Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

"Η Φεγγαρόπετρα",Γουίλκι Κόλλινς/"The Moonstone",Wilkie Collins


γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου



Το αστυνομικό ή το σταυρόλεξο θέλεις να λύσεις;


Ο Γουίλκι Κόλλινς (1824-1889)γνωστός και δημοφιλής στην Ελλάδα από το έξοχο  "Αρμαντέιλ"  υπογράφει και την "Φεγγαρόπετρα",ένα εκτενές αστυνομικό μυθιστόρημα που γράφτηκε σε συνέχειες και το οποίο δημιουργεί σχολή με τον "Ζοφερό Οίκο"του Κάρολου Ντίκενς (1852 -1853) και αργότερα την "Σπουδή σε Κόκκινο"(1887) του Κόναν Ντόυλ (ο οποίος έκτοτε με τον Σέρλοκ σαν ήρωα κρατά τα σκήπτρα του είδους).Οι τρεις τους φέρνουν πανηγυρικά την αγγλική αστυνομική λογοτεχνία από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στο προσκήνιο μετά την καθιέρωσή της σε κατηγορία, βασικά από τον Πόε και το δικό του κλασικό μυθιστόρημα "Φόνοι στην Οδό Μόργκαν" το 1841 .

Ο Κόλλινς βάζει συχνά πυκνά σε πειρασμό τον αναγνώστη να δρασκελίσει την αφήγηση και να πάει στις τελευταίες σελίδες να δει τι στο καλό έγινε και ποιος έχει βουτήξει και για ποιο λόγο το γνωστό ως καταραμένο διαμάντι (την θρυλική φεγγαρόπετρα,το πετράδι των σκοτεινών ινδικών μύθων που φτάνει  κλεψιμαίικο στην πάλαι ποτέ αποικιοκρατόρισσα Αγγλία ,αυτήν που δεν άφησε αρχαίους ναούς, τους κουβάλησε ολόκληρους και τους έστησε στα μουσεία της οπότε σιγά μην άφηνε ένα διαμάντι που χωράει και σ΄ένα σακούλι) μα αν ο αναγνώστης την κάνει την ζαβολιά, αυτή θα πάει στράφι διότι απλούστατα δεν θα λύσει τον γρίφο.
Γιατί;Διότι ο Κόλλινς είναι επινοητικότατος μάστορας,ευφυής,διαυγής (κι όχι μόνον επειδή κατέβαζε το όπιο με το κιλό),ικανός να προσθέτει με μεγάλη άνεση καινούργιες κλωστές ,να ξηλώνει νήματα και να τυλίγει όλο τον ιστό της ιστορίας από την αρχή και να τον κουβαριάζει, να τον ξαναμπερδεύει ή να τον ξετυλίγει ξαφνικά μα όλα τα παραπάνω τα φροντίζει με μέτρο και τόσο όσο να σου αρκεί να πάρεις ίσα ίσα μιαν ανάσα καθώς και πάλι σε λίγο δεν σε αφήσει σε χλωρό κλαρί.
Το μυθιστόρημα του  Γουίλκι Κόλλινς εκδόθηκε αρχικά το 1868 και μετά είχε αναθεωρημένες από τον ίδιο τον Κόλλινς εκδόσεις με τελευταία εκείνην του 1871.Παρά την μεγάλη του έκταση -αυτό έχει να κάνει με το συνήθειο της εποχής τα μυθιστορήματα να δημοσιεύονται σε άπειρες συνέχειες, μάλιστα η "Φεγγαρόπετρα δημοσιευόταν στο περιοδικό του Ντίκενς το "All the Year Round"-και τις απανωτές προσθήκες γρίφων στην πλοκή του δεν κουράζει τον αλλιώς και σε άλλα διαβάσματα εθισμένο, γρηγορομπούχτιστο (sic) σημερινό αναγνώστη,συλλέκτη και τιτλοβιβλιοφάγο που δεν θέλει ναπάει βήμα παραπέρα από την απόλαυση,το φετίχ και το χόμπυ,το σκότωμα της ώρας κτλ κτλ και,ναι, μπηχτές *είναι όλα αυτά προς απάσας τας κατευθύνσεις. 

Από τα περιεχόμενα -που εδώ έκρινα χρήσιμο να συμπληρώσω με μερικές λεπτομέρειες- μπορούμε να καταλάβουμε σε γενικές γραμμές τι πραγματεύεται,ποια είναι τα πρόσωπα που θα μας αφηγηθούν και ποια τεχνική εισάγει ο Κόλλινς:την ομολογουμένως ευφυή της πολλαπλής αφήγησης (δεν ξέρω αν υπάρχει στα ελληνικά σχετικός όρος,οι αγγλόφωνοι την λένε multiple narrative)από τον κάθε ήρωα ξεχωριστά προκειμένου να συνδράμουν όλοι στην μυθοπλασία.
Ο συγγραφέας συντονίζει,σαν να σκηνοθετεί έναν θίασο,έναν ικανό αριθμό λιγότερο ή περισσότερο εμπλεκομένων να καταθέτουν,χωρίς να βρίσκονται μπροστά σε Ανακριτή αλλά σ΄ ένα χαρτί στην (όποια)θαλπωρή του σπιτιού τους.Με τις καταθέσεις/αφηγήσεις/εκδοχές τους συμμετέχουν ενεργά στην πλοκή  αλλά και στην λύση του μυστηρίου φωτίζοντας κάθε δυσπρόσιτο σημείο.
Η επιστολική αυτή και multiple narrative αφήγηση του Κόλλινς γίνεται γραμμικά και σε μερικές περιπτώσεις κάποιοι από τους αφηγητές επανέρχονται με δεύτερες διηγήσεις και τελικά όλοι μαζί, κεντρικοί και περιφερειακοί, με πειθαρχημένο τρόπο και σαν να κάνουν σκυταλοδρομία εξιστόρησης ,χωρίς να λείπουν οι έξυπνοι διάλογοι και οι εγκιβωτισμένες ιστορίες που δίνουν πληροφορίες για τους ίδιους σε διάφορες φάσεις  της ζωής τους ως τότε,συμπληρώνουν τα κομμάτια του παζλ της κλοπής της Φεγγαρόπετρας: 

        ΠΡΟΛΟΓΟΣ
  •   Η Έφοδος του Σερινγκαπατάμ(4 Μαΐου 1799).Απόσπασμα από οικογενειακό ντοκουμέντο.Ο Τζων Χερνκάστλ,αδελφός της ευγενικής Λαίδης Βέριντερ, μπροστά στα μάτια συγγενούς του ενώ υπηρετούν κι οι δυο στον αγγλικό στρατό της εποχής, ορμάει κατά την έφοδο των Άγγλων εναντίον του Σερινγκαπατάμ της Ινδίας και ανάμεσα στους πολλούς στρατιώτες που κάνουν ανελέητο  πλιάτσικο παρά τις διαταγές του διοικητή τους αυτός μετά το νικηφόρο πέρας της μάχης βουτάει το θρυλικό διαμάντι βάφοντας με αίμα τα χέρια του ,επιπλέον αίμα και όχι πια σε συνθήκες μάχης και γράφοντας στα παλαιά του υποδήματα τον μύθο που το συνοδεύει για την πικρή κατάληξη όποιου βρεθεί να το έχει στην κατοχή του έχοντας παραβεί την θέληση της ινδικής θεότητας που το προστατεύει.


        ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
  •     Η απώλεια του Διαμαντιού (1848) όταν κοντά 50 χρόνια μετά έχει πλέον φτάσει στην Βόρεια Αγγλία.Λεπτομερείς περιγραφές από τον πιστό καμαριέρη της φλεγματικής και συνετής Λαίδης Τζούλια Βέριντερ,τον αειθαλή Γκάμπριελ Μπέτερετζ,τον πανταχού παρόντα άνδρα ,που έχει ευαγγέλιό του τον "Ροβινσώνα Κρούσο" ** και σ΄αυτόν καταφεύγει για να αντλήσει δύναμη και παραδείγματα και να δώσει συμβουλές και λύσεις στα πρόσωπα που κινούνται στο σπίτι των Βέριντερ στην ακτή του Γιορκσάιρ.


       ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
  •   Η ανακάλυψη της Αλήθειας (1848-1849),τα γεγονότα όπως περιγράφονται σε διάφορες αφηγήσεις:


ΠΡΩΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: γίνεται γραπτώς από τη μις Κλακ, ανηψιά του μακαρίτη λόρδου Τζων Βέριντερ. Μεγάλη μα συμπαθής ψωνάρα η Κλακ,φτωχοσυγγενής που τριγυρίζει στο τραπέζι των πλούσιων μπας και γλείψει κάνα κοκαλάκι.Η ανύπανδρος μεγαλοκοπέλα Δρουσίλα Κλακ είναι θρησκευόμενη και μέλος επιτροπών του στυλ "Επιτροπή Μητέρων για την Μετατροπή Μικρών Ρούχων",ε,δεν το σχολιάζω,ο Κόλλινς κεντάει τον χαρακτήρα της με παραδειγματική, λεπτότατη ειρωνεία που προκαλεί γέλιο μα  δεν μετατρέπεται σε καμία περίπτωση σε φτηνή προσβολή των ανθρώπων αυτού του τύπου.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: γίνεται από τον δικηγόρο Μάθιου Μπραφ,άνθρωπο φίλα προσκείμενο στην οικογένεια των Βέριντερ και στον Μπλέηκ,έντιμο και ξύπνιο,που στα δύσκολα στέκεται σαν πατέρας στην Ρέητσελ. 

ΤΡΙΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: από τον Φράνκλιν Μπλέηκ,κεντρικό ήρωα του Κόλλινς για τον οποίο ο Μπέτεριτζ στην δική του κατάθεση/αφήγηση μας έχει προειδοποιήσει πόσο καλός ,αφελής αλλά και σπάταλος και "παιδί" είναι,που ταξιδεύοντας για σπουδές στην Ευρώπη ανακατεύει άτσαλα μα πάντα καλοπρόθετα τις κουλτούρες που έχει γνωρίσει,την ανέμελη γαλλική,την πειθαρχημένη γερμανική και την χαρούμενη και... ναζιάρα ιταλική .

ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ:είναι απόσπασμα από το ημερολόγιο του βοηθού του γιατρού Κάντυ,του αινιγματικού Έζρα Τζένιγκς,που κουβαλάει τα συγκινητικά μυστικά του χρόνια ολόκληρα.

ΠΕΜΠΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: έχουμε την συνέχιση της ιστορίας ξανά από τον Φράνκλιν Μπλέηκ,τον νεαρό άνδρα που εμπνέεται αλλά και πισωγυρίζει στις αποφάσεις του από τον έρωτά του για την ξαδέλφη του,την παρορμητική 18χρονη Ρέητσελ Βέριντερ(βρε λύσσα αυτοί οι άνθρωποι με τα ξαδέλφια τους).Ο Μπλέηκ είναι τύπος όπως είπαμε ρομαντικός και παρορμητικός,ευαίσθητος και αντιλαμβάνεται αρχικά το μέγεθος του μπλεξίματος όλων τους με το σατανικό πετράδι αλλά στην συνέχεια τα κάνει μαντάρα,δεν θα πω βεβαίως γιατί και πως.

ΕΚΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: είμαστε στο 1848 και η αφήγηση γίνεται από τον παρατηρητικό και δαιμόνιο-τι άλλο;- αρχιφύλακα Καφ που έχει εμμονή με τις τριανταφυλλιές και ονειρεύεται να αποσυρθεί και να τους αφιερωθεί αλλά προηγουμένως πρέπει να λύσει το μυστήριο του κλεμμένου διαμαντιού.Ο Καφ γράφει επιστολή στην οποία ξεκαθαρίζει και εξηγεί ολιγόλογα και καθαρά και τις δικές του ενέργειες.

ΕΒΔΟΜΗ ΑΦΗΓΗΣΗ:έναν χρόνο μετά,το1849,έρχεται το γράμμα του κυρίου Κάντυ να προστεθεί στις αφηγήσεις.Ο Κάντυ είναι ο ας πούμε οικογενειακός τους γιατρός και συνδέεται με την ιδιότητά του κι όχι μόνον μ΄αυτήν με όλη την οικογένεια ,τους φίλους ,τους συγγενείς και γενικώς το παρελαύνον γύρω από το πετράδι ανθρωπομάνι .

ΟΓΔΟΗ ΑΦΗΓΗΣΗ: ο Γκάμπριελ Μπέτερετζ επανέρχεται να συνδράμει με επιπλέον λεπτομέρειες μα και σχόλια -τίποτα δεν του ξεφεύγει- από τα πολλά γεγονότα που τελικά τα έχει συγκρατήσει αναλυτικά στην μνήμη του.

    ΕΠΙΛΟΓΟΣ
  •     Η ανεύρεση του Διαμαντιού

1. Η αναφορά του πράκτορα που έχει αφήσει στο πόδι του ο Καφ  (1849)
2. Η ολιγόλογη αλλά καταλυτική αναφορά του καπετάνιου (1849)του πλοίου "Μπιούλυ Καστλ"που ετοιμάζεται να αποπλεύσει από το λιμάνι του Πλύμουθ με προορισμό την Βομβάη για την παρουσία πάνω στο πλοίο τριών μυστηριωδών  Ινδών που εικάζεται ότι κι αυτοί κυνηγούν το αφιερωμένο στον θεό τους πετράδι . 
3. Η μαρτυρία του κυρίου Μέρθγουεητ (1850)με γράμμα του που στέλνει στον Μπραφ. Ο Μέρθγουεητ είναι ένας διάσημος και πεπειραμένος περιηγητής που έχει ζήσει επί χρόνια στην Ινδία και ξέρει καλά τι σημαίνει η αρπαγή του διαμαντιού,ποιες είναι οι κάστες και τι είναι ικανοί και πράγματι αδίστακτα κάνουν οι πιστοί Βραχμάνοι για να το πάρουν πίσω.

Παράλληλα με την επίμονη αναζήτηση του πετραδιού όμως και το ωραίο και αψεγάδιαστο ζύμωμα του μυθοπλαστικού υλικού σαν ένα ελκυστικό και πνευματώδες αστυνομικό μυστήριο ο Κόλλινς κάνει και μιαν εξαιρετική αναζήτηση της αγάπης και του μίσους,του έρωτα και του οίκτου,της ζήλιας,της απληστίας,της ανοησίας,του εγωισμού,της πονηρίας,της αθωότητας, της αίσθησης του καθήκοντος,της χρείας της λογικής,τα καμώματα τύχης και της ατυχίας και των συνθηκών και των αιτίων που από όλα αυτά τα παραπάνω τα συναισθήματα, κυρίως όταν θεριεύουν στις ψυχές των ανθρώπινων πλασμάτων, μετατρέπουν τις ζωές τους σε παράδεισο ή κόλαση.
Εκτός από τα πρόσωπα των οποίων διαβάζουμε τα ονόματα στα περιεχόμενα ο Γουίλκι Κόλλινς δίνει σημαντικό ρόλο και σε κάμποσους ακόμα καλοδουλεμένους χαρακτήρες:

