Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Συνέδρια μετάφρασης και άλλα δαιμόνια!




Αγαπητοί φίλοι/ες επιτρέψτε μου να αναφερθώ στον επαγγελματικό κλάδο των μεταφραστών/στριών του οποίου είμαι μέλος.
Μέλος είναι μια ιδιότητα που αποκτάς με πολλούς τρόπους. Μία από αυτές είναι η εργασία σου! Ωστόσο, σήμερα η εργασία σου δεν θεωρείται αυτονόητη επομένως αμφισβητείται και η ιδιότητά σου ως μέλος.
Η συμμετοχή σου σε συλλογικά όργανα που αναγνωρίζονται από διεθνείς συμβάσεις σου δίνει επίσης την ιδιότητα του μέλους αλλά στην χώρα μας που όλα είναι θέμα "παρέας" αυτό δεν μετράει.
Έτσι, οργανώνονται συνέδρια όπου τα μέλη διεθνών οργανώσεων μεταφραστών δεν συμμετέχουν αλλά συμμετέχουν οι  γνωστές "παρέες" και μαζί και οι εκλεκτοί τους.
Στο παρελθόν παρακολουθήσαμε τα παρεiστικα συνέδρια και δεν βγάλαμε νόημα για τον λόγο ύπαρξής τους.
Ένα συνέδριο έχει στόχο την ανταλλαγή απόψεων και την ενημέρωση νέων μεθόδων μεταξύ άλλων.
Εμείς ανακυκλώνουμε την ξεπερασμένη μεταφραστική μας κουλτούρα και δεν δημοσιεύουμε ούτε πρακτικά.
Η μετάφραση χρειάζεται νέο αίμα με γνώσεις και πρακτικό πνεύμα. Χρειάζεται νέες μεθόδους και τεχνολογία προσιτή στους πολλούς. Χρειάζεται ανταλλαγή ιδεών και κουλτούρας. Η μετάφραση χρειάζεται συνέδρια με πρακτική χρησιμότητα και κύρος ώστε να συμβάλλει στην οικονομική ανόρθωση ως ένας κλάδος παραγωγικός και όχι ως μικρομάγαζο.
Παρά ταύτα, σας εύχομαι "Καλή και δημιουργική χρονιά" και δηλώνω πίστη στις "ωραίες άπιστες" που θα προκύψουν από την αγάπη για την λέξη και όχι από την αγάπη για το "γράμμα".
Κλείνω αυτό το σύντομο γράμμα προς τους/τις συναδέλφους μεταφραστές/στριες με τα λόγια του Οβίδιου:
Ovid's Tristia 1.2.97: si tamen acta deos numquam mortalia fallunt, / a culpa facinus scitis abesse mea. "Yet if mortal actions never deceive the gods, / you know that crime was absent from my fault."

Νότα Χρυσίνα

Η κυριαρχία της νεωτερικότητας

Πώς η νεωτερικότητα, παρά τις αμφισβητήσεις της, κατόρθωσε ως ιδέα να κυριαρχήσει στον εικοστό αιώνα, δεδομένου ότι η λατρεία του μοντέρνου εξακολουθεί αμείωτη; Πόσο ριζοσπαστική είναι εν τέλει και πόσο αποφασιστικά αποκόπτει τις ρίζες με το παρελθόν;
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις για τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα οι μοντερνιστές τείνουν να κατέχουν τα σκήπτρα, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι ο εικοστός αιώνας ανέδειξε και καθιέρωσε τον μοντερνισμό ως αισθητικό φαινόμενο, κατέδειξε όμως και την προβληματικότητα του νεωτερικού εγχειρήματος, που είχε τις απαρχές του στον Διαφωτισμό. Τι απομένει σήμερα από αυτό το εγχείρημα, όπως το συνέλαβε ο Χάμπερμας, πώς ορίζονται τα ιστορικά του όρια, πώς συντελείται η υπέρβαση της νεωτερικότητας;

Ξεκινώντας προγραμματικά τον δέκατο όγδοο αιώνα με το Διαφωτιστικό όραμα του ορθολογικού εκσυγχρονισμού και την υπόσχεση της καθολικής χειραφέτησης, η νεωτερικότητα εγκαινιάζεται ελπιδοφόρα, καταλήγει όμως στον εικοστό αιώνα σε ζοφερή απαισιοδοξία μετά τις καταστροφές των παγκοσμίων πολέμων και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η λογική της ανθρώπινης απελευθέρωσης μετεξελίσσεται βαθμιαία, όπως υποστηρίζουν ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο, σε λογική του αυταρχισμού και της καταπίεσης καθώς ο εικοστός αιώνας αναδεικνύει τη σκοτεινή πλευρά του νεωτερικού εγχειρήματος.

Η ανάδειξη του έτερου

Η συνείδηση της νεωτερικότητας συμπίπτει επίσης με την εμφάνιση του ευρωκεντρισμού και της αποικιοκρατίας, με την αυτοαναγόρευση της Ευρώπης σε νεωτερική πολιτισμική οντότητα, ενώ καθετί μη ευρωπαϊκό υποτιμάται ως παραδοσιακό, στατικό ή προϊστορικό. Η ταύτιση της νεωτερικότητας με τη βία του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και την πολιτισμική του υπεροχή είχε ως συνέπεια και τον σκεπτικισμό γύρω από τα επιτεύγματά της, όταν κλιμακώθηκε η αμφισβήτηση της αποικιοκρατίας.

Η θεμελιώδης αρχή της νεωτερικότητας είναι η αυτονομία και η αυτοδιάθεση του υποκειμένου που ορίζει την ταυτότητά του μέσω της σχέσης αλλά και της καθυπόταξης της ετερότητας. Για τη νεωτερικότητα ο αυτο-προσδιορισμός συνεπάγεται τον προσδιορισμό και τον έλεγχο του ετέρου. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η νεωτερικότητα άγγιξε τα όριά της με την παραδοχή ότι ο λόγος της θεμελιώθηκε πάνω στη βία έναντι του Αλλου. Αν το Ολοκαύτωμα εκφράζει την κορύφωση αλλά και τη χρεοκοπία του νεωτερικού εγχειρήματος για την κυριαρχία και τον έλεγχο του Αλλου, η μετα-νεωτερικότητα ως μετα-αποικιακός και μετα-ολοκαυτωματικός λόγος μάς ωθεί να δούμε τους εαυτούς μας μέσα από το πρίσμα των άλλων. Η μετα-νεωτερικότητα αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο την αλλαγή προτεραιότητας και την πριμοδότηση του έτερου, γιατί αντιστρέφοντας την ιεραρχία εαυτού και άλλου ορίζει την υποκειμενικότητα λαμβάνοντας υπόψη την ετερότητα και αναγνωρίζοντας τις υποχρεώσεις της έναντι τρίτων, είτε πρόκειται για τους ανθρώπους, τη φύση ή την ιστορία. Αυτή η ανάδειξη του έτερου μέσα σε ένα πλαίσιο αξιακού πλουραλισμού και πολυ-πολιτισμού οδηγεί στον σκεπτικισμό για την αυτονομία ως νεωτερικό ιδεώδες και στην αμφισβήτηση της ευρωκεντρικής αυτοπεποίθησης.

Στα τέλη του εικοστού αιώνα η νεωτερικότητα αποσυνδέεται από τις Ευρωπαϊκές/Διαφωτιστικές απαρχές της αφού πια γίνεται λόγος για πολλαπλές νεωτερικότητες ενώ μη δυτικές κοινωνίας κάνουν άλματα προς τη μετα-νεωτερικότητα χωρίς να προϋποθέτουν τη δυτική αντίληψη της νεωτερικότητας. Σε ασιατικές και ισλαμικές κοινωνίες η νεωτερικότητα δεν συνδέεται με τη ρήξη με την παράδοση ή τη θρησκεία αλλά με την προσαρμοστική συνδιαλλαγή μαζί τους. Η μετα-νεωτερικότητα, σε κοινωνίες όπως η ιαπωνική, συναρτάται κυρίως με την παγκοσμιοποίηση και δεν βασίζεται στη δυτική αντίληψη περί νεωτερικότητας, εφόσον σε αυτές τις κοινωνίες δεν υπήρξαν τα αντίστοιχα του Διαφωτισμού και της Μεταρρύθμισης. Υπό αυτή την έννοια η μετα-νεωτερικότητα σε τέτοιες περιπτώσεις συνιστά και τη συνθήκη της μετα-δυτικότητας.

Η νεωτερικότητα στον εικοστό αιώνα συνδέεται με το εξής παράδοξο: την άρνηση ή μάλλον την απώλεια της πίστης στην ιδέα της προόδου. Οι εξελικτικές θεωρίες του δέκατου ένατου αιώνα για την ιστορία, την κοινωνία ή τη βιολογία ατονούν και για πολλούς νεωτερικούς συγγραφείς ο χρόνος δεν ακολουθεί μια εξελικτική γραμμική πορεία αλλά αποτελεί κάτι το ελαστικό και αποκεντρωμένο, ένα είδος ταυτοχρονίας κατά την οποία παρελθόν, παρόν και μέλλον συμφύρονται. Η νεωτερικότητα δεν συνεπάγεται την πρόοδο αλλά τη διάχυση, δεν προϋποθέτει την εξέλιξη αλλά την αμφισβήτηση. Συνδέεται, δηλαδή, με την αίσθηση του εφήμερου και του αποσπασματικού, με αποτέλεσμα η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας να υπονομεύεται. Ως εκ τούτου η ιστορία παύει να νοείται ως προοδευτικό γίγνεσθαι και μοιάζει σαν άτακτη σειρά από κινήσεις χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η νεωτερικότητα, γράφει ο Μπωντλαίρ εισάγοντας τον όρο το 1845, είναι κάτι παροδικό, φευγαλέο και τυχαίο. Αντιπροσωπεύει το ήμισυ της τέχνης καθώς το άλλο ήμισυ παραμένει αιώνιο και αναλλοίωτο.

Μια αυτο-καταστροφική ένωση

Παρά την έμφαση στο εφήμερο και στο φευγαλέο, η νεωτερικότητα επεδίωξε να συνομιλήσει με το αιώνιο μέσα από την αφαίρεση του χρόνου ή την αχρονία του μύθου. Η αναζήτηση, λοιπόν, μυθολογίας εκ μέρους του μοντερνισμού αποσκοπούσε στην ανάκτηση ενός σταθερού ερείσματος και πήρε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη ανήγαγε την τεχνολογία σε ηρωικό μύθο, ανακαλύπτοντας μια ιδιότυπη λογική στη μηχανή, στο εργοστάσιο ή την πόλη ως «ζωντανή μηχανή», και η άλλη στράφηκε προς την αναζήτηση οικουμενικού μύθου με αρκετές δόσεις μυστικισμού και επιστροφή στο «προ-νεωτερικό» παρελθόν ως αντίβαρο στο χάος του εικοστού αιώνα. Ετσι μέσα από το ιστορικά ρευστό και το μυθικά άχρονο, η νεωτερικότητα προσπάθησε να συμβιβάσει την αποσπασματικότητα με την καθολικότητα.

Πόσο όμως ριζοσπαστική είναι εν τέλει η νεωτερικότητα, πόσο αποφασιστικά αποκόπτει τις ρίζες με το παρελθόν; Η νεωτερικότητα και η ιστορία συναρτώνται μεταξύ τους κατά έναν περίεργα αντιφατικό τρόπο, υποστηρίζει ο Πωλ ντε Μαν, που υπερβαίνει την αντίθεση ή τη ριζική αντιπαράθεση. Η ιστορία, για να μην καταντήσει απλή αναδρομή ή παράλυση, εξαρτάται από τη νεωτερικότητα για τη διάρκεια και την ανανέωσή της αλλά και η νεωτερικότητα δεν μπορεί να αναδειχθεί δίχως κάποια αναφορά στις αναστολές του ιστορικού γίγνεσθαι. Οσο πιο έντονη είναι η απόρριψη του παρελθόντος τόσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση από αυτό. Νεωτερικότητα και ιστορία φαίνονται καταδικασμένες να συνυπάρχουν σε μια αυτο-καταστροφική ένωση που απειλεί και τις δύο.

