Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Giuseppe Montani προς τον φίλο του Διονύσιο Σολωμό!






Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που  απευθύνει ο φίλος του Giuseppe Montani από το Lodi στις 22 Αυγούστου 1818 στον Διονύσιο Σολωμό δίνει μια καλή εικόνα για τον εικοσάχρονο Σολωμό που επιστρέφει τώρα, μετά από δέκα χρόνια απουσίας, στο γενέθλιο νησί:

«Στο καλό, λοιπόν, αγαπημένε μου Διονύσιε, στο καλό! Το πνεύμα των θαλασσών, το πνεύμα της αγίας φιλίας και το πνεύμα της ελευθερίας ας σε συντροφεύουν! Εσύ τουλάχιστο θα ξαναδείς μια πατρίδα, που μπορεί κανείς να τη λέει πατρίδα αληθινά. όσο κι αν η ξένη προστασία είναι, πες, ένα σκέπασμα μονάχα της σκλαβιάς. Τέλος πάντων όμως οι νόμοι είναι δικοί σας, δικά σας τα όπλα, και δική σας η κυβέρνηση· έχουν αναγνωριστεί τα δικαιώματά σας, έχουν ξυπνήσει και πάλι οι αρετές. Κάθε Εφτανησιώτης μπορεί να είναι περήφανος για το όνομά του, κι έχει στην καρδιά του τη γλυκιά πεποίθηση πως μπορεί να φανεί ωφέλιμος στην πολιτεία. Η δόξα της και η ευημερία της φαίνεται πως είναι εμπιστευμένες στη νέα γενιά, και ο νέος που επιστρέφει εκεί με άδολη την ψυχή και καλλιεργημένο το πνεύμα θα νιώθει να φλογίζεται από τις πιο ευγενικές ελπίδες. Αν αφιερωθείς έστω και αποκλειστικά στην τέχνη των Μουσών, θα έχεις να εκφράσεις αληθινά και γενναία αισθήματα, να διεγείρεις υψηλά πάθη και να εισάγεις μια καθαρή ευγένεια. Ο πατριωτισμός θα σου δίνει υπέροχες εμπνεύσεις, και όσο πιο καλός ποιητής, τόσο και πιο καλός πολίτης θα μπορείς να πιστεύεις πως είσαι. […] Την τελευταία φορά που σου έγραψα, που δεν είχες φύγει ακόμη, και που εγώ ήθελα και επέμενα να βρω τρόπο να μην φύγεις, μεταχειρίστηκα μερικά επιχειρήματα πιο πολύ για να ευχαριστήσω τον εαυτό μου παρά για να σου κάμουν εσένα καλό. Τώρα η φιλία με υποχρεώνει να σε δυναμώσω στην απόφασή σου και σχεδόν να σου κρύψω τη λύπη μου. Και κατηγορούσα κιόλας τον εαυτό μου που σου είχα εκφράσει επιθυμίες, που αν τις ακολουθούσες, χώρια που μπορούσαν να σου κλείσουν ένα δοξασμένο στάδιο, θα σε έκαναν διπλά απάνθρωπο, και απέναντι στην πατρίδα σου και απέναντι στη μητέρα σου που τόσο αγαπάς […]» (Πολίτης 1991: 457)

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός

Πηγή: http://www.e-kere.gr/βιβλία/Κωστής-Παλαμάς-Διονύσιος-Σολωμός
Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός


Πρόκειται για μελέτη στην οποία ο Παλαμάς κρίνεται γενικότερα ως κριτικός και ειδικότερα ως κριτικός του Σολωμού. Ο τόμος περιλαμβάνεται ανάμεσα στους πρώτους με τους οποίους εγκαινιάσθηκαν τότε οι γνωστές εκδόσεις «Ερμής». Χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο Β΄(σ.33-200) συγκεντρώνονται όλα τα πεζά και ποιητικά κείμενα του Παλαμά που αναφέρονται στον Σολωμό, αυτοτελή και αποσπασματικά, διατεταγμένα χρονολογικά. Στο Α΄(σ.5-32), ως Εισαγωγή και υπό τον τίτλο « Ο Παλαμάς κριτικός του Σολωμού», γίνεται αναλυτική προσέγγιση της κριτικής πρόσληψης του Σολωμού από τον Παλαμά για να διαπιστωθεί ότι, ενώ ο Παλαμάς επέβαλε τον Σολωμό στο εθνικό σύνολο, ο ίδιος έμεινε τελικά ξένος στο ποιητικό του δίδαγμα.

[Αναδημοσιεύονται εδώ το Πρώτο Μέρος της Εισαγωγής, χωρίς τις Σημειώσεις, με τις γενικές επισημάνσεις για τα γενικότερα γνωρίσματα του κριτικού στοχασμού του Παλαμά και το Τρίτο, το συμπερασματικό, με τις Σημειώσεις του, το οποίο ο εκδότης άφησε εκτός. Το τελευταίο έχει κατατεθεί από τότε , πολυγραφημένο, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας με τον ταξινομικό αριθμό MGL 869.291]

