Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο «νικητής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», τιμήθηκε το 1953 με το Νομπέλ Λογοτεχνίας για τα απομνημονεύματά του
Οδηγός επιβίωσης για επίδοξους νομπελίστες
Η ιστορία του Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 1901 ως το 2011, μαζί με χρήσιμες οδηγίες για όσους συγγραφείς θα ήθελαν να το αποκτήσουν στο μέλλον
Η ιστορία του Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 1901 ως το 2011, μαζί με χρήσιμες οδηγίες για όσους συγγραφείς θα ήθελαν να το αποκτήσουν στο μέλλον
Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε σε μια μεγάλη παρέα επιχειρήστε αυτό το μικρό πείραμα: ρωτήστε με ποιο Νομπέλ τιμήθηκε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ. Οι περισσότεροι θα σας απαντήσουν με βεβαιότητα: το Νομπέλ Ειρήνης. Αν κάποιοι διστάσουν δεν είναι επειδή σκέφτονται κάτι άλλο, αλλά επειδή απορούν με την ερώτησή σας. Και όμως, ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, ο «νικητής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου», τιμήθηκε το 1953 με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, για την καλλιέπεια και τις εκφραστικές αρετές των Απομνημονευμάτων του. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από το τέλος του πολέμου.
Εχουν άδικο όσοι ισχυρίζονται ότι πολιτικά κριτήρια υπαγορεύουν τις επιλογές της επιτροπής για το Βραβείο Νομπέλ; Η Σουηδική Ακαδημία το αρνείται. Πώς όμως να εξηγήσει, με αισθητικά κριτήρια, την απόφαση μιας επιτροπής να εγκαινιάσει το νέο βραβείο το 1901 τιμώντας τον Γάλλο Σιλί Πριντόμ και όχι τον Λέοντα Τολστόι, τον Αντον Τσέχοφ ή τον Μαρκ Τουέιν; Ο Τζόις, ο Προυστ και ο Μπόρχες δεν το πήραν ποτέ.
Ποιος θυμάται τον Πολωνό Χένρικ Σιενκιέβιτς και τον Γερμανό Πάουλ Χέιζε; Η βράβευση του Λουίτζι Πιραντέλο επιδοκιμάστηκε ομόφωνα, αλλά διαβάσαμε στον Τύπο αντιδράσεις για την «ατάλαντη» Ελφρίντε Γέλινεκ που γράφει «πορνογραφία», την «άγνωστη» Χέρτα Μίλερ με την «πολύ στενή οπτική», τον «πολύ δεξιό» Μάριο Βάργκας Λιόσα και τον «φιλοκαθεστωτικό» Μο Γιαν.
Είναι άξιο απορίας πώς το βραβείο έχει αποκτήσει τέτοιο κύρος, υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Κάρτερ στο βιβλίο του με τον αβανταδόρικο τίτλο Πώς να κερδίσετε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (How to win the Nobel Prize in Literature). Ο Κάρτερ επιχειρεί μια ανασκόπηση της ιστορίας του Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 1901 ως το 2011, προκειμένου να φωτίσει το μυστήριο του Βραβείου Νομπέλ και να δώσει χρήσιμες οδηγίες σε όσους συγγραφείς έχουν βάλει πλώρη για το περίβλεπτο βραβείο.
Οι «υπεράνω» και τα πολιτικά παιχνίδια
Ο επίδοξος νομπελίστας οφείλει κατ' αρχάς να προσφέρει έργο προς μια «ιδανική» κατεύθυνση, αν και αποτελεί γλωσσολογικό γρίφο τι εννοούσε τελικά ο μακαρίτης Αλφρεντ Νομπέλ στη διαθήκη του με τον όρο «idealisk». Επειτα θα πρέπει να έχει γνωριμίες με πρόσωπα επιρροής σε εθνικές ακαδημίες, εταιρείες λογοτεχνών και πανεπιστήμια, ώστε να τον προτείνουν για το βραβείο, όπως προβλέπει ο κανονισμός. Μην την πατήσει όπως ο Τζέιμς Τζόις, που δεν πήρε ποτέ το Νομπέλ επειδή ποτέ κανείς δεν τον πρότεινε. Στη συνέχεια ας φροντίσει ο φάκελός του να είναι έτοιμος ως τον Φεβρουάριο και ας εύχεται, όταν θα κρίνεται η υποψηφιότητά του, να μην υπάρχουν πιο ισχυροί υποψήφιοι από τη χώρα του και να συμπίπτει η θεματολογία και το ύφος του με τα ενδιαφέροντα της δεκαοκταμελούς κριτικής επιτροπής.
