Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Θέσεις για τον Έμμετρο και τον Ελεύθερο Στίχο

Γιάννης Μόραλης

[WITH THE NET DOWN]
Writing free verse is like playing tennis with the net down.
ROBERT FROST
.
ΑΝΤΙΣΟΝΕΤΤΟ
Ξέρω πως την περιφρονείς αυτή την τέχνη. Δεν έχεις
κι άδικο. Λέξεις, η μια μετά την άλλη, και στο τέλος
μια ομοιοκαταληξία. Σπουδαίο πράμα… «Να προσέχεις»,
λένε οι φιλόλογοι, «τους δεκαπεντασύλλαβους, το μέλος

κι –όταν μπορείς– και τον ρυθμό». Μα τότε μένει η ποίηση
απλά μια τεχνική… Γι’ αυτό σου λέω, Μικρή Αλεπού,
φέρε τον χρόνο και την διάθεση να γίνει μες στην κίνηση
εικόνα το γραπτό, να αποτυπωθεί σαν όραμα αλλού,

σε κάποιον τοίχο ή σκοτεινή αίθουσα… ίσως ακόμη μες
στο θερινό της επαρχίας, με τα ζευγάρια που αγκαλιά
κοιτάνε το πανί, και λεν «καλά, το έργο είναι μεγάλο».