Μέρος Πρώτο Ο κριτικός: η τοποθέτηση και τα γνωρίσματα

Από μια πρώτη σύνθετη θεώρηση, η κριτική και η ποίηση αποτελούν δύο ομόλογες λειτουργίες του πνεύματος. Παρόλη, φυσικά, την αναντίρρητη αυτονομία τους υπόκεινται, ταυτόχρονα, σε αμοιβαίες εξαρτήσεις και στενούς συσχετισμούς. Πάντοτε σχεδόν η μεγάλη ποίηση (και γενικότερα κάθε μορφή υψηλής δημιουργίας) υποκρύπτει μιαν οξύτατη κριτική διάνοια, ενώ, από τη δική της πλευρά, η εμπνευσμένη κριτική προϋποθέτει, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, βαθύ και πλούσιο ποιητικό αίσθημα. Εντούτοις, στον πρακτικό απολογισμό, η δόκιμη κριτική πράξη τείνει να αποδειχθεί εξάρτημα του ποιητικού νου. Οι σημαντικότεροι κριτικοί, που διέγραψαν αποφασιστικά την οριακή καμπύλη της νεώτερης (τουλάχιστον) λογοτεχνίας, υπήρξαν ως επί το πλείστον ποιητές (Edgar Allan Poe, Paul Valéry, T.S.Eliot). Στον ορισμένο, μάλιστα, ελληνικό χώρο, η ταύτιση αυτή δικαιώνεται πλήρως με την εύγλωττη παράθεση δύο ακραίων ονομάτων, του Σολωμού και του Σεφέρη. Η άποψη, ωστόσο, φωτίζεται ακόμα πιο πολύ με το παράδειγμα, στη συγκλίνουσα χρονική αιχμή, του Κωστή Παλαμά.
Πράγματι, οι βασικότερες εκδηλώσεις του πνεύματός του υπήρξαν η κριτική και η ποίηση. Με τη διπλή δράση του ο Παλαμάς εύρυνε αποφασιστικά, σ΄ένα διάστημα μισού αιώνα (1880-1930), τα κλειστά όρια της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοί του, φυσικά, αιστάνθηκαν περισσότερο την επιβολή του ποιητή, με την κυρίαρχη αντήχηση του ρυθμού και του στίχου. Αλλά την εγκωμιαστικήν αποδοχή διαδέχθηκε αργά ο γόνιμος σκεπτικισμός. Η σφοδρή υπερβολή της αντιπαλαμικής στάσης του Γιάννη Αποστολάκη και η ταυτόσημη θέση του Φώτου Πολίτη (δύο ιδεολόγων δημοτικιστών) έθρεψαν γρήγορα τις πρώτες σοβαρές σπερματικές αμφιβολίες. Το χάσμα ευρύνθηκε απροσδόκητα με τις αντίρροπες αναζητήσεις και το συνακόλουθο επίτευγμα μιας άλλης ποιητικής. Έτσι, ο ποιητικός λόγος του Παλαμά (όχι, πάντως, ο ποιητής) έμεινε ξαφνικά ξένος, μετεωρισμένος στην αιχμή μιας παράδοσης. Η πλατυρημοσύνη του αναλυτικού στοχασμού, η συνάλληλη πομπική έξαρση, ο φραστικός αλαλαγμός, η εξώστρεφη κραυγή και ο στόμφος, οδήγησαν, αν όχι στην καταδίκη, τουλάχιστο στην άρνηση. Ήταν, επομένως, αναπόφευκτο το ποιητικό δίδαγμα του Παλαμά να μείνει χωρίς βιώσιμη καρποφορία. Με τον καιρό, η αλλοτρίωση μεγάλωσε, ενώ ο ίδιος παραμένει πάντα ποιητής αντιλεγόμενος.
Αντίθετα, ο κριτικός Παλαμάς επισημάνθηκε αργότερα, η δε αναγνώριση της ομολογημένης υπεροχής του ακολούθησεν αντίστροφο δρόμο. Τις πρώιμες διαπιστώσεις, αόριστες και δειλές, σφράγισε σύντομα η ανεπιφύλακτη ομολογία ότι «ο Κωστής Παλαμάς [...] είναι ως τα σήμερα [1941] ο πιο σημαντικός κριτικός της νέας ελληνικής λογοτεχνίας». Ωστόσο, τα σχετικά δοκιμιογραφήματα της ίδιας εποχής εξετάζουν, ως επί το πλείστον, τον κριτικό διαμέσου του καθιερωμένου ποιητή. Η τολμηρή αντιστροφή του Τέλλου Άγρα, στηριγμένη σε οξύτατην αίσθηση, πραγματοποιήθηκε σταδιακά και σε άλλες δόκιμες συνειδήσεις, στις οποίες η πρόκριση του κριτικού Παλαμά πέρασε άνετα από την ισοτιμία στο προβάδισμα. Η γνώμη αυτή φαίνεται η επικρατέστερη σήμερα, ενισχυμένη και δικαιωμένη από το συγκεντρωμένο (το γνωστό και άγνωστο) υλικό των Απάντων. Η έκδοση έδωσε καινούργια διάσταση στην κριτική φυσιογνωμία του Παλαμά, χωρίς αυτό να μειώσει τη σημασία του ποιητή, ο οποίος, εξάλλου, στέκεται πολύ πιο κοντά στο ευρύτερο κοινό απ΄ ό,τι ίσως, κανείς υποψιάζεται.
Η νέα αξιολόγηση στηρίζεται, προφανώς, σε αντικειμενικότερα δεδομένα. Απεναντίας, η παλαιότερη φαίνεται αρκετά επηρεασμένη από τον πληθωρικό όγκο τής ποιητικής παραγωγής και την προσωπική πίστη του ίδιου του Παλαμά. Παρόλη τη βαθιά επίγνωση για τη συλλειτουργική υπόσταση κριτικής και ποίησης, σπεύδει να διακηρύξει απερίφραστα ότι «εγώ δεν είμαι φιλόσοφος, δεν είμαι κριτικός» . Η βιωμένη αυτή θέση εξηγεί επαρκώς την υπηρετική, κατά κάποιον τρόπο, σκοπιμότητα που επιτελεί η κριτική στο συνολικό του έργο. Εδώ, ίσως, πρέπει να αναζητηθεί και η πρώτη αιτία γιατί ο Παλαμάς, ποιητής της Φλογέρας και του Δωδεκάλογου, δεν έδωσε ανάλογα κριτικά έργα, με πλατιά δηλ. σύνθεση και αυτάρκεια. Ωστόσο, το διασπαθισμένο κριτικό του έργο, το οποίο διέπει στο βάθος όντως παραδειγματική συνέπεια και ενότητα, αποκαλύπτει την αξιοσύνη της κριτικής διάνοιας και δίνει, στο μέτρο του εποπτικού συνδυασμού, αυθεντικά και πλούσια τα γνωρίσματα της παλαμικής κριτικής.
Τέσσερα είναι, προπάντων, τα πεδία στα οποία ασκείται διαρκώς η κριτική αντοχή του Παλαμά: α) Το ίδιο του το έργο. Είναι μοναδική, ίσως, περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα δημιουργού, ο οποίος γίνεται ταυτόχρονα, σε κάθε περίσταση (σε προλόγους, σε αυτοτελή δημοσιεύματα, σε επιστολές, παντού), ακαταπόνητος υπομνηματιστής και εξηγητής του ποιητικού, κυρίως, έργου του. Εδώ, φυσικά, δεν αξιολογεί, πράγμα άλλωστε ανέφικτο· απεναντίας διαφωτίζει, αναλύει, ερμηνεύει, επιχειρεί πρωτότυπους συσχετισμούς και εύστοχες ιστορικές τοποθετήσεις. β) Η ελληνική πραγματικότητα της εποχής του, στην εθνική, κοινωνική και πνευματική της δομή. Στον χώρο αυτόν αποδεικνύεται ο μαχόμενος στοχαστής και ο οξύς δημοσιογράφος. Προσπαθεί να καθοδηγήσει και αγωνίζεται να επιβάλει στη συνείδηση του Έθνους αξίες ζωντανές και αυτοδύναμες. Εδώ αξιολογεί, κατευθύνει, γίνεται ορθός κριτής και, κάποτε, ο ευαίσθητος δέκτης μιας επερχόμενης κοσμογονίας. γ) Το εθνικό παρελθόν, αποκλειστικά σχεδόν στη λογοτεχνική του πραγμάτωση. Είναι η περίπτωση όπου αναδεικνύεται απερίφραστα ο πρώτος άξιος ιστορικός της νεώτερης λογοτεχνίας, συστηματικός γραμματολόγος και κριτικός πρωτοποριακής αυθεντίας. Το επίτευγμα συνδυάζει έξοχα τη φιλολογική ενόραση με την ένστικτη σχεδόν κριτική ευστοχία. δ) Ο ευρωπαϊκός χώρος. Η πλατιά υπερελληνική αγωγή του πνεύματός του, η έντονη ευρωπαϊκή συνείδηση και η συναφής γνώση του δυτικού πολιτισμού επρόσφεραν γερά στηρίγματα στην κριτική του ενδυνάμωση και, ταυτόχρονα, άφθονο υλικό σε ανάλογη έρευνα. Στο σημείο αυτό παρουσιάζει, συγκρίνει, προβάλλει και, όχι σπάνια, επιβάλλει ιδέες, πρόσωπα, ρεύματα. Η σημασία του, ωστόσο, εξαντλείται στην επιτυχημένη προσπάθεια για μιαν αμεσότερη και πιο γόνιμη επικοινωνία του ελληνισμού με τη Δύση.
Η εποπτική διερεύνηση σε όλη αυτή την εκτενή δημιουργία (με ειδική αναγωγή κυρίως στην προτελευταία) προσφέρει τη δυνατότητα για μια χρήσιμη, κεφαλαιώδη αναγραφή των επιμέρους βασικών αρχών και των άλλων ιδιοτήτων της κριτικής του Παλαμά.
