Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Ἡ «Δήλωση» τοῦ Σεφέρη κατὰ τῆς δικτατορίας


                         Ο Γιώργος Σεφέρης το 1965 στο Θέατρο του Διονύσου 

(αυτή την εποχή ολοκληρώνεται η συντήρηση και ανάδειξη των γλυπτών του μνημείου)

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.
Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».

Ὁμιλία Σεφέρη κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη



Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.
Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυρρανισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα

Αποσπάσματα από ένα πολύτιμο βιβλίο που γράφτηκε 83 χρόνια πριν -ακόμα ψάχνουμε να βρούμε ποιοι είμαστε χωρίς να έχουμε κάνει ούτε βήμα από τότε 

[Πηγή: www.doctv.gr]

Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε το 1929, σε ηλικία 24 ετών το συναρπαστικό δοκίμιο Ελεύθερο Πνεύμα (εκδ. Εστία) το οποίο αργότερα ονομάστηκε «πνευματικό μανιφέστο» της γενιάς του ΄30 (στην οποία ανήκουν και ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης). Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο κείμενο που έχει απασχολήσει περισσότερο από κάθε άλλο δοκίμιο την ελληνική διανόηση. Είναι ένα ορμητικό γεμάτο δυναμισμό κείμενο ευρωπαϊκά προσανατολισμένο και ριζοσπαστικό στην αντιμετώπιση του παρελθόντος. Ο Γιώργος Θεοτοκάς προσπάθησε όπως πολλοί της γενιάς του να αντιπαραβάλει την «πλευρά του Ελληνικού της Ελλάδας και όχι της Ελλάδας όπως την φαντάζονται οι Ευρωπαίοι». Με δύο λόγια το ζήτημα της ελληνικότητας της γενιάς του 30 συνοψίζεται τελικά στο τι θα δημιουργήσεις ως σύγχρονος Έλληνας που όχι μόνο να είναι αυθεντικά δικό σου, αλλά να ενδιαφέρει και τους ξένους. Υ.Γ. Οι σκέψεις του νεαρού Θεοτοκά το 1929 είναι σαν ευφυείς διαπιστώσεις της κρίσιμης εποχής που ζούμε. Ογδόντα τρία χρόνια μετά ακόμα ψάχνουμε να βρούμε ποιοι είμαστε χωρίς να έχουμε κάνει ούτε βήμα από τότε. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ Γ. ΘΕΟΤΟΚΑ «Την έλλειψη αληθινής ανάπτυξης, φανερώνει καλά και η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πώς μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λέει όχι όταν εμείς λέμε ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας. Αυτό δεν είναι όλο. Τον αρνούνται και ως άτομο. Είναι φαύλος και κακόπιστος. Είναι κουτός. Είναι παλαβός. Είναι αίσχος για την Ελλάδα να υπάρχει ένα τέτοιος άνθρωπος. Είναι δημόσιος κίνδυνος. Πρέπει να εκλείψει οπωσδήποτε, να εξολοθρευτεί, να καταργηθεί, να μην μείνει κανένα ίχνος του στο πρόσωπο της Γης. Δεν κατορθώνουν να πιστέψουν οι Έλληνες ότι ένας άνθρωπος που σκέπτεται διαφορετικά από αυτούς μπορεί να είναι πολύ άξιος, πολύ έντιμος, πολύ χρήσιμος άνθρωπος. Άξιοι, έντιμοι, χρήσιμοι είναι μονάχα αυτοί που συμφωνούν μαζί μας. Οι άλλοι όλοι: φωτιά και τσεκούρι! Μεσ’ στο δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονται τριγύρω μας; Τίποτα! Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορά μας πως δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορατζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μεσ’ στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη την καρδιά. Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά. Υπάρχουν όμως σε αυτό το σημείο, όπως σ’ όλα, διάφοροι ορίζοντες και διάφορες προοπτικές. Οι νοικοκυραίοι, αντιπρόσωποι της σημερινής ελληνικής αρμοδιότητας, θα μας πουν πως δεν είναι η ώρα κατάλληλη για να ξυπνούμε στους νέους τον έρωτα των υψηλών έργων, αφού το πάθος αυτό τους κάνει να αρνηθούν κάθε πνευματική και ηθική τάξη, να απομακρυνθούν από κάθε σοβαρή και κοινωφελή σταδιοδρομία, να ριχτούν σε τρελές, περιπέτειες, που τις περισσότερες φορές καταστρέφουν τη ζωή τους. Σήμερα, θα μας πουν, περισσότερο από πάντα, η Ελλάδα θέλει φρόνιμους νέους γεωπόνους, μηχανικούς, δασκάλους, οικονομολόγους, κι όχι ανήσυχους ονειροπόλους, που ταράζουν το έργο της περισυλλογής, που δεν προσφέρουν καμιά εκδούλευση στον τόπο και καταντούν συνήθως παράσιτοι. Θα απαντήσουμε δόξα τω Θεώ, οι φρόνιμοι νέοι δεν λείπουν στην Ελλάδα. Οι νοικοκυραίοι του Κράτους και του πνεύματος θα βρουν τριγύρω τους στρατιές από καλά παιδιά τέτοια που τα θέλουν, και δεν έχουν παρά να λάβουν τον κόπο να διαλέξουν τους πιο φρόνιμους ανάμεσα στους φρόνιμους για να τους εμπιστευθούν τους γυαλιστερούς τίτλους και τις πολύτιμες θέσεις. Δεν θα αφήσουμε όμως τη νοικοκυροσύνη να καταχτήσει ολόκληρη την ελληνική νιότη. Αν οι άνθρωποι που διευθύνουν χρειάζονται πολλούς νοικοκυραίους εμείς χρειαζόμαστε μερικές ταραγμένες ψυχές. Μα την αλήθεια, δεν βλέπουμε σε τι θα χρησιμεύει αυτός ο τόπος, αν πρόκειται να σβήσουν ολότελα το θείον πυρ; Τη φωτιά της δημιουργίας δεν την συντηρούν οι φυλακισμένοι φύλακες της κληρονομιάς των νεκρών, ούτε οι λογικοί και πραχτικοί που περπατούν πάντα στα σίγουρα και αποφεύγουν να κάνουν ένα βήμα εκεί που το έδαφος κουνιέται κάτω από τα πόδια τους, ούτε οι ήρεμοι επιστήμονες οι φορτωμένοι σοφία μα χωρίς μακρινά οράματα και καμμιά ανησυχία στην ψυχή, ούτε οι μικροί φιλόδοξοι, που έταξαν ως σκοπούς της ζωής τους, τους επαίνους των πρεσβυτέρων, την κοινωνική υπόληψη κι ένα τιμητικό αξίωμα. Είναι γεμάτοι τέτοιους ανθρώπους οι δρόμοι της Αθήνας κι ωστόσο η Ελλάδα δε δημιουργεί, η Ελλάδα δεν πραγματοποιεί τίποτα όμορφο. Η Ελλάδα -ας πω την τρομερή λέξη- δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. Τη φωτιά την συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και τους πνεύματος, οι άνθρωποι που τους σέρνει το πλεόνασμα των δυνάμεών τους, πιο μακριά από τους ορίζοντες και πιο υψηλά από το επίπεδο του πλήθους. Τη συντηρεί ο Άσωτος Υιός. Αν αυτός λείψει, ο τόπος σας όσο κι αν τον νοικοκυρέψετε δε θα αξίζει πολλά. Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικό τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμμία αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμμιά τρέλα, καμμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατό να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα; Μερικοί μάλιστα ρίχνουν στο κράτος τις μεγαλύτερες ευθύνες για την κατάσταση. Είναι νομίζω μεγάλη παρεξήγηση των πραγμάτων να περιμένει κανείς από το Κράτος να δημιουργήσει πνευματική ζωή. Ούτε οι Ακαδημίες δημιουργούν λογοτεχνία, ούτε τα Πανεπιστήμια σκέψη, ούτε τα Εθνικά Θέατρα θεατρική κίνηση. Τα επίσημα ιδρύματα παρακολουθούν (συνήθως με καθυστέρηση μιας γενεάς) τη δημιουργία που συντελείται αυθόρμητα στον ελεύθερο αέρα. Τη μελετούν, τη σχολιάζουν, τη διατηρούν στα αρχεία τους. Είναι οι αποθήκες της πνευματικής ζωής. Όταν το Κράτος φιλοδοξεί να παίξει τον πρώτο ρόλο στην πνευματική κίνηση, τα κάνει όλα θάλασσα. Το ελεύθερο πνεύμα το μεταβάλλει σε πνεύμα της πολιτικής σκοπιμότητας και την τέχνη την καταντά γραφειοκρατία. (…) Τα μόνα καθήκοντα του Κράτους είναι να συγχρονίσει την αναχρονιστική εκπαίδευσή μας και να σέβεται την ελευθερία της σκέψης. Ας μην του ζητούμε περισσότερα γιατί υπάρχουν πιθανότητες πως θα μας κάνει να μετανοήσουμε. Πάρετε στην τύχη μερικά από τα σημερινά έντυπα, στίχους, αφηγήσεις, συζητήσεις ιδεών. Τι θα συναντήσετε σχεδόν παντού; Ανία, απογοήτευση, νοσταλγία των περασμένων, μοιρολατρεία, ηττοπάθεια. Μπορώ να αναφέρω εδώ λόγια των πιο φωτισμένων ανθρώπων της Ελλάδας, που μοιάζουν κραυγές ναυαγών. Τι ανάγκη να προσπαθήσουμε, να αγωνιστούμε, να ζήσουμε, αφού «τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο Ρωμέικο;». Τέτοιο είναι το δίδαγμα που εξάγεται από τα λόγια των περισσοτέρων πνευματικών οδηγών μας. Η σπουδαιότερη ασχολία τους είναι να καταστρέφουν τις ελπίδες των νεωτέρων τους και να συντηρούν το μαρασμό της Ελλάδας. Δεν έχω όρεξη να τους κατηγορήσω. Είναι φυσικό να μην περιμένουν τίποτα από το μέλλον οι άνθρωποι που είδαν όλα τα όνειρά τους να εξευτελίζονται… Κι είναι επίσης φυσικό ότι αυτοί οι νικημένοι, που έπαυσαν να πιστεύουν στον εαυτό τους, δεν επιτρέπουν στους άλλους να έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση. Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μεσ’ στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμμιά ελπίδα δεν χαράζει πουθενά. Η στιγμή 


αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή». [Πηγή: www.doctv.gr]


Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Γιατί αγαπώ τον Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς 150 χρόνια μετά από τη γέννησή του;






150 χρόνια Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς: βραδιά ποίησης, ιρλανδικής μουσικής και συζήτησης

Με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννηση του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς το cantus firmus δημοσιεύει άρθρα ελλήνων και ελληνίδων ποιητών που απαντούν στο ερώτημα "Γιατί αγαπώ τον Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς 150 χρόνια μετά από τη γέννησή του.


Γουίλιαμ  Μπάτλερ  Γέητς,  Μαρία Κουλούρη

Πολλά είναι εκείνα, τα οποία  κανείς σήμερα θα μπορούσε να υπογραμμίσει στο έργο του Γουίλιαμ  Μπάτλερ  Γέητς.  Τον λυρισμό του, τη μουσικότητα και το ρυθμό στην ποίησή του, την απτή εικονοπλασία, την  αλήθεια και τη διαύγεια του.
Πέρα όμως από τα στοιχεία στη τεχνική του τρόπου γραφής του, αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία είναι η ουσία των ποιημάτων του. Οι επιρροές του και ο τρόπος που τις ενσωματώνει. Η μελέτη  στη θεοσοφία και το πώς ορίζεται η σχέση με το θείο και την ύπαρξη . Ο μυστικισμός και το προσωπικό βίωμα από την εμπειρία αυτή, που γενικεύεται και συμβολοποιείται. Οι μεταφυσικές του ανησυχίες και το πώς χαρακτηρίζουν τις έννοιες του θανάτου και  του έρωτα. Το δίπολο που ορίζει την ανθρώπινη ενορμητική  διαδικασία. Η ιδεολογία  και ο πατριωτισμός του. Το πώς οι στίχοι του λειτούργησαν αφυπνιστικά στη συνείδηση του Ιρλανδικού λαού. Η φύση, που αποτελεί κύριο υλικό της ποίησής του και η ουσιαστική της χρήση, μακριά από φλύαρες περιγραφές τοπίων. 
Αυτό όμως, που κύρια πρέπει να σημειωθεί στην περίπτωση του Γέητς, είναι η πίστη στην αισθητική, στο όραμα για το έργο του. Η αφοσίωση στο χρέος του να υπηρετήσει το ιδανικό της ομορφιάς, όπως ο ίδιος την έχει ορίσει. Και αυτό στη σημερινή εποχή, την άδεια από ιδεολογία και όραμα,  συγκινεί βαθειά.

Υπάρχει και κάτι ακόμα όμως, στην περίπτωση του Γέητς. Η χρήση του μύθου, σαν παρεπόμενο της μνήμης και σύνδεσμο με την ιστορία. Πώς να μην σημειωθεί αυτό το στοιχείο, όταν πια στη σύγχρονη κοινωνία έχει χαθεί ο χώρος για τον μυθικό χρόνο και το μόνο που επικρατεί είναι το παρόν και το άτομο ως μονάδα, αποκομμένο  από τη συλλογική μνήμη. 




Γουίλιαμ  Μπάτλερ  Γέητς,  Δημήτρης Νικηφόρου



William Butler Yeats: Καλλιτέχνης, μάγος, ποιητής γεννημένος, στέκει απέναντι στη βικτωριανή ξεραϊλα και τον ορθολογισμό μιας αυτοκρατορίας, ερωτευμένος με ό,τι φευγαλέο που διψά για τη χαμένη του δόξα. Πιστεύοντας πως ο καλλιτέχνης στρέφεται σε μια περιφέρεια γύρω από το θεϊκό, μιαν ολόκληρη ζωή αφιερωμένος στην ομορφιά των ανθρώπων και των στίχων ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς παραμένει εσαεί νέος, δωρίζοντάς μας στίχους αξεπέραστης ευγένειας και μιας οιονεί ερωτικής σχέσης με τα πάντα, τη φύση, αλλά και τον κάθε αθώο, εγκαταλειμμένο, προδομένο στο βαθύτερο είναι του άνθρωπο: τις γυναίκες, τον ζητιάνο, τις σκιές των προγόνων, τα μαθητούδια, τον ποιητή, τις ξωθιές και τα οράματα….Αν κάπου συγγένεψε ο εικοστός αιώνας με το όνειρο και τη υπερβατική λαχτάρα κάθε ψυχής, είναι στην ποίηση του Γ.Μπ. Γέητς. Από το νησάκι Innisfree που καταφεύγει στα νιάτα του, μέχρι το Ιρλανδικό θέατρο που το ανασταίνει, κι από τον έρωτά του για την εξεγερμένη Μωντ Γκον μέχρι το Μια γυναίκα νέα και γραία ή το Ταξίδι στο Βυζάντιο και την Δευτέρα παρουσία του, ο Γέητς κυλάει με τους στίχους του σαν ασημένιο ρυάκι που ακτινοβολεί ανθρώπινες ποιότητες, μακριά από κάθε τι εμπορευματοποιημένο και χυδαίο, συχνά μακριά και από τη δημοσιότητα μέχρι το Νομπέλ του 1923...