  •    την Ροζάνα Σπέρμαν πρώην τρόφιμο του αναμορφωτηρίου που δουλεύει σαν καμαριέρα στις εχέμυθες και συμπονετικές Βέριντερ υπό την πατρική εποπτεία του Μπέτεριτζ, εννοείται,και περιγράφεται σαν μια άχαρη καμπουρίτσα νεαρή κοπέλα που σαν να μην της έφταναν τα πρότερα βάσανά της πάει κι ερωτεύεται τον όμορφο Μπλέηκ που ούτε καν την προσέχει.Η Ροζάνα θα προβεί σε ορμητικές,δραματικές πράξεις εξαιτίας του χωρίς ανταπόκριση έρωτά της.Η απελπισία και η μοναξιά θα την βρουν αδύναμη και οι εξελίξεις θα τσακίσουν την όποια ελπίδα είχε να ξεφύγει.
  •    την Πηνελόπη Μπέτερετζ ,την χαριτωμένη και καλόκαρδη  κόρη του αρχιυπηρέτη που αν και έχει μορφωθεί και μπορεί θεωρητικά να φύγει από το αρχοντικό αυτή δεν το κουνάει ρούπι βολεμένη σε μια κατάσταση ημι-ανεξαρτησίας που όμως κάνει την προσωπική της ζωή περίπου ανύπαρκτη.
  •    την οικογένεια του φτωχού μεροκαματιάρη ψαρά Γιόλαντ που ζει στην περιοχή και η ανάπηρη και αντικοινωνική κόρη του,η κουτσή Λούσυ, γίνεται η μοναδική φίλη της Ροζάνα.Η οικογένεια είναι, παρά την λίγη έκταση που δίνει ο Κόλλινς στα πραγμένα της, σταράτη και ακριβής αποτύπωση της Αγγλίας των φτωχών και των κατώτερων τάξεων και της προδιαγεγραμμένης μοίρας τους.Μόνος βλαξ αναγνώστης μένει στο αστυνομικό μυστήριο και δεν βλέπει την κοινωνική αδικία που ο Κόλλινς δεν παραλείπει, με τον τρόπο του, να του αποκαλύψει.
  •    τον Γκόντφρεϋ Έημπλγουάητ,κοσμικό λιμοκοντόρο και σκάρτο τύπο που εγκλωβίζεται στα πάθη του,ξάδελφο (κι αυτόν) του Μπλέηκ και της Ρέητσελ την οποία τριγυρίζει οσμιζόμενος λεφτά και καταφέρνει αρχικά να την αρραβωνιαστεί και μετά να διαλύσει το ίδιο άνετα τον αρραβώνα που καταλαβαίνει ότι δεν θα του αποδώσει εισόδημα
  •   τους επίμονους Ινδούς που πάση θυσία επιχειρούν ξανά και ξανά την ανάκτηση της ιερής γι αυτούς Φεγγαρόπετρας



Δίκαια η "Φεγγαρόπετρα" του  Κόλλινς,κολλητού του Ντίκενς πλην αυτόφωτου και πραγματικά ταλαντούχου,θεωρείται ως ένα από τα εναργέστερα αστυνομικά με το εντυπωσιακό βικτωριανό της φόντο να παραμένει το ίδιο γοητευτικό και ανθρωποκεντρικό και σήμερα,συγγραφικό πρότυπο για εκατοντάδες εγχειρήματα αμέτρητων άλλων "υπηρετών" της αστυνομικής λογοτεχνίας.

Τέλος, αν και τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη είναι πολλά στην ελληνική έκδοση κι αυτό με ξένισε, η μετάφραση του Τάσου Δαρβέρη είναι πραγματικά καλή.Έτσι ας μετρήσει περισσότερο η θετική πλευρά,δηλαδή το ότι είχαμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε τον Γουίλκι Κόλλινς ήδη από το 1991 χάρη στην έκδοση αυτή της Μέδουσας. 



*Συνεχίζω να απορώ προς τι τόσο διάβασμα αφού καταντήσαμε αδιάφορες στρουθοκάμηλοι στην αληθινή ζωή,κάνοντας ότι δεν μας αφορά η άθλια επικαιρότητα που είμαστε χωμένοι εντός της. Προφανώς δεν μας έχουν εμπνεύσει επαρκώς ή και καθόλου τα μεγαλοστόχαστα και καλά βιβλία που διαβάσαμε,έχουμε περάσει απλώς όμορφα και το μόνο που θέλουμε είναι άλλοι να κάνουν τον Δον Κιχώτη για λογαριασμό μας κι εμείς να τους ασκούμε κριτική.

** Ελάχιστες αλλά στιβαρές οι βιβλιοφιλικές αναφορές του Κόλλινς(νομίζω πως δεν συνηθίζονταν τότε,μετά έγιναν ψωμοτύρι)και πάντως μεγαλοπρεπής εκείνη στον εκπληκτικό Τόμας Ντε Κουίνσυ και τις "Εξομολογήσεις Ενός Άγγλου Οπιοφάγου" ,βεβαίως όχι τυχαία.

"Το Διπλό Πρόσωπο του Νου", Γιάννης Παπαγιάννης


 





















γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου



Πού αρχίζει και πού (μπορεί να) τελειώνει σαν πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα της εποχής μας αυτή η πολυεπίπεδη πραγματικότητα/καθημερινότητα που εντός της ζούμε ,η τόσο κοινή στα μάτια μας αλλά γεμάτη αγκάθια στην ατομική και συλλογική βίωσή της; Άραγε είναι πράγματι καλό υλικό για να είναι πειστική μια σύγχρονη λογοτεχνική αφήγηση που παίρνει στοιχεία απ΄ αυτήν;
Που αρχίζει και πού σταματά επομένως η συγγραφική φαντασία και πόσο αναγκαία είναι η τεχνική δεινότητα,προτερήματα που επιστρατεύονται για να ειπωθεί με σωστή, αψεγάδιαστη γλώσσα αυτό που (μοιάζει εξ αρχής να) είναι το ζητούμενο στην όλη αφήγηση/διαδρομή; Ποιο είναι σε τούτες τις συγκυρίες το ζητούμενο για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα έτσι όπως σαν είδος πορεύεται σε συγκλονιστικές (αρνητικά και θετικά ιδωμένες ταυτοχρόνως) μέρες;

Εμείς γενικότερα τι κάνουμε ως άνθρωποι /αναγνώστες;Μας απασχολεί και σε πιο βαθμό η φυσική μας διττότητα,αντιλαμβανόμαστε το αμφίσημο,το διπλό,το ενίοτε επιμελώς κι άλλοτε όχι πάντως κρυμμένο ιανικό μας είναι,το κάτω από την μάσκα που φοράμε στην καθημερινότητα αυτή που εδώ δίνει το υλικό στον συγγραφέα;Την σκοτεινή,άλλη πλευρά,την βαθιά χωμένη στην ψυχή και  το νου, αυτή που πιθανόν έχει συνθλιβεί με τους ρόλους που επωμιζόμαστε από παιδιά περνώντας από τις μυλόπετρες του σχολείου και της οικογένειας;
Ποιο άραγε είναι το πιο κρίσιμο,το καταλυτικό που μας καθορίζει ως ενήλικους έχοντας αρχίσει από την εύθραυστη κι ανελέητη παιδική και νεανική ηλικία ήδη να δρα και που αυτό κυρίως παλεύουμε να αντιμετωπίσουμε στις αναζητήσεις ταυτότητας και ύστερα κάθαρσης του εσωτερικού μας κόσμου όταν,στην πρώτη και τις κατοπινές, ωριμότητα,φτάνουμε στο κλείσιμο κύκλων και απολογισμών και στην απόπειρα αρχής κάποιων άλλων,όταν πλέον πρόσωπα του περιβάλλοντός μας, καταστάσεις μέσα στις ευρύτερες συγκυρίες και σχέσεις κάθε είδους έχουν αποδειχτεί ή καταντήσει από μύριους ετερόκλητους παράγοντες ανεπαρκείς και φθοροποιές; Εμείς σαν άτομα μέσα στους μικρόκοσμους του μεγάλου μας κόσμου πόσο και σε τι,πώς έχουμε συμβάλει ή φταίξει λόγω της διττότητας;
Ένα μυθιστόρημα όπως ετούτο του Παπαγιάννη που έχει, και με το παραπάνω, λογοτεχνικές αρετές (αψεγάδιαστη γλώσσα,συνεχή ροή,έξοχη τεχνική,σύγχρονο θέμα κά) μπορεί να καταδείξει αυτήν την άλλη καθημερινότητα και την διττότητά της;

