Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Διονύσιος Σολωμός "Η τρελή μάνα" - Λεύκιος Ζαφειρίου "Η μάνα του Πατή,ΙΙ"

 Μια συγκλονιστική συνομιλία του νεότερου ποιητή, της γενιάς του' 70 ή γενιάς της αμφισβήτησης Λεύκιου Ζαφειρίου με τον γενάρχη Σολωμό! Συγκεκριμένα "Η τρελή μάνα" του Σολωμού εμφανίζεται στο ποίημα του Ζαφειρίου θρηνώντας τα νέα δεινά και το χαμένο γιο. Η μνήμη επιστρέφει τον θρήνο μέσα από τον αντίλαλό της μέσα στα χρόνια!


Η τρελή μάνα
[ή]
Το κοιμητήριο

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

[19]


1

Τώρα που η ξάστερηνύχτα μονάχουςμας ηύρε απάντεχα,και εκεί στους βράχους5σχίζεται η θάλασσασιγαλινά.

2

Τώρα που ανοίγεταικάθε καρδίαστη λύπη, ακούσετε10μίαν ιστορία,που την αισθάνονταιτα σωθικά.

3

Σε κοιμητήριοείναι στημένα15δύο κυπαρίσσιααδελφωμέναπου πρασινίζουνεμες στους σταυρούς.

4

Όταν μεσάνυχτα20καταβουίζουνοι ανέμοι, αν τα ’βλεπεςπώς κυματίζουν,έλεες πως κράζουνετους ζωντανούς.

5

25Δύο αδέλφια δύστυχακοιμούνται κάτουτον ανεξύπνητονύπνον θανάτου,κι έχασε η μάνα τους30τα λογικά.

6

Τα μαύρα! επαίζανεεκεί όπου στέκειο πύργος, κι έπεσετ’ αστροπελέκι,35κι άψυχα τ’ άφησετα θλιβερά.

7

Ροδοστεφάνωτα,ασπροεντυμένα,τα κατεβάσανε40αγκαλιασμέναμέσα εις την ύστερηαλησμονιά.

8

Δεν άκουες βάβισμαχαμένου σκύλου·45πουλιού δεν άκουεςλάλημα, ή χείλου,ή κλωνοφλίφλισμανα πνέει τερπνά.

9

Νερομουρμούρισμα50οπού αναβρύζεικαι τσ’ επιτύμβιεςπέτρες δροσίζειμόλις αντίσκοβετη σιγαλιά.

10

55Θανής δεν έμνεσκανάλλα σημείαπάρεξ του λίβανουη μυρωδίαοπού εχυνότουνε60στην ερημιά.

(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) *
11

Στέκει, μυρίζεταιεις τον αέρα,και συλλογίζεται—μαύρη μητέρα!—65σαν κάτι να ’θελενα θυμηθεί.

12

Στον τοίχο σύρριζασκύφτει, κοιτάει,γλυκολυπούμενη70χαμογελάεικατά τα εντάφιαχόρτα πικρά.

13

Κατά τα σύγνεφα,κατά τ’ αστέρια,75τρεμομανιάζονταςρίχτει τα χέρια,και κλαίει και ρυάζεταιτρομαχτικά.

14

Της πέφτουν έπειτα80και ληθαργίζει,και πάλε αρχίναενα τριγυρίζειτο περιτείχισμαπασπατευτά.

15

85Γύριζε, γύριζε,τέλος εμπαίνειστο σημαντρήριοκαι τ’ ανεβαίνειτα ίχνη αλλάζοντας90σπουδαχτικά.

16

Ήτον στην άλαλητη μοναξίαστρογγυλοφέγγαρηφωτοχυσία,95σαν τη λαμπρόπλαστηπρωτονυχτιά·

17

όμως η δύστυχη,ξεφρενωμένη,κοιτάζει ολόγυρα100τετρομασμένη,πράχνει τα σήμαντρα,κράζει σφιχτά.

18

«Γλήγορα ας φύγουνεαπ’ τα λαγκάδια105κεια τα φριχτόταταπυκνά σκοτάδια·αχ! με πλακώνουνεμες στην καρδιά.

19

»Γλήγορα ας φύγουνε,110δεν τα πομένω,μοιάζουνε, μοιάζουνεμε το σχισμένορούχο που σκέπασετα δύο παιδιά.»

20

115Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανε120φριχτά φριχτά.

