Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ο μεγάλος «άγνωστος»


Δε θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι ο Παλαμάς αποτελεί σήμερα «ταμπού» για την εκπαίδευση, αλλά και για ορισμένους φιλολογικούς κύκλους. Η πολιτεία στέκεται μάλλον αμήχανα μπροστά στο έργο του, όπως κάνει και με το έργο άλλων μεγάλων ποιητών, η δημιουργία των οποίων «αρνείται» να «κοπεί» στα «μέτρα» των ιδεολογικών αναγκών του κράτους.
Ειδικά η παλαμική δημιουργία, η τόσο πολύπλευρη σε μορφή και περιεχόμενο, που αντανακλά τις ιδεολογικές και πολιτικές περιπέτειες της Ελλάδας στο μεταίχμιο δύο αιώνων, αναφερόμενη ταυτόχρονα σε όλη την ιστορία του ελληνικού έθνους προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στους μελετητές της. Αυτό, όμως, από μόνο του δε θα μπορούσε να αποτελέσει την αιτία για την ουσιαστική αγνόησή του από το εκπαιδευτικό σύστημα. Ισως η αιτία να βρίσκεται στη διαπίστωση του Νίκου Ζαχαριάδη, ότι ο Παλαμάς είναι ο μόνος που «άντεξε στο λαϊκό - κοινωνικό κριτήριο». Με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου ποιητή, ο «Ρ» παραθέτει σήμερα αποσπάσματα από τη σημαντική και αποκαλυπτική μελέτη του καθηγητή, Γεώργιου Κ. Μωραΐτη (που «έφυγε» πρόσφατα από κοντά μας), «Ο Παλαμάς που δε διδάσκεται στην εκπαίδευση» (εκδόσεις «Παπαδήμα»).
Η «βαριά σκιά του Παλαμά»
«Το βιβλίο (...) αναφέρεται στην ουσιαστική αγνόηση ενός έργου σύγχρονου, του έργου του Κωστή Παλαμά, που για άλλους λαούς η ύπαρξή του και το έργο του θα περιποιούσε τιμή και θα γινόταν αντικείμενο εξαντλητικής μελέτης.
Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τη στρεβλότητα της ανάπτυξης της ελληνικής πνευματικής ζωής, που, από λόγους κοινωνικοπολιτικούς, διαμορφώθηκε κάτω από την επιβολή μιας ιδιόμορφης πνευματικής κηδεμονίας - γεγονός που από μόνο του μπορεί να ερμηνεύσει και τη μεγάλη ανισότητα στην προβολή των έργων της αρχαιότητας και την υποτίμηση των καρπών της σύγχρονης πνευματικής μας ζωής. Είναι μια κατάσταση, βέβαια, που δεν είναι στατική και σε κάποια σημεία ανατρέπεται τα τελευταία χρόνια.
28 Φλεβάρη 1943: Η κηδεία του Κ. Παλαμά στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
Είναι απελπιστικό να ακούς από εκπαιδευτικούς, που μάλιστα μερικοί υποτίθεται ότι είχαν ιδιαίτερη ευαισθησία στη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, να δηλώνουν με πολύ μεγάλη ευκολία πως ο Παλαμάς δεν τους "πάει" (σαν το πρόβλημα να είναι αν αρέσει σε κάποιους ή σαν να διδάσκουν για το δικό τους το κέφι και όχι για να βοηθήσουν τα παιδιά να προσεγγίσουν τις αξίες της ζωής και της τέχνης) ή ότι ο Παλαμάς δεν έχει να τους δώσει τίποτε. Να υποθέσουμε ότι είναι τόσο νωθροί και ανιστόρητοι, ώστε να μην καταλαβαίνουν τι έδωσε και τι ακόμα μπορεί να δίνει το έργο του Παλαμά, που είναι ανεξάντλητο; Οτι δεν έχουν την ευαισθησία να προσεγγίσουν μια μεγάλη δημιουργία; Κι όταν βρεθούν μπροστά στο πρόβλημα, έχουν έτοιμη την απάντηση. Στη θέση του Παλαμά αντιπαραθέτουν τη "Γενιά του '30", σαν το "άκρον άωτον" της γνήσιας, της καθαρής τέχνης και δημιουργίας. Κανείς, φυσικά, δεν αμφισβητεί την πνευματική δημιουργία των μεταγενέστερων (αλίμονο, αν μετά τον Παλαμά δεν ερχόταν τίποτε!). Αλλά, αν επιχειρήσει κανείς να αναλύσει το έργο της γενιάς αυτής, θα διαπιστώσει πως όλοι αυτοί