Θα πω με σιγουριά πως ναι,μπορεί και αυτό κάνει όντως και με έξοχο τρόπο.Ο Γιάννης Παπαγιάννης στο μυθιστόρημά του "Το Διπλό Πρόσωπο του Νου",εκδόσεις Κριτική 2015 -ένα από τα πιο καλά κατά την γνώμη μου και ενδιαφέροντα βιβλία της ελληνικής πεζογραφίας το οποίο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα επαινούμενα βιβλία της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής σκηνής των τελευταίων ετών, βιβλίο απαιτήσεων και όχι απαραιτήτως δυσνόητο αν και όχι ευκολοδιάβαστο (διότι σε μονοπωλεί, πρέπει να το διαβάσεις όχι μόνον με τα μάτια αλλά και το μυαλό), βραδείας καύσεως που θα αντέξει στον χρόνο -εκεί λοιπόν φτιάχνει έναν εκπληκτικό ήρωα στον οποίο δίνει έναν ιδιαιτέρως ελκυστικό,δισυπόστατο ρόλο με έντονα τα χαρακτηριστικά του κριτή και του κρινόμενου την ίδια στιγμή χωρίς να πλατιάζει σε βάρος της αρμονίας και της οικονομίας του λόγου.Μας ιντριγκάρει κιόλας εξ αρχής δίνοντάς του και το όνομά του .
Ο εντός του μυθιστορήματος Παπαγιάννης είναι ο ένας από τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες της αφήγησης κι εκείνος που εμπλέκεται παρεμβατικά στην ζωή τού άλλου ήρωα,του ψυχίατρου Βασίλη Ζώη,του οποίου τα αλλοπρόσαλλα(που δεν είναι και τόσο αλλοπρόσαλλα,αντιθέτως έχουν βαθιές ρίζες και αιτίες) καμώματα στην μεσήλικη ζωή του είναι η αφορμή για να υφάνει ο πραγματικός Παπαγιάννης ιδανικό κουκούλι που να  χωράει το ίδιο καλά περιγραφές συμβατικών γεγονότων και επινοημένα περιστατικά,υπαινιγμούς και παρωδίες,σχόλια και διακειμενικές αναφορές-κλειδιά για την πρόσληψη της ιστορίας που (μας)αφηγείται.

Η λακωνική περίληψη στο οπισθόφυλλο εστιάζει στα εξωκειμενικά και ενδοκειμενικά στοιχεία που σχηματίζουν το ορατό σώμα του κειμένου που είναι εμπνευσμένο μεν από την πεζή πραγματικότητα, μπολιασμένο όμως με στοιχεία ονείρου και βέβαια επινόησης,μετασχηματισμένο σε μιαν αφήγηση δομημένη με τρόπο τέτοιο από τεχνικής πλευράς έτσι ώστε αυτή να περάσει στο τέλος χωρίς μεγάλη απώλεια τα βαθύτερα,τα κύρια υπαρξιακά νοήματά της σε μας τους αναγνώστες,ξεχωριστά βεβαίως για τον καθένα μας:

  •   985: Ο έφηβος Βασίλης ερωτεύεται την Ευγενία. Σχεδιάζει να την παντρευτεί, όμως εκείνη αρραβωνιάζεται με άλλον. Η εκδίκησή του θα είναι δαιμονική.
  •   Χειμώνας 2009: Ο Βασίλης,έπειτα από είκοσι χρόνια, επιστρέφει στον τόπο του και ερωτεύεται για δεύτερη φορά την Ευγενία. Όμως δεν είναι η Ευγενία. Η παθιασμένη σχέση ξυπνάει εφιάλτες.
  •   Καλοκαίρι 2009: Ο συγγραφέας συναντάει τον Βασίλη και τρεις κοπέλες σε διακοπές. Το πρωί η μία κοπέλα βρίσκεται δολοφονημένη κι οι υπόλοιποι έχουν εξαφανιστεί.
  •    2011: Ο συγγραφέας συναντά τον Βασίλη,μ’ένα σχέδιο στο μυαλό του.


Στην αναλυτικότατη και επίσης πολιτική ανάγνωση της Μαρώς Τριανταφύλλου (εδώ ολόκληρη η παρουσίαση την οποία θεωρώ εξαιρετική και με κάλυψε 100%) διαβάζουμε:

  • Τόσο στην "Ασθένεια της Πεταλούδας" (Άγκυρα, 2009) και πιο πολύ τώρα, στο μυθιστόρημα "Το Διπλό Πρόσωπο του Νου",η φροντίδα της μορφής,η έγνοια της επιλογής μιας πρωτότυπης και πειραστικής για τον ψαγμένο αναγνώστη αφήγησης είναι μεγάλη. Φαίνεται να έλκεται από το αστυνομικό μυθιστόρημα, που τα τελευταία χρόνια έχει χάσει ουσιαστικά τον αστυνομικό χαρακτήρα, και αποτελεί πλέον μια άλλη μορφή του κοινωνικού μυθιστορήματος.Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ένας φόνος, από τον οποίο σαν ιστός αράχνης εξυφαίνεται ένα τεράστιο, πολύπλοκο δίχτυ προσώπων, καταστάσεων και σχέσεων. Λόγω του τρόπου αφήγησης, οι σχέσεις και οι καταστάσεις μοιάζουν να έχουν μια υδάτινη, ονειρική ή καλύτερα εφιαλτική διάσταση. Μια προσεκτικότερη όμως ανάγνωση αποδεικνύει ότι είναι πολύ στέρεα δομημένες και καρφωμένες στην πραγματικότητα. Καρφωμένες στη σύγχρονη Ελλάδα με τις αβεβαιότητες και τις πολλαπλές κρίσεις, την μπερδεμένη και φοβισμένη Ελλάδα, και γι’ αυτό ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων κινείται ζωντανός στους δρόμους και διηγείται ιστορίες τρέλας και μίσους ή, στην καλύτερη περίπτωση, ιστορίες ποτισμένες σε οντολογική ειρωνεία.
  • Πρόσωπο μέσα στο κείμενο είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που εμπλέκεται ως ήρωας μέσα στο ίδιο του το έργο, χωρίς όμως να υπάρχει η ελάχιστη αυτοβιογραφικότητα, με επιμελημένη παραμόρφωση του προσώπου ώστε σε τίποτε να μη θυμίζει τον πραγματικό Παπαγιάννη. Παραβιάζει έτσι με ενδιαφέροντα τρόπο τα πιραντελικά όρια της ζωής και της τέχνης, της ζωής που γίνεται αντικείμενο τέχνης, για να μη μοιάζει σε τίποτε με το πραγματικό αντικείμενο αλλά να είναι έτσι που πάντα να το θυμίζει. Η τελική επίγευση από την ανάγνωση του μυθιστορήματος μοιάζει με αυτήν που αφήνει ένας πίνακας του Λούσιεν Φρόιντ.
  • Τα κεφάλαια και τα υποκεφάλαια της ιστορίας του συναιρούν εσκεμμένα τεχνικές διαφόρων ρευμάτων και συγγραφέων. Ένα προσεκτικό μάτι αναγνωρίζει διαφορετικές υφολογικές επιλογές από κεφάλαιο σε υποκεφάλαιο, ακούει υπόγεια γνωστές φωνές, ενώ ο συγγραφέας κλείνει το μάτι βοηθώντας ως έναν βαθμό τον αναγνώστη του να ανακαλύψει τα παιχνίδια αυτά, να τα ξεσκεπάσει με ευχαρίστηση, δίνοντας ένα νέο αναγνωστικό βάθος. 
  • Το "Διπλό Πρόσωπο του Νου" είναι ένα κατεξοχήν μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, που μιλά για την περιπέτεια της γραφής, περιγράφει με τον εαυτό του αυτή την περιπέτεια.  Διαχειρίζεται έμμεσα έναν πλούτο σύγχρονων φιλοσοφικών θεωριών για τη γλώσσα και τη χρήση της, με αφετηρία τον Βιτγκενστάιν του Tractatus, ενώ συνομιλεί ευθέως με την ντεριντιανή θεωρία της αποδόμησης. Η γλώσσα, ζωντανή και χυμώδης, αλλάζει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ανάλογα με τις συγκεκριμένες κάθε φορά ανάγκες και τις αναφορές, άλλοτε ακύμαντη, στεγνά περιγραφική, άλλοτε κοφτερή και ειρωνική, άλλοτε στα όρια της προφορικότητας, πράγμα που επιτρέπει στον συγγραφέα να παρασύρει τον αναγνώστη σε συνδημιουργικές αναγνώσεις και στην ψευδαίσθηση ότι αυτό που διαβάζει γράφεται εκείνη τη στιγμή και το γράφει ο αναγνώστης μαζί με τον συγγραφέα.

Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Παπαγιάννη γράφει θετικά σχόλια και ο Διονύσης Μαρίνος -με ένα εξαιρετικό στυλ γραψίματος κι εκείνος οφείλω να πω- εδώ και η συνήθης ύποπτη Κατερίνα Μαλακατέ στο μπλογκ τηςμε κείνον τον φοβερό τρόπο που έχει:πέντε σταράτα,εύστοχα σχόλια,κατ΄ευθείαν στο ψαχνό και χωρίς μεσοβέζικες διπλωματοσύνες (αν διαβάσετε την κριτική της θα καταλάβετε τι εννοώ).Τέλος ο ίδιος ο συγγραφέας δίνει μερικές απαντήσεις για το έργο του στην στήλη "στο εργαστήριο του συγγραφέα" του Fractal.


Bρείτε το,παρακαλώ,αυτό το μυθιστόρημα,αγοράστε το αν μπορείτε -διότι δεν είναι ακριβό, ειδικά σε σχέση με την ποιότητα της έκδοσης θα έλεγα καθόλου- δανειστείτε το (όπως έκανα κι εγώ με το προηγούμενό του που κάπου έδωσα και ποτέ δεν μου επέστρεψαν και τώρα το βρήκα στην δημοτική βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου),εν ολίγοιςδιαβάστε το, είναι κρίμα το τόσο καλό αυτό βιβλίο να χαθεί στην εκδοτική μας πλημμυρίδα.


Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

" Άπαντα Δημοσθένη Βουτυρά ", Β΄μέρος



γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου



Συνεχίζοντας το δικό μας μικρό αφιέρωμα στον Δημοσθένη Βουτυρά και τα Άπαντά του,
μη θέλοντας ένα τυπικό μνημόσυνο με λόγια/κόλλυβα,έκρινα καλύτερο να αφήσω το θεωρούμενο ως το σπουδαιότερο εκ των διηγημάτων του να μιλήσει εκείνο στις καταπονημένες,από την άθλια πραγματικότητα που βιώνουμε εν έτει 2015,ψυχές μας.

Ο «Θρήνος των Βοδιών» γράφτηκε από τον Βουτυρά το 1923 και βρίσκεται στον πέμπτο τόμο των Απάντων του που τα επιμελείται τόμο τόμο ο ιστορικός Βάσιας Τσοκόπουλος για τις εκδόσεις Στάχυ/Δελφίνι, άξιος θερμών συγχαρητηρίων για την αφοσίωση και την μεθοδικότητα  με την οποία το κάνει (και ολότελα αβοήθητος έχω την εντύπωση από την πολιτεία)κοντά είκοσι χρόνια!Ούτε λίγο ούτε πολύ πρόκειται για ένα ομολογουμένως φιλόδοξο και συναρπαστικό όνειρο: θα το αποτελούν,όπως ο Βάσιας Τσοκόπουλος έχει υπολογίσει και πει,14 τόμοι με όλο το έργο του Βουτυρά συγκεντρωμένο σ΄αυτούς,αν σκεφτούμε δε ότι ο Βουτυράς έχει γράψει πάνω από 500 διηγήματα  και νουβέλες θα πρόκειται για προσωπικό άθλο του κυρίου Τσοκόπουλου,μακάρι να γίνει.

Μαζί με το αριστουργηματικό, αλληγορικό αυτό κείμενο του ακάματου και χαμηλών τόνων Δημοσθένη Βουτυρά( δεν πήρε μέρος ούτε καν στην διαμάχη γύρω από το έργο του,την γνωστή ως «το πρόβλημα Βουτυρά» -έτσι την ονόμασε αρχικά ο Γρηγόριος Ξενόπουλος το 1920- απαντώντας,ο Βουτυράς,με τον δικό του τρόπο,αυτόν της σεμνής σιωπής και της παράλληλης συνέχισης διηγημάτων αντί λεκτικών αντιπαραθέσεων στην σφοδρή πολεμική που του εξαπέλυσε ο Κώστας Παρορίτης δημιουργώντας ένα μέτωπο βουτυρικών και αντιβουτυρικών αρθρογράφων)στον πέμπτο αυτόν τόμο ο Τσοκόπουλος παρουσιάζει,και ορθώς,πολλά κείμενα που έχουν να κάνουν και με αυτό το ζήτημα.
Ο «Θρήνος των Βοδιών» αποτελεί την πλέον αποστομωτική απάντηση στους επικριτές του διηγηματογράφου.

Για την ιστορία και την μνήμη του Δημοσθένη Βουτυρά εμείς εδώ ας θυμίσουμε μόνον ότι το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε το 1928 στο περίφημο περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας και έχει επίσης μεταφραστεί στα γαλλικά.









['Aπαντα, τ. Ε΄, εισ.-επιμ. Βάσιας Τσοκόπουλος, Αθήνα, εκδ.Δελφίνι,2001)


Ο γερο-Γάλιας είχε καθίσει στην άκρη του χαντακιού, που ήταν απ' έξω και κοντά κοντά στη μάντρα του Κωστούλα, κι έτρωγε το ψωμί του. Κι ερημιά παντού υπήρχε, ζωντανό πράγμα δε φαινόταν ολόγυρα. Ψηλά όμως, στο θολό ουρανό, πλήθος κοράκια γύριζαν κι ένα γεράκι μονάχο, με ανοιχτές τις φτερούγες, χωρίς να τις κτυπά, έφερνε βόλτες... Μες στο χαντάκι, λίγο πιο πέρα απ' το γερο-Γάλια, ένα σκυλί μεγάλο βρισκότανε ψόφιο, γυμνωμένο σχεδόν απ' τις σάρκες του, και κοντά του ένα καύκαλο βοδιού.

-Πάει και πάει! έκανε για το σκυλί ο γερο-Γάλιας, και τι θεριό ήτανε!...
Για λίγο έγινε μια κίνηση, ένας θόρυβος στο δρόμο. Η πόρτα η μεγάλη της μάντρας, που δεν έβγαινε στο χαντάκι, άνοιξε κι ένα κοπάδι μεγάλο βόδια βγήκανε. Αργά και με κουνητό κεφάλι πήρανε το δρόμο του ρέματος και χαθήκανε στην κατηφοριά.
Ο γερο-Γάλιας γύρισε τότε, σα να θυμήθηκε κάτι, και κοίταξε μες στη μεγάλη μάντρα απ' την πορτούλα που ήτανε πίσω του, με αραιές σανίδες φραγμένη.
Ενα βόδι μόνο βρισκότανε μέσα, δεμένο στο μεγάλο δέντρο κοντά κοντά στον κορμό του.
Καλά το 'πα, για σφάξιμο είναι! είπε με το νου του.
Το βόδι σήκωσε το κεφάλι του και μούγκρισε...
- Ποιος θα σε βοηθήσει, φουκαρένιο, έκανε ο γερο-Γάλιας, ποιος θα σε βοηθήσει, που όλοι τα κρέατά σου τα περιμένουν πώς και πώς να τα φάνε!
Ακουσε τις φωνές του ανθρώπου που συνόδευε τα βόδια να 'ρχονται απ' το ρέμα:
- Α, α!
- Παλιοδουλειά! είπε.

Και ο καιρός εβάρυνε. Τα σύννεφα, που 'χανε σκεπάσει τον Υμηττό και φαινόντανε να κοιμούνται πάνω του, είχανε σηκωθεί και ξεμαλλιάρικα πατώντας στο βουνό, αγγίζανε τ' άλλα, που ψηλά βρισκόνταν.