21

«Από την έρημηΑναφωνήτρα,που ’ναι εις τους δύστυχουςπαρηγορήτρα,125είχαν δυο ξέμετρατα δυο παιδιά·

22

»τα ’χω στον κόρφο μουκαι τα φυλάω·με αυτά τα ξέμετρα130θε να μετράωτα δυο τους μνήματακαθημερνά.»

23

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,135γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά, φριχτά.

24

«Βραχνό το ψάλσιμο·140τα κεριά αχνίζουν·του νεκροκρέβατουτα ξύλα τρίζουν·αργά τα σήμαντρακαι τρομερά.

25

145«Ναι, ναι, απεθάνανε·μέσα στο σκότοτα κατεβάσανε—ακούω τον κρότο—τα κατεβάσανε150βαθιά, βαθιά.»

26

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίαςγκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίας155αποκρινόντανεφριχτά φριχτά.

27

«Γιατί τινάζετεπάνω τους χώματα;Μη, μη σκεπάζετε160τα μικρά σώματαπου αποκοιμήθηκανγλυκά, γλυκά.

28

»Αύριο θα κόψουμεκάτι λουλούδια,165αύριο θα ψάλουμεκάτι τραγούδιαεις την πολύανθηΠρωτομαγιά.»

29

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα170της εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά φριχτά·

30

175γκλαν γκλαν παράδερνεμε τα γλωσσίδια,κι εματαρχίναε,κι έλεε τα ίδια,ώς οπού εβράχνιασε180θανατερά.

* * *
31

Νά, που δροσόβοληαύρα ξυπνάει,και ψιθυρίζονταςμοσχοβολάει185από τα αρώματατα αυγερινά·

32

στα φύλλα επέρναεκαι της καρδίας,σαν τα κινήματα190της φαντασίας,που ζωγραφίζουνετην ευτυχιά·

33

εκείν’ η δύστυχητραβάει την άχνα,195βαθιά τα αισθάνθηκεμέσα στα σπλάχνααχ! κι εκατέβηκεστην ερημιά.

* * *
34

Με λύπη εγκάρδια200εθεωρούσεόλα τα μνήματακαι τα μετρούσεμε τ’ αργό κίνηματης κεφαλής.

* * *
___
στ. 29-30
κι έμεινε η μάνα τους
στη συφορά.
στ. 36
ελεεινά.

στροφή 7
Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:*
Σιωπή τα σήμαντρα
οπού τα κλάψαν,
σιωπή τα σύνεργα
οπού τα θάψαν,
σιωπή τα ψάλματα
τα λυπηρά.

στροφή 14
Νά μπει, αλλά μάταια—
πισθοδρομίζει,
και παίρνει απέξωθε,
και τριγυρίζει
το περιτείχισμα
πασπατευτά.

στροφή 17
στ. 97-98
Και αυτή από λύπηση
Τετυφλωμένη

στροφή 24
Βραχνό το ψάλσιμο
του καλογήρου,
αχνά τα εντάφια
κεριά τριγύρου·
αργά τα σήμαντρα
και τρομερά.

Διονύσιος Σολωμός "Ο Λάμπρος" 







Λεύκιος Ζαφειρίου

Η μάνα του Πατή,ΙΙ



Κύλησε ο καιρός σαν τροχός
ποδηλάτου στην άσφαλτο
κι ο Πατής ερχόταν
στα μεσοδιαστήματα των αστραπών
οι επίδεσμοι κρέμονταν
απ' το σπασμένο κεφάλι του
βγαλμένα τα μάτια του 
κύκλοι και πίσω άλλοι
κύκλοι και στο βάθος αντηχούσε
η σιωπή όπως η πέτρα
σ' άδειο πηγάδι
στον κάμπο της Παναγιάς
της Πετούντας- κι η μάνα του
τσίριζε - γιέ μου!
Τα μαλλιά της πέφτανε στο πρόσωπο
πίσω απ' τα μαλλιά
δυό μάτια υγρά
οι βολβοί τους έτοιμοι να πεταχτούν 
απ' τις κόχες- τι γύρευε
η τρελή μάνα του Διονύσιου
Σολωμού στους δρόμους
της Λευκωσίας,
γιε μου! τσίριζε και έτρεχε
πίσω από' να σύννεφο
η μορφή του Πατή τότε
που λεχώνα τής τον έφερναν 
στο χαμόσπιτο - η μπόχα διαπερνούσε
την ατμόσφαιρα κι η λάμπα
στο ξύλινο τραπέζι
έριχνε παράξενες σκιές στο ταβάνι
που σε τρόμαζαν...