Αυτή περίπου, θα μπορούσε να είναι η απάντησή μου, όπως και πολλών άλλων που αγαπούν τον Γέητς, στο ερώτημα του αγαπητού Cantus Firmus, και να ξεμπερδεύω με μια λιτή ‘’εικονογραφία’’. Όμως δεν είμαι αρθρογράφος ή κριτικός ώστε να παραθέσω στοιχεία για την ποιητική, τεχνοτροπία ή τεχνική του ποιητή, τα οποία άλλωστε θα ήταν ανούσια και κυρίως ‘’εκτός θέματος’’ οπότε ας μιλήσω την πραγματική γλώσσα: Αγαπώ τον Γέητς όπως αγαπούν όλοι οι ερωτευμένοι το αντικείμενο του έρωτά τους που, αν και μπορούν να βρουν (ή να κατασκευάσουν) χιλιάδες λόγους για να το ‘’ερμηνεύσουν’’, η αλήθεια είναι πως αγαπούν χωρίς λόγο και δεν χρειάζονται λόγο. Ο έρωτας τους επέλεξε και όχι αυτοί τον έρωτα. Ως αναγνώστης, και μόνο, λοιπόν, η αγάπη μου για τον Γέητς δεν έχει κανέναν άλλο λόγο παρά το ότι η ποίησή του, η γλώσσα του, μίλησε μέσα μου λέγοντάς μου ‘’ θα με αγαπήσεις  γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς και το ξέρεις...’’
Με αυτή την ‘’μεταφυσική’’ του έρωτα, κλείνω σε ό,τι αφορά την απάντησή μου αφήνοντας τα υπόλοιπα στον ίδιο και σε ένα μικρό ποίημα αφιερωμένο στον ποιητή πριν αρκετό καιρό :  

«Πέρασα όλη μου την ζωή επιδιώκοντας να απαλλάξω την ποίηση από κάθε φράση που θα ήταν γραμμένη για την όραση, επαναφέροντας μία σύνταξη που να απευθύνεται στην ακοή!»

W. B. Yeats



Δυο στροφές για τον W.B.Yeats

Ω ποιητή, χλωμή η ρέμβη σκύβει                                                                                                                                                                                                              στα χρόνια που αγάπησες τη Μώντι                                                                                                                        
κι η τρελο-Τζένη το λεπίδι μπήγει                                                                                                                        
«στον έρωτα, που λιονταριού ‘ναι δόντι»

Στις καστανιέτες ο έρωτας χορεύει                                                                                                                                
σαν φίδι που τη λεία του υπνωτίζει,                                                                                                                                               
μα το ρυθμό του τακουνιού του συνοδεύει                                                                                                              
του αγκιστροδόντη η ουρά που κροταλίζει.

   Δημήτρης Νικηφόρου





Γουίλιαμ  Μπάτλερ  Γέητς,  Μανόλης Πολέντας

Τον Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς θα τον αγαπούσα – αν ζούσα – και στην επέτειο των 250 χρόνων από τη γέννησή του. Για λόγους πολύ περισσότερους του ενός. Αν πρέπει, όμως, να επιλέξω έναν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θα ήταν για την ικανότητά του  να μετατρέπει το εντόπιο σε κοσμοπολίτικο και συμπαντικό.
Έχω την τύχη να διαβάζω τον Γέητς στο πρωτότυπο. Λίγα του ποιήματα έχω διαβάσει σε μετάφραση, ένα-δυο του Σεφέρη, της Μελισσάνθης και κάποιων ακόμα που τόλμησαν. Πιστεύω ότι η ποίησή του είναι από εκείνες που δεν μεταφράζονται εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και στα μεταφρασμένα του ποιήματα, εγώ, ένας έλληνας, νιώθω στο πετσί τον λόγο του Ιρλανδού ποιητή. Και αυτό, διότι ο λόγος του, το όραμά του, δεν είναι ιδιωτικό. Περιλαμβάνει όλους τους συνανθρώπους του συλλογικά.  Το όραμά του είναι  ανιδιοτελές, ξεπερνάει τους ορίζοντες της προσωπικής εμπειρίας. Δείχνει την εποχή, τον λαό, την κατάσταση της συλλογικής ψυχής του λαού του, τα βάσανά του, τον πόθο και τον αγώνα για την ελευθερία του, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανένας ή όχι με την ιδέα, με τον τρόπο.Αυτό είναι το δύσκολο έργο που καλείται να τολμήσει ο κάθε ποιητής. Και, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές – Όμηρος, Δάντης, Σαίξπηρ, Ουώλτ Ουίτμαν, Γ. Σεφέρης, Γ. Ρίτσος, για να ονοματίσω μόνο μερικούς – έτσι και ο Γέητς είναι η φωνή του λαού του. Ανεξάρτητα αν τήρησε ή όχι τον στόχο αυτό καθ’ όλην του τη ζωή, το έργο που πέτυχε τον στόχο – και είναι το μεγαλύτερο σε ποσοστό – είναι αυτό που θα μείνει όσο αντέξει να υπάρχει η Ποίηση.
Μανόλης Πολέντας



Γουίλιαμ  Μπάτλερ  Γέητς, Γιάννης Σιδέρης 

Το βασικό χαρακτηριστικό του Yeats που τον κάνει επίκαιρο σήμερα είναι το γεγονός ότι γεφύρωσε δύο ανόμοιες περιόδους: τον όψιμο ρομαντισμό του 19ου –προραφαηλίτες και Τέννυσον– με τον μοντέρνο 20ο. Το αξιοθαύμαστο είναι ότι το πέτυχε αυτό αλλάζοντας ελάχιστα το ύφος του, και το θεματικό υλικό του, από τις πρώτες συλλογές της δεκαετίας 1880 μέχρι και τα τελευταία ποιήματα που έγραψε λίγο πριν πεθάνει το 1939 –μη ξεχνάμε βέβαια ότι αυτό που λέμε σήμερα μοντερνισμός πρέπει να ήταν σε έναν βαθμό και απόρροια της προσωπικότητας και του έργου του Yeats· για έναν καιρό, γραμματέας του ήταν ο Pound, προτού γίνει μέντορας των Eliot και Joyce και σημαντικός συνεργάτης του περιοδικού Poetry. Ο ρόλος του Yeats ως συνδέσμου μεταξύ δυο εποχών είναι επίκαιρος γιατί και σήμερα, πιστεύω, ζούμε σε μια μεταβατική, fin de siècle εποχή: βρισκόμαστε ανάμεσα στον ύστερο μοντερνισμό του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα και σε κάτι άλλο, που ακόμη δεν ξέρουμε καθόλου τι θα είναι... Πιθανόν να ζήσουμε μια ριζική αναμόρφωση του ρόλου της λογοτεχνίας καθώς και εννοιών όπως "fiction" / "reality" οι οποίες δυστυχώς κατάντησαν ψεύτικες και άκαμπτες κάτω από την επίδραση της τεχνοκρατίας. Μια βουτιά στα δροσερά νερά του συλλογικού ασυνείδητου και της μυθολογίας θα ήταν σίγουρα αναζωογωνητική σ’ αυτή τη φάση, και ο Yeats δεν θα μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Στα χρόνια που έρχονται θα δούμε κατά πόσο και η δική μας εποχή διαθέτει τέτοιες διαχρονικές φιγούρες, έτοιμες να κάνουν τη μετάβαση, ενεργοποιώντας αρχέτυπα που θέτουν σε κίνηση τον Τροχό μιας πάντα απρόβλεπτης φαντασίας.



Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ – Μίλησε, μνήμη.

Ο ποθητότερος συνομιλητής
…μόλις δοθεί μια ευκαιρία, τα τοπία της παιδικότητάς μας γίνονται, στα χέρια παραγωγού με υψηλή την αίσθηση της οικονομίας, ετοιμοπαράδοτα σκηνικά για τα όνειρα της ωριμότητάς μας…[σ. 163]
Στα προλεγόμενα της αμερικανικής έκδοσης του 1967 ο συγγραφέας μας δίνει τις ακριβείς χωροχρονικές συντεταγμένες των προσωπικών του ενθυμήσεων: Αγία Πετρούπολη – Σαιν Ναζαίρ, 1903 – 1940, με λίγες εξαιρέσεις σε κατοπινούς χρόνους και τόπους. Δίπλα στο έτος 1903 τώρα γράφεται μια φράση: η γένεση της αισθητήριας ζωής. Η περίλαμπρη στρατιωτική στολή του πατέρα του, έστω και φορεμένη χάριν αστεϊσμού, ταυτίστηκε με την πρώτη του αναλαμπή ολοκληρωμένης συνείδησης. Αλλά τι υπήρχε πριν από αυτήν, στην προγενέθλια άβυσσο; Ο χρονοφοβικός νεαρός ακόμα θυμάται τον πανικό του όταν είδε οικογενειακές ταινίες γυρισμένες λίγες βδομάδες πριν την γέννησή του: εκεί βρισκόταν ένας κόσμος απαράλλαχτος αλλά χωρίς εκείνον. Στην αρχή δεν είχε σαφή αντίληψη του γεγονότος ότι ο χρόνος, τόσο απέραντος εκ πρώτης όψεως, ήταν φυλακή.