Τα κοράκια ξακολουθούσανε να κάνουνε βόλτες στο θολό ουρανό. Το γεράκι είχε χαθεί.
- Εχει να ρίξει βροχή και βροχή! είπε ο γερο-Γάλιας. Κάτι φωνές μες στη μάντρα τον αναγκάσανε να κοιτάξει. Είδε το βόδι χάμω να κουνά τα πόδια του και κοντά του όρθιο έναν άνθρωπο με βρωμερά ρούχα και μ' ένα μαχαίρι στο χέρι. Δυο άλλοι ήτανε παρακάτω μ' ένα παιδάκι κοιτάζοντας.
- Πάει κι αυτό! είπε. Κι έχουνε ψυχή τα βόδια, έχουνε ψυχή!
Είχε φάει το ψωμί του κι έπαψε χτυπώντας το χώμα με το μαχαιράκι του.
Κάτι θυμήθηκε:
- Μα θα τη βγάλει τη μέρα; Μπα! Πού να τη βγάλει! είπε. Χασμουρήθηκε κι έβαλε το μαχαιράκι στο θηκάρι του.
- Νύσταξα!
Καθώς κοίταξε προς την κατηφοριά, είδε τρεις γνωστούς του να 'ρχονται.
- Τι κάνεις, γερο-Γάλια, του φώναξε ο ένας απ' αυτούς, τι κάνει ο Κωστούλας; Μάθαμε πως είναι βαριά!
- Βαριά, λέει; Πάει να συχωρεθεί!
- Τι μου λες!
- Τι να σου πω, αυτό που σου 'πα!
- Βρε, βρε!
Πλησίασαν κοντά και σταθήκανε στην αντικρινή μεριά του χαντακιού.
- Μα πώς το 'παθε; Κάποιος μου 'πε πως τον βάρεσε βόδι.
- Βόδι!... Αυτός βάραγε τα βόδια.
- Πω, πω, ένας σκύλαρος! έκανε ένας άλλος απ' τους τρεις, δείχνοντας το ψόφιο σκυλί.
- Μα δε βρωμά;
- Τι να βρωμίσει τώρα, πάει η βρώμα, πέρασε!
Σταμάτησαν απ' τον κρότο της μεγάλης πόρτας που άνοιξε.
Μια σούστα βγήκε μ' ένα βόδι σφαγμένο. Τα πόδια του τα πισινά ήταν απ' έξω κρεμασμένα.
- Μα σφάζουν εδώ μέσα;
- Πώς δε σφάζουν!
- Και ποιος;
- Ο βοηθός του.
- Και τώρα που 'ναι άρρωστος!
Ο γερο-Γάλιας κούνησε το χέρι στρέφοντας το κεφάλι:
- Αυτούς λογαριάζεις...
- Για πες μας λοιπόν, πώς...
- Ναι, ναι! Εγώ, που λέτε, πολλές φορές με το θάρρος σα συγγενής του και γέρος τού έλεγα: Βρε Κωστούλα, δε μ' αρέσει διόλου η δουλειά σου, δε μ' αρέσει! Συ έχεις παραδάκια, δεν κάνεις καμιά άλλη δουλειά και να πάψεις να σφάζεις βόδια; Κι έχουνε ψυχή τα βόδια! Κι έχουνε ψυχή, μωρέ παιδιά, έχουνε ψυχή! Τι να σας πω;
Όλα τα καταλαβαίνουν, όλα! Τα βλέπεις και κλαίνε, πέφτουν κάτω και φωνάζουνε, δέρνονται! Ποιος, όμως, να τα βοηθήσει, που δεν έχουν μιλιά, ε; Ποιος; Για βάλτε με το νου σας, να ήσαστε σεις βόδια και να νιώθατε, όπως τώρα, τι θα κάνατε; Το ίδιο κι αυτά! Μη γελάτε! Τώρα θα σας πω. Αυτός πού ν' ακούσει τα λόγια μου! Απ' το ένα αυτί τού έμπαιναν κι τ' άλλο τού έβγαιναν. Μάλιστα με κορόιδευε:
Δε μ' αφήνεις ήσυχο και συ με τις ψυχές σου! Θαλασσινός ήσουνα, ή ασκητής και μου ήρθες εδώ;
Τι να του πεις. Αλλά σα να ήμουνα προφήτης! Ενα βράδυ κει που καθόμαστε και κουβεντιάζαμε, ακούμε το σκυλί να ουρλιάζει! Να, αυτό εκεί! Αυτός το σκότωσε! Τ' ακούμε που λέτε, να ουρλιάζει! ε! ε! Η τρίχα μου, να, έτσι σηκώθηκε! Αρπάζει αυτός το τουφέκι και βγαίνει έξω. Μπαμ μια, πάει το σκυλί! στον τόπο!
Περάσανε μέρες πολλές, μήνας. Ενα πρωί που πήγε να σφάξει, του φεύγει ένα μοσχάρι! Απ' εδώ το έχει, απ' εκεί, και με τη βοήθεια κάτι περαστικών το πιάνει! Ε, ρε, τι του έκανε τότε! Του κόβει τη μουτσούνα του... να τούτα τα χείλια του, τη μύτη! Του βγάζει το ένα μάτι, του κόβει τ' αυτιά! Ε, ε, και ν' ακούγατε πώς έκλαιγε το καημένο! Ράγιζε την καρδιά του ανθρώπου... Αυτουνού γιατί δε ράγιζε; Μα μη νομίζεις πως απ' τα μούτρα φαίνονται οι άνθρωποι; Είσαι γελασμένος πολύ! Αν φαίνονταν απ' τα μούτρα, ε, ε, λιγοστοί θα είχανε μούτρο ανθρώπινο! Ναι, ναι, γελάτε όσο θέλετε! Μα το ξέρω ότι λέω σωστά! Για βάλτε προσοχή! Την άλλη μέρα το πρωί έσφαξε κάτι γουρούνια. Ενα απ' αυτά τού ξεφεύγει και το βάζει στα πόδια.
Αυτός αρπάζει μια ξυλάρα γεμάτη από κάτι καρφάρες να, και το παίρνει από κοντά. Είχε πόδι πρώτης! Και σου το φτάνει και σηκώνει την ξυλάρα, παφ! απάνω του! Αλλά δω να δείτε! Σπάζει το ξύλο και πετιέται και του χύνει το ένα μάτι και του σχίζει εδώ έτσι και το φρύδι! Ακούτε;
Αυτή, που λέτε, ήταν η αφορμή! 

Αέρας φύσηξε υγρός, σα να βγήκε απ' την κοιλιά τη φουσκωμένη των μαύρων συννέφων.

- Οπου να είναι θα βρέξει!
- Α, μπα! τους είπε ο γερο-Γάλιας, κοιτάζοντας τα σύννεφα, έχει καιρό ακόμα!
- Να και τα βόδια!
Τα βόδια με το αργό τους βήμα φανήκανε να προβάλουν απ' την κατηφοριά και να έρχονται. Πέρασαν απ' το μέρος που στέκονταν οι τρεις φίλοι του γερο-Γάλια και αρχίσανε να μπαίνουνε στη μάντρα, που η πόρτα της είχε μείνει ανοικτή απ' την ώρα που βγήκε η σούστα με το βόδι.
Οι φίλοι του γερο-Γάλια σηκώθηκαν, γιατί είχαν μισοκαθίσει.
- Καιρός για φευγιό!
- Τα παράπαμε! Και να μη μας πιάσει η βροχή!
- Καθίστε λίγο, δε θα βρέξει ακόμα! Ξέρω γω! τους έκανε ο γερο-Γάλιας έχοντας όρεξη για ομιλία.
Ξαφνικά όμως, πριν ακόμα χαθούν τα βόδια μες στη μάντρα, μια φωνή, ένα ξεφωνητό γυναίκας ακούστηκε να έρχεται από μέσα και, μετά, άλλες φωνές!
- Ω, ω! είπε ο γερο-Γάλιας και πετάχτηκε ορθός, θα τελείωσε!
Και όρμησε να πάει μέσα. Δεν είχε κάνει και πολλά βήματα, κι ένας άνθρωπος βγήκε περνώντας βιαστικά απ' τα τελευταία βόδια.
- Τ' είναι; τον ρώτησε ο γερο-Γάλιας.
- Πάει, συχωρέθηκε! του απάντησε κείνος.
Οι τρεις φίλοι κινήθηκαν να φύγουν, αλλά κείνη τη στιγμή ένας θρήνος μεγάλος, ένα κλάψιμο βραχνό, όμοιο με θρήνο πολλών βραχνών αντρών, ακούστηκε. Κι όλο το μέρος σα να γέμισε απ' αυτόν τον παράξενο θρήνο, απ' αυτό το κλάμα το βαθύ και βραχνό, που έκανε τις γυναικείες φωνές να χαθούν και τους τρεις συντρόφους να σταθούν παγωμένοι.
- Μα τ' είναι! είπαν.
Ενας απ' αυτούς πήδησε στο χαντάκι, ανέβηκε έπειτα απ' την άλλη μεριά και κοίταξε μες στη μάντρα απ' την πορτούλα τη φραγμένη με τις αραιές σανίδες.
- Για ελάτε, για ελάτε! φώναξε στους συντρόφους του.
Ολα τα βόδια στεκόντανε, σχηματίζοντας έναν κύκλο, γύρω απ' το μέρος που κάτω ήτανε κόκκινο απ' το αίμα του σφαγμένου βοδιού, και θρηνούσαν βραχνά! Πάψανε για λίγο. Και τότε ακούστηκαν οι ανθρώπινες φωνές, τα ξεφωνητά των γυναικών. Αλλά πάλι, να, ο θρήνος των βοδιών για το χαμό του συντρόφου τους υψώθηκε μεγάλος, τρομερός κι έπνιξε τις ανθρώπινες φωνές, τα ξεφωνητά για το χαμό ενός ανθρώπου!...

