Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

"Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα" Γιώργος Σεφέρης





Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/george_seferis/kixlh.htm


Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-
ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη

Μια επίσκεψη στο σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο κορυφαίος έλληνας ποιητής υπενθυμίζει πώς η προσωπικότητα ξεδιπλώνεται στον χώρο


Το καθιστικό της οικίας Σεφέρη
Η διαρρύθμιση αλλάζει ενίοτε, όμως η Αννα Λόντου διατηρεί όλα τα έπιπλα, τα διακοσμητικά και τα ενθύμια στον χώρο όπου είχαν τοποθετηθεί από τον Γιώργο και τη Μαρώ.


Φωτογραφίες: Νίκος Τσίρος / Studio ΔΟΛ

«Βλέπετε αυτό το κέντημα; Είναι της μητέρας μου. Οταν εργαζόταν ο Γιώργος Σεφέρης την ήθελε να βρίσκεται κοντά του. Συνήθως διάβαζε εφημερίδα. Ο ήχος των σελίδων που γύριζαν, όμως, του αποσπούσε την προσοχή από τη δουλειά του, οπότε έστρεφε το κεφάλι και την κοιτούσε. "Ε, Γιώργο, τι να κάνω;" διαμαρτυρόταν εκείνη. Το κέντημα λοιπόν ήταν μια αθόρυβη δραστηριότητα που βρήκε για αυτές τις ώρες». H κυρία Αννα Λόντου, κόρη της Μαρώς Σεφέρη από τον πρώτο της γάμο, μόλις μας έχει υποδεχθεί εγκάρδια στην οικία Σεφέρη στο Παγκράτι, χώρο όπου ο νομπελίστας ποιητής πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Με οδηγό τα δικά της πλούσια ενθυμήματα από το παρελθόν, ξεναγούμαστε στις μικρές γωνίες ενός σπιτιού που αποκαλύπτουν αντίστοιχες όψεις της εσωτερικής ζωής του Γιώργου Σεφέρη.  


Τότε και τώρα
Ελάχιστα έχουν αλλάξει στον κήπο της οικίας Σεφέρη στο Παγκράτι από την εποχή που ζούσαν εκεί ο Γιώργος και η Μαρώ. Σήμερα οικοδέσποινα είναι η κυρία Αννα Λόντου, κόρης της Μαρώς Σεφέρη από τον πρώτο της γάμο. 


Η οικειότητα των υλικών

Η βιβλιοθήκη και το γραφείο του ποιητή με την προσωπογραφία του από τον χαράκτη Τάσσο.

Η οικειότητα των υλικών
Το παλιό ραδιόφωνο, έμβλημα μιας άλλης εποχής.
Η οικειότητα των υλικών
Οικογενειακά στιγμιότυπα πλάι σε μια μικροσκοπική βιβλιοθήκη με έργα του γάλλου ποιητή Αλφρέντ ντε Βινέ.

Ο κύβος του Μανουηλίδη

Χτισμένη σε νησιωτικό ύφος την περίοδο 1957-1959 από τον Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή αρχιτέκτονα Παναή Μανουηλίδη (έργα του οποίου είναι το Μπαουχάους ρυθμού «Σουηδικό Σπίτι» στην Καβάλα, το 1936, το Σισμανόγλειο Φυματιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, το 1935, και πολλές μονοκατοικίες, πολυκατοικίες, ξενοδοχεία και βιομηχανικά κτίρια της μεσοπολεμικής πρωτεύουσας), η οικία Σεφέρη αποτελεί έναν κύβο σε δύο επίπεδα - το αιγαιοπελαγίτικο λευκό των εξωτερικών τοίχων και το γαλάζιο των παραθύρων συμβαδίζουν με τη μινιμαλιστική απλότητα μιας μοντερνιστικής προσέγγισης.

Πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, σκαμμένο στην πλαγιά ενός λόφου, το οικόπεδο είχε αγοραστεί τον Δεκέμβριο του 1955 σε μια από τις ολιγοήμερες επισκέψεις στην Αθήνα με τις οποίες ο Γιώργος και η Μαρώ Σεφέρη είχαν συμβιβαστεί κατά τη διάρκεια της μακράς διπλωματικής του θητείας, η οποία διήρκεσε 35 χρόνια. Την πορεία των οικοδομικών εργασιών επέβλεπε η Μαρώ με συνεχή ταξίδια, καθώς τα πρεσβευτικά του καθήκοντα απέκλειαν την παρουσία του Γιώργου, η τακτική τους αλληλογραφία ωστόσο δείχνει με πόση προσοχή και φροντίδα προσέγγιζαν και οι δύο το μελλοντικό τους σπίτι. Κατοικήθηκε ουσιαστικά το 1962, όταν το ζεύγος επέστρεψε στην Ελλάδα από τον τελευταίο σταθμό της σταδιοδρομίας του ποιητή, την πενταετή παραμονή του ως πρέσβη στο Λονδίνο.
Επειτα από δεκαετίες περιπλανώμενου βίου, το να εγκατασταθεί μόνιμα σε έναν ήρεμο τόπο θα αποτελούσε μικρή ευλογία για εκείνον. 

«Τα σπίτια είναι χαμηλά. Το ύψος τους είναι περιορισμένο στα εννιάμισι μέτρα. Τώρα μόνο άρχισε να απλώνεται και εδώ η επικίνδυνη βουλιμία του ύψους» έγραφε για τη γειτονιά του ο Σεφέρης σε ένα σημείωμά του στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 21 Μαΐου 1965. Ακόμη και σήμερα, σχεδόν 50 χρόνια μετά, όταν η βουλιμία έχει καταβροχθίσει από καιρό τον παλιό αστικό ιστό, η περιοχή της οδού Αγρας συνιστά έκπληξη για τον επισκέπτη: ο ίλιγγος των ορόφων διατηρείται υπό έλεγχο, οι οικοδομικές εργασίες της ανέγερσης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή φτάνουν στα αφτιά του περισσότερο ως απόηχος.  

Το ρόπτρο και η «Κυρία Ζεν»

Η οικία Σεφέρη, ωστόσο, δεν αποτελεί μουσείο - είναι ένας ζωντανός χώρος που δεν έπαψε να κατοικείται χωρίς να πάψει ταυτόχρονα να φέρει το σημάδι του ποιητή και των αναμνήσεών του. Το μπρούντζινο ρόπτρο με το δελφίνι της εισόδου, για παράδειγμα, «είχε εντυπωσιάσει έναν άγγλο επισκέπτη που είχε δει το σπίτι μόλις είχε τελειώσει» σημειώνει ο βρετανός ιστορικός Ρόντρικ Μπήτον στην εξαίρετη βιογραφία του «Γιώργος Σεφέρης - Περιμένοντας τον άγγελο» (εκδ. Ωκεανίδα). «Κάποτε είχε δει ένα άλλο ρόπτρο έξω από ένα αγγλικό σπίτι» προσθέτει η Αννα Λόντου. «Ελεγε ότι το θαύμαζε τόσο πολύ ώστε είχε σκεφτεί μέχρι και να το αποσπάσει επιτόπου».

Αντιστάθηκε στον συγκεκριμένο πειρασμό, αν και όχι σε άλλους που δεν υπερέβαιναν τα όρια του νόμου: η ευαισθησία και η παρατηρητικότητα του Σεφέρη, έκδηλες τόσο στην ποιητική όσο και στη διπλωματική του σταδιοδρομία, μεταφέρονται ατόφιες στην επιμονή με την οποία επέλεγε τα στοιχεία που κοσμούσαν τον περίγυρό του. Οι εξωτερικοί καταναγκασμοί που όρισαν κατά καιρούς τη ζωή του (η επιθυμία/εντολή του πατέρα του, Στέλιου Σεφεριάδη, να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι το 1918, η Κατοχή και η περιπλάνηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή το 1941, η δεκαπενταετής εν συνεχεία υπηρεσία σε θέσεις στο εξωτερικό) του δημιούργησαν την αίσθηση του «εκπατρισμένου», όπως έλεγε στις αρχές της δεκαετίας του '60 - και ταυτόχρονα την έντονη επιθυμία να συγκροτεί έναν οικείο χώρο σε κάθε προσωρινή του στάση.

Καρπός της εσωτερικής αυτής ανάγκης, των ταξιδιών και της καλαισθησίας ήταν πολλά από τα αντικείμενα που σηματοδοτούν σταθμούς από την επαγγελματική περιπλάνηση του Σεφέρη στη Μέση Ανατολή, την Αγκυρα, το Λονδίνο, και που κατέληξαν να δεσπόζουν σήμερα στο καθιστικό της οικίας του. Μια μεταλλική τσιγαροθήκη υπογεγραμμένη από τους συναδέλφους του στην πρεσβεία της Αγκυρας, δώρο κατά την αποχώρησή του το 1950, τα ενθύμια από τις περιηγήσεις του στην Κύπρο τα χρόνια 1953-1955, το παλιό ραδιόφωνο-έπιπλο, παράθυρο στον κόσμο αντίστοιχο της τηλεόρασης ή του Διαδικτύου για τον άνθρωπο των μέσων του 20ού αιώνα.

Στο γραφείο του, η βιβλιοθήκη στεγάζει ένα ξύλινο κουτί με ζωγραφισμένες γοργόνες - «αυτές ήταν το σύμβολό του» μας λέει η κυρία Λόντου. Η προσωπογραφία του ποιητή, έργο του χαράκτη Τάσσου, μια θήκη με τις πίπες του μανιώδους καπνιστή που υπήρξε, μια ράβδος από εκείνες που κραδαίνουν οι προπομποί των παρελάσεων, ένα ασκί που είχε μετατρέψει σε τσάντα για τα χρειώδη της παραλίας, ένα μικρό χαρακτικό χαρισμένο στον «θείο Γιώργο» από φυλακισμένους την περίοδο της δικτατορίας συμπληρώνουν το σκηνικό. Από το φωτιστικό κρέμεται μια αυτοσχέδια κούκλα - ενδεχομένως εκείνη που μνημονεύεται στις «Μέρες Ε΄» στις 25 Οκτωβρίου 1946 («έφτιαξα χθες από ένα καρύδι και λίγα βαλανίδια μια μικρή κούκλα που την ονόμασα "Κυρία Ζεν"») με αφιερωμένο στη συνέχεια το ομώνυμο ποίημα που μιλάει για μια ημέρα απραξίας.

«Το κεφάλι του κυρίου Σεφέρη»

Στον μικρό ανθισμένο κήπο (τον οποίο φροντίζει επιμελώς και δικαίως υπερηφανεύεται για αυτόν η κυρία Αννα Λόντου) προβάλλει μια αρχαία κεφαλή - νιώθει κανείς σαν να βρίσκεται ενώπιον του «Βασιλιά της Ασίνης». Ο ίδιος ο ποιητής διηγούνταν πως το κιβώτιο που την περιείχε έπεσε κατά τη μεταφορά του: «Το κεφάλι του κυρίου Σεφέρη, το κεφάλι του κυρίου Σεφέρη» φώναζαν οι φορτοεκφορτωτές.

