Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος "Ο έρωτας στα χιόνια"

Πηγή:http://www.greeklanguage.gr/greekLang/literature/anthologies/new/show.html?id=268




Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, 
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, 
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, 
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.
− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, 
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
(1896)

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Αρχαγγελίτης (προμήνυμα) του Αλέξανδρου Κυπριώτη


επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


Οι παγκόσμιες μέρες δεν αρκούν για να θυμόμαστε και να τιμούμε εκείνους στους οποίους αφιερώνονται,όμως αν η παγκόσμια μέρα του παιδιού θεωρηθεί επίσης και μέρα γιορτής -και είναι- τότε εμείς μπορούμε να την γιορτάζουμε επί σαράντα μέρες,έτσι δεν λέει η παράδοση;
Ας την τιμήσουμε λοιπόν αν και τυπικώς πέρασε ,ήταν η 11η του Δεκεμβρίου,με το διήγημα του Αλέξανδρου Κυπριώτη "Αρχαγγελίτης" το οποίο αφιερώνουμε σε όλα τα παιδιά του κόσμου.
 Viola Niccolai, "Hamelin 31" (pencil drawing).


Αλέξανδρος Κυπριώτης

Αρχαγγελίτης (προμήνυμα)



Μάρτυρες δεν υπήρχαν. Ήταν όμως σίγουρο ότι μέσα σε δυο νύχτες εξαφανίστηκαν πολλά παιδιά. Πάρα πολλά. Αγόρια και κορίτσια. 20 και 21 Νοεμβρίου. Μέσα σε δυο νύχτες άνοιξε η γη και κατάπιε ένα σωρό παιδιά. Και αδέλφια.
            Όποιος έχασε παιδί κι είχε κι άλλο έτρεμε μην το χάσει και εκείνο, και δεν μιλούσε. Όποιος έχασε παιδί και δεν είχε άλλο έτρεμε μην του το φέρουνε πεθαμένο, και δεν μιλούσε και εκείνος. Η είδηση όμως μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα τρεις τέσσερις ημέρες τώρα. Κάποιοι που δεν έχασαν παιδί κι άλλοι που δεν είχανε ποτέ παιδί δικό τους να το χάσουν μιλούσαν ψιθυριστά για έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό εξαφανισμένων παιδιών. Καμία άλλη αναφορά, πουθενά. Καμία επίσημη ανακοίνωση.
            Εκείνη το άκουσε από την εγγονή της, που άρχισε να φοβάται για την κόρη της. Κατάλαβε. «Άρχισαν», είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κι ύστερα έσφιξε τα χείλη της και έκλεισε τα μάτια της.

***

Μια Πέμπτη γεννήθηκε, στις 12 Σεπτεμβρίου, στη Θεσσαλονίκη. Ασθενική κράση, είπε η μαμή. Ήταν δεν ήταν δεκαέξι ημερών το νεογέννητο, όταν αρρώστησε βαριά. Έναν ολόκληρο μήνα παλεύανε να το κρατήσουν στη ζωή με νύχια και με δόντια, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Και τότε η μάνα του το έταξε στον αρχάγγελο. Όλοι τής λέγανε να το βαφτίσουν το παιδί στον αέρα, μην φύγει αβάφτιστο, με κρίμα, αλλά εκείνη δεν τους άφηνε. «Όχι», έλεγε και ξανάλεγε με σφιγμένα τα δόντια. «Όχι», μόνο αυτό, τίποτ’ άλλο.
            Στις 8 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, την ημέρα των Αρχαγγέλων, το βάφτισε το παιδί. Το τάμα που ’χε κάνει ήταν άμα ζει το παιδί, έτσι είπε όταν έκανε το τάμα, δεν είπε «άμα ζήσει», άμα ζει το παιδί μέχρι τη μεγάλη γιορτή των Αρχαγγέλων, θα του δώσει η ίδια τ’ όνομα τ’ αρχαγγέλου που έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα στην Παρθένο Μαρία.
            Εκείνη την Πέμπτη έμεινε ξάγρυπνη, περίμενε να φέξει. Και μόλις έφεξε, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι της σιγά σιγά και πήγε πάνω από την κούνια του παιδιού και στάθηκε ν’ ακούσει αν αναπνέει. Ανέπνεε βαριά. Τότε έκανε τον σταυρό της και είπε με ευγνωμοσύνη: Εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Κι ύστερα συνέχισε. Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η Βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Κι ύστερα έσκυψε πάνω απ’ το παιδί και το πήρε στα χέρια της. Σήκωσε το παιδί στον αέρα και είπε: Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Γαβριέλα εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Κι ύστερα ξανασήκωσε το παιδί στον αέρα και ξαναείπε: Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Γαβριέλα εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Κι ύστερα ξανασήκωσε το παιδί στον αέρα και ξαναείπε για τρίτη φορά: Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Γαβριέλα εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Κι ύστερα το άφησε το παιδί μες στην κούνια του πάλι και είπε: Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Και το νεογέννητο όλη αυτή την ώρα ανέπνεε αλλά δεν ξύπνησε.
            Έτσι έγινε και το είπανε Γαβριέλα το παιδί. Κι εκείνη η δύναμη του θεού, που της έδωσε τ’ όνομά της, την κράτησε στη ζωή όλα αυτά τα χρόνια.
            Γερασμένη προ πολλού, τυφλή σχεδόν, και στα δυο τα μάτια, κουφή απ’ το ένα το αφτί το αριστερό και με ακουστικό στο άλλο, χωρίς να μπορεί να κρατήσει έστω για μια στιγμή ακίνητο το κεφάλι της, με το ένα χέρι, το δεξί, να κρατάει το άλλο το αριστερό για να μην τρέμει, αλλά με σώας τας φρένας, έκλεισε τα μάτια της εκείνη την Κυριακή και ζήτησε απ’ τον αρχάγγελο μια χάρη που όμοιά της δεν είχε ζητήσει ποτέ στη ζωή της μέχρι τότε. Να την πάρει. Να την πάρει, να μην αξιωθεί να δει το κακό που ετοίμαζε χωρίς να το γνωρίζει. «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», δεν είπε κι ο Χριστός; Να την πάρει. Εκείνη τη στιγμή. Όχι άλλη. Και με τα μάτια της κλειστά, όρκο θα έπαιρνε ότι είδε να της παρουσιάζεται αυστηρή η μορφή του αρχαγγέλου που παίρνει τις ψυχές. Εκείνη την Κυριακή, στις 24 Νοεμβρίου, η Γαβριέλα Διαμαντίδου έφυγε πλήρης ημερών, στα 84 της χρόνια.

