Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

«Τα δέντρα και η ποίηση»

γράφει η Διώνη Δημητριάδου*


(σχολιάζοντας την ποιητική συλλογή του Γιώργου Γάββαρη
«Το δέντρο με τις λέξεις»

από τις Εκδόσεις των φίλων

Δεν ξέρω αν βγάζουν ρίζες οι λέξεις, όπως κάνουν με τη φυσική τους σοφία τα δέντρα. Ίσως να προτιμούν την πορεία του ανέμου, που τις σέρνει από δω κι από κει και έτσι φθάνουν σε όσους τις αναμένουν. Μπορεί σ’ αυτούς να ριζώνουν.
Ο ποιητικός λόγος του Γιώργου Γάββαρη με βρήκε (σ’ αυτήν την πολύ προσεγμένη αισθητικά έκδοση) έτσι όπως σε ώριμες στιγμές σε προσεγγίζουν τα πολύ σημαντικά πράγματα. Λυπάμαι που ως τώρα δεν τον γνώριζα, λυπάμαι ακόμα που γερές και αληθινές ποιητικές φωνές ίσως δεν ακούγονται όσο θα έπρεπε. Μπορεί να ευθύνεται η αντιποιητική εποχή. Πού καιρός για ποίηση! Μπορεί, όμως, να έχει την ευθύνη της και η ενασχόληση των πολλών με τα ψευδεπίγραφα λογοτεχνικά του καιρού μας. Όσο όμως θα επιμένουν οι αληθινοί γραφιάδες και ποιητάδες, ας μη φοβόμαστε. Πάντα θα βρίσκουν, αργά ή γρήγορα, τον αναγνώστη τους.

Ο Γιώργος Γάββαρης υπηρετεί μια ποίηση πεντακάθαρη στη σαφήνειά της, με έναν λιτό αλλά εκφραστικό τρόπο, και αυτή η ευθύτητα είναι ικανή να μεταφέρει απολύτως το νόημα των στίχων του. Θα έλεγα πως είναι ένας από τους κρίκους αυτής της μακράς αλυσίδας που δημιούργησε η ποιητική παράδοση των μεγάλων ποιητών της ρεαλιστικής τάσης της  Β΄ κυρίως μεταπολεμικής γενιάς και διαμόρφωσε τον λόγο των ποιητών ως τα σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Έτσι, μιλά κι αυτός με το βάρος των λέξεων μόνο, χωρίς εντυπωσιασμούς που είναι εντελώς περιττοί στα ποιητικά πράγματα, αλλά και με τη διάθεση να εκπροσωπήσει κάτι περισσότερο από τη δική του φωνή:
Παιδί, θυμάμαι,
διάλεγα όνειρα ανέγγιχτα
και σε συρτάρι κλειδωμένα.

Ως τώρα ψάχνω
σε υπόγεια, σοφίτες και δωμάτια
κλειδιά για να βρω.
Κι η μάνα μου
στον τάφο της ολόρθη
να μου λέει :
Στα κλέψανε αγόρι μου, στα κλέψανε!

Μακάρι να ’ταν ποιητές
για να τους αθωώσω!

Διαβάζοντας τους παραπάνω στίχους σκέφτομαι πως ίσως η ποίηση να είναι η πλέον κατάλληλη, από όλες τις εκδοχές του έντεχνου λόγου, για να κλείσει (μέσα στο ελάχιστο που της αναλογεί ως χώρος) την απόγνωση αλλά και την επίγνωση. Και ακριβώς επειδή ο ποιητικός λόγος έχει μέσα του το επίκαιρο και το σύγχρονο, μια που πηγαία και αυθόρμητα καταθέτει κάθε φορά την πίκρα που τον ζώνει, μπορεί να μιλά και να ακούγεται αληθινός ακόμη και όταν περιγράφει (με τον τρόπο του οπωσδήποτε) αυτό που ζούμε. Έτσι κι εδώ ο ποιητής μέσα σε μόλις 12 στίχους έβαλε και το προσωπικό αλλά και το συλλογικό βίωμα. Και το ποίημα έγινε το αποτύπωμα μιας εποχής. Αυτή η δύναμη χαρακτηρίζει τους στίχους του ποιητή μας εδώ.

Τις λέξεις όλες
στα πανηγύρια των δασών τις ξόδεψα.
Κι αυτές
-οι ξεχασιάρες-
λικνίζοντας το νόημά τους
στου Φθινοπώρου τον χαμό
γινήκανε φύλλα χρωματιστά
αντίς κλαδιά ν' απλώσουν.

Κι όμως χάνονται οι λέξεις; Ονειροβατούν και φθίνουν; Ή μήπως -αιωρούμενες για λίγο- ριζώνουν στο μυαλό αμφισβητώντας έτσι τη ματαιότητα; Όσο η ζωή θα μεταλλάσσεται σε πόνο
Πώς μεταλλάχτηκε η ζωή σε πόνο; (ρωτά ο ποιητής)
οι ποιητές θα  πιάνουν το μολύβι και θα χαράσσουν λόγια ευθύβολα, έτοιμα να απαντήσουν. Αλλιώς δεν γίνεται. Μπορεί γιατί είναι αλαφροκοίμητοι, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Γάββαρης. Μπορεί, πάλι, γιατί η θέση του αληθινού ποιητή είναι να ξαγρυπνά, να παρατηρεί και να αποτυπώνει. Ψάχνω στον ποιητικό λόγο κάθε φορά να δω την τοποθέτηση του ίδιου του δημιουργού απέναντι στην τέχνη του. Και αγαπώ ξεχωριστά αυτούς που με απόλυτη συνείδηση μιλούν γι’ αυτήν. Όπως εδώ:
Σε βάθρο υψηλό
στήνω το ποίημα.
Ο ήχος του όμως, χαμηλός.

Αυτό το ψηλό βάθρο δεν είναι για αποθέωση. Είναι για να γίνει ο λόγος διακριτός, όπως του πρέπει. Γιατί θα πει αλλού:
Όταν στέκεται ο ποιητής
χτυπώντας με το βλέμμα του το απέραντο
σαν να προσεύχεται,
μην του μιλάτε!
Για σας ονειρεύεται.
Και όταν αυτό το όνειρο πρέπει να μεταδοθεί στους άλλους, ώστε να μεταποιηθεί και σε δικό τους οραματικό στοιχείο; Τότε, ο ποιητής νιώθει μόνος, διαρκώς και απελπιστικά βυθιζόμενος στον μονήρη βίο του και σε αντίφαση βαθιά με τον ρόλο του:
Με λύσσα η βροχή
χτυπούσε τα σκελετωμένα τζάμια.
Μα εγώ το ήξερα.
Τα 'γλειφε τρυφερά
ίσως με λίγον οίκτο.

