Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Μανώλης Καλομοίρης (1883 – 1962)



Κορυφαίος έλληνας μουσουργός. Θεωρείται ο δημιουργός της Εθνικής Σχολής, καθώς επιδίωξε να συνθέσει τη λόγια μουσική με την ελληνική ταυτότητα. Το δημοτικό τραγούδι και η ελληνική παράδοση, σε συνδυασμό με τις τεχνικές σύνθεσης της Δύσης, διαμόρφωσαν το ύφος του.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 14 Δεκεμβρίου 1883. Σπούδασε μουσική στην γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τη Βιέννη. Από το 1906 έως το 1910 έζησε στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, όπου δίδαξε πιάνο στο Λύκειο Ομπολένσκι και γνώρισε από κοντά τη ρωσική εθνική σχολή.
Το 1908 πραγματοποιεί την πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα ως συνθέτης, σε μια ιστορική συναυλία στο Ωδείο Αθηνών στις 11 Ιουνίου. Το γραμμένο στη δημοτική γλώσσα πρόγραμμα της συναυλίας δημιουργεί αίσθηση και αναγνωρίζεται ως το μανιφέστο της Εθνικής Σχολής. Επηρεασμένος από το κίνημα της ρωσικής μουσικής σχολής είναι υπέρμαχος μιας εθνικής μουσικής «βασισμένης από τη μια μεριά στη μουσική των αγνών μας τραγουδιών μα και στολισμένης από την άλλη με όλα τα τεχνικά μέσα που μας χάρισεν η αδιάκοπη εργασία των προοδευμένων στη μουσική λαών και πρώτα πρώτα των Γερμανών, Γάλλων, Ρώσων και Νορβηγών». Ο Καλομοίρης συνδέθηκε με το κίνημα του δημοτικισμού, καθώς και με μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Καζαντζάκης.
Η μουσική του Καλομοίρη ενσωματώνει πολλά βαγκνερικά στοιχεία (ατέρμονη μελωδία, εξαγγελτικά μοτίβα), αλλά και τη χρήση κλιμάκων του δημοτικού τραγουδιού, προσαρμοσμένων πάντοτε στο συγκερασμένο ευρωπαϊκό σύστημα. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονη πληθωρικότητα και ενορχηστρωτικό όγκο. Υπήρξε πολυγραφότατος και συνέθεσε 222 έργα (ορχηστρική μουσική, όπερες, έργα για φωνή και ορχήστρα, κύκλους τραγουδιών και μουσική δωματίου). Υπήρξε εχθρικός προς την ιταλική όπερα και τους Ιόνιους συνθέτες, αλλά και στα σύγχρονα ρεύματα του εξπρεσιονισμού και της ατονικής μουσικής.
Σημαντικά έργα του θεωρούνται οι όπερες «Ο Πρωτομάστορας» (1915), αφιερωμένη στο «Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδος» Ελευθέριο Βενιζέλο και το «Δαχτυλίδι της Μάνας» (1917), η «Συμφωνία της Λεβεντιάς» (1929), με την ενσωμάτωση Βυζαντινών Ύμνων και ο κύκλος τραγουδιών «Μαγιοβότανα» (1912-1913) σε ποίηση Κωστή Παλαμά.
Ο Μανώλης Καλομοίρης, πέρα από το συνθετικό του έργο, σφράγισε με την παρουσία του όλους του τομείς της μουσικής. Έγραψε μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία, ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο και στη συνέχεια το Εθνικό Ωδείο, δημιούργησε δικό του μελοδραματικό θίασο ελλείψει κρατικής σκηνής, υπήρξε επιθεωρητής των στρατιωτικών Μουσικών (τον απέλυσε το 1936 ο Μεταξάς, επειδή παρακολούθησε την κηδεία του Ελευθέριου Βενιζέλου), συνεισέφερε στην ίδρυση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, έγραψε κριτικές και άρθρα σε εφημερίδες και αγωνίστηκε με σθένος για τα δικαιώματα των μουσικών. Το αποκορύφωμα της τέχνης του ήταν η αναγόρευσή του σε ακαδημαϊκό στις 8 Ιουνίου 1946 και έγινε ο πρώτος μουσικός που πέρασε την πόρτα της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Μανώλης Καλομοίρης έφυγε από τη ζωή στις 3 Απριλίου του 1962, χωρίς να προλάβει να ακούσει το λυρικό του έργο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (1961), η πανελλήνια πρώτη του οποίου δόθηκε στις 12 Αυγούστου 1962 στο Ηρώδειο.

Αυτοβιογραφία

  • Μανώλης Καλομοίρης: «Η ζωή μου και η τέχνη μου – Απομνημονεύματα 1883-1908» (εκδόσεις «Νεφέλη»)

Αλεξάνδρα Μπακονίκα



Οταν δεν κραυγάζεις





Αισθητική
Στον τραχύ κι απομυθοποιημένο κόσμο μας
–από πολύ νωρίς τραχύ τον γνώρισα–
είδα, έπαθα, αναλογίστηκα.
Στον απομυθοποιημένο κόσμο μας
έχω αυθόρμητη την τάση, την αισθητική
να λειαίνω, να απογυμνώνω τη γραφή μου.

Οδύνη
«Μου έρχεται να πέσω από το μπαλκόνι,
να τελειώσω, να με πάρει το μαύρο σκοτάδι».
Το ξεστόμισε χωρίς να κραυγάζει.
Οταν ήδη ζεις τον θάνατο δεν κραυγάζεις.
Φρόντιζε το διανοητικά καθυστερημένο παιδί της.
Παρατημένη,
πιασμένη σε δόκανο,
έγκλειστη στην οδύνη της.
Ο άνδρας της αδιάφορος.
Διασκέδαζε στις παραλίες και στα κέντρα
με τις καινούργιες κατακτήσεις του.

Επιβεβαίωνες
Στον δρόμο τυχαία έπεσα επάνω σου.
Η ερωτική ιστορία μας παλιά
και με διακυμάνσεις μέσα στον χρόνο.
Με χαιρέτισες φιλώντας τρυφερά κι απαλά τα χείλη μου.
Εγκάρδιος, προσηνής,
αλλά κάπως πτοημένος
από μοναξιά κι αντιξοότητες.
Επιβεβαίωνες τον ανδρισμό σου
που σε άφησα να με φιλήσεις στο στόμα.
Με είχες ανάγκη, σου έδινα μια ανάσα ζωής.
Κι όπως στεκόμασταν,
πάλι με απαλό φιλί στα χείλη με αποχαιρέτησες.
Οι δρόμοι μας χώριζαν.
Σαν ηλιαχτίδα που θωπεύει,
–που κράτησα κι αποθαύμασα–
η ανέλπιστη τρυφερότητά σου.



«O δραματικός μονόλογος» Κατερίνα Καρατάσου

Η άποψη της φιλολόγου: Κατερίνα Καρατάσου
«O δραματικός μονόλογος προσφέρεται για την ερμηνευτική ανάγνωση κορυφαίων ποιημάτων, αλλά και ως εργαλείο ανασύνθεσης της ποιητικής τους»
(.poema..)







Η ιστορία του δραματικού μονολόγου είναι συναρπαστική αφ' ης στιγμής κάποιος εντρυφήσει στην ειδολογική διαμόρφωση ενός "έργου συγγραφικής και κριτικής έμπνευσης, με συγκρούσεις που ανάγονται σε μείζονα θεωρητικά και μεθοδολογικά ερωτήματα της ειδολογίας", κατά πώς σημειώνει η πανεπιστημιακός Κατερίνα Καρατάσου στην εισαγωγή του τόμου που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο Λανθάνων Διάλογος. Ο δραματικός μονόλογος στην νεοελληνική ποίηση (Εκδόσεις Gutenberg 2014).

Η μελέτη της αποτελεί υποστήριγμα στην προσέγγιση κυρίαρχων μορφών και έργων της νεοελληνικής ποίησης, ωσάν τους Σολωμό, Βάρναλη, Καβάφη, Ρίτσο, προθέτοντας τον δραματικό μονόλογο ως είδος και τρόπο θεώρησης της ποιητικής τους. Αλλο τόσο μπορεί να λειτουργήσει τόσο ανανεωτικά, σε σχέση με τη δημιουργική διάσταση που ενδιαφέρει τους σύγχρονους ποιητές, όσο και την περαιτέρω μελέτη για τους φιλολόγους εν συνεχεία σε διαλεκτική σχέση με άλλες μορφές μονοδραματικής ποίησης, όπως ο ρητορικός, ο εκφραστικός, ο μεικτός και ο κωμικός μονόλογος.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ: www.dardanosnet.gr




