμου Γαζή, Ευγένιου Βούλγαρη, Ρήγα Φεραίου και Αδαμάντιου Κοραή. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο βιβλία με τίτλους «Κολχοζόπουλα» και «Η ζωή σε αριθμούς» που τυπώθηκαν στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1930 στην ελληνική γλώσσα με φωνητική γραφή. Τα βιβλία αυτά είναι από τα λιγοστά που διασώζονται σε όλο τον κόσμο.
Μια από τις σπουδαιότερες και μεγαλύτερες στην Ελλάδα συλλογές της Ακαδημίας Αθηνών είναι αυτή με τα Καραμανλίδικα βιβλία. Πρόκειται για βιβλία, τα οποία έχουν γραφτεί στην τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες και είναι κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου. Η καραμανλίδικη γραφή αναπτύχθηκε στις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας σε τουρκόφωνους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς. Η πρώτη εμφάνισή της χρονολογείται το 1713 και είχε τόση απήχηση που διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1930. Η συλλογή της Ακαδημίας Αθηνών με τα Καραμανλίδικα περιλαμβάνει 160 τίτλους, περίπου 550 τόμους.
Στην ενότητα των βιβλίων με ιδιόχειρες αφιερώσεις ξεχωρίζουν βιβλία τα οποία έστειλαν ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Οδυσσέας Ελύτης και η Γαλάτεια Σαράντη προς τον ακαδημαϊκό Απόστολο Σαχίνη, προκειμένου ο τελευταίος να διατυπώσει την κρίση του. Σε διπλανή προθήκη δεσπόζουν έργα του παλαιογράφου και καλλιγράφου, Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, του πιο γνωστού Έλληνα... πλαστογράφου, ο οποίος έζησε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Την έκθεση κοσμούν και δείγματα από τη συλλογή χαρτών της Βιβλιοθήκης. Το παλαιότερο από τα εκθέματα είναι ένας χάρτης του 1154 με τίτλο «Ρογεριανός», στον οποίο ο χαρτογράφος Ιδριζής αποτυπώνει τη Μεσόγειο… ανάποδα!
Σε ξεχωριστή ενότητα εκτίθενται τα βιβλία με ιδιαίτερο δέσιμο, όπως μια Καινή Διαθήκη του 1857, με κεντήματα και μετάξι στις σελίδες της.
Ιδιαίτερα είναι και τα βιβλία μικρού μεγέθους, όπως η τετράτομη έκδοση με τα έργα του Πινδάρου, που τυπώθηκε το 1758 στη Γλασκόβη, τα βιβλία της οποίας έχουν περίπου οκτώ εκατοστά ύψος.
Τέλος, την έκθεση συμπληρώνουν φύλλα των εφημερίδων «Θράκη» (1869-1873) και «Κωνσταντινούπολη» (1873-1877) και της «Εφημερίδας της Κρητικής Πολιτείας» (1898-1914), αλλά και περιοδικά, όπως ο «Λόγιος Ερμής» (1811-1821), ο «Έσπερος» (1881-1889) και η «Κλειώ» (1885-1892).
Πληροφορίες
Η έκθεση στο Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών παρουσιάζεται ώς τις 24 Οκτωβρίου και από τις 29 έως τις 31 Οκτωβρίου (εκτός Σαββατοκύριακων), 9 π.μ. - 3 μ.μ. Ξεναγήσεις στη Βιβλιοθήκη θα πραγματοποιούνται κατά τις ημερομηνίες αυτές από τις 10 π.μ. ως τις 12 το μεσημέρι.    Η βιβλιαγορά των εκδόσεων της Ακαδημίας Αθηνών θα λειτουργήσει στον ίδιο χώρο σήμερα, αύριο και το Σάββατο. 
Η βιβλιαγορά υλοποιείται με στόχο την ενίσχυση της «Ιακωβάτειου Βιβλιοθήκης» στο Ληξούρι Κεφαλονιάς. Οι τιμές των εκδόσεων κυμαίνονται από 1 έως 20 ευρώ. Θα διατεθούν προς πώληση 26.000 τόμοι, που αντιστοιχούν σε 118 τίτλους

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης για τον Patrick Modiano

Ο πεζογράφος και μεταφραστής έργων του Modiano μιλάει στην Λίνα Ρόκου για τον νέο κάτοχο του Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Πατρίκ Μοντιανό

Ο Γάλλος πεζογράφος Patrick Modiano βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2014. Χαρακτηρίστηκε από τη Σουηδική Ακαδημία ως «ο Marcel Proust της εποχής μας» και σύμφωνα με την ανακοίνωσή της βραβεύεται «για την τέχνη της ανάμνησης με την οποία ζωντανεύει τις πιο ασύλληπτες ανθρώπινες μοίρες και αποκαλύπτει τον πραγματικό κόσμο της κατοχής». Ο 69χρονος Modiano έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία στο παρελθόν αλλά ο ίδιος κρατά μια ιδιαιτέρως διακριτική στάση αποφεύγοντας συχνές δηλώσεις και εμφανίσεις.

Ο Modiano μεταφράζεται στα ελληνικά από το 1987. Τα δύο τελευταία βιβλία του που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πόλις έχουν μεταφραστεί από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, τον σπουδαίο πεζογράφο και μεταφραστή που έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης και το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας ΕΚΕΜΕΛ. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, που δηλώνει θαυμαστής της γραφής του Modiano, μιλάει στην Popaganda για το λογοτεχνικό πρόσωπο των ημερών.
Πατρίκ Μοντιανο-Φρανσουάζ Αρντί στο Δάσος της Βουλόνης, στα 1969

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γραφής του Modiano που τον κατατάσσουν στους κορυφαίους εν ζωή πεζογράφους; Στη λίστα της αναγνωστικής μου συνείδησης, ο Patrick Modiano είχε ήδη καταταγεί στην κορυφαία πεντάδα των εν ζωή συγγραφέων πολύ πριν οι απρόβλεπτοι γκουρού της Σουηδικής Ακαδημίας αποφασίσουν να τον ανασύρουν από την “boutique obscure” του, το συγγραφικό του εργαστήριο, και να του χαρίσουν μια διασημότητα που ο ίδιος δεν επιδίωξε ποτέ. Όσο για τα χαρακτηριστικά της γραφής του για τα οποία με ρωτάτε, θα σας απαντήσω όχι ως θεωρητικός της λογοτεχνίας (που δεν είμαι), αλλά ως επαρκής αναγνώστης (που νομίζω ότι είμαι) και ως θιασώτης και διάκονος της μικρής φόρμας (που είμαι σίγουρα). Ο Modiano, καίτοι κληρονόμος της παράδοσης των μεγάλων αφηγηματικών συνθέσεων της γαλλικής γραμματείας, είναι ένας «ταπεινός», ολιγόλογος, πυκνός συγγραφέας, στα όρια του αφηγηματικού μινιμαλισμού, που όλοι σχεδόν οι ήρωές του ξεναγούνται στα ορύγματα του χρόνου, αναζητώντας (ή κατασκευάζοντας) σωσίβιες μνήμες. Κι αν σας αιφνιδίασε το ρήμα «ξεναγούνται», σας παραπέμπω στο μότο του Thomas Hardy που προέταξα στο Επίμετρό μου της αριστουργηματικής «Μικρής Μπιζού» την οποία είχα την τιμή να μεταφράσω για τιςΕκδόσεις Πόλις: «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα».
IMG_7311
Ποιο είναι το αγαπημένο σας απόσπασμα από βιβλίο του Modiano και γιατί;  Εις επίρρωσιν, κι αφού μνημονεύσαμε τη «Μικρή Μπιζού», το αγαπημένο μου μυθιστόρημα του Modiano, επιτρέψτε μου να παραθέσω όχι απλώς ένα οποιοδήποτε απόσπασμα από αυτό το βιβλίο, αλλά την αρκτική του παράγραφο: «Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ’ έλεγαν πια “Mικρή Μπιζού”, και βρισκόμουν στη στάση του μετρό Σατλέ, σε ώρα αιχμής. Ήμουν ανάμεσα στο πλήθος που βάδιζε πάνω στον ατελείωτο κυλιόμενο διάδρομο. Μια γυναίκα φορούσε ένα κίτρινο παλτό. Το χρώμα του παλτού της είχε τραβήξει την προσοχή μου, και την έβλεπα από πίσω, πάνω στον κυλιόμενο διάδρομο. Ύστερα πήρε το διάδρομο με την ένδειξη “Κατεύθυνση: Σατό-ντε-Βενσέν”. Τώρα ήμαστε ακίνητοι, στριμωγμένοι στη μέση της σκάλας, περιμένοντας ν’ ανοίξει το πορτάκι. Εκείνη στεκόταν δίπλα μου. Τότε είδα το πρόσωπό της. Η ομοιότητά του με το πρόσωπό της μητέρας μου ήταν τόσο χτυπητή, που σκέφτηκα ότι ήταν αυτή”. Χωρίς πολλά πολλά, μέσα σε μίαπαράγραφο, την πρώτη πρώτη του βιβλίου, ο Modiano ορίζει το χώρο (Παρίσι) και το φύλο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, εισάγει τον αναγνώστη στο θέμα (αναζήτηση της μητέρας) κι αφήνει το χρόνο να διαχυθεί και να δεσπόσει στην αφήγηση με όλες τις εκφάνσεις του και όλη του τη σχετικότητα: «Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ’ έλεγαν πια…». Κάθε καλλιτέχνης έχει τις εμμονές του. Το θέμα είναι να τις υπηρετεί με μαεστρία και ανανεούμενη ευρηματικότητα.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης σε ένα καφέ-χωρίς το Μοντιανό. Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος/FOSPHOTOS
Βρίσκεστε σε ένα καφέ παρέα με τον Modiano. Τι συζητάτε; Θα είναι το Café de la Jeunesse Perdue (της Χαμένης Νιότης). Θα έχω μπει τρέμοντας. Θα είναι καθισμένος. Δε θα τον αφήσω να σηκωθεί ευγενικά για να με υποδεχθεί. Θα του σφίξω το χέρι. Θα μου χαμογελάσει – το ξέρω. Και τότε θα ’ρθει μέσα μου ξανά, ωραία απρόσκλητη, η φράση που κλείνει το ομότιτλο μυθιστόρημά του: «Αυτό είναι. Αφήσου».
IMG_7314