Αλλόκοτη και άσεμνη.

Και αλλού:

Στη στροφή, ξαφνικά
έν’ άγαλμα με χαιρετά.
Χρόνια στη μοναξιά του
και τη δική μου
αμέσως αναγνώρισε.


Τα ποιήματα του Γιώργου Γάββαρη, με τον τρόπο που επιλέγουν να μιλήσουν, αντικρίζοντας με κατάγματα συντριπτικά τα χρόνια,  συνομιλώντας με τους πολεμιστές που τις ντάπιες παγωμένοι εγκατέλειψαν απ’ τη χαμένη ανάσταση, αφήνοντας μόνο στον αγέρα να σιγοτραγουδάει παλιούς σκοπούς επαναστατικούς, στοχεύουν και πιο πέρα από μια προσωπική μοναχική κατάθεση. Μοιάζει να θέλει να πει περισσότερα από όσα έτσι κι αλλιώς δηλώνει μια χαμηλόφωνη ποίηση. Κάτω από αυτή την οπτική, η ποίησή του γίνεται η έκφραση μιας γενιάς που γνώρισε ήττες και διαψεύσεις και που τη φωνή της, αυτό το ελάχιστο που της έχει απομείνει, θέλει να το διαχειριστεί, ώστε να ακουστεί όσο γίνεται. Ο στίχος αποτελεί το όχημα ακόμα και όταν οι ράγες του τρένου μας ταξιδεύουν ακίνητους.

Το βιβλίο, και στο εξώφυλλο αλλά και σε κάποιες σελίδες, κοσμείται από σχέδια της Χριστίνας Καραντώνη. Πρόκειται, πιστεύω, για μια εξαιρετική συνάντηση, έτσι όπως η ζωγράφος με την εικονογράφηση των ποιημάτων δίνει πολλαπλασιαζόμενη εικαστικά τη σκέψη του ποιητή. Τα δέντρα της – γιατί, με εξαίρεση ένα μόνο, για δέντρα πρόκειται – αγκαλιάζουν τους στίχους απλώνοντας κλαδιά και ρίζες και υπογραμμίζοντας τη μεταμόρφωση των λέξεων σε δέντρο που ριζώνει στη σκέψη των ανθρώπων. Επιβεβαίωση ακόμα μια φορά πως οι λέξεις δεν χάνονται, ίσα ίσα πολλαπλασιάζονται και γιγαντώνονται σαν βρουν το κατάλληλο έδαφος. Άλλωστε, όπως λέει και ο ποιητής:
Ακολουθώ τα δέντρα.
Αλλάζει ο ήλιος τις σκιές
γυρνούν ανάποδα τα φύλλα.
Προχωρώ, τα ακολουθώ
οι ρίζες τους ρουφάνε τη σκιά μου.
Γίνομαι δέντρο και εγώ.

Έτσι, με την απόλυτη πλέον μετάλλαξη του ίδιου του ποιητή, ίσως οι λέξεις βρίσκουν και ριζώνουν καλύτερα. Έχει προσωπικό κόστος η ποίηση. Ας το πιστέψουμε.

Διώνη Δημητριάδου


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

«Το μοτίβο του δολοφόνου» μυθιστόρημα

γράφει η Διώνη Δημητριάδου*




του Γρηγόρη Αζαριάδη

από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης


Οι αστυνομικές ιστορίες, όταν είναι καλογραμμένες, μπορούν να σταθούν δίπλα στις άλλες λογοτεχνικές δημιουργίες ίσοις όροις. Και το δηλώνω αυτό εξ αρχής, γιατί δεν έχω τη διάθεση να απολογηθώ γιατί μου αρέσει κάποιο noir μυθιστόρημα. Μια μαύρη, σκοτεινή αστυνομική ιστορία διαθέτει όλα αυτά που θα ευχόταν να βρει ο αναγνώστης στις σελίδες ενός βιβλίου. Πλοκή, περιπέτεια, φανερούς και κρυφούς ήρωες, ανατροπές, αιφνιδιασμούς, απρόοπτες εξελίξεις, απομυθοποίηση καταστάσεων, ακόμη και μια σωστή λογοτεχνική γλώσσα χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς και άστοχο βερμπαλισμό. Γιατί η αστυνομική πλοκή πρέπει να ακολουθεί ένα γρήγορο ρυθμό, χωρίς πλατειασμούς και απεραντολογίες, αλλιώς έχει χάσει το παιχνίδι, το στοίχημα της ενδιαφέρουσας ανάγνωσης.
Στην περίπτωση του Γρηγόρη Αζαριάδη, η αστυνομική λογοτεχνία βρίσκεται σε καλή στιγμή. Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει τα δύο πρώτα του βιβλία (πάλι στο ίδιο είδος), έτσι δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω αν όντως πρόκειται για το καλύτερό του, όπως λένε. Κρίνοντας, ωστόσο, από το «Μοτίβο του δολοφόνου» εκτιμώ ότι το ταλέντο της γοργής - και συναρπαστικής σε πολλά σημεία - γραφής υπάρχει.
Θα απαριθμήσω τα πολύ θετικά στοιχεία της γραφής του και θα αφήσω στο τέλος μια μικρή ένσταση, η οποία όμως δεν ανατρέπει καθόλου το θετικό ισοζύγιο, αντιθέτως πιστεύω μπορεί να συνεισφέρει σε μια ακόμη ανώτερη ποιοτικά μελλοντική παρουσία.
Πρώτο θετικό, με το οποίο ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος από την πρώτη μόλις σελίδα. Ο συγγραφέας τοποθετεί τον αναγνώστη του από την αρχή απέναντι στον δολοφόνο, παρέχοντάς του τη γνώση της σκέψης του, σαν να λέμε μας βάζει το μυαλό του. Έτσι επιτυγχάνει δύο πράγματα, πολύ βασικά για τη συνέχεια της ανάγνωσης. Από τη μια ο αναγνώστης βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση να γνωρίζει περισσότερα και από το θύμα (που με μαθηματική ακρίβεια κινείται προς το πεπρωμένο του) αλλά και από τους διώκτες του εγκλήματος, που αρχικά στα τυφλά και κατόπιν συλλέγοντας προσεκτικά στοιχεία θα οδηγηθούν στη λύση. Θα λέγαμε πως ο αναγνώστης ενσαρκώνει την «τραγική ειρωνεία», χρησιμοποιώντας φυσικά εδώ απολύτως καταχρηστικά τον όρο, εφόσον αυτός αφορά τα θεατρικά δρώμενα, κατά Αριστοτέλη. Παράλληλα ο αναγνώστης έχοντας αυτό το πλεονέκτημα δεν μπορεί παρά να κινητοποιεί τη δική του σκέψη συλλέγοντας τα δικά του στοιχεία και διαβάζοντας πίσω από τις λέξεις του συγγραφέα, οδηγούμενος με σχετική βεβαιότητα (μια που αυτή εξαρτάται από την παρατηρητικότητα που διαθέτει) στη δική του λύση.

