Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΔΟΚΙΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΔΟΚΙΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Δάλλας, [Η ποίηση του Καβάφη σαν στίβος πολιτικής περιπέτειας]





Στην ύστατη αναγωγή της η ποίηση του Καβάφη ανοίγει σαν στίβος πολιτικής περιπέτειας. Και τα οριακά -ή σχεδόν- αμιγή δείγματά της: Φυγάδες (1914), Ας φρόντιζαν(1930). Αρχή της από το 1914, περίπου παράλληλα προς την έξαψη του νεότερου πολιτικού διχασμού των αστικών κομμάτων στη χώρα μας. Και επεκτείνεται στη διάρκεια ενός δολοπλόκου, με τις γνωστές επιπτώσεις του και στα εσωτερικά μας, παγκοσμίου πολέμου. Πρόκειται καταρχήν για δηλώσεις κομματικής διαμάχης και κάθε είδους ατασθαλίας. Διαμάχη, που κατά την υλοφροσύνη της εποχής συντελείται με επαγγελματική ψυχρότητα:
Στις ραδιουργίες μας πρέπει να πάμε πάλι –
να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη.
Και μες από τις σκευωρίες της πτολεμαϊκής αυλής συνείρει τα φυγόκεντρα μοτίβα της ιδιωτικής και δημόσιας ορμής των ηρώων του: της τρυφής και της συνωμοσίας (Μεγάλη εορτή του Σωσιβίου, 1917). Ανάλογα, παρεμβάλλοντας την τρέχουσα ψυχαγωγία μες στα περιθώρια της πολιτικής αργοσχολίας, τονίζει και ξανατονίζει το θέμα της πολιτικής εξορίας (Φυγάδες, 1914 – Βυζαντινός άρχων εξόριστος στιχουργών, 1924). Και από την Αλεξάνδρεια της παλατιανής ραδιουργίας και του εκτοπισμού μας μεταφέρει στην κατεξοχήν επιρρεπή και εξασκημένη σ’  εμφύλιες διενέξεις βυζαντινή του αυλή:
Κουτός! Στο κόμμα να μπλεχτεί της Άννας
(Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει, 1924)
Και το κλίμα της κομματικής διαμάχης διευρύνεται με παρηχήσεις ξένων αναμίξεων, νόθων μεταρρυθμίσεων και κάθε μορφής ιδεολογικού αποχρωματισμού. Παρηχήσεις, που είναι συνάμα και προβολές της εποχής του στις διαστάσεις του ιστορικού χρόνου. Το 1915 λ.χ. στην έξαρση των επεμβάσεων των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές διαμάχες –«έγιν’  εκεί η μοιρασιά»- γράφει στο Πρέσβεις απ’  την Αλεξάνδρεια. Το 1928, στη μεσοπολεμική τάση του εκσυγχρονισμού των αποικιών, απαντά με τη δική του παρωδία:
Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’  ευχήν στην Αποικία
δεν μεν’ η ελάχιστη αμφιβολία,
και μ’  όλο που οπωσούν τραβούμ’  εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή
(Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ., 1928)
Και τέλος, με τους ήρωές του πλάνητες από μισθοφορία σε μισθοφορία και από παράταξη σε παράταξη ιστορικοποιεί τα ενδημικά στην εποχή του και την εποχή μας συμπτώματα της πολιτικής καιροσκοπίας και του ιδεολογικού αμοραλισμού (Από την σχολήν περιωνύμου φιλοσόφου, 1924 -  Ας φρόντιζαν, 1930).
Το θέμα της πολιτικής περιπέτειας προεκτείνεται βαθμιαία και για μεγαλύτερη πειθώ αποχρωματίζεται. Πέρα από προσδιορισμούς τόπου και χρόνου, ο έλεγχός του γλυστρά από την επίσημη κορυφή στη βάση της πολιτικής αλητείας των ανωνύμων εφήβων του. Τα αδιέξοδα της ατομικής ζωής τους, μ’  ανεπίσημη ή πλασματική την ταυτότητά τους, αναδύονται στο τέρμα της δημόσιας σταδιοδρομίας του και σαν αδιέξοδα της κοινωνικής τους διαγωγής. Ενώ, ταυτόχρονα, η πολιτικοποίησή τους δεν καταργεί παρά συγχρονίζει την εξάρτησή τους από την Ιστορία.
Ο Καβάφης μ’  αυτή τη διαδικασία υποδηλώνει και την πολιτική οπτική του γωνία. Και με το γεγονός, ότι με την ποίησή του στάθηκε ολόκληρος μέσα στην εποχή του. Απ’  αυτήν προσδιορίζεται και προς αυτήν απευθύνεται. Δεν έγραψε φυσικά, όπως άλλοι, καθ’  υπαγόρευση των ιδεών ή των γεγονότων της, μια εμπρόθετη ή όποια άλλη ηχηρή ποίηση. Αλλά από την κοινωνική του τοποθέτηση, απεικόνισε πιστά την πραγματικότητα και τα προβλήματα που εκπροσωπούσε η εποχή και η τάξη του. Και στην ανάπτυξη της πορείας του, χρειάστηκε ν’  αντιμετωπίσει τα ειδικά συμπτώματα του προπολέμου και του πρώτου μεσοπολέμου.
Αντιγράφουμε από το βιβλίο Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία, εκδ. Ερμή
ς

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

στάθης γουργουρής – στοχάζεται η λογοτεχνία; η λογοτεχνία ως θεωρία σε μια αντιμυθική εποχή.