Εν πρώτοις, η προηγούμενη σχηματική διαίρεση δείχνει καθαρά το πρώτο, εξωτερικό, χαρακτηριστικό της κριτικής του: την πολυμέρεια και την άνεση. Και τα δύο είναι σύμφυτα με την πλατιά ανάπτυξη και τη διάσπαση. Η εξωτερική, ωστόσο, έκταση συνυπάρχει παντού με μιαν εσωτερική καθολικότητα, η οποία οδηγεί στην πρώτη αρχή για τη σύνθεση. Πράγματι, η συνθετική έφεση, εκδηλωμένη εμφανέστερα στο ποιητικό έργο, κυριαρχεί εξίσου σ΄όλες τις κριτικές δοκιμές του Παλαμά. Ακόμα και οι απλές απόπειρες προδίδουν την τάση για οργανωμένη μεθόδευση και ανάπτυξη του κεντρικού θέματος. Ό,τι όμως προέχει, παρόλη την απουσία μεγάλων έργων, είναι η συνθετική εποπτεία στην ενοραματική σχεδόν σύλληψη των πνευματικών εκδηλώσεων και των άλλων εκφραστικών μορφών του νεοελληνικού λόγου. Από την άποψη αυτή, ο Παλαμάς είναι η πρώτη συνθετική κριτική διάνοια του νεωτέρου ελληνισμού (αντίθετος ακριβώς από τον Πολυλά και τον Καλοσγούρο).
Η πολυμέρεια και η ευρυμένη εποπτεία συμβαδίζουν στην πράξη με την αναλυτική απόδοση του επιμέρους στοχασμού. Ο πλατυασμένος αυτός λόγος, ρητορικός και αφρόντιστος, ενισχυμένος μάλιστα από τον εκπληκτικό πλούτο και την παρεπόμενη ευκινησία της γλώσσας, δημιουργεί ύφος εντελώς ιδιότυπο και προσωπικό. Την ιδιοτυπία του ύφους αυξάνει η στενή συγγένεια προς το ποιητικό και η πλούσια σατιρική διάθεση. Γενικότερα, επισημαίνεται μια περίεργη και ερμαφρόδιτη παρουσία: στην κριτική εισβάλλει, κάποτε, ακατάσχετα το γνώριμο ποιητικό ύφος της μεγαληγορίας και της έξαρσης· αντίθετα, στην ποίηση συνοδοιπορεί, αθόρυβα ίσως αλλά εμφανώς, η κριτική διάνοια που υποτάσσει όμως περισσότερο την ιδέα και ολιγότερο τη φαντασία. Ωστόσο, η ανεξάντλητη ευαισθησία και ο πληθωρισμός των ιδεών δίνουν στον κριτικό λόγο μόνιμη δύναμη και ένταση μοναδική
Πέρα, όμως, από τα εξωτερικά γνωρίσματα, μεγαλύτερη σημασία έχουν τα εσωτερικά δεδομένα, τα κύρια τεκμήρια της κριτικής. Το σημαντικότερο εν προκειμένω είναι ο βαθύς και εμπερίστατος ιστορισμός, συνδυασμένος άριστα με τη φιλολογική γνώση και μέθοδο. Το πράγμα υπογραμμίζεται συχνά και αποτελεί, ταυτόχρονα, βασικό συστατικό του καθόλου ποιητικού του έργου. Η έντονη ιστορική συνείδηση (ισχυροποιημένη από τις συναφείς τάσεις της εποχής) και η παράλληλη κριτική οξυδέρκεια βοήθησαν αποφασιστικά στο να αξιολογήσει ορθά και σχεδόν αμετάθετα όλες τις εκδηλώσεις (πρόσωπα και κινήματα) της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Στην κριτική θεώρηση του Παλαμά τα πράγματα δεν έχουν μόνο αισθητική αλλά και ιστορική σημασία, σε μια προέκταση, ιστορικήν αναγκαιότητα. Έτσι, με επαναστατική τόλμη και σπάνια κριτική αυτοπεποίθηση, ανατρέπει το παραδομένο και καθιερώνει τις νέες λογοτεχνικές αξίες:δικαιώνει ιστορικά τη λόγια παράδοση της Τουρκοκρατίας, επιβάλλει τους Επτανησίους και τον αγνοημένο Σολωμό (χωρίς, ωστόσο, να αρνείται τα θετικά επιτεύγματα του ρομαντισμού), καταξιώνει τη σύγχρονή του δημοτική λογοτεχνία, θαυμάζει τον Ερωτόκριτο και τα άλλα Κρητικά έργα, ανακαλύπτει πρώτος σχεδόν τον Κάλβο, εξαίρει τον Παπαδιαμάντη, ενώ εγκωμιάζει απροκάλυπτα την πεζογραφική ιδιοφυΐα του Μακρυγιάννη. Μοναδικήν αντίρρηση προκαλεί σήμερα η υπερβολή στην εκτίμηση του Βαλαωρίτη και η άρνηση του Καβάφη· ακόμα, η αδυναμία στην κατανόηση της σύγχρονης ποιητικής, παρόλη την καίρια κρίση για τη Στροφή του Σεφέρη.
Όλα τα προηγούμενα συνεπάγονται πλειάδα ολόκληρη άλλων εσωτερικών γνωρισμάτων. Με βάση αυτά αιτιολογείται, κατ΄ αρχήν, η άκρα αντικειμενικότητα, η οποία δεσπόζει στα επιμέρους έργα και στις γενικότερες τοποθετήσεις. Είναι πολύ αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι σε μια εποχή, γεμάτην από γλωσσικούς αγώνες και φανατισμούς, η κριτική γνώμη του Παλαμά δεν υποτάσσεται ποτέ στο γλωσσικό του πιστεύω. Η ίδια ανεξαρτησία άλλωστε παρατηρείται και στην έμπρακτη εφαρμογή της δημοτικής, όπου αρνείται τις γλωσσικές ακρότητες του Ψυχάρη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο στην ιστορική και κριτική επισκόπηση είναι η έλλειψη εκλεκτισμού. Δεν μένει δηλ. μόνο στους μεγάλους σταθμούς, όπως π.χ. ο Σεφέρης, αλλά καταξιώνει ιστορικά και τους πιο ασήμαντους. Εκείνο, όμως, που υποφαίνεται παντού είναι ο έντονος διδακτισμός του. Η διαφώτιση και η διδαχή (απροκάλυπτη κάποτε) αποτελούν τις δυο κινητήριες δυνάμεις για την καθόλου κριτική του προσπάθεια. Πρόκειται για έναν κοινωνικό και, προπάντων, εθνικό διδακτισμό, ο οποίος είναι περισσότερο εμφανής στο ποιητικό έργο και, φυσικά, εντελώς διαφορετικός από τον υπαρξιακό του Καβάφη. Στον Παλαμά η κριτική πράξη υπηρετεί την ολότητα και έχει, επομένως, ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος που επιτελείται. Έτσι, σαν τελευταίο, πρέπει να αναφερθεί το ανώτερο ήθος του κριτικού λόγου, που συνυπάρχει έντονα με τη βαθιά πνευματικότητα και αξιοπρέπεια.
Η σύντομη αυτή ανασκόπηση έδωσεν, οπωσδήποτε, μια γενική και κατατοπιστική εικόνα του κριτικού Παλαμά. Έδειξε ακόμα, έστω ιδεογραφικά, ότι τον ποιητή και κριτικό συνακολουθούν ο ιστορικός, ο λαογράφος, ο γλωσσολόγος, ο σταχαστής. Οι ιδιότητες αυτές, συνδυασμένες με τη φιλέρευνη ανησυχία και ομολογημένη έμφυτη κλίση προς τη ζωή και το έργο των μεγάλων μορφών, τον οδήγησαν, πολλές φορές, στην ανάγκη να επισκοπήσει μικρά καθέκαστα, να ερευνήσει λεπτομέρειες και, άλλοτε, να δώσει σύντομες ή εκτενείς δοκιμές για βιογραφικά θέματα του άμεσου ενδιαφέροντός του. Τα σκόρπια αυτά κείμενα, όταν τυχόν αναφέρωνται στο ίδιο πρόσωπο, αθροιζόμενα, περέχουν έμπρακτα συστατικά μιας συμβατικής βιογραφίας, δοσμένης μάλιστα από διαφορετικές χρονικές και οπτικές γωνίες. Τέτοια κείμενα υπάρχουν μόνο για τον Βαλαωρίτη και τον Σολωμό. Για τον πρώτο έχει δοθεί από τον ίδιο τον Παλαμά η πρακτική συνέκδοση· για τον Σολωμό το κενό εξακολουθεί να παραμένει. Εντούτοις, ένα πλήθος από μελέτες και άρθρα, αυτοτελή ή παρεκβατικά, μορφοποιούμενα σε σώμα βιβλίου, έχουν πολλά να προσφέρουν και για τον κριτή και για τον κρινόμενο. Γραμμένα, ως επί το πλείστον, σε μια εποχή γεμάτην ανακατατάξεις και σύγχυση, και στην έκταση περίπου μιας πεντηκονταετίας (1885-1933), φωτίζουν πολλαπλώς τις εξωτερικές τύχες και την ίδια την ουσία του σολωμικού έργου, ενώ, από την άλλη, γίνονται σιωπηρά δοκίμια της κριτικής αλκής του Παλαμά.