Δεύτερο θετικό στοιχείο επισημαίνεται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας τοποθετεί στην εικόνα της κάθε μιας από τις δολοφονίες τρία πρόσωπα, που σαν από κάποια κίνηση της μοίρας δίνουν ραντεβού στο ίδιο σημείο την ίδια στιγμή. Τα δύο πρόσωπα είναι φυσικά απαραίτητα για να στηθεί το σκηνικό, ο θύτης και το θύμα. Το τρίτο πρόσωπο, ο αυτόπτης ή ο αυτήκοος μάρτυρας,  κάθε φορά βρίσκεται σχεδόν κοντά, ώστε να μπορεί να δώσει ένα αόριστο ή ασαφές στοιχείο, πάντοτε το ίδιο. Προσωπικά, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την εκδοχή. Τόσο κοντά, ώστε να δει αυτό το ελάχιστο, αλλά και τόσο μακριά, ώστε η μαρτυρία να μην προσφέρει επιφανειακά τίποτα. Αν, όμως, δοθεί περισσότερη προσοχή…


Τρίτο και πολύ σημαντικό, εφόσον μιλάμε για αστυνομικό μυθιστόρημα, εδώ έχουμε ένα χειρισμό της πλοκής τέτοιο, που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου.



Ο άντρας την κοίταζε αμίλητος. Το παγωμένο βλέμμα του την έκανε να ανατριχιάσει. Τέντωσε το χέρι και την σημάδεψε. Η γυναίκα είδε την αποτρόπαιη μάσκα του τρόμου να την αγκαλιάζει με αόρατα χέρια κι ένιωσε τα παγωμένα δάχτυλα να ψαχουλεύουν τον λαιμό της. «Μην το κάνεις… σε παρακαλώ!» Τρείς πυροβολισμοί ήρθαν σαν απάντηση στην ικεσία της. Οι βολίδες σφηνώθηκαν ψηλά, στους μηρούς. Παραπάτησε κι έγειρε προς τα πίσω. Τα χέρια της υψώθηκαν αβέβαια σαν να προσπαθούσε να προστατέψει το σώμα της απ’ αυτό που καταλάβαινε ότι θα ακολουθούσε. Την πλησίασε λίγο περισσότερο. Τράβηξε ξανά τη σκανδάλη. Άλλοι δυο πυροβολισμοί χαμηλά, στην κοιλιά. Η Περσεφόνη γλίστρησε απαλά προς τα κάτω και σωριάστηκε ανάσκελα στον δρόμο. Ο άντρας πλησίασε λίγο ακόμα. Τα δευτερόλεπτα μέχρι τους επόμενους πυροβολισμούς αργοσύρθηκαν σαν βαριεστημένες χελώνες. Άλλες δυο βολίδες στο στήθος. Έμεινε να την κοιτάζει ακίνητος. Πήγε πάνω της. Ακούμπησε σχεδόν το περίστροφο στο μέτωπό της. Μια τελευταία βολίδα. Εξ επαφής.
Τα στοιχεία δίνονται με μέτρο, εκεί που κι εσύ αναζητάς την ανανέωσή τους, προκειμένου να προχωρήσει η σκέψη σου ή να επιβεβαιώσεις κάποια υποψία σου προς τη σωστή κατεύθυνση. Άλλωστε, το όνομα που περιμένεις να ακούσεις θα το δεις γραμμένο ακριβώς δυο σειρές πριν το τέλος. Σωστό αυτό, γιατί, τι μένει πλέον να γραφεί, όταν όλα έχουν ήδη οδηγηθεί στη λύση;
Θα πρόσθετα ως τέταρτο θετικό της γραφής το γεγονός ότι η αφήγηση δεν πέφτει στην ευκολία να περιγράψει την ατμόσφαιρα της οικονομικής κρίσης, κάτι που θα αποπροσανατόλιζε το ενδιαφέρον από τη σκοτεινή υπόθεση των δολοφονιών. Έτσι η Αθήνα της κρίσης, που τοπικά και χρονικά δίνει το πού και το πότε της αφήγησης, λειτουργεί μόνο ως μακρινό φόντο όλης της ιστορίας.
Πέμπτο και καθόλου αμελητέο, το γεγονός ότι ο Αζαριάδης έχει πολύ μελετήσει πριν καταγράψει τα αστυνομικά δεδομένα μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται και στην Αθήνα, σκιαγραφώντας το προφίλ ενός κατά συρροή δολοφόνου μεσογειακού τύπου, αλλά και αυτό ενός Βορειοευρωπαίου με ανάλογες τάσεις, που θα λειτουργήσει ως πρότυπο για τον εγχώριο. Έτσι επιτυγχάνεται η αληθοφάνεια κινήσεων, τεχνικών, αλλά και αυτή του περιβάλλοντος ενός ανακριτικού γραφείου, ενός νεκροτομείου ή του τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής ιδιοκτησίας. Η επιλογή του μάλιστα να δώσει τον κεντρικό αστυνομικό ρόλο σε γυναίκα προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για το «θηλυκό μυαλό», που θα προχωρήσει προς το ελάχιστο φως στο τούνελ, εκεί που οι υπόλοιποι βλέπουν απλώς σκοτάδι.

Την εμμονή του συγγραφέα στις λεπτομέρειες, και την αγάπη του στις επαναλήψεις, ίσως κάποιος να την προσμετρούσε στα αρνητικά της γραφής, ωστόσο εμένα μου μοιάζει περισσότερο σαν προσωπικό στυλ, που οφείλει να αποκτά ένας  συγγραφέας, καθόλου ενοχλητικό, ίσα ίσα το θεωρώ έκτο θετικό στοιχείο. Το συνηθίζεις και πια το αναμένεις.