Βέβαια, νά πως να το πω, δήθεν μου έλειψες προχτές
και σκάρωσα αυτό εδώ, για να σου δείξω μια
περίπτωση σονέτου! Ας πάω τώρα να κάνω κάτι άλλο.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, 2012
.
[Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΧΕΙ ΠΛΑΚΑ ΟΤΑΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ]
.
Ο ποιητής που γράφει σε “ελεύθερο στίχο” μοιάζει με τον Ροβινσώνα Κρούσο στο ερημικό νησί του. Πρέπει να κάνει τα πάντα μόνος του: το μαγείρεμα, το πλύσιμο και το μαντάρισμα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αυτή η ανδρική ανεξαρτησία παράγει στίχους πρωτότυπους και εντυπωσιακούς. Συνηθέστερα όμως, το αποτέλεσμα είναι άθλιο – βρώμικα σεντόνια στο άστρωτο κρεβάτι και άδεια μπουκάλια στο ασκούπιστο πάτωμα… η ποίηση, όπως κάθε παιχνίδι, έχει περισσότερη πλάκα όταν έχει κανόνες.
.
Γ. Χ. ΩΝΤΕΝ (1907-1973)
.
[ ΜΙΑ "ΣΧΟΛΗ" ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΑΣ ]
Παρακάμπτοντας (δίκαια; άδικα;) όσους από παιδεία ή και έφεση δεν ένιωθαν καλά με τον ελεύθερο στίχο (είτε μοναχικούς είτε συγκεντρωμένους σε δικά τους σωματεία και στεγαζόμενους σε δικά τους περιοδικά), τα τελευταία σαράντα-πενήντα χρόνια του αιώνα που πέρασε λίγοι ποιητές μας δοκίμασαν την παραδοσιακή στιχουργία, και παροδικά (κάποιοι από τον κύκλο των Σημειώσεων, ο Τ. Ρούσσος, μερικές σάτιρες…), ενώ ήταν εύλογο το αντίθετο για όσους καταπιάστηκαν με τη στιχουργική τραγουδιών. Περίπου ξαφνικά, μια ομάδα από τους πολύ νεότερους (Γ. Κοροπούλης, Δ. Καψάλης, Η. Λάγιος κ.ά.), πάνε είκοσι-τόσα χρόνια, βάλθηκαν να γράφουν πάνω σε τέτοια πρότυπα, και είδαμε η προτίμηση αυτή κατόπιν να κερδίζει και πιο νέους (Δ. Κοσμόπουλος, Κ. Κουτσουρέλης κ.ά.). Το γεγονός προσέχτηκε και σχολιάστηκε – όχι πάντοτε θετικά. Σήμερα πρόκειται, έν τινι μέτρω, για μια “σχολή” στα γράμματά μας. Δεν είναι όμοιος ο τρόπος που όλοι αυτοί δουλεύουν τον παραδοσιακό στίχο. Ο Καψάλης, από τη μια μεριά, τείνει ν’ αποτυπώσει έναν κόσμο όσο γίνεται πιο διαυγή και παρθένο, ει δυνατόν άδολο, προσφεύγοντας σε μεθόδους της πλήρους αθωότητας, φαινομενικά τουλάχιστον προνεωτερικούς· κάποιες φορές, θαρρείς ότι αναστυλώνει ένα ναό. Ο Κοροπούλης, από την άλλη, οδηγεί στις ακρότατες συνέπειές της μια διαχείριση της παράδοσης ανατρεπτική και “πατροκτονική”: από την παλιά φόρμα μένει μόνο το κέλυφος (αλλά μένει), και το μέσα γεμίζει με καθάριο μοντερνιστικό υλικό, όχι υπερρεαλιστικό – τελικός καρπός: αυτό που κατεξοχήν μάθαμε ν’ αποκαλούμε, εσφαλμένα, “μεταμοντέρνο” στην ποίηση. Ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα, αλλά νομίζω πλησιέστερα στο δεύτερο –χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, όσο κι αν αξίζουν τον κόπο–, κινούνται οι λοιπές εισηγήσεις επί του ζητήματος.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ, Habemus Poesiam, Νέα Εστία, τχ. 1787, Μάρτιος 2006
.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΙΧΟ
Θεωρείται δεδομένο ότι υπάρχει ελεύθερος στίχος, θεωρείται ότι ελεύθερος στίχος είναι μια σχολή· ότι συνίσταται από ορισμένες θεωρίες· ότι η ομάδα ή οι ομάδες των θεωρητικών του είτε θα φέρουν την επανάσταση στην ποίηση ή θα την εξαχρειώσουν, αν η επίθεσή τους στον ιαμβικό πεντάμετρο γίνει με κάποια επιτυχία. Ελεύθερος στίχος δεν υπάρχει…
Ο ελεύθερος στίχος… είναι μια μαχητική κραυγή ελευθερίας, αλλά δεν υπάρχει ελευθερία στην τέχνη. Και όπως ο δήθεν ελεύθερος στίχος, που είναι καλός, είναι οτιδήποτε παρά ”ελεύθερος”, θα τον υπερασπιστεί κανείς καλύτερα με κάποια άλλη ετικέτα… Εάν ο ελεύθερος στίχος είναι μια γνήσια στιχουργική μορφή, θα έχει ένα θετικό ορισμό. Κι εγώ μόνο αρνητικά μπορώ να τον ορίσω: (1) απουσία μορφικού τύπου, (2) απουσία ομοιοκαταληξίας, (3) απουσία μέτρου.
Αυτή η τρίτη ποιότητα εύκολα παρακάμπτεται. Τι στίχος θα ήταν αυτός που δε γίνεται να μετρηθεί, δεν ξέρω… Κάθε στίχος γίνεται να διαιρεθεί σε πόδια και σε τόνους. Τα απλούστερα μέτρα είναι η επανάληψη μιας εναλλαγής, ενδεχομένως από μια μακρά και μια βραχεία ή από μια βραχεία και μακρά συλλαβή, που επαναλαμβάνεται πέντε φορές. Δεν υπάρχει ωστόσο λόγος γιατί, μέσα στον ίδιο στίχο, θα πρέπει να γίνεται οποιαδήποτε επανάληψη· γιατί δε θα πρέπει να υπάρχουν στίχοι (όπως υπάρχουν) διαιρετοί μόνο σε πόδια διαφορετικών τύπων. Πώς μπορεί τάχα η γραμματική άσκηση του εμμέτρου συλλαβισμού να κάνει πιο κατανοητό ένα τέτοιο στίχο; Μόνο με το να απομονώσει στοιχεία που απαντούν σε άλλους στίχους, και μοναδικός σκοπός της οργάνωσης αυτής είναι η παραγωγή παρόμοιου αποτελέσματος κάπου άλλου. Όμως η επανάληψη ορισμένου αποτελέσματος είναι ζήτημα μορφικού τύπου…
Ο πιο ενδιαφέρων στίχος που ως τώρα γράφτηκε στη γλώσσα μας, έγινε είτε παίρνοντας κάποια πολύ απλή μορφή, σαν τον ιαμβικό πεντάμετρο, και συνεχώς ξεκόβοντας από αυτήν, ή χωρίς να παίρνει καμιά μορφή απολύτως, και συνεχώς προσεγγίζοντας κάποια πολύ απλή. Τούτη η αντίθεση μεταξύ σταθερότητας και ρευστότητας, αυτή η ανεπαίσθητη απόδραση από τη μονοτονία είναι η αληθινή ζωή του στίχου…
Μπορούμε συνεπώς να διατυπώσουμε τούτα με τον ακόλουθο τρόπο. Το φάντασμα ενός απλού μέτρου θα πρέπει να καραδοκεί πίσω από το εμπέτασμα, ακόμη και στον πιο ελεύθερο στίχο· να προχωράει απειλητικά καθώς μας παίρνει ο ύπνος και να υποχωρεί καθώς ξυπνάμε. Ώστε η ελευθερία είναι πραγματική ελευθερία μόνον όταν εμφανίζεται πάνω στο υπόβαθρο κάποιου τεχνητού περιορισμού…
Αλλά φαίνεται πως η υπερβολική προσήλωση στην ομοιοκαταληξία έχει στομώσει το μοντέρνο αυτί. Η απόρριψη της ομοιοκαταληξίας δεν είναι ένα πηδηματάκι προς την ευκολία· αντίθετα, επιβάλλει μια πολύ αυστηρότερη δοκιμασία στη γλώσσα. Όταν η ανακουφιστική ηχώ της ρίμας αφαιρεθεί, η επιτυχία ή αποτυχία στην επιλογή των λέξεων, στη φραστική διάρθρωση, στη διάταξη γίνεται αμέσως πιο φανερή. Μόλις αφαιρεθεί η ρίμα, ο ποιητής αμέσως παραδίνεται στις σταθερές της πρόζας. Μόλις αφαιρεθεί η ρίμα, πολλή από την αιθέρια μουσική ξεχύνεται από τη λέξη, μουσική που ως τη στιγμή εκείνη τιτίβιζε απαρατήρητη στην περιοχή της πρόζας. Μια ρίμα ν’ απαγορευτεί και πολλοί Καραφλοπατρίκιοι ξεσκεπάζονται.
Και η απελευθέρωση από την ομοιοκαταληξία μπορεί να ναι και απελευθέρωση της ομοιοκαταληξίας. Ελευθερωμένη από την απαιτητική της αποστολή να υποβαστάζει χωλούς στίχους, θα μπορούσε να εφαρμόζεται με καλύτερο αποτέλεσμα εκεί που είναι περισσότερο αναγκαία. Συχνά υπάρχουν τόποι σ’ ένα ανομοιοκατάληκτο ποίημα, όπου η ρίμα χρειάζεται για κάποιο ειδικό αποτέλεσμα, για ένα ξαφνικό τέντωμα, για μια απανωτή συσσώρευση ή για μια απότομη αλλαγή διάθεσης. Αλλά ο επίσημος ομοιοκατάληκτος στίχος δε θα χάσει βέβαια τη θέση του. Χρειάζεται μονάχα να φανεί ένας Σατιρικός καμία ιδιοφυία δεν είναι πιο σπάνια– για να αποδείξει ότι το ηρωικό δίστιχο δεν έχει χάσει καμιά από τις κόψεις του, από τον καιρό που το καθιέρωσαν ο Ντράυντεν και ο Πόουπ. Όσο για το σονέτο δεν είμαι βέβαιος. Η παρακμή όμως των πολύπλοκων κανονικών μορφών δεν έχει τίποτε να κάνει με την εμφάνιση του ελεύθερου στίχου. Ετούτος είχε παρουσιαστεί από πολύ πρωτύτερα. Μονάχα σε μια συνεκτική και ομοιογενή κοινωνία, όπου πολλοί εργάζονται στα ίδια προβλήματα, τέτοια κοινωνία σαν εκείνες που γέννησαν τα ελληνικά χορικά, το ελιζαμπεθιανό λυρικό ποίημα και την καντσόνα των τροβαδούρων, η ανάπτυξη τέτοιων μορφών θα φτάσει ποτέ την τελειότητα. Και όσο για τον ελεύθερο στίχο, συμπεραίνουμε ότι δεν ορίζεται από την απουσία μορφικού τύπου ή την απουσία ομοιοκαταληξίας, γιατί και δίχως αυτά υπάρχουν στίχοι· ότι δεν ορίζεται από την ανυπαρξία μέτρου, μια και ο χειρότερος στίχος μπορεί να μετρηθεί. Και συμπεραίνουμε ότι ο χωρισμός σε συντηρητικό στίχο και ελεύθερο στίχο δεν υφίσταται, γιατί υπάρχει μόνο καλός στίχος, κακός στίχος και χάος.
T.S. ELIOT, Reflections on Vers Libre, 1917, μτφρ. Αντώνης Ζέρβας
.
[ Η ΑΝΙΑΡΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ]
Οι πρώτοι δεκαπεντασύλλαβοι του ποιήματος υπήρξαν μια αυθόρμητη βωμολοχική αντίδραση στη μιμητικότητα, την εγκεφαλικότητα και τον κομφορμισμό του μεγαλύτερου μέρους της σημερινής λογοτεχνικής παραγωγής, ενώ διάβαζα ένα τέτοιο πρότυπο κείμενο σε φάση της ζωής μου που η ανία μου από τη σύγχρονη ποίηση γινόταν πραγματική αγωνία. Ταυτόχρονα τα έμμετρα εκείνα νοερά graffiti με οδηγούσαν σε μία κατάσταση παράδοξης ευφορίας, κι ενώ τα ίδια υποχωρούσαν ολοένα ώσπου να εξαφανιστούν σχεδόν εντελώς, προέκυψε με τον καιρό το ποίημα. Το ποίημα, ό,τι πιο οικείο είχα. Στον αγώνα μου με τις λέξεις, σαν να διατηρούσα την ανάμνηση της λογοτεχνίας των αποχωρητηρίων, απέκλεισα όλες τις σύγχρονες πρακτικές: την αφαίρεση, την αραίωση, την υπαινικτικότητα, την αποσπασματικότητα, προπάντων σε συνδυασμό με μια ιδεαλιστική έφεση για αθώωση ή εξηρωϊσμό μιας πρωταρχικά υπανθρώπινης ύλης από την οποία –αλίμονο– συνίσταται ο άνθρωπος. Πρέπει ακόμα να προσθέσω πως διασκέδαζα γράφοντάς το, ένα ποίημα τόσο αντιρητορικό, αντιδιδακτικό, αντισοβαροφανές και προπάντων τόσο φρικτά κατανοητό. Κάνω έκκληση στον ποιητικό αμοραλισμό σας.
ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ, Παρτούζα ή Ένα κλείσιμο του ματιού, 1981
.
[ Ο ΒΑΚΙΛΛΟΣ ΤΟΥ ΣΟΝΕΤΟΥ ]
“πάνω σε νέες ιδέες ας φτιάξουμε στίχους αρχαίους” (αντρέ σενιέ, 1762-1794).
ηθελημένη παραδρομή στις παλαιές, αμείλικτες τελετουργίες της ακρόασης. μερικοί
προσβλήθηκαν απ’ το βάκιλλο του σονέτου. δεν
ευφραίνομαι με το κρίμα του πράγματος· μπορεί εσύ να κοπίασες, οι ομορφότερες ωστόσο
μυθοπλασίες ευδοκιμούν χάριν του αίματος της σκέψης
που, σαν όλα τα αίματα, είναι ταχύτερο απ’ τη ρίμα, ακόμη κι απ’ την παρήχηση. αρκεί η σκέψη σου, σύντροφε, να έχει μεταφερθεί, και ως φωνή και ως φαινόμενο, στο ηλιακό
σου πλέγμα, έδρα όλων των τεθλασμένων του σ’ αγαπώ.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, Καλοκαίρι στον σκληρό δίσκο, 2002
.
[ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΟΥΝ ]
Human nature has been seen as something ‘regressive’, but that must be the result of profound confusion … There is nothing ‘regressive’ about the fact that a human embryo is so constrained that it does not grow wings, or that its visual system cannot function in the manner of an insect, or that it lacks the homing instinct of pigeons. The same factors that constrain the organism’s development also enable it to attain a rich, complex, and highly articulated structure, similar in fundamental ways to conspecifics, with rich and remarkable capacities. An organism that lacked such determinative intrinsic structure – which of course radically limits the paths of development – would be some kind of amoeboid creature, to be pitied (even if it could survive somehow). The scope and limits of development are logically related.
Take language, one of the few distinctive human capacities about which much is known. We have very strong reasons to believe that all possible human languages are very similar; a Martian scientist observing humans might conclude that there is just a single language, with minor variants. The reason is that the particular aspect of human nature that underlies the growth of language allows very restricted options. Is this limiting? Of course. Is it liberating? Also of course. It is these very restrictions that make it possible for a rich and intricate system of expression of thought to develop in similar ways on the basis of very rudimentary, scattered, and varied experience.
NOAM CHOMSKY, Interview to “Red and Black Revolution”, Issue No. 2, 1995
.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΓΝΩΣΤΟΤΕΡΗ
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ

Για μένα πάντως τα σονέτα είναι σκατά :
φρικτή φόρμα, ανυπόφορη, σωστός κορσές,
και μου σηκώνεται η τρίχα, αληθινά,
όταν ακούω ότι υπάρχουν ποιητές

που και την σήμερον ακόμη ημέρα
ασχολούνται με αυτές τις σαχλαμάρες.
Α, δεν χωράει ανοχή εδώ πέρα !
Οι κάτι τέτοιοι θέλουνε σφαλιάρες

ή, πιο καλά, ένα γερό μπερντάχι,
μήπως και κόψουν όλ’ αυτές τις πλάκες
που μου ανακατεύουν το στομάχι !

Τί επιδιώκουν τελικά οι μαλάκες ;
Ιδέα δεν έχω, σας το λέω ειλικρινά.
Πάντως για μένα τα σονέτα είναι σκατά.

ROBERT GERNHARDT, Materialien zu einer Kritik der bekanntesten Gedichtform italienischen Ursprungs, 1985, (μτφ. Κ. Κουτσουρέλη)
.
[ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΣΤΙΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΞΙΣΟΥ ΦΥΣΙΚΟΙ ]
Just as both normal and free verse are “artificial,” so too are they both “natural,” though not of course in the same way. Free verse stakes its claim to naturalness largely on the basis of its “organic” method of development; formal verse, on its origins in human physiology and its similarities to structures found in nature. “Basically,” John Frederick Nims has said, the iamb, the most common rhythm in speech and poetry, “is the lub-dubb of the heartbeat, perhaps the first sensation that we, months before our birth, are aware of. Nothing unnatural about that as a rhythm.” And he goes on to speculate about why so much of our poetry is not only iambic but measured into ten-syllable lines: “Why, by the way, pentameter? Could it have anything to do with the physiological fact that our heart pulses five times, on the average, for every time we breathe?” Not only does meter correspond to human heart and breath patterns, but rhyme represents the natural pattern of human perception. As Denise Levertov, a champion of organic form, has observed, rhyme and other methods of “reiteration” such as “chime” and “echo” not only serve “to knit the elements of an experience” but often are “the very means, the sole means, by which…  the returning or circling of perception can be translated into language, apperceived.”
The similarites between traditional forms and the forms of nature are perhaps even more striking. As Donald Justice has pointed out, natural objects such as leaves are, like traditional forms, characterized by “marks reflecting similitude and kind, marks such as symmetry, repetitive and predictive numerical features or patterns.” John Frederick Nims has even demonstrated that proportions based on the “golden numbers” of the Fibonacci sequence (in which each number is the sum of the two preceding ones: 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, and so forth) recur again and again in nature– “in the way rabbits breed, in the generation of bees, in the number and pattern of leaves or petals on certain plants, in the spirals of the sunflower…in the curling horns of mountain goats, in the tusks of elephants, in the claws of a cat, the beak of a parrot”–even in the symmetry of the human body itself. And, importantly, also in some poetic forms. Nims concludes: “Nature… far outdoes our artists with her own use of mathematical symmetry.” Joseph Langland echoes this sentiment, saying, “I hear the cry, ‘Be natural!’ and then I walk out and examine rocks, leaves, grass, birds, animals, people, the flow of wind and fire and water. They all cry out, ‘Form!’… The absence of form is unnatural.” Of course, free verse has its form too: we do not wish to deny that fact, merely to point out that the elaborate symmetry and mathematical precision of traditional forms are, in their own way, as “natural” as the organic form of free verse. If a form seems artificial, it is no more so than any other form found in nature.
PHILIP DACEY & DAVID JAUSS, Strong Measures: Contemporary American Poetry in Traditional Forms, 1986

Στιχουργία

 

Η χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου, του βασικού τονικού στίχου της βυζαντινής περιόδου και, στη συνέχεια, της νεοελληνικής στιχουργίας, εδραιώθηκε γύρω στον 10ο αιώνα. Στη συνέχεια, επί πέντε σχεδόν αιώνες (10ος-15ος αι.) ο δεκαπεντασύλλαβος αποτέλεσε σχεδόν το αποκλειστικό στιχουργικό όργανο πλήθους έμμετρων αφηγηματικών κειμένων (Διγενής Ακρίτηςαλληγορικά και σατιρικά αφηγήματα). Με τα έργα της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας (τέλος 16ου και αρχές 17ου αι.), ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος όχι μόνο απέκτησε σταθερά μορφολογικά χαρακτηριστικά, αλλά έγινε και στιχουργικό εργαλείο στα χέρια ποιητών με συνείδηση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ο ίδιος στίχος καλλιεργήθηκε εντατικά και στο δημοτικό τραγούδι. Στο β΄ μισό του 14ου αι. εμφανίστηκε στην κρητική λογοτεχνία η ομοιοκαταληξία, άγνωστη μέχρι τότε στην ελληνική ποίηση. Το ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο, που αποκτά θαυμαστή μορφή στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, δημιούργησε μια ευρύτερη μετρικο-νοηματική ενότητα σε σχέση με τον μεμονωμένο στίχο και πρόσθεσε ένα στοιχείο ανανέωσης της νεοελληνικής μετρικής.