Αυτά για όσους επιθυμούν το βραβείο. Κάποιοι μπορεί να είναι υπεράνω. Ο Σαρτρ το αρνήθηκε το 1964, κατ' αρχήν αντίθετος σε κάθε βράβευση που ιεραρχεί τους ανθρώπους καταργώντας την έννοια της ισότητας. Επιπλέον θεωρούσε ότι οι τιμές καθιστούν το υποκείμενο μέρος ενός θεσμού και περιορίζουν την ελευθερία του. Νωρίτερα, το 1958, είχε αναγκαστεί να το αρνηθεί και ο Πάστερνακ, όχι όμως για λόγους ηθικούς ή ιδεολογικούς, αλλά διότι το σοβιετικό καθεστώς απειλούσε να στείλει την ερωμένη του στα γκουλάγκ.
Οι εντάσεις και οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ψυχρού Πολέμου αποτυπώνονται στην ιστορία του Νομπέλ Λογοτεχνίας και συνδέονται με τις εντονότερες μομφές περί πολιτικών προκαταλήψεων και επηρεασμού των κριτών: ο Νικίτα Χρουστσόφ στα απομνημονεύματά του υποστηρίζει ότι μήνυσε στη Σουηδική Ακαδημία να δώσει το βραβείο στον Μιχαήλ Σόλοχοφ το 1965. Πολιτική, αυτή τη φορά λόγω της κριτικής του στο σοβιετικό καθεστώς, θεωρήθηκε και η επιλογή του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν το 1970. Το χρονικό της βράβευσής του και το πώς η ευχαριστήρια ομιλία του Σολζενίτσιν βγήκε λαθραία σε μικροφίλμ από την ΕΣΣΔ είναι εφάμιλλα των κατασκοπευτικών αφηγήσεων του Τζον Λε Καρέ.
Πάντως, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία του Βραβείου Νομπέλ, τα οποία ανοίγουν 50 χρόνια μετά την κάθε βράβευση, οι περισσότεροι συγγραφείς ήταν υποψήφιοι για μεγάλο χρονικό διάστημα προτού τελικά τους απονεμηθεί το βραβείο και λίγο επηρέασε η πολιτική επικαιρότητα στη βράβευσή τους.
«Αγαπητά μέλη, το παρακάνατε»
Γράψτε ποίηση και μυθιστόρημα, προτρέπει με χιούμορ ο Κάρτερ όσους συγγραφείς επιθυμούν να στολιστούν με το μετάλλιο του Νομπέλ. Καλό είναι και το θέατρο, αλλά μόνον έντεκα δραματουργοί πήραν το βραβείο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Προτιμήστε έργα σοβαρά. Η κωμωδία αντενδείκνυται.
Ενας μοναδικός κωμικός συγγραφέας πήρε Νομπέλ, ο Ντάριο Φο, ο οποίος στην επίσημη διάλεξη που παρέθεσε στη Στοκχόλμη σχολίασε προκλητικά: «Αγαπητά μέλη της Ακαδημίας, παραδεχτείτε το: αυτή τη φορά το παρακάνατε. Πρώτα δώσατε το βραβείο σε έναν μαύρο, έπειτα σε έναν εβραίο. Τώρα το δίνετε σε έναν κλόουν. Τι άλλο θα δούμε ακόμα;».
Το ασιατικό «σύνδρομο» και οι «έξοχοι» Ελληνες
Μελετητής με ευρύ πεδίο ενδιαφερόντων, από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο ως τη γλωσσολογία και την ψυχανάλυση, ο Κάρτερ επισημαίνει και μια ψυχαναλυτική πτυχή του Νομπέλ. Το βραβείο έχει καταλήξει να αποτελεί την υπέρτατη αναγνώριση για μια εθνική λογοτεχνία, γεγονός που προκαλεί, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, το «σύνδρομο Νομπέλ» σε όσες χώρες δεν το έχουν πάρει. Για παράδειγμα, η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα έχουν υποφέρει από αυτό το σύνδρομο. Η ιαπωνική κυβέρνηση έκανε μεγάλη εκστρατεία μετάφρασης και προώθησης των συγγραφέων της ώσπου να πάρει ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα το βραβείο το 1968. Η Κίνα ησύχασε όταν ο εξόριστος στη Γαλλία Γκάο Ξινγιάνγκ πήρε το βραβείο το 2000 και σίγουρα ικανοποιήθηκε περισσότερο με την περυσινή βράβευση του Μο Γιαν. Η Νότια Κορέα ακόμη προσπαθεί...