Πηγή:http://pandoxeio.com/2015/01/06/gourgouris/
Eξ_
Οι ανοιχτές και τεράστιες λεωφόροι του Παρισιού κατασκευάστηκαν με ρητό σκοπό να μην έχουν οι επαναστάτες τη δυνατότητα να φτιάξουν οδοφράγματα, καθώς και για την ταχεία και εύκολη αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ορθά αντιλαμβάνεται την καινούργια αυτή αρχιτεκτονική αντίληψη – αυτό τον «στρατηγικό» καλλωπισμό» της πόλης, όπως ήταν γνωστός τότε μεταξύ των κατοίκων της – ως ένα μέτρο απόλυτης κρατικής εξουσίας που εκφράζεται υπό έκτακτες συνθήκες και αποσκοπεί στη θωράκιση του χώρου της πόλης (τον τόπο της κρατικής εξουσίας) έναντι των κινδύνων του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται ιστορικά, είναι πάντοτε ένας ταξικός πόλεμος. Όμως η επαναστατική κληρονομιά αυτής της λογικής, η δύναμη του ριζικού δημιουργικού / καταστροφικού ποιείν, δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Όπως παρατηρεί ο Μπένγιαμιν, τα οδοφράγματα που φτιάχτηκαν στη διάρκεια της Κομμούνας είχαν το πλεονέκτημα της ισχύος και του μεγέθους ακριβώς λόγω των πλατιών λεωφόρων του Οσμάν. Με αυτό τον τρόπο, συμπεραίνει μέσα από μια άψογη διαλεκτική ανάλυση, «το κάψιμο της πόλης είναι το κύριο αποτέλεσμα της καταστροφικής εργασίας του Ωσμάν».
paris_revolution
Βρισκόμαστε στο κεφάλαιο Η ονειρική πραγματικότητα του ερειπίου σ’ ένα ακόμα δοκιμιακό βιβλίο που παρά την σύνθετη και απαιτητική γραφή του χαρίζει σπάνιες αναγνωστικές απολαύσεις, ανοίγει νέους αναγνωστικούς ορίζοντες και προτείνει ιδιαίτερες αναγνώσεις αξιανάγνωστων έργων. Aντικείμενό του, η εγγενής γνωστική ιδιότητα της λογοτεχνίας, η ιδέα ότι η λογοτεχνία θα μπορούσε να περικλείει έναν ίδιον τρόπο γνώσης. Πρόκειται για ιδέα τόσο παλιά όσο και η διαμάχη μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας, αλλά αμφιλεγόμενη μέχρι και σήμερα.
Στο κεφάλαιο αυτό λοιπόν «διαβάζουμε» το ημιτελές Passagenwerk του Walter Benjamin, ένα έργο του οποίου ο στοχαστικός πυρήνας αφορά στη σημασία του χρόνο καθ’ υπέρβασιν όλων των αναγνωρίσιμων χρονικοτήτων: του χωροχρόνου, του ονειρικού χρόνου, του αυστηρά ενεστώτος χρόνου, του μυθικού χρόνου, του λυκόφωτος της ανάμνησης, της στιγμιαίας έλλαμψης. Πρόκειται για μια αλληγορική εγκυκλοπαίδεια του Παρισιού ως πρωτεύουσας του 19ου αιώνα, αλλά ουσιαστικά όλου του καπιταλιστικού κοινωνικού φαντασιακού, όπως αυτό αποκαλύπτεται μέσα από τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής· μια υβριδικής μορφής σύνθεση που προκύπτει από τη διασταύρωση λογοτεχνίας και φιλοσοφίας (δυο όψεις του ίδιου νομίσματος).
Walter_Benjamin22
Άλλωστε το Παρίσι αποτέλεσε την ονειρική πόλη της νεωτερικής ιστορίας, εκείνη που αναδύεται μέσα από τα ερείπια της επανάστασης που διαμόρφωσε την Ευρώπη εκείνης της εποχής συστήνεται ως τόπος ενός μετεπαναστατικού φαντιασιακού. Ο Μπένγιαμιν θεωρεί ότι οι ίδιες οι συνοικίες της πόλης που επελέγησαν να κατεδαφιστούν αποτελούν προνομιακά πεδία διδασκαλίας της θεωρίας των κατασκευών και ότι η επεκτατική ιστορία της τεχνολογίας μιλάει την γλώσσα της καταστροφής «μαζί με την ανέγερση και την δημιουργία μεγάλων πόλεων εξελίχτηκαν και τα μέσα ισοπέδωσής τους». Γνωρίζουμε πλέον πως τα αναρίθμητα πάρκα, οι πλατείες και οι δημόσιοι κήποι που διαμορφώνουν το παρισινό τοπίο δημιουργήθηκαν με κρατικά διατάγματα, τα οποία οδήγησαν στη μαζική ισοπέδωση ολόκληρων συνοικιών.
Πώς έφτασε σε μια τέτοια προβληματική ο ερευνητής; Στο προλογικό του σημείωμα μοιράζεται την πρώτη αλησμόνητη αίσθηση από την ανάγνωση του Κάφκα: ότι εκείνα τα περίεργα κείμενα γνώριζαν τα πάντα για τον κόσμο στον οποίο ζούσε, άσχετα αν είχαν γραφτεί μισόν αιώνα πριν. Μια δεύτερη διαπίστωση αποτελούσε θέμα χρόνου: Η λογοτεχνία λειτουργούσε ως επιστήμη, καθώς παρείχε μια συνολική κατάρτιση των δεδομένων του κόσμου μας, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο διείσδυσης στα στοιχειώδη του, μια εις βάθος κατανόηση ων πιο περίπλοκων πτυχών του. Εδώ εδράζεται το πρώτο desideratum του: η «τίμηση» της πρωταρχικής εμπειρίας της ανάγνωσης της λογοτεχνίας ως θεωρητικής ανάγνωσης του σύγχρονου κόσμου, αλλά και των στοχαστών που τόλμησαν να σκεφτούν τα πράγματα πέρα από τα δεδομένα της παράδοσης και της εποχής τους.
parismaingraphic
Η προσωπική του εμπειρία στα αμερικανικά πανεπιστήμια στις αρχές της δεκαετίας του ’80 υπήρξε καθοριστική, καθώς εκεί απορροφούνταν τα κύματα αμφισβήτησης των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Έτσι τα σεμινάρια και οι διαλέξεις των Φουκώ, Ντεριντά, Σαΐντ, ντε Σερτώ και αργότερα των Ζίζεκ, Αγκάμπεν, Μπάτλερ κ.ά.. όριζαν μια πανδαισία ιδεών και αντιλήψεων ενώ η πανκ μουσική στις δυο αμερικανικές ακτές αλλά και στην Αγγλία αισθητοποιούσε την οργισμένη επιθυμία για πλήρη καταστροφή των συστημάτων παντός τύπου. Η διαπολιτισμική συντροφικότητα των πανεπιστημίων δημιούργησε φυσικά και πρωτοφανείς συνθήκες διεπιστημονικότητας και ακριβώς μέσα σε αυτή τη θύελλα επιστημολογικής αταξίας, πειραματισμού και εφευρετικότητας η συγκριτική λογοτεχνία υπήρξε το επίνειο όλων των ριζοσπαστικών ρευμάτων και η εστία όλων των ιδιαίτερων προσωπικοτήτων και των κειμένων τους, που είχαν ήδη αρχίσει να κωδικοποιούνται, προς χάριν της αγοράς, με τον βλακώδη όρο «Θεωρία», όπως γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογό του στην ελληνική έκδοση.
Ένα από τα μαθήματα του 20ού αιώνα είναι ότι το συμβολικό σύμπαν της επανάστασης φαίνεται ότι μπορεί να επιβιώνει της ίδιας του της ιστορίας, γράφει ο Γουργουρής. Αν η επανάσταση έχει κάποιο νόημα – αν οι αμέτρητες ζωές που χάθηκαν στο όνομά της υποβάλλουν ένα αίτημα στην ιστορία που δεν μπορεί να παρακαμφθεί – αυτό έγκειται στο γεγονός ότι καθιστά απτή, συχνά εναντίον της ίδιας της πραγματικότητας, την ικανότητα της ανθρωπότητας να αλλοιώνει το πεπρωμένο της. Αυτό ίσως εξηγεί το τεράστιο συμβολικό βάρος που κομίζει η μαρξιστική παράδοση στον 20ό αιώνα, το οποίο μπορεί να συγκριθεί μόνο με την επιρροή της ψυχολογικής θεραπείας και πρακτικής.
genet
Η περίφημη σκέψη του Αντόρνο ότι η ποίηση μετά το Άουσβιτς συνιστά βαρβαρότητα αναθεωρήθηκε στηνΑρνητική διαλεκτική, αποδίδοντας στην ποίηση το στοιχείο της ανατροπής κάθε συντεταγμένου λόγου. Έτσι στην μετά – Άουσβιτς εποχή ο προνομιακός κόσμος του λυρικού εγώ εκμηδενίζεται, αλλά η σχέση του με την φαντασία δεν καταργείται αλλά ανασυντίθεται, διανοίγεται στο πιο έτερο και εξωτερικό, σε αυτό που δεν μπορεί να μιλήσει. Κάπου εδώ βρίσκεται ο Ζαν Ζενέ· ένας πλάνης, μια ιδιόρρυθμη φιγούρα, μια παράξενη μεικτή μαρτυρία τόσο της επιβίωσης όσο και της εκτόπισης και της μεταλλαξιμότητας – κοινωνικής, πολιτικής, σεξουαλικής, γεωγραφικής. Νόθος, κλέφτης, ομοφυλόφιλος, αλήτης: οι ομολογημένες personae του Ζενέ πότε δεν εξημερώθηκαν. Ελάχιστοι καλλιτέχνες αναγνώρισαν με τόσο ριζικό τρόπο ότι η αυθεντία τους ήταν πριν από όλα μια κατασκευή ενός μια κατασκευή όμως άξια να χρησιμοποιηθεί ως όπλο: να εξαφανίσει αυτόν τον επινοημένο εαυτό μαζί με ολόκληρο το πεδίο αξιών που του έδωσαν την δυνατότητα να υπάρξει.
Ο Ζενέ απέρριψε και την «αγιοσύνη» που του απένειμε ο Σαρτρ και σταμάτησε να γράφει για τριάντα περίπου χρόνια. Υπήρξε ίσως ο πιο διακεκριμένος μάρτυρας του ανταγωνισμού ανάμεσα στην επανάσταση και την εκμηδένιση, ένας μάρτυρας που δεν αναζήτησε ποτέ τη λύτρωση μέσα από την τέχνη. Ο Ζενέ χωρίς καμία ντροπή μετέτρεψε την παράνομη και εγκληματική ζωή του σε ένα έργο τέχνης, έτσι ώστε η σκιώδης υπόγεια πλευρά του νόμου να νιώσει ξαφνικά την απελευθερωτική χάρη μιας γλώσσας λογοτεχνικού σκανδάλου. Η κίνησή του ήταν ενός μασκοφόρου και όχι ενός ηθικολόγου. Μια από τις αρχές του ήταν η υπόκριση: η εγγενώς έκκεντρη αίσθηση του εαυτού του που εκμαιεύει τη φύση διάφορων κοινωνικών ρόλων, ενσωματώνοντάς τους σε έναν κόμβο χειρονομιών που τους ελέγχουν και τους οικειοποιούνται.
Allen Ginsberg -  William Burroughs - Jean Genet [Chicago, 1968]
Οι εμπειρίες του με τους Μαύρους Πάνθηρες και τους Παλαιστίνιους μαχητές επηρέασαν βαθύτατα και ενέτειναν τη μακρόχρονη αφοσίωσή του στο πολιτικό δοκίμιο ως τον μόνο «νόμιμο» τρόπο γραφής (νόμιμο λόγω της άμεσης αξίας χρήσης του στο πεδίο της πολιτικής). Η μαρτυρία της Σατίλα, μια εξέχουσα βιωματική εμπειρία της εκμηδένισης, προκάλεσε μια ποιητική συνάντηση με την βία του κόσμου, αλλά δεν υπέκυψε στον ναρκισσισμό του ποιητή – επαναστάτη. Με τους Παλαιστινίους μοιράστηκε μια κοινότητα ασώματων υπάρξεων, όπου η πιο αντικειμενική υλικότητα συνίσταται στην απουσία (πάτριας γης, έθνους, νίκης, αποδοχής). Στο κάλεσμα των Μαύρων Πανθήρων ανταποκρίθηκε χωρίς δισταγμό χάρη στη δική του αίσθηση των διαπερατών ορίων της εαυτότητας.
Το μυθιστόρημα μπορεί να πάει πιο βαθιά, παρέχοντας την ισορροπία και το ρυθμό που δεν μπορούμε να βιώσουμε στην καθημερινότητά μας, στην πραγματική μας ζωή. Με αυτό τον τρόπο, το μυθιστόρημα, ευρισκόμενο στο εσωτερικό της ιστορίας, έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει εκτός αυτής – διορθώνοντας τακτοποιώντας και, το πιο σημαντικό όλων, ανακαλύπτοντας ρυθμούς και συμμετρίες που δεν μπορούμε να συναντήσουμε αλλού…
Portrait Of Don DeLillo
…έλεγε σε συνομιλία του το 1991 ο Ντον ΝτεΛίλλο, που πάντα απονέμει στη μυθιστορηματική γραφή ένα είδος ιστορικής διορατικότητας που η ιστορική γραφή δεν μπορεί ενδεχομένως να κατακτήσει, μια σαφήνεια αντίληψης των ίδιων των πραγμάτων της ιστορίας. Η λογοτεχνία του, ένας μοναδικός επιτελεστικός στοχασμός, αναφέρεται με μεγάλη οξύνοια στα μυστήρια του σύγχρονου κόσμου και ολόκληρος ο τρόπος της ερωτηματοθεσίας το παραπέμπει στην εμπιστοσύνη στην ικανότητα της λογοτεχνίας να θεωρητικοποιεί το μυστήριο του κόσμου.
Εδώ και με αφετηρία το έργο του Ονόματα εξετάζονται η επιλογή των αφηγηματικών τόπων του συγγραφέα, ιδίως εκείνων που αφορούν το ιστορικό και φιλοσοφικό σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου, η συνύφανση των σχεδίων του πολυεθνικού καπιταλισμού με τον ακαταμάχητο πόθο για την αρχαιολογία, η τρομακτική αναζήτηση της ταυτότητας, η καρτερική μοναξιά των σύγχρονων ζευγαριών, η ανάπλαση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, η ψυχική επένδυση της Δύσης στης περιοχή, η αποκρυπτογράφηση αρχαίων πολιτισμών ως αυτοαναφορική φαντασίωση, η αρχαιολογία ως «πολιτική αλληγορία» του ιμπεριαλισμού, ο τουρισμός ως προέλαση της ανοησίας, η μαζική καλλιέργεια της βλακείας ως ένα από τα πιο έξυπνα όπλα του καπιταλισμού. Διαβάζοντας τις περιγραφές του ΝτεΛίλλο σχετικά με τον ελληνικό τρόπο ζωής συνειδητοποιούμε, γράφει ο Γουργουρής, την καλλιτεχνική φτώχεια ενός Χένρι Μίλλερ ή ενός Λώρενς Ντάρελ.
DDL
Το εκτενές δοκίμιο Διαφωτισμός και παρανομία διασχίζει την επικράτεια ενός κόσμου απομαγευμένου (καθώς ο Διαφωτισμός διέλυσε τους μύθους αντικατέστησε την φαντασία με την γνώση) και ανιχνεύει την ιερότητα του νόμου και το μονοπώλιο της βίας (εδώ επιχειρείται η σύνδεση με τις πολιτικές ταραχές του 1960 αλλά και του σήμερα) και τελικά την παρανομία του νόμου και της ίδιας της λογοτεχνίας με έμφαση την μυθογραφική φαντασία του Κάφκα στην οποία ο νόμος είναι παράνομος με την τυπική έννοια. Αν ο Γιόζεφ Κ. ήταν ο ήρωας μιας μεσαιωνικής αφηγηματικής πλοκής, το μπλέξιμό του δεν θα προξενούσε καμία εντύπωση. Είναι η πίστη του ότι έχει δικαιώματα ενώπιον του νόμου που καθιστά εφιαλτική την πλήρη παραβίαση των δικαιωμάτων του.
Ερευνώντας σε άλλο κεφάλαιο την έννοια του μυθικού ο συγγραφέας γράφει πως το ζήτημα της λογοτεχνίας ως θεωρίας γίνεται κάλλιστα αντιληπτό ως διασταύρωση του ποιητικού στοιχείου με το πολιτικό και εκκινεί από τον Καρλ Σμιτ, έναν υποδειγματικό καλλιτέχνη στην πολιτική γραφή, που κατανόησε την βαθύτατη σημασία του μυθικού στοιχείου έστω και από την παραμορφωτική οπτική γωνία των πολιτικών θέσεων και των θεολογικά προσδιορισμένων ορίων του. Η σχετική έρευνα στην σκέψη του Σμιτ γίνεται πρώτα σε συνομιλία με εκείνη Ζορζ Σορέλ και των δικών του Στοχασμών για την βία – άλλωστε ο δια χειρός Αϊζάια Μπερλίν χαρακτηρισμός του δεύτερου (σφόδρα αντιφιλελεύθερος και αντικαπιταλιστής, καχύποπτος έναντι της κληρονομιάς του Διαφωτισμού και των δημοκρατικών θεσμών, με έργο που ιδιοποιήθηκε τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά) ταιριάζει κάλλιστα και στον πρώτο. Το νήμα της διαλεκτικής δένεται και με το έργο των Βάλτερ Μπένγιαμιν και Χανς Μπλούμενμπεργκ.
Carl Schmitt
Η Χειρονομία των Σειρήνων συμπλέκει τις Ομηρικές Σειρήνες με τις σειρήνες του πολέμου, την Διαλεκτική του Διαφωτισμού, τους Χορκχάιμερ και Αντόρνο, την Σιωπή των Σειρήνων του Κάφκα, τον Μπρεχτ και τον Μπένγιαμιν. Στα υπόλοιπα κείμενα: Η ανάγκη της φιλοσοφίας για την Αντιγόνη, Έρευνα, Δοκιμή, Αποτυχία[Περί Φλωμπέρ] κι ένας εκτενής επίλογος.
Εκδ. Νεφέλη, 2006, μτφ. Θανάσης Κατσικερός, 530 σελ. [Stathis Gourgouris, Does literature Think? Literature as Theory for an Antimythical Era, 2003].
Στις εικόνες: Επαναστατικό Παρίσι, Walter Benjamin, Φαντασιακό Παρίσι, Jean Genet, Allen Ginsberg – William Burroughs – Jean Genet [Chicago, 1968], Don DeLillo [2], Carl Schmitt.
Δημοσίευση σε συντομότερη μορφή στο mic.grΒιβλιοπανδοχείο, 171 / υπό τον τίτλο These books are made for thinking.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Τα όνειρα στα έργα Παπαδιαμάντη και Ντοστογέφσκι