Η κρίση της νεωτερικότητας στον εικοστό αιώνα είναι η κρίση της αισθητικής αυτονομίας και της ουτοπικότητας που κληροδοτείται από τον Διαφωτισμό στον μοντερνισμό, χωρίς απαραίτητα τούτο να σημαίνει την υιοθέτηση των εύκολων διακρίσεων περί μοντερνιστικού ελιτισμού και λαϊκιστικού μεταμοντερνισμού. Είναι η κρίση των ορίων, των διαχωρισμών και των ιεραρχιών χωρίς η αναπόφευκτη κατάληξη να είναι ο νιχιλισμός και η σχετικότητα. Είναι, τέλος, η κρίση θεσμών, όπως του έθνους-κράτους, που κατ' εξοχήν παρήγαγε χωρίς να διαφαίνονται σαφώς οι διάδοχοί τους. Πώς όμως με μια τέτοια κρίση της νεωτερικότητας και την αμφισβήτηση της ιστορίας ως προοδευτικής διαδικασίας εξακολουθούμε να επιζητούμε το νεωτερικά ρηξικέλευθο; Εισερχόμαστε άραγε σε μια μετα-νεωτερική φάση ή απλώς βιώνουμε τις συνέπειες της νεωτερικότητας καθώς γίνονται καθολικές και πιο έντονες από πριν;

Η μάχη με την παράδοση

Αν η αποσπασματικότητα είναι το κυρίαρχο γνώρισμα της τέχνης του εικοστού αιώνα, άλλο τόσο και η νοσταλγία για την οργανικότητα του παρελθόντος ή η απαισιοδοξία για την αναρχία της σύγχρονης ζωής εκδηλώνονται έντονα σε αρκετά μοντερνιστικά έργα. Η υπέρβαση της νεωτερικής αυτής αθυμίας για τη χαμένη ολότητα οδηγεί σε μια μετα-νεωτερική αντίληψη για την αποσύνθεση της ιστορίας, της αναπαράστασης ή της αφήγησης ως απελευθερωτικής και ανανεωτικής πράξης. Η νεωτερικότητα μπορεί να θρηνεί για την αποσπασματικότητα αλλά η μετα-νεωτερικότητα την επευφημεί. Η καθιέρωση της ιδέας της νεωτερικότητας στον εικοστό αιώνα έγκειται ακριβώς στην κρίση της και στην εξακολουθητική της υπέρβαση.

Η νεωτερικότητα θεσμοποιεί την αμφιβολία και επιμένει ότι όλη η γνώση αποκτά τη μορφή υπόθεσης. Σύμφωνα με τον Αντονι Γκίντενς είναι η κουλτούρα του ρίσκου και του lifestyle, ενός όρου που δεν συναντάται σε παραδοσιακές κοινωνίες γιατί προϋποθέτει πολλαπλότητα επιλογής και όχι απαράβατη αποδοχή. Η νεωτερικότητα ως ιδέα οφείλει τη διάρκειά της στην παιγνιώδη αυτο-αμφισβήτησή της, στη διαρκή εφεύρεση του παρελθόντος και της ιστορίας. Κατάφερε να κερδίσει τη μάχη από την παράδοση από τη στιγμή που έγινε ευρύτερα αποδεκτή η ιδέα ότι το παρελθόν δεν μας προσφέρεται μνημειακά και τελεσίδικα αλλά πάντοτε υπόκειται σε ανακατασκευή, αναθεώρηση και επινόηση. Η νεωτερικότητα ως ιδέα επικράτησε γιατί ενσωμάτωσε το παρελθόν στη δικαιοδοσία της και νεωτερικοποίησε την παράδοση υποβάλλοντάς την σε διαρκή ανασυγκρότηση. Ανακατασκευάζοντας το παρελθόν έχουμε την αίσθηση ότι προεξοφλούμε το μέλλον και ενδεχομένως αυτή η ιδέα συνοψίζει τη σχέση της νεωτερικότητας με την ταυτότητά μας. *
Πηγή

Ο μοντερνισμός και η ανανέωση της παράδοσης

Ο Ελιοτ, ο Πάουντ, ο Λιούις, ο Τζόις. Επέβαλαν μια τέχνη που έπαιρνε στα σοβαρά την αποστολή της και που αντλούσε από το παρελθόν όσα χρειαζόταν για να κατανοήσει το παρόν



Κανείς δεν περιέγραψε καλύτερα τις διαφορές ανάμεσα στην υψηλή και τη μαζική κουλτούρα από τον Τέοντορ Αντόρνο, ο οποίος θεωρούσε την Ευρώπη κοιτίδα της πρώτης και τις ΗΠΑ πατρίδα της δεύτερης. Ωστόσο εκείνοι που επρόκειτο να εισαγάγουν τον μοντερνισμό στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική - και όχι μόνον - σκηνή ήταν δύο Αμερικανοί. Και μάλιστα μέσω της ποίησης, ενός είδους που απασχολούσε την ελίτ των αναγνωστών, ακόμη και τότε, που το κοινό της ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο σήμερα.

Το όριο ανάμεσα στον μοντερνισμό και την πρωτοπορία για ορισμένους δεν υφίσταται καν. Αν υπάρχει μια διαφορά, ανάγεται στο πολιτικό επίπεδο - μολονότι και εκεί ακόμη αυτό ισχύει ως εκεί που ισχύει. Ενώ όλοι οι εκπρόσωποι του μεγαλύτερου κινήματος της πρωτοπορίας, δηλαδή του υπερρεαλισμού, ήταν ριζοσπάστες, τρεις τουλάχιστον επιφανείς μοντερνιστές, ο Εζρα Πάουντ, ο Γουίνταμ Λιούις και ο Τ.Σ. Ελιοτ, υπήρξαν ακροδεξιοί οι δύο πρώτοι και συντηρητικός ο τελευταίος, έχοντας και εκείνος μια εποχή αλληθωρίσει προς την Ακροδεξιά. Αλλες όμως φυσιογνωμίες του μοντερνισμού, όπως ο Τζόις ή ο Γ.Κ. Γουίλιαμς (επιστήθιος φίλος του Πάουντ), είχαν δημοκρατικά φρονήματα.

«Κάν' το καινούργιο!»
Σήμερα μιλούμε κατά κόρον περί νεωτερικότητας χωρίς να είναι κάθε φορά σαφές αν εννοούμε τους νεότερους χρόνους από την Αναγέννηση και μετά ή την περίοδο από τον 19ο αιώνα του Μποντλέρ ως τις μέρες μας. Ο μοντερνισμός όμως, όπως εξελίχθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα και κυριάρχησε για πενήντα περίπου χρόνια, έχει κάποια γνωρίσματα που τα διακρίνει κανείς στο έργο των κυριότερων εκπροσώπων του. Ηταν όσο ριζοσπαστικός και ο φουτουρισμός, αλλά με μια βασική διαφορά: ενώ ο φουτουρισμός κήρυττε την καταστροφή των όσων είχαν προηγηθεί, ο μοντερνισμός επεδίωκε την ανανέωση της παράδοσης σύμφωνα με την πασίγνωστη προτροπή του Πάουντ «κάν' το καινούργιο», που δεν λεγόταν όμως για πρώτη φορά (το είχε πει είκοσι πέντε αιώνες νωρίτερα ο Κομφούκιος). Στον κόσμο της δυτικής κουλτούρας εντούτοις φάνταζε τότε πρωτοποριακό.

Είναι εντυπωσιακό ασφαλώς που οι νέες μορφές οι οποίες προέκυψαν λόγω του μοντερνισμού οφείλονται σε μια ανανεωμένη - και άρα πρωτότυπη - ανάγνωση της παράδοσης. Κανείς πριν από τον Πάουντ και τον Ελιοτ δεν μίλησε για την παράδοση τόσο εκτεταμένα - και με πάθος αντίστοιχο του δικού τους. Και διασκευές της Οδύσσειας υπήρξαν πολλές μέσα στους αιώνες, όμως ουδείς πριν από τον Τζόις επιχείρησε να συμπτύξει τον αφηγηματικό χρόνο μέσα σε μία ημέρα, όπως έκανε ο ίδιος στον Οδυσσέα του, και να μεταφέρει το συμβολικό περιεχόμενο του ομηρικού έπους στην καθημερινή ζωή.

Βιομηχανική πόλη: η νέα Βαβέλ
Σε περιόδους δραματικών μεταβολών η αλληλεπίδραση των τεχνών εμφανίζεται αυξημένη. Και τις δραματικές μεταβολές στον 20ό αιώνα τις επέφεραν αφενός η βιομηχανική επανάσταση και αφετέρου το σφαγείο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Πέραν αυτού, εκείνη την εποχή άλλαζε η εικόνα των πόλεων, οι ταχύτητες που αναπτύσσονταν επιτάχυναν τους ρυθμούς της καθημερινής ζωής, η γλώσσα θα έπρεπε να αποδίδει τις μεταβάσεις από το ένα στο άλλο πεδίο κατανόησης πολύ γρηγορότερα, το περιβάλλον άλλαζε το ποιόν της ευαισθησίας και μέσα από την επιτάχυνση των εναλλαγών ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να απομονώσει το κύριο από το επουσιώδες απομνημειώνοντας τη στιγμή με μία ματιά. Το μέσον θα ήταν η αφαίρεση, το όχημά της η εικόνα.

Ετσι γεννήθηκε ο μοντερνιστικός εικονισμός, μολονότι την ιδέα ο ιδρυτής του, Εζρα Πάουντ, που όπως όλοι οι μοντερνιστές πίστευε πως η λογοτεχνία είναι ενιαία και δεν έχει εθνικά χαρακτηριστικά, την πήρε από τους Κινέζους. Δεδομένου ότι οι εικόνες συνιστούν μαζί με τους ήχους τους μόνους παγκόσμιους κώδικες οι οποίοι αναγνωρίζονται από όλους, και αφού και η λογοτεχνία είναι παγκόσμια, η εικόνα συνιστά το κύτταρό της, που το αναγνωρίζουμε σε όλες τις μορφές τέχνης. Αν πάμε στις αρχαίες γραφές - και κυρίως στο ιδεόγραμμα - η λέξη είναι εικόνα, πίνακας, γλυπτό. Γι' αυτό και ο Πάουντ θεωρούσε τον νεαρό γλύπτη Ανρί Γκαρντιέ Μπρζέσκα σπουδαίο καλλιτέχνη. Επειδή χωρίς να ξέρει κινεζικά βλέποντας το σχήμα των ιδεογραμμάτων καταλάβαινε τι σήμαινε το καθένα.

Αλλά η βιομηχανική εποχή εγκαθιστούσε την πόλη ως κεντρικό θέμα σε κάθε είδος τέχνης, μολονότι ούτε ο Ελιοτ ούτε ο Πάουντ ήταν οι πρώτοι ποιητές πόλης. Προηγήθηκε κατά μισόν αιώνα και πλέον ο Μποντλέρ. Αλλά τώρα είχαμε μια πόλη διαφορετική. Δεν ήταν πλέον το μποντλερικό πνευματικό κάτεργο ή χώρος ανίας. Ηταν η πόλη των τρένων, των τηλεφώνων, μια Βαβέλ του χρόνου όπου κυκλοφορούσαν μαζί πρόσωπα και σκιές, ζωντανοί και νεκροζώντανοι, μια νεκρή Ιερουσαλήμ.

Συμπάθειες και αντιπάθειες
Η τεχνολογία άλλαζε τα πάντα και αποκτούσε στα έργα έναν σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα. Το καταστατικό έργο του μοντερνισμού είναι βεβαίως η Ερημη χώρα, ένα «τηλεφωνικό ποίημα» σύμφωνα με τον Χιου Κένερ. Αλλοι μοντερνιστές όμως αξιοποίησαν με διαφορετικό τρόπο τα εκφραστικά μέσα. Η αφαίρεση στον Γ.Κ. Γουίλιαμς ανάγεται στο έσχατο σημείο της απλότητας, γι' αυτό και μια άλλη σημαντική ποιήτρια του μοντερνισμού, η Μαριάνα Μουρ, έλεγε πως τα ποιήματα του Γουίλιαμς είναι τόσο απλά που «τα διαβάζουν οι γάτες και οι σκύλοι». Και μολονότι η Ερημη χώρα είναι το διασημότερο έργο όπου ο δημιουργός του ενσωματώνει και οικειοποιείται παραθέματα από άλλους, η Μαριάνα Μουρ υπήρξε η αδιαμφισβήτητη τεχνίτρια στον τομέα αυτόν.