Επιστρέφοντας στο σαλόνι για να αποχαιρετήσουμε την οικοδέσποινα, στεκόμαστε για έναν σύντομο καφέ στον χώρο όπου σύχναζαν σημαντικά ονόματα της ελληνικής και της παγκόσμιας διανόησης: ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Γιώργος Σαββίδης, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ - ως και ο κορυφαίος ποιητής Εζρα Πάουντ  είχε περάσει από εδώ σε μια απρόσμενη επίσκεψη. Εδώ έζησαν και οι φίλοι του Σεφέρη τις «μακρές ώρες αγωνιώδους αναμονής» την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1963, ημέρα της απονομής του βραβείου Νομπέλ: «Για παν ενδεχόμενο η Μαρώ φρόντισε να υπάρχει αρκετή σαμπάνια - αν και ο Γιώργος, όταν ήρθε πλέον η ώρα, δεν μπόρεσε να γιορτάσει με τίποτα δυνατότερο από σκέτο γάλα» εξαιτίας μιας σφοδρής κρίσης έλκους στομάχου, γράφει ο Ρόντρικ Μπήτον.

Η εορταστική σαμπάνια ίσως και να είχε αποτεθεί τότε επάνω στο τραπεζάκι από φλούδα δέντρου, καρπό τυχαίας εισόδου σε κατάστημα υφασμάτων της αγγλικής πρωτεύουσας την εποχή που ο Γιώργος Σεφέρης υπηρετούσε ως πρέσβης της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία (1957-1961): «Ο ιδιοκτήτης πλησίασε τη μητέρα μου και τη ρώτησε: "Σας αρέσουν τα υφάσματά μας"» διηγείται η κυρία Αννα Λόντου. «"Περισσότερο μου αρέσει το τραπέζι σας" απάντησε εκείνη. Οταν επέστρεψαν στο σπίτι τους, το βρήκαν να τους περιμένει - ο καταστηματάρχης τούς το είχε στείλει ως δώρο». Σήμερα, συνιστά μια μικρή μεταφορά για την πραγματική υπόσταση των υλικών πραγμάτων: φυσικά αντικείμενα επιστρωμένα με προσωπικές μνήμες. 


*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

«Επί ασπαλάθων ...» Γιώργος Σεφέρης







 [Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23-9-71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, ανάμεσα σε άλλες ανόσιες πράξεις είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του. Γι’ αυτό και η τιμωρία του, καθώς και άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμάζονταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. «Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρίσκονταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ’ ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616)]

Επιστολή Γιώργου Σεφέρη στον Γιώργο Θεοτοκά



Φωτο [Γιώργος Θεοτοκάς-Γιώργος Σεφέρης, Προπύλαια]




Λονδίνο 13 του Γενάρη 1931


Νομίζω πως η αρρώστια στην Ελλάδα είναι σήμερα καθαρά πνευματική. Λέω στην Ελλάδα γιατί νομίζω ακόμη πως θολώνουμε τα προβλήματα όταν βάζουμε τα ζητήματα του τόπου μας πάνω στον πίνακα των παγκόσμιων ζητημάτων. Από ιδιοσυγκρασία άλλωστε έχω μία ροπή προς τον περιορισμό. Ένα από τα συμπτώματα της αρρώστιας αυτής είναι π.χ ο πρώτος δάσκαλος, ο πρώτος δημοσιογράφος κτλ να λύσει τα βαθύτερα προβλήματα στο γόνατο, επιπόλαια και ακατάρτιστα. Έτσι πχ. ο Γληνός, επειδή ήταν ένας ηγέτης (ας πούμε) στο ζήτημα του δημοτικισμού, θέλησε ή παρασύρθηκε να γίνει πνευματικός ηγέτης σε όλα. Εν τω μεταξύ, δεν έκανε καλά την δουλειά του (ποια είναι η θετική συνεισφορά του Γληνού στον δημοτικό αγώνα;), απεναντίας διέλυσε τον εκπαιδευτικό όμιλο.
Μου φάνηκε για αυτό πολύ παράξενο, όταν διάβασα στον Κύκλο το άρθρο του, όπου φώναζε για την προδοσία του Παλαμά. Ο Παλαμάς ήταν ποιητής, και μακάρι ο καθένας στον κλάδο του να τα κατάφερνε τόσο καλά. Εκείνος που πρόδωσε ασφαλώς ήταν ο άλλος. Γενικότερα, θα ονόμαζα προδότη του πνεύματος όποιον από ματαιοδοξία ή χρηματισμό (να βγάλει το ψωμάκι του κτλ) ασχολείται χωρίς πίστη με πνευματικά ζητήματα. Η κατάσταση είναι γενική, δεν χρειάζεται να φλυαρήσω περισσότερο, την ξέρεις. Ξέρεις και τις ελάχιστες εξαιρέσεις. Για να συγκεφαλαιώσω, νομίζω ότι εκείνο που λείπει στην Ελλάδα είναι η πίστη σε ορισμένες διαρκείς ανθρώπινες αξίες. (Μιλώ για τους μορφωμένους, το ψάρι από το κεφάλι βρωμά.) Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο να βλέπεις σοβαρούς ανθρώπους να ισχυρίζουνται και να προφητεύουν ότι θα αλλάξει η όψη του κόσμου έπεσε η στερλίνα, και άλλες να σου μιλούν για ανησυχίες με το ίδιο ύφος που θα παράγγελναν ένα φλιτζάνι καφέ στου Ζαχαράτου. Δεν ξέρω τι έκανες μετά τον πόλεμο ή στα 22 όταν έγινε η καταστροφή. Τότες, σε βεβαιώ είδαμε τον χάρο με τα μάτια μας.Στην πρώτη περίπτωση είδαμε μια στιγμή σαρωμένες όλες τις πνευματικές αξίες, και στην δεύτερη τον τόπο να πηγαίνει στου διαόλου τα καπούλια. Θα ήθελα κάποτε να σου διηγηθώ πόση αγωνία μου χρειάστηκε και πόσα χρόνια σπαταλημένα (ίσως) για να βρω κάποια ισορροπία.
Από τότες σιχάθηκα τους εύκολους ανθρώπους. Οι λέξεις είναι περιορισμένες και ίδιες, ο καθένας μπορεί να τις χρησιμοποιήσει, αλλά εκείνο που δεν μπορεί να διαθέσει ο καθένας είναι αυτό που βρίσκεται τριγύρω στις λέξεις και που τις κάνει ζωντανές. Γι’ αυτό όταν διαβάζω Ελληνικά γραφτά, έχω την εντύπωση πως βρίσκομαι σ’ έναν κάμπο στρωμένο ψοφίμια.
Ας είναι. Σου γράφω άταχτα. Συμπάθησε τις παρεμβολές. Θα ήθελα μονάχα να σου πω ότι πιστεύω πως, για να γίνει κάτι στην Ελλάδα, αν είναι δυνατόν να γίνει, πρέπει να τις ξεγράψει κανείς όλες αυτές τις διανοούμενες δοσοληψίες και να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα με πίστη και με κυρώσεις.
Εν τω μεταξύ δε γίνετε τίποτα άλλο παρά άνεμος. Ο Μελάς θα γράφει ανοησίες στα χρονογραφήματα του Βήματος πάνω στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τις μαϊμούδες και τον υλισμό. Δε μας λείπουν τα επιχειρήματα, μας λείπουν οι προσωπικότητες. Δεν μπορεί να πολεμήσει κανείς αυτούς τους ανθρώπους με το να γίνει σαν αυτούς. Αν γίνει σαν αυτούς, είναι χαμένος. Αυτοί κέρδισαν. Αυτό, κατά την γνώμη μου, έπαθε ο Μελάς. Και αφού πρόκειται να συνεργαστείς μαζί του, εύχομαι να μην πάθεις και εσύ τα ίδια και να σε προστατέψουν οι εφέστιοί σου οι Χιώτες, για να μην σε βάλει στην τσέπη του. Βλέπεις πως κάνω ότι μπορώ για να φανώ αντάξιος των χαρακτηρισμών που μου δίνεις: “Ανοικονόμητος και τζαναμπέτης'!
Βλέπεις δεν σου μιλώ για πολιτική. Αυτή είναι η δουλειά μου, όπως εσύ είσαι δικηγόρος. Εύχομαι να τα καταφέρεις καλά και να κάνεις ωφέλιμα πράγματα. Εύχομαι ακόμη να κάνεις και κόμμα, να γίνεις και πρωθυπουργός και να με κάνεις και πρέσβη. Αλλά δε νομίζω πως είναι αυτά που μας λείπουν. Και κυρίως νομίζω πως είναι κρίμα να πας να μπλέξεις μέσα σ’ αυτό το άθλιο κοπάδι.
Δεν θέλω να σου καταστρέψω το θάρρος σου. Απεναντίας, αυτά θα σου τα’ γραφα πολύ αργότερα, αν μου περνούσε από τον νουπως θα μπορούσε να βρεις κάτι διαλυτικό στα γραφόμενά μου. Ίσως να μην έχω καταλάβει καλά το δαιμόνιό σου. Όμως καλύτερα δεν ειν’ έτσι, νά’ χουμε φίλους που μας κρίνουν, παρά φίλους που μας χειροκροτούν. Ίσως ακόμη να τα ‘γραψα όλα αυτά, γιατί με φοβίζουν οι μεγάλες λέξεις ( το ξέρεις αυτό) “πολιτικοκοινωνική θεωρία', “αντικατάσταση του καπιταλισμού'. Προτιμώ την απλή λέξη Αργώ, που περιμένω με ανυπομονησία να τη δω να ταξιδεύει με τον αγέρα πρίμο στα πανιά της.


* Από την αλληλογραφία «Σεφέρης - Θεοτοκάς, 1930-1966», εκδ. Ερμής, Επιμέλεια Γιώργος Σαββίδης, σελ. 67-70.




Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Γιώργος Σεφέρης: Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη





Η μυθιστορηματική πτυχή της συγγραφικής δραστηριότητας του Γιώργου Σεφέρη ελάχιστα είναι γνωστή σε ένα, ελαστικώς, νοούμενο ευρύ κοινό. Και αυτή είναι αναμφίβολα μία διαπίστωση που αδικεί το μοναδικό -ολοκληρωμένο- μυθιστόρημα που προέκυψε από την πένα του ποιητή και εμπνευσμένου δοκιμιογράφου (1). Γραμμένο τη διετία 1926-1928 και δουλεμένο ξανά το 1954 το Εξι νύχτες στην Ακρόπολη δεν εκδόθηκε παρά το 1974, τρία χρόνια, δηλαδή, μετά τον θάνατο του ποιητή. Πρόκειται για έργο μάλλον πρωτοποριακό για την εποχή του και αποτελεί δυστύχημα για τον νεοελληνικό αφηγηματικό λόγο το γεγονός ότι ο συγγραφέας του δεν τόλμησε να το εκδώσει, έστω την εποχή της δεύτερης επεξεργασίας του, καθώς κάτι τέτοιο θα γλίτωνε τους Ελληνες μυθιστοριογράφους από αχρείαστους, σε αφηγηματικό επίπεδο, μόχθους, ηθικούς δισταγμούς και καλλιτεχνικές παλινδρομήσεις πολλών ετών. Δεδομένου του γεγονότος ότι ο μόνιμος φιλολογικός επιμελητής και στενός φίλος του ποιητή Γ. Π. Σαββίδης δεν μας παρέχει τις αιτίες της μάλλον πεισματικής άρνησης του ποιητή να δημοσιεύσει το κείμενο (ενώ μας πληροφορεί, επί παραδείγματι, ότι ιδίως κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του ποιητή, ο ίδιος ο Σαββίδης τον πίεζε συστηματικά για την έκδοση του έργου), είμαστε δυστυχώς υποχρεωμένοι να καταφεύγουμε σε εικασίες.