Μέχρι το α΄ μισό του 18ου αι. ο δεκαπεντασύλλαβος παρέμεινε κυρίαρχος, αλλά μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 19ου σημειώθηκε μια σημαντική ποσοτική και ποιοτική αύξηση της επίδρασης των ευρωπαϊκών στιχουργιών στη νεοελληνική. Η γαλλική και η ιταλική μετρική επέδρασαν στη φαναριώτικη ποίηση, με την εμφάνιση και διάδοση τραγουδιών γραμμένων σε μικρούς στίχους, κατανεμημένους σε στροφές με περίτεχνες ομοιοκαταληξίες. Επίσης η ποίηση της Επτανησιακής Σχολής του α΄ μισού του 19ου αι. μετέφερε και εγκλιμάτισε στην ελληνική γλώσσα αρκετούς ιταλικούς στίχους, άγνωστους ή λίγο γνωστούς μέχρι τότε (όπως ο ιαμβικός ενδεκασύλλαβος, ο αναπαιστικός δεκασύλλαβος και ο τροχαϊκός οκτασύλλαβος).
[…]
Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. στην ελληνική ποίηση (έντεχνη και δημοτική) κυριαρχούσαν ο ιαμβικός και ο τροχαϊκός ρυθμός. Από τη στιγμή όμως που η ελληνική ποιητική παραγωγή επικεντρώθηκε στον χώρο της Αθήνας, σημειώθηκε μια ραγδαία ανάπτυξη της νεοελληνικής μετρικής, με την εμφάνιση και διάδοση στίχων αναπαιστικού, δακτυλικού και αμφιβραχικού ή μεσοτονικού ρυθμού. Επίσης, μεγάλο μέρος της έμμετρης αθηναϊκής λογοτεχνίας του 19ου αι. αφιερώθηκε στην προσπάθεια για αναβίωση των αρχαίων μέτρων (στίχων και στροφικών σχημάτων). Στίχοι όπως ο δακτυλικός εξάμετρος (δακτυλικός δεκαεπτασύλλαβος) και ο ιαμβικός τρίμετρος (ιαμβικός δωδεκασύλλαβος) χαρακτήρισαν την περίοδο αυτή.
Προς το τέλος του 19ου αι. η ποιητική γενιά του 1880 αποτέλεσε στιχουργικό εργαστήριο που όχι μόνο καλλιέργησε την παλαιότερη μετρική παράδοση, αλλά δημιούργησε και τις προϋποθέσεις για τη ριζική ανανέωσή της, με την εμφάνιση του ελευθερωμένου στίχου, μορφής ενδιάμεσης ανάμεσα στον αυστηρά έμμετρο και στον ελεύθερο στίχο. Το σημαντικότερο όμως βήμα στην πορεία εξέλιξης της νεοελληνικής μετρικής σημειώθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., και κυρίως στην τρίτη δεκαετία του. Τότε επεκτάθηκε η χρήση του ελεύθερου στίχου, η κυριαρχία του οποίου μέχρι σήμερα επέβαλε νέους όρους για την ανάγνωση και μελέτη της σύγχρονής μας ποίησης.
 Ευριπίδης Γαραντούδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1418.


Ρυθμός στη μετρική λέγεται η συστηματική επανάληψη ενός ορισμένου αριθμού συλλαβών, συνθεμένων με ορισμένον τρόπο, σύμφωνα με τον ηχητικό χαρακτήρα μιας γλώσσας, αρκεί η επανάληψη αυτή νά ’ναι εφαρμόσιμη από τις λέξες της και γίνεται αισθητή από την ακοή μας.
Έτσι, όταν ο ηχητικός χαρακτήρας μιας γλώσσας είναι χρονικός, οι διάφοροι ρυθμοί της σχηματίζονται με τη συστηματικήν επανάληψη ενός ορισμένου συνδυασμού από μακριές και βραχείες συλλαβές, συνθεμένες με ορισμένον τρόπο. Το ίδιο και στις γλώσσες που ο ηχητικός χαραχτήρας τους είναι τονικός, οι διάφοροι ρυθμοί τους σχηματίζονται με τη συστηματικήν επανάληψη ενός ορισμένους συνδυασμού από τονισμένες και άτονες συλλαβές, συνθεμένων με ορισμένον τρόπο.
 Γεράσιμος Σπαταλάς, Η στιχουργική τέχνη. Μελέτες για τη Νεοελληνική Μετρική, επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Άννα Κατσιγιάννη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, 4.


Τα δισύλλαβα μέτρα της νεοελληνικής ποίησης είναι δύο: ο ίαμβος (U–), που συντίθεται από μία άτονη και μία τονισμένη συλλαβή, και ο τροχαίος (–U), που συντίθεται από μία τονισμένη και μία άτονη συλλαβή. Τα τρισύλλαβα μέτρα είναι τρία: ο ανάπαιστος (UU–), που αποτελείται από δύο άτονες συλλαβές και μία τονισμένη, ο δάκτυλος (–UU), που αποτελείται από μία τονισμένη συλλαβή και δύο άτονες, και ο αμφίβραχυς ή μεσότονος (U–U), που αποτελείται από μία τονισμένη συλλαβή μεταξύ δύο τόνων.
 Ευριπίδης Γαραντούδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1421.