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

"Οι Θεατρίνοι",Γκράχαμ Γκρην

                                                       γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου 

"I am proud to have had Haitian friends who fought courageously in the mountains against Doctor Duvalier, but a writer is not so powerless as he usually feels, and a pen, as well as a silver bullet, can draw blood."



Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο καθολικός χριστιανός και φιλοκομμουνιστής-όπως τουλάχιστον ακόμα και τώρα πολλοί ισχυρίζονται-και επίσης πράκτορας της Βρετανικής Αντικατασκοπείας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,Άγγλος ανταποκριτής και συγγραφέας Γκράχαμ Γκρην;
Ποιο ήταν εκείνο ακριβώς από τα συστατικά του υλικού του ή του αφηγηματικού του τρόπου που έκανε δημοφιλή τα μυθιστορήματά του,χωρίς να έχουν γίνει ούτε μια φορά φτηνιάρικα κατ΄ανάγκην προϊόντα του εκδοτικού συρμού της εποχής του και γιατί κρίθηκαν εξαρχής τόσο κατάλληλα,παρά την εντονότατη πολιτική αιχμηρότητά τους,για κινηματογραφικές ταινίες με ποιοτικές προδιαγραφές που παράλληλα οι δημιουργοί τους είχαν το νου τους και στην απόσβεση των χρημάτων που δαπανήθηκαν -για να το πω κομψά-για την παραγωγή κι αυτό δεν κατέστη μειονέκτημα;
Είναι η εκάστοτε χρονική πολιτική συγκυρία που μετράει ιδιαίτερα,αυτή άραγε ορίζει το πλαίσιο και εξαιτίας της ένας-ταλαντούχος οπωσδήποτε-συγγραφέας που λέει μάλλον τσουχτερά πράγματα με αργόσυρτο και πικρόχολο,κι ολότελα προσωπικό τρόπο καταφέρνει να γίνει αποδεκτός στο ευρύτατο κοινό και μετά την επιτυχία στην εποχή του να παραμένει δημοφιλής και πάντα στην αφρόκρεμα της καλής παγκόσμιας λογοτεχνίας;
Να το θέσω αλλιώς:αν ο Γκρην (1904-1991)δεν ήταν ένας πεπειραμένος ήδη από πριν παρατηρητής της φοβερής δεκαετίας του΄60 και δεν ζούσε από πρώτο χέρι την γένεση και την σταδιακή ανάπυξη μεγάλων και λογής κινημάτωναυτής ειδικά της εποχής θα αρκούσε το ταλέντο του για να διαβάζουμε σήμερα στο 2015,σε μια άλλη τρομαχτική συγκυρία ευρισκόμενοι εμείς,τα βιβλία του που παραστατικά αποτυπώνουν πόλεμο,πικρία, τυραννία και θλίψη;
Μία λίγο πιο πέρα από τα τυπικά ενημερωμένη βιογραφία τού Γκράχαμ Γκρην,περίπου σαν αυτή εδώ, μας διαφωτίζει αρκετά για επιρροές ανά φάσεις της ζωής του και διαβάζοντάς την προσεχτικά εμείς, οι σημερινοί του αναγνώστες,μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί επέλεξε τα συγκεκριμένα καυτά θέματα ως αφετηρίες των έργων του και κατόπιν μπορούμε να προσεγγίσουμε πιο κριτικά το ύφος με το οποίο τα συνέθεσε ως μυθιστορήματα που απευθύνονται διαχρονικά στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Τι εννοώ;Απλώς ότι ο Γκρην,που πρωτοπήγε στην Αϊτή το 1954, ήταν ένας ανοιχτόμυαλος άνθρωπος αναλυτής της ίδιας του της εποχής,ταλαντούχος,σκεπτόμενος σαφώς πολιτικά μα όχι απαραιτήτως και με ιδεολογική προκατάληψη ο οποίος είχε για εργαλείο ισχυρές ανθρωποκεντρικές κοσμοθεωρίες (τον χριστιανισμό πέρα από την θρησκευτική του φόρμα και τον μαρξισμό σαν μια καθαρή, δίκαιη οικονομική πρόταση) καλά και διαλεκτικά αφομοιωμένες και γι αυτό,ίσως,έγραψε αναλόγως πολιτικά και σαφώς στοχαστικά. 
Στην συνέχεια εκμεταλλευόμενος την δύναμη της ανάλυσης που έρχεται μετά την απόκτηση της κριτικής γνώσης που η θεωρία ενισχύει και φωτίζει και έχοντας έμφυτη ικανότητα προβολής των στοχασμών του στο μέλλον ώστε να σχηματίζει ένα εφικτό όραμα και μια υλοποιήσιμη πρόταση που να περνάει ομαλά μέσα από την μυθοπλασία θα δούμε ότι υπήρξε επίσης και τόσο ρεαλιστής σαν συγγραφέας ώστε να μην θέλει να ανατρέψει τον κόσμο συθέμελα,αλλά αντιλαμβανόμενος το ρομαντικό,ουτοπικό μα και ενίοτε ψευδές της πρόθεσης αυτής, να πασχίζει τελικά με τα δικά του όπλα,τα μυθιστορήματά του-τουλάχιστον με αρκετά από αυτά-,να συμβάλει στην αλλαγή προς το καλύτερο των συνθηκών ζωής μεγάλων κατηγοριών ανθρώπων και σε  παγκόσμια κλίμακα.Αυτό δε σαν πολιτική στάση για έναν συγγραφέα και γενικότερα για έναν άνθρωπο της τέχνης το θεωρώ ό,τι πιο έντιμο και το εκτιμώ πάρα πολύ. 





Το μυθιστόρημά του "Ένας ήσυχος Αμερικανός" έχει τα παραπάνω στοιχεία πιο έντονα από αυτό με τον τίτλο "Οι Θεατρίνοι" που είναι έργο χαμηλών τόνων,υπόκωφο,πικρό,ψιθύρισμα θα το έλεγα και βουβό κλάμα ενός μεσήλικα που μετράει αντίστροφα πια την ζωή,να του φεύγει λίγη λίγη και όχι πάντα συνετά και σοφά ξοδεμένη και το οποίο διάβασα καταβάλλοντας,το ομολογώ,μεγαλύτερη προσπάθεια για να μπω στην ατμόσφαιρά του απ΄ό,τι άλλα του Γκρην.
Η έξοχη μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ*(για τις εκδόσεις Πόλις) και οι κατατοπιστικές της σημειώσεις ήταν αυτό που με βοήθησε να ξεπεράσω την ελαφρά ανία που με διακατείχε στις πρώτες 25 σελίδες,όταν θεωρούσα ότι ο Γκρην έκανε μια πιο εκτεταμένη απ΄όσο θα ήθελα εισαγωγή για το κυρίως θέμα που θα ακολουθούσε και το οποίο, υποψιαζόμενη την δυναμική του,ανυπομονούσα να διαβάσω.