αναπτύχθηκαν κάτω από τη "βαριά σκιά του Παλαμά". Γιατί, αν και ο συναγερμός της γενιάς του 1880 τελειώνει κάπου στα μέσα της 10ετίας του '20-'30, κάποια πλευρά του παλαμικού έργου βρίσκεται μέσα στο έργο αυτών των μεταγενέστερων. Αλλαξε, βέβαια, η εποχή και όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά, πολύ νωρίτερα, και για την Ευρώπη. Περάσαμε σ' αυτό που τόσο εύστοχα είχε δηλώσει ο Μακρυγιάννης, από το "εμείς" στο "εγώ" και συνεπώς άλλαξε η οπτική γωνία των διανοουμένων. Δε βλέπουν πια με το μάτι του συνόλου, αλλά με τη διάθεση της υποκειμενικότητάς τους και της ατομικότητάς τους. Κι αυτός ο Ελύτης, αν εξαιρέσει κανείς τα μεγάλα του ποιήματα ("Το Αξιον Εστί", π.χ., το "Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας"), που γράφηκαν κάτω από εξαιρετικές στιγμές ανθρώπινης ανάτασης, δεν είναι με το "εγώ"; Και ο Σεφέρης με τις συλλογές του δεν τραγουδάει ατομικά, προσωπικά βιώματα; Ή μήπως οι πεζογράφοι, που μηρυκάζουν τον πόνο και τη νοσταλγία τους για τις χαμένες πατρίδες, στο "εγώ" δε βρίσκονται; Και ο μεγάλος Σικελιανός, ποιητής - φιλόσοφος με βαθιά ιστορική συνείδηση, ένα άλμα δεν κάνει με το παιγνίδι των Δελφικών Γιορτών, μια υποκειμενική σύλληψη που δυνάμωσε το ιδεαλιστικό αντίκρισμα της αρχαίας ελληνικής ζωής; Βέβαια, υπάρχουν και ποιητές που στέκονται πιο κοντά στο "εμείς", και εννοώ τους δύο Λάκωνες, το Ρίτσο και το Βρεττάκο και λιγότερο κάποιους άλλους. Δεν αναφέρομαι στο Βάρναλη, που ανεμίζει τη σημαία της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αυτός είναι ένα άλλο μάτι, μια άλλη σκέψη και μια άλλη φωνή».
«Δημιουργικός ιστορισμός»
«Η πιο πάνω παρατήρηση δεν έχει την έννοια της μείωσης της προσφοράς της γενιάς που ακολούθησε την παλαμική γενιά του '80. Απλά δηλώνει πως η τελευταία, όπου δε λειτουργεί με εσωστρέφεια, αν μη τι άλλο εμπνέεται από επικαιρικά κίνητρα δημιουργίας.
Με τον Παλαμά πάλι συνέβη ό,τι και με το Σολωμό και με τις πολυεδρικές προσωπικότητες. Οι "μαθητές" θήτευσαν σε μια μόνο πλευρά του έργου του δασκάλου και μέσα στους καιρούς τους έδωσε ο καθένας έργο, που έχει τη θέση του στην πνευματική ζωή του τόπου. Είναι κάτι που επιβεβαιώνεται μέσα στην πνευματική ζωή επανειλημμένα. Με τον Πλάτωνα το ίδιο δε συνέβη; Ετσι, τον πατριωτισμό του Παλαμά τον αντικατέστησε η αντίληψη της "ελληνικότητας", την αρχαιολατρία του Παλαμά την υποκατέστησε ο ρεμβασμός απάνω σε ακρωτηριασμένες μορφές και προσωπίδες, το φως της Αττικής μετατοπίστηκε ανατολικότερα στο Αιγαίο, η γοητεία όμως και η ομορφιά της ελληνικής φύσης έμεινε, έστω και σαν απλή βιωματική έκφραση. Γι' αυτό θεωρώ πως είναι πολύ σοβαρή η κρίση του Κ. Θ. Δημαρά, όταν επιγράφει το 9ο μέρος της Ιστορίας του της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (β' έκδοση): "Στη βαριά σκιά του Παλαμά".