Αναφέρεται στην εισαγωγή του τόμου ότι ο δραματικός μονόλογος αποτελεί συνθετικά ένα είδος με συγκεκριμένες αφετηρίες (Μπράουνινγκ και άλλοι βικτωριανοί ποιητές) και με διαρκή εξέλιξη έως σήμερα. Πώς ακριβώς ορίζεται μέσα από την κριτική ή και τα κειμενικά του πρότυπα;
Eχει γραφτεί από μια σημαντική ερευνήτρια στη θεωρία των λογοτεχνικών ειδών, την Adena Rosmarin, ότι η ιστορία του δραματικού μονολόγου χαρακτηρίζεται από το πάθος για τον προσδιορισμό της ειδολογικής του ταυτότητας. Και πραγματικά, στους δύο αιώνες σπουδών του δραματικού μονολόγου ο ζήλος για τον ορισμό του δεν έχει καμφθεί. Μολονότι θα πίστευε κανείς ότι ορισμένα γνωρίσματά του, έστω και εξωτερικά όπως είναι η μονολογική φόρμα, θα αποτελούσαν έναν κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή των σπουδών του δραματικού μονολόγου, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Για να δώσω μια ενδεικτική εικόνα για την ετερογένεια των σχετικών ειδολογικών προτάσεων, θα αναφέρω δύο παραδείγματα ορισμών: έναν πρώτο ορισμό, του Alan Sinfield, που αρκείται στην ιδέα ότι ο δραματικός μονόλογος είναι ποίημα σε α' πρόσωπο, εκφερόμενο στο μεγαλύτερο μέρος του από κάποιον που υποδεικνύεται ότι δεν είναι ο ποιητής. (Το κειμενικό υλικό στο οποίο παραπέμπει αυτή η θεώρηση περίπου συμπίπτει με ό,τι στο βιβλίο ορίζω, με άλλα κριτήρια ασφαλώς, ως μονοδραματική ποίηση. Στο πλαίσιό της προσεγγίζω τον δραματικό μονόλογο και μια σειρά από όμορά του είδη, όπως ο κωμικός, ο εκφραστικός, ο ρητορικός και ο μεικτός μονόλογος). Και έναν δεύτερο ορισμό, του Robert Langbaum, που απαιτεί από το ποίημα να προκαλεί μια ειδική αναγνωστική αντίδραση για να το αναγνωρίσει ως δραματικό μονόλογο -τη σύγκρουση ανάμεσα στην ενσυναίσθηση και την κρίση έναντι της φιγούρας του μονολογιστή. Δεν είναι μόνον οι εντάσεις για τον ορισμό του που συνθέτουν αυτό που σταδιακά άρχισα να βλέπω σαν μια ιστορία, σαν ένα δράμα (ειδολογικής) διαμόρφωσης. Τα πρωτεία αίφνης στη σύλληψη αυτού του γοητευτικού είδους (που παραδοσιακά αποδίδονται στους βικτωριανούς ποιητές Alfred Tennyson Robert και Browning) συχνά πυκνά αμφισβητούνται. Εχουμε, για παράδειγμα, μελέτες που θεωρούν ότι δραματικοί μονόλογοι υπάρχουν ανέκαθεν και αυτό που συνέβη τη βικτωριανή εποχή είναι ότι η συστηματική τους καλλιέργεια από τον Browning και τον Tennyson οδήγησε την κριτική να τους συλλάβει ως κριτική κατηγορία. Ή μελέτες που συζητούν τη γυναικεία γραμμή εξέλιξης του είδους στον βικτωριανό κόσμο ή ακόμη τη γαλλική παράδοσή του. Και οι εκπλήξεις πολλαπλασιάζονται όταν προσέξει κάποιος πόσο διαφορετικά μεταξύ τους ποιήματα αναγορεύονται ως δείγματά του είδους: οι Φαρμακεύτριες του Θεόκριτου, μεσαιωνικοί θρήνοι, Η τελευταία μου δούκισσα του Browning αλλά και ο Σαούλ του, Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Αλφρεντ Προύφροκ του Ελιοτ και η βαλερική Νεαρή Μοίρα, ο σολωμικός Κρητικός, ο «Καλός» λαός του Βάρναλη ή η Φαίδρα του Ρίτσου. Αυτά σημαίνουν, πιστεύω, ότι όταν κάποιος μελετά την ιστορία του δραματικού μονολόγου (αλλά και κάθε αισθητικής μορφής) σε έναν βαθμό τη διαμορφώνει και ότι τις κειμενικές του συναρτήσεις κάθε εποχή τις μηχανεύεται εκ νέου, εν μέρει, συνεχίζοντας μια δυναμική παράδοση. Κι αυτό όχι αυθαίρετα αλλά για να εξυπηρετήσει τις γνωστικές (και ενίοτε θεσμικές) προτεραιότητες του παρόντος. Η πολλαπλότητα στις αντιληπτικές σκοπιές και τις προοπτικές που είναι το ερμηνευτικό κλειδί που προτείνω για να διαβάσουμε μια σειρά κειμένων ως δραματικούς μονολόγους (να τα διαβάσουμε ως εάν ανταποκρίνονταν  σε αυτό) χαρακτηρίζει εξίσου την πρόσληψή του.

Δίνετε ιδιαίτερη έμφαση στον επικοινωνιακό χαρακτήρα του δραματικού μονολόγου, σε σχέση με τα φαινόμενα της εκφοράς του λόγου...
Οντως, η επικοινωνιακή διάσταση -σε συνδυασμό ασφαλώς με κειμενικά κριτήρια- βρίσκεται στον πυρήνα της ειδολογικής μου πρότασης. Κάτι που με εντυπωσίασε ενόσω δοκίμαζα να συστηματοποιήσω τις, ας πούμε, αρχετυπικές θεωρήσεις του δραματικού μονολόγου ξεκινώντας από το β' ήμισυ του 19ου και φτάνοντας έως το τέλος του 20ού αιώνα, είναι η διάδοση μιας πολύ κεντρικής ιδέας γύρω από το είδος: ότι στον δραματικό μονόλογο λανθάνει μια μορφή διαλόγου. Κρίνοντας κάποιος από την ονοματολογική συνδήλωση, περιμένει ίσως πως το αίσθημα αποκλεισμού θα συνιστά τη χαρακτηριστική ψυχική εμπειρία που αποδίδεται με τη συγκεκριμένη ποιητική μορφή -μια φιγούρα, ο μονολογιστής ή η μονολογίστρια, που μόνη της υποφέρει το βάρος του λόγου. Παρά τα φαινόμενα όμως, τίποτε δεν είναι πιο ξένο για αυτό το ποιητικό είδος από την εύκολη κατάφαση στη σύλληψη του ανθρώπου ως πλάσματος που μπορεί να είναι απολύτως μόνο με το αντικείμενο του λόγου του. Στο βιβλίο μου δείχνω, ανάμεσα σε άλλα, ότι μεγάλο μέρος των ετερογενών και ασύμβατων μεταξύ τους ειδολογικών προτάσεων και ορισμών στους οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως επιχειρούν να εξηγήσουν αυτή την εντούτοις επίμονη αλλά δυσερμήνευτη αναγνωστική εντύπωση, ενός μονολόγου που μοιάζει διάλογος. Η σύνδεση με την παράδοση των σπουδών του δραματικού μονολόγου αποτελεί έναν από τους λόγους που με έκαναν να θέσω στο επίκεντρο της θεώρησής μου την επικοινωνιακή διάσταση και να προτείνω ότι είναι σκόπιμο και γόνιμο γραμματολογικά και ερμηνευτικά να συνδέσουμε στενά τον δραματικό μονόλογο με την ιδέα της ύπαρξης δια του λόγου, και μάλιστα της ύπαρξης μέσα στον λόγο -ενίοτε και μέσω του λόγου- των άλλων. Ο μονολογιστής, στην έσχατη αποκοπή του από τον ακροατή του ή σε κατάσταση φυσικής μόνωσης βιώνει την αδήριτη πίεση της κοινωνικής του υπόστασης ως υποκειμένου γλώσσας. Ομιλεί αισθανόμενος την ισχύ ενός έτερου λόγου ή βλέμματος πάνω του. Εξ ου και διατρέχουν το είδος οι πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του μοτίβου των φασματικών Αλλων και του λόγου τους (για αυτό και για άλλα χαρακτηριστικά του είδους μοτίβα και παραστάσεις μιλώ αναλυτικά σε αρκετά σημεία του βιβλίου).


Κατά πόσον συσχετίζεται το είδος με την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας; Τα δείγματα φαίνονται -αριθμητικά- πενιχρά...
Μου αρέσει πολύ η ερώτηση γιατί μου θυμίζει την ανάλογη που μου είχε τεθεί όταν σκεφτόμουν αν τελικά προχωρήσω με το συγκεκριμένο είδος ως θέμα της διδακτορικής μου διατριβής: «Μα έχουμε δραματικό μονόλογο στη νεοελληνική ποίηση;». Ο Δημήτρης Αγγελάτος, που επρόκειτο να με επιβλέπει στην εκπόνηση της διατριβής, υποστήριξε την επιλογή μου και με ενθάρρυνε να ασχοληθώ με το θέμα που τόσο ήθελα. Ο δραματικός μονόλογος είχε προκύψει ως σκέψη, ως πιθανό θέμα διδακτορικής διατριβής, ενόσω επεξεργαζόμουν τη μεταπτυχιακή εργασία μου για την καβαφική ποιητική αφήγηση. Τότε μπήκα λίγο πιο βαθιά στη σχετική βιβλιογραφία, διάβασα Browning, Tennyson και άλλους βικτωριανούς, αλλά και πολλούς δικούς μας ποιητές από αυτή τη διαφορετική σκοπιά (του δραματικού μονολόγου, δηλαδή), κι ενθουσιάστηκα. Διάβασα επίσης πιο προσεκτικά όσα είχε παρατηρήσει ο Σαββίδης για τον Κρητικό και κυρίως το πώς στρατηγικά  έθετε το ζήτημα του δραματικού μονολόγου πέραν της λογικής των επιδράσεων - ως κατηγορίας, δηλαδή, που θα άνοιγε νέες ερμηνευτικές δυνατότητες σε σχέση με τη σολωμική ποίηση. Και βέβαια, έλαβα υπόψη μου τις πολύ ενδιαφέρουσες συμβολές της κριτικής που συνέδεαν το έργο ποιητών όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κ. Π. Καβάφης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιάννης Ρίτσος και η Ζωή Καρέλλη με τον δραματικό μονόλογο. Το δεδομένο πάντως ήταν ότι απουσίαζε από τη βιβλιογραφία στη γλώσσα μας μια συνθετική μελέτη για το είδος που να χαρτογραφεί το συναφές κειμενικό υλικό και να σκιαγραφεί ένα πλαίσιο γραμματολογικής και ερμηνευτικής του αξιοποίησης. Σταδιακά σχημάτισα επίσης την άποψη ότι ο δραματικός μονόλογος προσφέρεται τόσο για την, από νέα σκοπιά, ερμηνευτική ανάγνωση κορυφαίων ποιημάτων τους, αλλά και ως εργαλείο ανασύνθεσης της ποιητικής τους. Αυτά είναι ποιοτικά στοιχεία που δίνουν μια ιδέα ποιο μπορεί να είναι το νόημα και το γραμματολογικό και ερμηνευτικό όφελος από την απόσπαση ειδολογικών κατηγοριών από τα αρχικά λογοτεχνικά και πολιτισμικά τους συμφραζόμενα και από τον εγκλιματισμό τους σε νέα. Αξίζει όμως να αναφέρω και ένα ποσοτικό στοιχείο, ότι ο κατάλογος των μονοδραματικών ποιημάτων που είχα καταρτίσει για τις ανάγκες της διατριβής περιλάμβανε περίπου 700 εγγραφές.