***

Στις 29 Δεκεμβρίου, στα σαράντα, το μάρμαρο ήταν έτοιμο: «Γαβριέλα Διαμαντίδου / Ετών 84  – 24/11/2024». Κι από κάτω η φράση που αγαπούσε: «και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπη δε μη έχω, ουδέν είμι». Και τότε, έτσι όπως διάβαζε το μάρμαρο, θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της. «Αριθμοί είναι. Τον Νοέμβρη θ’ αρχίσει το κακό», είχε πει.
            «Η γιαγιά σας ήταν πολύτιμος άνθρωπος», άκουσε πίσω της και τρόμαξε. Γύρισε. Είδε δυο άντρες να την κοιτάζουν. Κατάλαβε. «Με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω», βιάστηκε να πει. «Θα σας πάμε εμείς όπου θέλετε», είπε ο ένας και τη σταμάτησε, πιάνοντάς την απ’ το μπράτσο. «Ελάτε», της είπε ο άλλος και της χαμογέλασε, «έχουμε και τη μικρή μαζί μας».





____


O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει μεταφράσει Τόμας Μανν, Μπότο Στράους, Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, Φραντς Κάφκα, Κάρεν Ντούβε, Τζέννυ Έρπενμπεκ, Μάριο Βιρτς, Τερέζια Μόρα, Ίμραν Αγιάτα, Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν, Ελφρήντε Γέλινεκ κ. ά. Επί σειρά ετών έχει διδάξει μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στο «Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης - Λογοτεχνία & Επιστήμες του Ανθρώπου», στο Διαπανεπιστημιακό Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Μετάφραση - Μεταφρασεολογία» του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθήνας και του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο Γερμανικό Τμήμα του «Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Λογοτεχνικής Μετάφρασης» της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και στο ανεξάρτητο «Εργ@στήρι Μετάφρασης Online». Έχει γράψει θεατρικά έργα («Γ΄ Κρατικό Βραβείο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων 1995»), διηγήματα, μικρά πεζά, ποιήματα και παραμύθια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων, με την οποία ήταν υποψήφιος για το «Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2014» του Αναγνώστη. Το 2015 διασκεύασε δύο θεατρικά έργα του Παντελή Πρεβελάκη  για την παράσταση Το τρελό αίμα,  σε σύλληψη, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου (Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν). Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων χρησιμοποιούνται στη μουσικοθεατρική παράσταση Αμπαζούρ της θεατρικής ομάδας «Στενός Κορσές».


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

"Η Πιανίστα" της Δήμητρας Κουλούρη



                               επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου


Μεγάλωσα σε μία μικρή επαρχία της Πελοποννήσου, σε αστική οικογένεια. Μουσική παιδεία δεν είχα, ούτε απέκτησα ποτέ. Η μόνη μου επαφή με τη μουσική ήταν ο χορός. Όπως όλα τα κορίτσια των εύπορων οικογενειών, έτσι κι εγώ παρακολουθούσα μαθήματα κλασικού χορού. 


Η σχολή χορού, πέρα από της μπάρες, τους καθρέφτες και το παρκέ, είχε και ένα πιάνο. Χορεύαμε πάντα με ζωντανή μουσική. Ο κλασικός χορός είναι δύσκολο εγχείρημα. Απαιτεί πειθαρχία, σεβασμό, συγκέντρωση και αφοσίωση. Η δασκάλα μας ήταν μια ξερακιανή Αγγλίδα, μιλούσε σπαστά ελληνικά και ήταν αρκετά απαιτητική, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. 

Με το πέρασμα των χρόνων η συμμετοχή μας στο μάθημα αυτοματοποιήθηκε: αποδυτήρια, σκόνη στα παπούτσια για να μην γλιστρούν στο παρκέ και αμέσως στην αίθουσα. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος μια μόνο φωνή ακουγόταν, αυτή της δασκάλας. Αυτή μιλούσε, εμείς εκτελούσαμε. Απαγορευόταν οποιαδήποτε συνομιλία, ακόμα και ο θόρυβος των ποδιών στο παρκέ. Α, και η μελωδία του πιάνου ακουγόταν. Μέσα στην αίθουσα υπήρχε ένα ακόμα πρόσωπο, η πιανίστα. Ήταν μια κοντή, γεμάτη κοπέλα, με σγουρά μαλλιά. Ποτέ δεν έμαθα το όνομά της, ποτέ δεν άκουσα τη φωνή της. Ήταν πάντα κολλημένη στο πιάνο και έπαιζε όλο το απόγευμα, χωρίς διακοπή. Δεν χρειαζόταν καν να της πει τι θα παίξει, ήξερε το κομμάτι που αντιστοιχούσε σε κάθε άσκηση. Και σε καμία από εμάς δε φαινόταν περίεργο που δεν επικοινωνούσαμε μαζί της. Η πιανίστα ήταν μέρος του χώρου... το παρκέ, οι καθρέφτες, οι μπάρες, το πιάνο, η πιανίστα. Η πιανίστα ήταν απλά το μέσο για να χορέψουμε... έτσι ακριβώς όπως το λέω, «απλά». 

Πέρασαν αρκετά χρόνια και κληθήκαμε να χορέψουμε σε δύο παραστάσεις: τον μαγικό αυλό και το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Οι ρόλοι μοιράστηκαν και θα ξεκινούσαμε εντατικές πρόβες. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος! Μέχρι που πήγαμε στην πρώτη πρόβα... καμία δεν κατάφερε να χορέψει. Η παράσταση δεν θα είχε ζωντανή μουσική, έλειπε η πιανίστα. 

Για να καταφέρουμε να βγάλουμε τις πρόβες, η κοπέλα αναγκάστηκε να μάθει να παίζει κάποια κομμάτια για τις απαιτήσεις της παράστασης και να ακολουθήσει το πρόγραμμά μας... σιωπηλή όπως πάντα. 

Μεγάλωσα, σταμάτησα τον χορό και την πιανίστα δεν την έχω συναντήσει από τότε. Θα ήθελα τουλάχιστον να μάθω το όνομά της...



