Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ο ρόλος του κριτικού λογοτεχνίας


Επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

 

Ο ρόλος του κριτικού λογοτεχνίας


Σκέψεις και επισημάνσεις για το ρόλο του κριτικού λογοτεχνίας σήμερα.

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

Όποιος νομίζει ότι ο ρόλος του κριτικού είναι απλώς μεσολαβητικός κι ο βιβλιοκριτικός ένα είδος ενδιάμεσου που αναδεικνύεται σε κόσκινο, ώστε να διηθήσει τη βιβλιοπαραγωγή και να την παρουσιάσει στους αναγνώστες, απλά τον συγχέει με τον δημοσιογράφο του λογοτεχνικού ρεπορτάζ. Όποιος νομίζει ότι ο κριτικός λογοτεχνίας αξιολογεί τα βιβλία, για να ξεδιαλέξει τα καλύτερα και να τα θέσει υπόψη του αναγνώστη, απλώς περιμένει λίγα απ’ αυτόν.
Ο κριτικός βιβλίου δεν έχει καθήκον να ενημερώνει για τις νέες κυκλοφορίες ούτε απλώς να διυλίζει τα καλύτερα, προκειμένου να διευκολύνει τις αγορές του αναγνώστη. Ούτε έχει το χρέος να εξηγεί (χρησμοδοτεί για) το περιεχόμενο ή τη μορφή του λογοτεχνικού έργου, σαν ένα είδος αυθεντίας που μπορεί EX cathedra να νοηματοδοτεί και έτσι να ιεραρχεί την παραγωγή, προσπαθώντας να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Όλα αυτά βέβαια περιλαμβάνονται σε μια βιβλιοκρισία, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός αυτή να λειτουργεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι αναγνώστες έχουν ήδη πολλές πληροφορίες από πληθώρα πηγών, ώστε να εκτιμήσουν ποιο ή ποια κείμενα τους ενδιαφέρουν.
Η βιβλιοκριτική μπορεί να έχει διαχρονική αξία, αν επιχειρήσει να αξιολογήσει τα εκάστοτε βιβλία, για να τα θέσει σε έναν βραχείας ή μακράς εμβέλειας Κανόνα.
Η βιβλιοκριτική δεν αποσκοπεί στο να κάνει γνωστό το βιβλίο στο κοινό· αυτό θα την έκανε αξιανάγνωστη μόνο πριν κανείς διαβάσει το έργο. Αντίθετα, η βιβλιοκριτική μπορεί να έχει διαχρονική αξία, αν επιχειρήσει να αξιολογήσει τα εκάστοτε βιβλία, για να τα θέσει σε έναν βραχείας ή μακράς εμβέλειας Κανόνα. Γράφω λοιπόν, ακόμα και για ένα έργο που εκδόθηκε σε παλιότερες εποχές (και τώρα επανεκδίδεται ή επανέρχεται με άλλο τρόπο στο προσκήνιο), σημαίνει ότι περνάω από τη βάσανο του χρόνου τον υπάρχοντα Κανόνα. 
Ακόμα περισσότερο, ο ρόλος του κριτικού είναι να θέσει τον λόγο της λογοτεχνίας σε ενεργή αντιπαράθεση με τους άλλους λόγους της κοινωνίας. Σε ένα ρευστό και συνεχώς αναμορφούμενο γίγνεσθαι, η λογοτεχνία συναντά την πολιτική, τη θρησκεία, την ιδεολογία, το λαϊκό αίσθημα, την ηθική, την επιστήμη κ.λπ. Η ανάγνωση πλέον δεν είναι απλώς η ψυχαγωγία που προσφέρει η συνάντηση με το βιβλίο, αλλά η αναζήτηση της νέας οπτικής που κάθε ποιοτικό ανάγνωσμα καταθέτει. Ο βιβλιοκριτικός λοιπόν καλείται να αναλύσει πόσο η λογοτεχνία, είτε τα μεμονωμένα έργα είτε το σύνολό της, διασταυρώνεται με τους υπόλοιπους λόγους δείχνοντας την κατεύθυνση της ανθρώπινης σκέψης.
 Όπως προείπα, ο ρόλος της κριτικής (πρέπει να) εκτείνεται σε πιο ουσιαστικά εδάφη: να αποτελέσει λόγο που να συνδιαλέγεται με τη λογοτεχνία, να τίθεται σε διάλογο μαζί της και να επιχειρεί να αναδείξει τη βασιμότητα της φωνής της αλλά και να ανασκευάσει το αβάσιμο του λόγου της. Στην ουσία δεν παρουσιάζει το βιβλίο, ούτε το αξιολογεί βάσει ενός ενδολογοτεχνικού αισθητικού μέτρου, αλλά το αξιολογεί κρίνοντας πόσο αυτό συντελεί στην ευρύτερη πολιτισμική συζήτηση για την πορεία της ανθρώπινης σκέψης και την εξέλιξη της κοινωνίας. Κρίνω ως κριτικός δεν σημαίνει ότι εξιστορώ την υπόθεση, αναλύω την αφηγηματικότητα ή την ποιητικότητα του έργου, εξηγώ τα κρυμμένα νοήματα… Κρίνω σημαίνει ότι διεξάγω διάλογο με το κείμενο, προκειμένου να φανεί η συμβολή του στην αλλαγή νοοτροπίας, στη διεύρυνση των οριζόντων μας, στην επιβεβαίωση ή αναθεώρηση των υπαρχουσών αξιών.
Η λογοτεχνία είναι ένας ισχυρός ακόμα (έστω κι αν αυτό αμφισβητείται πλέον από πολλούς) πόλος της κουλτούρας που δομεί την κοινωνία και συμβάλλει στη ζύμωση των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων. Ίσως ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το διαδίκτυο και οι κουλτούρες της εκπαίδευσης, της πολιτικής κ.ά. να επενεργούν πιο δραστικά και άμεσα, αλλά, έστω κι έτσι, η λογοτεχνία και γενικότερα το βιβλίο, που διατηρεί τον γραπτό λόγο ως άξονα μιας συνεχώς υπάρχουσας πολιτισμικής εξέλιξης, λειτουργούν ακόμα μέσα στις πολιτισμικές διεργασίες.
Αξιολογώ δεν σημαίνει απλώς μ’ αρέσει ή δεν μ’ αρέσει, αλλά ιεραρχώ κάθε βιβλίο σε μια κλίμακα πολιτισμικής διαμόρφωσης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κριτική βιβλίου αναλαμβάνει τον ρόλο της ανάδειξης αυτής της λειτουργίας της λογοτεχνίας, ξεδιπλώνοντας κουκί κουκί τις καινοτόμες ή πιο συντηρητικές μορφές της. Έτσι, αξιολογώ δεν σημαίνει απλώς μ’ αρέσει ή δεν μ’ αρέσει, αλλά ιεραρχώ κάθε βιβλίο σε μια κλίμακα πολιτισμικής διαμόρφωσης. Κρίνω ποιοτικά τα έργα που καινοτομούν ιδεολογικά και αισθητικά, που προεκτείνουν τους πνευματικούς ορίζοντες της κοινής γνώμης, που δίνουν απαντήσεις σε διαχρονικά ερωτήματα τα οποία κάθε άνθρωπος σε κάθε εποχή θέτει στον εαυτό του και στους άλλους.
Ο Τζβετάν Τοντορόφ στο βιβλίο του «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο» (Πόλις 2013) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, προτείνοντας να βλέπουμε κάθε βιβλίο στο πλαίσιο της ιστορίας των ιδεών και των λόγων που εισηγούνται κάτι στην κοινωνική αυτοσυνειδησία. Γι’ αυτό ίσως το σοβαρότερο λάθος, στο οποίο έχει εγκλωβιστεί η σημερινή κριτική, είναι η συζήτηση στην οποία περιορίζεται, συζήτηση για το βιβλίο και όχι για το θέμα που το βιβλίο θέτει. Η κριτική μιλάει για το δάκτυλο και αγνοεί συχνά τον ουρανό, τον οποίο το δάκτυλο δείχνει, μιλάει για τη μορφή, τη λογοτεχνικότητα, τον τρόπο γραφής του εκάστοτε συγγραφέα και παραγκωνίζει τους προβληματισμούς που αυτός θέτει για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Αποφεύγει σωστά τις παλιότερες ιδεολογικές και ηθικές αγκυλώσεις, όταν το καλλιτεχνικό έργο κρινόταν αμιγώς βάσει των πολιτικών του αντιλήψεων, αλλά φτάνει στο άλλο άκρο: αγνοεί τη δυναμική που μπορεί να έχει το λογοτέχνημα διά του θέματος που προτείνει στο αναγνωστικό κοινό και τους ερεθισμούς που αυτό προκαλεί, και συνάμα αμπελοφιλολογεί για την ενδοκειμενική -φορμαλιστική και τεχνική- υπόσταση του έργου. Λίγες κριτικές δείχνουν με ουσιαστικό τρόπο πώς η αισθητική ενός πεζού ή ποιήματος προωθεί πετυχημένα ή όχι τις απόψεις που τίθενται σε διάλογο. 
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου
Πηγή: Bookpress



Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Πασχαλινό απόσπασμα από το μυθιστόρημα ''Στο δρόμο με τις πικροδάφνες'' της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη







Πασχαλινό απόσπασμα από το μυθιστόρημα ''Στο δρόμο με τις πικροδάφνες'' της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, 2007 Εμπειρία Εκδοτική