Ο Κωστής Παλαμάς είναι μια φυσιογνωμία διανοουμένου με καθολική αξία. Μέσα στο λόγο του μιλάει δημιουργικά ολόκληρη η ελληνική παράδοση από τα πανάρχαια χρόνια ως την εποχή μας. Ο Κωστής Παλαμάς, στο επίπεδο της τέχνης, πραγμάτωσε με απόλυτη επιτυχία αυτό που την ίδια περίπου εποχή ο Δημήτρης Γληνός, αναλύοντας την αξία της παράδοσης, ονόμασε "δημιουργικό ιστορισμό". Αυτό το δημιουργικό ιστορισμό εκφράζει η ποίηση του Παλαμά. Ανασυνέθεσε δηλαδή δημιουργικά μέσα στην ποίησή του τις παραδόσεις και την ιστορία όλου του ελληνικού πολιτισμού σε μια διαλεκτική ενότητα δίνοντάς μας μεγάλες συνθέσεις (Ο Υμνος της Αθηνάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα τον Βασιλιά, Βωμοί κ.ά.), οι οποίες θα μπορούσαν να είναι εντοιχισμένες ζωφόροι όχι απλά στις σελίδες της ιστορίας μας, αλλά και της ανθρώπινης ευαισθησίας και των σκιρτημάτων της ζωής, ή μια τεράστια ζωφόρος στο στερέωμα των συνειδήσεων. Ανάστησε μέσα από τα ερείπια, που ξεφυτρώνουν σε κάθε πτυχή της γης μας, έναν κόσμο, ο οποίος έχει την πειστικότητα του αληθινού και του ανθρώπινου. Δεν κατασκεύασε πλαστές εικόνες, όπως οι ψευτο-κλασικιστές και οι καθαρευουσιάνοι, για να λαμπυρίζουν απλά στις κουρασμένες συνειδήσεις διανοουμένων και να τους ξεκουράζουν.
Σε όλο το σχολείο, σήμερα τουλάχιστο, διδάσκονται: Α) Στο Γυμνάσιο, στην α' τάξη τα: "Πάει το ταξίδι, φτάσαμε" και "Ο Ολυμπιακός ύμνος" από την Ασάλευτη Ζωή, το "Ελληνόπουλο" του Β. Ουγκώ από τηνΞανατονισμένη Μουσική. Στη β' τάξη το "Μια πίκρα" από τους Καημούς της Λιμνοθάλασσας - από την Πολιτεία και τη Μοναξιά τα "Σχολειά χτίστε!", "Παύλος Μελάς", "Οσο περνάν τα χρόνια μου", και "Ο Διγενής Ακρίτας" από τη συλλογή Ιαμβοι και Ανάπαιστοι. Στη γ' τάξη το "Μεσολόγγι" από την Ασάλευτη Ζωή, "Το σπίτι που γεννήθηκα" από Τα Παράκαιρα, "Πατέρες" από τους Βωμούς, ένα απόσπασμα από τον Τάφοκαι άλλο ένα από το Δωδεκάλογο του Γύφτου. Β) Στο Λύκειο, στην α' τάξη δεν υπάρχει κανένα ποίημά του. Στη β' το "Πανηγύρι στα σπάρτα" από την Ασάλευτη Ζωή, απόσπασμα από το Δωδεκάλογο του Γύφτουκαι επιλογή από τα Σατιρικά Γυμνάσματα. Στη γ' τάξη "Σαν των Φαιάκων το καράβι" και το "Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό" από τις Πατρίδες και το "Αγορά" από την Ασάλευτη Ζωή. Αυτά περιλαμβάνονται στα τελευταία Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πόσα και πώς διδάσκονται είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
Η απάντηση είναι ότι για τον όγκο του παλαμικού έργου είναι λίγα και η επιλογή τους όχι αντιπροσωπευτική ή έστω ότι γίνεται κάθε φορά με περιστασιακά κριτήρια. Αλλά και για το διδακτικό έργο η επιλογή είναι το ίδιο ανεπιτυχής. Η δεύτερη ερώτηση είναι ποια θα πρέπει να είναι η επιλογή. Αν η ανταπάντησή μας θα ήταν ότι αντί για το τάδε θα έπρεπε να είναι το τάδε, κι αντί για το δείνα θα έπρεπε να είναι το δείνα, θα ήταν λάθος. Το θέμα δεν είναι ο αριθμός των επιλεγομένων (έχουν κι αυτά την αξία τους) αλλά η τοποθέτηση του ίδιου του ποιητή μέσα στο φάσμα της διδασκαλίας και της ιδεολογικής παρέμβασης στο μάθημα».
«Παλαμάς και εργάτες»
«Ο Παλαμάς, ο άνθρωπος του γραφείου, δεν είναι ούτε εγκεφαλικός ούτε αποκομμένος από την οδυνηρή πραγματικότητα που, ακόμα και αν ο ίδιος δεν την έζησε, τη συλλαμβάνει όμως με τις κεραίες της ευαισθησίας του και της ανθρωπιάς του, όπως στο ποίημα "Εμείς οι Εργάτες", γραμμένο το 1913 (τ. 9, σ. 165), και δημοσιευμένο στη συλλογή Δειλοί και Σκληροί Στίχοι (α' έκδοση 1928 και β' έκδοση 1933). Η δημοσίευσή του είναι συνειδητή επιλογή του ποιητή, έστω και αν γράφηκε το 1913. Η περίοδος 1928-1933 είναι περίοδος, στην οποία κορυφώνεται σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο η μεγάλη κρίση, και είναι έκδηλη η δεινή κατάσταση των εργαζομένων. Ο Παλαμάς αντιλαμβάνεται την κατάσταση της εργατικής τάξης. Το πρόβλημα δεν είναι αν ο Παλαμάς είναι ή δεν είναι (και πραγματικά δεν είναι) κομμουνιστής. Το πρόβλημα είναι αν ο ποιητής συλλαμβάνει το νόημα των καιρών και αν απαντάει σ' αυτό. Και, βέβαια, απαντάει στο σύνθημα: "Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε", όχι ως πολιτικός ή φιλόσοφος αλλά ως ποιητής, που ο λόγος του παίρνει και άλλες διαστάσεις. Τι όμως διαφορετικό λέει όταν γράφει:
Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη, Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή!;
Και όταν λέει:
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας·
φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά,
δεν αναδεικνύει ο ποιητής το πρόβλημα της κοινωνικής αδικίας;
Είναι αυτό που ο μαρξισμός ονομάζει αλλοτρίωση του εργάτη από τα αγαθά που παράγει. Ποιος παράγει και ποιος χαίρεται τα αγαθά της δουλειάς; Οι παραγωγοί των αγαθών, η εργατιά μένει φτωχή, αλουλούδιαστη και άκαρπη. Και προχωρώντας, όταν δηλώνει πως:
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί,
πιο δυνατά κι απ' τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και μ' όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί,
ο ποιητής αισθάνεται την υποδούλωση της εργατικής τάξης. Υπάρχει ποιητικότερη παρουσίαση της θεωρίας για την αλλοτρίωση του ανθρώπινου μόχθου, όταν, συνεχίζοντας, γράφει:
Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή;
Οπου θέλετε τοποθετήστε ιδεολογικά τον Παλαμά, εκείνο όμως που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, όχι μόνο στο ποίημα αυτό αλλά και σε ολόκληρο το έργο του, είναι ότι ο Παλαμάς έχει την ειλικρίνεια και την ευθύτητα ενός ιδεολόγου επαναστάτη, που έχει εγκλωβιστεί στον ιδεαλισμό της εποχής του. Αυτό ακριβώς διαδηλώνει στο επόμενο ποίημα της συλλογής του «Ο Γκρεμιστής» (αφιερωμένο στον Ιωνα Δραγούμη).
Επίσης, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, δημοσιευμένος το 1929, όταν η κοινωνική κρίση βρισκόταν στο κορύφωμά της, είναι ενδεικτικός της στάσης του ποιητή. Στο τετρ. 118 (τ.9, σ. 274) φωνάζει:
Εργάτη, είδα το δίκιο σου κ' έλεα να ξεκινήσω
να σταθώ πλάι σου... Μια φωνή μου έκραζε πάντα: Πίσω!
Να είταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη;
Να είταν η Μούσα ρηγικό που μου 'δωκε ψαλτήρι;
Δε θα πω πως στο τετράστιχο αυτό δηλώνεται το αίσθημα της ενοχής, επειδή δεν περπάτησε στη ζωή του για τον αγώνα του εργάτη. Ηταν πάντως ένας βαθύς προβληματισμός του ίδιου γιατί έμεινε θεατής σ' έναν αγώνα που ήταν δίκαιος. Αλλά και το 113 τετρ. (σ. 273) εκφράζει τα αισθήματα απαξίωσης του εαυτού του, όταν λέει:
Εργάτη, οκνός όταν περνώ που τρως και σε κοιτάζω,
ντροπαλά στέκω, ευλαβικά, και σα να τα δοξάζω,
με της δουλιάς τον κάματο και με τον ίδρωτά σου
μυρωμένα το μαύρο σου ψωμί και την ελιά σου.
Ο ποιητής διατυπώνει το σεβασμό και το θαυμασμό του μαζί για την εργατιά. Και στο τετρ. 117 (σ. 274) γράφει:
Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,
οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κ' η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά
μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.
Η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή του ξωμάχου και του αποκατεστημένου αστού γεννάει στον ποιητή αισθήματα ντροπής.