Δήμητρα Κουλούρη














Η Δήμητρα Κουλούρη γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Σπούδασε Ιατρική. Ζει στην Αθήνα. Αγαπά τη μουσική, τη ζωγραφική και το θέατρο. Αγαπά τον γιο της και... «τους άλλους» που την διδάσκουν ψυχιατρική.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

"ΔΥΟ ΖΩΕΣ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ




Σχέδιο Διηγήματος

Στην πρώτη του ζωή ήταν νέος, εργοστασιάρχης. Μικρός εγχώριος βιομήχανος, ωστόσο λαμπερός, με αίγλη, με προσωπικό ευχαριστημένο, καλοπληρωμένο, με προϊόντα εξαγωγής. Λιτοδίαιτος κι αυτάρκης ο ίδιος, άνθρωπος - όπως τον έλεγαν - παλιός, δεν επαίρετο για τις κατακτήσεις του, δεν επιδείκνυε τ' αγαθά του. Μεγάλη ζωή δεν έκανε, κι αν κάτι πάνω του μαρτυρούσε την ανώτερη (ας την πούμε, κατά ένα τρόπο) τάξη του ήταν ή για τις ελεύθερες ώρες του, μιας και χρόνος πολύς δεν υπήρχε καθώς η διεύθυνση του εργοστασίου, η κίνηση, η διαφήμιση και η προώθηση των προϊόντων ήταν στα χέρια του αφημένη όλη, ήταν λοιπόν η αρχοντιά του μεγάλου του έρωτα για τα Γράμματα, τα διηγήματα, τον στίχο, την κριτική, και τα βιβλία. Ο χρόνος που του’ μένε και αφιέρωνε σ’ αυτά ήταν η πολυτέλειά του. Άφατες οι ηδονές που δοκίμαζε κάθε που έπεφταν στα χέρια του βιβλία, ξενόγλωσσα κι ελληνικά, απ' τα οποία δεν σκάμπαζαν πολλά οι υφιστάμενοι, υπάλληλοι του εργοστασίου του κι εργάτες, αλλά ούτε πολλά- πολλά επίσης κι οι κατά κάποιο τρόπο ισότιμοι κοινωνικά και οικονομικά συνάδελφοί του εργοστασιάρχες. ΄Α! όσο γι’ αυτούς! Μαζί τους μοιραζόταν μόνο τις πιο επίγειες, τις πιο υλικές απολαύσεις κι ηδονές :
«Έλα, βρε Σπ... Βγες απ’ το καβούκι σου ένα Σαββάτο βράδυ κι εσύ, και πάμε να γλεντήσουμε... Έχει ένα ωραίο στρηπτιζάδικο στη Συγγρού για μερακλήδες... και πού’ σαι! Κάτι  μανούλια... ολόδικά σου, αν δεν έχει η τσέπη σου καβούρια... ».  
Έζησε έτσι - ως μικρός βιομήχανος- καμιά εικοσαριά χρόνια. Μετά, θες από τύχη, θες από θέμα χαρακτήρα του που, με το μέστωμα, αποκαλύφθηκε κάπως αλλιώτικος απ' ότι φαίνονταν στο νεανικό του το ξεκίνημα, θες από κείνες τις μεθοδικές κι οργανωμένες κινήσεις εξωστρέφειας που του’λειπαν ( ή που τον εγκατέλειψαν με τον καιρό ), και τον έκαναν να αμελεί να βγαίνει πιο δυναμικά στην αγορά, να μπαίνει στη συναλλαγή,                
ν ’ανταγωνίζεται αλύπητα ή να ρισκάρει και την εσωτερική του αλήθεια αλλά και τις εξωτερικές του συμπεριφορές ( δεν έφταιγε μόνον αυτός, ήταν κι οι περιστάσεις), σιγά- σιγά έχασε όλη την πρώτη του ενέργεια του εργοστασιάρχη, του’ φυγε ο έλεγχος της δουλειάς από τα χέρια, και η παραγωγή του είδε κι απόειδε, ώσπου κάποιο πρωί σταμάτησε κι αυτή. Έγινε για την κοινωνία και για κάτι χαιρέκακους μικροαστούς συγγενείς ο ξεπεσμένος εργοστασιάρχης που στα χέρια του η άλλοτε λαμπρή οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του χρεωκόπησε κι έκλεισε :
«Μμ.. ο Σπ.. Μα τι περίμενες;... Πού να τον άφηναν αυτόν για προκοπή τα καμπαρέ και οι παραλυσίες...».
Το μεγάλο του ακίνητο – το εργοστάσιο το πρώην- έμεινε κάμποσο καιρό κλειστό, σα φάντασμα. 'Ωσπου σιγά- σιγά πούλησε ένα- ένα τα μηχανήματά του, εκτός από τα λίγα που οι νέοι ενοικιαστές του ζήτησαν ν’ αφήσει "ως ντεκόρ" στη ντισκοτέκ που άνοιξαν στο παλιό του εργοστάσιο έγιναν της μόδας για την νεολαία την trendy οι βιομηχανικές οι ζώνες, εντωμεταξύ, οι σκοτεινές οι απόκοσμες οι γειτονιές, τρελός ήταν να μην το νοικιάσει τέτοιο λαμπρό, περιουσιακό στοιχείο;  Και μάλιστα με νοίκι τόσο καλό;  Κι έτσι άρχισε σιγά- σιγά για κείνον μια  άλλη, μια δεύτερη ζωή. Στη δεύτερη ζωή του αυτή, βαστούσε βέβαια σιγή, ο κόσμος αραίωσε, η κοινωνικότητα του πρώην εργοστασιάρχη περιορίστηκε. Όπως λέγανε από παλιά, αν δεν τον φυσάς, αν δεν σε βλέπουν αεράτο δεν σε ζυγώνουν οι  πρώην Μακαντάσηδες : «Έλα μωρέ ο Σπ. τελειωμένος είναι απ’ τα πενήντα του...» Δεν τό'νε πείραξε. Άλλο που δεν ήθελε κιόλας να ξεφορτωθεί μίζερους συγγενείς τη γκρίνια τους και την κουσκουσουριά τους,  πριν τό'νε απαλλάξει απ’ αυτούς οριστικά ο Χρόνος. «Κι έμεινε μόνος».             
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή απελπίστηκε. Μαθημένος στη χλιδή, ήταν δύσκολο να ξεμάθει. Φοβόταν τη χαμοζωή. Έτρεμε την αφάνεια, το σκοτάδι, το περιθώριο το κοινωνικό. Να όμως που κανένα σκοτάδι δεν επικράτησε από τότε που άκουσε μέσα του την εσωτερική εκείνη φωνή που τόνε γύρισε χρόνια πολλά πίσω. Ήταν σα να’χε ξαναγεννηθεί, κι άρχισε να μεγαλώνει ξανά μανά απ’ την αρχή. Φάνηκε εκείνο το μικρό φως που τον εθέριευε απ' τα μαθητικά του τα θρανία, εκείνες οι αγαλλιάσεις, οι βαθιές δονήσεις που τού έδιναν την υλική απόδειξη ότι με την ριζωμένη μέσα του ως τα βαθύτερα στρώματα του Είναι του αγάπη του προς τα Γράμματα μπορούσε να ζήσει μια καινούργια, ελεύθερη, πιο εσωτερική ζωή. Ιδίως με το πέρασμα των ετών και με το μέστωμα, αυτή η δεύτερη ζωή έβρισκε πως τού ταίριαζε μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα, και –προπάντων- τού αρκούσε. Με κάποια κουτσοχρηματάκια από την οικογενειακή του περιουσία και το νοίκι απ’ το εργοστάσιο, δεν είχε την ανάγκη της επιβεβαίωσης μέσα από την επιχειρηματική δράση, σ’ αυτή την ηλικία άλλο πια. Είχε τρέξει όσο ήταν καιρός για να αποδείξει. Τώρα ήταν ώρα να εισπράξει. Άσε που –όρεξη να’χε-, όλο και κάποιες δουλειές, που θα τίς έλεγε παρασιτικές, ποτέ δεν έλειπαν. Κι ο ίδιος να μην το’ θελε, ήταν στη μοίρα του να φαίνεται συχνά χρήσιμος στους άλλους. Κι όσο για διασκεδάσεις κι ηδονές; Και σε τούτη τη φάση ούτε του έλειψαν κι αυτές. Με νέες παρέες τώρα, πιο ταιριαστές, όλο και τις γλένταγε κάποιες νύχτες του, χωρίς ενοχές και μουρμούρες οικογενειακές, μικροαστικές. Κι ύστερα απ’ τις μικρές του δόσεις αλητείας, γύρναγε πάλι στις μελέτες και τα ενδιαφέροντά του τα αμιγώς πνευματικά. Σε ίση απόσταση στέκοντας κι απ’ τα δύο, νιώθοντας ότι από κάτι γλύτωνε, μονολογούσε με ικανοποίηση στον εαυτό του τακτικά: «Ούτε καλόγερος χαρτοπόντικας, ούτε νυχτόβιος κι αλήτης, λες να τά’χεις καταφέρει, Σπ. μου;» Αυτάρκης ήταν πάντοτε άλλωστε, κι έτσι καθόλου στερημένος, καθόλου ορφανός, μπορούσε και σ’ αυτό του το ξεκίνημα απ’ τα πενήντα και μετά, να νοιώθει πάλι μια χαρά ... Να ξανακοιτάει τον ήλιο και να χαίρεται τα πρωινά όταν ξυπνά. ΄Ασε που η όρεξη της δημιουργίας πρόσθεσε στα ενδιαφέροντά του και τη συγγραφή πάνω στις μελέτες πού’χε κάνει μια ολόκληρη ζωή. Άρχισε ευθύς ένα δοκίμιο κριτικής : «Η σεξουαλική ιδιοτυπία του Καβάφη»  ο Σπ. Δη. – ο "καινούργιος".


ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ


Η κ. Νότα Χρυσίνα μου ζήτησε ένα μου διήγημα καθώς και μια παρουσίαση των βιβλίων μου για το blog cantus firmus. Δύσκολα και τα δυο για μένα. Διότι ούτε διηγήματα γράφω (συστηματικά τουλάχιστον), ούτε σε κριτική ανάλυση των ίδιων μου των βιβλίων μπορώ να επιδοθώ. "Για να γνωρίσουμε τον Τάκη", επέμεινε, "πέρα από σκηνοθέτη και μελετητή της λογοτεχνίας μας". Κι έτσι – με αφορμή μάλιστα αυτό μου το βοηθητικό ‘‘σχέδιο διηγήματος" που βρέθηκε κάπου στο Word μου-, παρασύρθηκα να κάνω και μια σύντομη παρουσίαση της δεύτερης δραστηριότητάς μου κι εγώ, της, ας την πούμε, συγγραφικής, σ’ ένα διπλό κείμενο, δίνοντας στο cantus firmus μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Αλλά, γυρίζοντας στο Χρόνο πίσω, εκεί στα 1978, τότε που είχα δημοσιεύσει σ’ ένα βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο μου νεανικό διήγημα αναρωτιέμαι: «Mπορώ άραγε να διαχωρίσω τη δραστηριότητά μου αυτή (δεν μ’ αρέσει η έκφραση αλλά πώς αλλιώς να το πω; – του ‘συγγραφέα’- από την σκηνοθετική μου τη δουλειά; Αφού το διήγημα εκείνο με τίτλο
«Μια φιλία» δημοσιευμένο στο πρώτο και τελευταίο τεύχος της έκδοσης Τέχνης και Λόγου "Καμπύλη" το 1978, ήταν χρονικά συνδεδεμένο με τις δυο μικρού μήκους μου ταινίες εκείνης της εποχής, την «Λίζα και την Άλλη» του 1976 και την «Καλλονή» του 1977; Και το κυριότερο! είχαν και παρόμοια σχετικά θεματολογία: το "φύλο" και την "αναζήτηση ταυτότητας" οι δυο μου μικρού μήκους, που, με τη σημερινή ορολογία, θα τις λέγαμε gender performances, το ξύπνημα της σάρκας και την μύηση στον ΄Έρωτα ενός δεκατριάχρονου αγοριού από ένα μεγαλύτερο παιδί του λιμανιού σε μια κωμόπολη, καθώς και την πρώτη του τραυματική ομοφυλοφιλική εμπειρία σ’ αυτό το κλειστό και αποδοκιμαστικό περιβάλλον της επαρχίας, το διήγημά μου: «Πρέπει ν’ αρχίσης, να το μάθης, είναι η ηλικία τώρα, άμα σού κολλήση καμμιά, μην σε πη μαλάκα.» «Γιατί, τα κορίτσια ξέρουν από τέτοια πράγματα;», τον ρώτησε με κωμική απορία. «Ρε χαζέ, τι είν’ αυτά που λες», είπ’ αυτός, «τα κορίτσια το θέλουν περισσότερο, βλέπεις που κάνουν τις ντροπαλές, εσύ τώρα τι κάνεις, τραβάς καθόλου;»
Δεν θα έκανα καθόλου αυτή την αναδρομή σ’ αυτό το μικρό διήγημα που δημοσίευσα μισοανώνυμα ως Τάκης Σπ., κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου στο Ναυτικό, αν δεν ήταν για την παράλληλη σκηνοθετική και συγγραφική μου πορεία “μοιραίο” : Στα 1993, συμπληρώνοντάς το μ’ ένα ‘δεύτερο μέρος’ στήριξα πάνω του ένα σενάριο ταινίας μεγάλου μήκους με τίτλο «Πύρινες Χαρές», για τη συγγραφή του οποίου χρηματοδοτήθηκα μ’ ένα γενναίο ποσό από το Εuropean Script Fund. Η μη χρηματοδότηση του σεναρίου μου από το Κέντρο Κινηματογράφου, καθώς κι η ηθική μου κόπωση από μια προηγούμενη ταινία που δεν είχε πάει και οικονομικά καλά, τα «Κοράκια ή Το Παράπονο του Νεκροθάφτη», με έκαναν να νιώσω αφόρητη πίεση,  και να μην ξαναγράψω άλλο σενάριο για τον κινηματογράφο. Οι «Πύρινες χαρές» μου μ’ έκαψαν. Επίσης στο σενάριο αυτό, στο οποίο ο χρόνος εντωμεταξύ πρόσθεσε κι ένα τρίτο μέρος με καινούργιες εμπειρίες, στήριξα αργότερα το μυθιστόρημα