Μέρος Τρίτο Γενικές διακριβώσεις και συμπεράσματα


Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός
Στη διαδοχική, λοιπόν, προσέγγιση του Σολωμού η κριτική πορεία του Παλαμά ακολουθεί, τουλάχιστον εξωτερικά, μια τεθλασμένη καμπύλη με δύο κύριες κορυφώσεις: την πρώτη στην καμπή του αιώνα και την άλλη στις αρχές του τριάντα. Η κίνηση αυτή συνδέεται στενά με την παράλληλη κριτική τοποθέτηση απένανατι στον Βαλαωρίτη. Η δημιουργική προσφορά των δύο ποιητών συναγωνίζεται διαρκώς για την πρώτη θέση στην αξιολογική εκτίμηση του κριτικού. Εντούτοις, η άνετη επική εκτέλεση, τα άφθονα ρομαντικά στοιχεία, πιθανόν η διχασμένη γλωσσική έκφραση (έστω στην αρχή) και, προπάντων, ένας αναμφισβήτητος ομοιοπαθητικός ψυχισμός, έδεσαν τον Παλαμά στενότερα με την ορμητική ποίηση του Βαλαωρίτη. Ο δεσμός αυτός ερμηνεύει καθαρότερα την αναμφιταλάντευτη ποιητική πρόκριση,(1) η οποία πάντως παρουσιάζει δυο ενδιάμεσες κάμψεις, και μάλιστα στα αντίστοιχα χρονικά σημεία της έμπρακτης υπεροχής του Σολωμού. Τη διαπίστωση βεβαιώνει, ταυτόχρονα, ανάλογος καθοριστικός λόγος του Παλαμά: «Αλήθεια ο Βαλαωρίτης. Όποιος πρωτοδιαβάσει το Σολωμό και μπει στο νόημά του, τον ξεχνά το Βαλαωρίτη. Ύστερα ωριμάζει ο νους, τον ξαναδιαβάζεις το Βαλαωρίτη και βρίσκεις ό,τι στον άλλο δέ βρίσκεις: την ποίηση της λεπτομέρειας κι ένα ζωγραφικό πραγματισμό [...]. Τον βάζεις παράπλευρα του μεγάλου, στη θέση που του αξίζει».(2) Εδώ, ωστόσο, η δυαδική σύγκριση καταλήγει τελικά σε κραυγαλέα εξισορρόπηση.

Στενά εξαρτημένη από την προηγούμενη είναι μια άλλη, αναμφισβήτητα πιο σημαντική, παρατήρηση: ότι δηλαδή ο Παλαμάς έμεινε ποιητικά ξένος στην επαναστατική κατάκτηση του Σολωμού. Ο λόγος αφορά ταυτόχρονα την ποιητική πράξη και την κριτική θεώρηση. Η έντονη αυτογνωσία της προνομιακής διαδοχής έχει μονάχα ιστορική, όχι ουσιαστική σημασία.(3) Η ενδιάθετη ή εσκεμμένη απομάκρυνση από το δίδαγμα του Σολωμού είναι ολοφάνερη σ΄ ολόκληρο το ποιητικό έργο. Η σιωπηρή αυτή άρνηση γίνεται, απεναντίας, ομολογία απερίφραστη στις κριτικές διερευνήσεις. Στο υπαινισσόμενο πεδίο, η πορεία του στοχασμού ακολουθεί προοδευτικά, όπως έγινε ήδη φανερό, μιαν εντεινόμενη παρρησία με διπλή, τελικά, κατάληξη: την ενστικτώδη αμφιβολία μπροστά στο αρμονικό επίτευγμα των τελευταίων στίχων και, κυρίως, την έλλογη αποστροφή στην ανερμήνευτη αποσπασματική πραγματικότητα. Τα δύο αυτά σημεία συνδέονται άρρηκτα με την ορμέμφυτη ποιητική ιδιοσυγκρασία, όχι, βέβαια, την ανεπάρκεια του κριτικού νου. Η δαιμονική μανία του ρυθμού(4) οδήγησε οπωσδήποτε τον Παλαμά στο να συλλάβει και να τονίσει επανειλημμένα τη βαθιά μουσική υπόσταση του σολωμικού έργου, αλλά η πολυφωνική αρμονία των ανομοιοκατάληκτων στίχων, όπως τη συνέλαβε ο Πολυλάς, έμεινε απροσδόκητα ξένη στην κατά τα άλλα έντονη ευαισθησία του.(5) Πιο εμφαντική (και περισσότερο συνεπής με την ποιητική διδαχή του) είναι η απροκάλυπτη άρνηση των αποσπασμάτων. Το ζήτημα πρέπει να σχετισθεί με ένα ανάλογο θεωρητικό δοκίμιο («Τα μεγάλα τα ποιήματα»(6)), στο οποίο αντιμάχεται με πάθος την ποιητική θεωρία του Edgar Allan Poe για την υποβλητική δύναμη της πυκνής συντομίας. Η προδικασμένη ή απολογητική θέση για την πλατιά επική εκτέλεση εμπόδισε, αναμφισβήτητα, τον Παλαμά να δει και να κηρύξει την απλή συγκινητική αλήθεια: ότι ο Σολωμός, την ίδια περίπου εποχή και σε τόσο αλλότρια περιοχή, πειθαρχεί ανεπίγνωστα και πραγματώνει, κατά κάποιο τρόπο, το επαναστατικό ιδανικό του Poe. Για τον Σολωμό παραμένει ατύχημα το ότι η ποιητική πράξη δεν δικαιώνει ενσυνείδητα μιαν αντίστοιχη θεωρητική σύλληψη. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο το γεγονός ότι ο Παλαμάς συνορά πάντοτε τις μεγάλες επικές συλλήψεις του Σολωμού με τις ασυντέλεστες προεκτάσεις τους. Η αντιμετρική ιδιοσυγκρασία (ποιητική και, ακόμα, ανθρώπινη) κράτησε, προφανώς, ασυμφιλίωτα τα δύο αυτά κορυφαία πνεύματα. Εδώ βρίσκεται, ίσως, το μέγιστο όριο διαφοράς τους. Σε γενική εκτίμηση, ο Παλαμάς (τουλάχιστο για την ελληνική πραγματικότητα) είναι το τέρμα μιας μεγάλης ευθείας, ο Σολωμός (χωρίς εθνικούς περιορισμούς) η αρχή νέας καμπύλης.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τα σημεία αυτά ο Παλαμάς αποκάλυψε, πράγματι, στο Έθνος την ιστορική σημασία του Σολωμού. Εν πρώτοις, είδε με ζηλευτή κριτική οξύτητα όλα σχεδόν τα μεγάλα φιλολογικά ζητήματα που συνθέτουν το πολύπλευρο σολωμικό πρόβλημα. Παράλληλα, η εσωτερική σπουδή των θεμάτων συμβαδίζει, στην πράξη, με τη γενική αξιολογική ένταξη στον ιστορικό εθνικό χώρο. Πρώτος ο Παλαμάς διέβλεψε ορθά την αποφασιστική (ποιητική και γλωσσική) σημασία του σολωμικού έργου για την όλη εξελικτική παράδοση της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Η προσωπική αυτή πίστη, εντεινόμενη με την ωρίμανση, έγινε αργότερα, ύστερα από επίμοχθη προσπάθεια, κοινή αποδοχή. Γι΄ αυτό η προσφορά του Παλαμά στη γνώση και τη διάδοση του έργου του Σολωμού πρέπει να θεωρηθεί μοναδική. Αλλά και η γενικότερη επιρροή που άσκησε το σολωμικό δίδαγμα στην ευρύτερη εθνική ζωή και δημιουργία δεν είναι ξένη από το κριτικό κήρυγμα του Παλαμά, ο οποίος σε διάστημα μισού αιώνα (1885-1933), κατόρθωσε να επιβάλει προοδευτικά και αμετάκλητα την εθνική μορφή του ποιητή. Μάλιστα, από κάποια στιγμή και πέρα, προκάλεσε ο ίδιος γόνιμες αντιδράσεις και ποικίλες άλλες δραστικές αναθεωρήσεις. Έτσι, στην καμπή του τριάντα ο Σολωμός δεσπόζει, από κάθε άποψη, στην κοινή εθνική συνείδηση. Η έμπρακτη, άλλωστε, επιστροφή στο ποιητικό δίδαγμα του Σολωμού είναι η αναπότρεπτη κατάληξη αυτής της μακροχρόνιας διαφωτιστικής προεργασίας. Εντούτοις, αξίζει να υπογραμμισθεί εδώ, σαν κατακλείδα, μια περίεργη ειρωνεία: ο Παλαμάς, που γνώρισε και επέβαλε στους άλλους τον Σολωμό, έγινε ουσιαστικά το πρώτο ποιητικό θύμα της επιστροφής στο δικό του δίδαγμα. Το τίμημα ήταν, πράγματι, βαρύ: οι άλλοι βρήκαν εκεί αυτό που η ποιητική του ιδιοσυγκρασία στάθηκε αδύνατο να καταλάβει.