1a



Ο Ναμπόκοφ επιχειρεί την απόλυτη διείσδυση στο αρχέγονο σπήλαιο του παρελθόντος του για να θυμηθεί ένα μεγάλο ντιβάνι, μια μαρμάρινη προτομή της Άρτεμης, ένα κρυστάλλινο αυτό ξεχασμένο από κάποιο Πάσχα και το αιώνιο παιχνίδι, που κάθε πρωί σήκωνε τα σκεπάσματα ψηλά κι έμπαινε από κάτω για να παίξει «χιλιάδες αξεδιάλυτα παιχνίδια». Κι ύστερα ο μεγάλος σιδηροδρομικός σταθμός, τα ξύλινα βαγόνια, η πρώτη του κουκέτα. Παραδέχεται πως έχει υπέρμετρη αδυναμία στις πάμπρωτές του εντυπώσεις αλλά τους χρωστάει ευγνωμοσύνη: τον οδήγησαν στην Εδέμ του βλέμματος και της αφής. Τολμάει μάλιστα και μια απρόσμενη γενίκευση: εκείνη η δυνατότητα αποθησαύρισης τέτοιων εντυπώσεων για τα Ρωσσόπουλα της γενιάς του πιθανώς αποτελούσε ένα παιχνίδι της μοίρας, για να αντισταθμιστεί ο καταποντισμός που έμελλε να απαλείψει ολοκληρωτικά εκείνο τον κόσμο.
nabokov_document2

Βιογράφος της απώτερης ζωής του, απαρνείται την αυστηρή γραμμικότητα για να αφηγηθεί τα πρώιμα αυτά χρόνια με βάση «θεματικούς σχηματισμούς», που κατά τη γνώμη του αποτελούν τον «αληθινό προορισμό της αυτοβιογραφίας». Aντιλαμβάνεται κανείς ότι ακριβώς αυτό το ατέλειωτο πανηγύρι των αισθήσεων αποτελεί τον κορμό της μνήμης που επιχειρεί να αιχμαλωτίσει σε αυτά τα γραπτά. Το παράθυρο του δωματίου του ως παραλληλόγραμμο του πλαισιωμένου ήλιου, τα βιβλία της μητέρας του, ξυλογραφίες και γκραβούρες ζώων, τα αυτοσχέδια παιχνίδια, το σκάκι, η ποδηλασία, όλα αποτελούν οργανικά κομμάτια μιας διαρκώς παλλόμενης ζωής. Η έλξη για την επιστήμη της συστηματικής, κοινώς την ιεραρχημένης ταξινόμησης των οργανισμών βρισκόταν ήδη προ των πυλών. Ο συγγραφέας ανακαλύπτει στη φύση τις μη ωφελιμιστικές χαρές που έψαχνε στην τέχνη.

RUSSIAN-Steam-Loco-1917


Όταν ένα ταξιδιωτικό γραφείο στην λεωφόρο Νιέφκσι εκθέτει στην βιτρίνα του την μακέτα μιας διεθνούς κλινάμαξας, ο συγγραφέας μόλις γνώριζε τον μαγικό κόσμο του ταξιδιού με τραίνο. Ανάμεσα στις εικόνες που διατηρεί αναλλοίωτες είναι η αντανάκλαση του ήλιου στις κλειδαριές μιας βαλίτσας, που βλέπει ξανά να λάμπουν δεκαετίες μετά στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, όταν η εβδομηντάχρονη πλέον αποσκευή έχει αφήσει τις ακριβές της θήκες σε κάποιο ενεχυροδανειστήριο. «Η απώλεια αυτή αντισταθμίστηκε, ωστόσο, από τα τριάντα χρόνια που ταξίδεψε μετά μαζί μου – από την Πράγα στο Παρίσι, από το Σαιν Ναζαίρ στη Νέα Υόρκη – μέσα στους καθρέφτες διακοσίων και βάλε δωματίων μοτέλ και ενοικιαζόμενων σπιτιών σε σαράντα έξι πολιτείες. Και λογικό και συμβολικό: ο πιο σθεναρός επιζών της ρωσσικής μας κληρονομιάς αποδείχτηκε μια ταξιδιωτική αποσκευή». [σ. 177]


nabokov1


Αλλά η σκέψη αυτού του διανοούμενου παιδιού δεν περιορίζεται μόνο στα απτά και τα ορατά. Όταν η μνήμη εκτείνεται σε πρόσωπα, εκείνος βρίσκεται σ’ έναν κυκεώνα μια σχεδόν ολιστικής αντίληψης των πάντων. Κάθε φορά που αναλογίζεται ότι αγαπά κάποιο πρόσωπο, σχεδιάζει ακτίνες που ξεκινούν από «την εστία της αγάπης, τον τρυφερό προσωπικών υποθέσεων», κοινώς την καρδιά και τον τραβούν «προς τερατωδώς απόμακρα σημεία του σύμπαντος»Εκεί κάτι τον ωθεί να μετρήσει την συνειδητότητα της αγάπης του «απέναντι σε πράγματα ασύλληπτα και απροσμέτρητα, όπως […] οι τρομερές παγίδες της αιωνιότητας, το άγνωρο πέρα από το άγνωστο, η απελπισία, η παγωνιά, οι ιλιγγιώδεις περιελίξεις και αλληλοδιεισδύσεις του χώρου και του χρόνου». Ένα συνήθιο ολέθριο, κάτι «σαν το ανεξέλεγκτο τίναγμα, σε νύχτα αϋπνίας…». Κάθε χώρος και κάθε χρόνος πρέπει να μετέχουν στο συναίσθημά του, στην αγάπη που μπορεί να είναι θνητή, μήπως και αμβλυνθεί ακριβώς αυτή η θνητότητα και καταφέρει να αντιπαλέψει την γελοιότητα και τη φρίκη του «να έχεις αναπτύξει μιαν απεραντοσύνη αισθήσεως και στοχασμού μέσα σε ύπαρξη πεπερασμένη»[σ. 354, 355]

home_photo


Καθώς η συναρπαστική αυτή αισθητηριακή αφήγηση αφιερώνεται αποκλειστικά στον θαυμαστό κόσμο του εκκολαπτόμενου συγγραφέα, η απουσία του φόρτου των δεδομένων της δημόσιας ιστορίας καλύπτεται με ένα αναπάντεχο εμβόλιμο κεφάλαιο, που γράφτηκε αργότερα, μια …τριτοπρόσωπη κριτική της αυτοβιογραφίας του, επιβεβαιώνοντας μια από τις μεγαλύτερες έξεις του: το ίδιο το παιχνίδι της λογοτεχνίας και με την λογοτεχνία.


Jean-Michel Folon, 1972, 'I write you from a distant country'


Η Μνημοσύνη, πρέπει να το παραδεχτούμε, έχει αποδειχτεί κοπέλα πολύ απρόσεκτη, γράφει ο Ναμπόκοφ, καθώς διχάζεται ανάμεσα στην ακρίβεια του βιωμένου γεγονότος ή την πιστότητα της αναπαράστασής του. Σε αυτή την Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου συγκρούονται δυο αλήθειες, η γραφή και μεταγραφή μιας ζωής που αναζητάει τις λέξεις για να ξαναζήσει. Η ίδια η συγγραφή άλλωστε υπήρξε η μόνη δυνατή θεραπεία απέναντι στο τραυματικό ξερίζωμα και στην νοσταλγία μιας χαμένης ζωής, αλλά και η μόνη αυταπάτη επαναφοράς του θαυμαστού κόσμου των αισθήσεων.


nabokov-lg

Άκου «αγώνας για τη ζωή! Η κατάρα της μάχης και του μόχθου στέλνει τον άνθρωπο πίσω στην κατάσταση του αγριόχοιρου, στα γρυλίσματα των θηρίων που δεν ξέρουν άλλο από ξέφρενο κυνήγι της τροφής. Την παρατηρήσαμε πολλές φορές οι δυο μας τη μανιακή εκείνη γυαλάδα στο ραδιούργο βλέμμα της νοικοκυράς που κατοπτεύει τα τρόφιμα στο μπακάλικο ή διερευνά το νεκροτομείο του χασάπη. Δουλευτές του κόσμου, διαλυθείτε! Λάθος λένε τα παλιά βιβλία. Ο κόσμος πλάστηκε μια Κυριακή. [σ. 356]