Πηγή: http://www.pemptousia.gr
Η παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζει μια ακόμα προσπάθεια αντιπαραβολής του «Εγκλήματος και Τιμωρίας» του Ντοστογιέβσκι και της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη. Σκοπεύουμε να αποδείξουμε ότι παρ’ όλες τις επιφανειακές συμπτώσεις υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά στην κοσμοθεωρία και αφηγηματικές στρατηγικές των δύο συγγραφέων.
Το μυθιστόρημα του Ντοστογιέβσκι «Έγκλημα και τιμωρία» έγινε σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας και της φιλοσοφικής σκέψης εν μέρει χάρη στην επιρροή του μεγάλου Ρώσου στοχαστή Μιχαήλ Μαχτίν. Το μυθιστόρημα για τον Μπαχτίν νοείται ως αλληλεπίδραση των ισάξιων φωνών ενώ η ηθική αντιμετωπίζεται ως ένα είδος πρωταρχικού ενδιαφέροντος για το έτερο. Τον όρο πολυφωνία ο Μπαχτίν δανείζεται από την θεωρία της μουσικής, η οποία τον ενδιέφερε από πολύ πρώιμη εποχή.
ntostogefski4
Η αντιπαραβολή του «Εγκλήματος και Τιμωρίας» και της «Φόνισσας» από καιρό απασχολεί τους ερευνητές. Είναι ολοφάνερο ότι μιά τέτοια αντιπαραβολή μας βοηθάει να προχωρίσουμε στην αποκωδικοποίηση και των δύο έργων και σαν αποτέλεσμα να κατανοήσουμε καλύτερα τα πολιτισμικά συμφραζόμενα.
Η σύγκριση των δύο συγγραφέων στηρίζεται σε πολλά κοινά στοιχεία – στην παρούσα ανακοίνωση γίνεται μια προσπάθεια να ξανακοιτάξουμε από λίγο διαφορετική γωνιά μερικά από αυτά τα σημεία μεταξύ των οποίων βρίσκονται
• οι βιογραφικές συμπτώσεις και παραλληλισμοί
• η τάση αισθητικοποίησης της κοινωνίας και κοινωνικοποίησης της αισθητικής
• οι παρόμοιες τακτικές στην αντιμετώπιση της γλώσσας και μερικά άλλα.
Στην ανακοίνωση εστιαζόμαστε στο θέμα των ονείρων το οποίο έχει μεγάλη σημασία στα δύο μυθιστορήματα. Η ονειρική εμπειρία είναι άκρως σημαντική και ερμηνεύεται συνήθως σαν ταξίδι της ψυχής στον άλλο – (τον κάτω ή τον πάνω) κόσμο.
Εκτός από το περιεχόμενο των ονείρων φαίνεται πολύ σημαντική και η κατάσταση του κοιμώμενου: η αϋπνία οδήγησε τη Φραγκογιαννού, την πρωταγωνίστρια της «Φόνισσας»,  σε παραφροσύνη, ο Ρασκόλνικοβ στο «Έγκλημα και τιμωρία», αντίθετα, κοιμάται υπερβολικά πολύ μετά τη δολοφονία ενώ μερικά σημαντικά πρόσωπα (όπως ο Σβιντριγκάιλοβ π. χ.) εμφανίζονται τη πρώτη φορά σαν από μια ονειρική διάσταση. Τα όνειρα βλέπουν κυρίως οι πρωταγωνιστές. Και στα δύο μυθιστορήματα τα όνειρα αποτελούν μια επίδειξη τύψεων των πρωταγωνιστών.
Ο καθένας βλέπει ένα καθοριστικό του όνειρο: στο «Έγκλημα και τιμωρία» τέτοιο όνειρο είναι η εφιάλτη του Ρασκόλνικοβ για τη γριά τοκογλύφο που γελάει. Μετά το όνειρο αυτό ο Ρασκόλνικόβ τελικά συνειδητοποιεί ότι η ιδέα του ναυάγησε. Στη “Φόνισσα”  τέτοιο όνειρο είναι το τελευταίο όνειρο της Φραγκογιαννού, μετά το οποίο η γριά λέει ότι καλύτερα είναι να πεθάνει παρά να βλέπει τέτοια όνειρα και σε λίγο αυτοκτονεί.
Οι δύο συγγραφείς περιγράφουν τα όνειρα των πρωταγωνιστών τους σε πολλές λεπτομέρειες και αυτό δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη αισθητική της εφιάλτης . Η βασική διάφορα στην ερμηνεία των ονείρων έχει ως εξής: στη «Φόνισσα» όλα τα όνειρα είναι συνδεδεμένα με τη πρωταγωνίστρια, στο «Έγκλημα και τιμωρία» όμως παράλληλα με τα όνειρα του Ρασκόλνικοβ περιγράφονται και τα όνειρα του Σβιντριγκάιλοβ, που έχουν τη δική τους πλοκή.
(Το κείμενο αποτελεί περίληψη εκτενέστερης εισήγησης από το Ε΄Συνέδριο Ευρωπαϊκής Εταιρείας  Νεοελληνικών Σπουδών των Fatima Eloeva, Arina Reznikova.)