«Ό,τι απέμεινε» στα τοπία του εσωτερικού μας κόσμου-Λίλα Παπούλα

Έκθεση της Λίλας Παπούλα στην Γκαλερί Σκουφά
Η έκθεση παρουσιάζεται στην Γκαλερί Σκουφά, από τις 16 Οκτωβρίου έως τις 10 Νοεμβρίου


Νοσταλγία, λαβωμένα σπίτια, απώλειες, αποτυπώματα φθοράς, αναμνήσεις αυτού που ήταν κάποτε, τοίχοι που αντέχουν στον χρόνο, αλλά και γράφουν επάνω τους την Ιστορία και τις καθημερινές ιστορίες των απλών ανθρώπων, φωτογραφίες που γίνονται προσωπικές  τοιχογραφίες, συναίσθημα και μνήμη, συνθέτουν την έκθεση ζωγραφικής της εικαστικού Λίλας Παπούλα, με το επίκαιρο τίτλο «Ό,τι απέμεινε».

Παρόντες μόνο με την απουσία τους

Στην έκθεση, που παρουσιάζεται στην Γκαλερί Σκουφά, από τις 16 Οκτωβρίου έως τις 10 Νοεμβρίου, τα έργα της Λίλας Παπούλα, με τη σχεδόν «αυτόματη» γραφή τους, με τις συνεχείς επεμβάσεις και επικαλύψεις, αλλά και με την ίδια την υφή της ματιέρας, αποπνέουν μια αδιόρατα νοσταλγική διάθεση, όχι, όμως, και θλίψη, παρόλο που τα ερείπια, που διαφαίνονται στα έργα της, έχουν τον χαρακτήρα του τελεσίδικα εγκαταλειμμένου και μιας επιτελεσμένης φθοράς, με ανεξίτηλα τα στίγματα της κοινότοπης καθημερινότητας των ανθρώπων που, κάποτε, τα κατοικούσαν και, τώρα πια, μοιάζει να είναι παρόντες μόνο με την απουσία τους.





Η Λίλα Παπούλα.
Οι πολλαπλές ρηγματώσεις, που όλοι βιώνουμε

Η Λίλα Παπούλα εξηγεί: «Η έκθεση “Ότι απέμεινε” είναι συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς μου, με τίτλο “Τόποι”. Τόποι, με την έννοια που εγώ διαφοροποιώ τον τόπο από το τοπίο. Το τοπίο είναι κάτι που, συνήθως, παρατηρούμε, ενώ τον τόπο, κυρίως, τον κατοικούμε.
Tα ερείπια, ως ένας άλλος τόπος, φέρουν τα ίχνη, τα σημάδια του χρόνου που πέρασε και, ταυτόχρονα, του σήμερα. Αυτό το σήμερα της κρίσης, που όλοι μας μέσα σε αυτήν τη χώρα αντιμετωπίζουμε, δεν αναφέρεται μόνο στην οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα που καταρρέουν. Είναι, κυρίως, η ατμόσφαιρα των ανθρώπινων σχέσεων που αλλάζει, αλλά και των ταραγμένων από την κρίση τοπίων του εσωτερικού μας κόσμου. Αυτές οι πολλαπλές ρηγματώσεις, που όλοι βιώνουμε, ήταν το κίνητρο αυτής της δουλειάς».


NEREUS PUBLISHERS
Απόηχοι και σπαράγματα μιας αλλοτινής ζωής

Ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής ΚΜΣΤ, Γιάννης Μπόλης, σημειώνει για την έκθεση: «Με εκκίνηση και οδηγό φωτογραφίες που τράβηξε η ίδια και οι οποίες λειτουργούν ως ένα είδος “ημερολογιακών σημειώσεων”, ερεθισμάτων και μνημονικών ανακλήσεων, η Λίλα Παπούλα παρουσιάζει συνθέσεις, όπου το ατομικό συμβιώνει με το συλλογικό. Τόποι οικείοι και, συνάμα, ανοίκειοι. Απόηχοι και σπαράγματα μιας αλλοτινής ζωής που πέρασε και χάθηκε.

Τα ερείπια της Λίλας Παπούλα γίνονται μεταφορές των ψυχικών ρηγμάτων και της πολυπλοκότητας ενός κατακερματισμένου κόσμου, που έχει απολέσει τις σταθερές και τα σημεία αναφοράς του στη σημερινή παράδοξη και δραματική συγκυρία της αστάθειας, της ρευστότητας και της μετάβασης, έρχονται να δοκιμάσουν τους φόβους και τις ανησυχίες μας, να στοιχειώσουν το μυαλό μας, να χαρτογραφήσουν τους διχασμούς και τις υπαρξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, να εξομολογηθούν την ποιητικότητα της ανολοκλήρωτης προσπάθειας και της ηθικής του αδιεξόδου, να προτείνουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επιστροφής σε ξεχασμένες αξίες, να ενεργοποιήσουν και να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη».


NEREUS PUBLISHERS
Πληροφορίες
Γκαλερί Σκουφά: Σκουφά 4 - Κολωνάκι, τηλ.: 210 3643025. Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο: 10:00 - 15:30, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή: 10:00 - 15:30 και 17:30 - 21:00, Κυριακή: κλειστά.

Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς


 Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς

Φραγκίσκη Aμπατζοπούλου μας παραχώρησε και δημοσιεύουμε την συνέντευξή της στην Μαρία Τσάτσου και σε γραπτή μορφή, στην οποία έχουν διορθωθεί τα ολισθήματα του προφορικού λόγου. Oι αναγνώστες μπορούν να ακούσουν απόσπασμα της μαγνητοφωνημένης συνέντευξης σε ηχητική μορφή.    


Μ.Τ. Πρόσφατα πέρασε στην αιωνιότητα αυτός που όσο ζούσε ήταν για πολλούς ο μεγαλύτερος ζων ποιητής της Ελλάδας. Ένας ποιητής που έζησε σε θεληματική απομόνωση έξω από τις ανόητες φανφάρες και τα βραβεία, ένας ποιητής που δεν επεδίωξε να τιμηθεί, και φυσικά δεν τιμήθηκε από την  ελληνική πολιτεία. ¸νας ποιητής που δεν δημιούργησε αυλή, δεν είχε διασυνδέσεις με το κατεστημένο, δεν παρίστανε τον δάσκαλο, αλλά που υπηρέτησε την ποίηση ψυχή τε και σώματι, αδιάλειπτα με πείσμα, με συνεχώς ανανεούμενη γνώση, με τη μαεστρία μοναδικού βιρτουόζου της ανθρώπινης ψυχής και της γλώσσας. Ο λόγος για τον Επαμεινώνδα Χ. Γονατά , τον δημιουργό, τον ποιητή, τον μεταφραστή, ακόμη-ακόμη, τον ζωόφιλο.   
        Παράλληλα με το ποιητικό του έργο, ο Ε.Χ. Γονατάς υπήρξε και αριστοτέχνης μεταφραστής δύσκολων και απαιτητικών κειμένων τα οποία ανέδειξε με μοναδικό τρόπο καθώς οι λεπτοδουλεμένες μεταφράσεις του έχουν την αξία πρωτότυπων ποιητικών έργων, μέσα από τα οποία αναδεικνύεται ως εξαιρετικός τεχνίτης της γλώσσας και ταυτόχρονα δημιουργός. 
        Γι' αυτόν τον άνθρωπο και ποιητή που η ποίηση ήταν το δέρμα του αλλά και η καρδιά του και το μυαλό του που δεν παλιώνει ποτέ, αλλά όσο πιο πολύ τον διαβάζεις, τόσο περισσότερο παραδίνεσαι στη μαγεία της ποίησης και της ματιάς του, παρακαλέσαμε σήμερα, τη στενή του φίλη και μελετήτρια του έργου του, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου να απαντήσει σε μερικά ερωτήματα. 
        Φραγκίσκη Αμαπατζοπούλου τι ήταν λοιπόν για σας ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς; Πως ξεκίνησε η γνωριμία σας;  Μέσα από τα βιβλία ή κάπως αλλιώς;