Μία πτυχή, λοιπόν, της άρνησης αυτής του Σεφέρη να δημοσιεύσει το Εξι νύχτες στην Ακρόπολη θα έπρεπε μάλλον να την αναζητήσουμε στο γεγονός ότι ο ίδιος αισθανόταν τον εαυτό του περισσότερο ποιητή μάλλον παρά αφηγητή. Η παραπάνω πρόταση ουδόλως σχηματική είναι, διότι από μια άποψη ιστορική, ψυχολογική και ανθρωπολογική, η ανθρώπινη -λογοτεχνική- έκφραση δομείται πάντα επάνω σε τρεις βασικούς τρόπους, σε τρεις βασικές κατηγορίες του εκφράζεσθαι: την αφήγηση (Επος-Μυθιστόρημα) (2), τον διάλογο (Δράμα) και τη λυρική έκφραση του εγώ (Λυρική ποίηση). Και ανεξάρτητα από τους ιστορικούς λόγους που υπαγορεύουν κάθε φορά την επικράτηση του τάδε ή του δείνα λογοτεχνικού γένους στη λογοτεχνική παραγωγή, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε και τον παράγοντα της προσωπικής προαίρεσης: ακόμη και αν δεν είχε παρέλθει η εποχή του Επους, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο Αρχίλοχος θα ήθελε ή θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα από τη λογοτεχνική φόρμα του Επους. Στις μορφές του Ομήρου και του Αρχίλοχου θα καθρεφτίζεται αιωνίως η διαπάλη μεταξύ «αντικειμενικού» και «υποκειμενικού» καλλιτέχνη. Τη σχετικότητα αυτού του «αντικειμενικού» και «υποκειμενικού» την έχει ήδη καταδείξει εδώ και ενάμιση αιώνα ο Nietzsche ούτως ώστε να είναι αρκετά εμπεδωμένη για να επανέλθουμε εδώ (3).

Αυτό που προέχει να συγκρατήσουμε είναι ότι η λυρική ποίηση και η αφήγηση (συγκροτώντας η κάθε μία μορφή έκφρασης και από ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό γένος) (4) είναι δύο διαφορετικές νοητικές παραγωγικές διαδικασίες που, εκπορευόμενες ακριβώς από βαθύτερες ψυχονοητικές δυναμικές, σπανίως τυχαίνει να εκφραστούν από το ένα και το αυτό άτομο. Ή αντιστρόφως, είναι ψυχονοητικά-υπαρξιακά ιδιαζόντως δύσκολο το ίδιο άτομο να εκφράζεται εξίσου εύκολα μέσα από δύο τόσο διαφορετικές κατηγορίες του εκφράζεσθαι όπως η ποίηση και η αφήγηση. Προς την κατεύθυνση αυτή συγκλίνει και η μαρτυρία του Σαββίδη ότι ο Σεφέρης είχε προβεί σε περισσότερες της μίας απόπειρες να συνθέσει εκτενή αφηγηματικά έργα, υπό τη μορφή μυθιστορημάτων (5), οι οποίες ουδέποτε ευοδώθηκαν. Η επιμονή αυτή του ποιητή να συγγράψει μυθιστόρημα δεν φανερώνει μόνο τη βαθιά επιθυμία του προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά και την εγγενή αδυναμία του να την υλοποιήσει (6). Συνεπώς, ως προς αυτό η απάντηση του Στράτη (του κεντρικού ήρωα του έργου) στη Μαριγώ, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όταν εκείνη τον ρωτά γιατί επιμένει αναχρονιστικά να κάνει ποίηση, όταν το λογοτεχνικό μοντέλο του παρόντος είναι το μυθιστόρημα, θα μπορούσε να θεωρηθεί a posteriori ως μία απολογία της ποίησης:

«Ο Στράτης ρώτησε:
- Τραγουδάτε;
- Ναι, σπούδασα τραγούδι στη Γερμανία και φιλολογία. Εσείς γράφετε, νομίζω, τι γράφετε;
Ο Στράτης ένιωσε το φως της Σαλώμης υπερβολικά χαμηλό.
- Θα ήθελα να γράψω ποιήματα και δοκίμια, είπε σιγά σαν να του είχαν φερθεί αδιάκριτα.
Απογοήτευση συννέφιασε το πρόσωπο της κυρίας:
- Μα ποιος ασχολείται με ποιήματα, τώρα. Τη θέση της ποίησης την έχει πάρει το μυθιστόρημα. Αυτό δεν το δοκιμάσατε;
Ο Στράτης ένιωσε υπόδικος. Γύρω του η Σαλώμη φρόντιζε τη μαστίχα˙ ο κύριος κοίταζε βλοσυρά˙ η Λάλα κινήθηκε πίσω από ένα θαμπό γυαλί. Αποκρίθηκε πολύ αργά σκοντάφτοντας:
- Το δοκίμασα, αλλά νομίζω πως δεν ξέρω να διηγηθώ. Ακόμη χειρότερο, δεν μπορώ να περιγράψω. Εχω πάντα την εντύπωση πως όταν ονομάσεις κάτι, του φτάνει για να υπάρξει. Τι είναι, θα το δείξει μόνο του με τα καμώματα του. Γι' αυτό, υποθέτω, όταν επιχειρήσω μια περιγραφή, μου φαίνεται πως οι λέξεις χάνουν το βάρος τους, διαλύονται στην άκρη της πένας. Και πώς να γεμίσεις ένα βιβλίο χωρίς περιγραφές;
Η κυρία ξαφνίζουνταν ή ανυπομονούσε:
- Μα, αν αυτό το κάτι δεν είναι άνθρωπος˙ είναι ας πούμε ένα τοπίο, ένα πράγμα, χωρίς καμώματα - που δεν πράττει, θα έλεγα καλύτερα - τότε πώς θα καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται χωρίς περιγραφή;
- Μου φαίνεται πως ό,τι υπάρχει πράττει, είπε ο Στράτης.
Το απόφθεγμα κουδούνισε παράξενα στ' αυτιά του, σα να το είχε πει κάποιος ξένος˙ γέλασε.
Η Σαλώμη παρακολουθούσε με λοξές ματιές. Η κυρία νόμισε πως ο Στράτης την κορόιδευε˙ έγινε σουβλερή:
- Και βρίσκετε πως τα παιχνίδια των ποετάστρων, αυτά έχουν βάρος;
- Είναι δύσκολη η τέχνη, είπε με απάθεια ο Στράτης και πολλοί αποτυγχάνουν. Ομως δεν βρίσκω άλλο τρόπο για να πω τη συγκίνησή μου.» (7)

Να μην «βρίσκεις άλλο τρόπο να πεις την συγκίνησή σου», αυτό σε καθιστά ποιητή, αφηγητή ή δραματουργό αντίστοιχα. Κι ο Γιώργος Σεφέρης ήταν πέρα από οτιδήποτε άλλο ποιητής.

Μια δεύτερη, όμως, πτυχή της πεισματικής αυτής άρνησης του Σεφέρη να δημοσιεύσει το μόνο μυθιστόρημα που κατόρθωσε ποτέ να ολοκληρώσει, πιστεύω ακράδαντα πως θα έπρεπε να την αναζητήσουμε στον ίδιο τον χαρακτήρα, την ιδεολογία και την πνευματική, εν γένει, συγκρότηση του ποιητή. Ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της τάξης του, και εκεί ακριβώς νομίζω πως οφείλονται οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες του ως προς την έκδοση του έργου, καθώς έφερε εγγενώς κι ο ίδιος μέσα του έναν «αστικό καθωσπρεπισμό»: στον φόβο του, δηλαδή, μήπως το υπερβολικά τολμηρό περιεχόμενο του έργου καταστρέψει τη δημόσια εικόνα του (8). Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είχε κανένα πρόβλημα να δημοσιευτεί το μυθιστόρημα μετά τον θάνατό του (κάτι το οποίο αποδεικνύουν οι σαφείς εκδοτικές οδηγίες καθώς και τα προλογικά σημειώματα που ο επιμελητής αναφέρει ότι βρήκε στα καθαρογραμμένα -και κάποια δακτυλογραφημένα- χειρόγραφα του ποιητή). Οι παραλληλίες με την εκδοτική ιστορία του Μεγάλου Ανατολικού του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι, νομίζω, αποκαλυπτικές. Βέβαια, και επειδή δεν θα ήθελα με κανέναν τρόπο να φανεί ότι αδικώ τον ποιητή, σπεύδω να δηλώσω ότι ουδείς, και το τονίζω, Ελληνας μυθιστοριογράφος θα διανοούταν στα 1928 να δημοσιεύσει ένα έργο της τολμηρότητας του Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη. Διότι και οι τολμηρότερες ακόμη σελίδες του τολμηρότερου περίπου ομήλικου του Ελληνα μυθιστοριογράφου, του Μ. Καραγάτση (σε μυθιστορήματά του των τελών της δεκαετίας του '30, αλλά κυρίως αυτών των μέσων της δεκαετίας του '50), φαντάζουν μπροστά σε ορισμένες σελίδες του Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη σεμνές. Κι αυτό επειδή ο Σεφέρης δεν διστάζει να παρουσιάσει τον Στράτη (ένα λογοτεχνικό alter ego, άραγε, που τολμά όσα δεν μπορεί ο συγγραφέας;) να κυκλοφορεί με χαρακτηριστική άνεση κι εξοικείωση μέσα στα αθηναϊκά μπουρδέλα, να έχει παράλληλες σχέσεις με δύο διαφορετικές γυναίκες, ή κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο να παρακολουθεί, ερεθισμένος και με ναρκισσιστικό ενδιαφέρον (καθώς η συζήτηση αρχικά περιστρέφεται γύρω από το άτομο του), απ' τ' ανοιχτό παράθυρο μια λεσβιακή περίπτυξη μεταξύ της Σαλώμης και της Λάλας, σε μια σκηνή απαράμιλλα αισθησιακή και η οποία, δομείται πάνω στο πρότυπο μιας ανάλογης σκηνής, με πρωταγωνίστριες -τη φορά αυτή- τη Mlle Vinteuil και την Albertine, στον πρώτο τόμο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (Du côté de chez Swann) του Marcel Proust.