Θετικά αναφέρεται ο Κάρτερ στους δικούς μας νομπελίστες. Τον Ελύτη τον κατατάσσει μαζί με τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, τον Ελίας Κανέτι, τον Οκτάβιο Πας, τον Σέιμους Χίνι στους «έξοχους συγγραφείς» που η Σουηδική Ακαδημία τους έδωσε με το βραβείο την ευκαιρία να αποκτήσουν ένα διεθνές κοινό. Τον Σεφέρη τον εντάσσει στην ομάδα των συγγραφέων που εκφράζουν τη νοσταλγία του εξόριστου, όπως οι Σοβιετικοί Ιβάν Μπούνιν και Γιόσεφ Μπρόντσκι, οι διπλωμάτες Σεν-Τζον Περς και Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας και ο εβραίος Σμούελ Ανιον, και του αφιερώνει μια ενότητα με τον τίτλο «Η οδύσσεια ενός διπλωμάτη».
Εχουν άδικο όσοι ισχυρίζονται ότι πολιτικά κριτήρια υπαγορεύουν τις επιλογές της επιτροπής για το Βραβείο Νομπέλ; Η Σουηδική Ακαδημία το αρνείται. Πώς όμως να εξηγήσει, με αισθητικά κριτήρια, την απόφαση μιας επιτροπής να εγκαινιάσει το νέο βραβείο το 1901 τιμώντας τον Γάλλο Σιλί Πριντόμ και όχι τον Λέοντα Τολστόι, τον Αντον Τσέχοφ ή τον Μαρκ Τουέιν; Ο Τζόις, ο Προυστ και ο Μπόρχες δεν το πήραν ποτέ.
Ποιος θυμάται τον Πολωνό Χένρικ Σιενκιέβιτς και τον Γερμανό Πάουλ Χέιζε; Η βράβευση του Λουίτζι Πιραντέλο επιδοκιμάστηκε ομόφωνα, αλλά διαβάσαμε στον Τύπο αντιδράσεις για την «ατάλαντη» Ελφρίντε Γέλινεκ που γράφει «πορνογραφία», την «άγνωστη» Χέρτα Μίλερ με την «πολύ στενή οπτική», τον «πολύ δεξιό» Μάριο Βάργκας Λιόσα και τον «φιλοκαθεστωτικό» Μο Γιαν.
Είναι άξιο απορίας πώς το βραβείο έχει αποκτήσει τέτοιο κύρος, υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Κάρτερ στο βιβλίο του με τον αβανταδόρικο τίτλο Πώς να κερδίσετε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (How to win the Nobel Prize in Literature). Ο Κάρτερ επιχειρεί μια ανασκόπηση της ιστορίας του Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 1901 ως το 2011, προκειμένου να φωτίσει το μυστήριο του Βραβείου Νομπέλ και να δώσει χρήσιμες οδηγίες σε όσους συγγραφείς έχουν βάλει πλώρη για το περίβλεπτο βραβείο.
Οι «υπεράνω» και τα πολιτικά παιχνίδια
Ο επίδοξος νομπελίστας οφείλει κατ' αρχάς να προσφέρει έργο προς μια «ιδανική» κατεύθυνση, αν και αποτελεί γλωσσολογικό γρίφο τι εννοούσε τελικά ο μακαρίτης Αλφρεντ Νομπέλ στη διαθήκη του με τον όρο «idealisk». Επειτα θα πρέπει να έχει γνωριμίες με πρόσωπα επιρροής σε εθνικές ακαδημίες, εταιρείες λογοτεχνών και πανεπιστήμια, ώστε να τον προτείνουν για το βραβείο, όπως προβλέπει ο κανονισμός. Μην την πατήσει όπως ο Τζέιμς Τζόις, που δεν πήρε ποτέ το Νομπέλ επειδή ποτέ κανείς δεν τον πρότεινε. Στη συνέχεια ας φροντίσει ο φάκελός του να είναι έτοιμος ως τον Φεβρουάριο και ας εύχεται, όταν θα κρίνεται η υποψηφιότητά του, να μην υπάρχουν πιο ισχυροί υποψήφιοι από τη χώρα του και να συμπίπτει η θεματολογία και το ύφος του με τα ενδιαφέροντα της δεκαοκταμελούς κριτικής επιτροπής.
Αυτά για όσους επιθυμούν το βραβείο. Κάποιοι μπορεί να είναι υπεράνω. Ο Σαρτρ το αρνήθηκε το 1964, κατ' αρχήν αντίθετος σε κάθε βράβευση που ιεραρχεί τους ανθρώπους καταργώντας την έννοια της ισότητας. Επιπλέον θεωρούσε ότι οι τιμές καθιστούν το υποκείμενο μέρος ενός θεσμού και περιορίζουν την ελευθερία του. Νωρίτερα, το 1958, είχε αναγκαστεί να το αρνηθεί και ο Πάστερνακ, όχι όμως για λόγους ηθικούς ή ιδεολογικούς, αλλά διότι το σοβιετικό καθεστώς απειλούσε να στείλει την ερωμένη του στα γκουλάγκ.
