του Δημήτρη Νικηφόρου
Πάει πολύς καιρός, αφότου η
«νεωτερικότητα» στην λογοτεχνία, αποφάνθηκε ότι ο λυρισμός είναι ξοφλημένος και
παρωχημένος! Από τότε γράφτηκαν πολλά κείμενα και μάλιστα εξαιρετικά κείμενα
από δυνατές πένες και μυαλά. Ποίηση δεν γράφτηκε, πλην ελαχίστων περιπτώσεων
που και αυτές δεν έτυχαν τόσο καλής αποδοχής από τα νέα «αφεντικά» της
λογοτεχνίας (εκδότες, κριτικούς, αναλυτές, κλπ).
Γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν έργα
που περιλαμβάνονταν σε όλες τις ποιοτικές διαβαθμίσεις όπως συνέβαινε πάντα
άλλωστε. Αν παραμερίσουμε τον χαρτοπολτό, τη σαβούρα με άλλα λόγια, που δεν
είναι λογοτεχνία, εμφανίστηκαν έργα από μέτρια ως πραγματικά αριστουργήματα
τόσο από τον μοντερνισμό στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όσο και από τους
αποκαλούμενους μεταμοντέρνους συγγραφείς αργότερα. Εισβάλλοντας πολλοί στο
λογοτεχνικό [ποιητικό συγκεκριμένα, αν και όλη η πραγματική λογοτεχνία είναι
Ποίηση] τοπίο, θεώρησαν χρέος της νέας ποιητικής γραφής την αποδόμηση του
«παλαιού γλυκανάλατου λυρισμού» με το άνοιγμα νέων δρόμων, φρέσκια σκέψη
και ματιά, όπως οι καιροί απαιτούσαν και υποχρέωναν. Καμιά αντίρρηση επ' αυτού,
πάντα έτσι συνέβαινε στην ιστορική πορεία της λογοτεχνίας που δεν είναι ξέχωρη
από τη ζωή.
Παρελθόντος του χρόνου και στην
αντάρα των αλλαγών, παρατηρήθηκε(;) πως λίγο λίγο αρκετοί από τους εισελθόντες
εγκαινίασαν αυτό που αδόκιμα, πλην σαφώς, ονομάζω «δοκιμιακή ποίηση
φιλοσοφικών περιπάτων εις τας παρυφάς», δηλαδή δύσπεπτα πεζολογήματα,
γεμάτα «βαθυνούστατα» σκοτεινά νοήματα, κατανοητά μόνον στον φορέα τους.
Δεν θα ασχοληθώ καθόλου με όσα από αυτούς τους βαθείς στοχασμούς δεν ήταν
τίποτε άλλο από σκέτες μπουρδολογίες, τετριμμένες επαναλήψεις χιλιοειπωθέντων
σκέψεων ή ερασιτεχνικά φιλοσοφικά γυμνάσματα. Είναι άλλο ζήτημα αυτό που δεν
έχει θέση στο παρόν κείμενο. Θα διατυπώσω μόνο τη θέση μου, που, όπως όλες
επιδέχεται κάθε αντίλογο και αντεπιχείρημα, και είναι μάλλον απλή και
καθαρή: Η ποίηση δεν απευθύνεται ούτε στο νου του αποδέκτη ούτε στο
συναίσθημα για τον απλούστατο λόγο του ότι δεν υπάρχει δ ι α χ ω ρ ι
σ μ ό ς αυτών των δυο στους υποδοχείς του Λόγου. Όποιος
λογοτέχνης δεν το κατανοεί ας το σκεφτεί καλύτερα, πάντα υπάρχει καιρός...