Φ.Α.  O E.X. Γονατάς υπήρξε για μένα ένας σπουδαίος συγγραφέας, ένας από τους σημαντικότερους που εμφανίστηκαν μετά τον πόλεμο, και ένας μεγάλος φίλος.
        Πρώτα γνώρισα τα βιβλία του. Συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του 70 έψαχνα βιβλία του Δημήτρη Παπαδίτσα, και στο Bιβλιοπωλείο της Eστίας μου έδωσαν τα δυο τεύχη της Πρώτης Ύλης(1959 και 1961), του περιοδικού που εξέδωσαν με τον E.Γ. Γονατά. Όταν διάβασα τα κείμενά του γοητεύτηκα, αναζήτησα και άλλα, και στο ίδιο βιβλιοπωλείο βρήκα κι ένα αντίτυπο από τις Aγελάδες. Tον ίδιο τον Γονατά τον γνώρισα το 1979, όταν ετοίμαζα μια ανθολογία υπερρεαλιστών που εκδόθηκε με τίτλο «Δεν άνθησαν ματαίως…». Στην ανθολογία αυτή ήθελα να περιλάβω όχι μόνο τους καθαρόαιμους υπερρεαλιστές, όπως ο Eμπειρίκος και ο Eγγονόπουλος, αλλά και άλλους ποιητές που δέχθηκαν την επίδραση του κινήματος. Ήθελα λοιπόν να χρησιμοποιήσω κείμενα του E.X. Γονατά. Mε όλο τον φόβο μου -κυκλοφορούσε η φήμη ότι είναι απρόσιτος-του τηλεφώνησα. Θυμάμαι πως το τηλέφωνό του μου το έδωσε ο ποιητής και αγαπητός φίλος ¸κτωρ Kακναβάτος. O Γονατάς συμφώνησε να συναντηθούμε και να του περιγράψω τι σκόπευα να κάνω στην ανθολογία. Όταν του εξήγησα, ενθουσιάστηκε, γιατί βασικά επρόκειτο για μια ανθολογία με κείμενα αιρετικών ελλήνων ποιητών, και συμφώνησε να περιληφθούν κείμενά του, εξηγώντας μου ωστόσο ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του υπερρεαλιστή, αλλά ότι θήτευσε πλάι στον Nίκο Eγγονόπουλο, και οπωσδήποτε τον ενδιέφερε αυτό το κίνημα στην τέχνη.
        H γνωριμία μας εξελίχθηκε σε βαθιά φιλική και πνευματική επικοινωνία που κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του. Συνεργάστηκα στην έκδοση του βιβλίου του για τον Γιώργο Mακρή, που είχα γνωρίσει κι εγώ και με είχε εντυπωσιάσει, κι επίσης στη μετάφραση των ποιημάτων του Wols. Aπό το 1985, η εργασία μου στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης δεν μου επέτρεπε να τον βλέπω συχνά,-περισσότερο επικοινωνούσαμε τηλεφωνικώς -αλλά τότε άρχισε μια νέα περίοδος σχέσης μου με τον Γονατά: άρχισα να διδάσκω συστηματικά τα κείμενά του, στο πλαίσιο διαφόρων μαθημάτων.
        O E.X. Γονατάς καλλιέργησε τη μορφή που ονομάζουμε σύντομη πρόζα, ή καλύτερα μια μορφή κειμένων που ανήκουν στη ρευστή περιοχή ανάμεσα σε ποίηση και πρόζα, κι αυτό ακριβώς κάνει στα αφηγήματα της Kρύπτης (1959), του Bάραθρου (1963), των Aγελάδων (1963), και του τελευταίου βιβλίου του Tρεις δεκάρες (2006), ενώ στα δυο εκτενέστερα αφηγήματα O ταξιδιώτης (1945), O φιλόξενος καρδινάλιος (1986) και H προετοιμασία (1991), δοκιμάζει μια μορφή φανταστικού πεζογραφήματος με έντονα αλληγορικό στοιχείο. Πρόκειται για πεζά κείμενα που δημιουργούν έντονα μια «ποιητική κατάσταση», χωρίς να είναι ποιήματα ή λυρικές πρόζες. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το έργο του Γονατά προσφέρεται κατ' εξοχήν για να εξετάσουμε -ή να επανεξετάσουμε- το πρόβλημα του γένους, ποιητικού ή πεζού, στην Eλλάδα, σε σχέση με το είδος του σύντομου αφηγήματος, όπως αυτό διαμορφώνεται στην Eυρώπη και τις HΠA, από τους Γερμανούς ρομαντικούς, από τον Poe, τον Baudelaire και τον Stevenson, μέχρι τον Kafka και τον Borges.
M.T.  Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου ποια πιστεύετε πως είναι η θέση του Ε. Χ. Γονατά στη νεοελληνική λογοτεχνία και διεθνώς;
Φ.Α.  Στην Eλλάδα έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες ταξινόμησης ή γενικού χαρακτηρισμού του έργου του Γονατά: τον έχουν χαρακτηρίσει συγγραφέα του φανταστικού, παραδοξογράφο κλπ. Ένα βασικό ερώτημα που απασχολούσε ήταν εάν έγραφε ποίηση ή πρόζα. Eίναι γνωστό ότι δεν έχει περιληφθεί σε ανθολογίες ποίησης αλλά ούτε και πεζογραφίας, όπως αυτές των εκδόσεων Σοκόλη, ακριβώς εξαιτίας της αμηχανίας των επιμελητών σχετικά με το είδος που εκπροσωπεί.
        Oι κριτικοί μας, ειδικά οι παλιότεροι, -γιατί ο Γονατάς άρχισε να δημοσιεύει από το 1945-, στην περίπτωση του δείχθηκαν αρκετά μικρόψυχοι, και εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως αυτή του Παν. Mουλλά και του Nτίνου Xριστιανόπουλου) δεν του αναγνώρισαν την ιδιαίτερότητά του και εξαντλήθηκαν στην αναζήτηση επιδράσεων. H αναγνώρισή του έγινε μόνο πρόσφατα. Kαι είναι εύλογο, γιατί είναι πιο εύκολο για τον κριτικό να κρίνει ένα συμβατικό είδος, π.χ. το ρεαλιστικό μυθιστόρημα ή διήγημα αναζητώντας μέτρο σύγκρισης στην δική μας παραγωγή. Όμως, έχω τουλάχιστον δυο μαρτυρίες για την πρόσληψη του Γονατά από ένα ξενόφωνο κοινό. H πρώτη είναι του Γάλλου ποιητή Pierre Bettencourt, που διάβασε κείμενά του σε γαλλική μετάφραση, και μου είπε ότι το αφήγημα «H επίσκεψη», από το βιβλίο Oι Aγελάδες θεωρεί ότι είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Tο ίδιο μου είπε κι ένας μεταπτυχιακός φοιτητής μου από την Λατινική Aμερική, που γνώριζε καλά τόσο την ελληνική όσο και την ισπανόφωνη λογοτεχνία. Mάλιστα το κείμενο αυτό ήθελε να το μεταφράσει στα ισπανικά. Tελικά το μετέφρασε άλλος σε ένα μικρό βιβλίο με διάφορα κείμενα του Γονατά που κυκλοφόρησε στην Iσπανία. 
        O E.X. Γονατάς γνώριζε άριστα την ξένη λογοτεχνία, και το έργο του μπορούμε να το εξετάσουμε πλάι σε αυτό ξένων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το σύντομο αφήγημα, όπως οι Γερμανοί προρομαντικοί και ρομαντικοί συγγραφείς: ο Von Kleist, o Lichtenberg, οι συγγραφείς της φανταστικής λογοτεχνίας, και όλοι εκείνοι που αντιτίθενται στη ρεαλιστική αναπαράσταση. Aναφέρομαι σε συγγραφείς κειμένων που πολύ εύστοχα η Aμερικανίδα κριτικός Rosemary Jackson ονόμασε «λογοτεχνία της ανατροπής» (literature of subversion). H λογοτεχνία αυτή περιλαμβάνει κείμενα του Γκόγκολ, του Nτοστογιέφσκι, όπως ο Σωσίας και διάφορα διηγήματα, του Kάφκα, του Mπόρχες. Πρόκειται για κείμενα που δεν έχουν το αντίστοιχό τους στη νεοελληνική παράδοση, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Μ.Τ.  Θα μπορούσατε να ονομάσετε τον Ε.Χ. Γονατά υπερρεαλιστή ποιητήΜιλήσατε προ ολίγου για θητεία σε ποιους δασκάλους λοιπόν θήτευσε;
Φ.Α.  Ένα πράγμα που κατάλαβα όταν άρχισα να μελετώ συστηματικά το έργο του, είναι ότι τον Γονατά είναι αδύνατο να τον κατατάξει κανείς σε μια σχολή ή ένα κίνημα, όπως π.χ. ο υπερρεαλισμός. Eπίσης δεν υπηρέτησε ειδικά κάποιο λογοτεχνικό είδος, όπως η φανταστική λογοτεχνία. H φανταστική λογοτεχνία είναι ένα ιστορικό είδος, που άνθησε στο τέλος του 18ου και στον 19ο αιώνα στη Γερμανία με τον E.T.A. Hoffmann, και στη Γαλλία με τους Cazotte, Charles Nodier, Théophile Gautier. Prosper Merimée και πολλούς άλλους. Συνήθως πρόκειται για μακροσκελή διηγήματα με φαντάσματα, σωσίες, βαμπίρ. Tην αγαπούσε αυτή τη λογοτεχνία, γιατί ήταν πολύ κοντά στις δικές του στοχαστικές αναζητήσεις-κυρίως ως προς το ζήτημας της αντινομίας ύλης και πνεύματος, συνειδητού και ασυνείδητου- αλλά ο ίδιος προσπάθησε να κάνει κάτι διαφορετικό. Tο μεγάλο κέρδος για μένα ήταν ότι από τα ερεθίσματα που έδινε το έργο του, από τα θέματα που ενετόπιζα σ’ αυτό ξεκινούσα την έρευνα στη θεωρία της αφήγησης, της φανταστικής λογοτεχνίας, του θέματος της μεταμόρφωσης και του σωσία, κλπ. Mέσα από τη συνεχή ενασχόληση και διασταύρωση κειμένων και θεωρίας διαπίστωσα ότι διαμόρφωσε ένα δικό του ύφος, μια προσωπική τεχνική. Kαι οι επιδράσεις του θα πρέπει να ανιχνευθούν σε μια τεράστια ποικιλία συγγραφέων που διάβαζε, και στα βιβλία της εκπληκτικά πλούσιας βιβλιοθήκης του.
        O Γονατάς δεν διάβαζε ειδικά τους υπερρεαλιστές και δεν αγαπούσε τον Mπρετόν ως ποιητή, ούτε τον ενδιέφερε η φιλοσοφία του υπερρεαλισμού, όμως είχε διδαχθεί πολλά από αυτό το επαναστατικό, πρωτοποριακό κίνημα. Περισσότερο διάβαζε τους προδρόμους του υπερρεαλισμού, όπως ο άγνωστος στην Eλλάδα, Raymond Roussel. Eδώ θα πρέπει να πω ότι ήταν συστηματικός αναγνώστης, και όταν διάβαζε έναν συγγραφέα προσπαθούσε να εξαντλήσει το έργο του - ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες του βιβλιοπωλείου Kάουφμαν, όπου παράγγελνε γαλλικά βιβλία- και φυσικά των παλαιοβιβλιοπωλείων στο Mοναστηράκι.
Μ.Τ.   Ένας επισκέπτης στη βιβλιοθήκη του Ε.Χ. Γονατά τι βιβλία θα εύρισκε;
Φ.Α.  Στη βιβλιοθήκη του μπορούσε να βρει κανείς θησαυρούς, από εντελώς διαφορετικούς χώρους. Yπήρχαν οι μεταφράσεις ινδικών-βραχμανικών κειμένων του Δημητρίου Γαλανού, οι Γερμανοί ρομαντικοί, όπως ο Von Kleist, -νομίζω ότι καθ’ υπόδειξή του μετέφρασε η Tζένη Mαστοράκη ένα σπουδαίο κείμενο, τις Mαριονέττες. Λάτρευε τον Flaubert, που τον θεωρούσε δάσκαλό του, τον Melville, τον Stevenson. H βιβλιοθήκη του εκτός από τα έργα των κλασικών περιλάμβανε και ελληνικά λαϊκά αναγνώσματα, παλιές μεταφράσεις -τον ενδιέφερε η εξέλιξη της γλώσσας. Mεγάλη ήταν η συλλογή του από λεξικά διαφόρων εποχών και ειδικεύσεων, σε μεγάλη ποικιλία που τα είχε πάντα πάνω και δίπλα στο γραφείο του. O Γονατάς αγαπούσε ιδιαίτερα τους Pώσους συγγραφείς. Λάτρευε τον Nτοστογιέφκι αλλά η μεγάλη αδυναμία του ήταν ο Tσέχωφ, ιδιαίτερα του «Mαύρου καλόγερου», ενός διηγήματος που περιγράφει εξαιρετικά μια κατάσταση παραίσθησης. Aγαπούσε τον σχεδόν άγνωστο στην EλλάδαNικολάι Λιεσκώφ, δάσκαλο του Tσέχωφ. Tελευταία διάβαζε περισσότερο τους μινόρες: Tον Oλιέσα, τον Aλεξάντερ Γκρίν, που μια νουβέλα του, O κυνηγός των αρουραίων, μεταφράστηκε στα ελληνικά με δική του προτροπή, τον Pεμίζοφ, τον Kουπρίν. Aγαπούσε πολύ τον Iσαάκ Mπάμπελ, κι ακόμη περισσότερο τον Iβάν Mπούνιν. Eίχε ό, τι βιβλίο τους έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και στα γαλλικά, και πολύ συχνά τους συνέκρινε ψάχνοντας να βρει ποιος είναι ο καλύτερος. Aυτούς τους συγγραφείς θεωρούσε δασκάλους του.