[…] από τα μέτρα γίνονται οι στίχοι.
Το στίχο του Ζαλοκώστα
γιατί μου ρίχνεις φως πικρό
τον αποτελούν τέσσερα ιαμβικά μέτρα (γιατί / μου ρί/χνεις φως / πικρό) και φυσικό είναι να ονομαστή ιαμβικός (οχτασύλλαβος). […] όπως ιαμβικός είναι ο στίχος του Καβάφη
εδώ ας / σταθώ. / Κι ας δω / κι εγώ / τη φύ/ση λί/γο
[…]
Το στίχο του Σολωμού
φως το χέρι, φως το πόδι
τον αποτελούν τέσσερα τροχαϊκά μέτρα (φως το / χέρι / φως το / πόδι) και φυσικό είναι να ονομαστή τροχαϊκός (οχτασύλλαβος). […] όπως τροχαϊκός είναι και ο στίχος
λίγα / μάτια / λίγα / στόμα/τα,
κι αυτός του Σολωμού, που τον αποτελούν τεσσεράμισι τροχαϊκά μέτρα.
Χειρόγραφο του Διονυσίου Σολωμού από 
τους Ελεύθερους Πολιορκημένους [αρ.27 α,β.]
Αθήνα, Ακαδημία.
Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 24 Μαϊου 1998, σ. 28
Αν τώρα θελήσουμε να αναλύσουμε, να χωρίσουμε στα μέτρα του το στίχο του Σολωμού(από το Σχεδίασμα Β΄ των Ελεύθερων Πολιορκημένων)
με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι ωραία,
δηλαδή
με φου/σκωμέ/να τα / πανιά / περή/φανα / κι ωραί/α,
θα δούμε πως το δεύτερο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έβδομο είναι πραγματικά ιαμβικά μέτρα, τονίζεται δηλαδή η δεύτερη συλλαβή τους, αλλά των άλλων δισύλλαβων κομματιών του, του πρώτου (με φου), του τρίτου (να τα) και του έχτου (φανα) καμιά συλλαβή δεν τονίζεται. Κι όμως κι αυτός ο στίχος λέγεται ιαμβικός. […]
Εδώ λοιπόν μπορεί να προβληθή μια αντίρρηση: Πώς μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι ένας στίχος, όπως ο παραπάνω του Σολωμού, γίνεται από ιαμβικά μέτρα, αφού, όταν τον χωρίσουμε σε δισύλλαβα κομμάτια, παρατηρούμε πως μερικά απ’ αυτά δεν τονίζονται σε καμιά τους συλλαβή, και ξέρουμε πως το ιαμβικό μέτρο πρέπει να έχη τόνο στη δεύτερη συλλαβή του;  […]
Η αντίρρηση δεν είναι παράλογη, αλλά υπάρχει απάντηση σ’ αυτήν. Λέμε: Όταν πούμε, κάπως δυνατά, το στίχο
με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι ωραία,
και μάλιστα όταν τον πούμε δυο τρεις φορές, ώστε να βρεθούμε κάτω από την επίδραση του ρυθμού που δίνουν στο στίχο οι τέσσερεις πραγματικά τονισμένες συλλαβές του, χωρίς να το θέλουμε, τονίζουμε, όσο ελαφρά κι αν είναι, και τις άλλες του ζυγές. […] Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να υποστηρίξουμε πως και οι άτονες ζυγές συλλαβές, […] δεν είναι εντελώς άτονες παρά παίρνουν, από τη θέση που έχουν μέσα στο στίχο, κάποιον τόνο, ελαφρό έστω και μόλις αισθητό.
 Θρασύβουλος Σταύρου, Νεοελληνική μετρική, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών/Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2010 (2η έκδ.), 14-16.


[…] είναι […] συνηθισμένο το φαινόμενο ένας στίχος να μην κλείνη μέσα του ολόκληρο νόημα παρά η συνταχτική ενότητα που το εκφράζει να συνεχίζεται από ένα στίχο στον παρακάτω, όπως λ.χ. στους στίχους του Μαβίλη,
την ωραία αντιφεγγίδα-σου στοιχειώνει
η ακύμαντη άρμη…
όπου το η ακύμαντη άρμη, το υποκείμενο δηλαδή, χωρίζεται από τους άλλους όρους της πρότασης και πηγαίνει στον ακόλουθο στίχο· […] στη φράση του Παλαμά
…ξόβεργα, βρόχια
για τ’ αγνά σταίνουν και τα φτερωμένα
προστυχιές, πειρασμοί
το αντικείμενο είναι στον πρώτο στίχο, το ρήμα στο δεύτερο και το υποκείμενο στον τρίτο. Το φαινόμενο αυτό λέγεται υπερβατό ή διασκέλισμα. Το μεταχειρίζεται πολλές φορές ο ποιητής, για να χρωματίση εντονώτερα μια λέξη βάζοντάς τη σε θέση ξεχωριστή (όπως γίνεται στο παραπάνω παράδειγμα του Παλαμά με τις λέξεις προστυχιέςπειρασμοί) ή, αντίθετα, για να ρίξη σκιά σε λέξεις που θέλει να τους λιγοστέψη τη δύναμη. Σε ποίημα πολύστιχο το διασκέλισμα κόβει τη μονοτονία.
 Θρασύβουλος Σταύρου, Νεοελληνική μετρική, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών/Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2010 (2η έκδ.), 19-20.


Ο διασκελισμός πρέπει να ακολουθείται από μια αναγνωστική παύση που θα τη λέγαμε «μετέωρη»· μια παύση δηλαδή που να δείχνει ότι το νόημα δεν έχει ολοκληρωθεί· που να κρατάει «στον αέρα» τη συμπλήρωση του νοήματος. Αυτή η παύση είναι απολύτως απαραίτητη στα ποιήματα δίχως ομοιοκαταληξία και δίχως σταθερό μετρικό σχήμα, για να φανεί ότι, παρόλο που το νόημα «έχει αντιρρήσεις», υπάρχει πράγματι τέλος στίχου στο σημείο αυτό. Σε όσα ποιήματα το τέλος του στίχου «σημαδεύεται» (και γι’ αυτό και ακούγεται), επειδή υπάρχει ομοιοκαταληξία και/ή σταθερό μετρικό σχήμα, η «μετέωρη» παύση του διασκελισμού δεν είναι απολύτως απαραίτητο να τηρείται· ωστόσο, αν τηρηθεί, προκύπτουν, πολύ συχνά, απρόβλεπτα ωφελήματα […].
 Ξ.Α. Κοκόλης, Η ομοιοκαταληξία. Τύποι και λειτουργικές διαστάσεις, Στιγμή, Αθήνα 1993, 140-141.


[…] ο διασκελισμός, όταν δεν προκύπτει από τον τρόπο σύνθεσης της προφορικής ποίησης (εξήγηση που έχει προταθεί για τα ομηρικά έπη) ή δεν συνιστά καταφανώς αδέξια υποχώρηση στις ανάγκες του μέτρου ή της ομοιοκαταληξίας και διεκδικεί μια αξιοπρόσεκτη σημασιολογική λειτουργία, θεωρείται συχνά ως μέσον έμφασης, που υπογραμμίζει την τελευταία λέξη πριν από το τέλος του στίχου ή την πρώτη του επόμενου. Ωστόσο, στις εφευρετικότερες χρήσεις της, η έμφαση αυτή συνοδεύει μια μιμητική λειτουργία: η στιχουργική διαταραχή που δημιουργείται, η ανατροπή δηλαδή της αναγνωστικής προσδοκίας για ολοκλήρωση του νοήματος στο τέλος του στίχου, αναπαριστά πολλές φορές μια συναισθηματική αναστάτωση ή έντονη δράση που υπάρχει στο θεματικό επίπεδο του ποιήματος. Σε άλλες περιπτώσεις, ο διασκελισμός είναι δυνατόν να μιμείται το κόψιμο, το σπάσιμο, το διάνυσμα μιας απόστασης ή μιας χρονικής περιόδου, μια κάθοδο. Μια διαφορετικής τάξης λειτουργία, βασισμένη σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φαινομενολογία της ανάγνωσης, αφορά την αμφισημία που μπορεί να εξυπηρετεί ο διασκελισμός. Αυτό συμβαίνει όταν ο επόμενος στίχος αποκαλύπτει ένα συμπλήρωμα που εμπλουτίζει το νόημα του προηγούμενου στίχου που διασκελίζεται.
 Αναστασία Νάτσινα, «Σημασιολογικές λειτουργίες των καβαφικών διασκελισμών. Μίμηση και ειρωνεία». Η νεοτερικότητα στη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα. Πρακτικά της ΙΒ΄ Επιστημονικής Συνάντησης του Τομέα Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών αφιερωμένης στη μνήμη της Σοφίας Σκοπετέα (Θεσσαλονίκη, 27-29 Μαρτίου 2009), Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2010, 161-162.