Έχω, όμως και μια ένσταση. Χρησιμοποιεί με μεγάλη συχνότητα την παρομοίωση, η οποία λειτουργεί μεν θετικά στην κατεύθυνση της χιουμοριστικής πινελιάς, που κάνει πιο ελαφρύ το ζοφερό σκηνικό της σειράς των δολοφονιών, όμως δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Διαβάζοντας σκεφτόμουν την ομοιότητα ως προς αυτό το σημείο με τον Philip Kerr, ο οποίος επίσης κάνει κατάχρηση αυτού του μέσου. Εγείρω, λοιπόν, αυτή την ένσταση για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι χρησιμοποιώντας την παρομοίωση ως χιουμοριστικό μέσο φαίνεται σαν όλοι οι χαρακτήρες να έχουν την ίδια αίσθηση του χιούμορ (αυτή που τους υπαγορεύει ο συγγραφέας), πράγμα φύσει αδύνατον. Ο άλλος είναι, για να επανέλθω σε κρίση που έγινε παραπάνω, η αστυνομική λογοτεχνία έχοντας ως είδος πολλά από τα ατού μιας συγγραφής, δεν έχει απολύτως καμία ανάγκη από λογοτεχνικά τεχνάσματα, εν προκειμένω από την παρομοίωση, η οποία κρίνεται τελείως περιττή, αν όχι επιβλαβής.

Στη συνολική θεώρηση τα θετικά κερδίζουν κατά κράτος, μάλιστα θα μπορούσε κάποιος να κρίνει έως και πλεονάζουσα την παραπάνω παρατήρηση. Πιστεύω όμως ότι πολύ καλές πένες όπως ετούτη εδώ, αν δουν και την ελάχιστη αλλαγή ύφους ως θετική, θα δώσουν ακόμη καλύτερες προτάσεις γραφής. Η περίπτωση του Γρηγόρη Αζαριάδη ανανεώνει την αστυνομική λογοτεχνία προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι λάτρεις του είδους θα αγαπήσουν το «Μοτίβο του δολοφόνου». Οι σκεπτικιστές ας το δοκιμάσουν, αρχικά σαν μια αλλαγή από τα υπόλοιπα είδη. Στη συνέχεια πιστεύω θα συναριθμηθούν στους αναγνώστες που αγαπούν το noir. Και εδώ έχουμε μία από τις καλύτερες εκδοχές του.


Διώνη Δημητριάδου


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Θυμάμαι τον Μάνο Χατζιδάκι

γράφει η Διώνη Δημητριάδου *



Μας λείπει για τη μουσική του, αυτός ο μέγιστος όλων. Εγώ, όμως, τον θυμάμαι και για τα όσα πολύτιμα έλεγε, γιατί σκεφτόταν πιο πάνω από τα απατηλά φαινόμενα. Και έβλεπε πιο πέρα από την πρόσκαιρη καθημερινότητα. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς την ελαφρότητα της κάθε μέρας ήξερε να την ξεσκεπάζει με τη θρασύτητα που η ζωή επιτρέπει στους αληθινούς δημιουργούς. Και για όλα αυτά ενοχλούσε. Αυτόν τον ενοχλητικό Μάνο νοσταλγώ. Και πολύ θα ήθελα το σχόλιό του για όλη αυτή την αφροσύνη του καιρού μας. Αυτόν, τον αιωνίως ερωτευμένο έφηβο, να δώσει το παθιασμένο στίγμα του στην ανέραστη εποχή μας, τον ευγενή πέρα από τίτλους κοσμικότητας, να προσδιορίσει κανόνες συμπεριφοράς. Να μας πάρει από τα χέρι για άλλη μια φορά να ερωτευθούμε με τον "Μεγάλο Ερωτικό" του, να διαβάσουμε ιστορία στην "Εποχή της Μελισσάνθης" του, να ταξιδέψουμε στον κόσμο με το "Χαμόγελο της Τζοκόντας" του. Και να συλλαβίσουμε τον πολιτικό λόγο με τα σχόλια του "Τρίτου", με το περιοδικό "Τέταρτο". Αλλά η "μοίρα δεν ξεγίνεται", όπως λέει ο άλλος εκλιπών Ελύτης, οπότε μας μένουν, ακριβή κληρονομιά, οι μουσικές που έγραψε και η σκέψη του.

"Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου."



Βιογραφικό σημείωμα σε πρώτο πρόσωπο

 «Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
          Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.         
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.
          Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.         
Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
          Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού , εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα. 





Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι :

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.              
                     
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.»



Από το ημερολόγιό του:

19χρονος μόλις, καταγράφει με αγωνία στο ημερολόγιό του:
«Ήταν Δεκέμβρης του 1944: Αδερφοσύνη, αισθήματα, συνθήματα, αντιδράσεις: πάμφθηνα εμπορεύματα χυμένα στα πεζοδρόμια, μαζί μ' αληθινό αίμα αληθινά κορμιά νεανικά, αληθινά στόματα ανθρώπων που κραυγάζουν […] Οι Ιερείς κι από τις δυο μεριές, μονοπωλούσαν τον Χριστό κι εξασφάλιζαν την συνδρομή του, οι μεν για το έθνος και οι άλλοι για τον Λαό […] Με ποιους αλήθεια είν' ο Χριστός; - Με σένα, ακούω μια φωνή πλάι να με χαϊδεύει. Είμαι πάντα μ' αυτούς που ερωτούν».



Το περιοδικό «το Τέταρτο»




Το κείμενο που δημοσίευσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Το Τέταρτο», τον Ιούλιο του 1985. Πολλά χρόνια πριν, θα μου πείτε, για να έχει την ελάχιστη επικαιρότητα. Εξαρτάται, φυσικά, ποιο περιεχόμενο δίνει ο καθένας στην έννοια του «επίκαιρου». Η Ελλάδα, ωστόσο, πορεύεται χωρίς πυξίδα και κάποιο κομμάτι της κακοδαιμονίας της ίσως έχει τις ρίζες του σ’ αυτά τα μακρινά που μνημονεύει εδώ ο εύστοχος (για μια ακόμη φορά) Μάνος.