M.T.  Σε πολλά κείμενα του Ε.Χ. Γονατά αναγνωρίζουμε ένα ονειρικό στοιχείο. Βλέπετε εσείς σ' αυτό κάποια επίδραση από τον Φρόυντ;
Φ.Α.  Φυσικά στα νιάτα του είχε διαβάσει Φρόυντ, όπως οι περισσότεροι, αλλά δεν τον ενδιέφερε η ψυχαναλυτική-θεραπευτική πλευρά στο έργο του Φρόυντ. Στην αλληλογραφία του με τον Kαχτίτση -μια σπουδαία αλληλογραφία που περιστρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά σε ζητήματα της τέχνης- γράφει ότι δεν εμπιστεύεται την απλή καταγραφή ονείρων στην τέχνη. O ίδιος χρησιμοποίησε υλικό από όνειρα, όμως αναπλασμένο. Nομίζω ότι περισσότερο τον επηρέασαν συγγραφείς, παλιότεροι από τον Φρόυντ, που χρησιμοποίησαν το ονειρικό στοιχείο, όπως ο Novalis, και κυρίως ο Jean Paul Richter.
M.T.   Από τους Έλληνες συγγραφείς ποιους αγαπούσε περισσότερο;
Φ.Α.  Ως δάσκαλό του από τους ζώντες συγγραφείς θεωρούσε τον Eγγονόπουλο, με τον οποίο, όταν ήταν νέος, έκανε καθημερινή συντροφιά επί τέσσερα χρόνια. Eδώ πρέπει να τονίσω ότι η έννοια του δασκάλου δεν είχε γι’ αυτόν τη σημασία της επίδρασης. O Γονατάς θεωρούσε ότι η θητεία πλάι σε έναν συγγραφέα είναι πολύτιμη, γιατί σε εισάγει στα μυστικά της τέχνης. Xάρη στον Eγγονόπουλο, που ήταν επίσης μανιώδης αναγνώστης και μπορούσε να απαγγείλει από στήθους Σολωμό και Kαβάφη, ο Γονατάς είχε γνωρίσει πολλούς συγγραφείς, Έλληνες, Γάλλους και Γερμανούς, και επίσης διδάχθηκε αξίες που ήσαν περισσότερο ηθικές, όπως η επιμονή, η απόλυτη αφοσίωση στην τέχνη ως στάση ζωής.
        Aπό τους Έλληνες συγγραφείς αγαπούσε τον Παπαδιαμάντη, τον Bιζυηνό και τον Mιχαήλ Mητσάκη. Mάλιστα γι’ αυτόν τον τελευταίο πίστευε ότι αν δεν είχε το γνωστό τραγικό τέλος, θα ήταν ο πρώτος νεοτερικός συγγραφέας στην Eλλάδα. O παιδικός του φίλος Άγγελος Kαράκαλος είχε βρει και επιμεληθεί τα γαλλικά ποιήματα του Mητσάκη, με τη συνεργασία του. Γενικά αγαπούσε τους αιρετικούς συγγραφείς, κι ας ήταν μινόρες.
        Σε κάποιες απόψεις του ο E.X. Γονατάς έφτανε στα άκρα, και πιστεύω πως αυτό συνέβαινε γιατί ήθελε να υπηρετήσει όσο μπορούσε περισσότερο το διαφορετικό είδος που ο ίδιος καλλιέργησε με μοναδική προσήλωση, ένα είδος που εναντιωνόταν στη ρεαλιστική σύμβαση που κυριάρχησε στην Eλλάδα. Tο λεγόμενο ρεαλιστικό μυθιστόρημα δεν το θεωρούσε τέχνη. Tο ίδιο και το αντι-μυθιστόρημα, ή τους πειραματισμούς νεότερων λογοτεχνών. Στο σημείο αυτό συχνά διαφωνούσαμε.
        O Γονατάς θεωρούσε ότι αυτός κάνει πραγματικό ρεαλισμό, και ότι όσα γράφει είναι βιωμένα, περιλαμβάνοντας και τον κόσμο του ασυνείδητου. Γι’ αυτόν η τέχνη ήταν προπάντων σύνθεση, δημιουργία, συνεπώς ανασυνέθετε και ανασυνέπλεκε ως παρατηρητής διάφορες εικόνες, σκέψεις, δίνοντάς τους κάθε φορά μια συνεκτική μορφή μικρής ιστορίας. H συντομία, οι σύντομες μορφές που χρησιμοποίησε, θυμίζουν περισσότερο παραβολή, απόσπασμα, φιλοσοφικό παραμύθι, παρά διήγημα.
        Ένα είναι βέβαιο, ότι ο Γονατάς ήταν επί της ουσίας νεοτερικός, γι’ αυτό ήθελε η υπονόμευση του παλιού, της παράδοσης, να γίνεται σε βάθος, μέσα από την ίδια την παράδοση. Δεν υιοθετούσε ποτέ την πλήρη ανατροπή των λογοτεχνικών συμβάσεων, αλλά την παρέκκλιση από αυτές. Στα κείμενά του θέτει προσδοκίες τυπικής ρεαλιστική γραφής, και μετά τις υπονομεύει, τις αναιρεί. Ξεκινά με συνήθη τρόπο, παρουσιάζοντας πρόσωπα με συγκεκριμένα ονόματα, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, όπως στη ρεαλιστική αφήγηση, όμως όσο η αφήγηση εξελίσσεται, αυτές ακριβώς οι ρεαλιστικές συμβάσεις υπονομεύονται συνεχώς από το στοιχείο του «ανοίκειου», έτσι όπως το περιέγραψε ο Φρόυντ, δηλαδή ως μια αόρατη απειλή, κι αυτό γίνεται με την τεχνική των αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων, της παρεμβολής υλικών από το όνειρο, και -εξηγούμαι-, όχι από αυτούσια όνειρα. ¸τσι το τέλος των κειμένων του, αντίθετα από αυτά που ακολουθούν τις συμβάσεις της ρεαλιστικής αναπαράστασης, παραμένει αβέβαιο, αμφίσημο, αινιγματικό. Aυτές οι συνεχείς υπονομεύσεις κρατούν τον αναγνώστη σε μια συνεχή αμφιβολία, που σίγουρα αποτελεί στοιχείο της υψηλής, και γι’ αυτό δύσκολης τέχνης-ας θυμηθούμε το χαμόγελο της Tζοκόντας.
        O Γονατάς χρησιμοποίησε με εντελώς προσωπικό τρόπο τους γλωσσικούς μηχανισμούς της μεταφοράς, επιδιώκοντας τη συνεχή εναλλαγή ανάμεσα σε δύο επίπεδα ανάγνωσης, το κυριολεκτικό και το μεταφορικό. Πιστεύω πως αυτή η τεχνική της εναλλαγής ερεθίζει τη φαντασία και δραστηριοποιεί τη σκέψη του αναγνώστη και προσδίδει βάθος και μυστήριο στο κείμενο
M.T. Πως ήταν στην καθημερινή του ζωή ο Ε.Χ. ΓονατάςΤι άνθρωπος ήταν;
Φ.Α. Πως να σας δώσω μια εικόνα; Eυτυχώς υπάρχει ένα μοναδικό ντοκουμέντο, το ντοκιμαντέρ που γύρισε η Eύα Στεφανή, «Eπισκέψεις στο σπίτι του E.X.Γονατά». Tο παράξενο σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ είναι ό, τι ο Γονατάς ελάχιστα μιλά για την τέχνη, και πάντως όχι τη δική του, αλλά μιλά πολύ για τη φύση και τα ζώα, τόσο που οι γείτονές του που το είδαν, και αγνοούσαν τη συγγραφική του ιδιότητα, νόμιζαν ότι είναι βοτανολόγος, κτηνίατρος ή κάτι τέτοιο. 
       O E.X. Γονατάς ήταν τελειομανής σε ό, τι έκανε. Eργάστηκε ως δικηγόρος μέχρι τα εξήντα του και, παρόλο που δεν του άρεσε αυτό το επάγγελμα αλλά ήταν μόνο ένας τρόπος βιοπορισμού, προσπαθούσε να το ασκήσει με συνέπεια. Eίχε ένα γραφείο με έναν φίλο του αριστερό, Mακρονησιώτη. O ίδιος δεν έκανε ποτέ παραστάσεις στο δικαστήριο, έγραφε μόνο τις προτάσεις. Όταν συνταξιοδοτήθηκε, άρχισε να ξαναδημοσιεύει μετά από μια παύση πολλών χρόνων. Tα κείμενά του τα δούλευε πολύ, με προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια. Zητούσε πάντα τη γνώμη της αγαπητής μας φίλης και εξαίρετης φιλολόγου Λίας Γκέσουρα, που τον βοηθούσε τα τελευταία χρόνια στις διορθώσεις. Yπήρξε ολιγογράφος, και αυτό ήταν ο καημός του. Όμως, προσωπικά, πιστεύω ότι με τα επτά βιβλία του που ανέφερα προηγουμένως έχει δώσει ένα έργο ολοκληρωμένο, κι ό,τι η ιδιαιτερότητα αυτού του έργου αντισταθμίζει την ποσότητα. Tα κείμενά του, τόσο πλούσια σε σημασίες, κατορθώνουν κάτι που δεν έχει το αντίστοιχό του στη σύγχρονη λογοτεχνία μας, κι αυτό το έργο συμπληρώνεται με τις δημιουργικές μεταφράσεις του (Ivan Goll, Wols, Flaubert, Antonio Porchia, Coleridge, Lichtenberg) που δείχνουν και τις καλλιτεχνικές προτιμήσεις του.
       O Ε.Χ. Γονατάς ήταν ένας ερασιτέχνης ανθρωπολόγος και ηθολόγος. Mελετούσε την ψυχολογία και τη συμπεριφορά ανθρώπων και ζώων. O ίδιος ήταν λάτρης της φύσης και μνημειώδης ζωόφιλος, όπως και η σύζυγός του Άννα Kατεβαίνη, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Στα νιάτα του ήταν συντροφευμένος από τα δυο του σκυλιά, τον Bερν και την Kαιτούλα. Mετά το θάνατό τους, που του κόστισε πολύ, δεν ξαναπήρε σκυλιά, αλλά είχε αμέτρητες γάτες, όλες με ονόματα, και ειδικά την αγαπημένη του Λίζα που ήταν και η συντροφιά του ως το τέλος της ζωής του -πέθανε τρεις μέρες πριν από τον θάνατό του. Στο σπίτι υπήρχαν ζώα και πουλιά όλων των ειδών: ένας σκαντζόχοιρος, πάπιες, υπέροχα χρυσόψαρα σε μια μεγάλη στέρνα. Aντιμετώπιζε με σεβασμό και στοργή όλα τα ζωντανά πλάσματα και μελετούσε προσεκτικά τις συμπεριφορές τους. Όμως πιστεύω ότι αυτή η αγάπη για το ζωικό βασίλειο στηριζόταν σε μια φιλοσοφική-στοχαστική βάση: ο E.X. Γονατάς πίστευε σε μια φιλοσοφία της φύσης, όπως αυτή των Γερμανών ρομαντικών, που απέβλεπε στη σύνθεση, στην ενότητα. Tον ενδιέφεραν όλες οι θεωρίες που έτειναν προς αυτή τη σύνθεση, προς ένα ενιαίο όλον, ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση των υπερρεαλιστών, «όλα σε Ένα».
        Eπεκράτησε η φήμη ότι ήταν εσωστρεφής και απρόσιτος. Aυτό δεν αληθεύει. Ήταν απρόσιτος, αλλά μόνο για τους «κυνηγούς της δόξας». O E.X. Γονατάς εκτιμούσε όσο τίποτε άλλο τη φιλία, και ήταν πάντα περιστοιχισμένος από φίλους, που διάλεγε όμως με προσοχή, γιατί διαισθανόταν αμέσως το ψεύδος και την υποκρισία. Φίλοι του ήσαν απλοί άνθρωποι, και ο ίδιος ήταν πιστός φίλος, αφοσιωμένος και απίστευτα γενναιόδωρος. 
       Σε ζητήματα της τέχνης ο E.X. Γονατάς ήταν αμείλικτος. Tον απωθούσε η ευκολία. Δεν τον ενδιέφερε η προβολή του, και η δημοσιότητα τον τάραζε. Έδωσε μόνο δυο συνεντεύξεις, στη Mικέλα Xαρτουλάρη και στο περιοδικό Διαβάζω, που του έκανε ένα αφιέρωμα (τ. 444, 2003), και εμφανίστηκε μόνο μια φορά στην τηλεόραση, στο ντοκιμαντέρ της Eύας Στεφανή.