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Μονταίν, Δοκίμια


"Αν η ψυχή μου μπορούσε να στεριώσει κάπου το πόδι της, δεν θα έκανα δοκιμές.  Η ψυχή μου όμως τελεί υπό διαρκή μαθητεία και δοκιμασία"

"Δεν διδάσκω καθόλου, αφηγούμαι"

"Το να στηρίζεις την ανταμοιβή των ενάρετων πράξεων στην επιδοκιμασία των άλλων, είναι σαν να διαλέγεις θεμέλιο υπερβολικά αβέβαιο και ασταθές.  Ιδιαιτέρως σε έναν αιώνα διεφθαρμένο και αμαθή σαν αυτόν εδώ, η εκτίμηση του πλήθους είναι ύβρις : ποιον θα εμπιστευόσαστε να αναγνωρίσει τι είναι άξιο επαίνου;  Ο Θεός να με φυλάει να μην είμαι έντιμος άνθρωπος σύμφωνα με την περιγραφή που βλέπω να κάνει καθημερινά ο καθένας προς τιμή του εαυτού του.  Όσα ήταν ελαττώματα άλλοτε, είναι σήμερα ηθική"

"Έχω δικούς μου νόμους και το δικαστήριό μου για να κρίνω τον εαυτό μου, και απευθύνομαι σε αυτό αντί οπουδήποτε άλλου.  Περιορίζω, σύμφωνα με τις υποδείξεις των άλλων, τις πράξεις μου, αλλά τις εκτείνω ως εκεί που μου αρέσει.  Κανείς εκτός από εσάς δεν ξέρει αν είσαστε δειλός και άσπλαχνος, ή πιστός και ευλαβής.  Οι άλλοι δεν σας βλέπουν καθόλου.  Σας μαντεύουν με αβέβαιες εικασίες.  Δεν βλέπουν τόσο τη φύση σας όσο την επιτήδευση σας.  Οπότε μη δίνετε σημασία στην ετυμηγορία τους, αρκεστείτε στην δική σας.  Πρέπει να χρησιμοποιείς τη δική σου κρίση για τον εαυτό σου.  Σε ό,τι αφορά την αρετή και τις κακίες μας, η ίδια η συνείδηση έχει μεγάλο βάρος.  Όταν αυτή καταρρεύσει, όλα χάνονται"

"Θα άξιζε περισσότερο να μην είχαμε κανέναν απολύτως νόμο, παρά να τους έχουμε σε τέτοια αφθονία που τους έχουμε σήμερα"

"Η Φύση μας δίνει πάντα ευτυχέστερους νόμους από εκείνους που δίνουμε στους εαυτούς μας"

"Ό,τι έχει κοπεί σε μικρά κομμάτια ώσπου έγινε σκόνη, σύγχυση δημιουργεί".