Σημειώσεις [Τρίτου Μέρους]


Σημειώσεις [Τρίτου Μέρους]

  1. Βλ. π.χ. Άπαντα, τόμ. Η΄, σελ.178-179 (κρίσεις μιας δεδομένης στιγμής): «Η ποίηση του Βαλαωρίτη είναι η πιο γερή που δόθηκε ως την ώρα της νέας Ελληνικής ψυχής να χαρεί» - «Η γλώσσα του Βαλαωρίτη είναι η πλουσιώτερη γλώσσα που ευτύχησε ποιητής λυτρωμένος από το λογιωτατισμό να χρησιμοποιήσει για το έργο του» - «Ο Βαλαωρίτης [...] είναι ο πρώτος αγνός, και σε πολλά ασύγκριτος, επικός που δοξάζει τη νέα λογοτεχνία μας» (χρονία κειμένου: 1910)
  2. Άπαντα, τόμ. Ι΄, σελ. 70 (από τα Σημειώματα στο περιθώριο). Ο λόγος διατυπωμένος περίπου το 1908, δημοσιεύεται το 1928 (πρβλ. στο Βιβλίο, σελ. 133 σημ. 1).
  3. Μια τολμηρή φαντασία θα έβλεπε, πιθανότατα, την αυτογνωσία της διαδοχής να προβάλλεται συμβολικά στον Ένατο Λόγο («Το Βιολί») του «Δωδεκάλογου». Δεν είναι, ίσως, συμπτωματικό ότι το νέο τραγούδι με το παλιό βιολί (η κομμένη παράδοση) ανελίσσεται πάνω στο ρυθμό και στο μέτρο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Την ίδια αυτογνωσία υπαινίσσεται το σολωμικό παράθεμα του Λόγου «Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του».
  4. Βλ. για το θέμα την ειδική μελέτη του Λίνου Πολίτη «Ο στίχος του [του Παλαμά] (Μετρικά και ρυθμολογικά)», περ. Γράμματα (Τεύχος Επιμνημόσυνο του Κωστή Παλαμά), Αθ. 1943, σελ. 209-238.
  5. Πρβλ. Ζ. Λορεντζάτου Δοκίμιο Ι, Αθ. 1947, σελ.96-101. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι ο Παλαμάς εξαίρει διαρκώς τη μουσικότητα, όχι την αρμονία του σολωμικού έργου: «[...] από το μουσικώτατα μα και φανταχτερώτατα κομματιαστό του έργου του» (Άπαντα, τόμ. Ι΄, σελ. 424) – «[...] και με λιγοστά αποκόμματα στίχων ατέλειωτων και ασύνδετων, που όσο κι αν είναι εξαίσια μουσικοί, [...]» (Άπαντα, τόμ. ΙΔ΄, σελ 207), κλπ.
  6. Άπαντα, τόμ. ΣΤ΄, σελ. 205-217 (χρονία κειμένου: 1901).


Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ "Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ"



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

“Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΙΚΡΑΙΝΕΤΑΙ”


1. Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω:
2. Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Άγιου Διονυσίου, οπού είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο, για κάτι υπόθεσες ψυχικές.
3. Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν ή ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου ή γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό.
5. Και το είδα ως τη μέση γιομάτο και είπα: Δόξα σοι ο Θεός.
6. Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη ή αφχαριστία του άνθρώπου.
7. Και οι δίκαιοι κατά τη θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω, το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
15. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του. Και άκουσα ένα. γέλιο φοβερό μες στο πηγάδι και είδα προβαλμένα δυο κέρατα.
16. Και μου ήρθε στο νου μου, περσότερο από όλους αυτούς, ή γυναίκα της Ζάκυνθος, ή οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους.
17. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτήν την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθυμιά του παραμικρού καλού,
18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.
19. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, όπου με ευφραίνει πολύ.
20. Και εβιάσθηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυνθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαριά ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουν το δρόμο,
22. και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πούχανε, εστοχασθήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας όπου εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε κι αυτός μιά πέτρα,
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονυσίου του Ιερομόναχου δεν το πίτυχε. Γιατί από τη βία τη μεγάλη, με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε και έπεσε.
27. Έτσι εγώ έφτασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τές μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ούρανό, ο όποιος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.

 

Εpisode du siege de Missolonghi (σκηνή από την πολιορκεία του Μεσσολογγιού), πίνακας του γάλλου ζωγράφου François-Émile de Lansac, 1828. Δημοτική Πινακοθήκη, Μεσολόγγι. Βλ. Αρβανίτη Πρεβεζάνου Ευγενία. Πηγή: www.lifo.gr


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ
Ο IΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΛΕΜΑΕΙ ΝΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΘΕΙ


1. Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο,
2. και το στήθος σχεδόν πάντα σημαδεμένο από τές αβδέλλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και από κάτου εκρεμόντανε δύο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες.
3. Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο αν εκύτταζες από την άκρη του πηγουνιού ως την άκρη του κεφαλιού,
5. εις την οποία ήτανε μιά πλεξίδα στρογγυλοδεμένη και από πάνου ένα χτένι θεόρατο.
6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ' εύρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
7. Και το μάγουλό της εξερνούσε σάγριο, το όποιο ήταν πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν' αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια, που εσμίγανε με τα απάνου πούτανε λευκότατα και μακρία.
9. Και μόλον πόυτανε νιά, οι μηλίγγοι και το μέτωπο και τα φρύδια και η κατεβασιά της μύτης γεροντίστικα.
10. Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξή μελετώντας την πονηριά.
11. Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δύο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο,
12. και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχασθείς ότι, η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την κυτριμίσει.
14. Και τούτη ήταν η κατοικία της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
15. Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
16. Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένου από το πόδι του κλέφτη.
18. Και όταν εμίλειε δυνατά, εφαινότουνα η φωνή της εκείνη όπου κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους.
19. Και μολοντούτο, όταν ήτουν μοναχή, επήγαινε στον καθρέφτη, και κοιτώντας εγέλουνε κ' έκλαιε,
20. και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ' όσες είναι στα Εφτάνησα.
21. Και ήταν για να χωρίζει ανδρόγυνα και αδέλφια επιδέξια σαν το Χάρο.
22. Και όταν έβλεπε στον ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της εξύπναε τρομασμένη.
23. Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτιά τής ετραβούσανε πάντα τα σωθικά,
24. Σαν τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς τα βλέπεις ξετερολοϊσμένα και λερωμένα να σημαίνουν τα σήμαντρα του πανηγυριού και βουρλίζουν τον κόσμο.
* * *
25. Αλλά μιλώντας πάντα για τα κακά των άλλων γυναικών έσωσε ο νους της και επυρώθηκε,
26. και αισθανότουνα μία κάποια γλυκάδα εις το να τα ξαναμελετάει μονάχη της.
27. Μολοντούτο εβαστιότουνα από τα κακά έργατα.
28. Αλλά επειδή αγρίκουνε που τήν έλεγαν άσχημη, εβλάφθηκε η φιλαυτία της και εκριμάτισε και στο τέλος δεν είχε κράτο κτλ.

 

William Turner, Η Ζάκυνθος το 1810. Journal of a tour in the Orient, London, 1820. Βλ. katalogia, blog of Sarantis Antiochos. Πηγή: www.lifo.gr

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3

ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ


1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι και συχνά ολημερνίς και καπότε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ.
2. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους που επολεμούσανε.
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νάβγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν' απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
4. Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόϊδα πολλά.
5. Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη για νάβγουνε.
6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
7. Και όταν εκουραζόντανε εκαθόντανε στ' ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι.
8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια γυρεύοντας.
9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους.
10. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού και η γή έτρεμε από κάτου από τα πόδια μας.
11. Και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.