Μ.Τ. 
Πιστεύω ότι τα κείμενα του Γονατά θα πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Φ.Α. Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Tα κείμενα του Γονατά μπορούν να διδαχθούν και να είναι χρήσιμα ακόμη και στο δημοτικό σχολείο, ιδιαίτερα αυτά στα οποία γίνονται αναφορές στο ζωικό βασίλειο, και ρίχνουν ένα διαφορετικό φως στη φύση, ενώ παράλληλα καλλιεργούν τη φαντασία. Όμως θεωρώ ότι η διδασκαλία των κειμένων του είναι πολύτιμη κυρίως στην ανώτατη εκπαίδευση. Όπως σας είπα προηγουμένως, έχω διδάξει επί χρόνια τα κείμενά του σε διαφορετικά θεωρητικά πλαίσια. Aισθάνομαι ότι στο σημείο αυτό πρέπει να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, γιατί διδάσκοντας τα κείμενά του διδάχτηκα πρώτ’ απ’ όλα εγώ η ίδια. Γιατί η διδασκαλία προϋποθέτει την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση, την λεπτομερή ανάλυση και τη σύγκριση, που υποχρεώνει σε πιο σύνθετους προβληματισμούς και στην αντίστοιχη έρευνα. 
       Aυτό που θα ‘θελα να τονίσω είναι ότι το έργο του Γονατά μας υποχρεώνει να εξετάσουμε τη σχέση ποίησης –πρόζας. Eίναι ολοφάνερο ότι ο Γονατάς επιχειρεί μια ανάμιξη ειδών: χρησιμοποιεί τα υλικά της ποίησης για να φτιάξει ένα πεζό αφήγημα, που δεν είναι πάντα λυρική πρόζα. Mε τον τρόπο αυτό μας οδηγεί να σκεφτούμε τα δυο είδη και τη βαθύτερη σημασία τους και, ειδικότερα, τη λειτουργία της αναπαράστασης και τα όριά της. Mας δείχνει ότι η κυρίαρχη, η πιο συνηθισμένη στο μυθιστόρημα, ρεαλιστική αναπαράσταση τίθεται ως πιστό αλλά και πλαστό αντίγραφο του κόσμου, ενώ υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος αναπαράστασης, που καλύπτει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας και επικαλείται τη διαίσθηση, την ενόραση, το όραμα. Για τους παραπάνω λόγους πιστεύω πως τα κείμενά του προσφέρονται ως ιδεώδες πεδίο για να εξετάσουμε το λογοτεχνικό φαινόμενο, μέσα από διαφορετικά θεωρητικά πλαίσια. 
       H απήχηση του έργου του στους φοιτητές ήταν εκπληκτική. Διδάσκονταν μιαν άλλη λογοτεχνία, πιο πλούσια σε ερεθίσματα και αυτό τους γοήτευε και τους παρακινούσε να ασχοληθούν με την έρευνα, και με τη θεωρία της λογοτεχνίας. Mε εντυπωσιάζουν ακόμη οι εργασίες που έκαναν οι φοιτητές μου σε προπτυχιακό και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, όπως η θαυμάσια διπλωματική εργασία της Γιάννας Δεληβοριά.  
Μ.Τ. Μετά από όλα αυτά που μου είπατε αναρωτιέμαι αν ο Γονατάς ήταν λίγο θυμωμένος με τους σύγχρονους κριτικούς.  
Φ.Α. O E.X. Γονατάς δεν κολάκεψε ποτέ τις αναγνωστικές συνήθειες του κοινού και των κριτικών. Όταν πρωτοεμφανίστηκε ήταν μπροστά από την εποχή του. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νεότεροι αναγνώστες και κριτικοί τον κατάλαβαν περισσότερο και τον αγάπησαν. Kατανοούσε ότι επιχειρεί κάτι δύσκολο και διαφορετικό, γι’ αυτό δεν δυσανασχετούσε και, κυρίως, δεν πτοούνταν από τη σιωπή που τήρησαν οι άνθρωποι της γενιάς του γύρω από το «μικρό εργάκι» του, όπως ο ίδιος ονόμαζε το έργο του. Κανείς δεν μπορούσε να κλονίσει τις βεβαιότητές του. Ωστόσο άκουγε προσεκτικά τη γνώμη εκείνων έδειχναν να κατανοούν τα κείμενά του, και πάντα ζητούσε τη γνώμη των στενών του φίλου πριν από μια δημοσίευση. Ήταν άνθρωπος βαθιά στοχαστικός αλλά όχι θεωρητικός: του άρεσε η απλότητα. Mια φορά που έγραψα κάτι πιο θεωρητικό για το έργο του, -θυμάμαι ειδικά μιαν ανακοίνωσή μου σε επιστημονικό συνέδριο με τίτλο «Tο θέμα της μεταμόρφωσης στο έργο του E.X. Γονατά»-, ευχαριστήθηκε αλλά τη διάβασε μάλλον διαγωνίως. Περισσότερο τον ευχαριστούσαν τα κείμενα κριτικής σε γλώσσα απλή και κατανοητή. Kαι κυρίως τον ευχαριστούσε η αγάπη των νέων, οι εργασίες των φοιτητών.
Μ.Τ. Θα θέλατε να μας πείτε κάτι για το τελευταίο του βιβλίο Τρεις δεκάρες;
Φ.Α. Tο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο Tρεις δεκάρες, κυκλοφόρησε λίγες μέρες μετά τον θάνατό του. Tο έγραψε ήδη άρρωστος, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του. Tι να πω για το βιβλίο αυτό; Στα μικρά του αφηγήματα, με έντονα βιωματικό και ταυτόχρονα αινιγματικό χαρακτήρα, συνοψίζεται όλη η αισθητική του, η τεχνική μαεστρία του, και προπάντων η στοχαστική -ή, καλύτερα, αναστοχαστική - στάση του. Θα προσπαθήσω να το χαρακτηρίσω με ελάχιστες λέξεις: είναι ένα βιβλίο για τις σπαρακτικές αντινομίες των ανθρώπινων, που αποδίδονται με εκπληκτική αμεσότητα αλλά επιτυγχάνουν να διεγείρουν μοναδικά τη σκέψη και τη φαντασία.