«Τα παιδιά της γαλαρίας είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι κάπως διαφορετικά. Εκείνα της ταινίας υπήρξαν θεατές από ψηλά, από την πιο φτηνή θέση, «εγκλημάτων» που διαδραματιζόταν στη σκηνή του θεάτρου. Τα δικά μας υπήρξαν και αυτά θεατές από ψηλά κι από την πιο ασήμαντη και φτηνή θέση, εγκλημάτων που διαδραματίζονταν στην ελληνική γη, ανίκανα να ορίζουν και ν’ αλλάζουν τη μοίρα των όσων έγιναν και γίνονται στον τόπο.
Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα. Στον καιρό της Κατοχής τα μετέπειτα παιδιά της γαλαρίας ζούσαν απάνω στη σκηνή και παίζανε το ρόλο τους, τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος. Μ’ ένα μονάχα στόχο, την επαλήθευση ενός επίμονου ονείρου. Και ήταν το όνειρο για μια ελεύθερη ζωή σχηματισμένη μακριά από απάνθρωπους νόμους, από ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς, από εξορίες και φυλακές και εκτελέσεις. Τίποτα δεν έγινε αλήθεια. Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ό,τι γεννιόνταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο. Εάν μας λέγαν τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξανάβγαιναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθιά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο.
Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθανε τα φαντάσματα κι αρχίσαν να πλαστογραφούν γι’ άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσανε κι ονειρευτήκανε, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου.
»Τα παιδιά της γαλαρίας δεν ήσαν φαύλα, δεν ήσαν χίτες, δεν ήσαν ανώμαλοι με τον φασισμό στο ‘να πλευρό τους. Δεν συμβιβάστηκαν με τους νικητές Γερμανούς, δεν υπήρξαν «πατριώτες» με το περιεχόμενο του χωροφύλακα και του μπράβου.
Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα.
Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών – όπως το πλαστογράφησαν οι ίδιοι κι όπως το απέδωσε η επίσημη ιστορία των φαντασμάτων. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη υποστήριξη του νεαρού τότε κράτους, είχανε ένα εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας. Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πιστέψαν στην απελευθέρωση, αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στο ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγα κιόλας χρόνο, όταν ακόμη υπήρχαν Γερμανοί. Και θέλησαν, πριν αποκλειστούν στη γαλαρία τους, να διαμαρτυρηθούν κραυγάζοντας για τελευταία φορά. Κι ύστερα να σωπάσουν – σαράντα χρόνια τώρα (σαράντα χρόνια τα περιέχω μέσα μου και τα δουλεύω για να τα πω κάποια φορά).
Όχι, η εθνική αντίσταση δεν ήταν έργο των κομουνιστών ούτε των εξ Αιγύπτου εθνικοφρόνων. Ανάμεσα στους δυο αυτούς μοιραίους πόλους βρίσκεται μια Ελλάδα που ονειρεύεται και άπειρες φορές προδομένη τραυματίζεται θανάσιμα. Και τότες ξεσπά – δεν έχει σημασία κάτω από ποια σημαία. Και είτε νικά είτε νικιέται εκφράζει απελπισία κι αγανάκτηση.
Τα παιδιά της γαλαρίας σήμερα έχουνε άσπρα μαλλιά. Όσα απόμειναν ξέχασαν τα όνειρά τους, έχουν συμβιβαστεί οριστικά με ό,τι ορίζει τη μοίρα τους, έξω απ’ αυτούς. Μονάχα μερικοί, μέσα σ’ αυτούς κι εγώ, με πείσμα κι επιμονή θυμούνται και εννοούν να θυμίζουν. Κι όσο βαστάξει αυτό το παιχνίδι.
…».

Ο μεγάλος ερωτικός




Θυμάμαι ότι ο σπουδαιότερος δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας, Ο «Μεγάλος ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι, γράφτηκε μέσα στη χούντα. Δεν τραγουδήθηκε στις μυστικές συνάξεις  ούτε παράνομα αντιγράφηκε σε κασέτες που κυκλοφορούσαμε χέρι με χέρι. Κι όταν η μνήμη λειτουργεί σήμερα για όλα αυτά τα γεγονότα μάλλον θυμόμαστε κάτι πιο επαναστατικό. Κι όμως το νιώθαμε από τότε ότι ακούγαμε κάτι πιο πάνω από ευκαιριακά συνθήματα και πιο πέρα πολύ από στενόχωρα φορεμένες κομματικές μπροσούρες. Ο έρωτας, όπως τραγουδήθηκε από τον μεγάλο της μουσικής μας, είναι εδώ διαχρονικός και πάντα νέος, να μας καλεί σε αυθεντικούς ξεσηκωμούς. Θέλω να πω, με όλο αυτό, πως σε καιρούς φορτισμένους αν είναι να δημιουργηθεί αυθεντική τέχνη, αυτό θα γίνει ίσως και χωρίς να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η εποχή η ίδια μιλάει με γνήσιο λόγο σε όποιο αληθινό σκίρτημα του ανθρώπου που εκφράζεται μέσω της τέχνης. Μπορεί έτσι να χειρίζεται, για παράδειγμα,  ερωτικά τον λόγο και να προκύψει πιστό αποτύπωμα της πιο επαναστατικής εποχής. Αντιθέτως μπορεί να οδηγεί «στα πιο βαθιά χασμουρητά» αποτρέποντας από την όποια δράση, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να συνεγείρει τα πλήθη με λεξιλόγιο φτηνό πολιτικά.

Διώνη Δημητριάδου




Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)


Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

«Μαύρο εκλεκτό» του Γιάννη Ευσταθιάδη


«Μαύρο εκλεκτό»
διηγήματα
του Γιάννη Ευσταθιάδη

από τις εκδόσεις Μελάνι

Έρωτας, μοναξιά, χρόνος και θάνατος. Κοινό τους σημείο η απώλεια, έτσι όπως αναδύεται άλλοτε αυτονόητα και άλλοτε πάλι μετά από συνειδητή πορεία αυτογνωσίας. Και αν έπρεπε να χρωματίσουμε τις λέξεις αυτές με όλη την πείρα που αποκομίζουμε βιώνοντας αυτήν την απώλεια που φέρουν μέσα τους, το χρώμα που θα προέκυπτε στον πίνακα θα ήταν οπωσδήποτε μαύρο. Αυτό το απόλυτο μαύρο που περικλείει στο σώμα του όλα τα άλλα φωτεινά και σκιερά. Τα ενσωματώνει, τα καταργεί, τα μεταλλάσσει. Τελικά τα αναδεικνύει πίσω από το μαύρο φόντο του. γιατί το μαύρο δεν μπορεί παρά να είναι εκλεκτό.
Γύρω από αυτές τις λέξεις και με αυτή τη διάθεση χρωματισμού φτιάχνει ο Γιάννης Ευσταθιάδης τις δεκατέσσερις ιστορίες του στο πρόσφατο βιβλίο του. Και ανατέμνει τις ανθρώπινες σχέσεις με εκείνο το μικροσκοπικό, σχεδόν αόρατο μαχαίρι που μόνο αληθινοί λογοτέχνες κατέχουν τον χειρισμό του, ανοίγοντας τομές από όπου μπορείς να δεις  το βάθος τους.
Μια καθημερινότητα με τη βαρετή ρουτίνα της, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς στην ευχή μπορεί να αποτελεί θέμα διηγήματος, σε οδηγεί να κατανοήσεις:
«το πένθος, τη διάσταση της ερωτικής αναπηρίας» (Η οδοντόβουρτσα)