Αξιοποιείτε το παράδειγμα δύο μονοδραματικών έργων, του Σολωμού και του Βάρναλη, σε ειδικό κεφάλαιο. Με ποιο θεωρητικό πλαίσιο γίνεται η διερεύνησή τους;
Στον δραματικό μονόλογο παριστάνεται μια χαρακτηριστική επικοινωνιακή συνθήκη - την αποκαλώ μονοπροοπτικότητα: Ο μονολογιστής και ο λόγος του συνιστά τη μοναδική μας δίοδο προς το μυθοπλαστικό σύμπαν και εντός αυτού μας προσανατολίζει αποκλειστικά η δική του προοπτική, το δικό του αντιληπτικό και αξιολογικό κέντρο. Ο μονολογιστής βέβαια αναμετριέται με ορισμένους χαρακτήρες και τους κοινωνικούς λόγους που αυτοί εκφράζουν εντός της μυθοπλαστικής του πραγματικότητας. Ανεξάρτητα όμως από το αν οι άλλοι χαρακτήρες είναι φυσικά ή νοερά (εν λόγω) παρόντες, οι δικές τους προοπτικές διαθλώνται μέσα από το φίλτρο του λόγου του μονολογιστή. Η σύμβαση του είδους, βλέπετε, θέλει να "ακούμε" μόνο τη δική του φωνή που όμως εσωτερικά τη διατρέχουν και τη διαλογοποιούν οι προοπτικές των άλλων χαρακτήρων. Καταλαβαίνετε ότι ο αναγνώστης ενός δραματικού μονολόγου δεν έχει άμεση πρόσβαση (κειμενικά εννοείται) σε κάποιαν αντίπαλη αξιολογική αρχή πέραν εκείνης του μονολογιστή ούτε εγγύηση για την ακρίβεια των πληροφοριών που μεταδίδει. Μια τέτοια συνθήκη μοιάζει κατ' αρχάς άκρως περιοριστική από τη σκοπιά της ανάγνωσης: κι όμως από τη στιγμή που ο αναγνώστης αναδεχτεί την καλλιτεχνική διαίσθηση που σκηνοθετείται ξανά και ξανά στον δραματικό μονόλογο, δηλαδή τη χρονική ποιότητα του λόγου και το σχετικό κύρος του, αναπτύσσει ίσως και μια ιδιαίτερη μορφή ανάγνωσης του κειμένου˙ τον εναγκαλισμό των ενδεχομένων και των δυνητικών πραγματικοτήτων που γεννά η επικοινωνιακή συνθήκη του δραματικού μονολόγου. Ετσι, ο δραματικός μονόλογος φαίνεται να αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα εκφοράς ενός ποιητικού λόγου (στο πεδίο της μονοδραματικής κατηγορίας, ασφαλώς) που να δοκιμάζει να υπερβεί αυτή τη συστατική αβεβαιότητα. Μολαταύτα, υπάρχουν εκτενή έργα στην ποιητική μας παράδοση, άλλα συνθετικά και άλλα πολυμερή, που διερευνούν αυτή τη δυνατότητα, ιδίως την ιδέα της συναίρεσης της μονοπροοπτικότητας με κάποια αρχή ή θεμέλιο μυθοπλαστικής βεβαιότητας, όπως είναι η σολωμικήΓυναίκα της Ζάκυθος, το Φως που καίει και οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι του Βάρναλη, το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής του Βαβούρη, η Τέταρτη διάσταση του Ρίτσου, οι Αντιθέσεις της Ζωής Καρέλλη, το Ασμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου του Σινόπουλου και μερικά άλλα ακόμη. Σε έργα συνθετικής πνοής όπως η Γυναίκα της Ζάκυθος στην ανθρώπινη αλήθεια των δραματικών μονολόγων παραστέκει η σατιρική της περιγραφής και η αποκαλυπτική του οράματος. Αλλά ήδη στον Βάρναλη, ενώ η χαρτογράφηση των περιοχών εκείθεν της μονοπροοπτικότητας συναντά κατ' αρχάς την πολιτική φαντασία και την ουτοπία (στο Φως που καίει) καταλήγει σύντομα στον επικοινωνιακό και πολιτικό εφιάλτη των Σκλάβων Πολιορκημένων. Στον νεοελληνικό μοντερνισμό ο κορεσμός είναι αισθητός. Με περισσότερο χαρακτηριστική την περίπτωση της Τέταρτης διάστασης ο γενικευμένος χαρακτήρας της μονοπροοπτικής επικοινωνιακής συνθήκης εκλαμβάνεται ως ποιητικό δεδομένο, με τα πολυμερή ποιητικά έργα να παριστούν τις πρωτεϊκές πλην αναπόδραστες μορφές της. Τρόπος του λέγειν, ακούγεται παντού σαν μότο η σκέψη της Φαίδρας του Ρίτσου πως ακόμη και η πιο βαθιά κατανόηση της διαφοράς μας, δεν ευκολύνει τα πράγματα και δεν καταργεί τις χωριστές μας αξιώσεις.


Νεοελληνικές θαλασσογραφίες βιωματικής έμπνευσης


Έκθεση στο παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο
Παρασκευή, 13 Ιουνίου 2014 10:20
«Καΐκι στις Σπέτσες», Ιωάννης Αλταμούρας.

Η θάλασσα, άμεσα συνδεδεμένη με τη ζωή του ελληνικού λαού, τις αναμνήσεις και τα βιώματά του, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας, ήδη από το  τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, και αυτό ακριβώς αποτυπώνεται στη συγκεκριμένη έκθεση, η οποία χωρίζεται σε τρεις ενότητες.

Στην πρώτη ενότητα, περιλαμβάνονται έργα των μεγάλων θαλασσογράφων μας, του Κωνσταντίνου Βολανάκη, του Βασίλειου Χατζή και του Ιωάννη Αλταμούρα, στα έργα των οποίων διαφαίνονται οι πρώτες επιδράσεις του Ιμπρεσιονισμού.


«Θαλασσογραφία», Νίκος Λύτρας.
Στη δεύτερη, παρουσιάζονται έργα των Κωνσταντίνου Μαλέα, Νικόλαου Λύτρα, Κωνσταντίνου Παρθένη και Μιχάλη Οικονόμου, οι οποίοι θεωρούνται ανανεωτές της τέχνης, σύμφωνα με το πνεύμα του μοντερνισμού στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι καλλιτέχνες αυτής της περιόδου βγαίνουν στη φύση, αναζητώντας σχήματα και χρώματα, για να αποδώσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ελληνικού φωτός.
Τέλος, η τρίτη ενότητα αντιπροσωπεύεται από πίνακες των Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα, Αγήνορα Αστεριάδη, Παναγιώτη Τέτση και Κώστα Τσόκλη, που εκφράζουν το προσωπικό τους ιδίωμα στον χώρο της τοπιογραφίας.

«Στην αποβάθρα», Κωνσταντίνος Βολανάκης.
Το Μουσείο
Το παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου ιδρύθηκε το 2004, επί διευθύνσεως Μαρίνας Λαμπράκη - Πλάκα, και με πρωτοβουλία του επιφανούς Ναυπλιώτη και ε.τ. προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Αποστόλου Μπότσου. Το κτήριο, το οποίο παραχωρήθηκε από τον Δήμο Ναυπλιέων, ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε μουσειολογικά από το Κοινωφελές Ίδρυμα «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης».