Ο,τι έγινε στην ποίηση παρατηρήθηκε και στις άλλες τέχνες. Με τον Στραβίνσκι στη μουσική, την Ισαντόρα Ντάνκαν και τον Νιζίνσκι στον χορό, τον Γκρόπιους, τον Λούις Σάλιβαν, τον Λε Κορμπιζιέ, τον Φρανκ Λόιντ Ράιτ, τον Οσκαρ Νιμάγερ και αρκετούς άλλους στην αρχιτεκτονική.

Οι μοντερνιστές είχαν και τις σφοδρές τους αντιπάθειες. Ο Πάουντ, που έγραψε και πλήθος μουσικοκριτικές, αντιπαθούσε τον Μπετόβεν και τον Πουτσίνι ενώ λάτρευε τον Μότσαρτ, τον Βιβάλντι και τον Μπαχ. Ο Ελιοτ απεχθανόταν έναν από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους του 20ού αιώνα, τον Ντ.Χ. Λόρενς, τον οποίο μάλιστα δεν δίστασε να αποκαλέσει «αγράμματη τσουτσού». Ολοι τους ωστόσο επέβαλαν εκείνο που θα κυριαρχούσε στην παγκόσμια κουλτούρα: μια τέχνη που έπαιρνε στα σοβαρά την αποστολή της, που αντλούσε από το παρελθόν όσα χρειαζόταν για να κατανοήσει το παρόν, να αλλάξει ή να διορθώσει, καθώς έλεγε ο Ελιοτ, το γούστο, ψάχνοντας να βρει το κλειδί των αλλαγών μέσα στα ίδια τα έργα.

Η τέχνη για τους μοντερνιστές πηγάζει από τα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης και έχει αντικειμενική υπόσταση, η σημασία της οποίας είναι απείρως σημαντικότερη από την προσωπικότητα του ίδιου του καλλιτέχνη. Ο όρος αντικειμενική συστοιχία του Ελιοτ επομένως προκύπτει από την πίστη του στην αντικειμενική αξία του δημιουργήματος, τη μόνη που δικαιώνει - εάν και εφόσον - τη δημιουργία. Ηταν επόμενο λοιπόν με βάση τις αρχές και τα έργα των μοντερνιστών να γεννηθεί και μια σχολή στην κριτική, η Νέα κριτική, που κυριάρχησε για δεκαετίες. Αυτό νωρίτερα το είχε επιτύχει μόνον ο ρεαλισμός.



Γουίνταμ Λιούις: ένα «γέρικο ηφαίστειο της Ακροδεξιάς»
Στις 4 Ιουλίου πριν από εκατό χρόνια κυκλοφόρησε στην Αγγλία ένα περιοδικό που θα προκαλούσε τα βικτωριανά ήθη της εποχής. Τίτλος του: Blast. Το περιοδικό ήταν βραχύβιο. Εκδόθηκαν μόνο δύο τεύχη εξαιτίας του πολέμου. Το κίνημα όμως του οποίου φιλοδοξούσε να αποτελέσει όργανο, ο βορτικισμός, έμελλε ως συλλογική έκφραση να αποτελέσει την επιθετικότερη και πιο συγκροτημένη έκφραση του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού. Ψυχή του κινήματος ήταν ο ζωγράφος και πεζογράφος Γουίνταμ Λιούις, «αυτό το γέρικο ηφαίστειο της Ακροδεξιάς» όπως τον είχε αποκαλέσει ο Οντεν. Πραγματικό ηφαίστειο. Ως το 1957, που πέθανε στα 75 του, πρόλαβε να γράψει πάνω από σαράντα βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα, άρθρα και δοκίμια, πολεμικές) και να ζωγραφίσει πλήθος πίνακες. Μισότυφλος τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξακολουθούσε να γράφει κείμενα που ο ίδιος δεν μπορούσε να διαβάσει.

Ο Λιούις ήταν η αντίφαση, η αυθαιρεσία, η ευφυΐα, η ανοησία και το ταλέντο στον ύψιστο βαθμό. Απορεί κανείς πώς μπορούσαν αυτά να συνυπάρχουν σε έναν άνθρωπο που τη μια χρονιά (το 1936) έγραφε ένα βιβλίο όπου υμνούσε τον Χίτλερ και τρία χρόνια αργότερα ένα άλλο εναντίον του. Που είχε φτάσει στο σημείο σοκαρισμένος από το σφαγείο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου σκοτώθηκε σε νεαρή ηλικία ο φίλος του (και του Πάουντ) γλύπτης Ανρί Γκαρντιέ Μπρζέσκα, να πιστέψει ότι ο Χίτλερ θα διασφάλιζε στην Ευρώπη την ειρήνη.

Ηταν ένα ταλέντο που σπαταλήθηκε γράφοντας πολεμικές εναντίον των μελών του Κύκλου του Μπλούμσμπερι, ένας απαράμιλλος στιλίστας που βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τους πάντες, ακόμη και με τον ίδιο τον εαυτό του. Ενας εγωπαθής τελικά, που το πλήρωσε πολύ ακριβά. Κανείς δεν νοιάστηκε για το έργο του μετά τον θάνατό του και μόνο δύο και πλέον δεκαετίες αργότερα ο εκδοτικός οίκος Black Sparrow Press στην Καλιφόρνια άρχισε να το επανεκδίδει, για να αποδοθεί δικαιοσύνη σε έναν συγγραφέα που σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους και ζωγράφους της Βρετανίας στον 20ό αιώνα.

Η εποχή των μηχανών
Το όνομα βορτικισμός δόθηκε στο κίνημα από τον Πάουντ το 1913, αλλά ο Λιούις είκοσι χρόνια αργότερα δήλωνε πομπωδώς ότι ο βορτικισμός ήταν μόνον ο ίδιος και κανένας άλλος. Το κίνημα φιλοδοξούσε να συνδυάσει την επιθετικότητα του φουτουρισμού με την αναλυτική προσέγγιση των κυβιστών. Ηταν εθνικιστικό στον πυρήνα του, επιθετικό προς πάσα κατεύθυνση και ανατρεπτικό ως πρόθεση. Μετέφερε στο πεδίο της τέχνης τις νέες εικόνες που γεννούσε η εποχή των μηχανών και της ταχύτητας και έβλεπε ως μηχανή και το ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Αν επομένως η βιομηχανία γεννούσε τις νέες μήτρες, αυτή θα αντικαθιστούσε τα παλαιά καλλιτεχνικά αρχέτυπα.

Από τους έντεκα συγγραφείς και καλλιτέχνες που υπέγραψαν το μανιφέστο του βορτικισμού οι γνωστότεροι είναι ο Λιούις, ο Εζρα Πάουντ, ο Ανρί Γκαρντιέ Μπρζέσκα και ο Ρίτσαρντ Αλντινγκτον. Ο Λιούις πλήρωσε το υμνητικό βιβλίο που έγραψε για τον Χίτλερ, τον τυφλό αντικομμουνισμό του και τη συμπάθειά του για το καθεστώς του Φράνκο. Ηταν τόσο αφελής ώστε να την εκφράσει και γραπτώς. Τα όσα όμως επέτυχε ως καλλιτέχνης δεν ήταν διόλου λίγα. Αυτός ανανέωσε την τέχνη του πορτρέτου. (Ο Φράνσις Μπέικον λ.χ. τον προϋποθέτει.) Οταν εξέδωσε το μυθιστόρημά του The Apes of God, μια δηλητηριώδη σάτιρα εναντίον του Κύκλου του Μπλούμσμπερι, δεν είχε προφανώς συνειδητοποιήσει πως ήταν σαν να χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο. Γιατί ο ίδιος θα πέθαινε ξεχασμένος και απαξιωμένος αλλά τα μέλη του Κύκλου, ο πυρήνας της δημοκρατικής διανόησης της Βρετανίας, θα έδιναν τον τόνο και θα καθόριζαν το μέλλον: ο Κέινς, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Ε. Μ. Φόρστερ, ο Μπέρτραντ Ράσελ.

Ο φουτουρισμός ανάμεσα στον φασισμό και στον μπολσεβικισμό

Ηθελαν να καταστρέψουν ό,τι προϋπήρξε και να αρχίσουν από το μηδέν. Πίστευαν στη βιομηχανία, στο σίδερο και στην ταχύτητα. Ηγετική μορφή τους ήταν ο Φιλίπο Τομάσο Μαρινέτι. Ποιοι ήταν, ποιους επηρέασαν, πώς τους βλέπουμε σήμερα


Η παρέα των φουτουριστών. Από αριστερά, ο ζωγράφος και συνθέτης Λουίτζι Ρούσολο, ο ζωγράφος Κάρλο Καρά, η ηγετική μορφή του φουτουρισμού Φιλίπο Τομάσο Μαρινέτι, ο ζωγράφος και γλύπτης Ουμπέρτο Μποτσιόνι και ο ζωγράφος Τζίνο Σεβερίνι. Φωτογραφία από το ντοκιμαντέρ του Λούκα Βερντόνε «The Art Life of Futurism Revolution» του 2013, την πρώτη ταινία γι' αυτό το κίνημα του 20ού αιώνα

Ολα τα μεγάλα κινήματα στις νεότερες εποχές υπήρξαν γεννήματα της ουτοπίας. Στην τέχνη και στην πολιτική θεωρία τα ξύπνια όνειρα των προπαγανδιστών της στοίχειωσαν τη ζωή εκείνων που τους ακολούθησαν αλλά και όσων τους αντιστάθηκαν.

Η τέχνη δεν είναι αλώβητη από την αμετροέπεια. Ο φουτουρισμός, ένα από τα κυριότερα ουτοπικά κινήματα του 20ού αιώνα, ήταν τόσο αμετροεπής όσο και ο ιδρυτής του Φίλιπο Τομάσο Μαρινέτι. Αν το πρώτο μανιφέστο του φουτουρισμού που δημοσίευσε στις 20 Φεβρουαρίου 1909 στη Figaro δημοσιευόταν σήμερα, ή θα περνούσε απαρατήρητο ή θα προκαλούσε απλώς τη θυμηδία. Αφήνω το ότι η εφημερίδα δεν θα δημοσίευε τώρα ένα τέτοιο κείμενο... Ποιος θα συμφωνούσε με το κήρυγμα του Μαρινέτι, που σαν άλλος Σαβοναρόλα ζητούσε τότε την εξαφάνιση όλων των παραδοσιακών πολιτιστικών θεσμών, από τα μουσεία ως τις βιβλιοθήκες, την καταστροφή όσων προηγήθηκαν στην τέχνη και την ολοκληρωτική αντικατάσταση της φύσης από τις πόλεις και τα αυτοκίνητα;

Αν αυτά ακούγονται τώρα εξωφρενικά, τότε ήταν επαναστατικά. Η Ευρώπη από τα μέσα ακόμη του 19ου αιώνα άλλαζε με δραματικό τρόπο εξαιτίας της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο παλιός κόσμος πέθαινε και μαζί του πέθαιναν οι θεσμοί που τον στήριζαν. Το μέλλον λοιπόν για τον Μαρινέτι θα έπρεπε να ξεκινά από ένα ιδεατό σημείο μηδέν σαρώνοντας το παρελθόν από το οποίο είχε προκύψει. Γύρω από το σημείο αυτό θα αναπτυσσόταν ο κόσμος μιας ουτοπίας την οποία κυβερνούσαν η βιομηχανία, το σίδερο και η ταχύτητα. Και όποιος αρνιόταν να επιβιβαστεί στο όχημά της θα πέθαινε μαζί με τον παλιό κόσμο.

Η αίσθηση που προκάλεσε το πρώτο μανιφέστο του φουτουρισμού υπήρξε τεράστια. Ακολούθησαν κι άλλα, με αποτέλεσμα από το 1909 ως το 1924 τα μανιφέστα του Μαρινέτι μόνο στη Γαλλία να γνωρίσουν 28 εκδόσεις. Ο συγγραφέας τους ήταν, θα λέγαμε, ο αντιπροσωπευτικότερος αναρχικός της Ακροδεξιάς που παρουσιάστηκε ποτέ στα παγκόσμια Γράμματα. Κοσμοπολίτης και ωστόσο ακραίος εθνικιστής, ο Μαρινέτι ήρθε σε επαφή με τις ιδέες των αναρχικών της Μονμάρτρης στο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα μέσω του Αλφρέντ Ζαρί. Δεν είναι αξιοπερίεργο επομένως που από τα αναρχικά δόγματα της καταστροφής πέρασε στη δοξολόγηση και στη λατρεία του πολέμου, αφού ο πόλεμος είναι το μόνο μέσον για να καταστραφούν τα πάντα.