Ένα διήγημα φτιάχνεται όχι κλασικά γύρω από ένα γεγονός αλλά πάνω στο ελάχιστο μιας στιγμής, στον χρόνο που αναλογεί στη λειτουργία της αφής. Υπάρχει άραγε ισχυρός δείκτης προστασίας για το ερωτικό άγγιγμα;
«Έγνεψε με το κεφάλι πως ‘όχι’. Κοκκίνισε ολόκληρος και έφυγε τρέχοντας. Άκουσε πίσω του πάλι το γέλιο της γυναίκας, αυτή τη φορά καθαρό, χωρίς κανένας παφλασμός να αναμειγνύεται στη σχεδόν ερωτική του συχνότητα» (Δείκτης προστασίας)

Πότε, λένε, περνάει η ζωή από μπροστά σου σαν κινηματογραφική ταινία; Και ποιες σκηνές το υποσυνείδητό σου, εκεί στο κατώφλι του επικείμενου θανάτου, επιλέγει να προβάλει σαν τελευταίο σκηνικό ζωής; Το μαύρο κουτί είναι διαφορετικό για τον καθένα και συχνά μάλλον θα αντιστοιχεί σε καλά φυλαγμένους φόβους που πια δεν έχουν νόημα να κρύβονται:
«Φλόγα ξανά. Φωτιά. Μυρωδιά βενζίνης. ‘Τι έκανες; Θα μας κάψεις όλους! Δεν σου ’πα να μην παίζεις με αναπτήρες;’» (Μαύρο κουτί)

Η ακοή είναι ικανή να πλάσει εικόνες. Τι την καθοδηγεί; Η επιθυμία, το υποσυνείδητο που επιμένει απέναντι στην τόσο ανίσχυρη συνείδηση των καταστάσεων;
«Απορροφά με τεντωμένα τα αφτιά του τον τριζάτο ήχο που κάνουν τα δάχτυλα πάνω στο νάιλον και μετά αισθάνεται τον συριστικό σχεδόν ήχο κατά μήκος του ποδιού» 
Και η εξαπάτηση, τόσο αιφνιδιαστικά απρόσμενη, θα αφήσει γύρω
«μια ταριχευμένη από βλέμματα σιωπή» (Ο βελονισμός)

Στο μικρό και αριστουργηματικό Επ’ αμοιβή θα παιχτεί ένα ευφυές παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και στη μυθοπλασία, που τόσο κοντά είναι στο άλλο παιχνίδι της ζωής με τον θάνατο. Και πάνω απ’ όλα μια παρανόηση. Μπερδεύεται ο συμβολισμός με τον νατουραλισμό; Στη λογοτεχνία ποτέ! Η ζωή, όμως, σκαρώνει παγίδες και μπερδέματα:
«‘Αχ, φίλε μου’ ψιθύρισα, ‘λάθος σε πληροφόρησαν. Εγώ ήμουν ανέκαθεν νατουραλιστής’» (Επ’ αμοιβή)


Τον όρο διακειμενικότητα τον γνωρίζουμε. Πολύ συχνά συναντάμε στην πεζογραφία τις προσμείξεις από άλλους λογοτέχνες, τις συνομιλίες που εμπλουτίζουν τον κόσμο των ιστοριών. Πώς να ονομάσουμε, όμως, τη συνομιλία της λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο; Στο ευρηματικό Σιωπηλός μάρτυς διαβάζεις και οι σκηνές έρχονται κατευθείαν από το χιτσκοκικό περιβάλλον:
«Μπαίνω σήμερα στην όγδοη εβδομάδα ακινησίας. Σε λίγες μέρες, όπως μου λένε, θα βγάλουν τον γύψο.
Έχω απορροφηθεί από την πολυθρόνα, έχω γίνει προέκτασή της, δεν είμαι πια ένας άνθρωπος που κάθεται, αλλά ένα σώμα που φυτρώνει σαν φυλλωσιά στα ξύλινα πόδια της» (Σιωπηλός μάρτυς)
Ο συγγραφέας στο τέλος παραθέτει τις σημειώσεις του γι’ αυτόν που διαβάζοντας δεν έκανε τις αυτόματες συνδέσεις.

Το σουρεαλιστικό τοπίο εισβάλλει απρόσμενα σε αρκετά σημεία των αφηγήσεων (Μαύρο φόρεμα, Η τρίλια του διαβόλου, Ο παλιός ήλιος), μάλλον σε αγαστή συνεργασία με το απολύτως ρεαλιστικό σκηνικό. Πατά στο τώρα και στο βέβαιο, για να απογειωθεί στο πάντοτε και στο αμφίβολο. Ίσως μια υπόμνηση προς τον αναγνώστη ή μια εσωτερική ανάγκη επιβεβαίωσης μιας προσωπικής αλήθειας. Αυτό που βλέπουμε και κατανοούμε ως υπαρκτό και αναμφισβήτητο μήπως εμπεριέχει την αναίρεσή του;

Ιστορίες με επεξεργασμένη μνήμη,
«Ήθελα ο ήρωάς μου να θυμάται, αλλά να μη νοσταλγεί. Αγαπώ τη μνήμη, αλλά μισώ τη νοσταλγία (γι’ αυτό λατρεύω την ώχρα και απεχθάνομαι το μοβ)» (Η προσωπογραφία)
 με υπόρρητα σχόλια,
«μόνο σκοτάδι από το πιο εκλεκτό μαύρο χρώμα καραδοκεί και παγερή σιωπή» (Μαύρο εκλεκτό)
που ανιχνεύονται από τον αναγνώστη, συνοδευτικά της γοητείας που ασκεί η ταλαντούχα πένα του Ευσταθιάδη. Ιστορίες που σε ξαφνιάζουν με τη χρήση της γλώσσας και με την πλοκή. Ιστορίες που συχνά δεν έχουν θέμα, είναι οι ίδιες το θέμα.
Το μαύρο εκλεκτό χρώμα με το οποίο ντύθηκαν οι ιστορίες του βιβλίου έδωσε, εκτός από το απαραίτητο σκοτεινό πλαίσιο για να κινηθούν οι ήρωες, και το πολύ ξεχωριστό στυλ, κάτι που δεν συναντάμε συχνά στους διηγηματογράφους. Ο συγγραφέας όμως εν προκειμένω έχει άποψη για την παρουσίαση των κειμένων του, και μάλιστα πολύ ενδιαφέρουσα.