Στο διατηρητέο νεοκλασικό κτήριο που στεγάζεται, διαθέτει μια εκλεκτή συλλογή από έργα, εμπνευσμένα από τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων (Θ. Βρυζάκης, Φ. Μαργαρίτης, Δ. Τσόκος, Ν. Γύζης, Ν. Λύτρας κ.ά.), τα οποία τονίζουν και δίνουν αισθητή μορφή στον ιστορικό χαρακτήρα της πόλης. Σκοπός αυτής της ζωγραφικής είναι να απομνημονεύσει τα ηρωικά κατορθώματα των Ελλήνων, αφαιρώντας τους, ωστόσο, τον ρεαλιστικό τους χαρακτήρα και ανάγοντάς τα σε μια σφαίρα ιδανική.


«Το σπίτι του ψαρά», Μιχάλης Οικονόμου.
Πληροφορίες
Παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου: Σιδηράς Μεραρχίας 23 -  Ναύπλιο, τηλ:. 27520 21915, 27520 21935. Διάρκεια έκθεσης: 14 Ιουνίου - 30 Δεκεμβρίου. Ημέρες και ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Πέμπτη και Σάββατο: 10.00 - 15.00, Τετάρτη και Παρασκευή: 10.00 - 15.00 και 17.00 - 20.00, Κυριακή: 10.00 - 14.00, Τρίτη: κλειστά.
naftemporiki.gr