Μεγάλο Σάββατο στις έντεκα το βράδυ , λαμπριάτικες καμπάνες μερώσανε την ανοιξιάτικη νυχτιά , αναγαλλιάζοντας τις ψυχές των πιστών, που κύματα-κύματα κατέφταναν στην εκκλησιά με τις οικογένειές τους, κρατώντας δυο κεριά. Ένα μικρό αγιοκέρι για ν’ ανάψουν στο μανουάλι κι ένα άσπρο λαμπαδάκι για τ’ άγιο φως. Οι γεροντότεροι βαστούσαν φαναράκια για να μη σβήσει τ’ άγιο φως ο αγέρας και δεν προφτάσουν να το φέρουνε στα σπίτια τους, να κάνουν τον λαμπροσταυρό στ’ ανώφυλλα της πόρτας. Είμαστε όλοι εκεί, στον περίβολο του ναού, οι εργάτες με τις οικογένειές τους, ο Μακ Φέρσον, οι Γερμανοί με τα παιδιά τους, ο Στράτος με τη Ρήνη κι όλη τους την φαμίλια. Ακούγαμε τα μελωδικά τροπάρια, τις ωδές, τα τρισάγια , αλλά δύσκολα μπορούσαμε να συγκεντρωθούμε στη λειτουργία και το νόημά της. Δώδεκα παρά δέκα τη νύχτα, έσβησε ο καντηλανάφτης όλα τα κεριά. Η εκκλησιά σκοτείνιασε. Οι χωριανοί με κατάνυξη περίμεναν τον πάπα Χρήστο ν’ ανάψει απ’ το ακοίμητο καντήλι της Αγίας Τράπεζας μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, ίσαμε το μπόι του και να προβάλλει στο τρίσκαλο της Ωραίας Πύλης ψάλλοντας ‘’Δεύτε λάβετε φως εκ του ανέσπερου τούτου φωτός.’’ Βγήκε πράγματι σε λίγο ο παπάς ντυμένος με τα χρυσοποίκιλτα άμφια , ίδιος Πατριάρχης. Οι άντρες μαζεύτηκαν σα σμάρι μέλισσες γύρω του. Θεωρούνταν καλό σημάδι , κατά το έθιμο, ποιος θ’ ανάψει πρώτος. Άναψαν πρώτα οι άντρες, μετά οι γυναίκες.
Βγήκανε έξω αρκετοί μ’ αναμμένα λαμπαδάκια. Έπειτα ο παπά Χρήστος, οι ψαλτάδες , ο καντηλανάφτης μαζί με αρκετούς από το εκκλησίασμα , έκαναν τρεις φορές το γύρο του ναού για να λιτανέψουν την Ανάσταση με εξαπτέρυγα, λάβαρα και το εικόνισμα της Λαμπρής. Χαρούμενες καμπανοκρουσίες διαλαλούσαν μέσα στης νύχτας τη μελένια σιγαλιά , την Ανάσταση του Κυρίου. Ο παπάς με στεντόρεια φωνή έψαλλε ‘’Την Ανάστασίν , Σου Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσαν εν ουρανοίς’’. Τα παιδιά τότε ξέφυγαν από τη φύλαξη και την έγνοια των μεγάλων. Όλα μαζί πήγανε και σταθήκανε στη νοτική δίφυλλη ξύλινη πόρτα, όπου διαβάστηκε το λαμπριάτικο Ευαγγέλιο. Μόλις ακούστηκε το ‘’Χριστός Ανέστη’’, τα τρία μεγαλύτερα αγόρια έβαλαν φωτιά σε μια μεγάλη στοίβα ξύλα και κληματόβεργες για να κάψουν τον Ιούδα. Μια αγκαλιά από φλόγες άστραψαν σαν πολύτιμα πορτοκαλιά πετράδια μέσα στο μαύρο φόντο της νύχτας. Σφυρίζοντας, ύψωσαν απότομα το λοφίο τους κι άγγιξαν το πανύψηλο καμπαναριό.
Οι χωριανοί αγκαλιαστήκανε και δώσανε το φιλί της αγάπης. Φέγγανε τα μάτια, τα πρόσωπα, οι καρδιές, όλους εχθρούς και φίλους τους ένωσε το αναστάσιμο μήνυμα. Πλησίασα την οικογένεια των Γερμανών, τους εξήγησα το έθιμο, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά. Κάτω από το αναστάσιμο φως, το μάγουλό μου δέχτηκε το παρατεταμένο άγγιγμα των χειλιών της Γερμανίδας, από τη μια πλευρά. Παραξενεύτηκα, αλλά δεν το σπουδαιολόγησα. Μόλις όμως έστριψα και το άλλο μάγουλο, η Ιζαμπέλ έγινε πιο τολμηρή. Με φίλησε στην άκρη των χειλιών, αγκαλιάζοντας με, με το ένα χέρι και τραβώντας με παράλληλα
πάνω της. ‘’Χριστός Ανέστη, Σπύρο’’ μου ψιθύρισε στο αυτί βραχνά, με τη χαρακτηριστική γερμανική προφορά της. Όσο μου έλεγε αυτά τα λόγια χαμηλόφωνα και σχεδόν με ντροπή, αποκάλυψε μ’ ένα χαμόγελο φιλάρεσκο τα δόντια της. Της ανταπέδωσα αμήχανα την ευχή και το χαμόγελο. Κατεβάζοντας το βλέμμα είδα τα δάχτυλά της απλωμένα στη ράχη της παλάμης μου. Ειρηνικά δάχτυλα μιας συζύγου, με νύχια κοντά και στρογγυλεμένα. Απέφυγα τη ματιά της.
Μετά την εκκλησία μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο καφενείο . Η Ρήνη είχε ετοιμάσει πεντανόστιμες λαμπριάτικες λιχουδιές . Ο Στράτος είχε ανάψει από νωρίς την παραστιά κι είχε βάλει το μπροστινό ενός αρνιού αντικριστό στη σούβλα. Μπαίνοντας μέσα στο καφενείο κοντέψαμε να λιποθυμήσουμε απ’ τις λαχταριστές μυρωδιές. Μαζί μας ήταν και δυο ντεληκανήδες απ’ το Άνω μέρος , λιγνά, λιανά παλικαράκια με χνούδι ακόμα αντί για μουστάκι, αλλά μάστορες της κοντυλιάς και της καλής μαντινάδας. Ο ένας ήταν λαουτιέρης κι ό άλλος λυράρης. Πρώτα –πρώτα παίξανε το ‘’Χριστός Ανέστη’’ κι έπειτα η γλυκόλαλη λύρα μας μέθυσε και μας ανέβασε στα ουράνια με τραγούδια ριζίτικα της ξενιτιάς, του πόνου , της αγάπης. Εμείς τσουγκρίσαμε πρώτα τα κόκκινα αυγά που ήταν πάνω στα λευκοστρωμένα τραπέζια μέσα σε ψάθινα πανεράκια , έπειτα τα ποτήρια με τη ρακή, ενώ η Ρήνη με την Άννα τρατάρανε καλιτσούνια ‘’λυχναράκια’’ κατά το έθιμο. Έπειτα πέσαμε με τα μούτρα στο φαί.
Ο Στράτος ζωσμένος την φαντή ποδιά του καφετζή δεν πρόφταινε να φέρνει βαθιά πιάτα με μαγειρίτσα, μεγάλες μερίδες‘’ μενούζα’’, (κοκορέτσι από αρνίσια συκωταριά , έντερα και πολλά μυρωδικά , περασμένο σε σούβλα και ψημένο στα κάρβουνα), πιατέλες με βραστό κρέας, ζυμωτό ψωμί, και γαβάθες με ‘’σαλάτα του ραντιστή’’, φτιαγμένες με μαρούλι, αγκινάρα, κουκιά φρέσκα και λαδόξυδο. Τ’ ΄΄αντικριστό΄΄ τ’ άφησε ο Στράτος να σιγοψηθεί, για να το απολαύσουμε στο τέλος , παρόλο που τα στομάχια μας είχαν ήδη παραγεμίσει μετά από μια τέτοια ευωχία. Η Ρήνη δεν έκατσε λεπτό. Αεικίνητη όπως πάντα γέμιζε κανάτες κόκκινο κρασί, απ’ τα δικά τους αμπέλια από ένα μεγάλο κρασοβάρελο, στηριγμένο με ξύλινα δοκάρια στον τοίχο. Οι Γερμανοί είχαν ενθουσιαστεί. Αυτά τα έθιμα τα Κρητικά τους άρεσαν πολύ, παρόλο που τους φαινόταν παράξενα, όπως π.χ. το να τρώνε και να πίνουν τέτοιες τεράστιες ποσότητες , ενώ ήταν βαθιά, περασμένα μεσάνυχτα.
Τα παιδιά αεικίνητα πηγαινόφερναν πιάτα, ποτήρια , βοηθούσαν μ’ όρεξη τους μεγάλους. Στο τέλος κάθισαν δίπλα στους λυράρηδες, κοιτάζοντας με τα αθώα μάτια τους γεμάτα θαυμασμό δυο απ’ τους εργάτες μας και το Στράτο -που’ χε παρατήσει απ’ ώρα την ποδιά κι είχε στρωθεί στο χορό- να πετούν στην κυριολεξία. Γελαστά , ζαλισμένα από την ευθυμία που τους είχε βάψει κόκκινα τα μάγουλα , έκαναν ένα κύκλο γύρω από τους χορευτές , κρατώντας τον ρυθμό με παλαμάκια. Ο μαλεβυζώτης , ο συρτός κι ο πεντοζάλης είχανε βάλει φωτιά στα πόδια των λεβεντόκορμων Κρητικών που μαγεμένοι απ’ το αίμα του κρασιού και το κλάμα της λύρας, δεν πατούσανε πια στη γη. Παρέα κάνανε με τσ’ Αρχαγγέλους…


Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Η κυρία Έρση κοιμάται - Ν. Γ. Πεντζίκης


Επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη







  Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ, βυθίζει σ' ύπνο την εγωιστική συνείδηση. Και πάλι τούτο δεν γίνεται απότομα, με μιας, αλλά κατά στάδια. Υπάρχουν στάδια και φάσεις στην απώλεια, στο σβήσιμο της ατομικής συνείδησης, όσες είναι οι βαθμίδες στην περιλάλητο κλίμακα του Ιακώβ. Γεγονός πάντως είναι ότι όλα αυτά αναπτύσσονται μέσα στο κυανό χρώμα της οράσεως. Ο ήλιος κατά τη διαδρομή του στο θόλο, δηλαδή στο δρόμο που ορίζουν περιδινούμενες οι αισθήσεις μας στην ακινησία του, εκεί που μεταπίπτει από θέση σ' αντίθεση, δυο φορές κάθε εικοσιτετράωρο, κατά την λαμπρά ανατολή και το ένδοξο βασίλεμα, μας παρουσιάζει σαφή δείγματα εξελίξεως από την αιματόχρου κόκκινη αίσθηση, στο κίτρινο και κυανό. Όσοι λεπταίσθητοι εκτιμούν τις αποχρώσεις των αισθημάτων, αυτές τις δυο ώρες βρίσκουν άπειρα σημεία συσχετίσεως. Άλλη είναι όμως η πορεία εκτιμήσεως και αντιλήψεως των αναλόγων σημείων συσχετίσεως, αποκλειστικώς μέσα στο κυανό. Η συσχέτιση ανάμεσα στην άμεση πολυχρωμία και τις ανάλογες θέσεις που αναπτύσσονται στο μπλε αποκλειστικά, οδηγεί σε παρεξηγήσεις ώστε πολλοί να μιλάν για μονοτονία, όσον αφορά τον ουρανό, ή να αρνιέται την ορατότητα στη νύχτα. Βέβαια δεν πρόκειται να επαναλάβω το λάθος τον ρομαντικών, που συγκινημένοι από το χρωματικό μυστήριο της νυκτός, ισχυρίσθηκαν και προσπάθησαν να διακρίνουν το φως της με τα μάτια ανοιχτά. Βλέπουμε μην μπορώντας να δούμε, με τα μάτια κλειστά, το φως και τις αποχρώσεις της νυκτός. Η νύχτα κατέβηκε πάνω στα βλέφαρα της κυρίας Έρσης - άσχετα με την καλοκαιριάτικη λιόχαρα μέρα που μεσουρανούσε έξω απ' το αισθητό σώμα της - της στιγμή που ένιωσε σάμπως αποκλεισμένη, σάμπως μέσα σε μια αδιέξοδη κάμαρη δίχως πόρτα, τη διάθεσή της, το κέφι της, την ορμή της προς τη ζωή. Σιγά σιγά μέσα στο σκότος που άρχιζε να επικρατεί, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από την εικόνα που έβλεπε του εαυτού της,όχι πια μόνο τα ενδύματα και τη σημασία τους, που τα 'χε άλλωστε αποβάλει όταν ξαπλώθηκε γυμνή, εγκαταλειμμένη μ' εμπιστοσύνη στον ήλιο, να ζεστάνει την ψυχρή μοναξιά της σάρκας της, να της αλλάξει το χρώμα, προφυλάγοντας μονάχα το κεφάλι της, κάτω από μια ψάθα κίτρινη, πλεγμένη από τα ίδια χορτάρια που βάζουν για μαλλιά οι πρωτόγονοι στα ξόανα ή στις μάσκες, για την παρουσίαση των αεί εόντων επουρανίων, στους επιχθονίους βροτούς, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει και πολλά ακόμα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, την ελιά στο λαιμό, όπου ο Παύλος, τον καιρό του μεγάλου τους έρωτα, προτιμούσε να την φιλά περισσότερο, τέλος πάντων, όλα εκείνα τα μοιασίματα, που καθώς την έπαιρνε στην αγκαλιά του, του ενέπνεαν τα πιο τρυφερά επίθετα, περιστέρι μου, γατάκι μου. Τίποτα, κανένα απ' αυτά δεν έβρισκε πια στον εαυτό της.

σα να της κόπηκε κι έπεσε και χάθηκε, δεν είχε πια ούτε το μικρό στραβούτσικο δάχτυλο του αριστερού της χεριού, που ακριβώς γιατί ήταν έτσι, ο Παύλος έλεγε ότι τ' αγαπούσε περισσότερο και το φιλούσε από τ' άλλα δέκα φορές πιο πολύ. Τα μάτια της μια στιγμή τα 'χασε κι αυτά. Είδε το χρωματιστό τους κύκλο ν' ανεβαίνει κατά πάνω και να κρύβεται κάτω από τα βλέφαρα, αφήνοντας πίσω του μια αγαλμάτινη σιωπή. Όταν επανήλθαν τα μάτια της ήταν άλλο πράγμα, σαν ψεύτικα, λόγω που δεν σάλευαν με το τίποτα, με ακτίνα οράσεως προσηλωμένη αδιάκοπα στο ίδιο σημείο. Τότε εξήγησε και γιατί τα μάτια των Αγίων, στις Εικόνες μέσα στους Ναούς, φαίνεται να σε παρακολουθούν παντού όπου πας, όπως δεν μπορεί να κάμει ένα φυσικό μάτι. Σε λίγο όμως και αυτά τα μάτια χάθηκαν και τη θέση τους πήρε μια πεταλούδα, που με τα φτερά της έθεσε τέρμα στην αντίθεση ανάμεσα στους δύο δέκτας της οράσεως που επέμεναν ο ένας να βλέπει μαύρο κι ο άλλος άσπρο. Πούθε ήρθε αυτή η πεταλούδα; Διερωτόνταν και σκεφτόταν. Θυμήθηκε το χέρι της. Κάποια στιγμή συντριβής ανάμεσα στις σκληρές αντιθέσεις της οράσεώς της, το είχε δει να πιάνει και να ζυμώνει τα σύννεφα, πλάθοντας την αίγλη ενός προσωπικού ηλιοβασιλέματος. Τα πόδια της τότε έσμιξαν, κόλλησαν οι κνήμες και οι μηροί. Το σώμα της το είδε να επιπλέει σα νούφαρο, φύλλο και άνθος μαζί στην ανήσυχη επιφάνεια μιας θάλασσας που το κατέτρωγε. Δεν έμεινε παρά ένα υπόλοιπο σπογγώδες στη θέση του κεφαλιού και για άκρη του ποδιού ένα θαλασσινό χτένι. Ακόμα ωστόσο ένιωθε τη σκληράδα του τείχους ενός κάστρου, που την ξεχώριζε από το νερό και δεν την επέτρεπε να διαλυθεί. Στενοχώρια δεν ένιωθε καμιά, γιατί κάτω από το κεφάλι της, είχε ένα μαξιλάρι μαλακό, καμωμένο από καλά λόγια. Δεν τρόμαξε σαν είδε, από την πολυχρωμία των συγκεχυμένων σχημάτων του ηλιοβασιλέματος, που γύρευαν να πλάσουν σάρκα και μέναν καπνός, να ξεπροβάλουν ξάφνου, και να χυμήξουν πάνω στο στήθος της, κάτι άγρια πουλιά. Το 'να κατόπι απ' τ' άλλο ερχόντουσαν και θήλαζαν τη ρώγα του βυζιού της. Όταν πια ύστερ' από ώρα έφυγαν τα πουλιά, δεν είχε μαστούς, δεν είχε στήθος και ρώγα, όπου βυζαίνει το νεογνό και τελειοποιείται σε άνθρωπο. Στη θέση τους απόμεινε μια πεταλούδα. Αυτή είχε αντικαταστήσει τώρα τα μάτια της. Δεν την ενοχλούσαν πια οι επίμονες ερωτήσεις, τι είναι ο άνθρωπος; Ευθεία, τεθλασμένη ή καμπύλη; Σχήμα κλειστό σαν αυγό ή αυγό ανοιχτό από κάποια μεριά; Αν είναι σπασμένο το αυγό και χύνεται, τότε πώς μπορεί να είναι ένα ο κορμός με τα πόδια και τα χέρια; Και το κεφάλι; Πώς φυτρώνει αυτή η απόφυση πάνω στο συμπαγές σχήμα; Ή μήπως είναι κάτι ψεύτικο το κεφάλι που βιδώνεται μετά τη φυσική γέννηση; Δεν ήθελε, δεν είχε ανάγκη να ξέρει. Δεν ρωτούσε πια. Άκουσε μια φωνή. Αυτή ήταν η Έρση. Ίσως μια σταγόνα δροσιάς, οτιδήποτε, το δεχόταν. Το είχε δηλώσει επίσημα. Μπροστά σε ιερείς και παιδιά που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και γύριζαν γύρω γύρω σα να χόρευαν, συμπαρασέρνοντας κι αυτήν στον χορό, και πηδούσε αυτή που όλος ο κόσμος τη θαύμαζε, ρίχνοντάς την λιθάρια, βροχή από λόγια γλυκά. Έβλεπε την τελετή των γάμων της και το χέρι του ανδρός που την κράταγε, ώστε να μην πέφτει και τσακίζεται, εκεί που πηδούσε σα να 'χε φτερά. "Το θέλω, το δέχουμαι ", απάντησε όταν την ρώτησαν. Αλλά τι την είχαν ρωτήσει; Όχι ό,τι συνήθως ρωτάν στους γάμους, αλλά αν παραδεχόνταν να γίνει άλλο πράγμα απ' ό,τι ήταν, να μεταμορφωθεί. Κι όταν το δέχτηκε η πεταλούδα που 'ταν στα μάτια της, σήκωσε τα φτερά της και ξεσκέπασε την στεγνή κοίτη τους, όπου σαν από θαύμα άρχισαν ν' αναβλύζουν αστείρευτα δάκρυα. Έκλαιε, έκλαιε ώσπου από τα δάκρυα πλημμύρισαν οι αδειανές κόγχες, και τα μάτια της ξανά ανάτειλαν, σαν δυο πυρήνες κυττάρων σε οργασμό αναπλάσεως και πολλαπλασιασμού, σχηματίζοντας τις πλασματικές ατράκτους της καρυοκίνησης με τους πεταλοειδείς διαχωρισμούς των χρωμοσώμων και τις μετακινήσεις τους από τους δυο πόλους, προς τη νέα κοινή μεμβράνη του διαχωρισμού που επιβάλλει η ζωή. Τότε ένιωσε πραγματικά και τον Παύλο δίπλα της, που έσκυβε και της φιλούσε τα βλέφαρα.