Μ.Τ. Η POETICANET και εγώ σας ευχαριστούμε πολύ. 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Παρουσίαση του βιβλίου της Μ. Καραγάτση ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ ΤΟΥ '70 στο Θέατρο Πορεία



Οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ και το ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΕΙΑ
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του
φωτογραφικού λευκώματος της 

ΜΑΡΙΝΑΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ ΤΟΥ ‘70
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί 
στο Θέατρο ΠΟΡΕΙΑ 
(Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69)
την Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014, ώρα 20.00





Ομιλητές:

Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός
Δημήτρης Ι. Κυρτάτας, ιστορικός
Σταύρος Πετσόπουλος, εκδότης της «Άγρας»
και η Μαρίνα Καραγάτση



Μετά τις ομιλίες, θα προβληθεί το βίντεο της Κινηματογραφικής Λέσχης Άνδρου
«Η Μαρίνα Καραγάτση φωτογραφίζει την Άνδρο του‘70»
με super 8 λήψεις εκείνης της εποχής.



ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΕΙΑ
Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλ. Βικτωρίας,
τηλ. 210 8210991, 210 8210082

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Νομπέλ Λογοτεχνίας Γουίνστον Τσόρτσιλ

Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο «νικητής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», τιμήθηκε το 1953 με το Νομπέλ Λογοτεχνίας για τα απομνημονεύματά του

Οδηγός επιβίωσης για επίδοξους νομπελίστες
Η ιστορία του Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 1901 ως το 2011, μαζί με χρήσιμες οδηγίες για όσους συγγραφείς θα ήθελαν να το αποκτήσουν στο μέλλον

Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε σε μια μεγάλη παρέα επιχειρήστε αυτό το μικρό πείραμα: ρωτήστε με ποιο Νομπέλ τιμήθηκε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ. Οι περισσότεροι θα σας απαντήσουν με βεβαιότητα: το Νομπέλ Ειρήνης. Αν κάποιοι διστάσουν δεν είναι επειδή σκέφτονται κάτι άλλο, αλλά επειδή απορούν με την ερώτησή σας. Και όμως, ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, ο «νικητής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου», τιμήθηκε το 1953 με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, για την καλλιέπεια και τις εκφραστικές αρετές των Απομνημονευμάτων του. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από το τέλος του πολέμου.

Εχουν άδικο όσοι ισχυρίζονται ότι πολιτικά κριτήρια υπαγορεύουν τις επιλογές της επιτροπής για το Βραβείο Νομπέλ; Η Σουηδική Ακαδημία το αρνείται. Πώς όμως να εξηγήσει, με αισθητικά κριτήρια, την απόφαση μιας επιτροπής να εγκαινιάσει το νέο βραβείο το 1901 τιμώντας τον Γάλλο Σιλί Πριντόμ και όχι τον Λέοντα Τολστόι, τον Αντον Τσέχοφ ή τον Μαρκ Τουέιν; Ο Τζόις, ο Προυστ και ο Μπόρχες δεν το πήραν ποτέ.

Ποιος θυμάται τον Πολωνό Χένρικ Σιενκιέβιτς και τον Γερμανό Πάουλ Χέιζε; Η βράβευση του Λουίτζι Πιραντέλο επιδοκιμάστηκε ομόφωνα, αλλά διαβάσαμε στον Τύπο αντιδράσεις για την «ατάλαντη» Ελφρίντε Γέλινεκ που γράφει «πορνογραφία», την «άγνωστη» Χέρτα Μίλερ με την «πολύ στενή οπτική», τον «πολύ δεξιό» Μάριο Βάργκας Λιόσα και τον «φιλοκαθεστωτικό» Μο Γιαν.

Είναι άξιο απορίας πώς το βραβείο έχει αποκτήσει τέτοιο κύρος, υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Κάρτερ στο βιβλίο του με τον αβανταδόρικο τίτλο Πώς να κερδίσετε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (How to win the Nobel Prize in Literature). Ο Κάρτερ επιχειρεί μια ανασκόπηση της ιστορίας του Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 1901 ως το 2011, προκειμένου να φωτίσει το μυστήριο του Βραβείου Νομπέλ και να δώσει χρήσιμες οδηγίες σε όσους συγγραφείς έχουν βάλει πλώρη για το περίβλεπτο βραβείο.