Ομοιοκαταληξία λέγεται όταν οι τελευταίες λέξεις δύο ή περισσότερων στίχων, από το τονισμένο φωνήεν και κάτω, ομοηχούν απολύτως, όπως «κρ-ίνα» και «ελαφ-ίνα». Μερικοί για να κάμουνε ακόμα πιο μελωδικούς τους στίχους τους, ζητάνε να ομοηχεί και το σύμφωνο που βρίσκεται μπρος από το τονισμένο φωνήεν, όπως «με-λ-ίσσι» και «νεκροστο-λ-ίσει». Του είδους αυτού κλασικό παράδειγμα ο Λ. Μαβίλης.
Άλλο στοιχείο του στίχου είν’ επίσης η τομή λέξεως από στίχο σε στίχο. Το στοιχείο αυτό δεν έχει σχέση με τη ρυθμική κατασκευή του στίχου, είναι στοιχείο παραστατικό, ζωγραφικό και δυναμώνει το νόημα της φράσεως. Κλασικά παραδείγματα τομής λέξεως από στίχο σε στίχο συναντάμε στην ποίηση του Δ. Σολωμού, όπως το ακόλουθο:
Τόσα πέφτουνε τα θερι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς,
όπου με το κόψιμο της λέξεως «θερισμένα» δίνεται και η εικόνα των θεριζομένων σταχιών. […]
Άλλο στοιχείο του στίχου είναι η ονοματοποιία. Το στοιχείο αυτό είναι παραστατικό και με τους ήχους των γραμμάτων μιμείται τους περιγραφόμενους ήχους, ή ζητάει να δώσει την εικόνα της κινήσεως, κ.λπ. Κλασικά παραδείγματα ονοματοποιίας συναντάμε στην ποίηση του Σολωμού, όπως το ακόλουθο:
Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών
όπου με τους ήχους των γραμμάτων των λέξεων, κάνει ν’ ακούεται και ο κρότος της περιγραφόμενης μάχης. […]
Άλλο στοιχείο του στίχου είναι η παρήχηση, η χρησιμοποίηση δηλαδή του ίδιου συμφώνου πολλές φορές μέσα στο στίχο, με σκοπό παραστατικό ή μουσικό γενικά. […] Κλασικά παραδείγματα παρηχήσεως έχει στα σονέττα του ο Λ. Μαβίλης, όπως το ακόλουθο:
Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας
Στο στίχο αυτό ο ποιητής επιμένει στην επανάληψη του «χ» και του «ρ», που είναι τα δυο κύρια γράμματα του ονόματος του εγκωμιαζόμενου ήρωα, του Χάρις, για να το κρατήσει στην ακοή μας.
 Γεράσιμος Σπαταλάς, Η στιχουργική τέχνη. Μελέτες για τη Νεοελληνική Μετρική, επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Άννα Κατσιγιάννη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, 20-22.


Αν του στίχου του Γρυπάρη
κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός στη χλόη το μεσημέρι
μετρηθούν οι συλλαβές —με τη σημασία που η λέξη συλλαβή έχει στη γραμματική—, θα βρεθούν δεκαεννέα· και όμως ο στίχος αυτός λέγεται και είναι δεκαπεντασύλλαβος· γιατί, μετρικά, οι δισύλλαβες λέξεις νέος και χλόη λογαριάζονται εδώ μονοσύλλαβες, η τρισύλλαβηωραίος λογαριάζεται δισύλλαβη, και το –ται (η λήγουσα της λέξης κοιμάται) αποτελεί μια μετρική συλλαβή με το άρθρο που ακολουθεί, το ο. Γίνεται με άλλα λόγια συνεκφώνηση σε μια συλλαβή γειτονικών φωνηέντων, μία φορά σε λέξεις συνακόλουθες και τρεις φορές μέσα σε λέξεις· και με τη συνεκφώνηση κρατιέται ο ρυθμός του στίχου, που, αλλιώς, θα εξαφανιζόταν.
Στη μετρική η συνεκφώνηση αυτή λέγεται συνίζηση.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι μετρική συνίζηση είναι η συνεκφώνηση γειτονικών φωνηέντων είτε στη συμπροφορά είτε μέσα σε λέξη, ενώ ταυτόχρονα κρατιέται ο ρυθμός του στίχου.
 Θρασύβουλος Σταύρου, Νεοελληνική μετρική, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών/Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2010 (2η έκδ.), 27-28.


Άλλο στοιχείο του στίχου είναι οι νόμιμοι παρατονισμοί. Αυτοί γίνονται μόνο σ’ ορισμένους στίχους με ξεχωριστά γνωρίσματα και γίνονται μόνο για λόγους εκφραστικούς ή παραστατικούς. Οι νόμιμοι παρατονισμοί είναι κάτι που έχει σχέση με τη μουσική «ντισονάντσα». Και ονομάζονται νόμιμοι, γιατί οι παρατονισμοί γενικά καταστρέφουνε το ρυθμό και δεν επιτρέπονται.
[…]
Ο παρατονισμός […], που μεταβάλλει τον ιαμβικό ρυθμό σε δαχτυλικό, ονομάζεται δαντέσκος, από το Δάντε που τον πρωτομεταχειρίστηκε. Τέτοιους παρατονισμούς περίφημους, όσο και ελάχιστους, έγραψε ο Δ. Σολωμός, όπως τον ακόλουθο:
Λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα
όπου με το άλλαγμα του ρυθμού, δίνει και παραστατικά την εικόνα των σπασμένων κουπιών.
 Γεράσιμος Σπαταλάς, Η στιχουργική τέχνη. Μελέτες για τη Νεοελληνική Μετρική, επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Άννα Κατσιγιάννη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, 22-23

Ελεύθερος στίχος



[…] Όπως και ο παραδοσιακός στίχος, [ο ελεύθερος στίχος] τυπώνεται σε σύντομες, μεμονωμένες αράδες, και όχι σε συνεχή πεζό λόγο, διαφέρει όμως από τον παραδοσιακό στίχο επειδή το ρυθμικό του σχήμα δεν υπακούει σε μια κανονική μετρική μορφή — δηλαδή, δεν οργανώνεται σε μετρικούς πόδες ή σε επαναλαμβανόμενες συλλαβικές ενότητες με ισχυρότερους και ασθενέστερους τονισμούς. […] Οι περισσότεροι ελεύθεροι στίχοι περιλαμβάνουν επίσης αράδες ακανόνιστου μήκους, που είτε δεν έχουν καθόλουομοιοκαταληξία είτε την εφαρμόζουν μόνο σποραδικά. […]
 M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά - Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 118.