 2vladimir-nabokov_3-t


3, μτφ. Γιώργος Βάρσος, πρόλογος Μισέλ Φάις, σελ. 401. Περιλαμβάνεται δωδεκασέλιδο με μαυρόασπρες φωτογραφίες και επεξηγηματικά κείμενα. Το Παράρτημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος της 28.12.1998 /4.1.1999 του New Yorker. [Vladimir Nabokov, Speak, memory, 1947].
Υπό δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 40 (χειμώνας 2014).
Το έργο τέχνης του Jean-Michel Folon (1972) μου φάνηκε ταιριαστό ως εικόνα και ως τίτλος: write you from distant country.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

"ΧΛΟΜΗ ΦΩΤΙΑ" NABOKOV VLADIMIR




Στη «Χλομή φωτιά» ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ προσφέρει στον αναγνώστη του το κέρας της Αμάλθειας της απατηλής τέρψης: το ποίημα 999 στίχων του διάσημου αμερικανού λόγιου Τζιν Σέιντ, καθώς και τον απολαυστικό πρόλογο και το μακροσκελή σχολιασμό του αυτοαποκαλούμενου επιστήθιου φίλου του και ένθερμου θαυμαστή του δρα Κάρολου Κίνμποτ, ο οποίος ανέλαβε την έκδοση του ποιήματος μετά τη δολοφονία του Σέιντ. Ωστόσο, αυτός ο τόσο επιδέξιος εκδότης δεν μοιάζει με τους συνηθισμένους εκδότες: είναι υπερόπτης, αδιάκριτος, εκκεντρικός, μισαλλόδοξος. Μήπως όμως είναι επίσης κακός, παράφρων και επικίνδυνος; Η «Χλομή φωτιά» είναι ένα μυθιστόρημα μαύρης κωμωδίας, μια ευφυής παρωδία αστυνομικής φαντασίας με φιλοσοφικές προεκτάσεις και αποτελεί ένα από τα σπάνια εκείνα επιτεύγματα της λογοτεχνίας που βρίσκει την απόλυτη αρμονία μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


                                                                    Vladimir Nabokov                              

Γιώργος Σεφέρης, Μέρες (αποσπάσματα)


Αύγουστος [1936]. Αίγινα, οικία Φλώρου
[...]
Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονώτερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι — αδιάφορο, χαραχτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα. [Όλοι τους βούλιαξαν...]
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33]


Τετάρτη, 5 Ιανουαρίου [1938]. Αθήνα
Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει.
Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα μ' εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί.
Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει ν' αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός — αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα.
Δεν πιστεύω σ' αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων — πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ' από χιλιάδες χρόνια, σ' αυτή τη γλώσσα.
Γι' αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα.
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 95]



Κυριακή, 26 Οκτώβρη 1941
[...]
Γύριζε [ο Νίκος Γκάτσος], το χειμώνα του '36, σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το «Με τον τρόπο του Γ.Σ.». Κατά κακή του τύχη —μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό— τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στην τσέπη του το χειρόγραφο:
— Ρε, τι σου 'κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής, ε;
— Μα, κύριε αστυνόμε, δεν το 'γραψα εγώ αυτό, το 'γραψε ο κ. Σ. που είναι πρόξενος.
— Πρόξενος, ε; Τέτοιους προξένους έχουμε· γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου.
Ευτυχώς βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας:
— Σ' αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν.
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 - 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 146]

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

"Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο". I (απόσπασμα) Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος


Casorati, Felice (1883-1963) 1912 Girl on a Red Carpet







Αν θελήσω να ξαναγυρίσω με το μυαλό μου πίσω στα παιδικά μου χρόνια με σταματάει μια δυσκολία.
     Θυμάμαι πιο εύκολα κείνα τα πράγματα που μου ’χουν ξανάρθει, από τότες, πολλές φορές στο νου και τα ’χω ξαναδιηγηθεί σε άλλους, ή στον εαυτό μου, γιατί τα ’βρισκα ενδιαφέροντα, για να δικαιολογήσω μια πράξη μου, και γιατί οι άλλοι τα είχανε διαλέξει για καλύτερα και μου τα είχανε επιβάλει κι εμένα του ίδιου.
     Τα άλλα, όσα συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή, μένουν μπερδεμένα σε κάποιο θαμπό σύννεφο που υπάρχει (γιατί το αισθάνομαι) μέσα μου. Καταλαβαίνω πως θα μου χρειαστεί κόπος για να φτάσω ώς τα εκεί.
     Κι έτσι σκοντάφτει η θέλησή μου και γυρίζει σαν ένας μύλος που δεν αλέθει τίποτα· ώσπου να της δώσω καμιά άλλη τροφή να ικανοποιηθεί, κοιτάζοντας λόγου χάριν απ’ το παράθυρο τον εξωτερικό κόσμο, αφού τόση είναι η αδυναμία μου να γυρίσω στον εσωτερικό.
     Καμιά φορά στον πρωινόν ύπνο ξανάρχονται ξεχασμένα πράγματα σαν φούσκες από τον βυθό μιας λεκάνης που ανεβαίνουν γοργά ως την επιφάνεια του νερού από ένα σφουγγάρι γεμάτο αέρα.
     Με τα τέσσερα, απάνω σ’ ένα χαλί, θυμάμαι για πρώτη φορά τον εαυτό μου. Ήτανε, μου φαίνεται, μετά το φαΐ, στον αντρέ της κυρούλας μου, που καθότανε σ’ ένα παλιό σπίτι της Πλάκας. Παίζαμε βόλους με τον ξάδελφό μου και για τούτο είχαμε διαλέξει το μεσαίο χαλί, που τα σχέδιά του έκαναν οχτάγωνα, για να βάλουμε τους βόλους. Εκεί, απάνω στο παιχνίδι, έμεινα μερικές στιγμές ακίνητος, κοιτάζοντας προσεχτικά το χαλί. Και τότε μόνο γεννήθηκε μέσα μου και σιγά-σιγά μου επιβλήθηκε η ιδέα ενός χρώματος. Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο. Τότε είδακαι τα σχέδια που έκαναν οχτάγωνα μαύρα και άσπρα ―και όχι πριν, όταν το διαλέξαμε επειδή μας φαινόντουσαν καταλληλότερα για να παίξουμε βόλους.
     Έτσι έκανα για πρώτη φορά μια διάκριση και συνέλαβα, χωρίς να το ξέρω, την ύπαρξη της αφηρημένης έννοιας ενός χρώματος κι ενός σχήματος που ώς τότε τα παρατηρούσα μόνο για την ενδεχόμενη χρησιμότητά τους.
     Δεν θα ήτανε κανένας στον αντρέ κείνη την ώρα. Η κυρούλα θα είχε πάει να πλαγιάσει και η θεία μου η Πανδώρα μπαινόβγαινε, μου φαίνεται, από τον αντρέ στην κάμαρή της. Ούτε τους βόλους τους θυμάμαι καλά. Μα αργότερα είχα πολλών λογιών. Είχα μεγάλους βόλους γυάλινους με χρωματιστά στριφτά νερά, και μικρούς ίδιους, κι άλλους πρόστυχους που δεν μ’ άρεσαν, μονόχρωμους, ξύλινους. Και προσπαθούσα, σαν έχανα, να τους δώσω στα άλλα παιδιά μα κι αυτά δεν τους ήθελαν. Πολλοί φίλοι μου είχανε ένα σακουλάκι για τους βόλους. Εκεί τους έκρυβαν άμα τελείωνε το παιχνίδι και σηκώνοντας την ποδιά τους τους έχωναν στιβαρά στην τσέπη του κοντού παντελονιού τους, με την ίδια κίνηση που είδα αργότερα στους «μεγάλους» σαν να είχανε παίξει χαρτιά να μαζεύουν τα χρήματα που είχαν κερδίσει ή όσα τους περίσσευαν απ’ τη χασούρα. Έτσι κι εγώ δεν άφησα τη μητέρα μου σε ησυχία πριν μου κάνει και μένα ένα σακουλάκι, που ήτανε άσπρο, μου φαίνεται, και πάντα λοιπόν λερωμένο.
     Ένα άλλο μεσημέρι ήμουνα καλεσμένος στου ξαδέλφου μου που είχε την ίδια ηλικία με μένα. Από το πρόγευμα μου έμεινε η εντύπωση (ίσως είχανε κλειστά τα παντζούρια) μιας σκοτεινής τραπεζαρίας, και γύρω από ένα τραπέζι τετράγωνο, όρθιοι εμείς, τα δυο παιδιά και η άλλη μου η θεία η Πίτσα. Περιμέναμε να μπει ο θείος μου. Θα είχαμε ως φαίνεται ακούσει ν’ ανοίγει την πόρτα με το κλειδί του.
     Μπήκε εκείνος και μας είπε «Καλημέρα παιδιά». Ύστερα ξεκρέμασε το σπαθί που φορούσε, φίλησε σκύβοντας τη γυναίκα του και το ακούμπησε σε μια γωνιά, γιατί ήτανε «αξιωματικός». Αυτό το σπαθί με τάραζε όλο το διάστημα του φαγητού. Δεν μπορούσα να το ξεχάσω.
     Στο σπίτι του θείου μου κοίταζα με περιέργεια διάφορες οβίδες που ήταν στις εταζέρες και μια πιο μεγάλη στο τραπέζι απάνω που χρησίμευε για βάζο. Εμείς δεν είχαμε τέτοια πράματα σπίτι μας. Και στης κυρούλας έβλεπα τέτοια βάζα από μεγάλες οβίδες μπρούντζινες, γυαλισμένες, αλλά δεν τις είχα παρατηρήσει ακόμα. Ο θείος, λοιπόν, θα τις είχε χαρίσει της κυρούλας ή της Πανδώρας. Τώρα όμως που πέρασαν χρόνια και ο θείος μου άλλαξε σπίτι, παρήγγειλε έπιπλα εγγλέζικα και δεν βλέπεις πια στην τραπεζαρία ή στο σαλόνι τέτοιες οβίδες.
     Η κυρούλα όμως τις κράτησε, και μόλις μπεις, στον δεύτερο πάτο μιας κονσόλας με μια γλάστρα, βλέπεις ακόμη ένα τέτοιο βάζο. Η κυρούλα πια γέρασε και δεν έχει όρεξη να αλλάζει το σπίτι της καθώς αλλάζουν το δικό τους τα παιδιά της. Και η θεία Πανδώρα, που κάθεται πάντα μαζί της για να μην την αφήσει μόνη της, περιορίζεται στην κάμαρά της, που τη διορθώνει του γούστου της, και σ’ ένα μικρό γραφειάκι για να δέχεται τις φιλενάδες της. «Αυτό είναι δικό μου», λέγει. «Βλέπετε», προσθέτει κάπως στενοχωρημένη και σαν για να δικαιολογηθεί, «κάθομαι με τη μαμά και στην ηλικία της πώς να της πω να αλλάξουμε έπιπλα;».
     Αυτό το γραφειάκι της Πανδώρας, που έδινε απάνω στον αντρέ και δίπλα στην κάμαρά της, και που τότε δεν το είχε «φτιάσει» ακόμα και χρησίμευε μάλλον για σιδερωτήριο, ώστε δεν υπήρχε φόβος να σπάσουμε τίποτα, ήτανε το βασίλειο του ξαδέλφου μου και μένα. Εκεί παίζαμε. Το παράθυρο έδινε σε μια ταρατσίτσα και μπορούσαμε να κάνουμε μάχες από μέσα και απ’ έξω απ’ το πεζούλι. Η μικροσκοπική ταράτσα μάς φαινόταν ολόκληρο «πεδίον μάχης». Και έχω παρατηρήσει την προτίμηση των παιδιών για τα μικρά δωμάτια, τα μικρά παιχνίδια, τα «αλογάκια», τα «σκυλάκια» και εν γένει όλα τα υποκοριστικά, που δείχνουν την προσπάθειά τους να αναγάγουν τα πάντα στην κλίμακα τη δική τους.
     Αντίκρυ στην τραπεζαρία ήτανε η σάλα. Εκεί, κάθε φορά που έμπαινα, πίσω από τα φουστάνια της κυρούλας ή της θείας μου, κοίταζα με σέβας και προσπαθούσα να ανακαλύψω για ποιο μυστηριώδη λόγο μας απαγόρευαν να μπούμε εκεί μέσα μόνοι μας. Και στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα, τόσο ήτανε σκοτεινά. Η κυρούλα ή η Πανδώρα αφήνοντάς με πίσω, κοντά στην πόρτα, άνοιγε το παράθυρο και σήκωνε το παντζούρι για να ιδεί, και το λίγο φως που έμπαινε απ’ έξω με τρόμαζε ακόμη περισσότερο, γιατί τώρα, ό,τι και να έκανα που δεν έπρεπε, μου φαινόταν πως θα το έβλεπαν καλύτερα τα στοιχειά που ήτανε κρυμμένα μέσα στα μεγάλα κάδρα που στόλιζαν τους τοίχους ή μέσα στο ντουλαπάκι ή πίσω από τις μεγάλες πολυθρόνες, σαβανωμένες το καλοκαίρι με θήκες από άσπρο ύφασμα.