"Υποδιαιρώντας αυτούς τους λεπτολόγους συλλογισμούς, μαθαίνουμε τους ανθρώπους να αυξάνουν τις αμφιβολίες τους"

"...όπως η γη γίνεται περισσότερο εύφορη όσο περισσότερο θρύβεται και σκάβεται βαθιά: η μάθηση φτιάχνει τη δυσκολία"

"είναι αδύνατο να βρει κανείς δυο γνώμες απόλυτα όμοιες, όχι μόνο σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά και στους ίδιους τους ανθρώπους σε διαφορετικές ώρες".


"Δεν υπάρχει τέλος στις αναζητήσεις μας.  Το τέλος μας είναι στον άλλο κόσμο"

"Περισσότερη η φασαρία να ερμηνευθούν οι ερμηνείες, παρά να ερμηνευθούν τα κείμενα και περισσότερο είναι τα βιβλία για τα βιβλία, παρά για όποιο άλλο θέμα : δεν κάνουμε άλλο από το να αλληλουπομνηματιζόμαστε".

"Όλα είναι ένα σμάρια από σχόλια. Από συγγραφείς υπάρχει μεγάλη έλλειψη"

"Οι γνώμες μας μπολιάζονται η μια πάνω στην άλλη.  Η πρώτη χρησιμεύει για βλαστός της δεύτερης, η δεύτερη της τρίτης.  Αναρριχόμαστε έτσι σκαλί σκαλί.  Και έτσι, συμβαίνει αυτός που ανέβηκε ψηλότερα να έχει συχνά περισσότερη τιμή από όση του αξίζει.  Γιατί δεν ανέβηκε παρά ένα δάχτυλο πάνω στους ώμους του προτελευταίου"
---
Κάποια αποσπάσματα που με κέντρισαν από τα Δοκίμια, του Γάλλου στοχαστή Μονταίνιου (1533-1592). Τα Δοκίμια (1572), αλλά και οι πολλές μεταφράσεις τους, βρέθηκαν στο Index των βιβλίων που καταδικάστηκαν από την καθολική εκκλησία. Ο ευρωπαικός Διαφωτισμός του 18ου αιώνα, θα δει στον Μονταίνιο έναν πρόδρομό του.

Μισέλ ντε Μονταίνι, Δοκίμια, μετάφραση-σημειώσεις Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Ο Δον Κιχώτης στην Ευρωπαϊκή γραμματεία



Το εξώφυλλο του πρωτότυπου του βιβλίου (1605)


Φίλιππος Δρακονταειδής











Καθώς φαίνεται ότι ζούμε την ύστερη περίοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, πληθαίνουν οι αποτιμήσεις των ιστορικών περιόδων του. Έτσι, εμφανίζονται "κανόνες" της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής παραγωγής κατά τους λεγόμενους Νέους Χρόνους, δηλαδή από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) ή την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Κολόμβο (1492) ως τις μέρες μας ή τουλάχιστον ως το 1989, οπότε κατέρρευσε το τείχος του Βερολίνου και μαζί του ο υπαρκτός σοσιαλισμός, ανοίγοντας το κεφάλαιο της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της επιβολής της μονοκρατορίας των ΗΠΑ. Σε όλους αυτούς τους "κανόνες", ο Δον Κιχώτης του Μιγκέλ δε Θερβάντες κατέχει την πρώτη θέση ή μια από τις πρώτες θέσεις. 



Προς επιβεβαίωση της αντικειμενικότητας αυτής της αξιολόγησης, έγκυρες εφημερίδες και περιοδικά έχουν ζητήσει από τους αναγνώστες τους να υποβάλλουν τον δικό τους -προσωπικό- "κανόνα". Έκπληξη φαίνεται πως αποτελεί το γεγονός ότι ακόμα και σε τέτοιους καταλόγους, ο Δον Κιχώτης βρίσκεται στις πρώτες θέσεις. 



Η αλήθεια είναι ότι υπό το πνεύμα ενός είδους ευρωπαϊκής "αλεξανδρινής βιβλιοθήκης", υπό το πνεύμα της δημιουργίας ενός "μουσείου", όπως κατά την ελληνιστική περίοδο, ο Δον Κιχώτης δεν μπορεί να λείψει από τέτοια παρακαταθήκη, της οποίας αποτελεί συστατικό στοιχείο. Τώρα, που έχουμε την άνεση να κοιτάζουμε πέντε τουλάχιστον αιώνες πίσω, μπορούμε να διακρίνουμε πως ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, δηλαδή το πνεύμα που τον κατέστησε μέγιστη κατάκτηση του ανθρώπου και ανυπέρβλητο όριο της συνέχειας από την Αρχαία Ελλάδα στην Αρχαία Ρώμη και στο Χριστιανισμό, έχει διακριτούς γεννήτορες. Στη λογοτεχνία, αυτοί δεν είναι άλλοι από τον Δάντη, που στα όρια μεταξύ Μεσαίωνα και Αναγέννησης κατέθεσε το όραμα ενός κόσμου ικανού να οδεύσει από την Κόλαση στον Παράδεισο, τον Ραμπελαί που απέδωσε τη λατρεία και την έκρηξη της ζωής ως ένα παιχνίδι γιορτής και περιέργειας με κολοφώνα το γέλιο, τον Τσώσερ και τον Βοκκάκιο που έφεραν αυτό το παιχνίδι στην περιοχή της αξίας του σώματος και της απόλαυσης, ικανής να εκδηλώνεται στην πράξη, αλλά και να κατέχει το θησαυρό του λόγου για να αφηγείται αυτή την πανδαισία, όπου η φυσικότητα της "αμαρτίας" ανάγεται σε αξεπέραστο και καλόδεχτο αμάρτημα της "φύσης". 




Αυτή είναι μάλλον η πρώτη περίοδος του ευρωπαϊκού πνεύματος. Είναι η περίοδος της αισιοδοξίας, της βεβαιότητας ότι τα πράγματα είναι καλύτερα όταν, εγκαταλείποντας την υπερβατικότητα και τη μεταφυσική, την με κάθε τρόπο αναζήτηση μιας βασανιστικής αγιοσύνης, τη φενάκη και υπερβολή της εποποιίας των ιπποτών, ο άνθρωπος αφήνεται στην καθημερινότητά του και στη λογική της σκέψης του, που δεν καταδυναστεύεται από τις αυθεντίες και τους σχολαστικισμούς. Συνέπεια αυτής της αντίληψης υπήρξαν οι διαμαρτυρίες του Λούθηρου, που εντάσσονται στη γενικότερη θεώρηση αυτής της κίνησης, η οποία αποκλήθηκε Ανθρωπισμός και Μεταρρύθμιση, όπου η ιατρική, η κοσμογραφία, η αστρονομία, η φυσική μεταβάλλονται σε επιστήμες, σε διαρκή αναζήτηση δια της έρευνας και του πειράματος, της μελέτης και της συναγωγής πρακτικών συμπερασμάτων, εγκαταλείποντας τις θεωρητικές και συχνά παράλογες προσεγγίσεις με σφραγίδα το κύρος του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. 