Οι εντάσεις και οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ψυχρού Πολέμου αποτυπώνονται στην ιστορία του Νομπέλ Λογοτεχνίας και συνδέονται με τις εντονότερες μομφές περί πολιτικών προκαταλήψεων και επηρεασμού των κριτών: ο Νικίτα Χρουστσόφ στα απομνημονεύματά του υποστηρίζει ότι μήνυσε στη Σουηδική Ακαδημία να δώσει το βραβείο στον Μιχαήλ Σόλοχοφ το 1965. Πολιτική, αυτή τη φορά λόγω της κριτικής του στο σοβιετικό καθεστώς, θεωρήθηκε και η επιλογή του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν το 1970. Το χρονικό της βράβευσής του και το πώς η ευχαριστήρια ομιλία του Σολζενίτσιν βγήκε λαθραία σε μικροφίλμ από την ΕΣΣΔ είναι εφάμιλλα των κατασκοπευτικών αφηγήσεων του Τζον Λε Καρέ.
Πάντως, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία του Βραβείου Νομπέλ, τα οποία ανοίγουν 50 χρόνια μετά την κάθε βράβευση, οι περισσότεροι συγγραφείς ήταν υποψήφιοι για μεγάλο χρονικό διάστημα προτού τελικά τους απονεμηθεί το βραβείο και λίγο επηρέασε η πολιτική επικαιρότητα στη βράβευσή τους.
«Αγαπητά μέλη, το παρακάνατε»
Γράψτε ποίηση και μυθιστόρημα, προτρέπει με χιούμορ ο Κάρτερ όσους συγγραφείς επιθυμούν να στολιστούν με το μετάλλιο του Νομπέλ. Καλό είναι και το θέατρο, αλλά μόνον έντεκα δραματουργοί πήραν το βραβείο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Προτιμήστε έργα σοβαρά. Η κωμωδία αντενδείκνυται.
Ενας μοναδικός κωμικός συγγραφέας πήρε Νομπέλ, ο Ντάριο Φο, ο οποίος στην επίσημη διάλεξη που παρέθεσε στη Στοκχόλμη σχολίασε προκλητικά: «Αγαπητά μέλη της Ακαδημίας, παραδεχτείτε το: αυτή τη φορά το παρακάνατε. Πρώτα δώσατε το βραβείο σε έναν μαύρο, έπειτα σε έναν εβραίο. Τώρα το δίνετε σε έναν κλόουν. Τι άλλο θα δούμε ακόμα;».
Το ασιατικό «σύνδρομο» και οι «έξοχοι» Ελληνες
Μελετητής με ευρύ πεδίο ενδιαφερόντων, από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο ως τη γλωσσολογία και την ψυχανάλυση, ο Κάρτερ επισημαίνει και μια ψυχαναλυτική πτυχή του Νομπέλ. Το βραβείο έχει καταλήξει να αποτελεί την υπέρτατη αναγνώριση για μια εθνική λογοτεχνία, γεγονός που προκαλεί, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, το «σύνδρομο Νομπέλ» σε όσες χώρες δεν το έχουν πάρει. Για παράδειγμα, η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα έχουν υποφέρει από αυτό το σύνδρομο. Η ιαπωνική κυβέρνηση έκανε μεγάλη εκστρατεία μετάφρασης και προώθησης των συγγραφέων της ώσπου να πάρει ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα το βραβείο το 1968. Η Κίνα ησύχασε όταν ο εξόριστος στη Γαλλία Γκάο Ξινγιάνγκ πήρε το βραβείο το 2000 και σίγουρα ικανοποιήθηκε περισσότερο με την περυσινή βράβευση του Μο Γιαν. Η Νότια Κορέα ακόμη προσπαθεί...
Θετικά αναφέρεται ο Κάρτερ στους δικούς μας νομπελίστες. Τον Ελύτη τον κατατάσσει μαζί με τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, τον Ελίας Κανέτι, τον Οκτάβιο Πας, τον Σέιμους Χίνι στους «έξοχους συγγραφείς» που η Σουηδική Ακαδημία τους έδωσε με το βραβείο την ευκαιρία να αποκτήσουν ένα διεθνές κοινό. Τον Σεφέρη τον εντάσσει στην ομάδα των συγγραφέων που εκφράζουν τη νοσταλγία του εξόριστου, όπως οι Σοβιετικοί Ιβάν Μπούνιν και Γιόσεφ Μπρόντσκι, οι διπλωμάτες Σεν-Τζον Περς και Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας και ο εβραίος Σμούελ Ανιον, και του αφιερώνει μια ενότητα με τον τίτλο «Η οδύσσεια ενός διπλωμάτη».