«Δελτίον ταυτότητος», ΄Άγρα 2003. ΄Ώσπου με έκπληξη είδα μια μέρα, ξαφνικά, σ’ ένα πειραιώτικο blog ότι ούτε το διήγημά μου «Μια φιλία» είχε ξεχαστεί 36 ολόκληρα χρόνια από την δημοσίευσή του! Ο μελετητής Γιώργος Μπαλούρδος σε μιαν ανάρτησή του με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 2014 αναφερόμενος στην ύλη της «Καμπύλης» γράφει: «Ωραία, καλογραμμένη, ευαίσθητη και αληθινή εφηβική ιστορία η «Μια φιλία» του Τάκη Σπ. Τα εφηβικά χρόνια είναι τα πιο ανέμελα, τρυφερά αλλά και τα πιο τραυματικά για όσες υπάρξεις παραμένουν ‘παιδιά που δεν γίνονται άντρες’ όπως τραγούδησε τόσο συγκλονιστικά ο Κώστας Τουρνάς».

΄Όπως καταλαβαίνετε, πρωτόγραψα βιβλίο από θυμό και για να διαμαρτυρηθώ για το κομμένο μου σενάριο. Ταυτισμένος με τον Ταχτσή που τον γνώριζα απ’ το ΄74, έγραψα ένα διπλό χρονικό : αφενός πώς δεν έγινε το δικό του «Τρίτο Στεφάνι» ταινία το ΄82 απ’ τον Αγγελόπουλο, κι αφετέρου διηγήθηκα και μια παλιά μου απόπειρα να μεταφέρω στην τηλεόραση ένα διήγημά του, η οποία, δυστυχώς, δεν ευοδώθηκε. ΄Έτσι, οι σελίδες του πρώτου μου βιβλίου «Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου» οδός Πανός 1996, εκτός από τα πικαρέσκα περιστατικά της σπινθηροβόλας ζωής του Ταχτσή που έζησα  από κοντά : «Ουδόλως σοκαρίστηκε, ακίνητος κάτω απ’ την ομπρέλα, στη θέα του συγγραφέα ντυμένου εκείνη τη νύχτα Σπανιόλα με κόκκινο γαρύφαλλο στ’ αυτί , ο Π...», χαρακτηρίζονται από σελίδες βαθύτατου πόνου δικού του: 
«΄Ημουνα μπροστά σ’ ένα πληγωμένο θηρίο. Δε μιλούσα. Και τι να ‘ λεγα; ΄Αλλωστε μιλούσε μόνον αυτός. Που και που τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Δεν τον είχε βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ, να γίνει ταινία το ‘Τρίτο Στεφάνι’...» αλλά και δικής μου νεανικής αθυμίας: «Το γεγονός ότι είχα αρχίσει να βλέπω τι Κρόνος ήταν αυτός ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος και πόσο έτρωγε τα πιο ταλαντούχα παιδιά του, δεν μ’ έκανε να βάλω μυαλό...»

Μετά το γύρισμα της βιογραφικής του Λαπαθιώτη ταινίας μου «Μετέωρο και Σκιά», άρχισα να έχω κάποιες ενοχές : είχα εστιάσει, όπως ήταν φυσικό για τα περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας κινηματογραφικής ταινίας, περισσότερο στο πρόσωπο του ποιητή, παρά στο έργο του, το οποίο συνέχιζα να αναζητώ σε παλαιοβιβλιοπώλες και βιβλιοθήκες, και να μελετώ. Είχα αξιόλογο υλικό ανέκδοτο, και ήθελα να το φέρω στο φως, αλλά δεν μού’ φτανε αυτό. ΄Όπως έγραφε ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης στον δοκιμιογράφο Δ. Νικολαρείζη για το βιβλίο του «Ούγος Φώσκολος και Ανδρέας Κάλβος» ΄Ικαρος 1961 : «Καλόν να ερευνηθούν τα καθέκαστα βιογραφικά του Κάλβου αλλ’ απ’ αυτό δεν βγαίνουν πολλά πράγματα. Θα προτιμούσα να εύρισκα καιρόν διά να δημοσιεύσω την πραγματείαν μου ως φιλολογικήν συμβολήν εις την αισθητικήν καταξίωσιν του ποιητού». Με παρόμοιες σκέψεις τελείωσα κι εγώ την κριτική μου μελέτη πάνω στο Λαπαθιώτη, εμπλουτίζοντας κάποια δοκίμια που είχα ήδη γράψει και δημοσιεύσει, και φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως ένα ανθολόγιο 63 και βάλε άγνωστων πεζών ποιημάτων του που είχα συλλέξει από παλιά περιοδικά, καθώς κι άλλα άγνωστά του κείμενα στις πολυσέλιδες σημειώσεις του βιβλίου αλλά και στα κεφάλαιά του, και στη βιβλιογραφία του ‘χωμένα’ :«Χαίρε Ναπολέων» Άγρα 1999.