     Με το ίδιο ύφασμα ήταν σκεπασμένα και τα πλαϊνά και το απάνω μέρος των μπερντέδων, και το φως έπαιζε απάνω τους και απάνω στο σοβά του ταβανιού που γύρω-γύρω του τρέχαν ψιλές ζωγραφιστές γραμμές ―μαύρες, πράσινες και χρυσές― και στις τέσσερες άκρες δενόντουσαν σαν σε φιόγκο, με διάφορα άλλα στολίδια, κουκκιδίτσες, φύλλα ή λουλούδια γεωμετρικά. Στη μέση του ταβανιού, μέσα σε τετράγωνα που σχημάτιζαν κάδρα, οι ζωγραφιές, μονόχρωμες αυτή τη φορά, παράσταιναν καραβάκια με πανιά, και πίσω βουνά και θάλασσα, και περιστοίχιζαν έναν κύκλο από άσπρη πάστα σκαλιστή, από το κέντρο του οποίου κρεμόταν, σαν άλλη σπάθη Δαμοκλέους, μια λάμπα με πολλά φώτα, τυλιγμένη σε ψιλό τουλπάνι.
     Το ίδιο χρωματιστό φιλέτο κατέβαινε και έκανε το γύρο των τοίχων σαν να ’θελε να τους φυλακίσει στην περιοχή του και μένα ίσως μαζί. Το πάτωμα ήταν επικίνδυνα κερωμένο και γυάλιζε αφιλόξενα.
     Γύρω-γύρω έκοβαν την οπισθοχώρηση κάτι μαύρες καρέκλες η μια δίπλα στην άλλη. Εγώ προτιμούσα να κάθομαι κοντά στην πόρτα και κοίταζα με περιέργεια τι θα έκανε η κυρούλα.
     Εκείνη πήγαινε στο ντουλάπι, που ήτανε μαύρο κι αυτό με χρυσά στολίδια, και άνοιγε με το κλειδί που ήταν δεμένο με μια μικρή αλυσίδα στη μέση της. Τότε φαινόντουσαν αραδιασμένα πιατάκια με φοντάν, και ένα άλλο με κυδωνόπαστο που το ’φτιανε μόνη της. Άρχιζα κι εγώ να συνηθίζω στην αγριήλα της «σάλας» αλλά ήτανε πια αργά. Η κυρούλα ξανακλείδωνε, έκλεινε το παράθυρο και η «σάλα» ξανασκοτείνιαζε.
     Ύστερα μας έδινε από ένα κυδωνόπαστο και κοίταζε να ιδεί αν μας αρέσει. Δεν μας έδινε όμως άλλο, και το πιατάκι εξαφανιζόταν χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε πώς χάθηκε. Αυτά συνέβαιναν κάθε Κυριακή που έτρωγα στης κυρούλας.
     Τις άλλες μέρες καλά-καλά δεν θυμάμαι τι έκανα. Ίσως γιατί οι Κυριακές ήτανε για μένα το μεγάλο γλέντι, ενώ οι άλλες μέρες έμοιαζαν όλες αναμεταξύ τους και η βδομάδα περνούσε χωρίς να μ’ αφήσει τίποτα το εξαιρετικό.
     Στην κάμαρα της κυρούλας δεν είχα ξαναμπεί πριν από την ημέρα που, επειδή κάναμε πολύ κρότο με τον ξάδελφό μου στο γραφειάκι και στον αντρέ που ήτανε δίπλα στην κάμαρα της Πανδώρας, μας φώναξε η θεία μας να πάμε να παίξουμε πιο μακριά. Η Πανδώρα έπασχε από πονοκεφάλους, αλλά τότε δεν καταλαβαίναμε και καλά-καλά. Αρχίσαμε λοιπόν να τρέχουμε σ’ ένα μακρύ κοριντόρ που πήγαινε στην κουζίνα, μπροστά στη κάμαρα της κυρούλας και του παππού, που ήτανε στη μέση. Η πόρτα ήτανε ανοιχτή και τρέχοντας απάνου-κάτου ρίχναμε ματιές μέσα στην κάμαρα.
     Στο παράθυρο στεκότανε μια στάμνα για να δροσίζεται, και πίσω από την πόρτα φαινόταν ένα μεγάλο σιδερένιο ντουλάπι που μας κινούσε την περιέργεια. Από πάνου από το ντουλάπι ακουμπισμένα στον τοίχο τα εικονίσματα κι ένας μικρός σταυρός πλεχτός, από κείνους που δίνουν των Βαΐων. Μπροστά έκαιγε ένα καντήλι. Στην άκρη, ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, σκεπασμένο με μια κουβέρτα μάλλινη, και στο κομοδίνο απάνω χτυπούσε το χοντρό ασημένιο ρολόι του παππού δίπλα σ’ ένα καντηλιέρι κι ένα ποτήρι νερό.
     Σε μια άλλη γωνιά κρυμμένο μ’ ένα παλιό χαλάκι ήτανε ένα μπαούλο, από κείνα τα μαύρα μπαούλα τα ξύλινα με τα σιδερένια ζωνάρια. Ο παππούς ήτανε παλαιικός άνθρωπος και ήθελε να βλέπει κοντά του τα πράγματά του κλειδωμένα από φόβο μην τα χάσει. Και τούτο το είχανε οι περισσότεροι παλαιοί που θυμόντουσαν ακόμη τους χρόνους εκείνους όπου δεν υπήρχε ασφάλεια. Έτσι, μόνον όταν έβλεπε την κασέλα του και το μπαούλο του μέσα στην κάμαρά του ήτανε ήσυχος ο παππούς. Και τούτη τη συνήθεια την είχε κληρονομήσει κι ο πατέρας μου.
     Η χαρά μου ήτανε όταν έβλεπα τον πατέρα μου να ανοίγει ένα ντουλάπι όπου κρεμόντουσαν τα ρούχα του και να βγάζει από τον κάτω πάτο ένα τετράγωνο σιδερένιο κουτί που το ’φερνε με προσοχή και δεν το ακουμπούσε ούτε στο τραπέζι ούτε στο κομό ούτε αλλού, παρά μόνον απάνω στο κρεβάτι.
     (Και τούτη η συνήθεια, που την έχουμε ακόμη πολλοί, ό,τι πράγμα αξίας να το ακουμπάμε στο κρεβάτι, ή αν έχουμε καμιά απόφαση να πάρουμε ή αν θέλουμε να συζητήσουμε και βρισκόμαστε εκείνη τη στιγμή στην κρεβατοκάμαρα, να καθόμαστε απάνω στο κρεβάτι, θα έρχεται ίσως από τον καιρό που δεν είχαμε στα σπίτια πολλά έπιπλα και όπου το κρεβάτι, όπως και τώρα στα χωριά, ήταν το πρώτο, το πιο απαραίτητο και το πιο λουσόζο έπιπλο του σπιτιού.)
     Ακουμπούσε λοιπόν ο πατέρας την «κασετίνα», όπως την έλεγε, στο κρεβάτι κι έτρεχα εγώ να κάτσω δίπλα για να ιδώ τι έχει μέσα.
     Καμιά φορά προσπαθούσα να τη σηκώσω γιατί μου φαινότανε σχετικά μικρή, αλλά ήτανε όλο σίδερο και δεν μπορούσα ούτε να την κουνήσω. Μέσα κει πρώτα έβλεπες πολλά χαρτιά διπλωμένα και κολλαριστά κι άλλα χαρτάκια-σημειώσεις. Αυτά τα ’βγαζε ο πατέρας και τα μετρούσε και τα εξέταζε απ’ όλες τις μεριές. Αλλά εγώ κοίταζα στο βάθος της κασετίνας όπου ήτανε ένα άλλο μικρό κουτάκι από μαύρο πετσί, κι άλλο ένα στρογγυλό, κόκκινο, κι άλλα πράματα ανακατεμένα: πίπες κεχριμπαρένιες, ασήμια, παράσημα, νομίσματα διάφορα, ένας «Μέγας Αλέξανδρος», και με θάμπωναν σαν να βρισκόμουν μπροστά σε κανένα θησαυρό. Ο πατέρας μου τότε έπαιρνε ένα κόκκινο κουτάκι και σαν ταχυδακτυλουργός έβγαζε από μέσα δώδεκα χρυσές λίρες· μετά τις ξανάχωνε χωρίς να μ’ αφήσει να τις αγγίξω. Κι ύστερα το μαύρο κουτί, που είχε μέσα ένα περιδέραιο με πέτρες, μια σφραγίδα χρυσή με αμέθυστο σκαλιστό, μια καδένα και άλλα μπιχλιμπίδια. Εμένα όμως καλύτερα απ’ όλα μ’ άρεσε η σφραγίδα, που είχε απάνω κι ένα πουλί. Το ’παιρνα για αϊτό αλλά ο πατέρας μού έλεγε πως είναι φοίνικας· και μπέρδευα τον φοίνικα το δέντρο με τον φοίνικα το πουλί, που γεννιέται μου ’λεγε από τις στάχτες. Σαν τα κοίταζε όλα καλά ξανακλείδωνε κι έπαιρνε την «κασετίνα», και το θέατρο τελείωνε. Η φαντασία μου όμως έτρεχε ακόμη ώσπου ξανάβρισκα πάλι τον εαυτό μου καθισμένο στην πικεδένια κουβέρτα του κρεβατιού.
     Την ημέρα λοιπόν που κυνηγιόμαστε με τον ξάδελφό μου μπρος στην πόρτα της κάμαρας της κυρούλας μου, συνέβη και κάτι άλλο.