Βέβαια, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, που αποτελείται από 136 διαμάντια (και ίσως άξιζε να μελετηθούν, καθώς είναι προϊόντα άμεσης ευαισθητοποίησης), αντανακλά και άλλα συναισθήματα, που σχετίζονται με την πολιτική και την κοινωνική ζωή. Και δείχνει όλη τη σύγχυση τη δική του και της εποχής του γύρω από το κοινωνικό πρόβλημα. Είναι η έκφραση της διάχυτης δυσαρέσκειας και αγανάκτησης για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον κόσμο».

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

"Ὁ θάνατος τῶν Ἀρχαίων" Κωστὴς Παλαμᾶς



Γλυπτά στο ισόγειο του αρχαιολογικού μουσείου Δίον
...
Κι ἀπ᾿ τὶς πόρτες διάπλατες ποὺ ἀνοίξανε
κόσμος βγαίνει, κι ἀργοπάτητο
σέρνει καὶ βαρὺ τὸ πόδι,
κ᾿ εἶναι μία πομπή, καὶ δὲ γνωρίζεις
δέξιμο κι ἂν εἶναι, ξεπροβόδισμα,
γάμος, λιτανεία ἢ ξόδι.

Κ᾿ εἶναι συνοδειὰ χωρὶς ξαφτέρουγα
καὶ χωρὶς σταυροὺς καὶ λάβαρα
καὶ βαγγέλια καὶ παπάδες
ποιᾶς λατρείας μυστήρια εἶν᾿ αὐτά;
Δὲν τὰ διαλαλοῦν ψαλμοί,
δὲν τοὺς φέγγουνε λαμπάδες.

Καὶ γυναῖκες οὔτε, οὔτε παιδιὰ
κι ἄντρες μοναχὰ ἀσπρομάλληδες
καὶ μισοκοπιὲς καὶ παλληκάρια
κ᾿ ἔρχονται μὲ κόπο καὶ σκυφτοὶ
σὰν ἀπὸ κρυψῶνες μέσ᾿ στὴ γῆ,
σὰν ἀπὸ τ᾿ ἀνήλιαγα κελλάρια.

Κοντοστέκουν καὶ τρικλίζουν
ἀσυνήθιστο σὰ νἄχουν
κάτου ἀπὸ τὸν ἥλιο τέτοιο δρόμο
καὶ τὰ μέτωπα στὰ χέρια τους
σάμπως ἀπὸ θάμπος κι ἀπὸ τρόμο.

Κ᾿ ἔτσι πᾶν, καὶ τοὺς τρομάζουν
τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, πέρα ἡ θάλασσα,
τ᾿ ἀκροούρανα, κι ὁ ἀέρας,
κι ὁ οὐρανὸς ἀπάνω τους, καὶ γύρω τους
ἡ μεγάλη πλάση καὶ ἡ ζωὴ
καὶ τὸ παίξιμο τῆς μέρας.

Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπό ῾να σκύψιμο
σὲ παλιὰ βιβλία δυσκολοσίμωτα,
καὶ σὲ συναξάρια,
καὶ σὲ κάτι τί ἀκριβότερο
ἀπ᾿ τ᾿ ἀράπικα τοπάζια, ἀπ᾿ τὰ χουρμούζικα
τὰ μαργαριτάρια.

Κ᾿ εἶναι σὰ βγαλμένοι ἀπὸ λογάριασμα
μπρὸς σὲ γιατροσόφια ἀπάντεχα,
σὲ δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια.
Κι ὅλοι καθὼς ἔρχονται κλιτοί,
καὶ καθὼς ἀργοζυγώνουν,
τί κρατᾶνε μέσ᾿ στὰ χέρια;

Καὶ ραβδιὰ κρατᾶν προσκυνητάδων
καὶ διαλαλητῶν ἀκροστεφάνωτα
μ᾿ ἀγριλιᾶς καὶ μὲ μυρτιᾶς κλωνάρια
τραχιὰ ἠχοῦν τὰ σάνταλά τους χοντροκάρφωτα
κρέμουνται στοὺς ὤμους τους
ταξιδιώτικα ταγάρια.