Οι «υπεράνω» και τα πολιτικά παιχνίδια
Ο επίδοξος νομπελίστας οφείλει κατ' αρχάς να προσφέρει έργο προς μια «ιδανική» κατεύθυνση, αν και αποτελεί γλωσσολογικό γρίφο τι εννοούσε τελικά ο μακαρίτης Αλφρεντ Νομπέλ στη διαθήκη του με τον όρο «idealisk». Επειτα θα πρέπει να έχει γνωριμίες με πρόσωπα επιρροής σε εθνικές ακαδημίες, εταιρείες λογοτεχνών και πανεπιστήμια, ώστε να τον προτείνουν για το βραβείο, όπως προβλέπει ο κανονισμός. Μην την πατήσει όπως ο Τζέιμς Τζόις, που δεν πήρε ποτέ το Νομπέλ επειδή ποτέ κανείς δεν τον πρότεινε. Στη συνέχεια ας φροντίσει ο φάκελός του να είναι έτοιμος ως τον Φεβρουάριο και ας εύχεται, όταν θα κρίνεται η υποψηφιότητά του, να μην υπάρχουν πιο ισχυροί υποψήφιοι από τη χώρα του και να συμπίπτει η θεματολογία και το ύφος του με τα ενδιαφέροντα της δεκαοκταμελούς κριτικής επιτροπής.

Αυτά για όσους επιθυμούν το βραβείο. Κάποιοι μπορεί να είναι υπεράνω. Ο Σαρτρ το αρνήθηκε το 1964, κατ' αρχήν αντίθετος σε κάθε βράβευση που ιεραρχεί τους ανθρώπους καταργώντας την έννοια της ισότητας. Επιπλέον θεωρούσε ότι οι τιμές καθιστούν το υποκείμενο μέρος ενός θεσμού και περιορίζουν την ελευθερία του. Νωρίτερα, το 1958, είχε αναγκαστεί να το αρνηθεί και ο Πάστερνακ, όχι όμως για λόγους ηθικούς ή ιδεολογικούς, αλλά διότι το σοβιετικό καθεστώς απειλούσε να στείλει την ερωμένη του στα γκουλάγκ.

Οι εντάσεις και οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ψυχρού Πολέμου αποτυπώνονται στην ιστορία του Νομπέλ Λογοτεχνίας και συνδέονται με τις εντονότερες μομφές περί πολιτικών προκαταλήψεων και επηρεασμού των κριτών: ο Νικίτα Χρουστσόφ στα απομνημονεύματά του υποστηρίζει ότι μήνυσε στη Σουηδική Ακαδημία να δώσει το βραβείο στον Μιχαήλ Σόλοχοφ το 1965. Πολιτική, αυτή τη φορά λόγω της κριτικής του στο σοβιετικό καθεστώς, θεωρήθηκε και η επιλογή του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν το 1970. Το χρονικό της βράβευσής του και το πώς η ευχαριστήρια ομιλία του Σολζενίτσιν βγήκε λαθραία σε μικροφίλμ από την ΕΣΣΔ είναι εφάμιλλα των κατασκοπευτικών αφηγήσεων του Τζον Λε Καρέ.

Πάντως, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία του Βραβείου Νομπέλ, τα οποία ανοίγουν 50 χρόνια μετά την κάθε βράβευση, οι περισσότεροι συγγραφείς ήταν υποψήφιοι για μεγάλο χρονικό διάστημα προτού τελικά τους απονεμηθεί το βραβείο και λίγο επηρέασε η πολιτική επικαιρότητα στη βράβευσή τους.

«Αγαπητά μέλη, το παρακάνατε»
Γράψτε ποίηση και μυθιστόρημα, προτρέπει με χιούμορ ο Κάρτερ όσους συγγραφείς επιθυμούν να στολιστούν με το μετάλλιο του Νομπέλ. Καλό είναι και το θέατρο, αλλά μόνον έντεκα δραματουργοί πήραν το βραβείο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Προτιμήστε έργα σοβαρά. Η κωμωδία αντενδείκνυται.

Ενας μοναδικός κωμικός συγγραφέας πήρε Νομπέλ, ο Ντάριο Φο, ο οποίος στην επίσημη διάλεξη που παρέθεσε στη Στοκχόλμη σχολίασε προκλητικά: «Αγαπητά μέλη της Ακαδημίας, παραδεχτείτε το: αυτή τη φορά το παρακάνατε. Πρώτα δώσατε το βραβείο σε έναν μαύρο, έπειτα σε έναν εβραίο. Τώρα το δίνετε σε έναν κλόουν. Τι άλλο θα δούμε ακόμα;».

Το ασιατικό «σύνδρομο» και οι «έξοχοι» Ελληνες
Μελετητής με ευρύ πεδίο ενδιαφερόντων, από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο ως τη γλωσσολογία και την ψυχανάλυση, ο Κάρτερ επισημαίνει και μια ψυχαναλυτική πτυχή του Νομπέλ. Το βραβείο έχει καταλήξει να αποτελεί την υπέρτατη αναγνώριση για μια εθνική λογοτεχνία, γεγονός που προκαλεί, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, το «σύνδρομο Νομπέλ» σε όσες χώρες δεν το έχουν πάρει. Για παράδειγμα, η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα έχουν υποφέρει από αυτό το σύνδρομο. Η ιαπωνική κυβέρνηση έκανε μεγάλη εκστρατεία μετάφρασης και προώθησης των συγγραφέων της ώσπου να πάρει ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα το βραβείο το 1968. Η Κίνα ησύχασε όταν ο εξόριστος στη Γαλλία Γκάο Ξινγιάνγκ πήρε το βραβείο το 2000 και σίγουρα ικανοποιήθηκε περισσότερο με την περυσινή βράβευση του Μο Γιαν. Η Νότια Κορέα ακόμη προσπαθεί...

Θετικά αναφέρεται ο Κάρτερ στους δικούς μας νομπελίστες. Τον Ελύτη τον κατατάσσει μαζί με τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, τον Ελίας Κανέτι, τον Οκτάβιο Πας, τον Σέιμους Χίνι στους «έξοχους συγγραφείς» που η Σουηδική Ακαδημία τους έδωσε με το βραβείο την ευκαιρία να αποκτήσουν ένα διεθνές κοινό. Τον Σεφέρη τον εντάσσει στην ομάδα των συγγραφέων που εκφράζουν τη νοσταλγία του εξόριστου, όπως οι Σοβιετικοί Ιβάν Μπούνιν και Γιόσεφ Μπρόντσκι, οι διπλωμάτες Σεν-Τζον Περς και Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας και ο εβραίος Σμούελ Ανιον, και του αφιερώνει μια ενότητα με τον τίτλο «Η οδύσσεια ενός διπλωμάτη».

Το μουσικό θρόισμα της «Φοινικιάς»

Συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τότε που ο Κωστής Παλαμάς έγραψε τη «Φοινικιά», ένα εκτενές ποίημα το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή «Η Ασάλευτη Ζωή» και ξεχωρίζει για τον πηγαίο λυρισμό του, τους φυσιολατρικούς τόνους και τον συμβολικό του χαρακτήρα


Το 2000, επετειακό έτος Γ. Σεφέρη και δραστικό προέτος Α. Εμπειρίκου, συμπληρώθηκαν τα πρώτα 100 χρόνια από τότε που ο Κωστής Παλαμάς συνέθεσε το «τελειότερο ποίημά» του, ένα έργο «βαλερικό πριν από τον Βαλερί» κατά την κρίση του Γ.Κ. Κατσίμπαλη, το οποίο έχει αξιολογηθεί ως «το πρώτο μεγάλο ποιητικό μας έργο έπειτα από τον Σολωμό και τον Κάλβο» (Ν. Βαγενάς). Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος μάλιστα που προλογίζει την πιο πρόσφατη επανέκδοση της «Φοινικιάς» («Ιδεόγραμμα», 1997) θεωρεί το ποίημα ως «πυρήνα της "Ασάλευτης Ζωής" (αλλά και όλης της παλαμικής ποιήσεως)». Και κατά τη διατύπωση της νωπής σχετικής μελέτης που διαθέτουμε, το ποίημα αποτελεί «την έσχατη και ιδεώδη απόληξη της αναμέτρησης του Παλαμά με τον Σολωμό· αποτελεί την απάντηση στα σολωμικά αποσπάσματα» (Αγορή Γκρέκου). Και μπορεί το Ετος Παλαμά να παρήλθε ανεπιστρεπτί (το 1993 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τον θάνατό του), δεν είναι μάταιο ωστόσο να τελέσουμε την υποτυπώδη εκατονταετηρίδα για το μείζον συμβολιστικό ποίημα της ελληνικής γλώσσας και τον δημιουργό του.