Το ίδιο το Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη τώρα ως μυθιστόρημα μολονότι έχει αρκετές αδυναμίες, κυρίως μια κάποια αδεξιότητα στη σύνθεση που φανερώνει έναν λογοτέχνη που δεν έχει ασκηθεί προηγουμένως σ' αυτό το είδος λόγου, και που οφείλεται, φαντάζομαι, στην terra incognita που ο ποιητής αποπειράται να χαρτογραφήσει, το έργο ως όλον αποτελεί ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Συνομιλεί δε και συμμετέχει, με σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, εγρήγορση στις ρηξικέλευθες καινοτομίες που εισήγαγαν στο μυθιστόρημα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 οι μοντερνιστές όλου του ευρωπαϊκού χώρου (Joyce, Proust, Broch, Musil, Döblin, Kafka), και προλαμβάνει, τουλάχιστον όσον αφορά τα ελληνικά δεδομένα, εξελίξεις στον χώρο της γραφής που θα μπορέσουν να καταστούν κοινό κεκτημένο των Ελλήνων μυθιστοριογράφων μονάχα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και εξής, κατεύθυνση προς την οποία θα συμβάλει καθοριστικά, μ' έναν τρόπο αβίαστο και φυσιολογικό, η δημοσίευση της τριλογίας των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα (και σ' αυτήν την περίπτωση το σεφερικό δάνειο του γενικού τίτλου του έργου, καθώς και εν γένει ο τρόπος που αξιοποιεί τον Σεφέρη ο Τσίρκας, είναι τουλάχιστον συγκινητικά) και του Κιβώτιου του Αρη Αλεξάνδρου. Κυρίως, όμως, συνιστά το πιο ατμοσφαιρικό και υποβλητικό νεοελληνικό μυθιστόρημα (μαζί με το κατεξοχήν εκείνο υποβλητικό Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και βέβαια την Eroica του Κοσμά Πολίτη). Κατά έναν παράδοξο τρόπο μάλιστα η ατμόσφαιρά του το πλησιάζει στο ιδιαίτερο μυθιστορηματικό είδος του μαγικού ρεαλισμού (και ιδίως στον σπουδαιότερο εκπρόσωπο του, Juan Rulfo), καθιστώντας το ένα είδος μαγικού ρεαλισμού πριν από τον μαγικό ρεαλισμό, σε άλλον τόπο και άλλον χρόνο.

Βέβαια, τέτοιου είδους ανιστόρητοι και αναχρονιστικοί παραλληλισμοί, που αγνοούν τις εκάστοτε κοινωνικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες μέσα στις οποίες ένα καλλιτεχνικό έργο δημιουργείται, καθώς και την ιδιαίτερη ποιότητα της αισθητικής συγκίνησης των επιμέρους λαών, αναγκαστικά δεν μπορούν να στηρίζονται παρά στην υποκειμενική εντύπωση του ανθρώπου που τους εκφέρει, και ως τέτοια ακριβώς την καταθέτω κι εγώ εδώ. Εν τούτοις οφείλω μερικές εξηγήσεις επειδή θα ήθελα να αποφύγω ορισμένες παρεξηγήσεις. Αυτό το μυθιστορηματικό είδος που αποκαλούμε «μαγικό ρεαλισμό» πρακτικά περιορίζεται σε ορισμένα έργα συγκεκριμένων συγγραφέων. Αν τυπικά δείγματα αυτού του είδους θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς του Gabriel Garcia Marquez και Το Σπίτι των Πνευμάτων της Isabelle Aliente, τότε χωρίς κάποιαν ιδιαίτερη δυσκολία ο οποιοσδήποτε αναγνώστης του Juan Rulfo μπορεί να διαπιστώσει ότι το κλίμα του δικού του μυθιστορήματος (αναφέρομαι φυσικά στο ένα και μοναδικό μυθιστόρημά του, το Pedro Paramo, το σημαντικότερο ίσως έργο της αφηγηματικής λογοτεχνίας στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αι.) ουδεμία σχέση έχει με το αντίστοιχο των προαναφερθέντων. Διότι η ατμόσφαιρα των έργων του Marquez ή της Aliente είναι βουτηγμένη σε μια «γλυκιά μελαγχολία», ανακαλώντας υποσυνείδητα στον νου του αναγνώστη μνήμες ελάχιστα δικές του και εκβιάζοντας την οικειότητα εκείνη που υποθέτει ότι θα προκαλούσαν οι παλιές νυχτερινές συνεστιάσεις σε χωριά φωταγωγημένα αποκλειστικά από τη λάμψη της σελήνης ή των αστεριών, όπου το γηραιότερο μέλος διηγούνταν με την απαραίτητη νοσταλγική διάθεση τα γεγονότα των περασμένων εποχών. Οσο ακίνδυνη όμως (ακίνδυνη ακριβώς ως ενταφιασμένη σε έναν πλασματικά ανασυγκροτημένο χωροχρόνο όπου τα πάντα ήταν περίπου έτσι και τίποτα ακριβώς έτσι) είναι αυτή η «γλυκιά μελαγχολία» των παραπάνω έργων, τόσο βαθιά ανησυχητική είναι η «υπερβατική ζοφερότητα» του Juan Rulfo, που τον φέρνει εγγύτερα στον Kafka μάλλον παρά στον Marquez, και που το μόνο κοινό με την ατμόσφαιρα των έργων του τελευταίου είναι ακριβώς η υπερβατικότητα, αυτό το κοινά υπέρλογο και μεταφυσικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το μυθιστορηματικό αυτό είδος. Ωστόσο, και μια σύγκριση με τον Kafka αποδεικνύεται πολλαπλά επιφανειακή. Σε κάθε αναγνώστη του Rulfo, ήδη από τις πρώτες γραμμές του έργου, καθίσταται εμφανές ότι έχει να κάνει με έναν εντελώς ιδιαίτερο, προσωπικό δημιουργό, με μιαν εντελώς ιδιαίτερη δική του γραφή και με ένα έργο χωρίς όμοιό του στην παγκόσμια λογοτεχνία που σε βυθίζει ευθύς εξαρχής σε μια ατμόσφαιρα μοναδική, ακαθόριστα αλλόκοτη και εφιαλτική. Διότι, η «γλυκιά μελαγχολία» του Marquez ή της Aliente εγγράφεται στα όρια της consolation, της παραμυθίας, είναι μια διαδικασία απώθησης: μια προσπάθεια πλασματικής επανεγγραφής της ιστορίας προκειμένου να λησμονήσεις, να απωθήσεις στα άδυτα της συνείδησης και της μνήμης την οδυνηρή, τραυματική πραγματική ιστορία. Η «υπερβατική ζοφερότητα» του Rulfo, αντίθετα, εγγράφεται στα όρια του εξορκισμού, είναι μια διαδικασία ανάκλησης: μια προσπάθεια πλασματικής επανεγγραφής της ιστορίας προκειμένου να ανακαλέσεις τον πόνο, την οδύνη και μέσω ακριβώς της επαναβίωσης που η ανάκληση αυτή προκαλεί να ξεπεράσεις το τραύμα. Τόσο το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς ή Το Σπίτι των Πνευμάτων, όσο και το Pedro Paramo συνιστούν προσπάθειες υπέρβασης της οδύνης, μόνο που τα πρώτα έργα το κάνουν μέσω της αηδιασμένης αποστροφής του βλέμματος από τον πόνο, ενώ το δεύτερο μέσω της εστίασης του βλέμματος στον πόνο, της "μαζοχιστικής" ενατένισης του πόνου.

Τα παραπάνω τα ανέφερα αποκλειστικά και μόνο για να επεξηγήσω ότι οι ομοιότητες, τις οποίες νομίζω ότι εντόπισα ανάμεσα στο Pedro Paramo και το Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, δεν εντοπίζονται τόσο σε επίπεδο γραφής ή εικονοπλασίας όσο σε επίπεδο ατμόσφαιρας και, κυρίως, λειτουργίας. Διότι μέσω ακριβώς της εστίασης του βλέμματος στον πόνο, που υιοθετείται στο Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη ο Σεφέρης έρχεται να προτείνει με τρόπο ριζοσπαστικό ακριβώς τη λειτουργία του εξορκισμού, της ανάκλησης ως θεμελιώδη άξονα της εκφοράς του αφηγηματικού λόγου. Εξ ου και η μοναδική καινοτομία του εν συγκρίσει με το κύριο σώμα της ελληνικής αφηγηματικής λογοτεχνίας του καιρού του. Εξ ου και η ανάλογα υποβλητική ατμόσφαιρα του μοναδικού του μυθιστορήματος με το επίσης μοναδικό μυθιστόρημα του Rulfo. Ισως αυτό να είναι και ένα καλό παράδειγμα για το πώς δύο προσωπικότητες, χωρικώς και χρονικώς απομακρυσμένες, μπορεί υπό ανάλογες συναισθηματικές συνθήκες να δώσουν έργα με ανάλογη ατμόσφαιρα και προβληματική. Ισως πάντως μια συστηματικότερη εκ παραλλήλου εξέταση των δύο έργων να κατέληγε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Αλλωστε και τα δύο έργα συνιστούν μια αλληγορία με έναν πάνω-κάτω κοινό προσανατολισμό (μου φαίνεται ενδεικτικό, επί παραδείγματι, ότι και τα δύο έργα δομούνται επάνω στην αξιοποίηση του θέματος της κατάβασης στον Κάτω Κόσμο, στην Κόλαση - ποιο άλλο είναι το νόημα του motto από το Καθαρτήριο της Θείας Κωμωδίας του Dante, που κοσμεί την κεφαλίδα του έργου;) (9). Υπό το ίδιο ακριβώς πρίσμα, η «πραγματική Ακρόπολη» του Γιώργου Σεφέρη δεν είναι λιγότερο "εξωπραγματική" από τη «φανταστική Κομάλα» του Juan Rulfo.