 Από το έργο Το Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης, του Ν. Γ. Πεντζίκη

Παρουσίαση

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ κατέχει ιδιαίτερη, μοναδική ίσως θέση στο έργο του Nίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: ακολουθεί, ακροθιγώς βέβαια, τους θεσμοθετημένους κανόνες του λογοτεχνικού είδους του μυθιστορήματος, μέσα σε ένα συγγραφικό σύμπαν που χαρακτηρίζεται όχι τόσο από πειθαρχία στη μορφή και τους κανόνες των διαφόρων λογοτεχνικών ειδών αλλά από οργιαστικές μεταμορφώσεις και ρυθμούς αφήγησης τόσο ποικίλους που σαστίζουν το νου.



ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ στην οριστική του σημερινή μορφή πρωτοεκδόθηκε το 1966. H μορφή αυτή του μυθιστορήματος είναι αποτέλεσμα εκτενούς, παλίμψηστης σχεδόν, επεξεργασίας και ανάπλασης της πρώτης γραφής του έργου, η οποία είχε ολοκληρωθεί με άλλο τίτλο το 1952 και αποσπάσματα της δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Μορφές. Οι καταβολές της πρώτης γραφής συνδέονται άμεσα και στενά με τον παραθερισμό του συγγραφέα και της αρχαιολόγου συζύγου του στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής το καλοκαίρι του 1950. O παραθερισμός αυτός ήταν η πρώτη έξοδος του συγγραφέα στην ύπαιθρο μετά από μια δεκαετία περιορισμού σε αστικό χώρο εξαιτίας της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Tο μέθυσμα του συγγραφέα με το τοπίο αποτυπώνεται με ενάργεια στο ημερολόγιο του παραθερισμού που κράτησε τότε και δεσπόζει στο ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ, χαρίζοντάς μας απαράμιλλες σελίδες τοπιογραφικών περιγραφών και στοχασμού. Αντίστοιχο και ίδιας έντασης είναι το μέθυσμα του συγγραφέα με το γυναικείο σώμα. H μνημική παλίμψηστη επεξεργασία αξιώνει το μυθιστόρημα να προχωρήσει πέρα από τη ροή των γενετήσιων υγρών και να φτάσει τη ροή των δακρύων. 

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ συνδέεται με το γάμο του συγγραφέα, όπως η ομήλικη ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΚΟΡΠΙΑΣ ZΩΗΣ συνδέεται με τον τοκετό και την πατρότητα. Πέρα από την εργοβιογραφική διασύνδεση, όμως, στο έργο αυτό συντελείται ένας γάμος με την ίδια τη λογοτεχνία, αφού το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ αποτελεί μια ιδιοφυή ανάπλαση και μεταμόρφωση του μυθιστορήματος Έρση του Γ. Δροσίνη (1922), που επιτρέπει στον συγγραφέα, μέσω ενός γόνιμου διαλόγου με τον Joyce και τον Παπαδιαμάντη, ν' αγγίξει και να συναναστραφεί τα ομηρικά έπη, αποτυπώνοντας έναν γάμο συμπαντικό και χαρίζοντας στη νεοελληνική γραμματεία ένα μείζον γαμήλιο άσμα. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)


Ο Πεντζίκης εδώ μιλάει για τα όνειρα με έναν τρόπο που ουδέποτε εμφανίστηκε στην ελληνική πεζογραφία. Τα όνειρα - και οι ονειρώξεις- στο έργο του μετατρέπονται σε διαπιστευτήρια του θανάτου. Για να ξεφύγεις από τον θάνατο, από την ιδέα του θανάτου, θα πρέπει να τον ζήσεις. 
Η ανάγνωση οποιουδήποτε βιβλίου του Πεντζίκη απαιτεί μεγάλη υπομονή και προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη, που αντιμετωπίζει ένα έργο όπου έχει καταργηθεί το πριν και το μετά. Όπου παρελαύνουν πλήθος πρόσωπα, αλλά κανένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει ανθρωπογεωγραφία. Πρόκειται για έργο ακραίου σολιψισμού, μωσαϊκό φθοράς και ταυτοχρόνως παλίμψηστο πολλών στρωμάτων. Χρειάζεται ιώβεια υπομονή για να περάσει κανείς από το τελευταίο στο αρχικό στρώμα.


 (ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/1/2009)

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

’Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού’’ Ευρυδίκης Λειβαδά

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη



‘’Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού’’

Ευρυδίκης Λειβαδά

Εκδόσεις Λιβάνη








‘’Κεφαλλονιά, 19ος αιώνας.

Καταπίεση, εγερτήρια κατά των τυράννων, αγρύπνια στο ναό της λύτρωσης.

Αγώνες κάθε λογής για δικαιοσύνη, αδελφοσύνη, ισότητα.
Μια αξιοθρήνητη ιθύνουσα τάξη, αλλοτριωμένη, εχθρική, παραπλανημένη, άπληστη κι επιρρεπής στα κελεύσματα και στην εφήμερη λάμψη και ισχύ των αποικιοκρατών.’’

Η πεπειραμένη ιστορικός και συγγραφέας Ευρυδίκη Λειβαδά, φαίνεται να προσεγγίζει με μαεστρία την χρονική απόσταση, και όχι μόνον, των σημερινών Ελλήνων πεζογράφων, με τους μεγάλους εκείνης της σπουδαίας γενιάς των Καραγάτση, Μυριβήλη, Τερζάκη, Αθανασιάδη, αποδεικνύοντας περίτρανα την παιδεία και την ευρυμάθειά της, χρωματίζοντας περίτεχνα στον καμβά του πρόσφατου ιστορικού μυθιστορήματός της ‘’Στα σκαλοπάτια τ’ ουρανού’’, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, τα πρόσωπα-φανταστικά και αληθινά- μιας δύσκολης και σκοτεινής εποχής.

 Το πόνημά της δεν είναι εύκολο σε κάθε περίπτωση, διότι –πρωτοτυπώντας- τοποθετεί την κεντρική δράση του έργου σε μιαν ελάχιστα γνωστή  χρονική περίοδο,  (1822-1849), στο πανέμορφο και πολύπαθο νησί της Κεφαλλονιάς.

Με το έξυπνο πρόσχημα του ημερολογίου, ένας από τους κεντρικούς ήρωες  ο λόρδος Χένρυ Τίμοθι Κοουλντριτζ, συνεργάτης του Νέιπιερ, Άγγλου διοικητή της Κεφαλληνίας,  αρχής γενομένης τον Οκτώβριο του 1822, αρχίζει να περιγράφει κομμάτια από την συγκλονιστική, προσωπική του διαδρομή-συμπεριλαμβάνοντας ευθύς εξ αρχής μια συνάντηση με τον λόρδο Βύρωνα - μια ελκυστική από κάθε άποψη αφήγηση- κατά την επίσκεψη του Άγγλου φιλέλληνα στο Αργοστόλι, λίγο πριν εκείνος φύγει για το μαρτυρικό Μεσολόγγι.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη , αποκαλύπτοντας τον πλούτο του κειμένου και την δραματική πλοκή -που βρίθει ιστορικών στοιχείων τοποθετημένων με μαεστρία την κατάλληλη χρονική στιγμή-απηχώντας στον αναγνώστη, ο οποίος παρακολουθεί στενά και με αγωνία
τα δρώμενα, ανάμεσα στις οικογένειες του Χένρυ Τίμοθι Κοουλντριτζ και της Στεριάνας Τζεντίλη, ενός υπέροχου και πολύ ερωτευμένου ζευγαριού που χάνεται πρόωρα σε ατύχημα, αφήνοντας πίσω τους ορφανή την μικρή κόρη τους- την ευαίσθητη και ευγενική Κυμώ –καθώς και ένα επτασφράγιστο μυστικό, που η αποκάλυψή του θα αλλάξει τον ρου των γεγονότων .