 
Tοπικές ενδυμασίες του ΧVIII αιώνα. 'Αντρας και γυναίκα από τη Ζάκυνθο, 1787 (ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε το 1798). Jean Marie Mixelle, engraver, on a drawing by Claude Louis Desrais (1746-1816), after Jacque Grasset de Saint-Sauveur. Βλ. katalogia, blog of Sarantis Antiochos. Πηγή: www.lifo.gr

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

ΗΧΟΣ ΛΕΠΤΟΣ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟΣ ΑΝΕΚΔΙΗΓΗΤΟΣ

Η τύχη του Σολωμικού έργου και η εξακολουθητική αμηχανία της κριτικής



Από την εποχή που δημοσιεύτηκαν τα «Ευρισκόμενα» (1859), με επιμέλεια του Ιακ. Πολυλά, μέχρι και τα χρόνια του Μεσοπολέμου, το έργο του Δ. Σολωμού της ώριμης περιόδου παρέμεινε ένα ερωτηματικό για την αθηναϊκή κριτική, προκαλώντας αξεπέραστη αμηχανία. Οι υπερθετικές κρίσεις για τον Σολωμό, από την εποχή του Παλαμά κυρίως και μετά, άφηναν, στην πράξη, έξω από το λογαριασμό τα συνθετικά έργα του ποιητή. Τα έργα αυτά συγκρούονταν με ένα εδραιωμένο από το μέσο του 19ου αιώνα στην Αθήνα κανόνα αληθοφάνειας, που με επιμέρους τροποποιήσεις κυριάρχησε για πολλά χρόνια στη νεοελληνική λογοτεχνική σκηνή. Το ενδιαφέρον της παρούσας εργασίας στρέφεται ακριβώς στην ερμηνευτική διερεύνηση των όρων εκείνων, σύμφωνα με τους οποίους τα ώριμα έργα του Σολωμού ουσιαστικά απορρίφθηκαν, είτε επειδή ήταν «αποσπασματικά» είτε επειδή ήταν «ανισόρροπα» ως προς την απαιτούμενη αρμονία μεταξύ φαντασίας και σκέψης, μορφής και περιεχομένου (αφού ο ποιητής δεν «τιθάσευσε» τη φαντασία του ή δεν «κατάκτησε» τη γλώσσα) είτε, τέλος, επειδή είχαν χάσει την επαφή τους με την πραγματική ζωή.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Περιεχόμενα

Κεφάλαιο 1: Το έργο του Σολωμού στην Αθήνα και η διαμόρφωση του κανόνα της αληθοφάνειας (1850-1880)
Κεφάλαιο 2: Ο Κ. Παλαμάς και το έργο του Σολωμού στο γύρισμα του αιώνα: από τη «οργίλη νηρηίδα» του 1884 στον Γ. Καλοσγούρο (1902) και στον Κων. Χατζόπουλο (1909-1910)
Κεφάλαιο 3: Η ένταση των αντιπαραθέσεων στην περίοδο 1910-1930: ο «πραγματικός» Σολωμός του Βάρναλη (1925) και η παράταση της αμηχανίας
Ευρετήριο ονομάτων


Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Ο Πίτερ Μάκριτζ για τον Διονύσιο Σολωμό




Το πνευματικό υπόβαθρο του Διον . Σολωμού.


Ο Σολωμός μελέτησε την περιορισμένη ελληνική λογοτεχνία που υπήρχε την εποχή εκείνη στη δημοτική. Αυτή περιλάμβανε:


α) βυζαντινά έμμετρα μυθιστορήματα του 14ου και 15ου αιώνα.
β) έργα τής κρητικής λογοτεχνίας του 16ου και 17ου αιώνα ( π.χ "Θυσία του Αβραάμ", "Ερωτόκριτος")
γ) λαϊκά στιχουργήματα
δ) τα έργα του Βηλαρά και του Χριστόπουλου
ε) ελληνικά δημοτικά τραγούδια ( το 1824 κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος της συλλογής του Κλοντ Φοριέλ )



Οι επιρροές απ' τα ελληνικά στα κείμενά του είναι περισσότερο γλωσσικές. Οι ιδέες που εκφράζει είναι βαθιά επηρεασμένες από την προσωπική επαφή του με την Ιταλία και με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και φιλοσοφία που διάβαζε. Σημειώνουμε:


α) Η θρησκευτική θεματολογία της ιταλικής ποίησης της εποχής του. Η Θεία Κωμωδία του Ντάντε, π.χ, περιγράφει ένα οραματικό ταξίδι στην Κόλαση κι από κει, μέσα από το Καθαρτήτιο, στον Παράδεισο. Η ποίηση θεωρείται σαν ένα θείο δώρο που είχε στενή σχέση με τη θρησκεία και την ηθική.


β) Ρομαντισμός ( Γουέρντσγουερθ, Κόλεριτζ, Βύρωνας, Σέλλεϋ, Κητς, Χάινε, Μαντσόνι, Λεοπάρντι, Ουγκώ, Πούσκιν κα ). Βασικές του ιδέες:


-- Η αρχαία Ελλάδα είχε εξιδανικευτεί από την ευρωπαϊκή διανόηση. Με την Επανάσταση του '21 βλέπουν την αναγέννηση του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους.


-- Η ελευθερία. Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα (ύλη ) και πνεύμα ( Θεό ). Μπορούσε, λοιπόν, ο άνθρωπος να φτάσει την ηθική τελειότητα υποτάσσοντας τις ορέξεις του σώματος στη λογική του, που θεωρούνταν ότι ήταν η αντανάκλαση του οικουμενικού ή θεϊκού λόγου. Η φύση, που σ' αυτή κυριαρχούν η αναγκαιότητα και το τυχαίο, θεωρούνταν το αντίθετο της ανθρώπινης ελευθερίας. Οι φυσικές δυνάμεις, εσωτερικές και εξωτερικές, εμποδίζουν την ηθική εξέλιξη. Πολλοί ποιητές θέλησαν στην ποίησή τους να παρουσιάσουν τους ήρωές τους να επιδίδονται σε πράξεις συνειδητής βούλησης, ελεύθερης από κάθε εξωτερική πίεση.


-- Η θέση του καλλιτέχνη: Σαν μάγος, ή προφήτης αντιλαμβάνεται αλήθειες κρυμμένες για τους άλλους ανθρώπους πίσω από το πέπλο του υλικού κόσμου.


-- Μεγάλη σημασία αποδίδεται στην επίδραση ενός έργου τέχνης πάνω στο θεατή ή τον αναγνώστη.


-- Το Ωραίο και το Υψηλό. Το Ωραίο ανυψώνει πνευματικά τον άνθρωπο. Το Υψηλό οριζόταν σα μια πνευματική κατάσταση που την προκαλούσε η ενατένιση τεράστιων και φοβερών φυσικών φαινομένων. Έτσι ο αναγνώστης αποκτά συνείδηση της δικής του σωματικής αδυναμίας και συνάμα της πνευματικής και ηθικής του ανωτερότητας απέναντι στη φύση. ( Στον Κρητικό, π.χ, το συναντάμε στην περιγραφή της τρικυμίας. )

-- Συνδυάζεται η ποίηση με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Η ποίηση ενσωματώνει τις θεϊκές ιδέες, την απόλυτη αλήθεια, την πεμπτουσία των πραγμάτων.

-- Οι υψηλοί στόχοι του ρομαντικού καλλιτέχνη. Προσπαθούν πάντα να ξεπεράσουν τα όρια:της φύσης, των προϋπαρχόντων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, τα όρια των ίδιων τους των δυνατοτήτων. Ίσως και γι'αυτό
-- Πολλοί ρομαντικοί ποιητές συνέθεσαν "αποσπάσματα". Μερικά ποιήματα τα δημοσίεψαν οι ίδιοι σε αποσπαματική μορφή επίτηδες. Ο Σολωμός φαίνεται πως ήθελα να αποφύγει την παγιωμένη μορφή.




2. Χρονολογία των έργων του.


Η πορεία του Σολωμού ως Έλληνα ποιητή χωρίζεται σε δύο περιόδους:
1) Στα δέκα χρόνια της μαθητείας που πέρασε στη Ζάκυνθο ( 1818-1828 )
2) Στην ώριμη περίοδο, απ'όταν εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα ως το τέλος ( 1828 -1857 )
Αμέσως μετά την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα η ποίησή του, θεματικά, μπήκε σε μια ρομαντική -μεταφυσική φάση. Βρίσκουμε να συναντιούνται το θεϊκό με το ανθρώπινο στοιχείο σε πολλά ποιήματα. Νιώθει την ανάγκη μιας πιο στέρεης φιλοσοφικής βάσης για τη δουλειά του και μελετάει συστηματικά τη γερμανική φιλοσοφία. Γράφει με το δεκαπεντασύλλαβο των δημοτικών τραγουδιών και της κρητικής αναγέννησης.




Λογοτεχνικές επιδράσεις στην ποίησή του.