Στους "Θεατρίνους" ο μεθοδικός Γκρην χρησιμοποιεί και πάλι ως κεντρικό του ήρωα έναν Βρετανό που έχει τα χρονάκια του άρα και τις εμπειρίες του από την ζωή,ο οποίος κάτω από το φλεγματικό και κλασικά αγγλικό,ψύχραιμο,ελαφρά σνομπ,τυχοδιωκτικό κτλ υφάκι του κρύβει έναν καλό,νοήμονα και έντιμο  άνθρωπο,με ανοιχτό μυαλό,με αισθήματα και κριτικό νου,που αμύνεται με τον τρόπο του,χωρίς φανφάρες και κομπασμούς απέναντι στην ατελείωτη ασχήμια ενός άθλιου,άδικου,άνισου συστήματος τύπου λερναία ύδρα, που στην περίπτωση της Αϊτής της σκληρής δεκαετίας του ΄60 είναι μια ακόμα αισχρή δικτατορία που δεν νοιάζεται να τηρήσει ούτε τα πιο εύκολα και ανώδυνα προσχήματα και με τους λακέδες της,τους περιβόητους Τοντόν Μακούτ ή αλλιώς Μπαμπούλες δολοφονεί και βασανίζει και πνίγει αδιακρίτως στο αίμα ό,τι και όποιον θεωρεί επικίνδυνο και ενοχλητικό.



Η ιδέα είναι σχετικά απλή και ο Γκρην χωρίς να επινοήσει πολλά πρόσωπα και να τα εμπλέξει σε θεαματικές και φωνακλάδικα ιντριγκαδόρικες καταστάσεις δράσης-η αληθινή της Αϊτής,το δράμα του λαού της είναι ήδη υπεραρκετά-καταφέρνει,χωρίς κόπο νομίζω,να την μετατρέψει σιγά σιγά σε ένα έξοχο πολιτικό μυθιστόρημα. Τρεις ώριμοι ηλικιακά άντρες και η σύζυγος του ενός εξ αυτών των οποίων οι πνευματικές και λοιπές καταβολές τους,οι ανασφάλειες και οι εμμονές,τα καλά και τα άσχημα στοιχεία των προσωπικοτήτων τους είναι τα κουβάρια που τα νήματά τους ξετυλίγει μεθοδικά και χρησιμοποιεί για την μυθοπλασία ο Γκρην.Οι τέσσερις αυτοί επιβιβάζονται στο ολλανδικής σημαίας φορτηγό πλοίο "Μήδεια" από την Φιλαδέλφεια και την Νέα Υόρκη με προορισμό την Αϊτή των μερών του δικτάτορα Ντυβαλιέ. 
Ο Μπράουν με περασμένα τα 50, Βρετανός υπήκοος γεννημένος στο Μόντε Κάρλο που δεν γνωρίζει το παραμικρό για τον πατέρα του  και εικάζει ότι η μητέρα του,την οποία έχει να δει τριάντα,σαράντα χρόνια ήταν Γαλλίδα,το ζευγάρι των Σμιθ που είναι δυο Αμερικανοί εβδομηντάρηδες,ανεκδιήγητοι τύποι, καλοστεκούμενοι οικονομικά και σωματικά,υπέρμαχοι- κατά έναν απίστευτα δονκιχωτικό τρόπο ή ένα τρόπο που αγγίζει την ηλιθιότητα- της χορτοφαγίας και οι οποίοι θέλουν-μη πτοούμενοι από τα αιματηρά γεγονότα που παρακολουθούν-να ερευνήσουν την καταλληλότητα της (πεινασμένης και ολοένα και πιο φτωχής) Αϊτής για να ιδρύσουν εκεί ένα χορτοφαγικό ίδρυμα-ινστιτούτο(!)και ο επίσης Βρετανός Τζόουνς που δεν είναι ό,τι δηλώνει (ταγματάρχης και εμπειροπόλεμος,σκληρός και τα συναφή κοσμογυρισμένος άνδρας) αλλά ένα ανθρωπάκι τρωτό που όμως κρύβει μέσα του βαθύτατη ανθρωπιά και ο οποίος αναδεικνύεται στον χαρακτήρα -κυματοθραύστη,που με αυτόν ο Γκρην- αν και ο ρόλος που του δίνει είναι μικρότερος σε έκταση-χτίζει πάνω στον βασικό ήρωά του μέσω του οποίου αφηγείται πρωτοπρόσωπα,ένα εντυπωσιακό φινάλε.

Κοντά σ΄αυτούς τους τέσσερις ο Γκρην, που μαζί με το ειλικρινές πολιτικό δια ταύτα αναπτύσσει και την εσωτερική πλευρά μιας όμορφης ερωτικής ιστορίας,τοποθετεί μερικούς ακόμα χαρακτήρες που έξυπνα ολοκληρώνουν τον χάρτινο θίασό του:ο πρέσβης μιας νοτιοαμερικάνικης χώρας κι η γυναίκα του η Μάρτα, Γερμανίδα που ο πατέρας της ήταν χιτλερικός και η οποία γίνεται αμέσως ερωμένη του Μπράουν-,ο μαρξιστής και φιλοσοφημένος γενικότερα σαν άτομο γιατρός Μαζιό,ο χαρακτηριστικός αστυνομικός Κονκασέρ αρχιλακές του βρωμερού καθεστώτος,ο νεαρός ποιητής και ρομαντικός επαναστάτης Φιλιππό, ανιψιός του  θλιβερού υπουργού Πρόνοιας που παίρνει αβέρτα τις μίζες του από "δημόσια" έργα που  θα γίνουν με ξένες χρηματοδοτήσεις χάριν επενδύσεων που θα παραμείνουν βεβαίως εισηγήσεις σε φακέλλους-μα τι μας θυμίζει,τι μας θυμίζει -και που δεν θα γίνουν ποτέ ή αν ξεκινήσουν θα καταντήσουν σκιάχτρα μισοαρχινισμένα σαν την Ντυβαλιέβιλ και πάντως δεν ωφελούν σε τίποτα τον λαό που πεινάει και πασχίζει με τελετές βουντού (που και ο δυνάστης του Ντυβαλιέ χρησιμοποιεί αβέρτα)να βρει την ελπίδα του και ο οποίος αυτός ευκαιριακός και αναλώσιμος υπουργός πέφτει σε δυσμένεια τόσο σύντομα όσο ανήλθε στο υπουργικό αξίωμα-μπάλωμα και αυτοκτονεί στο δευτεροκλασάτο ξενοδοχείο το οποίο ο Μπράουν κληρονομεί από την μάνα του και κάμποσοι ακόμα τρομαχτικοί χαρακτήρες,όλοι κρυμμένοι σε ρόλους αριστουργηματικά δομημένους από τον Γκρην,που φαίνονται σαν να είναι αυτός ή εκείνος ο τύπος αληθινού ανθρώπου αλλά πίσω τους κρύβουν την παθογένεια ή και τα καλά,τις νίκες και τις ήττες μιας θυματοποιημένης κοινωνίας που ασφυκτιά με τα πραγμένα της, προδίδει, προδίδεται, προχωράει, πισωγυρίζει,δολοφονεί, δολοφονείται,σιωπά,φωνάζει,ζει άθλια ή τέλος πάντων όπως ζει αλλά ποτέ,μα ποτέ,δεν παύει να ελπίζει.




Μέρες μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσής τους οι "Θεατρίνοι" έχουν αποτυπωθεί στην μνήμη και παρά το πόσο φορτωμένη είναι αυτή με αμέτρητα  βιβλία,νομίζω πως το κράτησε ήδη ως ένα από τα πολύ αξιόλογα που θα τα ανακαλεί εύκολα και αβίαστα σαν σημαντικά,απ΄ αυτά που δεν ξεχνιούνται, που αξίζουν πέρα για πέρα τον χρόνο που τους δόθηκε .

*Η Κλαίρη Παπαμιχαήλ έχει μεταφράσει και τον "Ζοφερό Οίκο"του Ντίκενς για τις εκδόσεις Gutenberg, δίτομο και μιλάμε πια για μεταφραστικό άθλο,τι να πει κανείς για την σεμνή Παπαμιχαήλ αλλά και για όλους εκείνους τους εργατικούς και σεμνούς ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων που προσφέρουν τέτοιας κλάσης έργα στο αναγνωστικό κοινό...
Να΄ναι καλά όλοι τους και να ξέρουν ότι αναγνωρίζουμε πέρα για πέρα την συμβολή τους κι ας τους ξεχνάμε καμιά φορά,αποδίδοντας την μερίδα του λέοντος στους συγγραφείς,ας μας το συγχωρήσουν.