Κ᾿ ἕνας ἕνας κι ἀπὸ δυὸ
κι ἀπὸ τρεῖς ἀνταμωμένοι,
κι ἀπὸ τέσσεροι κι ἀκόμα
πιὸ πολλοί, κρατᾶν καὶ σφίγγουν
τυλιγάδια καὶ βιβλία
σὲ χρυσὲς κ᾿ ἐλεφαντένιες
πλούσια σκαλισμένες θῆκες,
καὶ πηγαίνουν μὲ κεῖνα,
καὶ στὰ χέρια καὶ στοὺς ὤμους
καὶ στοὺς κόρφους τὰ βαστᾶνε,
λείψαν᾿ ἅγια σάμπως νἆναι
καὶ θαματουργὲς εἰκόνες
καὶ βαριὰ σταμνιὰ γιομάτα
μὲ τὴ στάχτη τῶν προγόνων.
Τυλιγάδια καὶ βιβλία
πὄχουν πρόσωπα πορφύρες,
ποὺ εἶν᾿ οἱ σάρκες τους μετάξια,
καὶ λογῆς λογῆς τὸ μάκρος
καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα.
Σκεπασμένα καὶ μακριάθε
τὰ θωρεῖς καὶ λὲς πὼς εἶναι
στύλοι, λὲς βωμοὶ σβησμένοι
καὶ σημαῖες καὶ θυματήρια
καὶ ρηγάδικες κορῶνες.
Σὰν θεῶν ἀγάλματα εἶναι,
σὰν ἀνάγλυφα εἶν᾿ ἡρώων,
προφητῶν ὁράματα εἶναι,
καὶ κιβούρια καὶ μνημούρια.
Τάματα εἶναι καὶ τὰ πᾶνε
νὰ τ᾿ ἀφήσουνε στὰ πόδια
κάποιων εἴδωλων καὶ κόσμων
ποὺ τὰ καρτερᾶν καὶ στέκουν
καὶ γιορτάζουν πανηγύρια
μέσα σὲ ναοὺς καὶ τόπους,
πέρα ὁλόμακρα, καὶ στέκουν
κ᾿ οἱ ναοὶ κ᾿ οἱ τόποι καὶ ὅλα
καὶ προσμένουν καὶ προσμένουν
νὰ φωτοντυθοῦν μὲ κεῖνα.

«Τ᾿ εἶναι τὰ δεφτέρια ποὺ κρατᾶτε
τὰ περγαμηνά,
σεβαστὰ κοπάδια ποὺ τραβᾶτε
σὰ διωγμένα ἀπὸ κακοκαιριά;
Καὶ σὲ τοῦτα τὰ βιβλία,
καὶ στὰ μνήματα ὅλ᾿ αὐτά,
ποιὰ διαμάντια, ποιὰ σοφία,
ποιοὶ νεκροί, ποιὰ κόκκαλα ἱερά;»

Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τὰ πλήθη,
ξέσπασε φωνὴ καὶ μοῦ ἀποκρίθη:

«Εἶν᾿ ἐδῶ κλειστοὶ μέσ᾿ στὰ κιβούρια,
μέσ᾿ στὰ τυλιγάδια εἶναι κρυμμένοι,
- γιὰ νεκροὺς ἡ πλάση ἂς μὴν τοὺς κλαίη! -
ὦ οἱ πηγὲς οἱ ἀθόλωτες τῆς Σκέψης,
οἱ ἀσυγνέφιαστοι τῆς Τέχνης οὐρανοί,
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Κ᾿ εἶναι τῆς Ἀλήθειας οἱ διδάχοι,
τῆς ἀκέριας Ὀμορφάδας οἱ πιστοί,
γέροι, ἀπείραχτοι, ὅλο νέοι,
καὶ ἥλιοι ποὺ σοῦ δίνονται νὰ τοὺς χαρῇς
πάντα μέσ᾿ στὸ δρόσος κάποιου Ἀπρίλη
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.
Ἀπὸ τοὺς γιαλοὺς τῆς Ἰωνίας
κι ἀπὸ τῆς Ἀθήνας τὸν ἀέρα
ποὺ ὅλα πνέματα τὰ κάνει καθὼς πνέει,
κι ἀπὸ τῆς Ἑλλάδας τ᾿ ἁγνὰ χώματα,
ἡ Σοφία, ὁ Λόγος, ὁ Ῥυθμὸς
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Κ᾿ εἶναι οἱ Πλάτωνες, καὶ πίσω τους,
τῆς Ἰδέας ἥρωες, οἱ φιλόσοφοι,
κ᾿ ἡ Ἀρετὴ μ᾿ αὐτοὺς «ἡ λεβεντιὰ εἶμαι!» λέει
κ᾿ εἶναι οἱ Ὅμηροι, καὶ πίσω τους
ὅλοι οἱ ψάλτες καὶ τῶν Ὀλύμπων οἱ πλάστες
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι.