Είναι φυσικό ότι αυτές οι καινοτομίες μετέτρεψαν τη σταθερότητα το κόσμου, δηλαδή της Γης, που ως τότε ήταν το κέντρο του Σύμπαντος, σε μια διαρκώς εντονότερη αστάθεια, απέναντι στην οποία υψώθηκε η αντίδραση της εξουσίας και της θρησκείας, γνωστή ως Αντιμεταρρύθμιση. Τα εργαλεία της Αντιμεταρρύθμισης είχαν σαφή συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με όσα προσπαθούσε να επιβάλει η Μεταρρύθμιση. Το κυριότερο συγκριτικό πλεονέκτημα ήταν η συγκροτημένη αντίδραση σε σώματα επίθεσης προς υποστήριξη του δόγματος, με εμπροσθοφυλακή τα μοναστικά τάγματα και κυρίως την Κοινωνία του Ιησού -τους γνωστούς μας Ιησουΐτες- έργο του Ισπανού Ιγνάσιο δε Λογιόλα. Ποιος μπορούσε να αντισταθεί σε τέτοιο πλήθος, στην Ιερά Εξέταση που το ακολουθούσε, στην πυρά που εξολόθρευε μέσω τέτοιου εξαγνισμού τους ανθρώπους και τα έργα τους, στις παπικές εντολές, που υπερέβαιναν προ πολλού τον Μακιαβέλι; Ποια μπορούσε να είναι η προσωπικότητα, που μόνη και απροστάτευτη, θα ανέτρεπε αυτή την ισχύ, διαρκώς διευρυνόμενη με την ελέω Θεού Μοναρχία, την Αριστοκρατία, τη συμπαράταξη των αστών; Η συνθήκη του Τρέντο μπορεί να διήρκεσε μερικές δεκαετίες, στο τέλος όμως έψαλε τον θάνατο της Μεταρρύθμισης. Μετά την πρώτη περίοδο της αισιοδοξίας (1450-1530), μετά τη δεύτερη περίοδο της Μεταρρύθμισης (1500-1570), η τρίτη περίοδος, αυτή της επιβολής της Αντιμεταρρύθμισης (1550-1600), που συμπίπτει με την εγκαθίδρυση και στερέωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού είχε καταλήξει σε αυτό που θα ήταν η συνέχειά του: αγώνας μονάδων ή μικρών ομάδων κατά οργανωμένων συνόλων. Από την πτώση της Κωνσταντινούπολης ως την αυγή του 17ου αιώνα, δηλαδή σε εκατόν πενήντα χρόνια, η ανατροπή που είχε ευαγγελιστεί η Αναγέννηση είχε μεταμορφωθεί σε συντηρητισμό, επιβεβαιώνοντας για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ευρώπης πως η επανάσταση καταλήγει να ωφελεί και να ενισχύει την τάξη, εναντίον της οποίας είχε στραφεί. 



Η Αντιμεταρρύθμιση είχε επιβληθεί, όταν ο Δον Κιχώτης κυκλοφόρησε το 1605. Καθώς η αισιόδοξη περίοδος του Ραμπελαί και των συγχρόνων του είχε παρέλθει, καθώς η επόμενη περίοδος της αναταραχής λόγω του Λούθηρου και των συνοδοιπόρων του είχε λήξει και ο κόσμος της Ευρώπης είχε επιστρέψει στην προτέρα αυτού κατάσταση της εμπέδωσης της τάξης, της πίστης και του δόγματος, ο Θερβάντες φέρνει στο φως την ηθική και το μεγαλείο της αποτυχίας. Δίνει ουσιαστικά την πλέον ανθρώπινη απάντηση στον σύγχρονό του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, που βάζει τον ήρωά του Άμλετ, στο διεφθαρμένο βασίλειο της Δανιμακρίας, να αναρωτιέται "να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού το ερώτημα". Και το μεγαλείο του Θερβάντες βρίσκεται ακριβώς στην αναγνώριση ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν θα είναι παρά εξάρσεις δημιουργίας που θα καταπνίγονται από μια αμετακίνητη καθεστηκυία τάξη και ότι ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος παρά όταν εμπλέκεται στις εξάρσεις του, μαθαίνοντας στο πετσί του πως εξαιτίας αυτών των εξάρσεων στο τέλος θα ηττηθεί, περιμένοντας όμως πως άλλος θα παραλάβει τη σκυτάλη για να συνεχίζεται αυτός ο μαραθώνιος που οι αποστάσεις του διαρκώς μεταβάλλονται και οι δρομείς του -περιέργως- διαρκώς είναι παρόντες. 



Ίσως επειδή η εποχή μας έχει χάσει κάθε επαφή με αυτή την πραγματικότητα, αναγνωρίζει στον Δον Κιχώτη την αποκάλυψη αυτής της ανθρώπινης διάστασης, η οποία είναι η μόνη στα μέτρα του Ανθρώπου, αφού πρόκειται για ένα είδος αρετής, που ούτε ο Σωκράτης καν ούτε ο Πρωταγόρας μπόρεσαν να αποδείξουν “εἰ διδακτέον ἀρετή”. 



Την αποτυχία ως μονίμως αιωρούμενη παράμετρο, την έκπληξη αυτού του κινδύνου, προσπάθησε να οριοθετήσει, να περιγράψει και να εντάξει στην ανθρώπινη φύση ο Γάλλος Μισέλ ντε Μονταίνι στα Δοκίμιά του, έργο μιας ζωής, που δεν έπαψε να συμπληρώνει επί μία τουλάχιστον εικοσαετία (1572-1593), ομολογώντας πως του ήταν δύσκολο να καταλήξει σε συμπεράσματα και συμβουλές, ορίζοντας πως έμβλημά του ήταν το ερώτημα "τι ξέρω;", που βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από το σωκρατικό "εν οίδα ότι ουδέν οίδα"(γιατί σημασία έχει το ερώτημα και όχι η απάντηση) και ταυτοχρόνως καταργεί το ερώτημα του Άμλετ, γιατί εντέλει η απάντηση είναι μία: να ζει κανείς. Μερικές δεκαετίες μετά την πρώτη έκδοση του Δον Κιχώτη, ο Ισπανός Μπαλτασάρ Γκρασιάν (1601-1658) θα προσπαθήσει να υπερβεί τις αμφιβολίες του Μονταίνι και να κωδικοποιήσει τις αναγκαίες μορφές του κόσμου της τάξης, έτσι που να στέκονται στα ακραία της όρια, παραδείγματα προς μίμηση δια της συνεχούς άσκησης, αλλά και έτοιμες να γείρουν στην πλευρά της αμφισβήτησης. Τέτοιες αναγκαίες μορφές είναι ο Ήρωας, ο Πολιτικός, αλλά και ο Φρόνιμος (στον οποίο ο Γκρασιάν προσφέρει "την τέχνη της Φρόνησης") και ο Οξύνους (στον οποίο εξίσου διδάσκεται "η τέχνη της Έκφρασης" με γνώμονα τη Φρόνηση). Αν σκεφτεί κανείς πως ο Γκρασιάν ανήκε στην Κοινωνία του Ιησού και ότι οι ανώτεροί του πάσχισαν να τον κάμουν να σωπάσει, φτάνοντας στο σημείο να τον φυλακίσουν και, σύμφωνα με τον μύθο, να του πάρουν την πένα του, μπορεί να καταλάβει κανείς πως το μεγαλείο της αποτυχίας, όπως το εκφράζει ο Δον Κιχώτης, ήταν πια το χαρακτηριστικό ενός κόσμου που χωρίς την αποτυχία δεν είχε μέλλον. Τι θα ήταν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αν ο Τζορντάνο Μπρούνο δεν είχε καεί, αν ο Γαλιλαίος δεν είχε υποκύψει στους Ιεροεξεταστές, αν ο Κοπέρνικος δεν είχε καταδικαστεί ως "γελοίος Πολωνός", αν τα Δοκίμια του Μονταίνι δεν είχαν περάσει στον κατάλογο των απαγορευμένων από το Βατικανό βιβλίων, στον περίφημο Index, αν αμέτρητοι ανώνυμοι δεν είχαν υποστεί βασανιστήρια, δεν είχαν εντοιχιστεί για να πεθάνουν από ασφυξία, δεν είχαν υποβληθεί σε δημόσιες εκτελέσεις προς φρονηματισμό μιας τάξης πληβείων, που τα όριά της παρέμεναν δυσδιάκριτα και που έπρεπε πάντα να γέρνει προς την πλευρά της τάξης, την ώρα που η τάξη την υποψιαζόταν για κάθε είδους ανατροπές. Αυτή η τρίτη περίοδος του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι εκείνη που ολοκλήρωσε την ενηλικίωσή του. 