Οπως ήδη είδαμε ο κεντρικός ήρωας του έργου γύρω από τον οποίο πλέκεται ο αφηγηματικός ιστός είναι ο Στράτης, νεαρός διανοούμενος που φιλοδοξεί κάποια στιγμή να πετύχει στις ποιητικές του απόπειρες. Εμφορούμενος από μια γνήσια καλλιτεχνική ανησυχία, επιστρέφει, έπειτα από αρκετά χρόνια απουσίας στο Παρίσι, όπου έλειπε για σπουδές, στην Αθήνα (10). Στην αρχή άγνωστος μες σε αγνώστους. Τον συναντούμε αφού βρίσκεται ήδη δυο χρόνια στην Ελλάδα και έχοντας σχηματίσει έναν μικρό, πάνω-κάτω σταθερό, σύνδεσμο γνωστών (αποτελούμενο από άλλους τρεις άντρες και τρεις γυναίκες): τον Νικόλα, τον Νώντα, τον Καλλικλή, τη Σαλώμη, τη Λάλα και την αρκετά πιο προχωρημένη σε ηλικία Μαριγώ (στην οποία θα κολλήσει το παρατσούκλι η Σφίγγα, επειδή ποζάρει ως Σφίγγα σε κάποιον ζωγράφο που το Πανεπιστήμιο του παρήγγειλε πίνακα με θέμα «ο Οιδίποδας και η Σφίγγα»). Τα κάπως γκροτέσκα ονόματα των ηρώων αποκαλύπτουν εμμέσως μία από τις εμμονές (ελληνοκεντρική ονοματοθεσία) της γενιάς του '30, ακόμα κι αν δεχτούμε, όπως ο Σεφέρης, ότι γενιά του '30 δεν υπήρξε ποτέ (11). Υπήρχαν όμως οι συνθήκες του ελληνικού Μεσοπολέμου, η κοινή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που καλλιέργησαν σε όλους τους λογοτέχνες της περιόδου ανάλογες εμμονές. Η παρατήρηση της Σαλώμης «πως είναι υπερβολικά σκορπισμένοι και πρέπει ν' αποκτήσουνε συνοχή» (12), θα αποτελέσει το εφαλτήριο της έναρξης της δράσης.
Ο Νικόλας (η μοναδική άλλη αντρική φιγούρα πλην του ήρωα, στην οποία εστιάζει με κάποια πληρότητα και ζεστασιά ο αφηγητής) θα επιφορτιστεί με την κατάστρωση του «καταστατικού της παρέας». Ετσι, επτά άνθρωποι, ουσιαστικά άγνωστοι μεταξύ τους, που ακόμη κι όταν είναι μαζί ο καθένας είναι στην πραγματικότητα μόνος του, αποφασίζουν έπειτα από πρόταση του Νικόλα να επιχειρήσουν να βγουν, μέσα από την κοινή συναναστροφή, από το ατομικό του ο καθένας αλλά και από το καθολικό των ημερών, που όλοι ως σύνολο βιώνουν, αδιέξοδο. Προς την κατεύθυνση αυτή αποφασίζουν να πειραματιστούν και να συγκεντρώνονται τακτικά μια φορά τον μήνα σε ορισμένο μέρος. Ποιο άλλο μέρος θα μπορούσε να είναι βέβαια εκτός από την Ακρόπολη και μάλιστα υπό το φως της πανσελήνου; Ορίζουν, λοιπόν, να συναντιούνται μια βραδιά τον μήνα, αυτήν που θα έχει πανσέληνο, και για έξι τουλάχιστον συνεχόμενες φορές (δηλαδή, έξι μήνες - έξι νύχτες) στην Ακρόπολη κι έπειτα ό,τι προκύψει. Αυτό που προκύπτει είναι, όπως είναι αναμενόμενο δεδομένου του γεγονότος ότι μιλάμε για ουσιαστικά άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους, η σύσφιξη των σχέσεων των επιμέρους μελών της παρέας, αλλά ουδόλως της παρέας ως συνόλου (η οποία, άλλωστε, και μετά την τρίτη συνάντηση ουσιαστικά θα διαλυθεί).

Από το σημείο αυτό αρχίζει για τον ήρωα μια επώδυνη οδύσσεια (είναι τυχαίο άραγε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των γεγονότων της αφήγησης, ο ήρωας διαβάζει την Οδύσσεια;)˙ μια οδύσσεια βεβαίως αλληγορική, η οποία υποδηλώνεται εντέχνως κάτω από το προκάλυμμα του μύθου και η οποία στοχεύει στην αυτογνωσία. Μια οδύσσεια που θα έχει ως αποτέλεσμα την διαδοχική μεταμόρφωση του ήρωα από έναν άνθρωπο αρχικά ανύπαρκτο σωματικά, εν συνεχεία σε έναν άνθρωπο ανύπαρκτο πνευματικά, και, τελικά, στο τέλος της διήγησης ισορροπημένο (διαδικασία η οποία συμπυκνώνεται ιδανικά στα λόγια της Σαλώμης λίγο πριν από το τέλος: «Στην Αθήνα ήσουν τόσο διαφορετικός˙ πότε ένα τερατώδικο κεφάλι, πότε ένα τερατώδικο σώμα. Τώρα, καθώς διάβαζες, η φωνή σου ήταν κορμί και ψυχή, ένα πράγμα») (13). Ομως, ο Σεφέρης δεν θα ήθελε να τελειώσει με έναν τόσο εξόφθαλμα απλοποιητικό τρόπο το έργο. Ετσι, μέσα από το απροσδόκητο τέλος του μυθιστορήματος (και είναι αλήθεια ότι φαντάζει κάπως βεβιασμένο και "τεχνητό" το τέλος, γεγονός που προσγράφεται στα ομολογουμένως σημαντικότερα μειονεκτήματα του έργου), αυτή η με τόσο κόπο και πόνο κι αγώνες εσωτερικούς ισορροπία θρυμματίζεται, θέτοντας πάλι σε κίνηση τους μοχλούς της ψυχής για μια νέα οδύσσεια. Παράλληλα προς την οδύσσεια του Στράτη εξελίσσονται, σε ομόκεντρους κύκλους, οι δευτερεύουσες οδύσσειες της Σαλώμης (που πολύ αργότερα και σε συγκεκριμένη, ψυχολογικά ώριμη, στιγμή, άψογη από άποψη δραματικής οικονομίας, θα αποκαλυφθεί ότι το πραγματικό της όνομα είναι Μπίλιω, όνομα που ξανασυναντούμε σε ποίημα της Στροφής) και της Λάλας, δηλαδή των άλλων δύο κορυφών του ερωτικού τριγώνου που βρίσκεται στο επίκεντρο όλης της δράσης του μυθιστορήματος.

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες δεν είναι τόσο ολοκληρωμένοι. Ιδίως οι ανδρικοί χαρακτήρες είναι πολύ αδύναμοι (με εξαίρεση ίσως το δευτερεύουσας σημασίας πρόσωπο του υψιπετούς ποιητή Λογκομάνου, ο οποίος όταν ξεκινά η πλοκή απουσιάζει σε ταξίδι στο Θιβέτ και ο οποίος ως χαρακτήρας έχει σαφείς αναλογίες με τον ντοστογιεβσκικό Καρμάζινοβ των Δαιμονισμένων -μόνο που αποτελεί μια πιο γεροπαραλυμένη, πριαπικής αποχαλίνωσης εκδοχή του- και ο οποίος χρησιμοποιεί τη Μαριγώ-Σφίγγα ως βασικό προμηθευτή «υπερουσίων υπάρξεων», αφού πλέον η ίδια, η οποία τον θαυμάζει με ενθεαστικό θαυμασμό, όντας κάπως προχωρημένης ηλικίας αφήνει αδιάφορο το φλογερό ερωτικό πάθος του Ποιητού, στο πρόσωπο του οποίου παρωδείται μια ολόκληρη γενιά της ελληνικής ποίησης, αυτή της "γενιάς" του 1880). Αδύναμα σχετικά σχεδιασμένος είναι όμως και ο χαρακτήρας της Λάλας. Οταν λέω, βέβαια, «αδύναμα σχεδιασμένοι», προκειμένου τουλάχιστον για το δίδυμο Σαλώμη-Λάλα, δεν εννοώ το κάπως σπασμωδικό της συμπεριφοράς τους, αφού άλλωστε αυτός είναι συγκεκριμένα ο στόχος του Σεφέρη, ο οποίος ανάγει τη σπασμωδικότητα ακριβώς αυτή της συμπεριφοράς του σύγχρονου, με κατακερματισμένο εσωτερικό κόσμο, ανθρώπου σε φαινόμενο γενικής ισχύος (την ίδια λειτουργία εξυπηρετεί και η καταγραφή ενός περίφημου χωρίου του Μάρκου Αυρήλιου στο προσωπικό ημερολόγιο του Στράτη) (14). Εννοώ ότι κάποιες αντιδράσεις των δύο ηρωίδων καθώς και ορισμένα λόγια που ο Σεφέρης βάζει στο στόμα τους φαίνονται τεχνητά, χωρίς να δικαιολογούνται δηλαδή οργανικά από τη μέχρι εκείνη τη στιγμή εξέλιξη του έργου ή τις ψυχολογίες των ηρώων, αλλά αποκλειστικά και μόνο από την αναγκαιότητα του Σεφέρη να τοποθετήσει σε κάποιο στόμα τα εν λόγω λόγια.

Ωστόσο, το πραγματικά πρωτοποριακό στοιχείο του έργου -πρωτοποριακό για την εποχή του- έγκειται στην αφηγηματική τεχνική που επιλέγει ο Σεφέρης. Και είναι γεγονός ότι πολλά από τα στοιχεία της σεφερικής στρατηγικής της έκθεσης είναι σχεδόν ολοκληρωτικά άγνωστα στο ελληνικό μυθιστόρημα του '20 και του '30 (με την υπό συνθήκην εξαίρεση των περιπτώσεων του Πεντζίκη, του Σκαρίμπα, της Αξιώτη και του Ξεφλούδα). Κατ' αρχάς φροντίζει να «σπάσει» τη γραμμικότητα της αφήγησης αξιοποιώντας τεχνικές περισσότερων μυθιστορηματικών ειδών (επιστολικό μυθιστόρημα, ημερολογιακό μυθιστόρημα, bildungsroman κτλ.), επάνω στη λογική του pastiche, τεχνικές που έχουν όμως πάντα συγκεκριμένη λειτουργική σημασία. Ετσι το κύριο σώμα της αφήγησης συχνά-πυκνά διακόπτεται από τις σελίδες του ημερολογίου που κρατά ο κεντρικός ήρωας (και οι οποίες συχνά συμπίπτουν με καταγραφές στο ίδιο το προσωπικό ημερολόγιο του Σεφέρη), επιστολές, ποιητικές απόπειρες, αναμνήσεις και όνειρα. Συγκεκριμένα, το καθένα από αυτά τα συστατικά: οι σελίδες ημερολογίου αποσκοπούν στο να ανασυνθέσουν με την αποσπασματικότητά τους έναν πρόδηλα κατακερματισμένο εσωτερικό κόσμο. Ο άνθρωπος στον σύγχρονο κόσμο αλλοτριωμένος από τις κοινωνικές συμβάσεις και τις κοινωνικές ταυτότητες-ρόλους που άλλοι επιλέγουν γι' αυτόν και ολοένα περισσότερο αποξενωμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο, παραδέρνει άσκοπα μέσα σε έναν αφιλόξενο, εχθρικό κόσμο, ανέστιος ηθοποιός περιπλανώμενου θιάσου. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζει την προσοχή του ο Σεφέρης, υποχρεώνοντας μάλιστα έντεχνα και τον αναγνώστη να εστιάσει με τη σειρά του την προσοχή του ακριβώς στο σημείο αυτό μέσα από την προδρομική παράθεση της περικοπής του Μάρκου Αυρηλίου που ήδη παρουσιάσαμε. Ο λόγος του στις ημερολογιακές αυτές σελίδες, πλήρως εναρμονισμένος με το περιεχόμενο, είναι ελλειπτικός, ποιητικός, υπαινικτικός. Η επιλογή των περισσότερων της μίας εγγραφών κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας και σε διαφορετικές ώρες και όχι η επιλογή της ενιαίας καταγραφής των ημερήσιων εντυπώσεων υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο το στοιχείο αυτό του κατακερματισμού της ύπαρξης του σύγχρονου ανθρώπου.