     Αφήνοντας τα παιχνίδια, κοιτάξαμε γύρω-γύρω με την περιέργεια των παιδιών για κάθε καινούριο πράμα, αλλά και χωρίς φόβο γιατί δεν ήτανε κανένας να μας μαλώσει.
     Αφού σκαλίσαμε από λίγο παντού, πήγα και προς το κομοδίνο κοντά στο κρεβάτι, και με μια απρόσεκτη κίνηση έσπρωξα χωρίς να το θέλω το ποτήρι με το νερό και χύθηκε. Ταραχτήκαμε πολύ γιατί τρέμαμε τον παππού μας. Ποτέ δεν μιλούσε· κι όταν έλεγε κάτι, έπρεπε ν’ ακούγεται στο λεπτό. Έμεινα ακίνητος κοιτάζοντας το νερό που ξαπλωνότανε λίγο-λίγο στο χαλί. Και κει όπου είχε πέσει, το χρώμα του χαλιού σκούραινε τόσο πολύ που μου πέρασε άξαφνα η ιδέα πως μπορούσε να ξεβάψει. Τρέξαμε να βρούμε κάτι να το μαζέψουμε και το μόνο που μου ’τυχε ήταν ο κουβάς μου και το φτυαράκι. Μ’ αυτά, καθισμένος χάμω, προσπαθούσα να μαζέψω το νερό όταν άκουσα βήματα.
     Ο ξάδερφός μου, με την πρόφαση ότι έψαχνε να βρει κάτι άλλο για να με βοηθήσει, δεν ξαναφάνηκε στην κάμαρα. Έτσι έμεινα μόνος μου με το φόβο της τιμωρίας.
     Άρχισα τα κλάματα. Από τα μάτια μου τρέχαν τα δάκρυα ενώ προσπαθούσα ακόμη να διορθώσω εκείνο που έκανα. Η πόρτα άνοιξε κι η κυρούλα προχώρησε. Πίσω της ερχόταν κι ο παππούς.
     «Τι έπαθες;», φώναξε τρομαγμένη γιατί μ’ έβλεπε να κλαίω μες στα νερά. (Δεν μπορούσε να ιδεί το ποτήρι γιατί είχε κυλήσει από κάτω από το κρεβάτι.)
     Εγώ δεν απάντησα. Τέλος πάντων είπα τι συνέβη και με μεγάλη απορία είδα πως αντί να θυμώσουν τους έπιασαν τα γέλια. Ύστερα με σήκωσαν και μ’ έδιωξαν από μέσα από την κάμαρά τους, αλλά το μάλωμα δεν το γλίτωσα, όπως θα ιδείτε.
     Την ημέρα εκείνη ήρθαν να με πάρουν από το σπίτι νωρίτερα. Την Κυριακή καθώς φιλούσα το χέρι της κυρούλας, όπως μου είχανε πει να κάνω πάντα άμα έμπαινα, άρχισε να με μαλώνει.
     «Άταχτε! Διαβολόπαιδο! Ποιος σου έδωσε την άδεια να πας στην κάμαρή μου την άλλη φορά και να χύσεις τα νερά;»
     Κιτρίνισα. Ποιος ξέρει τι είχα κάνει και τι επρόκειτο να μου συμβεί. Ευτυχώς επενέβηκε η Πανδώρα.
    «Άσ’ το, Μαμά, το παιδί. Τι θυμάται τώρα αυτό απ’ την άλλη φορά;» Και μ’ έσπρωχνε να πάω να παίξω στο καμαράκι όπου με περίμενε ο ξάδερφός μου χωρίς να τολμάει να παρουσιαστεί. Η κυρούλα μου, που είχε ιδιαίτερη αγάπη της Πανδώρας, σώπασε, κι έτσι γλίτωσα από μεγαλύτερο κακό. Το κέφι μου όμως χάλασε και μου ’ρχότανε να κλάψω. Μου φαινότανε πως ήμουνα με ξένους κι ήθελα να φύγω.
     Το μεσημέρι έφτασε ο παππούς και κάτσαμε όλοι στο τραπέζι. Εγώ απέφευγα να τον κοιτάζω κι έβλεπα μέσα στο πιάτο μου. Αλλά κείνος με φώναξε με το όνομά μου, λέγοντας, με τη χοντρή του φωνή: «Άλλη φορά να μην ξαναπάς μέσα στην κάμαρά μου. Άκουσες; Μια για πάντα σ’ το λέω».
     «Άφησε», είπε η κυρούλα, «τον μάλωσα εγώ πρωτύτερα. Δεν θα το ξανακάνει».
     «Α! καλά», έκανε ο παππούς.
     «Άκουσες, χρυσό μου;», μου είπε η Πανδώρα, σκύφτοντας να με φιλήσει, «Να μην μπεις πια στην κάμαρα του παππού. Προχτές του χάλασες το ρολόι του».
     Στο τραπέζι καθόμαστε κατά τον εξής τρόπο: Στο βάθος ο παππούς, από τις δυο μεριές η κυρούλα και η Πανδώρα, και αντίκρυ από τον παππού τα δυο παιδιά. Πίσω από τον παππού, στον τοίχο, ήτανε κρεμασμένος ένας καθρέφτης με ξύλινη κορνίζα λουστραρισμένη κι από πάνω μια μεγάλη φωτογραφία του παππού.
     Απάνω στο φαΐ η κυρούλα όλο προθυμοποιόταν να ευχαριστήσει τον άντρα της. Πότε να τον σερβίρει, πότε να του διαλέξει το καλύτερο κομμάτι ή να τον ρωτήσει τι θέλει. Και παρακολουθούσε και την υπηρέτρια με το μάτι για να τη μαλώνει αν αργούσε να εκτελέσει μια διαταγή του. Κι απ’ όλους έπαιρνε πρώτος ο παππούς στο τραπέζι, κι άρχιζε να τρώει με κατεβασμένα μούτρα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τους άλλους ―ούτε απαντούσε σε κανέναν.
     Από πάνω από το κεφάλι του όμως, φωτογραφιστός, χαμογελούσε, και έμοιαζε και αγαθός άνθρωπος. Τούτο μου φαινόταν παράξενο, και πότε κοίταζα εκείνον και πότε τη φωτογραφία.
     «Τι κοιτάζεις, το κάδρο του παππού σου;», με ρώτησε η κυρούλα. «Είναι χρόνια παιδί μου που την έχει βγαλμένη αυτή τη φωτογραφία.»
     Αλλά εγώ δεν καταλάβαινα καλά τι ήθελε να πει γιατί μου φαινόταν πως «οι μεγάλοι» ήτανε από πάντα, και θα είναι όλη τους τη ζωή, «μεγάλοι». Όσο για μας τα παιδιά, δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα αλλάζαμε. Κι αν καμιά φορά έλεγα μέσα μου, γιατί μου το είχανε πει, ότι θα γίνω κι εγώ «μεγάλος», μου φαινότανε πως ο Θεός θα μου έκανε σαν να πούμε ιδιαίτερη χάρη, και θα μεγάλωνα γρηγορότερα και ασφαλέστερα από τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου.
     Αργότερα χώρισα τους ανθρώπους σε τρεις κατηγορίες: οι γέροι, οι μεγάλοι κι εμείς τα παιδιά. Και μια μέρα όπου η κυρούλα μου μ’ έβγαλε περίπατο κι εγώ της μιλούσα κι έτρεχα μπροστά της, εκείνη δυσκολευόταν να με ακολουθήσει και με τράβαγε πίσω από το χέρι.
     «Έλα», της έλεγα, «να τρέξουμε».
     «Κάτσε ήσυχος», μου έκανε, «εγώ δεν μπορώ να τρέξω».
     «Γιατί;», τη ρώτησα με την αφέλεια του παιδιού. «Επειδή είσαι γριά;»
     «Φύγε από κει!», μου ’κανε, «δεν είμαι γριά».
     «Ναι, ναι, είσαι γριά, είσαι γριά», φώναζα χοροπηδώντας από ευχαρίστηση γιατί είχα ανακαλύψει κάτι που μου ’κρυβε και δεν ήθελε να ακουστεί.
     Η κυρούλα μου κατακοκκίνισε από θυμό και περπατούσε κοιτάζοντας μπροστά της και μουρμουρίζοντας: «Βρωμόπαιδο, παλιόπαιδο, ου να χαθείς, διάβολε».
     Και όσο έβλεπα πως τη θύμωνα, τόσο εγώ χαιρόμουνα για την ανακάλυψή μου, σαν για κανένα θρίαμβο. Δεν το’ κανα όμως με κακία, γιατί θεωρούσα πιο ζηλευτό να είσαι «μεγάλος» ή «γέρος» παρά «μικρός». Εκείνοι είχαν κάθε ελευθερία, ενώ εμείς τα παιδιά έπρεπε να ζητήσουμε την άδεια για το παραμικρό. Αλλά και για έναν άλλο λόγο μου φαίνεται να μη χαιρόμουνα τότε με κακία. Η κυρούλα μου έμοιαζε θυμωμένη κι αυτό με διασκέδαζε. Η ευχαρίστησή μου θα σταματούσε αν την έβλεπα λυπημένη. Πολύ αργότερα, σαν κάτσαμε όλοι μαζί και την έβλεπα κάθε μέρα, ξανασυλλογίστηκα αυτό το επεισόδιο, και, βλέποντας πόσο της άρεσε να καλλωπίζεται μπροστά στον καθρέφτη, έλεγα πως θα της είχε κάνει κόπο. Αλλά εκείνη θα το είχε ξεχάσει. Ίσως και ποτέ να μην έδωσε σημασία στο πράμα γιατί ήμουνα ακόμη μικρό παιδί.
(από το βιβλίο: Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο, Ίκαρος, 1996)