Συγχέοντας κάποιοι βιαστικοί
«αναθεωρητές» το ρηχό, επιφανειακό, συναίσθημα με το βαθύ αίσθημα και την
νόηση με το όργανο μιας γνωστικής αποκλειστικά μηχανιστικής διεργασίας,
κατάντησαν την ποίηση από απόσταγμα ζωής και θανάτου (το αυτό είναι), σε άμβωνα
προσωπικής ... θρησκείας και αποφατικής φιλοσοφίας. Με λίγα λόγια οι φερέλπιδες
«νεωτερικοί» κατά τον επώδυνο τοκετό πέταξαν μαζί με τον πλακούντα και τα
νερά και το νεογέννητο βρέφος. Απροσεξία; Δεν θα το έλεγα. Άγνοια; Κάποτε ναι,
κάποτε όχι. Ναρκισσιστική εγωπάθεια και ματαιοδοξία; Το πιθανότερο. Ποτέ άλλωστε
δεν έλειψαν αυτά από τους ποιητές όλων των εποχών και περιόδων. Δεν συνεπάγεται
απαραίτητα μομφή. Το αν έβλαψαν τους ίδιους ή, ακόμα χειρότερα, την ποίηση,
εξαρτιόταν πάντοτε από την «δοσολογία» τους και την ικανότητα
αυτοσαρκασμού του κάθε δημιουργού που αποτελεί ένα δραστικό αντίδοτο. Το
«βρέφος» όμως αυτό είναι ιδιότροπο και σκωπτικό. Τα κοιτά αυτά και γελά
ειρωνικά όταν δεν αδιαφορεί. Ευτυχώς - δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς
- δεν τους μιμήθηκαν όλοι σε αυτήν την παραδρομή και έτσι η αληθινή
Ποίηση παρέμεινε αλώβητη εκεί που ήταν πάντα. Ποίηση και μόνον, Ποίηση
στοχαστική που δεν σ τ ο χ ά ζ ε τ α ι εν είδει πονήματος ποτέ!
Δεν θα αναφέρω ρεύματα και
κινήματα ή τεχνοτροπίες εδώ, αφενός μεν γιατί είναι λίγο πολύ γνωστά αλλά και
γιατί ποτέ δεν «τεμάχισα» την λογοτεχνία, και δη την ποίηση, σε είδη και
«σχολές». Ο μόνος διαχωρισμός που έκανα, μέσα στην υποκειμενικότητά μου, ήταν
πεισματικά μανιχαϊστικός θα έλεγα :
Ή ήταν λογοτεχνία ή όχι, άλλο
τίποτα δεν με απασχολούσε. Τα υπόλοιπα ανήκαν στους κάθε λογιώ ειδικούς ή κατά
το πλείστον «ειδικούς» του χώρου - αναλυτές, κριτικούς, φιλολόγους και λοιπούς,
που έπρεπε να βρουν κι αυτοί να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στην ή ...
παρά την λογοτεχνία μιας και δεν μπορούσαν να είναι δημιουργοί.
Υπήρξαν βέβαια, και υπάρχουν, πλην
των παρεπιδημούντων στην λογοτεχνία και οι ενδημούντες κριτικοί και αναλυτές
που ήσαν οι ίδιοι λογοτέχνες και μάλιστα σημαντικοί. Ποιος θα αμφισβητήσει, για
παράδειγμα, ότι ο Έλιοτ, ο Κόλριτζ κι αυτός ακόμη
ο «καθαρός» ποιητής Μπωντλαίρ έγραψαν αξιολογότατα και
εμβριθή δοκίμια και άρθρα για την ποιητική και την λογοτεχνία; Η τέχνη δεν
κατακλύζεται μόνον από παράσιτα αλλά και από αγαθά «ζιζάνια» ευτυχώς. Όμως
και εδώ ακόμη τίθεται ένα θέμα. Ο δημιουργός, κατ' εμέ πάντα, μπορεί να είναι
(αυτο)κριτικός και αναλυτής του εαυτού του. Αυτό εννοείται ότι δεν σημαίνει πως
περιορίζεται η κριτική του έργου του στον ίδιο, αλίμονο, αλλά πως πέρα από κάθε
άλλη κριτική, από όποιονδήποτε και αν προέρχεται, οφείλει ο ίδιος πρώτιστα να
την ασκεί συνεχώς στο έργο του και μάλιστα α ν ε λ έ η τ α...