Επειτα είναι οι επιστολές, οι οποίες όμως είναι σαφώς λιγότερο συχνές από τις ημερολογιακές καταγραφές. Στην ουσία, μονάχα μία επιστολή είναι που έχει βαρύνουσα σημασία για την οικονομία του έργου, αυτή που απευθύνει στον ήρωα άγνωστος φίλος που βρίσκεται ακόμη στο εξωτερικό στις σελίδες 97-98 (15)˙ οι ελάχιστες άλλες πρόκειται ουσιαστικά για μικρής σημασίας σημειώματα. Η εν λόγω, εντούτοις, επιστολή επιτελεί μια λειτουργία αναδρομική, καθώς είναι «επιφορτισμένη» με την πληροφόρηση του αναγνώστη για πτυχές της ζωής του ήρωα που έλαβαν χώρα στο παρελθόν. Η κυρίαρχη όμως στην περίπτωση αυτή λειτουργία της επιστολής εντοπίζεται στο γεγονός ότι λειτουργεί καταλυτικά για την επαναδραστηριοποίηση της μνήμης και στο ότι θέτει κατ' επέκταση σε κίνηση τον μηχανισμό του ξεδιπλώματος των αναμνήσεων, και οι οποίες εν συνεχεία θα παρατεθούν με τρόπο ελλειπτικό και μινιμαλιστικό. Οσο για τις ποιητικές απόπειρες αυτές, κατευθύνουν το έργο προς τη χορεία εκείνη των έργων που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «καλλιτεχνικά χρονικά», έργα δηλαδή που παρουσιάζουν τις δυσκολίες, τις ανόδους και τις πτώσεις, την άβυσσο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της εγγενούς αγωνίας του καλλιτέχνη να κατορθώσει να εκφραστεί, να δημιουργήσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του είδους αυτού απαντούμε γενικά σε όλες τις τέχνες: αρκεί να θυμηθούμε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου του Goethe, το Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία του Joyce, τον πίνακα Studio California του Picasso με τον άδειο, λευκό καμβά να δεσπόζει προκλητικά στο κέντρο του ατελιέ του καλλιτέχνη, το 8 ½ του Federico Fellini ή το Andrei Rublyov του Аντρέι Ταρκόφσκι, ή, τέλος-τέλος το παροιμιώδες «δεν έχω ήχο, δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό» του Διονύση Σαββόπουλου καθώς και το Τερατώδες Αριστούργημα του Γιάννη Ρίτσου. Κι αυτό διότι φανερώνουν το μέλλοντα -όχι και τόσο φανταστικό- ποιητή Στράτη-Σεφέρη ακριβώς στην κρίσιμη εκείνη καμπή όπου εισέρχεται στο τελευταίο στάδιο της αναζήτησής του, στο σημείο εκείνο όπου νιώθει τι θέλει να κάνει, πειραματίζεται προς την κατεύθυνση αυτή αλλά που ωστόσο δεν έχουν ακόμη ευδοκιμήσει οι προσπάθειές του. Κι αυτό διότι από μια άποψη τα ποιήματα του Στράτη στο Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια ειρωνική -με την τεχνική σημασία του όρου- ανακατασκευή συγκεκριμένων ποιημάτων του ιστορικά υπαρκτού ποιητή Γιώργου Σεφέρη (έτσι, το ποίημα που ο Στράτης "σκαρώνει" αμέσως μετά την ανάγνωση της προαναφερθείσας επιστολής, και όντας σε πραγματικά βαριά συναισθηματική κατάσταση, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ειρωνική ανακατασκευή της τέταρτης ενότητας του Μυθιστορήματος που φέρει τον τίτλο Αργοναύτες) (16).

Αρκετά πρωτοποριακός όμως, από τεχνική άποψη, είναι και ο τρόπος που ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τα όνειρα και τις αναμνήσεις. Αυτά εισχωρούν στην κυρίως αφήγηση με τρόπο δυσδιάκριτο κάποτε, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μην μπορεί να διακρίνει με την πρώτη ανάγνωση εάν το αφηγούμενο είναι πραγματικότητα, όνειρο ή ανάμνηση. Δημιουργείται έτσι μια ατμόσφαιρα καταφανώς ονειρική. Οι ήρωες κινούνται μέσα σε μια ρευστή, ακαθόριστη φαινομενικότητα που μοιάζει μισο-ψεύτικη, μισο-πραγματική. Κάπως σαν να μην ζουν οι άνθρωποι αυτοί πραγματικά, αλλά να κινούνται στον ακαθόριστο δίχως περιορισμούς χώρο του Ονείρου. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ως προς αυτό είναι το περιστατικό που αφηγείται στις σελίδες 244-246, όπου ο συγγραφέας μάλιστα έντεχνα στοιχειοθετεί την αμφισημία αυτή ως κατάσταση ούτως ώστε ο αναγνώστης να μην είναι βέβαιος εάν και κατά πόσον τα όσα διαβάζει είναι μια πραγματικότητα που όντως βιώνει ο ήρωας ή ένα όνειρο-όραμα που γεννά η ταραγμένη ψυχοσύνθεσή του. Η εντύπωση αυτή άλλωστε ενισχύεται αφού σύμφωνα με την πλοκή το περιστατικό θα μπορούσε κάλλιστα να δικαιολογηθεί ψυχολογικά ως προϊόν του ταραγμένου υποσυνείδητου του ήρωα):
«Κοιμήθηκε χωρίς κανένα όνειρο˙ μια απόλυτη ανυπαρξία. Ητανε σκοτάδι όταν άνοιξε τα μάτια. Ενιωσε μέσα σ' ένα τέλμα από ιδρώτα. Το ηλεχτρικό του λόγχισε το μυαλό˙ το 'σβησε κι άνοιξε ψηλαφώντας το παράθυρο. Το φεγγάρι ολοστρόγγυλο, φώτιζε τις φοινικιές του Μουσείου. Στο βάθος η Ακρόπολη. "Μπορείς να με πάρεις εδώ˙ πάνω σ’ αυτά τα μάρμαρα", έλεγε η Σαλώμη - και η Μπίλιω;... ήταν η ίδια γυναίκα;... μα ποια πέθανε;...
Τα ένιωθε όλα ρευστά και αξεδιάλυτα, γεμάτα απροσδιόριστα χάδια, ξένες παλάμες που πήγαιναν να τον αγγίξουν και δεν τον άγγιζαν, ερχότανε πολύ κοντά κι έφευγαν πάλι, σαν τα φύκια της θάλασσας – "κι αν ήμουν νεκρός;… μήπως θα 'ταν έτσι;"
Εκλεισε με βία τα παραθυρόφυλλα κι έτρεξε πίσω σκοντάφτοντας στα έπιπλα, ψάχνοντας το φως. Τ' άναψε˙ πλάι στο κρεβάτι έτρεχαν δυο χοντρές κατσαρίδες. Φόρεσε ό,τι του έτυχε και πήρε τα σοκάκια.
Περπάτησε ώρες με μια προσωπική διαμάχη με κάθε πρόσωπο, με κάθε πλεούμενο του δρόμου. Τα υπόγεια, φωτισμένα, έδειχναν τα εντόσθιά τους σαν ανοιγμένα σφαχτά στα χασάπικα. Σε μια τέτοια στέρνα, μια χοντρή γυναίκα καθισμένη με τα γόνατα ανοιχτά, ανάμεσα σ' ένα τραπέζι και μια κούνια, έτρωγε με το ένα χέρι, και με τ' άλλο νανούριζε το παιδί της που τσίριζε - "οι ψυχές τσιρίζουν σαν τις νυχτερίδες ή σαν τα μωρά"... Είδε την ουλή στο πλευρό της Σαλώμης. Ετρεξε, έτρεξε και χτύπησε λαχανιασμένος μια πόρτα.
Η γριά του άνοιξε˙ έπιασε το μπράτσο της˙ ένα κόκαλο.
- Θέλω τη Δόμνα, φώναξε χωρίς να πάρει ανάσα.
- Στάσου! στρίγγλισε το σκέλεθρο.
Την παραμέρισε.
Από πάνω, από την κάσα της σκάλας, κατρακυλούσαν βογκητά και πατήματα˙ ένας ολολυγμός σκυλίσιος. Ο Στράτης ακούμπησε στον τοίχο. Εγινε μια σιωπή κι έπειτα μ' ένα ρυθμό νεκρώσιμου τυμπάνου πέρασε μπροστά του η πομπή. Πρώτα τέσσερις αστυφύλακες με γυαλιστερά κουμπιά βάσταζαν ένα γυμνό παλικάρι τυλιγμένο σ' ένα ματωμένο σεντόνι˙ το πρόσωπο του ήταν κατάσπρο, μόνο το μαύρο μουστάκι ξεχώριζε. Πίσω, δυο με πολιτικά κρατούσαν από τις μασκάλες έναν άλλο, τα χέρια του στα σίδερα. Τέλος, η Δόμνα, βαριά, με το πουκάμισο ανάερο και μια μποτίλια στο χέρι. Η όψη της έμοιαζε πασαλειμμένη από μια βυσσινιά λάσπη όπου κυλούσαν τα δάκρυα. Η γριά άνοιξε και τα δύο φύλλα της πόρτας και η συνοδεία βγήκε τελετουργικά στο δρόμο. Η πόρτα ξανάκλεισε αφήνοντας μόνη την κοντόχοντρη ξέστηθη πόρνη. Εμεινε ακίνητη σαν το χρωματισμένο ξόανο. Ο Στράτης ξεκόλλησε από τον τοίχο κι έκανε να την αγγίξει. Εκείνη έβγαλε ένα βαθύ ούρλιαγμα και η μποτίλια θρυμματίστηκε χάμω. Μια μυρωδιά φτηνής κολόνιας αναδόθηκε από το τσιμέντο, διώχνοντας τον Στράτη. Εξω, στο πεζοδρόμιο, σκόνταψε πάνω σ' ένα μια σταλιά κοριτσάκι που του πρόσφερε λουλούδια˙ αγόρασε ένα κόκκινο γαρύφαλλο».