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Σοφία Βάρη

Magnify Image

Η συζήτηση με τη Σοφία Βάρη    

 Στην Ελλάδα έχετε ζήσει πολύ λίγο... 
Έφυγα από την Ελλάδα όταν άρχισε ο πόλεμος, ήμουν δυο μηνών, το 1940 και γύρισα στον τόπο μου όταν ήμουν έντεκα ετών. Στο εξωτερικό έκανα σχολεία και όλα.  
 Όταν τελειώσατε το σχολείο και πήγατε στο Παρίσι, στην Μποζάρ, πως ήταν η ατμόσφαιρα για τις γυναίκες; 
Δεν ήταν τόσο η ατμόσφαιρα αλλά το ότι δεν υπήρχαν καθηγητές. Δεν τους βλέπαμε. Είχαμε το χώρο, είχαμε εργαστήρια για να δουλέψουμε αλλά καθηγητές βλέπαμε μια φορά το μήνα. Γιαυτό πήγα και στον Σουβερμπί, γιατί ήταν ένας καθηγητής, ένας καλλιτέχνης πραγματικά παρών. Αυτό που κατάλαβα πολύ σύντομα, -χωρίς υπερβολή μέσα σε έξι μήνες- είναι  ότι ο καθένας βρίσκει το δρόμο του μόνος του. Μαθαίνοντας τις τεχνικές, πηγαίνοντας στα Μουσεία. Εγώ είχα το Λούβρο μέσα στα πόδια μου, διάβαζα Ένγκρ, το καταπληκτικό του βιβλίο,-επειδή ήταν καθηγητής και ο ίδιος. Περιέγραφε τέλεια όλες τις τεχνικές. Το μόνο που με βοήθησε πολύ στο Παρίσι ήταν ότι είχα ένα χώρο για να δουλέψω.   
Την απόφαση να ασχοληθείτε με τη ζωγραφική και την γλυπτική την είχατε πάρει από νωρίς; 
 Ήμουν δεκαεπτά ετών όταν  πήγα σε ένα σχολείο στην Αγγλία και είχα μια καθηγήτρια που κατάλαβε ότι είχα πάθος για το στούντιο. Σε αυτό το σχολείο όλο το επάνω πάτωμα ήταν ατελιέ. Η καθηγήτριά μου λοιπόν  ζήτησε να μπορώ να δουλέψω νύχτα. Πήγαινα και δούλευα όλες τις νύχτες. Βέβαια το πρωί ήμουν πτώμα και δεν έκανα τίποτα. Νομίζω ότι γιαυτό το λόγο  τα αγγλικά μου δεν είναι τόσο καλά. Πήγαινα πτώμα στα μαθήματα. Και το καλύτερο από όλα ήταν ότι όλα τα μπάνια ήταν έρημα. Έτσι δούλευα όλη τη νύχτα, έκανα ένα ζεστό μπάνιο μόνη χωρίς να με ενοχλεί κανείς,  γιατί τα μπάνια ήταν έρημα,  και πήγαινα να κοιμηθώ μια ωρίτσα. Αυτό με βοήθησε πολύ και κατάλαβα ότι ήθελα να συνεχίσω. Χωρίς μοντέλο, χωρίς τίποτα. Το σημαντικό ήταν να έχω χώρο να δουλέψω. 
   Με την γλυπτική  πως ξεκινήσατε; 
Ξεκίνησα πιο αργά. Επειδή η γλυπτική θέλει χώρο. 
  Μέχρι εκείνη τη στιγμή πώς τα είχατε πάει καλά με τη ζωγραφική σας; 
Ήταν η αρχή της δουλειάς. Και όταν είναι κανείς πολύ νέος και έχει καμβάδες και χρώματα νομίζει ότι κάνει θαύματα. Εν τέλει δεν κάνει τίποτα. Γιατί η τεχνική είναι πάρα πολύ δύσκολη. Όταν είναι κανείς πολύ νέος εκφράζει μέσα στη δουλειά του μια απαισιόδοξη πλευρά του. Θέλεις να εκφράσεις μια ανησυχία, κάτι που δεν πάει καλά. Μετά αρχίζεις να μπαίνεις στο νόημα, αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι είναι η τέχνη.Για να προχωρήσει κανείς και να καταλάβει την τεχνική, να βρει το στιλ του, και να γίνει έτσι σπουδαίο αυτό που αισθάνεται, θέλει κάποιο χρόνο. Εκείνη την εποχή έκανα τεράστιους πίνακες,  δραματικούς με μια τεχνική... αφήστε τα...   Λίγο -  λίγο άρχισα να καταλαβαίνω, πήγα στα μουσεία, έβλεπα τους μεγάλους καλλιτέχνες. Έβλεπα τον Γκρέκο που ήταν δραματικός, μετά τον Ρούμπενς και άλλους. Και  μετά μαθαίνεις. Δέκα χρόνια αργότερα, ίσως και παραπάνω κατάλαβα ότι αυτό που με ενδιαφέρει είναι η σύνθεση, οι όγκοι. Όταν γεννιέσαι Ελληνίδα είσαι μέσα σου περισσότερο γλύπτης από οτιδήποτε άλλο. Γιατί αυτή είναι η  τέχνη μας. Έτσι, μόλις  μπόρεσα, άρχισα να κάνω γλυπτά. Αλλά ήταν δύσκολο. Ήθελε μεγάλο στούντιο, έπρεπε να βρεις χυτήρια. Άρχισα με  πιο μικρά έργα. Ήταν μια μεγάλη προσπάθεια με μικρό αποτέλεσμα. Αλλά εγώ, εκεί.   
Είστε επίμονος χαρακτήρας;
Πολύ. Όσο περισσότερο δυσκολεύομαι, τόσο επιμένω. Δεν αφήνω τίποτα να πέσει κάτω. Στο τέλος, όταν ήμουν ήδη με τον Μποτέρο, βρήκαμε μαζί το Πιέτρασάλτα. Εκεί άνοιξαν όλα, σε αυτό το μέρος. Είχα τα μάρμαρα, τα χυτήρια, το στούντιο, τα πάντα. Ήταν πολύ πιο εύκολο. Γιαυτό και είχα αφήσει τελείως τη ζωγραφική.   
Δε σας έλειψε η ζωγραφική; 
Μετά από δεκαπέντε χρόνια που έκανα μόνο γλυπτική,  μου έλειψε το χρώμα. Ήθελα να κάνω σύνθεση με χρώμα. Και σκέφτηκα ότι αυτό που ήταν πιο κοντά στη γλυπτική ήταν το κολάζ. Γιατί ήθελα να κάνω πράγματα με τα χέρια. Χαρτιά, χαρτόνια, ξύλο. Κολάζ έκανα για ένα χρόνο και ξαναγύρισα στη γλυπτική. Τότε βρήκα ότι ήθελα να κάνω κάτι στα μπρούτζινα, να βάλω χρώμα. Δεν εννοώ ότι έκανα μια καινοτομία. Ακόμα και τα μάρμαρα του Παρθενώνα είχαν χρώμα. Ο μπρούτζος έχει μια πατίνα, το χρώμα βγαίνει από μέσα. Έτσι έκανα μερικά μέρη στα μπρούτζινα γλυπτά με χρώμα. Είμαι μπαρόκ από τη μια και ζεν από την άλλη. Έτσι χρωμάτιζα ορισμένα μέρη του γλυπτού και καθάριζα τη φόρμα με το χρώμα. Και έβγαιναν τα πιο σημαντικά μέρη του γλυπτού απέξω. Αυτό προπάντων για τα μνημειακά γλυπτά, επειδή από μακριά φαίνεται ο ρυθμός που ήθελα να δώσω. Ήταν σαν μια δεύτερη πράξη, ένα δεύτερο γλυπτό. Έτσι μπόρεσα να συνδυάσω με ένα τρόπο και να συνεχίσω και τη ζωγραφική και τη γλυπτική. 
  Η χρήση του χρώματος σας απασχόλησε σε σχέση με τον Μποτέρο που χρησιμοποιεί κυρίως το χρώμα. Νιώσατε την ανάγκη να διαφοροποιηθείτε;
Όχι. Όταν τον γνώρισα είχα μεγάλο θαυμασμό για τη δουλειά του. Τότε τα έργα μου δεν ήταν αφηρημένα ήταν παραστατικά. Για μερικά χρόνια, τα πρώτα νομίζω η δουλειά του με επηρέασε, αλλά όχι για πολύ. Στην αφαίρεση νομίζω φτάνεις με το less is more,  όχι με το αντίθετο. 
  Γιατί επιλέξατε την αφαίρεση; πως οδηγηθήκατε εκεί;  
Πήγα στην αφαίρεση γιατί ήθελα την ελευθερία μου. Επειδή και σαν χαρακτήρας,  ήθελα ελευθερία έκφρασης. Αν είσαι παραστατικός δε μπορείς να βάλεις τρία χέρια σε ένα σώμα, εκτός αν είσαι σουρεαλιστής, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου το στιλ μου. Πάντως θέλω να σας πω ότι  ακόμα και στις  αφηρημένες μορφές μου υπάρχει κάτι παραστατικό, κάτι ελάχιστο.  
 Πιστεύετε ότι η τέχνη πρέπει να ζει για πάντα; 
Λίγοι πιστεύουν σήμερα -και δεν κάνω κριτική σε κανέναν-,  ότι μια δουλειά πρέπει να μπορεί να επιζεί για πάντα. Να επιζεί του καλλιτέχνη. Να επιζεί και του εαυτού σου. Σήμερα η τέχνη έχει κάτι το εφήμερο, δε δίνουμε ίσως σημασία στη διάρκεια, και τα σπίτια μας χτίζονται για τριάντα χρόνια. Εγώ αδυνατώ να κάνω μια δουλειά εφήμερη. Το υλικό έχει για μένα σπουδαία αξία. . Μπορεί να καταστραφεί για άλλους λόγους ένα έργο,  επειδή δεν είχα επιτυχία για παράδειγμα ή επειδή κανένας δε  θέλει πλέον τα έργα μου. Αλλά πιστεύω ότι τα έργα ζουν για πάντα μέσα στο χρόνο. Μήπως επειδή είμαι Ελληνίδα και το είχα μέσα μου το σκέπτομαι αυτό;  
 Μου λέτε ότι είστε Ελληνίδα. Το καταλαβαίνει κάποιος αυτό όταν δει τα έργα σας; 
Όταν κοιτάξει κανείς τη δουλειά μου καταλαβαίνει ότι δεν είμαι Γερμανίδα ή Γαλλίδα. Είμαι από τη μεσόγειο και αυτό υπάρχει στη δουλειά μου. Η Ελλάδα είναι ένα πράγμα γενικό, δεν αποτυπώνεται σε ένα έργο, αλλά υπάρχει μέσα στον καλλιτέχνη και στο έργο κατά συνέπεια.   Είναι απαραίτητο να έχει ο καλλιτέχνης ένα στιλ;  Με την εξαίρεση του Πικάσο που ήταν ευφυής, όλοι οι άλλοι είχαν ανάγκη να έχουν στιλ και να το εξελίξουν, να το κάνουν πιο δυνατό, να εξελίξουν αυτό που έχουν επιλέξει. Ο Πικάσο είναι μια μοναδική περίπτωση, ήταν πολλοί άνθρωποι σε έναν, δεν είχε  καμία ανάγκη το στιλ. Είναι η μεγάλη εξαίρεση. Για τους υπόλοιπους πιστεύω ότι έχει μεγάλη σημασία.   
Η δουλειά σας μέχρι τώρα σας έχει κάνει ευτυχή; Εννοώ ο καλλιτέχνης είναι ευτυχής επειδή πουλάει, είναι διάσημος ή και μόνο η ίδια η τέχνη σε κάνει ευτυχή; 
Όλα έχουν σημασία. . Όταν πουλάς και έχεις επιτυχία σημαίνει ότι ο άλλος το βλέπει το έργο σου και του αρέσει και  αυτό σε κάνει να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Δε μπορώ να πιστέψω ένα καλλιτέχνη που θα μου πει «εγώ δε θέλω να δείξω τη δουλειά μου σε κανέναν». Είναι απολύτως αδύνατον. Λέει ψέμματα. Η επιτυχία δίνει δύναμη και κάπως τολμάς περισσότερο. Δεν ντρέπεσαι και πας πιο βαθιά και μακριά. 
  Και όταν είσαι νέος στην τέχνη; Η ίδια η τέχνη σε κάνει ευτυχή; 
Όταν είσαι νέος,  έχεις αυτή τη δυσκολία να εκφραστείς και δεν ξέρεις ακριβώς που είσαι, τι  είσαι. Αν με ρωτάτε προσωπικά, δε θα ήθελα να είμαι ξανά νέα. Μου φαίνεται βουνό να ξαναγίνω είκοσι χρόνων και να έχω πάλι από την αρχή τόσες απορίες και  ερωτηματικά, να μη ξέρω που βρίσκομαι και τι θέλω. Είναι ένα φοβερό βάσανο η νεότητα σε έναν καλλιτέχνη. Δε θα τo ήθελα για τίποτα στον κόσμο. Τα πράγματα αρχίζουν να είναι καλά όταν υπάρχει μια σταθερότητα και ξέρεις που πας. Με όλες τις αγωνίες που έχεις. Γιατί πάντα όταν κάτι δεν πάει καλά,  φεύγεις από το στούντιο και είναι σαν να αφήνεις κάποιον να πεθαίνει πίσω σου. Όταν ήμουν πολύ νέα έμενα στο στούντιο μέχρι να βρω τη λύση, ξενυχτούσα εκεί. Μετά κατάλαβα ότι όταν μένεις τόσο αργά το χαλάς. Πρέπει να πάρεις μια απόσταση και να το δεις. Και ότι μόνο αν βρεις αυτή την ηρεμία, έρχεται και η ισορροπία. 
   Έρχεστε συχνά στην Ελλάδα; 
Περνάμε στην Ελλάδα έξι με επτά βδομάδες το χρόνο. Πρέπει να πω ότι είχα φύγει για πολύ καιρό,  πραγματικά χωρίς να το θέλω,  είχα λίγο απομακρυνθεί. Ήταν προσωπικοί οι λόγοι. Έχουμε ένα σπίτι εδώ στην Ελλάδα και ερχόμαστε.  
 Στην Αθήνα κυκλοφορείτε; 
Έχω ένα πρόβλημα. Δε μου αρέσει καμία μεγάλη πόλη. Έζησα χρόνια στο Παρίσι, δεν έβγαζα τη μύτη μου έξω. Πήγαινα και έβλεπα μόνο τις εκθέσεις. Δουλεύω επτά ημέρες την εβδομάδα. Σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και να ζήσω είναι το ίδιο πράγμα. Είμαι κλεισμένη στο ατελιέ μου.   
 Μου κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό που μου λέτε, συνήθως και οι πόλεις είναι πηγή έμπνευσης για έναν καλλιτέχνη.
Εγώ εμπνέομαι μόνο από τα μουσεία. Ομολογώ ότι δε θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να περπατά για να περπατά. Δεν περπατώ για να χαζέψω. Κυκλοφορώ στην πόλη για να πάω κάπου. Πρέπει να έχω έναν προορισμό. Αλλιώς δεν το κάνω. Ακούστε,  είμαι 73 ετών και νοιώθω ότι δεν έχω πολύ καιρό μπροστά μου, τα πολλά δεν είναι μπροστά. Όταν μπαίνω στο ατελιέ μου σήμερα, νοιώθω ότι πραγματικά δεν έχω κάνει τίποτα. Πόσα χρόνια έχω μπροστά μου να πω «ΟΚ έκανα κάτι»; Με το χρόνο κερδίζεις μάχες, αλλά ποτέ δεν κερδίζεις τον πόλεμο. Ο καιρός είναι πάντα λίγος.  
 Magnify Image
Φωτογραφία: Photoharrie/ LIFO  
  Το ότι είστε γυναίκα του Μποτέρο πιστεύετε ότι σας έβλαψε ή ότι σας ωφέλησε καλλιτεχνικά; 
Εκατό τοις εκατό με ωφέλησε. Ενώ θα έπρεπε να διαβάσω εκατό βιβλία για να πάρω τέσσερις απαραίτητες φράσεις με εκείνον που  τα είχε διαβάσει και τα ήξερε τόσο καλά τα έμαθα και τα κατάλαβα κατευθείαν. Ο Μποτέρο είναι για μένα και ένας μεγάλος κριτικός. Με πήρε αμέσως πολύ σοβαρά. Δεν πίστεψε λεπτό ότι δουλεύω για χόμπι και με έβαλε στο ίδιο επίπεδο με αυτόν. Λοιπόν,  έχουμε επί 38 χρόνια αυτή τη συζήτηση για την τέχνη. Το πρωί με τον καφέ, το βράδυ, συνεχώς.
     Εργάζεσθε καθημερινά; Πέστε μου μια συνηθισμένη μέρα σας. 
Ξυπνώ κατά τις 8 το πρωί και τις δυο πρώτες ώρες κάνω αυτά που δε μου αρέσουν. Το σπίτι, τα πρακτικά. Μετά ο Μποτέρο φεύγει για το στούντιο, μπαίνω κι εγώ στο στούντιο, σταματώ λίγο το μεσημέρι, και μετά δουλεύω μέχρι το βράδυ. Σάββατο Κυριακή το ίδιο. Η μόνη αλλαγή μετά από τόσα  χρόνια είναι ότι δεν σηκώνομαι  από το κρεββάτι, τη νύχτα, για να πάω στο στούντιο. Έμαθα ότι η νύχτα καθαρίζει πολλά πράγματα και μου ΄χει συμβεί πολλές φορές να ξυπνώ το πρωί και να ξέρω τι δεν έχει πάει καλά.   
Θέλετε να μου πείτε τι νοιώθετε όταν βλέπετε τα έργα σας σε ένα δημόσιο χώρο; Σας γεμίζει χαρά ή παραμονεύει η αγωνία;
Είναι αλήθεια ότι έχω ζήσει πολλές χαρές. Αλλά θα σας πω ένα περιστατικό. Είναι ξημερώματα και είμαστε στο Σεν Ζερμέν Ντε Πρε και φτάνουν τα καμιόνια για να ξεφορτώσουν δεκαπέντε μνημειακά γλυπτά. Το πρώτο που είπα ήταν: « Θεέ μου εδώ που σπούδασα,  τώρα βάζουν τα 15 γλυπτά μου». Αλλά αυτό κράτησε μόνο μια στιγμή. Μετά άρχισα να κάνω κριτική. Έβλεπα τα ελαττώματα και σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να το έχω κάνει καλύτερο το έργο. Τέλειωσε η χαρά και το μόνο που είχα στο νου μου ήταν να μπω στο στούντιο για να μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο,  να βελτιώσω αυτό που έχω δει.  
 Δηλαδή η έκθεση είναι μια δοκιμασία για εσάς; 
Είναι σπουδαίο να κάνεις εκθέσεις,  να δείχνεις τη δουλειά σου. Το να  έχεις το έργο σου στο στούντιο ή στο σπίτι σου ή σε ένα συλλέκτη δεν είναι το ίδιο με το να το δείχνεις σε ένα μουσείο ή μια γκαλερί. Στον δημόσιο χώρο, σε ένα μουσείο,  μπορείς και  το βλέπεις σαν ξένο και βλέπεις πραγματικά τι έχεις κάνει. 
  Είστε άνθρωπος που ενώ δε σας αρέσει να κρίνετε τους άλλους, ασκείτε αυστηρή κριτική στον εαυτό σας.
 Δε μπορώ να κρίνω τα γύρω μου επειδή δεν υπάρχει λόγος και εν ξέρω γιατί να υπάρχει και  ανάγκη. Το μόνο που δε μπορώ να υποφέρω είναι να κάνει κάποιος κακό σε κάποιον που αγαπώ. Γίνομαι θηρίο. Αλλιώτικα δεν κριτικάρω. Αντιθέτως, όταν κριτικάρεις τον εαυτό σου είναι ένα κίνητρο για να προχωρήσεις. Αν αισθάνεσαι ευχαριστημένος δεν υπάρχει λόγος να δουλέψεις, δεν υπάρχει πια μάχη. Η μάχες είναι κάτι ερεθιστικό. Δε βαριέσαι λεπτό.   Παρακολουθείτε τη σύγχρονη τέχνη;
Την παρακολουθώ και εκτιμώ βαθιά όποιον εργάζεται, πειραματίζεται και δουλεύει σε αυτή την υπόθεση. Αισθάνομαι απλώς,  ότι δε μπορεί να με βοηθήσει η σύγχρονη τέχνη σήμερα, να μου ανοίξει ορίζοντες σημαντικούς για τη δουλειά μου. Είναι κάτι που μου λείπει. Αλλά δε μπορώ να το κρίνω κιόλας. Ο καθένας παίρνει το δρόμο του. Απλώς σήμερα κάποια πράγματα δε γίνονται, δε συμβαίνουν. 
  Υπάρχουν καλλιτέχνες και έργα που σας έχουν καθορίσει και επανέρχεστε συνεχώς;
 Εκτός από τα ελληνικά γλυπτά, που από εκεί είναι η καρδιά μου, δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που είδα τα γλυπτά των Ολμέκ. Τα μνημειακά. Έπαθα τέτοιο σοκ που δεν κατάφερνα να κάνω ένα γλυπτό. Το έκανα και το κατέστρεφα. Και για το χρώμα, υποκλίνομαι στην σπουδαιότητα του Πιέρο ντε λα Φρανσέσκα.  
 Ποιος είναι ο μεγαλύτερος κριτής της τέχνης; 
Ο καιρός. Είναι ο καιρός που θα δείξει αν θα γίνει κάτι. Γιαυτό προτιμώ να κοιτάζω από τη μεριά στην οποία στέκεται το παρελθόν. Είναι κάτι σίγουρο και από εκεί μαθαίνω. 
Magnify Image
  Φωτογραφία: Photoharrie/ LIFO  