Όπως, παλαιότερα, και με την ταινία μου «Μετέωρο και Σκιά» 1985, είναι αλήθεια ότι το βιβλίο μου αυτό, θεωρήθηκε (με καθυστέρηση, είν’ αλήθεια, γιατί την χρονιά της έκδοσής του παρουσιάσθηκε μάλλον στα ‘‘ψιλά’’), το επιφανέστερο, το πιο βαρύ, το πιο επίσημο ανάμεσα στις συγγραφικές μου εργασίες :  «Το δοκίμιο Χαίρε Ναπολέων (1999 ) είναι μια εξαίρετη εργασία, με απόσταση η αρτιότερη συγγραφική δουλειά του Σπετσιώτη» έγραψε σε δοκίμιό της με τίτλο «΄Ενας πικραμένος άνθρωπος» η Λίνα Πανταλέων (βλέπε περ. ‘Νέα Εστία’ τ. 1805, Νοέμβριος 2007 και στο βιβλίο της ίδιας «Αναγνωστικά δικαιώματα» εκδόσεις Πόλις 2009 ).
΄Ηταν θέμα ζωής και θανάτου για μένα – χωρίς να υπερβάλω-, το να μην μείνει το σενάριό μου «Πύρινες χαρές» αναξιοποίητο σ’ ένα συρτάρι. Μιας και δεν ευτύχησε να γίνει ταινία, επιδόθηκα να το αξιοποιήσω σαν πεζογραφία. Δεν ένιωσα ούτε δισταγμό, ούτε διχασμό. ΄Άλλωστε δεν είχε ξεκινήσει από πεζογραφία; Τι άλλο ήταν εκείνο μου το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα, το «Μια φιλία»; Με τίτλο «Δελτίον ταυτότητος», φιλοτέχνησα ένα μυθιστόρημα λοιπόν, με συναρπαστικό θέμα τις παραλλαγές πάνω στο πρόβλημα της αυτοβιογραφίας, χωρίς να γράψω ένα αμιγώς ‘αυτοβιογραφικό’ βιβλίο, αλλά κυρίως ένα μυθιστόρημα mise en abyme για την ταυτότητα, την εσωτερική διαμόρφωση ενός ήρωα που τον παρακολουθώ σε τρεις φάσεις της ζωής του: δωδεκάχρονο μαθητή σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη να μαθαίνει βιολί, εικοσάχρονο ερωτευμένο νέο στον Πειραιά, σπουδαστή του Ωδείου, και σαρανταπεντάρη μεσήλικα στην αυγή του 2000, εξόριστο απ’ το σινάφι, κάπου στο Πέραμα, να βιοπορίζεται από παραδόσεις μαθημάτων μουσικής.
Ταυτότητα σημαίνει το ν’ αποτελείς μέρος του περιγύρου σου. Αλλά ταυτόχρονα να’σαι και τόσο διαφορετικός απ’ αυτόν, μοιάζει να συμπεραίνει το μυθιστόρημα, όσον αφορά το περιεχόμενο, για το οποίο, είναι η αλήθεια, δεν γράφτηκαν πολλά πράγματα στον Τύπο, αν εξαιρέσει κανείς την γενναιόδωρη, όμορφη κριτική του Μανώλη Πιμπλή «Η μετέωρη τόλμη της μοναξιάς. Ο Τάκης Σπετσιώτης ξεδιπλώνει θαρραλέα τις πτυχές μιας ομοφυλόφιλης ζωής»  στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ‘Βιβλιοδρόμιο’ 7-8 Ιουνίου 2003. Αλλά ευελπιστώ – οι ‘συγγραφείς’, βλέπετε, έχουμε κι εμείς τις ψευδαισθήσεις μας-, ότι όλο και κάποιος νεότερος μελετητής κάποτε θα βρεθεί που θα κάνει την εκτίμηση αυτού του βιβλίου ως ‘γραφή’ : μιας και αφηγούμαι, διατρέχοντας συνειδητά, σχεδόν όλη την γκάμα της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας που μέχρι τότε είχα διαβάσει. Αφηγούμαι άλλοτε ως ήρωας σε πρώτο πρόσωπο κι άλλοτε ως συγγραφέας σε τρίτο, παίρνοντας μάλιστα και φανερά συνειδητή απόσταση απ’ την δράση : «Στο σημείο αυτό, θέλοντας με ειλικρίνεια να περιγράψω τι ένιωσα, δεν θα κατέφευγα σε βέκιες, βαρύγδουπες εκφράσεις όπως ‘‘μαχαιριές γρήγορες και πυκνές’’, ‘‘εξαίσιος πόνος’’ και ‘‘ το πίσω μέρος του σώματος να κατακρεουργείται’’, με τις οποίες, όχι πάντα χωρίς κάποιο κρυπτορατσισμό για παρόμοιες καταστάσεις, λογοτέχνες ακόμη και της λεγόμενης ‘‘πρωτοπορίας’’ περιγράφουν ανάλογες σκηνές.»

Μ’ αυτά τα τρία βιβλία, είναι η αλήθεια, ότι άδειασα, δεν είχα και πολλά πράγματα να προσθέσω μετά. Και το να γράφω για να βρίσκομαι απλώς  ‘μέσα στα πράγματα’ δεν μ’ ενδιέφερε. Ωστόσο εξέδωσα ξανά το πρώτο μου βιβλίο, αναθεωρημένο, με τίτλο «Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι», Πολύχρωμος Πλανήτης 2006. Πρόκειται για το ίδιο έργο, με κάποιες απαλείψεις από το κείμενο του 1996.    
   
Μια συλλογή ποικίλων κειμένων μου, αφηγηματικών και δοκιμιακών, της εικοσιπενταετίας 1981- 2006 με τίτλο «Τριανδρίες και Σία» ( με μια φιλοπαίγμονα διάθεση στον τίτλο, που κάποιοι αντιλήφθηκαν, τριανδρία αποτελούσαν για μένα οι τρεις κεντρικές φιγούρες των προηγούμενων βιβλίων μου, οι ‘επώνυμοι μέντορες’ Ταχτσής –Λαπαθιώτης’ κι ο μισοάγνωστος ήρωας του «Δελτίου ταυτότητος» μουσικός Παύλος Μέρλος με αριθμό ταυτότητος Θ.307.136 ). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε απ’ την ΄Αγρα το 2006. Το ίδιο και η μικρή νουβέλα «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου - Λαϊκή περιπέτεια» με θέμα την παραβατική σχέση ενός καθηγητή Αγγλικών μ’ έναν μικροπωλητή το πρωί και rent boy τη νύχτα,  επίσης από την ΄Αγρα το 2009 . Εκδόθηκε από κοινού με το  «Άλλο κρεβάτι» -"Έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικόνες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή", ένα θεατρικό μου που μέχρι σήμερα δεν έχει παιχτεί. Είναι αλήθεια ότι δεν επικράτησαν ‘συγγραφικοί καθωσπρεπισμοί’ στα λίγα δείγματα πεζογραφίας που έδωσα. Κατέφυγα στο γράψιμο όχι τόσο για να μπω στις λίστες των ‘ευπώλητων’ βιβλίων της εβδομάδας ή του μήνα, αλλά διεκδικώντας μιαν ελευθερία έκφρασης που, στις σκηνοθετικές μου δουλειές – είτε επρόκειτο για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, είτε για το θέατρο-, δεν μού επιτρεπόταν. Αυτό, όσον αφορά στις ωμές ρεαλιστικές σελίδες του «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου» το επισήμαναν κάποιοι κριτικοί: «Ο Σπετσιώτης αποδίδει με δυνατά χρώματα την έκλυτη ψυχή του Νικήτα και αποφεύγοντας τον οποιονδήποτε συναισθηματισμό πετυχαίνει να φτιάξει έναν έκτυπο και ολοζώντανο χαρακτήρα, ο οποίος συμπυκνώνει στις εξαιρετικά παρορμητικές αντιδράσεις του όλη την υπόγεια βία μιας κοινωνίας, η οποία το μόνο που κατορθώνει να βγάλει προς τα έξω είναι ο μίζερος καθωσπρεπισμός της», σημείωσε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ‘‘Ελευθεροτυπία’’ 24 Μαΐου 2009,  ( ‘‘Η μιζέρια του να είσαι καθωσπρέπει’’ ).
                         