Διώνη Δημητριάδου


 Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Πόρτες κλειστές ή ανοιχτές; Η περίπτωση του Κάφκα

γράφει η Διώνη Δημητριάδου*


      

   Ο Κάφκα θεωρείται ένας από τους πιο “κλειστούς”, “σκοτεινούς” και απαισιόδοξους συγγραφείς. Σε ένα μικρό αλληγορικό του αφήγημα μας παρουσιάζει όλη την τραγική εικόνα του αλλοτριωμένου ανθρώπου και μας αφήνει, νομίζω, να εκτιμήσουμε αν η παραπάνω κρίση γι αυτόν είναι πράγματι σωστή. Συνοπτικά και σε ελεύθερη απόδοση η σκηνή που επινόησε είναι η ακόλουθη.
   Ένας άνθρωπος εμφανίζεται μπροστά στην πόρτα που οδηγεί στον νόμο, και δηλώνει ότι επιθυμεί να μπει. Στην πόρτα μπροστά βρίσκει έναν θυρωρό, ο οποίος του δηλώνει ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος. Ο άνθρωπος μάλλον δεν εννοεί την απαγόρευση, και λέει ότι θα επιστρέψει αργότερα, οπότε, όπως πιστεύει, θα του είναι δυνατόν να μπει. Φυσικά κάνει λάθος, γιατί, όπως του επισημαίνεται, ούτε τότε θα του επιτραπεί η είσοδος. Μήπως, τότε, θα μπορούσε να παραμερίσει τον θυρωρό και να περάσει μέσα; Ούτε να το διανοηθεί! Ο θυρωρός που του κλείνει το πέρασμα είναι μόνον ο πρώτος, και όχι ο πιο φοβερός από τους τρεις που θα συναντήσει, αν το επιχειρήσει. Μπορεί, τουλάχιστον, να περιμένει εκεί απ’ έξω; Ναι, αυτό γίνεται. Ο θυρωρός, μάλιστα, του προσφέρει και κάθισμα. Εκεί, λοιπόν, κάθεται ο άνθρωπός μας μήνες και χρόνια! Διαρκώς κάνει προσπάθειες να πείσει τον θυρωρό για την είσοδό του, αλλά μάταια. Όχι ότι δεν δοκίμασε όσες μεθόδους γνώριζε για να το καταφέρει, μέσα και δωροδοκίες, παρακλήσεις και ό,τι άλλο. Αποτέλεσμα μηδέν! Κάποτε νιώθει ότι φτάνει το τέλος του, και πλησιάζει για τελευταία φορά τον θυρωρό για να τον ρωτήσει κάτι, που μόλις τώρα σκέφτηκε:

«Όλοι μάχονται για τον νόμο. Πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος, εκτός από μένα, να μπει;»

Ο θυρωρός του απαντά:



«Κανένας άλλος δεν μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω»



  
  Είπαμε ότι το αφήγημα είναι αλληγορικό. Αν προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε την εικόνα του Κάφκα, θα συναντήσουμε από πίσω την προσπάθεια του απλού ανθρώπου/πολίτη μιας οργανωμένης κοινωνίας, ο οποίος θέλει να επιβεβαιώσει ότι όλος ο μηχανισμός που έχει στηθεί για να τη συγκρατεί και να μην καταρρεύσει σε συντρίμμια βρίσκεται εκεί για να τον υπηρετεί, να τον προστατεύει και να τον οδηγεί σε μακροημέρευση με ηρεμία, τάξη και ασφάλεια. Πλανάται, θα μας πει ο Κάφκα. Εδώ ο άνθρωπός μας επιθυμεί να εισχωρήσει στο κτήριο του νόμου, δηλαδή να κατανοήσει επιτέλους τι είναι ο Νόμος, πώς λειτουργεί, να εξακριβώσει “ιδίοις όμμασι” τι εννοούν όλοι αυτοί που του μαθαίνουν από τη μικρή ηλικία ότι πρέπει να σέβεται και να ακολουθεί το δίκαιο των νόμων. Τι συναντάει, όμως, μπροστά του; Εμπόδια και απειλές, απαγορεύσεις και φοβερούς θυρωρούς/φύλακες. Άρα, ο νόμος δεν είναι προσιτός για τον απλό πολίτη, είναι ξένο σώμα προς αυτόν, την ίδια στιγμή που κάποιοι, όπως φαίνεται, βρίσκονται μέσα και τον φρουρούν. Οι ειδήμονες, οι ειδικοί, οι επιστήμονες περί τους νόμους. Όπως θα λέγαμε, αν επρόκειτο για το κτήριο της έννοιας της Θρησκείας, οι φρουροί θα ήταν οι θεολόγοι, ή για το κτήριο της έννοιας της Πολιτικής, οι φύλακες θα ήταν οι πολιτικοί επιστήμονες ή, ακόμη χειρότερα, οι πολιτικοί αρχηγοί κ.ο.κ. Πάντα, δηλαδή, θα υπάρχει κάποιος ειδικός για να απομακρύνει τον απλό άνθρωπο από την αλήθεια, να τον παραπλανήσει ότι τάχα αυτός φροντίζει για τα συμφέροντά του, να τον αποκοιμίσει ότι τάχα αυτός είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Πού καταλήγουμε; Ο άνθρωπος νιώθει αλλότρια, ξένα και ανοίκεια όλα αυτά που υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν για τον ίδιο! Η αλλοτρίωση γεννιέται από την αίσθηση της αδυναμίας του ανθρώπου απέναντι στις δυνάμεις της κοινωνίας, δυνάμεις που καταλήγουν, έτσι, εχθρικές. Πάνω στη λογική αυτή οικοδόμησε ο Αλμπέρ Καμύ τη θεωρία του παραλόγου:

«απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος θα αποφασίσει να βλέπει σωστά, διακρίνει κι αισθάνεται το συναίσθημα του παραλόγου… αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Παράλογο είναι το χάσμα ανάμεσα στο ότι δεν δικαιολογείται και στον μάταιο, μα δυνατό πόθο του ανθρώπου για σαφήνεια»
 