Να καταστραφεί η Βενετία!
Στο μανιφέστο του 1910 Contro Venezia passatista ο Μαρινέτι ζητεί την καταστροφή της Βενετίας, αυτής της «λεπρής», όπως τη χαρακτηρίζει, «πόλης των τουριστών». Τα παλάτια της πρέπει να γκρεμιστούν, με τα μπάζα τους να γεμίσουν τα κανάλια και η πόλη να μετατραπεί σε βιομηχανικό λιμάνι.

Αν όμως καταστραφούν τα πάντα, τότε θα πρέπει να καταστραφούν και όλες οι παλιές μορφές έκφρασης. Η κίνηση και η ταχύτητα θα μπουν δυναμικά στους πίνακες, στα αρχιτεκτονικά σχέδια, στις μουσικές συνθέσεις και πρωτίστως στην ίδια τη γραφή, που θα χρειαστεί να δημιουργήσει μιαν άλλη επικράτεια για τις λέξεις ώστε να πάψουν να αναγνωρίζονται μέσα από τα νεκρά σχήματα του παρελθόντος. Πώς μπορεί να γίνει αυτό το τελευταίο; Πώς θα πρέπει να γράφεται ένα φουτουριστικό κείμενο; Το 1912 στο Τεχνικό μανιφέστο του φουτουρισμού ο Μαρινέτι το εξηγεί: με την κατάργηση των επιθέτων, των επιρρημάτων και της στίξης προκειμένου η γλώσσα να αποκτήσει έναν δυναμισμό που να ξεπερνά την αξίωση για την «ακριβή λέξη» (mot juste) του Φλομπέρ.

Οσον αφορά τον πόλεμο, ο μιλιταρισμός του ευρωπαϊκού φουτουρισμού ήταν επόμενο να συναντηθεί λίγα χρόνια αργότερα με τις ιδέες του ιταλικού φασισμού. Και ένα από τα αξιοπερίεργα που δίνουν και το μέτρο της βίαιης αντίφασης που πέραν των άλλων τον χαρακτηρίζει είναι πως μια εθνικιστική τέχνη αναζητούσε οπαδούς εκτός Ιταλίας. Ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια Μαρινέτι έφτασε μάλιστα στο σημείο να χαρακτηρίσει τα ποιήματα του Καβάφη φουτουριστικά και να προσπαθήσει να τον εντάξει στο «κίνημα». Αλλά, βέβαια, ο ευφυής Αλεξανδρινός δεν «τσίμπησε».

Στο πλευρό του Μουσολίνι
Με τον Τζιοβάνι Τζεντίλε, διακεκριμένο στέλεχος του ιταλικού φασιστικού κόμματος και διόλου ασήμαντο διανοούμενο, μέντορας του οποίου υπήρξε ο Μπενεντέτο Κρότσε, το 1925 ο Μαρινέτι συνέγραψε το Μανιφέστο των φασιστών διανοουμένων, που εκτός από τους ίδιους το υπέγραψαν κάποιοι από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιταλίας. Ανάμεσά τους και οι: Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι και Λουίτζι Πιραντέλο.

Το μανιφέστο προκάλεσε την οργή του Μπενεντέτο Κρότσε, ο οποίος σε απάντηση συνέταξε το δικό του Μανιφέστο των αντιφασιστών διανοουμένων, το οποίο υπέγραψαν άλλοι συγγραφείς επίσης πρώτης γραμμής, όπως ο Μοντάλε, ο Ντε Σάνκτις (που οι θεωρίες του επηρέασαν τον δικό μας λησμονημένο δυστυχώς κριτικό Πέτρο Σπανδωνίδη), ο Λουίτζι Εϊνάουντι και ο Γκαετάνο Μόσκα.

Ο Τζεντίλε συνελήφθη από ιταλούς αντάρτες και εκτελέστηκε στις 15 Απριλίου 1944. Είχε μείνει πιστός στο φασιστικό καθεστώς και στον Μουσολίνι ως το πικρό τέλος. Ο Μαρινέτι πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.

Και σήμερα κάποιες περιθωριακές πειραματικές εκφράσεις έχουν την αφετηρία τους στον φουτουρισμό. Η λεγόμενη slam poetry, η οποία γεννήθηκε στη δεκαετία του 1980 στο Σικάγο, όπου ο ποιητής παρουσιάζει με θεατρικές κινήσεις και εκφράσεις τα ποιήματά του, παραπέμπει στα λεγόμενα ηχοποιήματα του Μαρινέτι, που η σκηνική του παρουσία ήταν απείρως ανώτερη της καθαυτό αξίας των ποιημάτων του. Η λεγόμενη concrete poetry (συγκεκριμένη ποίηση) που παρουσιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και βασίζεται στην εικαστική εκδοχή τυπογραφικών σχημάτων έχει επίσης τις ρίζες της στη ζωγραφική των πλακάτ, που και αυτή είναι επίσης μεταφορά των φουτουριστικών δογμάτων στο πεδίο της προπαγάνδας. Η τέχνη της αφίσας και η αρ ντεκό βγαίνουν από τον φουτουρισμό. Που, με εξαίρεση τη Ρωσία, καλλιτέχνες και διανοοουμένους πρώτης γραμμής δεν μας έδωσε.

Τόσο ο βορτικισμός όσο και ο αγγλοσαξονικός μοντερνισμός, τουλάχιστον όσον αφορά την επιθετικότερη πλευρά τους, ακολουθούν το παράδειγμα του φουτουρισμού. Γι' αυτά όμως την επόμενη Κυριακή.

Ο Μαρινέτι στη Ρωσία
Οταν ο Μαρινέτι έφθανε στη Μόσχα στις 26 Ιανουαρίου 1914 προκειμένου να προωθήσει την υπόθεση του φουτουρισμού, οι ρώσοι φουτουριστές είχαν ήδη δώσει σημαντικότατο έργο όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στις Καλές Τέχνες. Στην πραγματικότητα δεν είχαν να διδαχθούν τίποτε από τον ιταλό γκαουλάιτερ του κινήματος. Είχαν ήδη μελετήσει τα μανιφέστα του και τον είχαν μεταφράσει. Δεν ήταν εν τούτοις διατεθειμένοι να αποδεχθούν τις πατερναλιστικές υποδείξεις του. Κατά τις παραδοσιακές αρχές της ρωσικής φιλοξενίας το κοινό που παρακολούθησε τις διαλέξεις και τις απαγγελίες του φέρθηκε ευγενώς, όχι όμως και οι σημαντικοί εκπρόσωποι του ρωσικού φουτουρισμού.

Στις διαλέξεις του ο Μαρινέτι χαρακτήρισε «υποκριτή» τον Τολστόι και «υστερικό» τον Ντοστογέφσκι και ζήτησε από τους συγγραφείς να γράφουν σύμφωνα με τις οδηγίες του αν ήθελαν να απαλλαγούν από τα τοτέμ αυτά του ρεαλισμού. Η απάντηση που εισέπραξε ήταν περίπου η εξής: Μη μας κάνεις τον έξυπνο και τον προωθημένο. Ενας-δύο ήταν ακόμη πιο επιθετικοί. «Κατέστρεψες τη στίξη στο όνομα της ομορφιάς της ταχύτητας, αλλά εμείς την ομορφιά τη φτύνουμε» έγραψε ο Μπένεντικτ Λίβσιτς. Και ο Μιχαήλ Λαριόνοφ σε άρθρο του σε εφημερίδα της Μόσχας ζήτησε από το κοινό να του πετάξουν κλούβια αβγά γιατί πρόδωσε τις αρχές του φουτουρισμού - χωρίς ωστόσο να αναφέρει ποιες.

Δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για τον Μαρινέτι που αδυνατούσε να φανταστεί πως η οίηση των ρώσων φουτουριστών και η αυθάδειά τους θα ήταν μεγαλύτερες από τις δικές του. Αλλά προφανώς ο Ιταλός δεν είχε υποψιαστεί ότι οι ρίζες του ρωσικού μηδενισμού ήταν βαθύτερες από τις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού και απλώνονταν στο ρωσικό αναρχικό κίνημα, το ισχυρότερο εκείνη την εποχή σε όλη την Ευρώπη. Και όσον αφορά τουλάχιστον τη λογοτεχνία υπήρχε για το θέμα ένα μυθιστόρημα από τον προηγούμενο αιώνα που ανήκει στα σημαντικότερα της ρωσικής πεζογραφίας: το Πατέρες και γιοι του Τουργκένιεφ.

Οι λόγοι για τους οποίους, ενώ ο φουτουρισμός στην Ευρώπη συνδέθηκε με την Ακροδεξιά και τον ιταλικό φασισμό, στη Ρωσία συνδέθηκε με την Οκτωβριανή Επανάσταση, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Μαγιακόβσκι, είναι πολλοί. Αυτή η ριζική πολιτική διαφορά εν τούτοις δεν αναιρεί τις ομοιότητες. Για παράδειγμα, οι παροτρύνσεις του Μαγιακόβσκι στο κοινό όταν απήγγελλε τα ποιήματά του να τον συνοδεύουν ή να τον διακόπτουν με σφυρίγματα είναι δανεισμένες από τον Μαρινέτι, που κι εκείνος ζητούσε ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Η αρνητική υποδοχή του Μαρινέτι εκ μέρους των ρώσων φουτουριστών του προκάλεσε σοκ. Γι' αυτό και όταν επέστρεψε απογοητευμένος στην Ιταλία τους χαρακτήρισε«ψευδοφουτουριστές».

Από τον φουτουρισμό ωστόσο ξεπήδησε όλη η ρωσική πρωτοπορία και κάλυψε κάθε έκφανση της κουλτούρας: από την ποίηση ως τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Η όπερα Μύτη του Ντμίτρι Σοστακόβιτς βγαίνει από τη φουτουριστική παράδοση. Οι πρώτες ταινίες του Τζίγκα Βερτόφ επίσης. Το ίδιο κι ο κονστρουκτισμός, όπως και ο σουπρεματισμός του Καζιμίρ Μάλεβιτς, καθώς σε μεγάλο βαθμό και οι παραστάσεις του Μέγερχολντ, με τον οποίο συνεργάστηκε τόσο ο Σοστακόβιτς όσο και ο Μαγιακόβσκι και ο Μάλεβιτς. Η ρωσική πρωτοπορία έτσι αποδεικνύει πως ο φουτουρισμός είναι το μόνο κίνημα στον 20ό αιώνα που στη Μόσχα και στην Πετρούπολη τουλάχιστον γέννησε όλα τα υπόλοιπα κινήματα της πρωτοπορίας που ακολούθησαν.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν ήταν ακόμη άσημος δημοσιογράφος, έγραψε τρία κείμενα για τον φουτουρισμό.

Αργότερα, βέβαια, τα πράγματα άλλαξαν. Μολονότι ο Στάλιν ανακήρυξε τον Μαγιακόβσκι, τον κυριότερο εκπρόσωπο του ρωσικού φωτουρισμού, ως τον μεγαλύτερο ποιητή της σοβιετικής εποχής, η μοίρα των άλλων σημαντικών φουτουριστών και εκπροσώπων της πρωτοπορίας ήταν κακή όσο και η δική του. Μόνο που εκείνοι επιπλέον δεν είχαν την υστεροφημία του. Ο Βελιμίρ Χλέμπνικοφ πέθανε νεότατος το 1922. Το ίδιο και ο Βαντίμ Σερσένιεβιτς, μεταφραστής του Μαρινέτι, που πέθανε το 1942 στα 59 του χρόνια ξεχασμένος. Ο Μπένεντικτ Λίβιτς, τα απομνημονεύματα του οποίου το 1933 είναι μία από τις καλύτερες ιστορίες του ρωσικού φουτουρισμού, συνελήφθη το 1937, στην περίοδο της γεζοφικής τρομοκρατίας, και εκτελέστηκε τον επόμενο χρόνο ως «εχθρός του λαού».

Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός σηματοδότησε τον θάνατο της ρωσικής πρωτοπορίας η οποία προέκυψε από τον φουτουρισμό. Την επιτάφια πλάκα την έβαλε η Πράβδα το 1936 με δύο άρθρα που δεν ξέρουμε ποιος τα έγραψε αλλά πολλοί τα αποδίδουν στον ίδιο τον Στάλιν. Το ένα από αυτά είχε τίτλο Μπέρδεμα αντί για μουσική. Στα άρθρα εκείνα, που επετίθεντο στον Σοστακόβιτς, αποκαλούμενο τότε και «Μαγιακόβσκι της μουσικής», καταδικάζονταν στο πυρ το εξώτερον ο φορμαλισμός, ο φουτουρισμός και οι εκπρόσωποί τους. Αυτό ήταν και το τέλος της ρωσικής πρωτοπορίας.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Το μυθολογικό στοιχείο στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Του Βίκτορα Σοκολιούκ





Εξετάζοντας τα πολυάριθμα μυθολογικά στοιχεία στους ποιητικούς κύκλους και τα μεγάλα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, ο ερευνητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η συνειρμική απομάκρυνση του απεικονιζόμενου από τον ποιητή επεισοδίου από το μυθολογικό θέμα, ο τονισμός ότι η ελληνική μυθολογία έχει τη βάση της στην ίδια τη ζωή, η χρησιμοποίηση συμβολισμού πανανθρώπινης σημασίας, οι συνειρμικές γέφυρες από τη σύγχρονη εποχή στη μυθολογία και η δημιουργία στα ποιήματα καταστάσεων που εσωτερικά είναι συγγενικές με τις μυθολογικές, όλα αυτά μαζί εξυπηρετούν με συγκεκριμένο τρόπο τους καλλιτεχνικούς στόχους.

Στις σκέψεις του ποιητή για τη μυθολογία, στην πληθώρα των μυθολογικών λεπτομερειών, μοτίβων και προσώπων, ο αναγνώστης συναντά συνέχεια κάτι πιο σημαντικό που δεν έχει εφήμερο χαρακτήρα και που ανοίγει το δρόμο για τα απόκρυφα μυστικά της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Αιώνια είναι σύμφωνα με τον Ρίτσο η προσμονή της Πηνελόπης (Μαρτυρίες, Σειρά δεύτερη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1974, σ. 39· "Επαναλήψεις", Αθήνα, 1972, σ. 69), τα μητρικά αισθήματα της Νιόβης (Επαναλήψεις, σ. 62), η αγάπη της Αλκμήνης {Επαναλήψεις, σσ. 54, 76), η πορεία των Αργοναυτών προς το σκοπό τους (Μαρτυρίες, Σειρά δεύτερη, σ. 85) κλπ.
Σύμφωνα με τον ποιητή αυτά και πολλά άλλα ανθρώπινα συναισθήματα, βιώματα, αισθήσεις που απεικονίστηκαν στη μυθολογία, εμφανίζονται απαράλλακτα σε διάφορες ιστορικές εποχές σε διάφορες συγκεκριμένες μορφές. Παρά τις «προόδους στα καπέλα, στα ενδύματα, στις ομπρέλες, στα αμάξια, στα βιολοντσέλα, στη μαγειρική, στις φυλακές, στα αερόπλοια» («Χρυσόθεμις», σ. 180), κάποιες θεμελιώδεις αρχές του ανθρώπου παραμένουν χωρίς ουσιαστικές αλλαγές:

Ευτυχώς, - είπε - κάτι τέτοια μας μένουν,
παρηγορητικά, αναλλοίωτα, ενωμένα,
έτσι σαν να 'μαστε αναλλοίωτοι κ' εμείς
(«Απόσταγμα», Επαναλήψεις, σ. 79)

Όπως υποθέτει ο ποιητής, δεν αλλάζουν μόνο τα συναισθήματα και τα βιώματα, αλλά και μερικά σύνολα, συστήματα κοινωνικών φαινομένων και διαπροσωπικών σχέσεων, μερικές καταστάσεις από τη ζωή που το πρότυπο τους υπάρχει μέσα στη μυθολογία:

Κουράστηκα να λέω χρονολογίες - 590,447, 356· -
αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι.
(«Δελφοί», σ. 303)

Η παραγωγική ανάπλαση των μυθολογικών καταστάσεων, στα ποιήματα στο επίπεδο της σύγχρονης εποχής, μοιάζει να εικονογραφεί αυτή τη θέση. Όπως κάποτε η Δήμητρα αναζητούσε την Περσεφόνη, η γριά από το ποίημα «Ανασκαφές, Ι» (Διάδρομος και Σκάλα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1973, σ. 91) αναζητά την κόρη της Άννα. Για να υπογραμμιστεί ακόμη περισσότερο το αιώνιο της κατάστασης, ο ποιητής δείχνει πως η σύγχρονη γριά μητέρα προσπαθεί να αναζητήσει την κόρη της στον τόπο των ανασκαφών (θα έλεγε κανείς στην ιστορία). Σε άλλο ποίημα της ίδιας συλλογής υπάρχει μια άλλη "αιώνια" κατάσταση:

Κι αυτός, ασάλευτος,
δεμένος στον τροχό, με την ιδέα πως ταξιδεύει τάχα,
νιώθοντας τον αγέρα να χτενίζει προς τα πίσω τα μαλλιά του,
παρατηρώντας τους συντρόφους του, πετυχημένα μεταμφιεσμένους σε πολυάσχολους ναύτες, να τραβούν ανύπαρχτα κουπιά, να βουλώνουν τ' αυτιά τους με κερί, ενώ οι Σειρήνες είχαν πεθάνει εδώ και τρεις χιλιάδες τουλάχιστον χρόνια.
(«Η σκάλα»)

Εδώ, όπως και σε όλη τη μυθολογική ποίηση του Ρίτσου, συναντάμε μία σειρά περιεκτικές φόρμες που δεν έχουν κοινωνικό και χρονικό προσδιορισμό, στις οποίες αντανακλάστηκαν τα περισσότερο θεμελιακά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατανόησης του κόσμου, της προσωπικής και κοινωνικής του συμπεριφοράς. Αυτές τις φόρμες θα τις ονομάζουμε μυθολογικά μοντέλα.

Δεν είναι δύσκολο να προσέξουμε ότι στα πλαίσια των μυθολογικών μοντέλων ο Ρίτσος ξεχωρίζει μερικές σταθερές ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης αντίληψης του κόσμου, καθώς επίσης και κάποιες μοναδικές καταστάσεις από τη ζωή. Σχετικά με αυτό ξεχωρίζουμε μέσα στα μυθολογικά μοντέλα τους μυθολογικούς τύπους και τους μυθολογικούς ρόλους.

Με το μυθολογικό τύπο εννοούμε τις γενικές μορφές σκέψης, φαντασίας, βιωμάτων, τα κοινά συναισθήματα, τις ηθικές έννοιες κλπ. Με το μυθολογικό ρόλο εννοούμε τον τύπο της κοινωνικής συμπεριφοράς, τη συγκεκριμένη παραλλαγή επίλυσης της κατάστασης μιας κοινωνικοψυχολογικής σύγκρουσης που περιέχεται στο μύθο. Ο μυθολογικός ρόλος, ως συνήθως, προϋποθέτει το πρόβλημα της εκλογής.

Έχοντας σαν στόχο την ποιητική έρευνα «του οξύτατου και βαθύτατου και αποφασιστικού προβλήματος, του δυσμετάβλητου της ανθρώπινης ύπαρξης, της φύσης του ανθρώπου και της σχέσης του με τις κοινωνικές συνθήκες» («Περί Μαγιακόβσκη», "Μελετήματα", εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1974, σ. 29), ο ποιητής επιδιώκει να "παρουσιάσει" τα πιο "αντικειμενικά" μυθολογικά μοντέλα. Μ' αυτό το σκοπό συνδυάζει συχνά στα ποιήματα του στοιχεία της ελληνικής μυθολογίας και της χριστιανικής θρησκείας:

»Τη νύχτα, πλάι στις ροδοδάφνες, - έλεγε -

περπατούν ο Χριστός με τον Απόλλωνα [...].
Ο Απόλλωνας σωπαίνει.
Ο Χριστός σωπαίνει. Ο Ευρώτας κυλάει».


(«Κυκλική δόξα». Ποιήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1972, τόμ. 3, σ. 76)

*Ο τόσο πρόωρα χαμένος ελληνιστής λογοτέχνης Βίκτωρ Σοκολιούκ, υπήρξε από τους σημαντικότερους μεταφραστές νεοελληνικής λογοτεχνίας στα ρωσικά αλλά και από τους μελετητές του έργου του Γιάννη Ρίτσου.


Ο ποιητής κάθε Πρωτομαγιάς....
Παρότι πέρασε τόσος καιρός από το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου, στα 1990, το έργο του πορεύεται, όπως όλα τα έργα των δημιουργών που ταξιδεύουν ασυνόδευτα από τη φυσική παρουσία τους. Ο χρόνος που χρειάζεται για να διαγνωσθεί, εκ του ασφαλούς, κατά πόσο το έργο του Ρίτσου θα αντέξει στο χρόνο, είναι ακόμα μακρύς. Ίσως θα πρέπει να «ξεχαστεί» κι άλλο μέχρι να «ανακαλυφθεί» ξανά. Ίσως άλλοι, απρόβλεπτοι παράγοντες, να συμβάλουν προς τη μια ή προς την άλλη εξέλιξη. Ίσως, τέλος, η αδιαμφισβήτητη αξία του να το κάνει, ώστε να ξεπεράσει τη συνωμοσία σιωπής που εξυφαίνεται γύρω του.

Η αναφορά στη λέξη συνωμοσία γίνεται συνειδητά, και όχι για να κάνουμε κυνήγι μαγισσών. Μα, δεν μπορούμε και να παραβλέψουμε τις αιτίες. Πως οι φίλοι και οι εχθροί τον θεωρούν κομμουνιστή, πράγμα που τους κάνει να τον αντιμετωπίζουν εξαρχής με μια ετικέτα, η οποία λειτουργεί αλλιώς στην κάθε πλευρά. Και πως το έργο του έχει μεγάλη έκταση. Που δεν αποτρέπει τον αφοσιωμένο λάτρη της ποίησής του. Όλους τους υπόλοιπους, όμως;

Ο Γιάννης Ρίτσος δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του '30, αφού πριν, στα σανατόρια απ' τα οποία πέρασε (ως άπορος, αυτός, το πρώην αρχοντόπουλο), σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συγχρωτίστηκε με τους επαναστατημένους της εποχής.

Ο Γ. Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με το γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό. Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του και ασυμβίβαστος, αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει.

Η ανιδιοτέλεια της ποίησής του.....
Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές του δημιουργίες να μη συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε, υπάρχει το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύει κανείς ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος, για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε ο Τάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς. Κι εν πάση περιπτώσει, η δημιουργία του είναι πολυσήμαντη, δεν περιστρέφεται όλη γύρω από έναν άξονα.

Οι αστοί - με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως του Παντελή Πρεβελάκη - δεν του συγχώρησαν ποτέ την ιδεολογική και πολιτική ένταξή του. Αυτή είναι η πρώτη εμμονή τους. Δεν του συγχωρούν και σήμερα ότι δεν είχε αμφιβολίες και, ταυτοχρόνως, ότι «στράτευσε» μέρος της ποιητικής του δραστηριότητας στις αξίες της Επανάστασης. Δεν αντιμετωπίζουν το έργο του στην ολότητά του.

Δέχονται έναν Ρίτσο διαφορετικό από αυτόν που είναι στην πραγματικότητα. Παραλείπουν να ασχοληθούν με το όλον του έργου του (οι φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά δεν είναι, αριθμητικά, αντάξιες ενός τέτοιου έργου). Ανακρίβεια;

Θυμήθηκε κανείς, πως πέρσι, την Πρωτομαγιά, συμπληρώθηκαν τα ενενήντα χρόνια από τη γέννηση του ποιητή; Θα θυμηθεί κάποιος ότι φέτος, την Πρωτομαγιά ακριβώς, συμπληρώνονται 91, κι ας μην είναι στρογγυλή η επέτειος; Ας το σκεφτεί τουλάχιστον ο καθένας από μας και ας του αποδώσει τις τιμές που του αξίζουν, με το να βυθιστεί, έστω και για λίγο, στο «σώμα» της ποίησής του.