Το νεοτερικό στοιχείο της αυτονόμησης της τέχνης οδηγεί, μεταξύ άλλων, σταδιακά σε πλήθος μορφολογικούς πειραματισμούς τον 20ό αιώνα, ανάμεσα στους οποίους και ο ελεύθερος στίχος. Όσο η διάσπαση της τέχνης από την επιστήμη και την ηθική προχωρεί, τόσο ο ελεύθερος στίχος διαδίδεται έως την καθιέρωσή του. Ο ποιητής των αρχών του 20ού αιώνα αδυνατεί να εκφραστεί με τον ίδιο τρόπο όπως στον 18ο και τις αρχές του 19ου, με την ίδια οργανωτική, τουλάχιστον μορφικά, αρχή. Πρέπει λοιπόν ο δημιουργός να απελευθερωθεί από την αυστηρότητα της μορφής, που συχνά αγγίζει τη στειρότητα του τυπικού.
Ο ελεύθερος στίχος γίνεται αρχικά αντιληπτός ως ρήξη με την παράδοση, ως δυναμική προβολή του μοντέρνου στην ποίηση, ως εγγύηση ενός εκρηκτικά ανανεωτικού μέλλοντος, ως αποσπασματικότητα. […]
Με τον ελεύθερο στίχο αναδεικνύεται η αποσπασματική γραφή ως μορφοποίηση της ανάδυσης του αυτόνομου αλλά διασπασμένου υποκειμένου […].
[…] η οργάνωση του ποιήματος με νέες αρχές καταρρίπτει την έννοια της αρμονίας όπως είχε εννοηθεί στα πλαίσια της συνθετικής αστικής σκέψης ως συνύπαρξη του ωραίου με το αληθινό σύμφωνα με τους κανόνες. Τη θέση της τακτικής οργάνωσης του ποιήματος μέσω της τήρησης των μετρικών νόμων καταλαμβάνει πλέον η παραδοξότητα του ελεύθερου στίχου. Την αρμονία και την ευταξία διαδέχονται η κακοφωνία και το απροσδόκητο. […] Επιπλέον, ο ελεύθερος στίχος γίνεται μορφή ποιητική που αντιστοιχεί στον κατεξοχήν νεοτεριστικό τρόπο πρόσληψης της ποίησης, τη σιωπηρή ανάγνωση.
 Βαρβάρα Ρούσσου, «Η πρόσληψη του ελεύθερου στίχου ως νεοτερικού στοιχείου από την κριτική (1920-1930)».Η νεοτερικότητα στη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα. Πρακτικά της ΙΒ΄ Επιστημονικής Συνάντησης του Τομέα Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών αφιερωμένης στη μνήμη της Σοφίας Σκοπετέα (Θεσσαλονίκη, 27-29 Μαρτίου 2009), Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2010, 231-233.


[…] η σημαντική αλλαγή —από την αυστηρή έμμετρη οργάνωση στην ελευθερία του στίχου— οφείλεται και στη διάθεση να ανανεωθεί η ίδια η ποίηση. Ακόμα, η μετάβαση προς τον ελεύθερο στίχο θα πρέπει να συνεξεταστεί με τα υπόλοιπα στοιχεία που οδήγησαν την ποίηση από την παράδοση στον μοντερνισμό· μπορεί μάλιστα να ενταχθεί σε μια γενικότερη πορεία της τέχνης του 20ού αι. προς όλο και λιγότερο οργανωμένες μορφές, κάτι που φαίνεται πολύ πιο καθαρά στην αφηρημένη τέχνη αλλά και στις σύγχρονες μουσικές ή και αρχιτεκτονικές μορφές.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, η νεότερη έρευνα έχει δείξει ότι πρέπει καταρχήν να γίνει η διάκριση μεταξύ του ελεύθερου και του λεγόμενου ελευθερωμένου στίχου: ο δεύτερος προηγήθηκε και ουσιαστικά προετοίμασε το έδαφος για τον πρώτο. Ο ελευθερωμένος στίχος έχει μέτρο, που παραμένει ίδιο σε ολόκληρο το ποίημα (ομοιόμετρος στίχος), ενώ δεν αποκλείεται να διαθέτει και ομοιοκαταληξία. Η σημαντική πρωτοτυπία και το πρώτο σημαντικό βήμα προς τη σύγχρονη ποίηση έγκειται στο γεγονός ότι οι ελευθερωμένοι στίχοι είναι ανισοσύλλαβοι. Από την άλλη πλευρά, ο ελεύθερος στίχος, εκτός του ότι δεν έχει ομοιοκαταληξία και είναι ανισοσύλλαβος, μπορεί να είναι και ετερόμετρος ή και τελείως άμετρος, τουλάχιστον με βάση την παραδοσιακή μετρική. Ο ελευθερωμένος στίχος αποτελεί ουσιαστικά ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παραδοσιακή και στημοντέρνα στιχουργική, ανάμεσα στον αυστηρά έμμετρο και στον ελεύθερο στίχο.
[…]
Συνεπώς, η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον ελευθερωμένο και στον ελεύθερο στίχο δεν είναι τόσο μορφολογική όσο ουσιαστική: ο ελεύθερος στίχος εκφράζει ένα εντελώς νέο ποιητικό περιεχόμενο και μια νέα αντίληψη για τη φύση και τη λειτουργία του ποιητικού λόγου. Ο ελευθερωμένος στίχος, παρά τη μορφική ανανέωση που επιφέρει, στην πραγματικότητα συνδέεται με μια παραδοσιακή ποιητική αντίληψη, αυτή του τραγουδιού-ποιήματος, από την οποία απομακρύνεται οριστικά ο ελεύθερος στίχος.
 Γιάννης Ν. Παρίσης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 616.


Βέβαια το νεωτερικό ελεύθερο στίχο, που επιβάλλεται με το έργο των ποιητών της γενιάς του ’30, τον είχαν προετοιμάσει και εισαγάγει όχι μόνο ο Σικελιανός και ο πεζός στίχος αλλά και ορισμένες προσπάθειες σύνθεσης ποιημάτων σε μοντέρνο ελεύθερο στίχο, που αντανακλούν τις πραγματικά πρωτοποριακές ποιητικές αναζητήσεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Αν ο πρώτος ποιητής του ελληνικού νεωτερικού στίχου θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Τάκης Παπατσώνης (με ποιήματα της δεκαετίας του ’20 σε αληθινό ελεύθερο στίχο, εκτός από εκείνα που συνέθεσε σε verset), κατά την δεκαετία του ’10 εμφανίζεται στην Ελλάδα η πρώτη —αποτυχημένη— νεωτερική μεταφύτευση με μια ομάδα, αν όχι φουτουριστών ποιητών, τουλάχιστον φουτουριστικών ποιημάτων.
[…]
Στον εθισμό στον χωρίς μέτρο στίχο θα πρέπει να είχαν συντελέσει και πολυάριθμες μεταφράσεις έμμετρων ή σε ελευθερωμένο στίχο ξένων ποιημάτων, που μεταγράφονται με τη μορφή του ελεύθερου στίχου στα ελληνικά από τα τέλη του περασμένου αιώνα ως το 1930.  […]  Συνετέλεσαν επίσης και μεταφράσεις ξένων ποιημάτων ελεύθερου στίχου σε ελεύθερο στίχο. […] Το σύνολο όλων αυτών των ελευθερωτικών προσπαθειών, παλαιολυρικών καιμοντέρνων, δεν άργησε να προκαλέσει αντιδράσεις. Ήδη κατά τη δεκαετία του ’20 ακούγονται αρνητικές φωνές για τις διαλυτικές επιπτώσεις που είχε στην ποίησή μας η χρήση του ελεύθερου στίχου.
 Άννα Κατσιγιάννη, «Μορφικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα (Συνοπτικό διάγραμμα)», περ. Παλίμψηστον, τχ. 5 (Δεκ. 1987) 174-175.