Η Κυμώ αποτελεί την κεντρική πρωταγωνίστρια του έργου, μαζί με την εξαδέλφη της, την αιθέρια καλλονή και αινιγματική Σεμίνα, θυγατέρα του σερ Έρνεστ Χάντλε'υ΄ κ της Μάργκαρετ Κόουλριτζ. Οι υπόλοιποι ήρωες που σκιαγραφούνται με δυναμισμό και έξοχη περιγραφική δεινότητα, είναι αρκετά ενδιαφέροντες, πολυπληθείς και άριστα ενταγμένοι στην πλοκή.

Ενδεικτικά μονάχα αναφέρω τον σερ Τσ. Τζ, Νέιπιερ, Άγγλο φιλέλληνα διοικητή της Κεφαλληνίας, τον δικηγόρο Λυμπέρη Τζεντίλη και την Λαγουρέτα Σιμονέτου, μητέρα του Μικέλη και μετέπειτα μοναχή , τον σερ Αρθουρ Γκίμπον, πάμπλουτο και ανάλγητο γαιοκτήμονα, σύζυγο της Σ. Χάντλε'υ' και τον υιοθετημένο γιο του Μάικλ, μεγάλο έρωτα της Σεμίνα.

‘’ Το μυστικό που συνδέει τους πρωταγωνιστές κρύβεται στην αχλύ μιας ερμητικής μυριόχρονης διαδρομής, όπου στη μια πλευρά κατοικοεδρεύουν η ελευθερία, το πνεύμα, η παιδεία, οι ατέρμονοι ορίζοντες της σκέψης και του Έρωτα, και στην άλλη κυριαρχούν ο σκοταδισμός και η δουλοπρέπεια’’.

Η συγγραφέας αποδεικνύεται μαστόρισσα στην αφήγηση , αφού εστιάζει
στην ουσιαστική λεπτομέρεια. Μ’ ένα μεγεθυντικό φακό στο χέρι φωτίζει κάθε φορά και μια άλλη πλευρά της πλοκής, παρασύροντάς μας με την  γοητεία του αφηγηματικού της λόγου. Μέσα απ’ την περιγραφή του μικρόκοσμου των απλών χωρικών -Παγή και Ανεζίνα Σιμονέτου, Τρελο –Φλωριά , του υπηρετικού προσωπικού Βγενούλα, Κερασίνα, Ρούσα, του κλήρου Παπά Φωκά, των προυχόντων του τόπου Δανέλη Μολεζίνη, σερ Αρθουρ Γκίμπον,  ισχυρών ανδρών, όπως των ριζοσπαστών Κεφαλλονιτών ευγενών Νικολό Τυπάλδου Χαριτάτου, και Βουλευτών Γεράσιμου Λειβαδά, Ιωσήφ Μομφεράτου, Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου, - αναδεικνύεται το σύνολο ενός συναρπαστικού θιάσου.


Φυλλομετρώντας τις σελίδες, στήνονται διαρκώς μπροστά μας άκρως παραστατικά δρώμενα: Πολυπληθή και θορυβώδη σουαρέ, πλούσια δείπνα, επώδυνοι ή ευτυχείς γάμοι, εκδρομές, υψηλής σπουδαιότητας συναντήσεις , βασανιστήρια, δολοφονίες, ερωτικά κρυφά ραντεβού, παθιασμένες συνευρέσεις κ.ά., με αποτέλεσμα, υποβοηθούμενο και από το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα , το κείμενο να αποκτά δραματικότητα και αληθοφάνεια.
Στην προσπάθεια συσχέτισης του πραγματικού με το φως του ιδεατού αξιοποιούνται οι ιστορικές πηγές του 19ου αι. και ταυτόχρονα πλάθεται ένας κόσμος ζωντανός, με ανομολόγητες προθέσεις, με ήρωες τρανούς που σφραγίζουν την Ιστορία κι άλλους χαμηλής ηθικής θερμοκρασίας που συνθλίβονται στα περιττά και στα μάταια’’.

Μέσα στο μυθιστόρημα αξιοποιούνται όντως στο έπακρο, διαθέσιμες πηγές αφήγησης, που μας προσφέρει αφειδώς η ελληνική παράδοση και ιστορία. Βασικός στόχος της συγγραφέως είναι να εξιστορήσει την πορεία και τα πάθη των ηρώων, πράγμα που επιτυγχάνει με γλαφυρότητα, βάζοντας στην άκρη τον σκληρό ρεαλισμό και στηρίζοντας περισσότερο το ρομαντικό ρεύμα που συνάδει με την εποχή , ποικίλλοντας την αφήγησή της με στοιχεία ποιητικά και υπερβατικά, παρμένα συχνά από το χώρο των λαϊκών παραδόσεων και των μύθων.

‘’Το διαιώνια αναπάντητο ερώτημα της ελεύθερης βούλησης. Η απόλυτη κυριαρχία του Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος στη ζωή, στην ψυχή, στο αθάνατο.’’

Η χαρισματική ιστορικός και συγγραφέας ,μετατρέπει την  ιστορία σε ένα πολύχρωμο πανόραμα εποχών, συνειδήσεων και επιθυμιών, αποδίδοντας τέχνη με τόση πληρότητα ,που συναντάς μόνο σε προικισμένους αφηγητές, όπως η ίδια. Η Ευρυδίκη Λειβαδά περιπλανιέται πάνω από το υπερβατικό και το μεταφυσικό, προκαλώντας συγκίνηση με τις σπάνιας ευρηματικότητας και μεγάλης εικονοπλαστικής δύναμης περιγραφές της.

Είναι φανερό το ότι η ίδια θέλγεται από τα κλασικά πολύτομα ή πολυσέλιδα μυθιστορήματα- ποταμούς της Ελληνικής αλλά και της  ξένης Λογοτεχνίας , όραμά της είναι να πιάσει τον αναγνώστη από το χέρι και να τον οδηγήσει σε δύσβατα μεν αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονοπάτια, που οδηγούν στο λυτρωτικό τέλος-κάθαρση, μ’ ένα σφιχτοδεμένο κείμενο, που εναλλάσσεται συνεχώς , δίχως αναλυτικές και πολλάκις βαρετές αναφορές.

Σ’ αυτό το ταξίδι η δημιουργός, προσέρχεται πάνοπλη, με πολλή και καλή γνώση της ιστορίας, με αναλυτικές λεπτομέρειες και παραλειπόμενα, με την καθημερινή ζωή των πλασμάτων της να είναι ανάλογη  της εποχής που περιγράφει, του χώρου μέσα στον οποίο κινούνται, με λεπτομερέστατες και ολοζώντανες περιγραφές των οίκων της εποχής,-βρίσκεσαι εκεί ταυτόχρονα κι όλα αυτά τα βλέπεις με τα μάτια του νου μπροστά σου-, των ενδυμασιών, των ποτών και φαγητών, των ιστορικών μνημείων αλλά και των γεγονότων, καθώς και των ηθών και εθίμων.

Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε την εξαιρετική περιγραφή των φυσικών τοπίων της ιδιαίτερης της πατρίδας , της φύσης γενικότερα, που αφήνει να φανεί καθαρά η λατρεία της , η οποία διατρέχει το κείμενο απ’ άκρη σ’ άκρη, για τον γενέθλιο τόπο, την γαλαζοπράσινη Κεφαλλονιά που υπερασπίζεται, προωθεί και κάνει γνωστή με όλο της το είναι.

Οι ήρωες της Λειβαδά είναι άνθρωποι της καθημερινότητας που γεύονται την αποτυχία και σημαδεύονται από αυτήν. Οι δρόμοι τους ταυτίζονται με την πορεία για την ανάκτηση του εαυτού, της χαμένης αξιοπρέπειας, της κλονισμένης αυτοεκτίμησης, με την απόδοση της δικαιοσύνης, της κοινωνικής ισότητας αλλά και του έρωτα και της ηδονικής χαράς, που ασφυκτιά μέσα στα στενά πλαίσια μιας υποκριτικής και πουριτανικής κοινωνίας .

Η περιγραφή της εποχής είναι άκρως πειστική και το σκηνικό που στήνονται γεγονότα και ιστορίες, είναι πλήρως διασταυρωμένο ιστορικά .
Πατώντας επάνω σε αυτό, καταγράφει και εδραιώνει -με μια πολυεπίπεδη, καίρια , απογειωτική γραφή, που η δύναμή της είναι εμφανής, μέσω της λεπτότητας της γλώσσας-,  μια μοναδική δυναμική εξελίξεων, που πηγάζει και τροφοδοτείται από τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα- Εθνικά κινήματα στα Ιόνια νησιά, Επτανησιακός ριζοσπαστισμός και σχέση με τις Γαλλικές επαναστάσεις, Άγγλοι στα Επτάνησα, λαϊκές εξεγέρσεις στην Κεφαλλονιά κ.λ.π.-που σαρώνουν τα τέλη του 19ου αιώνα.
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η συγγραφέας σεβάστηκε και με το παραπάνω την ιστορία , παραθέτοντας στο τέλος σωρεία σημειώσεων και εκτενή βιβλιογραφία,( διατριβές, βοηθήματα, υλικό αρχείων του κράτους, ιστορικές πηγές από λαογραφικά μουσεία, πολύτιμα και σπάνια άρθρα από εφημερίδες της εποχής, γλωσσάρια κ.λ.π.) η οποία είναι τόσο πλήρης και εμπεριστατωμένη, που θα μπορούσες να γράψεις κάλλιστα ένα νέο βιβλίο, που να αναφέρεται στον ίδιο τόπο και χρόνο.