Η «οφειλή» των συντρόφων του...
Δε θα έλεγε κανείς πως και οι σύντροφοι ξέρουν καλά το έργο του. Πως είναι σε θέση να το υπερασπίσουν, να το προασπίσουν, να το διαδώσουν, όπως του αξίζει. Όσο ο ποιητής βρισκόταν ανάμεσά μας, συγκινούνταν πολύ να τον γνωρίζουν με τις δυο του ιδιότητες και μόνο (του συντρόφου και του ποιητή), κι ας μην το ξέρουνε καλά καλά - γιατί τον αποδέχονται - αν και η αποδοχή αυτή ήταν πλήρης. Τώρα, όμως; Φτάνει αυτό; Δεν ήρθε ο καιρός να σκύψουμε και πάλι στο έργο του, να το μελετήσουμε, να το κατανοήσουμε, να μας συνεγείρει;

Η δεύτερη εμμονή των αστών είναι και η πλέον διαδεδομένη. «Έγραφε πολλά», ακούς. Και υπονοούν ότι η ποσότητα δε συμβαδίζει με την ποιότητα. Κι ακόμα: «δεν έσκιζε», επιμένουν, κι ας ξέρουν - και οφείλουν όσοι μιλούν γι' αυτό να ξέρουν - ότι έσκισε, κι έκαψε δεκάδες έργων και εκατοντάδες σελίδων.

Ο Ρίτσος σμίλεψε την ασπίδα της ποίησης («ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ' του Αχιλλέα») πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Η ποίηση για εκείνον ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Έγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Περηφανευόταν αυτός «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος» για την παραγωγή του, φέρνοντας πάντοτε παράδειγμα τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Αγαπούσε πολύ ωστόσο και τον Καβάφη, με τα 154 μόλις ποιήματα.

Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Έκανε ατέρμονες αγώνες δρόμου για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης, προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται («το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε»).

Ήταν, λοιπόν, όλα τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου ισάξια; Κανείς δεν το ισχυρίζεται αυτό. Όμως, όλα είναι απαραίτητα για να συγκροτήσουμε σωστά το σώμα της Ποιητικής του. Να δούμε τις κάμψεις και τις ανόδους της. Να παρατηρήσουμε τις αλλαγές και τις στροφές που κάνει. Κι αν τέλος πάντων για τον αμύητο αναγνώστη χρειάζεται ίσως μια ανθολογία (καλό θα έκανε στο έργο του ποιητή μια σοβαρή ανθολόγηση ή και περισσότερες, από ανθρώπους όμως που ασχολούνται χρόνια με αυτό), για τον μελετητή δεν είναι απαραίτητη. Αν δεν ξέρεις το όλον, δεν μπορείς να ασχοληθείς με το μέρος.

Παρηγορητής του κόσμου
Ο Γιάννης Ρίτσος, αυτός ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», πρόσφερε παραμυθία σε πολλούς από μας αμέτρητες φορές. Κι όσο κι αν είναι δυστύχημα που στα τελευταία χρόνια όλο και σπανιότερα διαβάζουμε κάτι για τον ποιητή (με την έννοια ότι όσα γράφονται συνήθως βοηθούν στην εκ νέου ανακάλυψη ή και στην καλύτερη γνωριμία), έρχονται πολλές νέες γενιές, που πιστεύουν στον Έρωτα και στην Επανάσταση και που «δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό».

Όταν φτάνεις να αισθάνεσαι την ανάγκη πως πρέπει «να λες: ουρανός. Κι ας μην είναι», τότε ο Γιάννης Ρίτσος είναι έτοιμος να μπει στην ψυχή σου. Και, δεν μπορεί, κάπου θα συναντηθείτε.

Θα συναντηθείτε στις δύσκολες κορφές και στα μονοπάτια του αγώνα, εκεί όπου έδωσε τις ωραιότερες μάχες για να επικρατήσει το Δίκιο. Θα συναντηθείτε στην καθημερινότητα, που πάντα την αντιμετώπιζε σαν κάτι το ξεχωριστό. Θα διασταυρωθούν οι σκέψεις σας για τον Κόσμο, για τα Πράγματα, για την Ελευθερία. Θα συγκινηθείτε με τις επιλογές του, με τα μεγαλοφυή του πετάγματα, με τις σταθερές του και με τις αμφιβολίες του. Θα συμφωνήσετε μαζί του, πως εκείνο «που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου» («Γραφή Τυφλού»). Θα επαναλάβετε με πείσμα: «Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία» («Πέτρες - Επαναλήψεις - Κιγκλίδωμα»). Και θα θαυμάσετε τον τρόπο, με τον οποίο τα έλεγε όλα. Ενδεικτικό μονάχα, το ποίημα «Πραγματικά χέρια» από τη «Γραφή Τυφλού», γραμμένο μέσα στη χούντα:




«Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως/ και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας/ τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια/ αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον/ σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα/ με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,/ ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,/ βάζουμε πότε - πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι/ ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά/ ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες».

Στα δικά του χέρια πάντως, όσες φορές κι αν τις φόρεσαν, ήταν σαν να μην υπήρχαν. Συνέχισε να γράφει όπως αισθανόταν, με την ωραία βεβαιότητα: «αυτό το χαμόγελο κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν». Και ποτέ δεν μπόρεσαν.

( Το κείμενο αυτό της Αντιγόνης Καρατάσου, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» στις 29-4-2000)


Η μεγάλη στροφή στην ελληνική ποίηση...
Όταν το 1963 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί Γιάννη Ρίτσο και εκδίδει τον "Επιτάφιο", μια σελίδα της ιστορίας έχει γυρίσει. Ένα στοίχημα ξεκινάει και, αν δεν μεσολαβούσε η Δικτατορία, θα κερδιζόταν νωρίτερα από το '74. Γιατί ο Μίκης συνεχίζει ακάθεκτος: 1964 "Άξιον Εστί" (Οδυσσέας Ελύτης), 1966 "Μικρές Κυκλάδες" (Οδυσσέας Ελύτης) αλλά και "Ρωμιοσύνη" (Γιάννης Ρίτσος). Τέσσερα χρόνια αργότερα και στο εξωτερικό πια θα συνεχίσει τη μελοποίηση ποιητικών κειμένων με την "Κατάσταση Πολιορκίας" (Ρένα Χατζηδάκη) και το "Πνευματικό Εμβατήριο" (Άγγελος Σικελιανός), για να ακολουθήσουν το 1973 τα "18 Λιανοτράγουδα της πικρής Πατρίδας" (Γιάννης Ρίτσος) και το 1974 ο "Ήλιος κι ο Χρόνος" (Γιώργος Σεφέρης).

Δύο χρόνια μετά το Θεοδωράκη, το 1965, ο Μάνος Χατζιδάκις κυκλοφορεί το δίσκο "Ματωμένος Γάμος Παραμύθι χωρίς όνομα", με τραγούδια από τα έργα των Λόρκα και Καμπανέλλη αντίστοιχα, σε στίχους του ποιητή και σταθερού συνεργάτη του Νίκου Γκάτσου το πρώτο, και του ίδιου του συγγραφέα το δεύτερο. Το παιχνίδι με την ποίηση ο Χατζιδάκις θα το κερδίσει πανηγυρικά το 1972 με το "Μεγάλο Ερωτικό", ένα δίσκο-σταθμό στην ελληνική δισκογραφία και από άποψη μουσικής φόρμας και λόγω του σπουδαίου λόγου που ενεδύθη το μέλος: Καβάφης, Ελύτης, Μυρτιώτισσα, Σολωμός, Λόρκα ­πάλι σε μετάφραση Γκάτσου Σολομών κ.ά.

Το παράδειγμά τους θα ακολουθήσει το 1969 ο Γιάννης Μαρκόπουλος ("Ήλιος ο Πρώτος", ποίηση Οδυσσέα Ελύτη), ενώ ο νεοαφιχθείς από τη Γαλλία Γιάννης Σπανός θα εκδώσει τις τρεις "Ανθολογίες" του (1967, 1968 και 1975 κατά σειρά), γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία με την Τρίτη. Το 1975 θα εκδώσει και ο Δήμος Μούτσης την "Τετραλογία" του σε ποίηση Σεφέρη, Καβάφη κ.ά., ένα δίσκο-τομή για την εποχή, κυρίως ως προς τις μουσικές φόρμες που δοκιμάζει ο συνθέτης, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα ο Θάνος Μικρούτσικος θα βάλει στα χείλη όλων τον παραγνωρισμένο τότε Νίκο Καββαδία με τον κλασικό πλέον "Σταυρό του Νότου".

Αυτό που συνέβη τότε ήταν πολύ τολμηρό. Μιλάμε για μια εποχή που τα τραγούδια τραγουδιόνταν, στις ταβέρνες, στις παρέες, στους δρόμους, στα μπαλκόνια. Φυσικά, το "Άξιον Εστί" ή ο "Μεγάλος Ερωτικός" ουδέποτε τραγουδήθηκαν εκεί ­δεν ήταν, άλλωστε, ο φυσικός τους χώρος ούτε γνώρισαν την επιτυχία που τους επεφυλάχθη δέκα-δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή τους. Ωστόσο, υπέδειξαν μια αισθητική εντελώς διαφορετική από την κρατούσα και απέδειξαν ότι το τραγούδι μπορεί να είναι μια τρίλεπτη υπόθεση μεγάλης σημασίας. Αλλά όλα αυτά ο πολύς κόσμος τα κατάλαβε και τα τίμησε αργότερα.


Η σχέση του Γιάννη Ρίτσου με το Καρλόβασι Σάμου.....
Ο Γιάννης Ρίτσος, ο μεγάλος ποιητής του Ελληνισμού, είχε ιδιαίτερη σχέση με το Καρλόβασι της Σάμου, η οποία αρχίζει το 1954, όταν παντρεύεται την καρλοβασίτισσα γιατρό κυρία Γαρουφαλίτσα, το γένος Γεωργιάδου. Τον επόμενο χρόνο γεννιέται εκεί η κόρη του, Έρη.

Η οικογένεια Ρίτσου εγκαθίσταται στο Καρλόβασι και ο ποιητής ζει μεγάλα χρονικά διαστήματα στην πόλη. Το 1968 βρίσκεται στο Καρλόβασι σε κατ' οίκον περιορισμό. Μετά το 1974, οι επισκέψεις του είναι συχνές και η σχέση που αναπτύσσει με το Καρλόβασι γίνεται πιο στενή. Το 1982 ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης του Δήμου Καρλοβασίων.

Όλοι οι Καρλοβασίτες τον θυμούνται να κάθεται τα απογεύματα στην παραλία θαυμάζοντας το ηλιοβασίλεμα.

Από τις πιο αγαπημένες του ασχολίες ήταν να ζωγραφίζει πέτρες και αντικείμενα σε πηλό στο αγγειοπλαστείο του Βασίλη Κοντορούδα. Πολλά απο τα ποιήματά του είναι γραμμένα στο Καρλόβασι. Στην ποιητική του συλλογή "Χρονικό", (1957), απεικονίζεται εμμέσως πλήν σαφώς το Καρλόβασι της δεκαετίας του 1950.

Η πρώτη του αναφορά στη Σάμο (1955)
Έχω ένα πουκάμισο
απ' τα φώτα των νερών
έχω ένα χρυσό σακκάκι
απ' το λιόγερμα της Σάμος
έχω μια δόξα
απ' τα πρώτα σου χαμόγελα.

Και μια από τις τελευταίες του (1979)
Βαθύ Καρλοβασίτικο φεγγάρι
πάνω απ' τις κραυγές των εραστών βατράχων.

Βελλερεφόντης






O Βελλεροφόντης είναι ένας ήρωας της ελληνικής μυθολογίας που γνωρίζει στη ζωή του τη δόξα και την ευτυχία, υψώνεται στη σφαίρα του θεϊκού μεγαλείου, απ' όπου όμως διώκεται παρασυρμένος από τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Στον ποιητικότατο μύθο του Βελλεροφόντη αναγνωρίζουμε την αδυναμία του ανθρώπινου γένους να ορίσει τη ζωή του. Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να παραμείνει στα όρια των δυνάμεών του, που με κανέναν τρόπο, κανείς θνητός, δεν μπορεί να ξεπεράσει. Ούτε ακόμη κι ο Βελλεροφόντης, ο ευνοούμενος και αγαπητός στους θεούς. Η αγάπη και η συμπάθειά τους γρήγορα μεταβάλλεται σε θυμό κι οργή, που οδηγεί τον ήρωα στο τραγικό τέλος.