Από τις διάφορες αναμνήσεις που ενσωματώνονται στην κυρίως αφήγηση διακόπτοντας την οργανική της ροή ξεχώρισα ιδιαιτέρως εκείνην της Λάλας, την οποία διηγείται στον Στράτη κατά τη διάρκεια της απουσίας της Σαλώμης την δεύτερη νύχτα:
«-Τόσο αλλιώτικα εδώ, είπε η Λάλα με την ίδια προσοχή στα λόγια της, κι όμως το φεγγάρι ήταν το ίδιο τότε. Φυσούσε ένας καυτερός αγέρας γεμάτος μύγες και κουνούπια. Ημασταν μαζεμένοι στη βεράντα. Το φανατισμένο πλήθος προχωρούσε σαν τα μερμήγκια να περάσει το γεφύρι κάτω από τα μάτια μας. Μπροστά μια σημαία κι ένα τύμπανο: ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, ταμ. Ακολουθούσαν μ' ένα μουντό βουητό˙ και το ρεύμα του ποταμού ένα βρώμικο κίτρινο. Στη μέση του γεφυριού το τύμπανο σταμάτησε απότομα˙ κι ο τυμπανοκρούστης έπεσε χάμω˙ δυο τρεις τον σήκωσαν και τον επήραν˙ οι άλλοι έμειναν εκεί σαν τα στεκάμενα νερά που δεν ξέρουν πού να πάνε. Θα ‘λεγες πως ήταν η ζωή τους εκείνο το ταμ-ταμ˙ και τώρα δεν είχαν πια τίποτα˙ ήταν μια λίμνη.
- Πού γίνουνταν αυτά; απόρησε ο Στράτης.
- Μακριά στην Ασία, πριν δυο χρόνια».

Ιδίως αυτή η αναφορά στο «βρώμικο κίτρινο» θυμίζει παλιά ξεθωριασμένη κιτρινοκαφέ δαγκεροτυπία και προσωπικά μου φέρνει έντονα στο νου τις εικόνες από τα «Επίκαιρα» του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που ο Ταρκόφσκι ενσωματώνει στις σκηνοθετημένες σκηνές στον Καθρέφτη, επιτυγχάνοντας έτσι τη συγχώνευση του μυθοπλαστικού υποκειμενικού χρόνου με τον ιστορικό αντικειμενικό χρόνο (17). Ιδιαίτερα μάλιστα η σεκάνς όπου ο σοβιετικός στρατός διασχίζει τη λίμνη της Σίβας το 1943 κατά τη διάρκεια της ρωσικής προέλασης με το χαρακτηριστικό "λιωμένο", κιτρινοκαφέ της σέπιας, μου θυμίζει εντονότατα την πορεία του «φανατισμένου πλήθους» στη γέφυρα του ανώνυμου ποταμού του Σεφέρη (18). Ενώ ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η πρόσθετη σύμπτωση της βαρύνουσας σημασίας της μουσικής υπόκρουσης και στα δύο έργα του μονότονου ρυθμικού ήχου του τυμπάνου. Το συγκεκριμένο χωρίο είναι υπό μία έννοια, επίσης, χαρακτηριστικό των ρευστών ορίων φαινομενικότητας-πραγματικότητας στο μυθιστόρημα. Ενδιαφέρον ακόμη παρουσιάζει ο τρόπος, μολονότι όχι πρωτότυπος (19), που συστέλλονται και διαστέλλονται τα γεγονότα του αφηγηματικού χρόνου, του χρόνου, δηλαδή, εντός της διάρκειας του οποίου εκτυλίσσονται τα γεγονότα της αφήγησης. Ετσι, ενώ τα γεγονότα του εκτυλίσσονται σε μια χρονική διάρκεια που εκτείνεται από τις αρχές του Απριλίου μέχρι τις αρχές του Σεπτεμβρίου, ολόκληρη η δράση και ο κύριος όγκος του μυθιστορήματος δεν πραγματεύονται παρά τα γεγονότα ορισμένων μόνο ημερών (κυρίως των ημερών με πανσέληνο μέσα στους μήνες αυτούς) ή ακόμη και ορισμένων ωρών των ημερών αυτών, ενώ οι υπόλοιπες μέρες αποσιωπούνται εντελώς ή περιορίζονται σε καταθέσεις εσωτερικού χαρακτήρα στο ημερολόγιο του ήρωα. Με τον τρόπο αυτό όμως ο Σεφέρης επιτυγχάνει ένα σχετικά πρωτότυπο αποτέλεσμα, διότι εξαιτίας της όλης ατμόσφαιρας και προβληματικής του έργου, αυτή η παράλειψη και η αποσιώπηση ολόκληρων ημερών αποκτά ειδικό σημασιολογικό βάρος. Οι ημέρες κυλούνε αργά, βαριές, μες την απελπισία δίχως να αλλάζει τίποτα ουσιαστικά, μέσα στη μονότονη επανάληψη μιας αδρανούς, ανεξέλικτης και άδειας από γεγονότα ζωής, όπου «την μια μονότονην ημέρα άλλη / μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί», σε μια ζωή που έπαψε να είναι ζωή, δηλαδή δράση, και κατάντησε συνήθεια κι υπόθεση καταναγκαστική.

Θα επιθυμούσα, τέλος, να θίξω ένα ζήτημα που κανονικά θα χρειαζόταν ειδική μονογραφία για να αναπτυχθεί: τι σημαίνει η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη. Εδώ κατ' ανάγκην δεν μπορώ να προβώ παρά σε ορισμένες συντομότατες παρατηρήσεις, οι οποίες ελπίζω να προκαλέσουν ευρύτερο διάλογο. Εχω την εντύπωση ότι η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη είναι πολύ περισσότερο από ένας γεωγραφικός προσδιορισμός, μια ιδέα. Μια ιδέα, όμως, που έχει τη δική της "γεωγραφία", τα δικά της σύμβολα, τους δικούς της ήρωες, τα δικά της φαντάσματα. Η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη δεν ταυτίζεται με το Ρωμαίικο του Δημήτρη Χατζή (20) ή τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Δεν ισχυρίζομαι καθόλου βέβαια ότι ο Σεφέρης δεν πονά για τη μοίρα, τις τύχες, την ιστορία του κόσμου αυτού που κατοικεί στο Ρωμαίικο και που συνιστά τη Ρωμιοσύνη. Το κάθε άλλο. Λέω μόνο ότι η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη είναι μια κατάσταση ιδεατή ή καλύτερα μια ιδέα που συνιστά το προϊόν μιας φαντασιακής κατάστασης και που έχει οπωσδήποτε ευρύτερες, οικουμενικές αξιώσεις και συνιστώσες. Ετσι, η Ακρόπολη του Σεφέρη δεν είναι παρά ένα από τα σύμβολα της ιδέας αυτής, ίσως το κυρίαρχο. Μπορείς να διακρίνεις πίσω από τις σκιές του φεγγαρόφωτος στις αρχαίες, στοιχειωμένες απ' τις σιωπές -επώδυνες και δυσάρεστες και όχι πια «αγαπημένες της Σελήνης»- κολώνες, μια δυσαρμονία, ένα αδιέξοδο, ένα καταλυτικό, διαβρωτικό υπαρξιακό άγχος˙ μια θλίψη λυσιμελή, μια θλίψη διάχυτη που αγνοεί τις αιτίες της, μια θλίψη που δεν μπορεί να ξεσπάσει, δεν κατορθώνει να μετουσιωθεί σε οργή και σε ρήξη, όπως μετουσιώνεται στην οργή του τρίτου μέρους της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Beethoven η θλίψη του πρώτου μέρους. Είναι η γυναίκα με τα μαύρα της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Ρίτσου. Είναι το αδιέξοδο. Το σύμβολο της μνήμης ενός παρελθόντος που λησμονήθηκε, «που έσπασε πια, δεν λειτουργεί», ενός παρελθόντος νεκρού. Ενός παρελθόντος που δεν κατόρθωσε να μετακενωθεί στο παρόν. Και ίσως, ή ακριβώς γι' αυτό, είναι τόσο ανυπόφορη η ζωή των ανθρώπων του παρόντος που πηγαινοέρχονται κάτω από αυτές τις κολώνες μεταφέροντας τη συντριμμένη ανάμνηση του παρελθόντος. Ενας δυνάστης η μνήμη κι ο εγκλεισμός. Καθώς αυτές οι αρχαίες κολώνες που δεσπόζουν επάνω από την κατακερματισμένη πολιτεία, της οποίας τα μόρια, σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα, συστέλλονται και διασπώνται σε μια διαρκή, δίχως νόημα περιδίνηση, να την αιχμαλωτίζουν, δίχως ελπίδα απόδρασης στους αιώνες. Καθώς οι άνθρωποι που περιφέρονται ομαδικά ή καλύτερα που περιφέρουν τη συλλογική μοναξιά τους μέσα σε τούτο τον τόπο της μνήμης και της λησμονιάς ν' αποτελούσαν μια δυσάρεστη παραφωνία. Μια κακόηχη διατάραξη του χώρου.