Η παράθεσή τους στο τέλος του έργου μαζί με το ανάλογο γλωσσάρι, που εμπεριέχει την μετάφραση του γοητευτικού επτανησιακού ιδιώματος  και ικανό αριθμό πολιτικών σχολίων, επεκτείνεται σε  ένα μεγάλο αριθμό σελίδων, προσδίδοντας ακόμα μεγαλύτερη σοβαρότητα στο βιβλίο της. 
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε επίσης την παράθεση του γενεαλογικού δέντρου των ηρώων, τις περιόδους του πονήματος, καθώς και τον κατάλογο των βασικών καθώς και των δευτερευόντων προσώπων, που παρατίθενται προς διευκόλυνση του αναγνώστη.

Σ’ ένα εγχείρημα με μεγάλες δυσκολίες και αντιστάσεις, η Ευρυδίκη Λειβαδά κατάφερε να δώσει πνοή και ρυθμό, παραδίδοντάς μας ένα –αντίστοιχο των κλασικών έργων- μυθιστόρημα,  με ήρωες που δεν θα ξεχαστούν εύκολα, με παράλληλες ιστορίες που αλληλοσυνδέονται και αργά ή γρήγορα ολοκληρώνονται, αφήνοντας μια γλυκόπικρη -αλλά εξαιρετικής αισθαντικότητας -επίγευση στο τέλος.

Αναμφίβολα, ένα από τα καλύτερα βιβλία στο είδος του.







Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:

Η Ευρυδίκη Λειβαδά γεννήθηκε στο Αργοστόλι. Σπούδασε πληροφορική σε βρετανικό πανεπιστήμιο και μουσική στο Εθνικό Ωδείο. Εργάστηκε σε μεγάλες επιχειρήσεις και σε ΤΡΆΠΕΖΑ, από όπου παραιτήθηκε για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή.
Από τα μαθητικά της χρόνια ανέπτυξε πολιτιστικές δραστηριότητες. Συμμετείχε στην ιδρυτική-εκδοτική ομάδα του πολιτιστικού περιοδικού Πνοή, έλαβε μέρος σε τρεις ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής –το 1978 και 1979 (Παλαιό Φάληρο) και το 2001 (Αργοστόλι)–, ενώ παράλληλα έδινε ρεσιτάλ πιάνου σε Αθήνα και Κεφαλλονιά.
Έχει συγγράψει ιστορικές μονογραφίες και μελέτες τοπικού ενδιαφέροντος. Μεταξύ αυτών τα έργα: Ντε Φούκα: O Κεφαλλονίτης τυχοθήρας του 16ου αιώνα, Ανεμομάχοι μύλοι Κεφαλλονιάς - Ιθάκης, Κεφαλλονιά: Το Κάστρο τ’ Αη-Γιώργη (και στην αγγλική), Δήμος Αργοστολίου, Παγκεφαλληνιακός Γυμναστικός Σύλλογος, Αργοστόλι: Η ιστορία της πόλης, Αρχαίοι μύθοι και θρύλοι της Κεφαλληνίας και της Ιθάκης (δίγλωσσο), Στο Κάστρο τ’ Αη-Γιώργη και στην Παναγιά στα Σίσσια, Σύντομη ιστορία Κεφαλληνίας – Από την προϊστορία στον 20ό αι. (και στην αγγλική), Μέρες οργής – Dies Irae, Άννινοι – Βαλέττα, καθώς και τα ιστορικά μυθιστορήματα Fabula (εκδ. Α. Α. Λιβάνη – Αθήνα 2004) και Στα Στενά της Χίμαιρας (εκδ. Κέδρος – Αθήνα 2007). Το τελευταίο αυτό έργο εντάχθηκε στη Short List του ΥΠΠΟ 2008 και μεταφράστηκε στην αγγλική με χορηγία του Ιδρύματος «Μαρία Τσάκος».
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρθρογραφεί σε αθηναϊκές και τοπικές εφημερίδες, στο περιοδικό Εφοπλιστής και στην Ιστορία των εκδόσεων Πάπυρος. Από το 1998 εκδίδει τη βραβευμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού Πολιτιστική Επετηρίδα «Οδύσσεια» και διατηρεί σήμερα τη διαδικτυακή της εκδοχή (www.odusseia.gr), έχει συνεργαστεί με εκπομπές-ντοκιμαντέρ της Ελληνικής Τηλεόρασης και συμμετέχει σε επιστημονικά συνέδρια.


Έχει υπηρετήσει ως ειδικός σύμβουλος στο Δήμο Αργοστολίου και είναι μέλος στον Οργανισμό για τη Διαχείριση του Ελληνικού Λόγου (ΟΣΔΕΛ), στο Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων (ΙτΕΜ), στην Εταιρεία Προστασίας Φύσεως Κεφαλλονιάς - Ιθάκης (ΕΠΦΚΙ), στο Σύνδεσμο Ιστορικών Συγγραφέων Ελλάδος και είναι ιδρυτικό μέλος στον Πολιτιστικό Σύλλογο «Απόλλων Μουσηγέτης».

Φερνάντο Πεσσόα

Την αφίσα φιλοτέχνησε ο Ζαχαρίας Κατσακός κριτικός λογοτεχνίας και φιλόλογος (D.E.A.Νεοελληνικής Φιλολογίας) 






Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη





Η βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης

Ταξιδευτής και περιηγητής της εσωτερικότητας, της προσποίησης, της παραδοξότητας και της περιχαράκωσης, ο Fernando Antonio Nogueira De Seabrex Pessoa είναι ποιητής και μύθος ποιητικός. Ισόβια μόνος , παθολογικά ντροπαλός και ταυτόχρονα αλαζόνας, ντυμένος πάντα στα σκούρα,  με το αιώνιο μαλακό καπέλο, το παπιγιόν και την γκρίζα καμπαρντίνα του, κοσμοπολίτης ωστόσο και εθνικιστής, μυωπικός και οραματιστής, αιρετικός και διάφανος σαν σκιά, κουβαλάει το σταυρό του χωρίς να καταθέτει τα όπλα, χωρίς να επουλώνει τα τραύματα της μοναχικής του πορείας, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζοντας άριστα όλες τις διαστρωματώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού, περιγράφει και εμβαθύνει στα καθημερινά αθέατα. Αρχή του: ’’ η αποχή από την πράξη.’’
Στην αποφθεγματικότητα της γραφής του έχει ικανό μερίδιο η φιλοσοφική ενατένιση και η υπαρξιακή αναζήτησηΟ Φερνάντο Πεσσόα δεν είναι  μουσικός ποιητής, ούτε λυρικός, ούτε πλαστικός κατορθώνει να είναι. Κι ωστόσο με τόσο γυμνή φράση, με τόσο ακατάστατη γλώσσα, με περιορισμένο ουσιαστικά κύκλο νοημάτων, χωρίς φαντασία, χωρίς διάχυση ούτε έξαρση, κατορθώνει να κατακτήσει το άγνωστο μέσα μας. Κατορθώνει να μας υποβάλλει και να μας επιβάλλει το νόμο της ποίησής του. 