Αν αυτός υπήρξε ο περίγυρος που κατέστησε τον Δον Κιχώτη απαραίτητο, έτσι που θα μπορούσε κανείς να πει ότι αν δεν τον είχε γράψει ο Θερβάντες, κάποιος άλλος θα τον είχε γράψει, το στοιχείο που καθιστά τον Δον Κιχώτη δημιούργημα του Θερβάντες και μόνο είναι ότι τα πρόσωπα του βιβλίου είναι τρία: ο Δον Κιχώτης, ο Σάντσο Πάντσα και ο ίδιος ο Θερβάντες, που δεν εμφανίζεται απλώς ως ο αφηγητής, χρησιμοποιώντας το πρώτο πρόσωπο και κατευθύνοντας τον αναγνώστη, αλλά και ως εκείνος που ξέρει περί ποίου πράγματος ο λόγος, αφού η ζωή του υπήρξε αρκούντως δονκιχωτική. 



Είναι βεβαιωμένο πως έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου όπου τραυματίστηκε, στα είκοσι πέντε χρόνια του έμεινε ανάπηρος από το αριστερό του χέρι, λίγο αργότερα πιάστηκε από πειρατές και πέρασε πέντε χρόνια αιχμαλωσίας στο Αλγέρι, όπου επανειλημμένα προσπάθησε να δραπετεύσει, εργάστηκε ως κατάσκοπος της Ισπανίας στην Πορτογαλία και στο Οράν της Μπαρμπαριάς (που τότε ανήκε στην Ισπανία), επέστρεψε στη Μαδρίτη, όπου δοκίμασε την τύχη του ως θεατρικός συγγραφέας, δεν πέτυχε τίποτα σε αυτόν τον τομέα παρ' όλο που έγραψε είκοσι ή τριάντα θεατρικά έργα, απελπισμένος μετατράπηκε σε φοροεισπράκτορα για να καταλήξει αδίκως στη φυλακή για κακοδιαχείριση και ιδιοποίηση δημόσιου χρήματος το 1597. Λέγεται πως στη φυλακή καταπιάστηκε να γράφει τον Δον Κιχώτη, δεν είναι όμως βέβαιο αν η συγγραφή άρχισε σε εκείνο τον εγκλεισμό ή ολοκληρώθηκε κατά την επόμενη φυλάκιση, το έτος 1605 ακριβώς, όταν το πρώτο μέρος του Δον Κιχώτη τέθηκε σε κυκλοφορία. Το δεύτερο μέρος του Δον Κιχώτη κυκλοφόρησε το 1615, ενώ είχε προηγηθεί ένα άλλο δεύτερο μέρος, γραμμένο από κάποιον Αβεγιανέδα. Στερημένος κάθε πνευματικού δικαιώματος από τον εκδότη του πρώτου μέρους του Δον Κιχώτη, ο Θερβάντες θα πέθαινε από πείνα αν δεν τύχαινε της προσοχής ενός μαικήνα αριστοκράτη. Πέθανε λίγο αργότερα ενδεδυμένος το ράσο μοναχού, αλλά παρά το γεγονός ότι είναι γνωστός ο τόπος της ταφής του, ο τάφος του δεν έχει βρεθεί. 



Μερικούς μήνες μετά το θάνατο του Θερβάντες πέθανε ο Σαίξπηρ (σε ηλικία πενήντα δύο ετών και από άγνωστη αιτία). Πολλοί είναι εκείνοι που αρέσκονται να σημειώνουν ότι ενώ η ζωή του Θερβάντες και ο ίδιος βρίσκονται μέσα στον Δον Κιχώτη, ο Σαίξπηρ πέρασε μια ήρεμη ζωή, εισπράττοντας τα δικαιώματά από τα έργα του που παίζονταν με μεγάλη πάντα επιτυχία στο Globe Theater, αποφεύγοντας τις επαφές με τις αρχές, που είχαν μεριμνήσει για τη δολοφονία του Κρίστοφερ Μάρλοου, τα βασανιστήρια του Τόμας Κυντ, το στιγματισμό του Μπεν Τζόνσον, επιλέγοντας μιαν ανωνυμία, που του επέτρεπε να οικοδομεί τα τερατώδη και τα απύθμενα ενός Μάκβεθ και ενός Ληρ, διατηρώντας το δικαίωμα να διασκεδάζει με έναν Φάλσταφ ή μια Καλοκαιριάτικη Νύχτα. Αυτή η σύγκριση αποδίδει δύο όψεις της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας: εκείνη που ορμάται από τα του βίου και εκείνη που αποδίδει βίους. Ο Τόμας Μαν, που ανήκει στην πρώτη κατηγορία, λέγεται πως ταξιδεύοντας με το υπερωκεάνιο προς τη Νέα Υόρκη, είδε στον ύπνο του τον Δον Κιχώτη, ο οποίος είχε τα χαρακτηριστικά του Νίτσε-Ζαρατούστρα. Και ο Γουίλιαμ Φώκνερ, που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, έλεγε πως διάβαζε κάθε χρόνο τον Δον Κιχώτη, όπως άλλοι διαβάζουν τη Βίβλο. Με άλλα λόγια, είτε από εδώ, είτε από εκεί, ο Θερβάντες -και δια του Θερβάντες ο Δον Κιχώτης- δεν αποφεύγεται. 



Είναι περιττό να πούμε ποιες ερμηνείες δόθηκαν σε αυτό το έργο, ποια μυθολογία δημιούργησε, ποιους ενέπνευσε. Η βιβλιογραφία είναι απέραντη, οι απόψεις πάμπολλες και συχνότατα αντικρουόμενες. Να όμως μερικές που έχουν τύχει αποδοχής: ο Μιγκέλ δε Ουναμούνο είπε πως ολάκερη η Ισπανία είναι δονκιχωτική, οι ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές ανέλυσαν τον Δον Κιχώτη, τον Σάντσο Πάντσα, την Δουλσινέα και έκαναν λόγο για οιδιπόδεια συμπλέγματα, φαλλικές αναζητήσεις, λογιών υπερβάσεις (sublimations), ο Μίνκους έγραψε το μπαλέτο Δον Κιχώτης, ο κινηματογράφος βρήκε διάφορους τρόπους να αποδώσει τα κύρια κεφάλαια του έργου, λογής μιούζικαλ έχουν ήρωα τον Ιππότη της Μάντσα. Εκτός αυτών, οι ειδικοί (όπως ο Χάρολντ Μπλουμ, πατέρας εξάλλου του πρώτου "κανόνα" της παγκόσμιας λογοτεχνίας) υποστηρίζουν πως ο Δον Κιχώτης βρίσκεται στα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας του 19ου και 20ου αιώνα, είτε πρόκειται για τον Άχαμπ στον Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ, είτε για τον κάθε Κ. στα γραπτά του Κάφκα, είτε -παίρνω το θάρρος να προσθέσω- στον Τσέχοφ και στον Παπαδιαμάντη (Βαρδιάνος στα Σπόρκα, Ρόδινα Ακρογιάλια), με την δονκιχωτική ιπποτική ματιά και χωρίς τη βία και τους σωματικούς εξευτελισμούς που υφίσταται ο Δον Κιχώτης. Είναι πιθανό πως εκεί όπου μπορεί κανείς να εντοπίσει τα πρώτα δείγματα του περάσματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην ύστερη φάση του, η προσοχή στην ηθική της αποτυχίας συναντάει στον Δον Κιχώτη τον πρώτο εκφραστή της, επιβεβαιώνοντας τον Κάρολο Μαρξ, που είχε τη σοφία να παρατηρήσει πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως κωμωδία, πράγμα που σημαίνει πως η πρώτη εμφάνισή της ήταν μια τραγωδία. Πράγματι: ο Δον Κιχώτης είναι τραγικός. Τραγικός είναι και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ως αυτήν εδώ την ύστερη φάση του, Αυτό εξηγεί ίσως γιατί ο Θερβάντες και ο Δον Κιχώτης του βρίσκονται στην πρώτη ή στις πρώτες θέσεις των "κανόνων" της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κάθε ύστερη φάση νομίζει πως ο προ των θυρών θάνατός της είναι μια τραγική τιμωρία. Οι επιγενόμενοι, αν υπάρξουν, θα δουν το κωμικό ενός γνωστού τέλους. 