Τὴ στερνὴ πατρίδα τους τὴν παρατᾶν
ἀπὸ φύσημα διωγμένοι ὁρμητικώτατο,
γύφτοι γίνονται κ᾿ Ἑβραῖοι,
ὅμως πάντα, κ᾿ ἐρμοσπίτες, νικητὲς
καὶ τοῦ κόσμου γίνονται πολίτες,
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι!»

«Τοὺς γνωρίζω, τοὺς γνωρίζω,
- μίλησα κ᾿ ἐγώ, -
τοὺς γνωρίζω καὶ τοὺς διαλαλῶ
ξέρω ἀπ᾿ ὅλα τὰ τραγούδια
μὰ γιὰ νὰ τὰ πῶ,
τὰ ταιριάζω τὰ τραγούδια
στὸ δικό μου τὸ σκοπό».

Καὶ τὸ λόγο ποὺ ἀρχινῆσαν
ἔτσι τὸν τελειώνω ἐγώ:
«Καὶ σπρωγμένοι ὡς ἐδῶ πέρα
οἱ Ἀθάνατοι κ᾿ οἱ Ὡραῖοι
ἀπὸ ἀνέμους καὶ φουρτοῦνες
καὶ σεισμοὺς καὶ χαλασμούς,
καὶ καραβοτσακισμένοι
καὶ σκληρὰ κατατρεμένοι
κι ἀπὸ ξένους καὶ δικούς!

Καὶ κρυψῶνες ηὕρανε καὶ σκῆτες,
μοναστήρια καὶ κελλιά,
κ᾿ ηὕρανε παλάτια καὶ σκολιά,
καὶ δὲν ηὕρανε τὸν ἥλιο
καὶ τὴ λευτεριά,
καὶ δεθῆκαν κι ἀρρωστήσαν
καὶ χτικάσιαν τ᾿ ἀπολλώνια τὰ κορμιὰ
καὶ γινήκαν βρυκολάκοι καὶ στοιχιά.
Βρῆκαν κάτεργα καὶ κάστρα
καὶ μία πλάση ξένη, μιὰ στενὴ
πλάση ξελογιάστρα.
Ὄρνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
καὶ μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
ἡ ζωὴ καὶ ἡ νιότη καὶ ἡ χαρά.
Γίνανε ἢ σὰν ἄρρωστα λουλούδια
τροπικὰ στὰ θερμοκήπια,
ἢ φυτρώσανε μαζὶ
μὲ τὰ χόρτα ποὺ ἀγκαλιάζουνε τὰ ἐρείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ᾿ στοῦ δασκάλου τὰ χέρια,
κι ἀποκάτου ἀπ᾿ τὴν κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωὴ μέσ᾿ στὰ δεφτέρια,
ζήσανε ζωὴ μέσ᾿ στὴ σκλαβιά,
ζήσανε ζωὴ τυραγνισμένη,
καὶ τοὺς ηὖρε μιὰ λατρεία καταραμένη
σὰν τὰ βάσανα καὶ σὰν τὰ καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»

Κι ἀπ᾿ τοὺς πάπυρους ἐκείνους μιὰ ψυχὴ
θάρρεψα πὼς χύθη,
καὶ γρικήθηκ᾿ ἕνας ὕμνος θριαμβευτής,
κι ἀπ᾿ τῶν τάφων ἔβγαινε τὰ βύθη:

«Θὰ διαβοῦμε καὶ στεριὲς καὶ πέλαγα,
θὰ σταθοῦμε ὅπου τὸ πόδι δὲν μπορεῖ
Τούρκου κανενὸς νὰ μᾶς πατήση
ἀπὸ τὴν πατρίδα μας διωγμένοι,
καὶ σβησμένοι ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολή,
θ᾿ ἀνατείλουμε στὴ Δύση.