Όντας μέρος, συστατικό, ο ίδιος
του ποιητικού πυρήνα δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και δορυφορικό σωματίδιο,
γιατί εδώ δεν έχουμε Φυσική όπου αυτά μαζί αποτελούν το άτομο, αλλά κάτι
διαφορετικό, σχεδόν «μεταφυσικό». Δεν παραβλέπω φυσικά αυτήν την προσφορά και
δεν χρεάζεται να πω ότι προτιμώ τα κριτικά δοκίμια των ανωτέρω από αυτά των
υπολοίπων παρασιτούντων ή μη «ειδημόνων» άσχέτως αν αντανακλάται μέσα τους
το κοσμοείδωλό μου ή όχι. Οι Ποιητές τη δουλειά τους και οι κριτικοί την δική
τους. Ακόμη και αν φαίνεται πως αυτά πορεύονται αλληλένδετα, η συνάφεια αυτή
δεν αφορά τον ποιητή ουσιαστικά. Καμιά κριτική δεν μπορεί να υποτιμήσει ή να
παραμερίσει την πραγματική Ποίηση και ούτε να αναδείξει ή να καθιερώσει ως
ποίηση την μη ποίηση. Αν έχουμε πλείστα όσα φαινόμενα κατά καιρούς που δείχνουν
να με διαψεύδουν, αυτό μπορεί μεν να ισχύει σε ένα περιορισμένο τοπικά
περιβάλλον βραχυπρόθεσμα αλλά ο χρόνος ως μέγας κριτής το αποφλοιώνει και
γίνεται εμφανής η απουσία της ψίχας. Ο καρπός είναι κούφιος, σκέτο τσόφλι, και
τα τσόφλια τα μαζεύουν οι μέρμηγκες...
Ολοκληρώνοντας την σκέψη μου
επανέρχομαι στον εξοβελισταίο ποιητικό λυρισμό: Ποίηση χωρίς Λύρα δεν
υφίσταται. Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ και αυτό είναι conditio sine
qua non στον ποιητικό λόγο. Όπως δεν υφίσταται έρωτας δίχως ψυχή παρά
μόνον σεξ και πορνεία. Και ναι μεν είναι σημαντικός ο ρόλος των δυο τελευταίων
αλλά δεν είναι Ποίηση. Μόνον αποκτώντας δική τους ψυχή (σώμα), τόσο το σεξ όσο
και η πορνεία ακόμη βιώνονται ποιητικά ή μετατρέπονται σε ποητικά αντικείμενα.
Διευκρινίζω, για να μην δημιουργηθεί καμιά παρεξήγηση, ότι με τον λυρισμό δεν
αναφέρομαι συγκεκριμένα σε είδος, τεχνοτροπία, ύφος ή γλώσσα αλλά σε αυτήν την
ποιητική ψυχή και μόνο.
Η λύρα της ποίησης είναι
πολύχορδη και συν τω χρόνω προσθέτει διαρκώς «χορδές», τις
«κουρδίζει» αλλιώς, τις δονεί ποικιλοτρόπως, ενσωματώνει μέσα τους κάποιες
παλαιότερες πλην δεν τις αφαιρεί ποτέ. Αφαίρεση
τέτοια στην Ποίηση είναι απαγορευτική. Οι ποιητικές χορδές μπορούν να εκπέμπουν
σε διαφορετικές συχνότητες ήχων, από στριγγούς και σκληρούς έως θείες μελωδίες
και και αηδονολαλιές πλην όμως στηριζονται πάντοτε στη Λύρα. Η ποιητική του
Μπουκόβσκι, για να γίνω αντιληπτός, αποκαλέστηκε - όχι από τον ίδιο προφανώς
που δεν έδινε δεκάρα γι αυτά - «βρώμικος ρεαλισμός». Όποιος
όμως δεν μπορεί να διακρίνει, ή μάλλον ορθότερα να νοιώσει, τον πανταχού
παρόντα λυρισμό που διαπερνά και αποπνέει την
«στακάτη» ποιητική του, δεν έχει μάτια και αφτιά για ποίηση ούτε θα έχει
ποτέ._
Δημήτρης Νικηφόρου
16 - 7 - 2014