[…] Ως το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα ο στίχος ήταν το ουσιαστικότερο γνώρισμα της ποίησης, το κύριο κριτήριο για να χαρακτηρίσει κανείς ένα κείμενο ως ποιητικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε κείμενο που ήταν γραμμένο σε στίχο θεωρούνταν ποίηση· σημαίνει ότι, κατά την αντίληψη αυτή, η ποίηση δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον στίχο. Ο στίχος, από την πλευρά του, δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το μέτρο. Και, κατά συνέπεια, η ποίηση δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το μέτρο. Στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, με τον Μπωντλαίρ και τον Ρεμπώ (και ίσως πιο πριν, αν θεωρήσουμε ποίηση κάποιαποιήματα σε πεζό του Αλοΰσιου Μπερτράν), η αντίληψη αυτή αμφισβητείται. Οι ποιητές αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η ποίηση είναι μια κατάσταση της γλώσσας πέρα από μετρικά σχήματα. Έτσι δημιουργείται, σαν μια πρώτη βίαιη αντίδραση, το poème en prose[…]
Ωστόσο ο πραγματικός ελεύθερος στίχος εμφανίζεται κατά τη δεκαετία του 1910. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η περίοδος από το 1880 ως τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας ανήκει λιγότερο στην ιστορία και περισσότερο στην προϊστορία της καινούργιας ποίησης. Και πράγματι, ο ελεύθερος στίχος που παράγεται κατά την περίοδο αυτή, μολονότι έχει απομακρυνθεί από το μέτρο, δεν μας δίνει τον τόνο της μοντέρνας ή της σύγχρονης ποίησης, αλλά τον τόνο της παλαιάς. […]
 Νάσος Βαγενάς, Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση, Στιγμή, Αθήνα 1984, 51-52 & 54-55.


Η παρατήρηση του κριτικού και ποιητή Παντελή Μπουκάλα, το 1996, ότι στα μεταπολιτευτικά χρόνια «αρχίζει να γίνεται κάπως αισθητό, τουλάχιστον σε όσους δεν επιλέγουν να αδρανοποιηθούν σαν υπήκοοι δογμάτων, ότι ο ελεύθερος στίχος, στην καθεστώσα μετάφρασή του σαν άμουση, πεζότατη εκφορά του λόγου, απειλεί να αφανίσει το ρυθμό και να εκτοπίσει το αίτημα της μορφής στα αζήτητα, αν όχι στα έκτροπα», είναι μια αξιόπιστη μαρτυρία της γενικότερης προσωδιακής αλλαγής που σημειώθηκε στην ελληνική ποίηση των τελευταίων δεκαετιών. Ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μέχρι σήμερα, το συνειδητοποιημένο πια «αίτημα της μορφής» οδήγησε σε ποικιλότροπα και με εντεινόμενο ρυθμό εμφανιζόμενη ρυθμική αγωγή του ελεύθερου στίχου, που παρέμεινε και παραμένει η κυρίαρχη στιχουργική μορφή. Με τη ρυθμική αυτή αγωγή ανασχέθηκε η πεζολογική τάση εκείνου του μέρους της μεταπολεμικής ποίησης που χαρακτηρίστηκε από την πεζολογία, συναρτημένη με τη χρήση της καθημερινής γλώσσας, και ανακόπηκε η ροπή προς τη μορφική ατημελησία, που χαρακτήρισε την ποίηση των νέων ποιητών της δεκαετίας του 1970. Η ίδια όμως ρυθμική αγωγή, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να αποβλέπει στην ανάπτυξη του δημιουργικού διαλόγου με την πριν από τον ελεύθερο στίχο μορφική παράδοση της ελληνικής ποίησης. Βέβαια, στις πλείστες περιπτώσεις, ο διάλογος αυτός διέρχεται μέσα από το κανάλι τής επικοινωνίας που άνοιξε η σχεδόν ογδοντάχρονη πια παράδοση της ελεύθερης ποίησης.
 Ευριπίδης Γαραντούδης, «Για τον σύγχρονο ελληνικό ελεύθερο στίχο. Η επαναφορά παραδοσιακών μετρικών σχημάτων». Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση (1930-2006), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007, 447-448.
 ΔΕΙΤΕ και εδώ

Βυζαντινή δημοτική ποίηση. Η ρίζα του Νέου Ελληνισμού


Από τα ψηφιδωτά του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης


Για την Βυζαντινή Δημώδη παράδοση.

Πρόλογος στην έκδοση των ποιημάτων του Σπανέα, του Πτωχοπρόδρομου, των “ιπποτικών” ποιημάτων και των “Τρωικών” μεσαιωνικών αφηγημάτων. 

Δ. Ι. Μαυροφρύδης (αποσπάσματα) 1866

“Τώρα δύναται τις να είπη: /.../ διατί να δαπανηθεί τόσος κόπος /../ εις έκδοσιν τοιούτων αθλίων ψελλισμάτων της αθλίας χυδαίας Μούσης των σκυθρωπών τούτων αιώνων; /../

Κυριωτάτη αξία των οιωνδήποτε τούτων μνημείων είναι αυτό τούτο, ότι είναι μνημεία της κατ΄ εκείνους τους αιώνας καταστάσεως της γλώσσης του ελληνικού έθνους κατά την νεωτάτην φάσιν της, την ρωμαίικην ή νεοελληνικήν. /../

Οι τότε προπάτορές μας, οι αμαθείς, ναι, οι δυστυχείς και άθλιοι, αλλ' όμως προπάτορες ημών, εγγύτεροι των λαμπρών και πολυυμνήτων εκείνων Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων και Μηδοκτόνων.

Ούτοι λοιπόν οι εγγύτεροι εν όλη τη δυστυχία των είχαν και αυτοί γραμματολογίαν τινά καθ' εαυτούς δημοτικήν, χωριστήν από την σχολαστικώς αττικίζουσαν και εν γένει αρχαΐζουσαν των συγχρόνων γραμματισμένων. *

Ότι η γραμματολογία αύτη ήτο κυρίως ποιητική, τ. έ. έμμετρος, /.../

Ότι η γραμματολογία αύτη ποικίλας μεν υποθέσεις ελάμβανεν, αρχαίας και νεωτέρας, μυθικάς και ρωμαντικάς και ηθικάς, ποικίλως δε κατά την εσωτερικήν ιδέαν, όχι το εξωτερικόν, μετρικόν είδος τας διεχειρίζετο.” **

------------
* Οχι μόνο των σύγχρονων, αλλά και των τότε, δηλαδή των Βυζαντινών αρχαιόπληκτων. Δείτε την γνώμη τους για τα δημοτικά εδώ
** Δηλαδή, το περιεχόμενο κυριαρχούσε στην μορφή, δεν επεδίωκαν τέλεια στιχουργία. 

Φυσικά δεν πρόκειται για μετάφραση,
αλλά διασκευή της Ιλιάδας, καθώς και συμπίλημα
διάφορων σχετικών αφηγήσεων