Αναγνωστική λήθη

Ο Παλαμάς, από διαμορφωτής του φιλολογικού γούστου και της λογοτεχνικής κριτικής στην εποχή του, κατά τη μεταπολεμική περίοδο πέρασε στη χορεία των ποιητών που ξεμένουν αζήτητοι στο ράφι και στις ημέρες μας διαβάζονται ελάχιστα. Και μολονότι όσο ζούσε ο ποιητής είχε ευνοηθεί από τη συγκυρία (από την εθνική και κοινωνική ανάταση πριν και μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους ιδιαίτερα), πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι άδικο να μαζεύει σήμερα ατίναχτη σκόνη στα ράφια των βιβλιοθηκών. Οι αιτίες της αναγνωστικής λήθης του παλαμικού ποιητικού έργου (ασφαλώς εξαιρούνται οι φιλολογικές μελέτες που μεστώνουν μέσα στα πλαίσια της ενδοπανεπιστημιακής κυρίως έρευνας) είναι πολλαπλές και τις νύσσω ανάκατα: η μεγάλη σε όγκο παραγωγή, που στις ημέρες μας οπισθογραφείται ως μειονέκτημα οποιουδήποτε ποιητικού έργου· η παλαμική αισθητική, που από το τρέχον γούστο μας κρίνεται παρωχημένη· η ποιητική ιδιόλεκτος η στρατευμένη στο δημοτικιστικό αξίωμα της εποχής με τόση μαχητικότητα, ώστε οι υπερβολές της να την κάμνουν να ακούγεται σήμερα πεποιημένη· το ύφος που δεν αποφεύγει πάντα τον αδικαίωτο στόμφο· προπαντός όμως η φιλοτιμία του ποιητή να ανταποκρίνεται στις σειρήνες της συγκυρίας (επετειακές και άλλες) καθώς και η ενδοτικότητά του να δημοσιεύει («Τίποτε δεν πετάει ο Παλαμάς, τίποτε!» σχολίαζε ο Κ. Π. Καβάφης), όλα τούτα σε συνεργία με την ηθικολογική και απόλυτη (αλλά ενδιαφέρουσα!) απόρριψη του έργου του από τον Γιάννη Αποστολάκη και με τις μικρόχαρες και μεγάθυμες έριδες και υπονομεύσεις μεταξύ των «παλαμιστών» και των «καβαφιστών», είναι μερικές από τις αιτίες της βαριάς αναγνωστικής νάρκης του έργου του.

Μάστορας του στίχου

Σε κάθε περίπτωση, και μολονότι ο ίδιος εγκατέλειψε ομολογημένα το ιδεώδες του «άδολου λυρισμού» για να ενδυθεί το σχήμα του εθνικού ταγού, εν τούτοις στον Κωστή Παλαμά πρέπει, νομίζω, να προσγραφεί η διάκριση του καλύτερου τεχνίτη. Κανένας δεν είναι καλύτερος μάστορας του ρυθμού και του στίχου από τον βραχύσωμο γέροντα· μάστορας με τη σημασία ενός υπαρκτού μέσου όρου: του φυσικού ταλάντου, της ισχυρής βούλησης, της θεωρητικής κατάρτισης, της εμπειρικής αποθησαύρισης και της εκτεταμένης εφαρμογής που σκληραίνει τον κάλο στο μεσιανό δάχτυλο του στιχουργούντος χεριού. Στίχοι σαν τους ακόλουθους της «Φοινικιάς» σπανίζουν στις σελίδες της υψηλής ποίησης: «Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι, / Κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι, / Μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι / Το μαργαριταρένιο στάλαμα και ω πόνοι! ».

Ο καλός ποιητής (ή ο συγγραφέας) προσέχει τον δεύτερο στίχο (ή κεφάλαιο του μυθιστορήματός του)· με τον πρώτο στίχο αναβλύζει το τάλαντο, ενώ από τον συνδυασμό του με τον δεύτερο προδιαγράφεται η αντοχή και παρέχεται η ένδειξη για τη μέση ποιοτική στάθμη του όλου έργου. Στο πιο πάνω τετράστιχο του Παλαμά οι λέξεις απογειώνονται από την καθημερινή τονικότητα χωρίς καμία να απεμπολήσει την κοινόχρηστη σημασία της: η «ανάσταση» σημαίνει, κατ' αρχήν και κατά βάση, το ίδιο και μέσα στο τετράστιχο και στην εξωποιητική της χρήση. Και με την ένταξή της μέσα στο ποίημα η λέξη προσπορίζεται τις σημασίες που γεννιούνται από τις γειτνιάσεις (λ.χ. «λαμποκοπάει ανάσταση») ή αναθρώσκουν από τη συνύφανση της «ανάστασης» με το συνολικό λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί για τη σύνθεση της «Φοινικιάς». (Το ίδιο ισχύει και στο δημοτικό τραγούδι, όπου οι λέξεις απογειώνονται σε σύμβολα χωρίς να κόψουν τον ομφάλιο λώρο τους με τη σημασία που έχουν στην καθημερινή χρήση, λ.χ. η «κάτω γης» στον ακόλουθο στίχο της Μάνης: «Θάρρεψες 'τ' είν' η κάτω γης μήλο να τη γυρίσεις».)

Ο Σεφέρης επιχείρησε την ανάλογη δηλαδή μουσικόλογη, συμβολιστική σύνθεσή του με τη «Στέρνα», που είναι ωστόσο «ποίημα εμφανώς κατώτερο της "Φοινικιάς"», κατά τη γνώμη του Ν. Βαγενά. Με τους 15σύλλαβους του «Ερωτικού λόγου» πάντως το σεφερικό εγχείρημα ανεβάζει τη στάθμη και γίνεται πιο αποτελεσματικό· γενικώς και έτσι όπως καθιζάνουν μέσα μας με τον καιρό (τα ποιήματα αναδιατάσσονται ακόμη και όταν δεν τα ξαναδιαβάζουμε), έχω την εντύπωση πως τα καλύτερα του Σεφέρη είναι τα ρητώς έμμετρά του. Είχα αποτολμήσει να εκθέσω την άποψή μου στον μελετητή και φίλο του ποιητή Γ. Π. Σαββίδη οπότε, εκεί που θαρρούσα πως θα με παραμάζευε, μου χαμογελάει: «Και γιατί δεν τα γράφεις αυτά που λες;». Ο Σεφέρης βρίσκεται πιο κοντά στην αισθητική του Παλαμά παρά στη δική μας· είναι προπολεμικός ποιητής.

Το «γοερό θολόρεμα» της Φοινικιάς, γραμμένο σε ιαμβικό 13σύλλαβο και στο στροφικό σύστημα της ομοιοκατάληκτης οκτάβας (συνολικά: 312 στίχοι σε 39 στροφές), το αφιερώνει ο ποιητής «στο Δροσίνη, που το πρωτάκουσε». Ποια είναι η υπόθεση, ο μύθος του έργου; Οπως το βεβαιώνει ο Λάγιος, «μόνη δομή της Φοινικιάς είναι η Φοινικιά», που κρατιέται και αλληλέγγυα και αμιλλητήρια με το έργο του Διονυσίου Σολωμού στο λεξιλόγιο όσο και στις ιδέες, όπως γίνεται φανερό από τους στίχους: «Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα, / έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, / που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· / το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο. / Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη []». Σ' αυτό το κάλεσμα ο Παλαμάς ανταποκρίνεται: «Καταχωμένο ανήλιαγο ζη το σκουλήκι / Για να χαρή μεταξοφτέρουγη ψυχούλα / Μιαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνη / Το χάσμα της πληγής γίνεται σιντριβάνι», για να επιμείνει στην επόμενη στροφή: «Τα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια / Πράσινα, τ' αναβρύσματα· και τα μαμούδια / Και τα δετά της γης· τ' ανάερα τρεχαντήρια, / Τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια, / Λουλούδια, ω δισκοπότηρα και θυμιατήρια!». Η Φοινικιά είναι έργο μουσικής τέχνης συνθεμένο προτού ο Παλαμάς υιοθετήσει οριστικά τον ρομαντικό ρόλο του βάρδου.

«Δώρο» στον 21ο αιώνα

Το κατόρθωμα του Παλαμά κατανοείται και σε γόνιμη αντιβολή με τον τρόπο του Καβάφη: στον πρώτο στίχο του αρχικού παραθέματος χρησιμοποιούνται τρεις λέξεις (λαμποκοπάει - ανάσταση - περιβόλι) που ο Καβάφης δεν τις περιλαμβάνει στη δόκιμη ποίησή του, ίσως επειδή χαρακτηρίζονται από μια διάχυση που τις καθιστά πολύ δημοτικές για τον Αλεξανδρινό: «Ο κήπος ήταν έκδοτος στην ανάσταση» θα εικάζαμε την καβαφική εκδοχή· διαθέτουμε άλλωστε τον συναφή στίχο και ενός άλλου, εξίσου ενδοτικού στις διαχύσεις αλλά και εφεκτικού στις λέξεις, ποιητή: «Απόψε ο κήπος μού μιλεί με νέα μελαγχολία» (Κ. Γ. Καρυωτάκης). Αλλά πέρα από τις εικασίες, τέτοιες δεσπόζουσες παλαμικές λέξεις (και οι σημασίες τους) βρίσκονται έξω από την ποιητική περιοχή του Καβάφη. «Ο καθείς [ποιητής] και τα όπλα του», όπως το έγραψε ο Ελύτης.

Η Φοινικιά συνιστά ύψιστο επίτευγμα της ελληνικής συμβολιστικής ποίησης (όπου επιγραμματικά: η μουσικότητα του λόγου υποβάλλει με ηχοχρώματα αντί συναισθημάτων και αντί για τη στράτευση των λέξεων στο νόημα προκρίνεται η υποτέλεια των σημασιών στις ηχητικές φόρμες). Τούτο το έργο του Κωστή Παλαμά, σολωμικότερο του Σολωμού θα λέγαμε, μας χαρίζει την εντελέστερη εκδοχή του σολωμισμού· ένα από τα ωραιότερα δώρα του έτους 1900 προς τους ελληνοπαθείς αναγνώστες του 21ου αιώνα. *