   Έργα της Σοφίας Βάρη
Magnify Image

   Arabesque, 2012 Ασήμι 30 x 15,5 x 11 εκ. 
Magnify Image
Barbosa, 2014 Κολάζ σε χαρτί 58 x 76 cm 
Magnify Image
Belmira, 2014 Κολάζ σε χαρτί 58 x 76 εκ. 
Magnify Image
Black Space, 2000 Πολύχρωμος μπρούτζος 92 x 59 x 61 εκ 
Magnify Image
Circus Act, 2008 Μπρούτζος 41 x 37 x 43 εκ. 
Magnify Image
Culantrillo, 2014 Κολάζ σε χαρτί 58 x 76 cm 
Magnify Image
L’étendue du silence, 2014 Εποξική ρητίνη Διάμετρος 110 εκ
Magnify Image
. Le jour des jours, 2005 Μάρμαρο 48 x 38 x 45 εκ. 
Magnify Image
Mademoiselle, 2000 Πολύχρωμος μπρούντζος 80 x 47 x 31 εκ.
Magnify Image
 Mademoiselles 2, 2012 Ασήμι 31 x 14 x 11 εκ.
Magnify Image
 Rio Claro, 2013 Κολλάζ 58 x 76 εκ. 
Magnify Image
Voyage sur Mars, 2003 Μπρούντζος με άσπρη πατίνα 94 x 63 x 45 εκ.

 Πηγή: www.lifo.gr

Αφιέρωμα στη Σοφία Βάρη στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο!


Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή

αφιέρωμα στο έργο της Σοφίας Βάρη
στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Άνδρος