Ο στίχος του απλώνεται, εισχωρεί, διαπερνώντας τα μύχια της ψυχής μας και κατασταλάζει αμετακίνητος στα μυστικά εκείνα βάθη, όπου αγρυπνά ο πιο ευαίσθητος εαυτός μας, δημιουργώντας μια υποβλητική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα , ένα ‘’προσκύνημα στο μυστήριο και τη γνώση’’. Παρασυρμένοι από την γοητεία του, δεν μπορούμε παρά να του παραδοθούμε ανυπεράσπιστοι.
 Όλο του το έργο, από το συγκλονιστικό ‘’Βιβλίο της ανησυχίας ‘’,ένα από τα πιο σημαντικά έργα της λογοτεχνίας,  του εικοστού αιώνα, που ο Πεσσόα έγραφε καθόλη την διάρκεια της ενήλικης ζωής του, από το 1913 μέχρι το 1935, ένα έργο με εκπληκτική γλώσσα, μια αναφορά σε «πρωταρχικές» έννοιες/σύμβολα ,ένα συνονθύλευμα σκέψεων, εντυπώσεων, αφηγήσεων και περιγραφών εν είδη ημερολογιακών καταγραφών, που συνθέτουν εντέλει ένα σύγχρονο αντί –μυθιστόρημα, μέχρι το απάνθισμα των στοχασμών, επιγραμματικών αφορισμών και στίχων που παρατίθενται στο βιβλίο ’’Πίσω από τις Μάσκες’’, καθώς και τα προπλάσματα των θεατρικών δραματικών έργων του ,με τίτλο ’’Ταξίδι στην Άβυσσο’’, συνδυάζουν την φιλοσοφική αφήγηση με την ποίηση, όλα τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα αλλά και τις εμμονές που κατατρύχουν τον ποιητή, χαρίζοντάς μας την ηδονή της γλώσσας και των λέξεων.
 ‘’Μια άβυσσος πολλαπλή και δίχως πάτο, η αλήθεια που μιλάει κατά λάθος’’ , ή ‘’σας δίνω την σιωπή μου, για να μάθετε πως αυτό που είναι τα πάντα, υπάρχει μέσα στην καρδιά. Σας δίνω την πίκρα μου, για να γίνετε σαν εμένα, που θυσιάστηκα από τη σάρκα του κόσμου και την πολλαπλότητα της γης’’. Η βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης, περιπλανώμενης στα βάθη της σκέψης και του ονείρου, σε μια ατέρμονη, σισύφεια προσπάθεια να ανακαλύψει τους μηχανισμούς της. Ο λόγος του Πεσσόα είναι μια παράδοξη μουσική, που δεν κατέχει καμία μουσική αρετή, κι όμως ποθούμε να την ακούμε, νιώθουμε πώς έρχεται από πολύ μακριά κι ακόμα πιο μακριά πηγαίνει.
 Η αποφυγή της επίγνωσης του αυθεντικού του εαυτού, παίρνει τη μορφή μιας εσωτερικής πανοπλίας, που τον προφυλάσσει απ’ το ίδιο του το βλέμμα. Από την πανοπλία της απόκρυψης, αυτής που δημιουργεί το ‘’ειδικόν κάλλος’’ της τέχνης του Πεσσόα, μαζί με την σιωπή ή την αποσιώπηση, ο ποιητής προχωρεί πιο πέρα. Υποτάσσεται ολόκληρος στην τέχνη, κάνοντας την Ποίηση κόσμο καταφυγής και σωτηρίας, πεπρωμένο, κάρμα, μοίρα, δημιουργώντας ένα ιδεατό και πραγματικό μαζί κόσμο, με δομή, στέγη και νομοτέλεια αδιάρρηκτη.
 Το αρχιτεκτονημένο Σύμπαν του Πεσσόα, που έχει την στερεότητα των ‘’ μεγάλων και υψηλών τειχών’’ του Καβάφη, μες την σιωπηλή του αρμονία, είναι ο χώρος της σωτηρίας του. Κι εδώ θα ήθελα να επισημάνω πώς , δεν είναι τυχαία η συνάφεια και η ταύτιση του ενός ποιητή με τον άλλο. Μάλιστα για τον έλληνα αναγνώστη αποτελεί πλέον κοινό τόπο η ανακάλυψη συγγενειών του Πορτογάλου με τον δικό μας Καβάφη, στη ζωή τους, στην ποιητική τους, στην απήχησή τους, ακόμη και στην όψη τους. Ο Πεσσόα είναι εκείνος ο ποιητής που ξέφυγε από λεκτικούς νεωτερισμούς καταθέτοντας μια πεζογραφική, ελεύθερη ποίηση, αντίστοιχη του ημέτερου Αλεξανδρινού.
Εκεί περιχαρακωμένος θα ισορροπήσει μέσα του την δραματική δυάδα: Πνεύμα ή σάρκα, Δαίμονας ή Άγγελος, ή ακόμα κατασπίλωση ή αγνότητα. Όλη του η ποίηση είναι μια τέτοια αντίσταση, μια αέναη πάλη ανάμεσα σε αδελφές ψυχές , που αλλάζουν ρούχα, συμπεριφορές, ηλικίες, επαγγέλματα, προσωπεία.
Όλα τα πρόσωπα και προσωπεία του με βεστιάριο, αλλά και με τις πληγές του το καθένα, τις αδυναμίες, τα πάθη και τα λάθη τους, δημιουργούν γύρω του ένα αδιάρρηκτο αδιέξοδο, μετατοπίζοντας με αυτό τον τρόπο το δικό του αδιέξοδο. Τολμά ωστόσο να αντικρίζει και να απογυμνώνει με την γραφή, την αδυναμία του να ζήσει.
Η αναζήτηση είναι ο σκοπός, τα πρόσωπα των ετερωνύμων είναι μόνο η αφορμή. Ανάμεσά τους εμπλέκεται το συμβάν που δίνει το ερέθισμα, η μνήμη που ανακαλεί και εξορρύσει γεγονότα και συμπεριφορές  και η συναίσθηση που επιτάσσει, τινάζοντας στον αέρα όλες τις βεβαιότητες. Τίποτα δεν τον τραβάει ουσιαστικά στη ζωή, έξω από την ποίηση. Ένας ποιητής ή καλλιτέχνης με φύση, νοοτροπία και διαπαιδαγώγηση διαφορετικές, θα δραπέτευε από τη φυλακή που ήταν το περιβάλλον του. Αλλά η φυγή δεν είναι πάντα δύναμη.
Άλλωστε η ψυχή ενός αληθινού ποιητή παίζεται επικίνδυνα μέσα στην ποίηση. Ή σώζεται ή χάνεται.
Η δυστυχία του Πεσσόα δεν έγκειται — μόνο — στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητα, στην ανυπαρξία έρωτα, στην έλλειψη της μητρικής αγάπης και της οικογενειακής εστίας, στη μη αναγνώριση του από την πατρίδα και την εποχή του: είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρώπου που δεν έχει προσδοκίες, ούτε καταφυγή. Κραυγάζοντας απελπισμένα προς τον συνάνθρωπο ο ποιητής ομολογεί την ανεπάρκεια του ‘’ενός’’, την ανάγκη του συνόλου.
 Ο Φερνάντο Πεσόα ή ο Άλβαρο ντε Κάμπος ,ο Ρικάρντο Ρέις ή  ο Μπερνάρντο Σοάρες –ό ένας για όλους και όλοι για ένα-, με τον ανεξάντλητο πλούτο του έργου του και την ανεπανάληπτη γραφή του, περνάει πλέον στο φόρουμ των Μεγάλων, σαν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Αυτός ο λαθρεπιβάτης του ίδιου του,  του εαυτού , έπλασε την τέχνη, που χαρίζει αθανασία στη θνητότητα.
Και αν είναι αληθινό, αυτό που λέει ο Αντρέ Ζιντ, πώς ‘’όσο βαθύτερα προχωρούμε στον εαυτό μας, τόσο πιο στέρεα αποκαθιστούμε τους δεσμούς μας με τους άλλους’’, τότε ο Πεσσόα θα πρέπει να μας αγγίζει όχι περιστασιακά και επιπόλαια, μα σαν κάποιες κρυφές αιμάσσουσες πληγές, που αιώνια αιμορραγούν και μας βασανίζουν.



Το παρόν είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη: ’’Φερνάντο Πεσσόα-Μεταμορφώσεις-προσωπεία’’ που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση –αφιέρωμα στον κορυφαίο Πορτογάλο ποιητή, της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου στις 13/12/11στο θέατρο’’ Όμμα Στούντιο’’.

Με φόντο ρεαλιστικό απ' όπου ξεπηδάει ανεπαίσθητα το παράξενο



Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *

Kaneis
«Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» της Κατερίνας Μαλακατέ, Εκδόσεις «Ο Κήπος με τις Λέξεις», σελ. 136