Ποιος είναι όμως ο Δον Κιχώτης; Ένας μοναχικός θιασώτης και οπαδός του κόσμου της ιπποσύνης, ο οποίος, μέσα από τα διαβάσματά του -έπη και βίους ιπποτών- πιστεύει με απόλυτη ειλικρίνεια πως τα κακά του κόσμου (αυτά που εκείνος θεωρεί πως είναι τα κακά του κόσμου) διορθώνονται με την αυταπάρνηση, την προσωπική θυσία, τη μεταμόρφωση της πραγματικότητας σε όνειρο και τη μεταμόρφωση του ονείρου σε πραγματικότητα, στοιχεία που αναδύονται από έναν κόσμο αρετής, από έναν κόσμο Οδύσσειας (ο Δον Κιχώτης περιπλανάται ή μάλλον έχει βγει "στον πηγαιμό για την Ιθάκη"), που έχει να αντιμετωπίσει φυσικά και ψυχικά μαρτύρια, τα οποία δεν είναι άλλο από επιβεβαιώσεις αυτού του ταξιδιού, που η κατάληξή του είναι ο θάνατος. Τέσσερις αιώνες πριν από τον Καβάφη, ο Δον Κιχώτης λέει "οι Ιθάκες τι σημαίνουν". Έτσι μάλλον θα πρέπει να δούμε τον Δον Κιχώτη σήμερα. Όταν ο Θερβάντες έγραφε το έργο του, δεν θα φανταζόταν βεβαίως πως έτσι θα μπορούσαμε να δούμε τον ήρωά του. Η ισπανική λογοτεχνία είχε προ πολλού αναπτύξει τη θεματολογία του κατεργάρη, του επιτήδειου, του μασκαρά, του καταφερτζή, του αξιοθαύμαστου λαϊκού ήρωα. Ο Λασαρίγιο δε Τόρμες, έργο άγνωστου συγγραφέα, ο Ρουϊ Μπλας, που ενέπνευσε τον Γάλλο συγγραφέα Λε Σαζ, τα χρονικά των conquistadores, οι διάλογοι που απέδιδαν τη ζωή κάθε Εβραίας πόρνης (ισπανικής καταγωγής) στην Ιταλία, είχαν διαμορφώσει μια λογοτεχνία, όπου το περίεργο, το πρωτοφανές, το απίστευτο και το παράλογο είχαν τη θέση τους. Αυτή η λογοτεχνία θα είχε πεθάνει άδοξα, αν ο Θερβάντες δεν την είχε συμπυκνώσει και δεν της είχε προσφέρει το δώρο της αθανασίας, χάρη στον Δον Κιχώτη, όπου όλα τα περίεργα είναι φυσικά, όπου όλα τα παράλογα είναι πιστευτά, όπου όλα τα ανάποδα έχουν το ίσο τους. 



Αυτό το εύρημα δεν θα είχε το αντίκρισμα που του αποδίδουμε αν απέναντι στον Δον Κιχώτη δεν υπήρχε ο Σάντσο Πάντσα, η φωνή της αναπότρεπτης πραγματικότητας, η επίδειξη της κοινής λογικής, αλλά και της καχυποψίας και της προσδοκίας της ευκαιρίας με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Λιπόσαρκος ο Δον Κιχώτης, στρουμπουλός ο Σάντσο, καβάλα στον ετοιμόρροπο Ροσινάντε ο Δον Κιχώτης, σε γάιδαρο ο Σάντσο, οπλισμένος και θωρακοφόρος ο Δον Κιχώτης, άοπλος ο Σάντσο, επιθετικός και αιθεροβάμων ο Δον Κιχώτης, διαλλακτικός και προσγειωμένος ο Σάντσο, ο Δον Κιχώτης αποκτά περιεχόμενο, επειδή το αντλεί από τον Σάντσο, που απλόχερα του το προσφέρει. Με άλλα λόγια, ο Δον Κιχώτης δεν θα ενδιέφερε αν ο Σάντσο Πάντσα δεν υπήρχε να μας δείχνει πόσο ενδιαφέρων είναι. 


Ηλεκτρονικός «Δον Κιχώτης» για ισπανόφωνους

Πηγή: http://www.eanagnosis.gr

Η πρώτη έκδοση του αριστουργήματος του Μιγκέλ Θερβάντες «Δον Κιχώτης» είναι πια προσιτή σε ηλεκτρονική μορφή μέσα από μοντέρνα εφαρμογή της Εθνικής Βιβλιοθήκη της Ισπανίας (Biblioteca Nacional de España). 

Ο «Δον Κιχώτης», ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615. Στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο Θερβάντες σημειώνει πως συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα στη φυλακή, πιθανώς αναφερόμενος στις περιόδους που πέρασε στη φυλακή του Κάστρο ντελ Ρίο (1592) ή της Σεβίλλης (1597-8). 

Ο ήρωας του έργου, ο Αλόνσο Κιχάνο, ένας ονειροπόλος μεσήλικας ευγενής από ένα χωριό τη Λα Μάντσα, στην Ισπανία, παρασύρεται από τις ιδέες που πρεσβεύουν τα ιπποτικά διηγήματα που διαβάζει και παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει την ανιαρή ζωή του και να γίνει ένας περιπλανώμενος ιππότης, συνοδευόμενος από τον ιπποκόμο του Σάντσο Πάντσα. 

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η πρώτη έκδοση του πρώτου μέρους τυπώθηκε το 1605 σε 400 αντίτυπα, τα περισσότερα από τα οποία στάλθηκαν στις ισπανικές αποικίες του Νέου Κόσμου, καθώς ο εκδότης Φρανσίσκο ντε Ρόμπλες πίστευε ότι θα πωληθούν σε καλύτερη τιμή στην Αμερική. Όμως το πλοίο που τα μετέφερε ναυάγησε έξω από την Αβάνα της Κούβας, έτσι σώθηκαν περίπου 70 αντίτυπα που μεταφέρθηκαν με άλλο πλοίο στη Λίμα του Περού. Το δεύτερο μέρος πρωτοεκδόθηκε το 1615 από τον ίδιο εκδότη. Τα δύο μέρη των πρώτων εκδόσεων αριθμούν συνολικά 1.282 σελίδες, οι οποίες είναι πια προσιτές μέσα από την εφαρμογή "Quijote interactivo". 

Η πρόσβαση είναι απλή για το χρήστη που γνωρίζει ισπανικά και γίνεται μέσω της διεύθυνσης http://quijote.bne.es/libro.html. Η εφαρμογή δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να περιπλανηθεί στις 1.282 σελίδες των πρώτων εκδόσεων των δύο μερών του "Don Quijote de la Mancha", μέσω του ψηφιακού αρχείο της. Μέσα από την εφαρμογή ο αναγνώστης μπορεί να δει το πρωτότυπο τυπωμένο κείμενο αλλά και το κείμενο σε σύγχρονη γραφή. Σε ξεχωριστά link υπάρχουν γκραβούρες παλαιών εκδόσεων αλλά και χάρτες της διαδρομής του Δον Κιχώτη, επιπλέον πληροφορίες για τους ιππότες του Μεσαίωνα καθώς και για την καθημερινή ζωή κατά το 16ο αιώνα. Ο αναγνώστης μπορεί επίσης να ακούσει παραδοσιακές μελωδίες της εποχής και να δει τα στοιχεία όλων των ισπανικών εκδόσεων του «Δον Κιχώτη» από το 1605 έως το 1927.