29 Ιουνίου – 28 Σεπτεμβρίου 2014


Το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή παρουσιάζει το φετινό καλοκαίρι στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο νησί της Άνδρου ένα αφιέρωμα στο έργο της Σοφίας Βάρη.
Η Σοφία Βάρη, Ελληνίδα τη καταγωγή με πολυπολιτισμική όμως εικαστική παιδεία και διεθνή καλλιτεχνική παρουσία από παραστατική ζωγράφος στα πρώτα της βήματα, στράφηκε στα μέσα της δεκαετίας του '80 στην γλυπτική όπου και διακρίθηκε.
Χωρίς να ενταχθεί σε σχολές σκέψεις και κινήματα καλλιτεχνικά, απεξαρτημένη από παγιωμένες αντιλήψεις, αναζήτησε με τόλμη και πάθος τα δικά της πρότυπα αναφορών που συνέβαλαν στην διάπλαση του δικού της μορφικού και εικονογραφικού κόσμου.
Το αφιέρωμα εκτός από γλυπτά όλων των κατηγοριών και μεγεθών τα οποία θα αποτελέσουν τον άξονα της έκθεσης θα περιλαμβάνει επίσης σχέδια, ακουαρέλλες, ελαιογραφίες, ανάγλυφα και κολλάζ καθώς και αντικείμενα μικρογλυπτικής.
Σκοπός του αφιερώματος είναι να αναδειχθούν οι πολλαπλές εικονοποιητικές μεταλλάξεις τις οποίες επινοεί ευρηματικά με την δύναμη της φαντασίας της και αποδίδει με ταλέντο και με μια πρωτότυπη και ιδιόμορφη διαλεκτική με τη φόρμα.
Στο εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου της έκθεσης, o επιμελητής της έκθεσης και διευθυντής του Μουσείου, κύριος Κυριάκος Κουτσομάλλης αναφέρει μεταξύ άλλων:
Η τέχνη φαίνεται να υπήρξε για τη Σοφία Βάρη μια προδιαγεγραμμένη πορεία. [...]
Από πολύ νωρίς ένιωσε να ριζώνει μέσα της διακαώς ο πόθος της γι αυτήν. Ήταν μια πρόκληση, την πραγμάτωση της οποίας επεδίωξε με εμμονή και πάθος. Το πέτυχε επινοώντας μια δική της πλαστική γλώσσα, δικούς της συντακτικούς κώδικες γραφής, οι οποίοι, με γνώμονα τις απαιτήσεις του δικού της δημιουργικού χρόνου, διασφάλισαν στο έργο της πρωτοτυπία, ανθεκτικότητα και αυθεντικότητα. [...]
Με διάθεση απεξάρτησης από παγιωμένες θέσεις και αντιλήψεις, με τη φρεσκάδα του ασυμβίβαστου νεανικού πάθους αναζήτησε τις δικές της θέσεις, οι οποίες παρότι πρόσκεινται σε ιδιώματα νεωτερικών τάσεων, εγνωσμένα απέφυγε την ένταξή της σε ομάδες καλλιτεχνικές, σε σχολές ή ρεύματα. [...]
Αν το έργο της σε όλες του τις μορφές και κατηγορίες έτυχε της γενικότερης αποδοχής, της ευρύτερης υποδοχής και εμβέλειας είναι γιατί, σθεναρά, με δυνάμεις που δεν καταστέλλονται από συγκυριακές αντιξόοτητες και εφήμερες πρακτικές, διεκδίκησε από τον εαυτό της το δικαίωμα να εκφράσει τα προσωπικά της οράματα, με κριτήρια υποκειμενικά και καθοδηγητική αρχή την δική της εγγενή συγκινησιακή δύναμη και ιδιοσυγκρασιακή της ευαισθησία και ελευθερία. [...]
Μέσα από μια υπαινικτική, ημιαφαιρετική διαδικασία στα πρώτα της χρόνια, που χαρακτηρίζεται από δισδιάστατες, δύσπλαστες, διογκωμένες, ανθρωποκεντρικές ή ζωομορφικές φιγούρες, θα οδηγηθεί στη συνέχεια σε εντελώς αντιρεαλιστικές δημιουργίες με προεκτάσεις σουρεαλιστικές. [...]
Η Σοφία Βάρη, Ελληνίδα μεν την καταγωγή, έχοντας όμως ελάχιστα ζήσει στην Ελλάδα, βιώνει την ελληνικότητά της χωρίς επιμερισμούς, και με τρόπο που να λειτουργούν όλες οι ανάγκες της ψυχής ως ενιαία, αδιαίρετη και αδήριτη ανάγκη. Η ελληνικότητά της ένθετα ενυπάρχει στην σκέψη και στη συνείδησή της και αναδύεται ως μνήμη, ως συνειρμός, ως γνώση διαχρονική. [...]
Με μια ακόρεστη περιέργεια αναζητά τον εαυτό της σε ανοιχτούς ορίζοντες. Σε τόπους που γέννησαν πολιτισμό και άνοιξαν δρόμους και τούτο γιατί γνωρίζει ότι το αμιγές, το μονοσήματο και το μονοδιάστατο είναι έννοιες ασυμβίβαστες με την εξέλιξη στην τέχνη. Ό,τι το νέο προκύπτει από τη μίξη πολιτισμών. Με συγκλίσεις και αποκλίσεις κι όταν οι δρόμοι διασταυρώνονται με νέες ιδέες. Με ιδέες που υπεκφεύγουν από το στερεότυπο και το κατεστημένο. [...]
Όσο καταλυτικές κι αν υπήρξαν οι επιδράσεις από τον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο, εγκατέλειψε τα προσχήματα, τα οποία νομοτελειακά απορρέουν από τις αντιλήψεις, τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις που τις εξέθρεψαν και ενήργησε με οξυδέρκεια και διορατικότητα και με τρόπο ώστε οι επιρροές αυτές να μην έχουν παρά μερικό μόνο βάρος. [...]
Κατά την πρώτη δεκαπενταετή περιπλάνησή της στον χώρο της δυσδιάστατης απεικόνισης «συγκεχυμένη» και αγωνιώδης φαίνεται να υπήρξε η πορεία της. Από το 1975 κι έπειτα, χωρίς να απεμπολεί τίποτα από την διαχρονική μνήμη, θεωρώντας απλώς τη ζωγραφική ως «ψευδαίσθηση», άρχισε να αναθεωρεί τους προσανατολισμούς της και να διαμορφώνει μια δική της αντίληψη της υφής και του χώρου, να γοητεύεται από την αίσθηση του απτού και τη στιβαρότητα της ύλης και να προσανατολίζει τις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις προς την τρισδιάστατη φόρμα. [...]
Έκτοτε, η γλυπτική θα αποτελέσει το κυρίαρχο μέλημά της και μ'αυτήν θα επιβληθεί έχοντας αποβάλλει τις αβεβαιότητες των πρότερων διλημμάτων. Μ'αυτή θα αναζητήσει μια θέση σ'ένα χώρο δύσκολο και σε μια εποχή κατά την οποία οι κρατούσες ευρωπαϊκές τάσεις, μην έχοντας διαμορφώσει ένα κυρίαρχο ρεύμα, άφηναν στη γλυπτική την ελευθερία αναζήτησης πηγών τόσο στον πριμιτιβισμό όσο και στις εξωευρωπαϊκές αρχαϊκές τέχνες. [...]
Τα γλυπτά της με τη στιβαρότητα της δομής και τη μνημειακότητα του όγκου είναι σαν να έρχονται από τα βάθη του χρόνου για να προσλάβουν στο σήμερα με την αισθαντικότητα της πρωτογένειας και τις αναφορές στις αρχαϊκές μνήμες την ενσάρκωσή τους. [...]
Η Σοφία Βάρη συνέβαλε στο ανανεωτικό αίτημα του νεωτερισμού με μια νέα δική της διαλεκτική με τη φόρμα. Τα γλυπτά της, αν και ευχάριστα στην όραση όπως και στην αφή, θα ήταν άδικο να προσληφθούν ως εικόνες θεάματος μόνο κι όχι ως αποκρυσταλλωμένη ενέργεια που προκύπτει από την αγωνία της μετάλλαξης της πρωτογένειας σε σχήματα αποδεκτά και συμβατά με τις απαιτήσεις του δικού της χρόνου. Γι' αυτό και τίποτα δεν ήταν εύκολο για εκείνη. Ως άλλη Camille Claudel, υπό διαφορετικές, εξυπακούεται, συνθήκες, κλήθηκε να εξοφλήσει στον εαυτό της το τίμημα των επιλογών της. Το δικαίωμα, δηλαδή, να καταπιαστεί με τα δύσκολα ως γυναίκα. Να δώσει σχήμα και μορφή στην άμορφη μάζα της ύλης. Το πράττει αδιάλειπτα με υπερβάσεις των δυσκολιών και με προτάσεις αισθητικής αρτιότητας και πρωτοτυπίας και την ελευθερία που της προσφέρει η αδέσμευτη λαξευτική και η εν γένει αναπλαστική χειρονομία.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η Σοφία Βάρη γεννήθηκε στη Βάρη Αττικής το 1940 από μητέρα ουγγαρέζα και πατέρα έλληνα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της τα πέρασε μεταξύ Ελβετίας, Λονδίνου και Ελλάδας. Σπούδασε στην Ecole des Beaux-Arts στο Παρίσι.
Το 1968 κάνει την πρώτη της έκθεση ζωγραφικής στη Woodstock Gallery στο Λονδίνο. Το 1978 αρχίζει τη γλυπτική και τη συνεργασία της με τον Αλέξανδρο Ιόλα με την πρώτη της έκθεση στην Γκαλερί Δεσμός. Γνωρίζει τον Φερνάντο Μποτέρο. Συγχρόνως διδάσκει ζωγραφική στο στούντιό της φέρνοντας τους μαθητές της να συνεχίσουν τα μαθήματα το καλοκαίρι στο Δημοτικό Σχολείο της Χώρας της Άνδρου.
Το 1990 ξεκινάει τη δημιουργία γλυπτών μνημειακών διαστάσεων. Το 2000 το Hilton της Νέας Υόρκης αγοράζει και τοποθετεί ένα γλυπτό της στην είσοδό του. Παρουσιάζει έκθεση στην πλατεία Κοτζιά, όπου τοποθετείται και παραμένει μέχρι σήμερα το γλυπτό Θησέας. Επίσης, εκθέτει στο Palazzo de Bricherasio στο Τορίνο.
Το 2002 εκθέτει στο Palazzo Vecchio και την Piazza della Signoria στη Φλωρεντία. Το 2004 κάνει αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, στην Piazza Esedra στη Ρώμη και στην Κουάλα Λουμπούρ. Το 2005 την καλεί ο Δήμος του Παρισιού και παρουσιάζει στο Saint-Germain-des-Pres μνημειώδη γλυπτά της. Το 2008, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο, εκθέτει στο Confucius Temple και στους κήπους του Μόντε Κάρλο στο Μονακό. Το 2011 εκθέτει τα μνημειώδη γλυπτά της στη Μαδρίτη στο Paseo de la Castellana και στην Καρθαγένη της Ινδίας στην Κολομβία.
Η τελευταία μεγάλη της έκθεση ήταν πέρυσι στο μουσείο Πέρα της Κωνσταντινούπολης.
Την έκδοση του συνοδευτικού καταλόγου ανέλαβε ο εκδοτικός οίκος SKIRA.
Διάρκεια έκθεσης: 29 Ιουνίου – 28 Σεπτεμβρίου 2014
Ώρες Λειτουργίας: Καθημερινά 11.00-15.00 και 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00,
Δευτέρα απόγευμα και Τρίτη κλειστά

Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Τηλ.: 210 7252895 – 6
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Άνδρος, Τηλ. 22820 22444, Fax: 22820 22490
E-mail: info@goulandris.gr, Site: www.goulandris.gr / www.moca-andros.gr