Γεννημένος στην Κόρινθο, γιος του Γλαύκου, εγγονός επομένως του τραγικού Σίσυφου, αναγκάστηκε να παλέψει με αιμοβόρα θηρία και ανελέητους ανθρώπους. Το πρώτο του σημαντικό κατόρθωμα ήταν όταν κατάφερε να επιβληθεί στον Πήγασο. Το πανέμορφο φτερωτό άλογο, γεννημένο από τη Μέδουσα και τον Ποσειδώνα, θα συντροφεύει για πάντα τον ήρωα.

Θα του παρασταθεί σ' όλες τις δύσκολες στιγμές, θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει τις δοκιμασίες, είναι όμως αυτός που θα τον "γκρεμίσει" από την ευδαιμονία στη μοναξιά και τη δυστυχία.

Μολονότι θνητός ο Βελλεροφόντης, ήταν τόσο όμορφος και γεροδεμένος που οι αρχαίοι Έλληνες δεν μπορούσαν παρά να συνδέσουν το όνομά του με τους αθάνατους θεούς του Ολύμπου. Έτσι η παράδοση τον θέλει γιο του Ποσειδώνα να γεννιέται από το λαιμό της αποκρουστικής Μέδουσας τη στιγμή που την αποκεφαλίζει ο Περσέας. Με την αστείρευτη φαντασία τους οι Έλληνες συνέδεσαν τον Βελλεροφόντη και τον Πήγασο, το περήφανο άλογο και τον πανέμορφο αναβάτη του και με συγγένεια αίματος.

Κάποιος φόνος που διέπραξε ο Βελλεροφόντης, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πατρίδα του την Κόρινθο και να καταφύγει στο βασιλιά της κοντινής πόλης, της Τίρυνθας. Ο Προίτος τον δέχτηκε και τον εξάγνισε από το έγκλημά του. Με τον ερχομό του στον Προίτο, το κουβάρι που του έπλεξε η μοίρα του αρχίζει να ξετυλίγεται κι ο Βελλεροφόντης είναι υποχρεωμένος να το ακολουθήσει.Η θεϊκή ομορφιά του δεν άφησε ασυγκίνητη τη γυναίκα του Προίτου. Με τα κάλλη του σαγήνεψε άθελά του την Αντεια που αποφάσισε να τον κατακτήσει. Ευθύς και τίμιος, όμως, ο όμορφος Βελλεροφόντης δε δέχτηκε τον έρωτά της κι αρνήθηκε να ενδώσει. Η βασίλισσα τυφλωμένη από πάθος για εκδίκηση, με πονηριά και πανουργία που χαρακτηρίζει τη γυναίκα που δεν κατάφερε να κερδίσει τον εκλεκτό της, τον συκοφάντησε στον άνδρα της: "Πρέπει να πεθάνεις εσύ Προίτε ή να σκοτώσεις τον Βελλεροφόντη· θέλησε να με παρασύρει σ' έρωτα χωρίς τη θέληση μου". Η οργή του Προίτου μεγάλη. Στην κοινωνία των αρχαίων Ελλήνων υπήρχαν κάποιοι ιεροί και απαράβατοι νόμοι. Πώς μπορούσε ο Προίτος να παραβιάσει το θεσμό της φιλοξενίας και να φονεύσει αυτόν που ο ίδιος εξάγνισε από φόνο;

Η λύση που σοφίστηκε για να τον εξοντώσει ήταν να τον στείλει στον πεθερό του, στη Λυκία. Μαζί, του έδωσε ένα γράμμα όπου του έλεγε να σκοτώσει τον απεσταλμένο.

Ο Βελλεροφόντης ωστόσο για καλή του τύχη ξέχασε να δώσει το γράμμα στο βασιλιά από την αρχή. Έτσι έγινε δεκτός με όλες τις τιμές που αρμόζουν σ' ένα φιλοξενούμενο. Για το βασιλιά της Λυκίας, ο όμορφος νέος, που του έστειλε ο Προίτος, ήταν επίσημος προσκαλεσμένος του, που έπρεπε, όπως ορίζει ο Ξένιος Δίας, να τον σέβονται και να τον περιποιούνται· πόσο διαφορετική ήταν όμως η πραγματικότητα; Ο Βελλεροφόντης είχε έρθει όχι ως επισκέπτης αλλά ως μελλοθάνατος. Όταν τη δέκατη μέρα της παραμονής του διάβασε ο βασιλιάς την επιθυμία του γαμπρού του, βρέθηκε σε δύσκολη θέση· δεν μπορούσε ο ίδιος να σκοτώσει το φιλοξενούμενό του. Μπορούσε όμως να τον οδηγήσει στο θάνατο ζητώντας του το ακατόρθωτο: να εξοντώσει τη Χίμαιρα, ένα φοβερό τέρας με τρία κεφάλια, ένα από λιοντάρι, ένα από κατσίκα και ένα από δράκοντα, και σώμα που συνδύαζε αυτές τις τρεις φύσεις. Ο υπάκουος Βελλεροφόντης έπρεπε να παλέψει και να εξοντώσει το αιμοβόρο αυτό τέρας, σε μια δοκιμασία που από τη μια έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του, από την άλλη όμως του έδινε την ευκαιρία ν' αποδείξει τη γενναιότητά του και τη θεϊκή καταγωγή του. Κι αυτό γιατί κανείς θνητός δε θα μπορούσε να εξοντώσει το ανελέητο θηρίο μόνος του, χωρίς τη βοήθεια των θεών.

Οι παντοκράτορες θεοί γνωρίζοντας την άδικη κατηγορία της ’ντειας και ξέροντας καλά τα ευγενικά συναισθήματα του συνεσταλμένου Βελλεροφόντη, του πρόσφεραν με προθυμία τη βοήθειά τους. Ο πατέρας του ο Ποσειδώνας του χάρισε ως πολύτιμο βοηθό το γιο του, τον Πήγασο. Ήταν όμως δύσκολο να ημερέψει το ατίθασο άτι και δεν τα κατάφερε παρά μόνο με τη βοήθεια της Αθηνάς που του έδωσε ένα χρυσό χαλινάρι. Μ' αυτό συγκράτησε την επιθετική ορμή του αλόγου και το εκπαίδευσε για να το οδηγεί σε νικηφόρες μάχες.

Με το φτερωτό Πήγασο δεν ήταν δύσκολο να εξοντώσει την τρομερή Χίμαιρα, στέλνοντας το θάνατο από ψηλά με τα βέλη του. Κατορθώνοντας να βγει ζωντανός απ' αυτή τη δοκιμασία, ο βασιλιάς τον έστειλε ενάντια στο φοβερό λαό των Σολύμων και έπειτα ενάντια στις πολεμοχαρείς Αμαζόνες. Γυρίζοντας δοξασμένος κι από τις δυο εκστρατείες αντιμετώπισε τους πιο άξιους πολεμιστές της Λυκίας που του είχαν στήσει ενέδρα για να τον σκοτώσουν.

Βγαίνοντας πανηγυρικά νικητής ο Βελλεροφόντης απ' όλες αυτές τις δοκιμασίες δεν μπορούσε ο βασιλιάς παρά να υποκλιθεί στο ατρόμητο παλικάρι, αναγνωρίζοντας πως είναι απόγονος θεών. Μη έχοντας τώρα το θάρρος να κοιτάξει στα μάτια το θεϊκό ήρωα, του διάβασε το γράμμα του Προίτου, που είχε σταθεί αιτία για όλες τις περιπέτειές του. Μετανιωμένος του πρόσφερε την κόρη του Φιλονόη για γυναίκα και το μισό του βασίλειο.

Αναπόφευκτη είναι όμως η μοίρα των ανθρώπων να δεσμεύονται και να μην μπορούν να ξεφύγουν από τις αδυναμίες και τα πάθη τους. Μέσα τους πάντα φωλιάζουν συναισθήματα, όπως η αγάπη, η ζήλια, το μίσος, η εκδίκηση. Θέλοντας να εκδικηθεί τον Προίτο ο τολμηρός Βελλεροφόντης, απήγαγε την ’Αντεια με σκοπό να τη μεταφέρει στο βασίλειό του. Της είπε πως δέχεται τον εαυτό της, την άρπαξε στην αγκαλιά του, την έβαλε πάνω στο φτερωτό άτι και το διέταξε να ξεκινήσει. Την ώρα που ταξίδευαν πάνω από τη θάλασσα η ’Αντεια έπεσε και βυθίστηκε στην αγκαλιά του απέραντου θαλάσσιου κόσμου. Ήταν άραγε αυτή η τιμωρία του Προίτου και της συζύγου του για τις περιπέτειες που του δημιούργησαν; Ή μήπως ήταν τιμωρία των θεών για την παράνομη πράξη των δυο ερωτευμένων νέων;

Ξαφνικά δείχνει πως αλλάζει η διάθεση των θεών απέναντι στον ήρωα. Πριν ήταν συμπαραστάτες του, τώρα εμφανίζονται ως τιμωροί του. Ακόμη και το αγαπητό του άλογο, ο αθάνατος Πήγασος, σημαδεύει τα τραγικά γεγονότα που οδηγούν τη ζωή του σ' όλο και πιο άσχημη εξέλιξη: η πτώση της ’Αντειας θυμίζει τη δική του πτώση.

Ίσως τα κατορθώματα του "φούσκωσαν" τον εγωισμό και την περηφάνια του και τον έκαναν να πιστέψει πως μπορεί αυτός, ένας θνητός, να πλησιάσει τη μακρινή ουράνια κατοικία των αθανάτων. Ίσως να ήταν η πίκρα και η απογοήτευση που ώθησαν τη ψυχή του σ' αυτό το τόλμημα.

Σκληρή και ανελέητη ήταν η θεϊκή τιμωρία. Παράφορη μανία, σταλμένη από τον πατέρα των θεών Δία, κατέλαβε τον Πήγασο. Το θεϊκό άλογο γκρέμισε τον τολμηρό Βελλεροφόντη την ώρα που πετούσε στ' ανεφέλωτα ουράνια.

Το φοβερό γκρέμισμα ανάγκασε τον άλλοτε πανέμορφο καβαλάρη να περιφέρεται μέχρι το τέλος της ζωής του κουτσαίνοντας, χωρίς τη συντροφιά των ανθρώπων, που άλλοτε τόσο απλόχερα του δινόταν

Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»



Η Συλλογή «Το Εμβατήριο του ωκεανού» γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο στα 1939 – 1940. «Όσοι έζησαν μέσα σε ερείπια έχουν ακροαστεί τα δόντια του χρόνου να σαρακίζουν τα ξύλα: χρόνου διαφορετικού από εκείνον που ακούγεται μπροστά στο πέλαγο. Ο ένας είναι ο σταθμητός χρόνος της Ιστορίας, ο άλλος, ο άπειρος χρόνος της αιωνιότητας. Ο Ρίτσος γνώρισε και τον ένα και τον άλλο. Αυτή η αρχική αίσθηση προοιωνίζει – για να μην πω προδικάζει – τη διπολικότητα του βίου του: του επαναστάτη που λυτρώνεται μέσα στην Ιστορία, του ποιητή που αγωνίζεται για την αιωνιότητα» γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης στο βιβλίο του «Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος», Εκδόσεις Κέδρος, 1981, σσ. 103 – 104.

Ο τίτλος («Το Εμβατήριο του ωκεανού») σχετίζεται άμεσα με την μουσική, όπως άλλωστε και κάποιοι άλλοι τίτλοι έργων του Ρίτσου αυτής της περιόδου («Το τραγούδι της αδελφής μου» - 1937, «Εαρινή συμφωνία» - 1938, «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» - 1943). Αυτή η άμεση σχέση της Σύνθεσης με τη μουσική φανερώνεται μέσα από πολλούς στίχους:

Κηδέψαμε προχτές το πρώτο χελιδόνι

με τα θλιμμένα φ λ ά ο υ τ α των λουλουδιών.




…και τ ρ α γ ο υ δ ά μ ε τη θάλασσα

κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο

πλάι στ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι.




Ακούσαμε το τ ρ α γ ο ύ δ ι της θάλασσας

και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.




…μετέωρο κατάφωτο ασίγαστο

το τ ρ α γ ο ύ δ ι της θάλασσας…


Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κ ι θ ά ρ ι σ μ α του μπάτη…




Φτιάξαμε τον α υ λ ό μας

με τα κόκκαλα που πέταξε χτες βράδι

μπρος στην αυλή μας η φουρτούνα τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς.



Άκουσε το τ ρ α γ ο ύ δ ι μας μητέρα

το τ ρ α γ ο ύ δ ι του νέου ταξιδιού…

Η θάλασσα δεν κλαίει.



Τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι.


Μες στη ματιά των κοριτσιών τρεμίζει ο ήχος

ενός μεγάλου δάσους πρωινού

μια μ ο υ σ ι κ ή διαύγειας

κι εμπιστοσύνης.




Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλια

κυανές φωνές του ωκεανού

οι Σειρήνες με λ ύ ρ ε ς από κόκκαλα ψαριών.




…κι αν μ ε λ ω δ ο ύ ν τον ύπνο της ωχρής γαλήνης…




…τα παιδικά μας μάτια οσφραίνονταν τη σιωπή

άκουγαν την έλευση της νύχτας

άκουγαν το φ λ ά ο υ τ ο της ομορφιάς…




Αν είναι το κύμα ζεστότερο απ’ την αγάπη

και το καράβι ζεστότερο απ’ το λιμάνι

εσύ το ξέρεις

καθώς τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι στα μαλλιά σου η φυγή…




Πού πήγε η ο ρ χ ή σ τ ρ α των μικρών κοριτσιών

στον παραθαλάσσιο κήπο…




Ας φύγουν όλα. Ας φύγουν όλα.

Εγώ θα μείνω πάλι

άντικρυ στον πλατύ ουρανό

άντικρυ στη μεγάλη θάλασσα

δίχως πικρία και παράπονο

να τ ρ α γ ο υ δ ώ.




Μας πήραν το θαλασσινό τ ρ α γ ο ύ δ ι

μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.




…θυμάσαι το γέρο καπετάνιο

που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ’ αστέρια

για να κερδίσει τη νιότη τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς τη θάλασσα;




Η μεγάλη ά ρ π α του λυκόφωτος

αφημένη στην πυκνή σκιά του δάσους.




Τ ρ α γ ο ύ δ ι βραδινό πάνω απ’ τους πόντους

συντροφευμένο με την απουσία των πραγμάτων

που ανθίζουν στον αιώνιο κύκλο

της σιωπής και της αγάπης.




…για κάποιους Άγγελους ξανθούς

που αρραβωνιάστηκαν τη θάλασσα

και ξέχασαν το θεό

παίζοντας σ ά λ π ι γ γ ε ς αλλόφρονες…




Το αιώνιο τ ρ α γ ο ύ δ ι του πόντου απαντά στο κενό

και γεμίζει το μηδέν με καρδιά και με ήλιο.




Αδέλφια μου

ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου

ακούστε το τ ρ α γ ο ύ δ ι του ήλιου και της θάλασσας.





Όπως δηλώνεται από τον τίτλο, κύριο θέμα της Συλλογής είναι η θάλασσα… Η απόφαση για ένα ταξίδι μακρινό, η φυγή από τη στυγνή πραγματικότητα, η επιστροφή στην αγνότητα των παιδικών χρόνων αποτελούν θέματα που ήταν συνηθισμένα στην εποχή του μεσοπολέμου. Αναμφισβήτητα, στο «Εμβατήριο του ωκεανού» το όνειρο… του μεγάλου ταξιδιού τρέφεται με μνήμες από τον βράχο της Μονεμβασιάς, γενέτειρας του Γιάννη Ρίτσου.

«…Η μέθη της νιότης και του έρωτα, η ασυγκράτητη δίψα της ζωής, η αίσθηση ευδαιμονίας εναρμονίζονται με το φυσικό περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι βασικές μεσογειακές συνισταμένες – ο ήλιος και η θάλασσα. Άλλο κοινό σημείο, επίσης πυλώνας της ελληνικότητας, είναι, το μοτίβο του ταξιδιού, και σ’ αυτό πολύ ενδεικτική είναι η σύγκληση του Ρίτσου (“Εμβατήριο του ωκεανού”) με τον Σεφέρη (Μυθιστόρημα και σειρά ποιημάτων που δημοσιεύονται, το 1938, στα “Νέα Γράμματα” και θα συμπεριληφθούν, το 1940, στο “Ημερολόγιο καταστρώματος”). Το ταξίδι, ο δρόμος λειτουργούν ως σύμβολα της πορείας, ατομικής και συλλογικής, του Ελληνισμού, που στον Ρίτσο προβάλλει προς το παρόν περισσότερο στη μυθοποιούμενη, συμβολική διάσταση, ενώ στον Σεφέρη είναι πολύ αισθητός ο ιστορικός, φιλοσοφικός αναστοχασμός, χρωματισμένος με οδύνη...» γράφει μεταξύ άλλων η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου, η οποία υπογραμμίζει πως «Τα δύο συνθετικά λυρικά ποιήματα του Ρίτσου –“Εαρινή συμφωνία” (1937-1938) και “Το εμβατήριο του ωκεανού” (1939-1940)– είναι το “αστείρευτο άσμα” για την αγάπη και την ομορφιά της ζωής, που αναβλύζουν “απ’ τη πληγή”, για το “ρίγος της αιώνιας διάρκειας”…».

«Η έννοια “χρόνος” έχει προβληματίσει τον Ρίτσο· τη λέξη τη συναντούμε συχνά στην ποίησή του υπό διάφορες εκδοχές, αλλά πάντα με τον τελικό σκοπό να εννοηθεί το μυστήριο που κρύβει: διάρκεια, ημερολογιακός χρόνος, ψυχολογικός χρόνος, ροή και αναστολή του χρόνου, στιγμή και αιωνιότητα, συνεχής χρόνος… Μια έμμονη ιδέα!» σημειώνει εύστοχα ο Παντελής Πρεβελάκης (σ. 104).

Το εκπληκτικό είναι ότι στη Συλλογή «Το Εμβατήριο του ωκεανού» καλύπτεται συμβολικά ένα τεράστιο χρονικό διάστημα· συγκεκριμένα από τον Τρωικό Πόλεμο και τις περιπέτειες του Οδυσσέα μέχρι σήμερα…

Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσα

το βραδινό τραπέζι μας λιτό.

Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξη

και το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζε

στα ελληνικά χωματένια λαγήνια

σκηνές από την Τροία.





Το «Εμβατήριο του ωκεανού» είναι κατά βάση ένα ποίημα με καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, και συμβολίζει τη φανταστική αποδημία που έχει ήδη επιχειρήσει ο Γιάννης Ρίτσος. Το μακρινό ταξίδι, και μάλιστα ο διάπλους του ωκεανού, είναι η πύλη της ελευθερίας, τόσο για τα μικρά παιδιά όσο και για τους ποιητές. Και ο ομηρικός Οδυσσέας, ο «πολύτροπος» ήρωας της «Οδύσσειας», είναι ο ενσαρκωτής της θαλασσινής περιπέτειας…
Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός

χρυσός απ’ τ’ αυγινό νερό…


«Ο Οδυσσέας κινείται σε χρόνο μυθικό· διασκελίζει τις εποχές και τα έτη, ή ενδιατρίβει σε μια στιγμή. Ο χρόνος του Ρίτσου είναι ανθρώπινος…» γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης (σ. 105).

Εκτός από τον Οδυσσέα, ο οποίος εμφανίζεται στο ποίημα είτε ως «Εκείνος» (Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός…), είτε με το όνομά του (…και στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσια / που αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα), στο «Εμβατήριο του ωκεανού» συναντάμε και δυο ακόμη πρόσωπα από τον μυθικό χώρο του ομηρικού έπους, τον Λαέρτη (Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχο / θα περιμένει μάταια) και τη Ναυσικά (…φεύγαν η Ναυσικά κ’ οι ωραίες παρθένες έντρομες / πίσω απ’ τα δέντρα…). Παρούσες και οι Σειρήνες και η Ιθάκη (Πελαγίσια πουλιά στο φως και την αλμύρα / όνειρα ταξιδιών, μεγάλα ιστία / τ’ αυτιά μας ασφράγιστα στις φωνές των Σειρήνων / τα μάτια μας άγρυπνα. / Δεν υπάρχει καπνός μήτε Ιθάκη. / Άλλον ορίζοντα δεν έχουν πια οι ορίζοντες).
Η λατρεμένη φιγούρα της μητέρας εμφανίζεται συχνά στη Συλλογή…



Είχαμε τον κήπο μας στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλυστρούσε ο ουρανός

κ’ η μητέρα καθισμένη

στο χαμηλό σκαμνί

κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης

με τ’ ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών

με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη

γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.




Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.

Κοιτούσα τη δύση και σ’ έβλεπα

- μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου

- ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.



Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.

Μα εγώ

πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής κ’ ευγένειας

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.




Ένας γλάρος με φώναζε

στο βάθος της εσπέρας

εκεί στη γαλανή καμπύλη των βουνών.



Πολύ συχνά μάλιστα, ο ποιητής απευθύνεται στη μητέρα, καθώς η λέξη «μητέρα» επαναλαμβάνεται ως συνήθης κλητική προσφώνηση στο έργο…



Μητέρα, ποιος χτυπάει

τη γαλάζια καμπάνα του ορίζοντα;




Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας

και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.

Μητέρα

μη μου κρατάς το χέρι.




Άκουσε το τραγούδι μας μητέρα

το τραγούδι του νέου ταξιδιού.

Εσύ που κλαις το θάνατο

δε μας γνωρίζεις.

Η θάλασσα δεν κλαίει.

Τραγουδάει.




Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρα

κι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυ

σκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρα…




Ένας χορός παιδικός

έρχεται πίσω απ’ το βράδι

γυμνώνει τη σιωπή

ανασταίνει την άνοιξη.

Όμως ακόμη κρυώνω μητέρα.




Μητέρα, μητέρα

που αρνηθήκαμε

την τρυφερή σοφία των δακρύων σου

που ’ναι το μακρόθυμο χέρι σου

με την έκφραση της καρτερίας

που ’ναι το χέρι σου

ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα

να ζεστάνουμε τη μοναξιά;

Μητέρα

ο ουρανός γκρεμίστηκε

στα δάκρυα των αθώων.




Μητέρα δε μας μένει τίποτα.

Πού θ’ απαγγιάσουμε;

Πού θα κοιμηθούμε;


Οι εικόνες της θάλασσας και γενικότερα του φυσιολατρικού στοιχείου, τις οποίες ο Ρίτσος «ζωγραφίζει» με την ξεχωριστή δεξιοτεχνία του σε ολόκληρη τη Συλλογή, μας μαγεύουν και μας αφήνουν άφωνους…

Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.




Σύννεφο ασημένιο πλάι στο φεγγάρι.




Χρώματα πρωινά διαλυμένα στο νερό

πυρκαϊές δειλινών στους ώμους των γλάρων…




Εμείς το σπίτι μας το χτίσαμε στη θάλασσα.

Είναι μαργαριτάρια στα κοχύλια

κ’ είναι μεγάλα δάση κοραλλιών στους έρημους βυθούς.




Πίσω απ’ τους βράχους έρπει ερημική

η ασημένια σκέψη της σελήνης.




Φτερούγισμα θαλασσινών πουλιών

στις άφωνες σπηλιές των βράχων…




Νύχτα. Η αόρατη βουνοσειρά στο βάθος.

Στέκω στο μελανό κάδρο της πόρτας

και φωνάζω τ’ όνομα του θεού

μέσα στη χιονοθύελλα των άστρων…




Στα γλυκά μάτια των πουλιών

θ’ ακινητεί τ’ όραμα των πεδιάδων

με τις άλικες παπαρούνες

και τη χρυσή πλησμονή των σταχυών.




Η μεγάλη άρπα του λυκόφωτος

αφημένη στην πυκνή σκιά του δάσους.

Ένα τριανταφυλλένιο νέφος φλέγεται

στην πυρκαϊά της δύσης.



Ο επίλογος της υπέροχης αυτής ποιητικής σύνθεσης είναι κυριολεκτικά συναρπαστικός· ο ποιητής απευθύνεται κατ’ αρχάς στον Ήλιο – το δεύτερο βασικό μοτίβο μετά τη θάλασσα –, στη φλόγα του οποίου «προσφέρεται», και στους συνανθρώπους του, στ’ «αδέλφια» του, στα οποία απευθύνει παραίνεση – παράκληση ν’ ακούσουν «το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας»…
Ήλιε, Ήλιε

που βάφεις μ’ αίμα τη θάλασσα

γυμνός προσφέρομαι στη φλόγα σου

να φωτίσω τα μάτια των ανθρώπων.




Αδέλφια μου

ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου

ακούστε το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας.

Από Palmografos.com: Palmografos.com - Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»