Μικρές αναφορές βλέπουμε να υπάρχουν στον Ντάντε και στον Μαντσόνι. Συχνότερες στον Μίλτωνα και στο Βύρωνα.
Νεοκλασικοί και ρομαντικοί χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική μυθολογία, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα -αν και διαφορετικά: οι νεοκλασικοί περισσότερο στοχεύοντας στη μίμηση, οι ρομαντικοί λιγότερο, προσπαθώντας να τα ξεπεράσουν. Ο Σολωμός όμως δεν καταφεύγει στην ελληνική μυθολογία για να προσδώσει κύρος στην ποίησή του. Τον απασχολούσε περισσότερο η δημοτική ποίηση -κάτι που, άλλωστε αποτελεί μόδα της εποχής, ρομαντικό χαρακτηριστικό, μέρος μιας αντίδρασης στον καθωσπρεπισμό του 18ου αιώνα. Χρησιμοποιεί την εικονοπλαστική του δύναμη και στη δική του ποίηση. Τα μεγαλύτερα έργα του είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο.

Ο Σολωμός στέκεται ανάμεσα σε κλασικισμό και ρομαντισμό παλεύοντας να βρει το δικό του δρόμο. Ο Σολωμός σίγουρα ήταν ποιητής πάθους και ο τόνος της ποίησής του είναι πάντα εξηρμένος, αλλά το πάθος του ήταν για το υψηλό, το αιώνιο, το πνευματικό, το ιδανικό, το υπερβατικό. Ποτέ δεν έγραψε το είδος εκείνο της προσωπικής, εξομολογητικής ποίησης που χαρακτηρίζει τους περισσότερους ρομαντικούς, ούτε και αφέθηκε σε γαλήνιες αναπολήσεις και ρεμβασμούς.. Δεν έκφρασε την προσωπική του θλίψη και μελαγχολία, απέκλειε τον εαυτό του από την ποίησή του. Σύμφωνα με τη σολωμική αντίληψη, προορισμός του ποιητή ήταν η ηθική στήριξη των συμπατριωτών του, το κάθε ποίημά του έχει "υψηλό σκοπό", η ποίηση στέκεται κοντά στη θρησκεία όσον αφορά την πνευματική ανάταση του ανθρώπου.



Η επεξεργασία των κύριων θεμάτων του.


Η ποίηση του Σολωμού επικεντρώνεται γύρω από τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν φιλοσόφους και ποιητές μέσα στους αιώνες: ελευθερία, φύση, θρησκεία, θάνατος και έρωτας. Επειδή στα ποιήματά του η ελευθερία θριαμβεύει ενάντια στη φύση και η θρησκεία ενάντια στο θάνατο, θα εξετάσουμε τις τέσσαρες έννοιες ανά ζεύγη:


ι) φύση και ελευθερία


Μπορεί αρχικά, στον "Υμνο ", η ελευθερία να νοείται πρώτα ως πολιτική έννοια, αλλά στη μετέπειτα ποίησή του δε σταματά εκεί:Είναι κάτι για το οποίο ακατάπαυτα πολεμάει κανείς, είναι κατά κάποιον τρόπο, ο ίδιος ο αγώνας, γίνεται μια καθαρά πνευματική αξία. Ο Σολωμός δείχνει ότι πιστεύει, όπως ο Καντ και ο Σίλλερ, ότι η υπέρτατη εκδήλωση της ανθρώπινης ελευθερίας είναι όταν ελεύθερα διαλέγουμε να κάνουμε το καθήκον μας και μόνο.
Η φύση παρουσιάζεται ως θέμα παρά ως πηγή εικονοπλαστικής. Το πνεύμα του ανθρώπου κάνει αγώνα να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησής του από τον υλικό κόσμο. Παλεύει να αρθεί πάνω από τις επιταγές της φύσης. Όταν το καταφέρνει ο άνθρωπος, κατακτά την αυτογνωσία. Η αυτογνωσία είναι ένα σημαντικό ζητούμενο για τη φιλοσοφία της εποχής, αφού μια πλήρης γνώση του εαυτού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεια απελευθέρωσή του. Ο Σολωμός δεν είναι "φυσιολάτρης ποιητής. Γι'αυτόν η φύση ήταν και Παράδεισος και Κόλαση, αλλά, επειδή ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αυτές τις δύο όψεις, προτιμούσε ν' ατενίζει τη φύση με σκεπτικισμό, σα μια πιθανή απειλή για την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου.



ιι) θάνατος και θρησκεία


Συχνά περιγράφει το θάνατο φανταστικών, ιστορικών ή γνωστών, προσώπων. Όλα τα μεγάλα έργα του τελειώνουν με θάνατο. Κατά το Σολωμό δε χρειάζεται να λυπόμαστε για τους πεθαμένους, αφού πηγαίνουν σε έναν κόσμο καλύτερο. Ένα θέμα του που εμφανίζεται συχνά:ο θάνατος ενός ατόμου συνδέεται άμεσα με την ανάσταση όλων των νεκρών στη Δευτέρα Παρουσία. Οι άγγελοι εμφανίζονται συχνά στην ποίησή του και συνδυάζονται με την τέλεια ομορφιά. Ο Σολωμός δεν είναι ένας αυστηρά θρησκευτικός ποιητής, όμως υπάρχει έντονο θρησκευτικό στοιχείο στα ποιήματά του ως μέρος μιας προσωπικής ανθρώπινης εμπειρίας.


ιιι) έρωτας και αγνότητα


Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι στενά δεμένοι τόσο στη ρομαντική ποίηση όσο και στην ελληνική λαϊκή παράδοση. Πολλές φορές στο Σολωμό υποβάλλεται η ιδέα πως αυτές είναι οι δύο δυνάμεις που κυριαρχούν στον κόσμο των ανθρώπων. Ενωμένες τις συναντάμε και στον Κρητικό, άλλωστε το θέμα του ποιήματος εν μέρει είναι η ανθρώπινη κι η θεϊκή αγάπη: Χάνει εκείνος τη γήινη αγάπη του για να του χαριστεί το όραμα της ουράνιας ευδαιμονίας, γιατί ο έρωτας για την αρραβωνιαστικιά του του έδωσε τη δυνατότητα περ' απ' αυτή να δει κάτι από το θεϊκό στοιχείο.
Στο Σολωμό ο έρωτας είναι πάντα αγνός. ( Αυτό συμβολίζει κι η συνηθισμένη εικόνα με τα τρεμάμενα λουλούδια ). Η αγνότητα του έρωτα του Κρητικού είναι αυτή που του δίνει το όραμα του θείου.
Ελευθερία, θρησκεία, αγνότητα. Αυτοί είναι οι σύμμαχοι του ανθρώπινου ενάντια στις δυνάμεις της φύσης που δρουν και μέσα και έξω απ' τον άνθρωπο, στον περιβάλλοντα κόσμο. Οι περισσότεροι ήρωες του Σολωμού έχουν εμπλακεί σ' αυτό τον αγώνα και, με το δικό τους τρόπο ο καθένας, βγαίνουν νικηφόροι.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Διονύσιος Σολωμός, Οκτώ Ιταλικά Ποιήματα (Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: ΟΚΤΩ ΙΤΑΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[ΤΟ ΓΑΡΓΑΡΟ ΝΕΡΟ ΚΗΛΑΪΔΙΣΤΑ ΦΛΙΦΛΙΖΕΙ]
Το γάργαρο νερό κηλαϊδιστά φλιφλίζει
και σας καλεί ναν το χαρείτε οι διψασμένοι.
Τί γάργαρο νερό… κελαρυστό, όπως βγαίνει
οχ τ’ ανθισμένο λειμωνάρι και δροσίζει
τες φρένες, την καρδία! Και σ’ όσους ευδορπίζει
το ξυλοκέρατο τα δείπνα, δεν τσου μένει
παρά στα νάματα να ερθούνε και την ξένη
βρωμιά να δγιούν πώς ύδωρ λάλον καθαρίζει!
Κοιτάχτε – ο δρόμος ανοιχτός! Εδώ ας γυρέψει
το πόδι σας πορεία… ’δώ πάνου ν’ ανεβείτε,
πριχού οχ τ’ άλογά του ο ήλιος ξεπεζέψει.
Φαρμακερόφιδο δεν μόλυνε το φρέαρ
ποτέ εισέ νιό χορτάρι μέσα. Ελάτε, δείτε
πώς γύρω γελάει ολόγυρα το αιώνιον έαρ!
[ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΙΛΟΥΝ]
     Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού,
     ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα

              Ψαλμοί 18, 2
Τα πάντα για τον Θεό μιλούν: των άστρων η
φανέρωση μιλάει· και της σελήνης·… μιλάει
τση ανεμοζάλης το μουγκρίδι, που απηχάει
βουητά νερών και θαλασσώνε. Πώς διαιωνί-
ζει του ήλιου ο τροχός το φως του κόσμου! Ονεί-
ρων λάμψες φέγγουσι χρωματιστές στα χάη
διηγώντας δ ό ξ α ν Θ ε ο ύ,  κι ανθρώπων δεν νογάει
το άλλως λάλο αχείλι τως πώς διακονεί
να ομολογήσει. Δρόμο ο γήλιος κάθε ημέρα
χαράζει και στον κάμπο κάμει όλον δήλο
το πρότυπο της αιώνιας του Ιδέας. Πέρα
η κτίσις πάσα αινεί τον Πλάστη· δάσα, κτήνη,
ο σάπφειρος των θόλων, του χορτιού το φύλλο…
Τ’ ανθρώπου μόνο ο νους αμίλητος θα μείνει;!
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΔΕ ΡΩΣΣΗΝ, ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΙΛΟΝ
Τα μεσημέρια, οπού του θέρους η άγρια λαύρα ψήνει
και γέρνουν τα λούλουδα οχ τον καψώνα χτυπημένα
κι οπού τα μυρωμένα του φτερά τ’ αγέρι κλείνει
κι αδρόσιστα τα χόρτα μνέσκουνε και μαραμένα,
και μόλις που τη σιγαλιά της φύσεως ξελύνει
του ρυακιού νερό ασημί που τρέχει ώσμε τα ’μένα
κελαρυστά, στο ξέθωρο χορτάρι, να καλλύνει
τσι πρασινάδες πώχουν μείνει, πές μου, Γιώργο: εμένα
το φίλο σου, μες στα χαριτωμένα τούτ’ απόσκια
θα τον αφήνεις, πές μου, νά ’ρχεται ολιγάκι… λίγο…
και να τρυγά το πράσινο και των μοσκιώ’ τα μόσκια;
Στα χόρτα τούτα ’δώ να κάθουμαι την άδεια δώ’ μου,
και δίπλα μου να κάθεσαι κι εσύ, σ’ αυτόν τον τρύγο,
τους ήχους να ρουφάς των εμπνευσμένων τραγουδιώ’ μου.
[ΑΟΙΔΟΙ ΣΥΝΑΜΙΛΛΩΝΤΑΙ ΜΕ ΑΟΙΔΟΥΣ ΚΛΕΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΤΙ]
      Δεύρο από Λιβάνου, νύμφη, δεύρο από Λιβάνου,
           Άσμα Ασμάτων 4, 8
Αοιδοί συναμιλλώνται με αοιδούς κλειώντας το μάτι
στο ψέμα (και άνθη γίνουνται της Άσκρας), πάνου
που εμέ φορμίγκων κρούσεις μού προσφέρουν κάτι
απ’ τους πανύψηλους τους κέδρους του Λιβάνου.
Ψαλμούς σαν του Δαυίδ θα πώ κι εγώ στα πλάτη
της γης, αλλά με τη λαλιά του ιταλιάνου·
στον πλάστη των αιθέρων ήδη φθάνουν –νά τοι! –
με τον καπνό πιωμένοι του γλυκού λιβάνου.
Γι’ αγγέλους πάντα θα μιλώ με στίχους… (Δίνεις,
όμως, σ’ ανθρώπους, που επαινούν της διαφθοράς τους
το μέλος, μέτρα τέλεια που θαν τα φάει η μήνις
τους;) Των ρημάτων μου, όσο αχνή κι αν βγαίνει η ρίμα,
βοηθός θε νά ’ν’ ο κτίσαντας ηχούς απλάστους,
για να μη χάνουμαι στην αρετή ή στο κρίμα.
Η ΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ
       Σαν από γέλιο εκεί να χορεύει η Φύση
Η Φύση χαμογέλασε και η Ζάκυνθος με χάρη
οχ των κυμάτων ήβγε την κοιλία. Μυρτιές και κλώνοι
κι αιθέρια πνεύματα απ’ τον κεστόν –από τη ζώνη
της Αφροδίτης ήτοι– τη στεφάνωσαν να πάρει
το κάλλος που τη ζώνει ολόγυρα. Χρυσό λογάρι
οι γελαστές συνθέτουν πέτρες, κάθε τση κοτρώνι
μειδιά· δεν έχει μαύρες ράχες πουθενά, κι οι κώνοι
των λόφων της ντυμένοι στέκουν με γλυκό χορτάρι.
Λαγκάδια έχει γερτά, βουνά με αγέρωχο κεφάλι·
στσί ροδαριές, στσ’ αμάραντους νερά καλά κυλάνε
και μουρμουρίζουν το σκοπό τση γης που τά ’χει οβγάλει.
Ψηλός αμή προβέλνει ο Έλατος, να καζαντήσει
χίλια το μάτι βλέμματα, τον κάμπο να κοιτάνε
και να θωρούν αχόρταστα τί μάγια σπέρνει η Φύση.
[ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΕΠΛΟΥ ΜΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΤΙΖΕΙ]
     Ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου και η λαιά
     σου ωραία, ως λέπυρον ροιάς μήλον σου.

              Άσμα Ασμάτων 4, 3
Πορφύρα πέπλου μιας παρθένας, που τον στίζει
πανάπαλο το φεγγαρόφωτο, είναι δώμα
του κάλλους του αβρού, των πόθων μετερίζι,
που από τα φλογερά σου χείλη επήρε χρώμα.
Μέσ’ απ’ το μέλος των λογιών θερμή αναβλύζει
πνοή, και οι ψυχές με της χαράς το πιόμα
μεθάν και σπαρταρούνε, ενώ άχραντους θερίζει
καρπούς και δρέπει άνθια το ερωτεμένον όμμα
των θόλων. Σαν το φλούδι του ροδιού έχεις χείλη
(τόσο άλικα!) που νιώθει μέσα του να πάλλει
η καρπερή του ήλιου δύναμη, όλη η ύλη
της ζωής. Με πίστη ακράδαντη όποιος το κοιτάζει
θε νά ’βγει σώος στο λαμπυρό τ’ ακρογιάλι,
όπου πάντα είναι πρωί και ουδέποτε βραδυάζει.
ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝ
Του παραδείσου ένοικος χαριτωμένος
αθώρητα κατέβη επί γης και σε εκείνη·
της κούρεψε το πλήθος των μαλλιών, να γίνει
των εγκοσμίων χλεύη, των απλάστων αίνος.
Από ’να ουράνιο γέλιο όλως φωτισμένος
απάντεχα ομπροστά της φτάνει και τση δίνει
το φως να λούσει την ειδή της, τη γαλήνη
για νά ’ν’καθάρια και η ψυχή της. Τόμου ασμένως
εκείνη ελάλειε: «Βρώμικο το χθόνιο χώμα
λασπώνει τη θωριά μου, ενώ η καρδία μου κλαίει
λυγμούς που μου λερώνουνε ψυχή τε και όμμα.»
«Παρθένε, φόβος Θεού σε πλάθει εσέ», τση λέει
ο καταβάς· ’σου παραστέκω εγώ – μην τρομα-
χτείς! Τέτοιος φόβος πρέπει πάντα να σ’ εμπνέει!»
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Τον αιώνιον ήλιον είδα, και προσηλωμένα
απάνω του είχανε τα μάτια τους χορείες
αγγέλων που έγραφαν φωτόβρυτες πορείες
στους ουρανούς ν’ απαλοφιληθούνε. Κι ένα
χαμόγελο έσκαγε οχ το φως στ’ αγαπημένα
τους χείλη κι όλες τους αβγάταινε τες θείες
εφέσεις, κι ένθερμοι έψελναν μες στες δροσίες
του παραδείσιου κήπου την αγάπη. Φρένα
δεν ήξερε ο χορός κι ο ζήλος πλέα των Χερουβείμ
που μοιάζαν μ’ εραστών λευκές ψυχές, και με άσματα
ανάκουστα αποκρίθηκε ο εσμός των Σεραφείμ.
Με ολάνοιχτα του λογισμού τα μάτια εγώ, έξω
εθώρουν ’κεί τ’ αγγελικά γλυκαγκαλιάσματα
ποθώντας ρίμες εναρμόνιες να συλλέξω.