Ίταλο Καλβίνο: H ηθική της λογοτεχνίας



ης Μαρίας Σπυριδοπούλου. 
kalbino

Παράλληλα με τη λογοτεχνική του δραστηριότητα ο Καλ­βίνο ανέπτυξε και τη δραστηριότητα του δοκιμιογράφου. Τον απασχόλησαν θεωρητικά προβλήματα όπως οι σχέσεις της λογοτεχνίας με τη φιλοσοφία και την επιστήμη, η εξέλιξη και οι τάσεις του σύγχρονου μυθιστορήματος, οι διαφορές ανάμεσα στη γλώσσα της ποίησης και της πολιτικής. Τα Αμερικάνικα μαθήματα είναι το τέταρ­το και τελευταίο θεωρητικό βιβλίο του και αποτελεί­ται από πέντε διαλέξεις με θέμα τη λογοτεχνία, τις οποίες επρόκειτο να δώσει κατά το ακαδημαϊκό έτος 1985-1986 ο καλεσμένος στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Ιταλός συγγραφέας.
Εν είδει πνευματικής διαθήκης, ο Καλβίνο εδώ αναλύει, περιγράφει, υ­ποδεικνύει πέντε ιδιότητες που πρέπει να διαφυλάξει η λογοτεχνία: την ελαφρότητα, την ταχύτητα, την ακρίβεια, την οπτικότητακαι την πολλα­πλότητα. Επιχειρεί ένα είδος απολογισμού της πορείας της λο­γοτεχνίας και αφήνει να διαφανούν οι λεπτές σχέσεις που συνδέουν τα δικά του αφηγηματικά έργα με κείμενα αγαπημένων του συγγραφέων όπως οι Μπόρχες, Περέκ, Κενώ, Λεοπάρντι. Συγχρόνως κάνει έναν απολογισμό της μακρόχρονης ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού μέ­σα από τις νεωτερικές επιστημονικές θεωρίες του Γαλιλαί­ου περί σύμπαντος, τη «φυσική φιλοσοφία» της ιταλικής Αναγέννησης του Καμπανέλλα και του Μπρούνο αλλά και τις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης: τα quarks, τα «μηνύ­ματα DNA», τα bits της πληροφορικής… Έτσι ο λόγος της κριτικής, ο λόγος της αφήγησης και ο λόγος της ανάλυσης συνυφαίνονται αριστοτεχνικά, ενσωματώνοντας παραθέματα, αυτοβιογραφικές αναφορές, αναμνήσεις, κριτικά σχόλια.
Πρόκειται για ένα μαγικό ταξίδι στη γνώση και στις ποι­ητικές εκφάνσεις της, μια πνευματική παρακαταθήκη μιας εμπειρίας που αποκρυσταλλώνεται μέσα από πέντε έννοιες πολύσημες και πολυεδρικές, οι οποίες φωτίζουν σαν αστερισμοί κάθε φορά και από διαφορετική οπτική γωνία το σύμπαν της λογοτεχνικής δημιουργίας· το επαναπροσδιορίζουν αναδεικνύοντας ένα α­κόμη άφατο στοιχείο του, κρυμμένους θησαυρούς και νοήματα, χωρίς όμως ποτέ να εγκλωβίσουν το σύμπαν αυτό στη μονοδιάστα­τη λογική της ερμηνείας, της αξιολόγησης και της ιεράρχησης. Οι πέντε κατηγορίες λειτουργούν ωστόσο και ως μεταφορές ενός δυνητικού λο­γοτεχνικού συστήματος, αυτού που είχε στο νου του ο Καλ­βίνο όταν κατασκεύαζε με την ίδια θεωρητικο-δημιουργική ή επιστημονικο-ποιητική φαντασία τις Αόρατες πόλεις, το Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων, το Πάλομαρ… Με οδηγό την έλλογη φαντασία και το ποιητικό esprit de géométrie που τον χαρακτηρίζει, ο Καλβίνο μάς δίνει λοιπόν, σ’ αυτό το μαγευτικό εγχειρίδιο ύφους, τις συντεταγμένες της δικής του Ποιητικής, μας αποκαλύπτει τις ανησυ­χίες και τους προβληματισμούς του ως συγγραφέας, δοκιμιογρά­φος, πνευματικός άνθρωπος.
Καθεμιά όμως από αυτές τις λογοτεχνικές αξίες προσδιορίζεται και συμπληρώνεται  και μέσα από την αντίθετή της. Ο Λεοπάρντι, ο ποιητής του ακαθόριστου των αισθήσεων, δεν μπορεί παρά να είναι ο ποιητής της ακρίβειας· ο Καβαλκάντι,  και ο Δάντης, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι μιας πολύπλοκης φιλοσοφικής και θεολογικής θεωρίας αντίστοι­χα, είναι οι ποιητές της ελαφρότητας· το κρύσταλλο συνδέε­ται με τη φλόγα, η ψυχρή φαντασία με την ευφάνταστη ορ­θολογικότητα, ο εξωστρεφής θεός του εμπορίου, ο Ερμής, με τον μελαγχολικό Κρόνο· η γεωμετρική αφαιρετικότητα της σκακιέρας και των άδειων τετραγώνων της, εμβλημάτων του μηδενός, είναι άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία του ξύλου από το οποίο είναι φτιαγμένη, δηλαδή η μορφή με την ύλη, το κενό με το συμπαγές. Ο Καλ­βίνο ομολογεί έτσι ότι, ενώ είναι κρόνιος ως ψυχοσύνθεση, θα ε­πιθυμούσε να είναι ερμείος και ότι όλα όσα γράφει αντανα­κλούν αυτές τις δύο τάσεις, με τον ίδιο τρόπο που και «στις Αόρατες πόλεις κάθε έννοια και κάθε αξία είναι διττή, ακόμη και η ακρίβεια».
Η ποιητική του είναι παλινδρομική, χωρίς δογ­ματισμούς, και δεν προσφέρει οριστικές εξηγήσεις ή βεβαιότη­τες, ενώ συνάμα αποδεικνύει πόσο απατηλή είναι η αξίωσή μας να πρεσβεύουμε απόλυτα πιστεύω. Η σκέψη του, αναλυτική και παρατακτική και αεικίνητη, προβάλλει διαρ­κώς συμμετρίες και ομοιότητες· διατυπώνει θέσεις και αντι­θέσεις που δεν απολήγουν σε μια παρηγορητική σύνθεση. Αντίθετα, χρησιμεύουν ως δαυλοί για τη διερεύνηση του σκότους, ως εργαλεία έρευνας μιας άλυτης διαλεκτικής που μεταμορφώνεται συνεχώς για να αποφύγει τον πειρασμό του οριστικού και τη λογική μιας ενιαίας και συστηματικής πρότασης για τη λειτουργία και τις αξίες της λογοτεχνίας. Αυτό που έχει σημασία είναι η σπίθα που ανάβει από τη μα­γική αυτή συνάντηση των εννοιών και η δυναμική της αέ­ναης εκτύλιξης νοημάτων και εικόνων, αόρατα συνδεδεμέ­νων μεταξύ τους. «Κάθε προσανατολισμός προϋποθέτει α­ποπροσανατολισμό. Μόνο όποιος έχει χαθεί μπορεί να σω­θεί. […] Ο λαβύρινθος έχει γίνει για να χάνεται και να περιπλανιέται όποιος μπαίνει. Απο­τελεί όμως και μια πρόκληση για τον επισκέπτη για να ανα­κατασκευάσει το σχέδιό του και να διαλύσει τη δύναμή του. Αν τα καταφέρει, θα έχει καταστρέψει το λαβύρινθο· δεν υ­πάρχει λαβύρινθος για όποιον τον έχει διασχίσει»[1].
Η γραφή του Καλβίνο στα Αμερικάνικα μαθήματα είναι αποσπασματική, ογκομετρι­κή και όχι γραμμική, αρμονική και όχι μελωδική· διασταυ­ρώνει και περιπλέκει τα νήματα της σκέψης και μας οδηγεί πράγματι σ’ έναν εννοιολογικό λαβύρινθο. Εδώ τίποτε δεν θεωρείται δεδομένο και γίνεται προσπάθεια να δοθεί μια απάντηση για τη λογοτεχνία μέσα από το τμη­ματικό, το αποσπασματικό, το μοριακό. Το κέντρο του λαβυρίνθου, αν υπάρχει, είναι η λο­γοτεχνία υψωμένη στο τετράγωνο, το πολυσήμαντο νόημά της, η μοναδικότητά της («υπάρχουν πράγματα που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να εκφράσει με τα δικά της ιδιαίτερα μέ­σα») και η πολύτιμη παρουσία της στη ζωή όλων μας. Η λογοτεχνία προβάλλει εντέλει ως ηθική ασπίδα ενάντια στη βαρβαρότητα και την παρακμή του κόσμου· ως γνωστικό εργα­λείο για την ταξινόμηση της άμορφης μάζας της πραγματικότητας-χάους· ως περιοχή ευταξίας στη μη αναστρέψιμη πορεία αποσύνθεσης του σύμπαντος. Η πιο μαγευτική διάστασή της ίσως είναι η προσπάθειά της να βγει έξω από τα όρια της γλώσσας και να δώσει το λόγο στις Σειρήνες και στο τραγούδι τους: «απώτατο σημείο άφι­ξης της γραφής, τελευταίο πυρήνα της ποιητικής λέξης»[2]. Και η μοναδικότητά της ίσως έγκειται στην προσπάθειά της να μας κάνει να βγούμε έξω από τον εγωιστικό και περιορισμέ­νο εαυτό μας, «όχι μόνο για να διεισδύσουμε σε άλλα εγώ, παρόμοια με το δικό μας, αλλά για να δώσουμε το λόγο σε αυτό που δε μιλάει, στο πουλί που στέκεται στην υδρορροή, στο δέντρο την άνοιξη και στο δέντρο το φθινόπωρο…».

Η Μαρία Σπυριδοπούλου είναι η μεταφράστρια του βιβλίου “Αμερικάνικα Μαθήματα” που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη



[1] Hans Magnus Enzensberger στο Italo Calvino,Cibernetica e fantasmi, σ. 179.
[2] Italo Calvino, Livelli della realtà, Una pietra sopra, σ. 323