Ὅπου πᾶμε, θἄβρουμε πατρίδες
καὶ θὰ πλάσουμε, ἀπ᾿ τὸ Βόσπορο
χαιδευτὰ συνεβγαλμένοι ὡς τὸν Ἁδρία
θὰ φωλιάσουμε στὴ Βενετιά,
θὰ ξαναρριζώσουμε στὴ Ρώμη,
θὰ μᾶς ἀγκαλιάση ἡ Φλωρεντία.

Τ᾿ Ἄλπεια τὰ βουνὰ θὰ δρασκελήσουμε,
θὰ ξαφνίσουμε τὰ ρέματα τοῦ Ρήνου,
στοῦ Βοριὰ θ᾿ ἀσπροχαράξουμε τὰ σκότη,
θὰ χυθοῦμε σὰ μαγιάπριλα τοῦ νοῦ
ὅπου τόποι, ὅπου γεράματα, θὰ σπείρουμε
μίαν Ἑλλάδα καὶ μία νιότη.

Καὶ πλανῆτες μὲ δικό μας φῶς,
τὸ δικό μας φῶς θὰ ρίξουμε
ὅπου θάμπωμα καὶ βράδιασμα στὴ φύση
κι ὁ ἀσκητὴς θὰ φιλιωθῆ μὲ τὴ ζωὴ
καὶ τὸ γάλα τῆς χαρᾶς ξανὰ θὰ πιῆς,
νηστευτή, κ᾿ ἕνα κρασὶ θὰ σὲ μεθύση.

Καὶ ὁ Κελτὸς καὶ ὁ Γότθος κι ὁ Ἀλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ᾿ ἐμᾶς θ᾿ ἀναγαλλιάσει,
κι ὁ Ἰταλὸς ἀπ᾿ ὅλους πρῶτα
ρασοφόροι καὶ ποντίφικες
θὰ προσπέσουνε στὰ πόδια τῆς Ἑλένης
καὶ τὸν κύκνο θὰ λατρέψουνε τοῦ Εὐρώτα.

Τοῦ οἰκοδόμου θὰ τοῦ δείξουνε ρυθμούς,
νόμους τοῦ σοφοῦ, σ᾿ ἐμᾶς θὰ τρέξουν
ὅμοια κυβερνῆτες καὶ τεχνίτες,
πύργοι θὰ ὑψωθοῦν καὶ πολιτεῖες,
καὶ παντοῦ ξανὰ θὰ στηλωθοῦν
τῶν καλῶν καὶ τῶν ὡραίων οἱ δικιοκρίτες.

Μόλις βγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὸ δὰ τὸ κοιμητήρι
πρὸς τὸ φῶς καὶ στὰ τετράπλατα τοῦ ἀέρα,
σὰν τὰ πρῶτα θάβρουμε τὰ νιάτα,
κ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὰ στενὰ κιβούρια,
Καίσαρες κι Ἀλέξαντροι, θ᾿ ἀνοίξουμε,
μὲ τοῦ Λόγου τὸ σπαθί, τὴ στράτα.

Ὀλύμπων κορφὲς καὶ Παρνασσῶν!
Κι ἀπ᾿ τὴ σκέψη κι ἀπ᾿ τὰ μέτρα μας
γίνονται ἄνθρωποι καὶ Παρθενῶνες
πέρα ὡς πέρα στὴν ψυχὴ μία νεκρανάσταση!
Τὸ μεγάλο Πάνα ὁλόχαροι
ξαναπροσκυνοῦν οἱ αἰῶνες.

Κ᾿ οἱ κακόσορτοι σοφοὶ καὶ οἱ στέρφοι
δάσκαλοι, ποὺ χρόνια καὶ καιροὺς
ἔτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
καὶ μαζί μας πᾶνε σέρνοντάς μας,
ἅγια στερνολείψανα
τοῦ χαμένου Γένους,

ἔτσι βλέποντάς μας χρυσοφτέρουγους
ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τους νὰ φεύγουμε
σὲ ἀποθέωση ποὺ δὲ θὰ ξαναγίνη,
θὰ πιστέψουν πὼς σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι ἀπὸ τῆς θεότης μας τ᾿ ἀντίφεγγα
σὰν ἡμίθεοι θὰ φαντάξουν ὡς κ᾿ ἐκεῖνοι!»