                                                                          ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ





                         
Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.

Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).                                     



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2009)Γραμματικός σ' ένα παιδί του δρόμου, Άγρα
(2009)Το άλλο κρεβάτι, Άγρα
(2007)Τριανδρίες και Σία, Άγρα
(2006)Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι, Πολύχρωμος Πλανήτης
(2003)Δελτίον ταυτότητος, Άγρα
(1996)Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου, Οδός Πανός
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Ευγενία Χατζίκου: Notebook, Τετράγωνο
(2005)Αντουανέττα Αγγελίδη, Αιγόκερως
(1999)Χαίρε Ναπολέων, Άγρα
Κριτικογραφία
Το Ρομάντσο, οι Δοκιμές και το Σέλινο [Μαρία ΠολυδούρηΡομάντσο και άλλα πεζά], "The Books' Journal", τχ. 56, Ιούνιος 2015

Μαρία, στα τρία [Μαρία ΠολυδούρηΤα ποιήματα], "The Books' Journal", τχ. 47, Σεπτέμβριος 2014

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

" Η τελευταία επισκέπτρια" της Μαρίας Γιακουμάκη



 επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


Καλόδεχτες οι συμμετοχές όλων υμών που αγαπάτε την μικρή φόρμα και με τον τρόπο σας την υπηρετείτε.Δεν έχουμε περιορισμό λέξεων και θέματος, τουλάχιστον όχι ακόμα, επομένως η επιλογή είναι απολύτως ελεύθερη,δική σας.
Στείλτε το διήγημά σας στο e-mail : lesxianagnosisdegas@gmail.com για να το δημοσιεύσουμε τηρώντας απλά και μόνο την σειρά με την οποία θα μας το στείλετε.
Εκείνο που σας ζητάμε είναι ένα μικρό βιογραφικό κι αν δεν έχετε εσείς κάποια αγαπημένη εικόνα (φωτογραφία ή πίνακα ζωγραφικής κτλ) που θα θέλατε να το συνοδέψει,μην ανησυχείτε θα βρούμε εμείς. 