Θα μπορούσαμε άραγε λίγο πριν το θάνατό μας, μ’ ένα μαγικό τρόπο-εν προκειμένω μέσω ενός μενταγιόν με μυστηριακές ιδιότητες που έρχεται από τα βάθη των αιώνων -να αλλάξουμε σώμα; Να πάρουμε παράταση ζωής; Εμείς, ο καθένας μας, ένας αέναος ρους ενέργειας –κατά τον Ηράκλειτο- θα μπορούσαμε άραγε να μεταμορφωθούμε και να κατοικήσουμε σ’ ένα πολύ νεώτερο σαρκίο, σ’ ένα νέο, ζουμερό κορμί με προοπτικές ικανής επιβίωσης, αντί να’ ρθούμε αντιμέτωποι με τον τρόμο του θανάτου, την οριστική φυγή από τα γήινα, την προδιαγεγραμμένη πορεία προς το άγνωστο…Να ξαναγυρίσουμε στη μαύρη μήτρα του τίποτα, όπως πριν από τη γέννησή μας; (Κατά τον Επίκουρο, τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη).
Η ευφυέστατη αυτή ιδέα και σύλληψη παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την σφιχτοδεμένη νουβέλα της φαρμακοποιού, αγαπημένης Blogger και βραβευμένης συγγραφέα της νέας γενιάς Κατερίνας Μαλακατέ «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ο Κήπος με τις Λέξεις».
Το βιβλίο θέτει προαιώνια ερωτήματα, ανατρέπει κεκτημένα, φλερτάροντας με την αθανασία και την φθαρτότητα αντίστοιχα, μέσα από ένα πυκνό κείμενο παραληρηματικής δράσης με εναλλασσόμενα πλάνα που διαρκώς εξελίσσεται.
Πατώντας πάνω σε μύθο και πραγματικότητα, η χαρισματική δημιουργός σκιαγραφεί με σιγουριά και ευφυΐα τη μια σκηνή πίσω από την άλλη διατρέχοντας μια τελματωμένη, γκρίζα μεγαλούπολη ευνουχισμένη από την κρίση (εν προκειμένω την Αθήνα), ενώ διακτινίζεται στη Μαύρη Ήπειρο και την Γηραιά Αλβιόνα, παραδίδοντάς μας ένα έργο πολύπλευρο με κεντρικό θέμα την υπαρξιακή αγωνία, με αλλεπάλληλες προεκτάσεις σε μόλις εκατόν τριάντα πέντε σελίδες.
Διαβάζουμε την περίληψη του έργου στο οπισθόφυλλο:
Μια ογδοντάχρονη Αγγλίδα, σε κώμα θα αλλάξει μια νύχτα κορμί με την τριαντάχρονη Ουκρανή που την προσέχει. Μεθυσμένη από την ξαφνική παράταση της ζωής, θα παραστρατήσει στα σοκάκια των Αθηνών, θα νιώσει κυνηγημένη, μόνη, θα φτάσει ως το τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης. Παράλληλα ένας μαύρος άντρας που δουλεύει στα φανάρια θα δει την πράσινη λάμψη που σκίζει τον ουρανό και θα ενεργοποιηθεί. Κι η δεκαοκτάχρονη εγγονή της Αγγλίδας με το κορμί που τόσο μοιάζει στη γιαγιά της θα φτάσει ως την τρέλα. Τι τους ενώνει; Ένα πράσινο αφρικανικό μενταγιόν, ένας Ινδός θεός εγκατεστημένος σε μια μονοκατοικία κάπου στις παρυφές της Αττικής και η πεποίθηση πως κανείς δεν θέλει να πεθάνει.
Μια νουβέλα που πραγματεύεται τη ζωή και το θάνατο, την ύπαρξη του θεού ή και την ανυπαρξία, το τι θα έκανες την αθανασία αν στην χάριζαν έτσι ξαφνικά. Θέτει ένα σωρό ερωτήματα και φυσικά δεν απαντάει σε κανένα.
Η Κατερίνα Μαλακατέ χτίζει σταθερά το οικοδόμημα της αφήγησης, κρατώντας γερές ισορροπίες ανάμεσα στη σοφία και την αθωότητα, στη γνώση και την αφέλεια, στην υποστήριξη αλλά και παράλληλα την απομυθοποίηση των κοινωνικών αξιών, με κυρίαρχο το πρόταγμα της αναζήτησης της αθανασίας, της παράτασης της ομορφιάς, της ατομικότητας έστω και μέσα σε ξένο, μετενσαρκωμένο σώμα, αλλά και της ισότητας ανάμεσα από την ιστορία του Αδάμ και της Λίλιθ, της πρώτης γυναίκας ίσης με τον άντρα, αυτής που υποστήριξε την ελεύθερη βούληση και πλήρωσε με το μεγαλύτερο κόστος, συμπαρασύροντας άθελά της-με τα αλλεπάλληλα τεκταινόμενα στη συνέχεια- το ανθρώπινο γένος σε διαρκή αγωνία θανάτου.
Η πένα της διαπλέκει μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, με την αληθοφάνεια του σήμερα, με φόντο ρεαλιστικό απ” όπου ξεπηδάει ανεπαίσθητα το παράξενο, δημιουργώντας ένα ιδιοφυές μεταμοντέρνο μείγμα , χαρακτηριστικό της πολυπολιτισμικότητας της εποχής μας.
Οι ήρωες που κινούνται και αναπνέουν δίπλα μας, ταυτοποιούνται στα πρόσωπα πέντε γυναικών: Της ογδοντάχρονης ετοιμοθάνατης Αγγλίδας της Ελίζας που αρνείται να πεθάνει και βρίσκει έναν έξοχο τρόπο διαφυγής μέσα στο σώμα της Τάνια, της τριαντάχρονης Ουκρανής αποκλειστικής της νοσοκόμας, η οποία μπαίνει στον πειρασμό να κλέψει ένα πράσινο σμαραγδένιο μενταγιόν,- προφανώς αμύθητης αξίας- που κρέμεται από το λαιμό της γηραιάς ασθενούς που προσέχει. Το μενταγιόν αυτό έρχεται από τα βάθη του χρόνου και είναι το κέντρο γύρω από το οποίο άγεται και φέρεται η πλοκή, αφού μέσω αυτού γίνονται οι μετενσαρκώσεις της ίδιας ψυχής σε διαφορετικά σώματα.
Τα άλλα πρόσωπα του μύθου είναι η δεκαοχτάχρονη εγγονή η Λένα- και ακριβές αντίγραφό της Ελίζας στα νιάτα της-, η πενηντάχρονη άχρωμη και άοσμη Ρούλα, μητέρα της Λένας και η σαραντάχρονη πόρνη Άννα, που θα αποτελέσει την τελευταία και μοιραία μετενσάρκωση.
Οι ανδρικοί χαρακτήρες είναι : ο Αφρικανός Γουικιτάκα, που καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων, για τον δουλέμπορα Κώστα, όμως ο ίδιος δεν είναι αυτό που φαίνεται(είναι πρίγκιπας της φυλής του, με βαριά κληρονομιά και αναζητά το κλεμμένο μενταγιόν), ο μυστηριώδης Ινδός Γκόπαλ, ένας σκληρός θεός που αλλάζει πρόσωπα και εμφανίζεται απρόσμενα κεντρίζοντας το μεταφυσικό ενδιαφέρον, ο Γερμανός Πέτερ, εραστής της Ελίζας στα χρόνια της ατίθασης νεότητάς της (πρόσωπο που ανακαλείται μέσα από φλας μπακ), ο Γιώργος γιός του Πέτερ και πρώτος εραστής της νεαρής Λένας, και τέλος ο αγαθός, καλόψυχος Νίκος, γιός της ηλικιωμένης Ελίζας και πατέρας της Λένας, που προσπαθεί ολοένα να αμβλύνει τα κακώς κείμενα που συνεχώς προκύπτουν μέσα στην οικογένεια. Όλοι τους μπορεί κάλλιστα να είναι άτομα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, στο μεγάλο αχανές στόμα των μεγαλουπόλεων, που όλα τα αλέθει.
Άνθρωποι με ή χωρίς παρελθόν, είναι αναγκασμένοι να προσαρμοστούν, να δοκιμάσουν τις αντοχές τους, να καταλάβουν γιατί βρίσκονται εκεί και να ανακαλύψουν ή να επινοήσουν το νόημα της καινούριας ζωής τους. Το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και η απόπειρα χαρτογράφησης του σκοτεινού κόσμου του μύθου, εισβάλλει και επηρεάζει την πραγματικότητα. Ανάμεσα στα πάμπολλα ερωτήματα που εγείρει η παρούσα νουβέλα είναι η στυγερή ανθρώπινη εκμετάλλευση, η ηθική συγκρότηση και το χτίσιμο της ατομικής ταυτότητας, τα ήθη και οι καταπιεσμένες επιθυμίες. Το θέμα της ηθικής, της ελευθερίας και δη του σεξ – κυρίαρχο και αναπόσπαστο μέρος της πλοκής-παραμένει ανοιχτό σε πολλαπλές και αντικρουόμενες ερμηνείες.
Το «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» διαθέτει πυκνότητα, απόρροια της ενασχόλησης της συγγραφέως με το διήγημα, ενώ η γραφή της χαρακτηρίζεται από την παντελή απουσία γλαφυρότητας και λυρισμού , είναι σταθερή, στακάτη, με την ελευθερία του λόγου των νέων δημιουργών-οι επιρροές από τους Κάφκα, Πωλ Όστερ, Ντε Λίλο είναι εμφανείς, αλλά και από Λατινοαμερικάνους συγγραφείς π.χ. τον Κάρλος Φουέντες και την Ιζαμπέλ Αλλιέντε-ιδιαίτερα οι αναπαραστάσεις του τρόπου ζωής και των μυστηριακών τελετών των ιθαγενών φέρνουν στο νου εικόνες από την «Πόλη των θηρίων»-, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, καταιγιστική και δεν εξαντλείται σε μια ανάγνωση.
Οι διάλογοι μπαίνουν μόνο όπου χρειάζονται, λειτουργεί περισσότερο η εσωτερική αφήγηση-αναδίφηση, υπάρχει δράση παράλληλα με αναστοχασμό, οι εικόνες είναι πότε μαγικές και με έντονο στο στοιχείο του ονειρικού σε οτιδήποτε ανάγεται πίσω στο παρελθόν, με σαφή στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, αλλά κυρίως σκληρές και αδυσώπητες, ιδιαίτερα όταν η Κατερίνα Μαλακατέ περιγράφει με κοφτές, αλλεπάλληλες πινελιές το συμπαγές περίγραμμα της ζωής των ηρώων της (Τράφικινγκ, εμπόριο λευκής σαρκός, φυλακές, ζωώδη ένστικτα, μετανάστες- γκρίζα περιστέρια των φαναριών-, διαφθορά του συστήματος, αναλγησία αστυνομίας αλλά και από την άλλη διαπροσωπικές σχέσεις σε τέλμα, ανάγκη για τρυφερότητα και αποδοχή, κοινωνικό στάτους σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Γλωσσική ενάργεια, ύφος λεπτοδουλεμένο στην υπηρεσία ενός καυτού θέματος που άπτεται κοινωνικών, ψυχαναλυτικών και φιλοσοφικών ζητημάτων, ενταγμένων με μαστοριά στην πλοκή.
Ο τίτλος λειτουργεί ως σηματοδότης και ως αποτέλεσμα που είναι τελικά η επιτομή της ιστορίας . Η κάθαρση έρχεται τέλος με αιφνίδια ανατροπή, όπως ταιριάζει στους ψαγμένους δημιουργούς, σφραγίζοντας ένα αφάνταστα επίκαιρο έργο και μια από τις πιο ευφάνταστες και καλοδουλεμένες ιστορίες της σύγχρονης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Εύχομαι από καρδιάς, καλή συνέχεια σε μια πολλά υποσχόμενη πένα…

* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Διατηρεί το ιστολόγιοhttp://renapetropoulou.blogspot.gr