  Την έννοια της αλλοτρίωσης την είδε ο Μαρξ από την οπτική της αποξενωμένης εργασίας, ως αίσθηση που δημιουργείται στον βιομηχανικό εργάτη ότι δεν του ανήκει το προϊόν της εργασίας του. Τον είδε εγκλωβισμένο στα γρανάζια της παραγωγικής διαδικασίας, που δεν του προσφέρει τίποτε άλλο από ταπείνωση και εξαθλίωση. Πιο νωρίς, βέβαια, ο Ρουσσώ είχε δει τον άνθρωπο των κοινωνικών συναναστροφών, όπως έγραφε, να μην μπορεί παρά να ζήσει μέσα από τα μάτια και την κρίση των άλλων, χωρίς τη δυνατότητα να δημιουργήσει ο ίδιος την προσωπικότητά του, ακολουθώντας τους κανόνες που κάποιοι έφτιαξαν στο όνομά του προκειμένου να λειτουργεί με τάξη το σύνολο. Αδιέξοδη η κατάσταση, αν έχει δίκιο ο μεγάλος διαφωτιστής. Η  εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία πάντοτε θα φτιάχνει τους τύπους και τις ρήτρες της, όπως βολεύουν τα συμφέροντά της, και οι απλοί άνθρωποι θα πρέπει να συμφωνούν μαζί της ή, έστω, να διαφωνούν αλλά κάπως ήπια, εντός συμφωνημένων ορίων… Η αλήθεια είναι μία: οι διάφορες μορφές εξουσίας μάς περιτριγυρίζουν. Τις δεχόμαστε. Να τις κατανοήσουμε δεν γίνεται. Πόσο περισσότερο δεν είναι δυνατόν να γίνουμε κοινωνοί τους ή συμμέτοχοι. Είναι πλαστά αλλά ισχυρά δημιουργήματα. Δεν δημιουργήθηκαν φυσιολογικά αλλά λογικά, και η λογική, μας μάθανε, είναι πανίσχυρη.
  Δεν μπορεί, λοιπόν, ο άνθρωπος να αντιτάξει κάτι στις ισχυρές αυτές δυνάμεις; Ο Ροζέ Γκαρωντύ πιστεύει ότι ο Κάφκα μάς οδήγησε μέχρι τα σύνορα της αλλοτρίωσης χωρίς, όμως, να τα διαβεί, θεωρώντας, έτσι, τον συγγραφέα απαισιόδοξο:

«…εδώ ο Κάφκα μάς εγκαταλείπει. Μας οδήγησε μέσα από τους κύκλους της Κόλασης, μας έκανε να προαισθανθούμε, όπως στην άκρη ενός ατέλειωτου τούνελ την εμπειρία του φωτός. Κατόπιν ο οδηγός μάς αφήνει. Το βασίλειό του είναι το βασίλειο της αλλοτρίωσης και της συνείδησης της αλλοτρίωσης»
 
  Ευφυές, νομίζω, το εύρημα της ανοιχτής πόρτας, μπροστά στην οποία ο άνθρωπος ορρωδεί. Δεν βλέπει παρά τα εμπόδια και αγνοεί την απλή δυνατότητα που του παρέχει το άνοιγμα, με δεδομένους, βέβαια, τους  φοβερούς πιο πάνω θυρωρούς. Αυτός ο άνθρωπος άρα δεν τόλμησε να παραβιάσει ανοιχτές θύρες. Θεωρητικά θα μπορούσε. Σαν να λέμε προσφέρεται ανοικτή οδός για όποιον θα ήθελε να το ψάξει λίγο παραπάνω από τα συμβατά όρια. Σκέφτομαι συχνά σε πόσα ερωτήματα έχει να μας δώσει “λύσεις” ο Καβάφης. Είναι γνωστό το ποίημά του Σατραπεία, στο οποίο παρουσιάζει τον άνθρωπο να κάνει την καθοριστική επιλογή του κάποια στιγμή στη ζωή του και να ακολουθεί δρόμο καθόλου αρεστό αφήνοντας στην άκρη τις βαθύτερές του επιθυμίες. Πρόκειται για ένα ολιγόστιχο ποίημα, που δεν θα μπορούσαμε  να διανοηθούμε ότι θα παίδευε, να το πούμε έτσι, τον δημιουργό του. Όμως, όπως μας δηλώνει ο ίδιος στα Αυτοσχόλια, τον κράτησε άγρυπνο πολλές νύχτες. Δεν το έδινε για δημοσίευση, γιατί του φαινόταν πολύ απαισιόδοξο. Ώσπου σκέφτηκε να προσθέσει ένα στίχο όλο κι όλο, που άλλαζε, όμως, το νόημα του ποιήματος. Τον έβαλε σε παρένθεση έτσι για να τονιστεί περισσότερο η έννοια της σκέψης που παρεμβάλλεται και αλλάζει όλη τη ζωή μας:

«… και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις)…»

  Ξεκάθαρα ο ποιητής δηλώνει ότι η ευθύνη εναπόκειται σε μας τους ίδιους, η ευθύνη να προχωρήσουμε παρά τις αντίξοες συνθήκες, παρά τις Κασσάνδρες που προφητεύουν το μέλλον μας. Να μπούμε, δηλαδή, στην ανοιχτή έτσι κι αλλιώς πόρτα, γιατί για μας ήταν ανοιχτή. Που σημαίνει ότι για όλους τους άλλους ήταν κλειστή ή, ακόμη χειρότερα, ανύπαρκτη, γιατί αυτοί δεν είχαν καν ανησυχήσει, δεν είχαν ψάξει και δεν είχαν αναρωτηθεί ποτέ για τίποτε.
  
 Είναι, λοιπόν, ο Κάφκα πράγματι αδιέξοδος και απαισιόδοξος; Ο άνθρωπος του αφηγήματός του δεν μπήκε τελικά, δεν έμαθε αυτά που ήθελε και δεν κατανόησε και τον λόγο. Ήταν, όμως ο άνθρωπος που συναισθάνθηκε την αλλοτρίωσή του, και γι’ αυτό έφτασε μέχρι την πόρτα. Οι άλλοι πού ήταν; Βυθισμένοι στην αποξένωση από τα πάντα, κι από τον ίδιο τον εαυτό τους, δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξυπνήσουν και να αναρωτηθούν, να νιώσουν την κατάσταση καταληπτικής ηλιθιότητας  (για να θυμηθούμε τον Σεφέρη), στην οποία έχουν περιέλθει. Όσοι, λοιπόν, ξύπνησαν και αναρωτήθηκαν «τι, στην ευχή, συμβαίνει εδώ;» ας είναι και διατεθειμένοι να φτάσουν μέχρι την πόρτα και, επειδή είναι γι’ αυτούς ανοιχτή, να τολμήσουν να τη διαβούν. Η απόφαση είναι δική τους, ο Κάφκα απλώς τους έδειξε τον δρόμο. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό και καθόλου μα καθόλου απαισιόδοξο!

Διώνη Δημητριάδου





 Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»