Αθήνα, Φεβρουάριος 2006



Πηγή









---------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1) Μια δεύτερη σοβαρή απόπειρα του Σεφέρη να γράψει μυθιστόρημα υπήρξε ο Βαρνάβας Καλοστέφανος, έργο το οποίο ξεκίνησε να δουλεύεται -χωρίς ποτέ ωστόσο να ολοκληρωθεί- την ίδια χονδρικά περίοδο που γραφόταν και το Ημερολόγιο καταστρώματος Γ'.
2) Εξυπακούεται ότι ένα έργο αφηγηματικό, δομημένο σε μια στιχουργική μορφή, δεν είναι αυτομάτως ποίηση, και προφανώς το αντίστροφο, δηλαδή ότι ένα έργο δομημένο σε πεζό λόγο δεν συνιστά κατ' ανάγκην αφηγηματική λογοτεχνία. Απ' όσο γνωρίζω ένας από τους πρώτους που μίλησαν για το ζήτημα, και σε ανύποπτο χρόνο, υπήρξε ο John Stuart Mill (J. S. Mill, «Thoughts on Poetry and its Varieties», Collected Works of John Stuart Mill, ed. J. M. Robson, University of Toronto Press, 1981, σ. 341 - 365).
3) Fr. Nietzsche, Η γέννηση της τραγωδίας, § 5-6, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ. 59 - 68.
4) Πρβλ. R. Wellek - A. Warren, «Les genres littéraires», La théorie littéraire, Paris, 1971, p. 318 – 333, J.-M. Schaeffer, Qu'est-ce qu'un genre littéraire?, Paris, 1989, Γ. Βελουδής, «Λογοτεχνικά γένη και είδη», Γραμματολογία. Θεωρία Λογοτεχνίας, Αθήνα, 2001 (3η έκ.), p. 83 - 104.
5) Και αναφέρει επί τούτου τουλάχιστον δύο αρχινισμένες ιδέες, πρβλ. Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, Αθήνα, 1998 (Ζ' Ανατύπωση), σ. 259 - 260 (στο εξής όλες οι παραπομπές στην έκδοση αυτή). Για τη σχέση του Σεφέρη με το μυθιστόρημα βλ. επίσης Δ. Μέντη, «Στράτης Θαλασσινός και Μαθιός Πασκάλης. Δυο προσωπεία του Γιώργου Σεφέρη», Ποίηση, τ. 13 (Ανοιξη - Καλοκαίρι 1999), σ. 188 - 204, κυρίως, όμως, το -σχεδόν- εξαντλητικό δοκίμιο του R. Beaton, «Seferis and the novel: a reading of Six Nights on the Acropolis», Byzantine and Modern Greek Studies 25 (2001), σ. 156 - 184.
6) Το εάν πρόκειται για αδυναμία που οφειλόταν στο ότι δεν διέθετε επί παραδείγματι την επιμονή ή την υπομονή να ολοκληρώσει ένα εκτενές αφηγηματικό έργο ή για αδυναμία που οφειλόταν στην αδιαφορία του Σεφέρη να αποπερατώσει ένα αφήγημα μετά τη σύλληψη της αρχικής ιδέας λίγο ενδιαφέρει εδώ.
7) Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, σ. 7 - 8.
8) Πάνω σε αυτό το ζήτημα του «αστικού καθωσπρεπισμού» βλ. και τα -βιογραφικής- υφής σχόλια της Αμερικανίδας μεταφράστριας του έργου στην εισαγωγή της: G. Seferis, Six Nights on the Acropolis, Translated and Introduced by Susan Matthias, New York, 2007, σ. xix - xx.
9) «...trattando l'ombre come cosa salda», Dante, Purg. xxi, 136 (πρόκειται για τον τελευταίο στίχο του 21ου άσματος του Καθαρτήριου: «να χειρίζεσαι τη σκιά σαν πράγμα στερεό»).
10) Οι παραλληλίες στο σημείο αυτό με τη βιογραφία του ποιητή, όπως καταδεικνύεται και από την αντιπαραβολή με τον πρώτο τόμο του ημερολογίου του (Μέρες Α'), είναι παραπάνω από εμφανείς (πρβλ. και το κατατοπιστικό άρθρο της Δ. Μέντη που προαναφέρθηκε). Ισως ένας ακόμη λόγος που συνηγορεί υπέρ της βασικά ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του ποιητή: ακόμη κι όταν εκφράζεται αφηγηματικά προσπαθεί να το κάνει με τον τρόπο της ποίησης. Η ποίηση προσπαθώντας να φτάσει στο Ολον μέσω της αλληγορικής προβολής του εγώ, διαφέρει ριζικά από την αφήγηση, η οποία προσπαθεί να φτάσει στο Ολον μέσω της ίδιας της ολιστικής ενατένισης του Ολου. Ο «υποκειμενικός» καλλιτέχνης (λυρικός ποιητής) θα αποπειραθεί να φτάσει στο Ενα μέσω της συμβολοποίησης ενός εγώ, μέσω της αναγωγής του εγώ σε αλληγορία, ενός εγώ το οποίο είναι και δεν είναι ακριβώς το δικό του. Δεν ξέρει άλλον τρόπο. Μπορεί να αναχθεί στο Ενα, στο γενικό μόνο μέσω του ειδικού. Ο «αντικειμενικός» καλλιτέχνης αντίθετα (αφηγητής) είναι ο μεγάλος παρατηρητής. Θα αποπειραθεί να φτάσει στο Ενα μέσω της περιγραφής του συνόλου των επιμέρους. Εδώ δεν είναι το ειδικό που ενδιαφέρει ως τέτοιο, αλλά η εικόνα που παρουσιάζει το σύνολο των ειδικών που απαρτίζει το Ολον, το γενικό. Στημένος ο παρατηρητής σε κάποιο μέρος ψηλό παρακολουθεί πανοραμικά και καταγράφει τα πάντα, αφήνοντας το βλέμμα του να τρυπώσει ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνιές. Ακόμη και στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν έχουμε ποτέ την αίσθηση ότι επιχειρείται μέσω αυτής μία συμβολοποίηση του εγώ. Αυτή η διάκριση είναι που καθιστά ακριβώς το poème en prose ποίηση και όχι αφήγηση. Η αφήγηση λειτουργεί πάντα απ' τη σκοπιά του παρατηρητή και όχι του πάσχοντος προσώπου. Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια μιλάμε και για «μυθιστορηματοποίηση» της ποίησης από τον μοντερνισμό, με τον T. S. Eliot και τον Pound να βρίσκονται στην κορυφή ίσως της τάσης αυτής. «Μυθιστορηματοποίηση» που θα επιχειρήσει κι ο ίδιος ο Σεφέρης στην Κίχλη καθώς και στα περισσότερα από τα ποιήματα του Ημερολόγιου Καταστρώματος Γ'. Το γεγονός ότι όταν σε μια ιστορική κοινωνία, όπως παρατηρούσε ο Bakhtine, το μυθιστόρημα γίνεται ο κυρίαρχος φορέας της λογοτεχνικής συγκίνησης, τότε τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη έχουν την τάση να «μυθιστορηματοποιούνται», δεν μπορεί να είναι βέβαια τυχαίο. Το ενδιαφέρον εντούτοις στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η αποπειραθείσα «μυθιστορηματοποίηση» της λυρικής ποίησης στο πλαίσιο του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, συμπίπτει χρονικά με τον αποκαλούμενο «θάνατο» του μυθιστορήματος, απόρροια των πειραματισμών του Broch, του Joyce ή του Proust με το είδος.
11) Για την πιθανή αναφορά του Σεφέρη, μέσω της χρήσης του ονόματος «Σαλώμη», στον Rainer Maria Rilke βλ. τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις της Susan Matthias, ό.π., σ. xxvi.
12) Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, σ. 18. Από αυτό ακριβώς το απόσπασμα αφορμάται και ο Sfirschi-Laudat Nicolae-Claudiu για να πραγματευτεί το ζήτημα της συνοχής στο μυθιστόρημα (Sfirschi-Laudat Nicolae-Claudiu, «Το θέμα της συνοχής στο μυθιστόρημα Εξι νύχτες στην Ακρόπολη», Γ' συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών – βλ. στη σελίδα του συνεδρίου στο διαδίκτυο: http://www.eens-congress.eu/?main__page=1&main__lang=de&eensCongress_cmd=showPaper&eensCongress_id=159).
13) Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, σ. 231.
14) «Πομπῆς κενοσπουδία, ἐπὶ σκηνῆς δράματα, ποίμνια, ἀγέλαι, διαδορατισμοί, κυνιδίοις ὀστάριον ἐῤῥιμμένον, ψωμίον εἰς τὰς τῶν ἰχθύων δεξαμενάς, μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι, μυιδίων ἐπτοημένων διαδρομαί, σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα. χρὴ οὖν ἐν τούτοις εὐμενῶς μὲν καὶ μὴ καταφρυαττόμενον ἑστάναι, παρακολουθεῖν μέντοι, ὅτι τοσούτου ἄξιος ἕκαστός ἐστιν, ὅσου ἄξιά ἐστι ταῦτα περὶ ἃ ἐσπούδακεν.», Μάρκος Αυρήλιος, Τὰ εἰς ἑαυτόν, εκ. A.S.L. Farquharson, 1944, Βιβλίο Ζ, § 3. Στο μυθιστόρημα σ. 14.
15) Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, Αθήνα, 1998 (Ζ' Ανατύπωση).
16) Παραθέτω αρχικά το ποίημα του Στράτη στο μυθιστόρημα κι ο αναγνώστης ας προβεί εν συνεχεία μόνος του στις απαραίτητες συγκρίσεις με το ποίημα «Αργοναύτες» στο Μυθιστόρημα:

Σαν έμεινε μόνος στην Ακρόπολη ο Στράτης ανέβηκε σε μια πέτρα και είπε
Αναρίθμητο φως του φεγγαριού!
Συντρίμμια, σκαλωσιές!
Ω τσακισμένες κολόνες,
Ω μεγάλη ακαταστασία.
Ω φυγή!
Η Σφίγγα, η Λάλα, ο Καλλικλής, έφυγαν.
Ο Νώντας, ο Νκόλας έφυγαν.
Εφυγε και η Σαλώμη.

Δικαιοσύνη!»

(Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, σ. 99)

και το ποίημα:

Δ' Αργοναύτες
Και ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Ητανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν' αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ητανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν
εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ' αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

17) Πρβλ. Γ. Βασιλειάδης, Αντρέι Ταρκόφσκι, Αθήνα, 2003, σ. 55 - 61.
18) Δικαιούμαστε άραγε να συμπεράνουμε πως πρόκειται για τον Σαγγάριο;
19) Ο τρόπος έκθεσης που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης είναι ο σχεδόν αποκλειστικός εκφραστικός αφηγηματικός τρόπος του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος συμπυκνώνει τα γεγονότα πολλών μηνών μέσα σε ελάχιστες γραμμές και αναπτύσσει τα γεγονότα ελάχιστων ημερών μέσα σε πολυάριθμες σελίδες. Ετσι, στον Εφηβο, μυθιστόρημα περίπου 600 σελίδων (στην ελληνική μετάφραση), δεν περιγράφονται ουσιαστικά παρά τα περιστατικά τριών ημερών, ενώ αντίστοιχα στον Ηλίθιο ο αφηγημένος χρόνος καλύπτει επίσης -το πολύ- τα περιστατικά δέκα περίπου ημερών (αν αθροίσουμε τις μέρες) και εκτείνεται επίσης σε περίπου 600 σελίδες, τη στιγμή που ο συνολικός αφηγηματικός χρόνος καλύπτει περίπου τη διάρκεια ενός έτους.
20) Βλ., επί παραδείγματι, Το Διπλό Βιβλίο

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη

(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον, 

όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω, 
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν. 
ΠΙΝΔΑΡΟΣ





                                Α'

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις 
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί 
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις 
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.


Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση 
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός 
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει 
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός. 

                                Β'

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια 
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό. 
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια... 
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό


ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα 
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί... 
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα 
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!


Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα 
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού, 
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα 
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...


Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη, 
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό, 
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι 
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.


Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες 
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός 
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες 
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως. 

                                Γ'

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα! 
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής 
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα 
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς


τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη 
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς 
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη 
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.


Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο 
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί. 
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο 
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:


"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο 
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει 
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο 
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.


Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα 
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια 
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα 
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.


Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος 
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος 
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος 
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.


Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση 
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου 
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση 
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."


Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη 
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού. 
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι 
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.


...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει 

μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς 
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει 
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς... 


                                Δ'

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια 
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών, 
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια 
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.


Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη 
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί 
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι 
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.


Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι 
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές 
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη 
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...


Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει 
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή. 
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση 
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.


Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια 
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς) 
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια 
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς. 

                                Ε'

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει; 
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός; 
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει 
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;


Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα 
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά 
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα 
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά


τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, 
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός 
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας 
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.


Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30 

Ερωτικος Λογος large