Γρύπας.Ανάκτορα στην Κνωσσό.Αίθουσα του Θρόνου



Η τελευταία επισκέπτρια

   Αισθάνθηκε τον ηλεκτρισμό,  κι ας μην είχε σηκώσει το βλέμμα. Μια απροσδιόριστη ένταση αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι του. Ξεχώρισε έναν ήχο σαν σύρσιμο φιδιού  ανάμεσα στο μικρό  πλήθος που συνωστιζόταν μπροστά του περιμένοντας το εισιτήριο για την είσοδο.
 Φίδι, εδώ και τέτοια ώρα! Χρειάζομαι επειγόντως διακοπές, σκέφτηκε.
Να δω πώς θ΄ αντέξουν τα νεύρα μου ως το τέλος, αναστέναξε από μέσα του.
   Όλη μέρα καθισμένος σε μια καρέκλα να κόβει εισιτήρια στην είσοδο του ανακτόρου της Κνωσού. Οι τουρίστες συνέχιζαν να έρχονται κατά χιλιάδες. Βαβέλ γλωσσών που βούιζαν στ’ αυτιά του στο χώρο πριν από το μακρύ διάδρομο με τη γερασμένη βουκαμβίλια,  που έμπαζε στον αρχαιολογικό χώρο.
-Μπορώ να σας απασχολήσω;
   Μικροκαμωμένη και αδύνατη με πολύ λεπτή μέση και μακριά μαύρα μαλλιά. Δε θα την έλεγες όμορφη.
    Συνάντησε τα μάτια της. Παρά την αφόρητη ζέστη ένα ρίγος τον διαπέρασε.  Το βλέμμα της… Δεν μπορούσες να το αποφύγεις. Όχι μόνο γιατί ήταν  διαπεραστικό και αδιευκρίνιστο. Ήταν που δεν μπορούσες να  το εντοπίσεις, λες και ερχόταν απ΄ αλλού.
- Παρακαλώ, απάντησε κουρασμένα, αλλά ευγενικά. Ήταν στο κλείσιμο μιας δύσκολης μέρας.
-Σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος;
Του έδειξε την κάρτα ελευθέρας εισόδου.
-Λέγομαι Α.Χ.. Θα ήθελα να μιλήσω στον αρχιφύλακα του αρχαιολογικού χώρου. 
Ο τόνος της φωνής ήταν σταθερός, απαιτητικός, αλλά και ανυπόμονος, λες και κάθε δευτερόλεπτο που έχανε ήταν θέμα ζωής και θανάτου για εκείνην.
-Λυπάμαι. Σήμερα απουσιάζει. Θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω εγώ;
-Νομίζω ότι μόνο εκείνος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Θα ήθελα άδεια εισόδου στο χώρο των διαμερισμάτων της βασίλισσας.
-Όπως ξέρετε, αυτός είναι κλειστός από χρόνια!
-Φυσικά και το ξέρω! Λες και την είχαν προσβάλει θανάσιμα. Και ποιος δεν το ξέρει;
-Θα πρέπει να πάρετε άδεια από τον Προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων.
-Ο Έφορος απουσιάζει και οι υπάλληλοι με παρέπεμψαν εδώ. Αλλά, καθώς φαίνεται, τίποτα δε δουλεύει σωστά πια σ΄ αυτή τη χώρα.
Ένιωσε την ανάγκη να προστατεύσει το συνάδελφό του μόνο και μόνο επειδή εκείνη είχε μια τάση να κατηγορεί τους πάντες.
-Του έτυχε κάτι σοβαρό σήμερα. Δεν απουσιάζει ποτέ χωρίς λόγο. Αφήστε μου τα στοιχεία σας και θα του ζητήσω να επικοινωνήσει μαζί σας, μόλις επιστρέψει.
Άφησε σ΄ ένα χαρτί το όνομα και το τηλέφωνό της.
-Σε πόση ώρα κλείνετε;
-Σε 10 λεπτά.
-Προλαβαίνω ακόμα, την άκουσε να μουρμουρίζει, καθώς του γύριζε την πλάτη και κατευθυνόταν προς τον έλεγχο των εισιτηρίων.
Δε βρισκόταν κανείς φύλακας εκεί, αλλά έκρινε πως δε χρειαζόταν να  φωνάξει κάποιον. Η ώρα ήταν περασμένη. Κι εκείνη είχε ελευθέρας. Την είδε με την άκρη του ματιού του να μπαίνει στο στενό σα  στοά διάδρομο που όριζε μια πολύχρονη βουκαμβίλια.
Γύρισε στα χαρτιά του. Πάνω στο κλείσιμο είχε να κάνει  τον απολογισμό της ημέρας. Ένιωθε εξουθενωμένος. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπίτι του, να βουλιάξει στη μπανιέρα κι έπειτα να κοιμηθεί. Ναι,  να κοιμηθεί  από τις 9.00 μμ. και να ξυπνήσει την άλλη μέρα το πρωί.  Αύριο τον περίμενε μια εξίσου κουραστική μέρα.
Σήκωσε το κεφάλι. Τυχαία; Από διαίσθηση;  Πόση ώρα είχε περάσει; Έπρεπε να κλείσουν. Δεν έβλεπε κανέναν. Σηκώθηκε  βιαστικά, παρασέρνοντας  το λιγοστό νερό από το ποτήρι, να φωνάξει στους τελευταίους επισκέπτες να βιαστούν.
 Προχώρησε στον ίσκιο της γέρικης βουκαμβίλιας. Στα μάτια του έπεσαν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου την ώρα που έκλεινε την καυτή ημέρα. Το μάτι του την πήρε  στη δυτική αυλή. Κατευθύνθηκε εκεί με μισόκλειστα μάτια σαν υπνωτισμένος. Να της πει ότι ήταν ώρα να βγει, για να κλείσουν.
Τότε την είδε. Είχε υπερπηδήσει τα απαγορευτικά  κιγκλιδώματα.
Τέτοια ώρα και οι φύλακες ολιγωρούν, σκέφτηκε.
 Δεν ήταν αυτό. Δεν ήταν η οργή που τον έπνιγε για το θράσος της να παραβεί τους κανονισμούς των αρχαιολογικών χώρων. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Συνέχισε με το βλέμμα να κάνει τα βήματα που εκείνη έκανε με τα πόδια αργά και τελετουργικά. Πάνω στο πλακόστρωτο της δυτικής αυλής. Με κατεύθυνση προς τη δύση, έχοντας στραμμένη την πλάτη της σ’ εκείνον. Το φως του ήλιου εξαΰλωνε τη μορφή της. Είχε διπλώσει τα χέρια στους αγκώνες. Οι  παλάμες έφταναν στο ύψος των ματιών. Τα χέρια βρίσκονταν κάθετα στο σώμα. Σε μια παράλληλη γραμμή μαζί τους. Τέμνοντας κάθετα τον άξονα των βραχιόνων. Δεν έβλεπε τα  πέλματα να ακουμπούν το πάτωμα. Θα έφταιγε το φως που ερχόταν κόντρα στα μάτια του. Εκείνη συνέχισε να προχωρεί προς την κατεύθυνση του θεάτρου. Με μικρά ανάερα βήματα.  Πλησίασε στον τετράγωνο βωμό. Άπλωσε τα χέρια προς την πανάρχαια πλάκα του στην ίδια στάση. Δίπλωσε τα πόδια στα γόνατα σε στάση καθίσματος και ακούμπησε την άκρη του βωμού. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω. Άπλωσε τα χέρια σε έκταση και έγειρε πάνω στο βωμό. Ξεδίπλωσε τότε όλο το σώμα πάνω του. Άρχισε να στριφογυρίζει στην επαφή της με την πανάρχαια πέτρα, να απλώνεται και να μαζεύεται, να κουλουριάζεται και να ελίσσεται, αργά στην αρχή κι ύστερα με μανία.
    Πόσο κράτησε αυτό; Όταν ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το  βουνό σηκώθηκε αργά όρθια με την πλάτη γυρισμένη στη δύση. Ήταν η πρώτη φορά που μπόρεσε να κοιτάξει το πρόσωπό της. Τα μάτια του -φορτωμένα ακόμα τη λάμψη του ήλιου- μετέφεραν ένα φωτεινό σκοτάδι στη μορφή της, που την έκανε  δυσδιάκριτη. Του φάνηκε πώς είχε γουρλωμένα μάτια, που κοίταζαν χωρίς να εστιάζουν, και στο κεφάλι της ακουμπούσε ένα αιλουροειδές. Το μακρύ της φόρεμα δε φαινόταν να τη ζεσταίνει. Για μια στιγμή το βλέμμα της ευθυγραμμίστηκε με το δικό τους. Ένιωσε να παραλύει από την ένταση.
  - Κύριε Γιάννη, ελάτε! Είναι ώρα να κλείσουμε! Μα τι έχετε; Μήπως δεν είστε καλά;
Όταν ξανακοίταξε, ο βωμός ήταν άδειος.

Προχώρησε πιο κουρασμένος από ποτέ προς την καρέκλα όπου καθόταν προηγουμένως.  Αναζήτησε το χαρτάκι με τα στοιχεία της.  Το βρήκε μουσκεμένο από το χυμένο νερό. Γράμματα και αριθμοί  είχαν απλωθεί κυκλικά, αγνώριστα σαν ιερογλυφικά που απαιτούσαν αποκρυπτογράφηση.




Μαρία Γιακουμάκη


Βιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκα στα Χανιά το 1965. Σπούδασα Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από το 1989 εργάζομαι ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Από το 1999 μένω και εργάζομαι στο Ηράκλειο Κρήτης. Είμαι παντρεμένη και έχω δυο γιους. 

Τέσσερα ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Εμβόλιμον, ενώ άλλα στην ηλεκτρονική ποιητική ανθολογία του ποιητή Τόλη Νικηφόρου "Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται" και στην ανθολογία του ποιητή  Ανδρέα Καρακόκκινου "Πνοή της Άνοιξης" .
Εργασίες μου είναι αναρτημένες στο blog μου ΖΗΤΗΣΙΣ http://margiakou.blogspot.gr/
και

στην 
ιστοσελίδα ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ http://myclassroomstudents.weebly.com/