Επάλληλοι κύκλοι οι κραυγές της
πάνω απ' τις πέντε κορφές του βουνού
κι η Κύπρος ασύνορη μνήμη φονικού
στην άκρη της Μεσόγειος.


Σχεδόν μηδίζοντες, Λευκωσία, Τα τετράδια του Ρήγα 1981

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

«Η Ελληνίδα μητέρα» του Διονυσίου Σολωμού

*Νικόλαου Κουτούζη, ''"Ο Διονύσιος Σολωμός βρέφος

Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη !
.
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
.
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει.
.
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.
.
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.
.

Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

ΤΟ CANTUS FIRMUS σας εύχεται "ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ"!

 


ΘΡΗΝΟΙ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΚΑΙ ΩΝΤΕΝ

 

Felice Giani, "Et in Arcadia ego" (circa 1810, Pinacoteca Comunale di Faenza)




Θεόκριτος "Θύρσις ἢ Ὠιδὴ"


«...Τώρα ας βλαστήσουν μενεξέδες από βάτα,132
ας βλαστήσουν από αγκάθια,
ο υπέροχος νάρκισσος ας στέψει την κόμη των κέδρων,
ας ανατραπούν τα πάντα, ας βγάλει αχλάδια και η κουκουναριά,
αφού πεθαίνει ο Δάφνης, ας σπαράξει και το ελάφι τους σκύλους135
και οι κουκουβάγιες των βουνών ας συναγωνιστούν τ᾽ αηδόνια.»8
Ας πάψει το βουκολικό τραγούδι σας, Μούσες, ω ας πάψει.


μετφρ. : Θ. Κ. Στεφανόπουλος




W.H. Auden “Funeral Blues” (Πένθος)


Σταματήστε τα ρολόγια, τη γραμμή αποσυνδέστε,
Τη φωνή του σκύλου μʼ ένα κόκαλο δέστε,
Σιωπήστε το πιάνο και με ντραμς σφραγισμένα
Το φέρετρο φέρτε, τους θρηνόντες σʼ εμένα.
Τʼ αεροπλάνα ψηλά ας βογκούν συνεχώς
Χαράσσοντας τα ουράνια με τη λέξη: Νεκρός
Βάλτε κορδέλες στους λευκούς περιστεριών λαιμούς
Κι άστε στα χέρια των φρουρών μαύρων γαντιών δεσμούς.
Ήτανε ο Βορράς μου, ήτανε ο Νοτιάς μου, η Ανατολή μου αλλά και η Δύση
Ήτανε ο μόχθος όλης της βδομάδας και της κούρασής μου η αργία λύση
Ήταν μεσημέρι και μεσάνυχτά μου, η γλυκιά κουβέντα, το τραγούδισμά μου·
Νόμιζα για πάντα όλα αυτά θα ζούσαν όμως ήμουν λάθος· δεν θα διαρκούσαν.
Τώρα πια τʼ αστέρια ένα-ένα σβήστε
Κρύψτε το φεγγάρι, τον ήλιο διαμελίστε
Σαρώστε όλα τα δάση, τις θάλασσες στερέψτε·
Τίποτα πια δεν ωφελεί ό,τι και αν πιστέψετε.


(μετφρ: Μαρία Ανδρεαδέλλη)

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Giovanni Peli "Εις μνήμην του Pier Paolo Pasolini"

 

Monte Testaccio (1960) foto di Paolo Di Paolo 

 

ΑΝΔΡΑΣ

Εκείνη τη μέρα ξύπνησα ήδη κουρασμένος

ενώ τα όνειρα θάμπωναν απέναντι στην πραγματικότητα

άνοιγα τα μάτια προς την πόλη μου

ασαφές τέρας με φλόγες και θορύβους:

θα διέσχιζα πάλι την Κόλαση.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Επιμένει ο άνεμος πάνω στο σκληρό

δέρμα σου. Θυμάσαι εκείνο που δεν επιστρέφει.

Να ήμουν μια νέα γυναίκα,

να έδινα μορφή ήχου στο οστεώδες

πρόσωπό σου. Τώρα είμαι μόνο μητέρα.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Δες: φεύγει από τη χούφτα μου η άμμος.

Με τον άνεμο γυρίζει στο πρόσωπό μου,

στα μάτια η χειρονομία ενός σαδιστικού αγοριού.

Μα ενάντια σε κάθε κανόνα βλέπω ακόμη:

έναν ακίνητο κόσμο όπου Ισότητα

δεν είναι τίποτε άλλο παρά διάχυτη σιωπή. 

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Κάποιος μου κλέβει τη σκέψη

μετέωρη μαριονέτα από πάγο

μια σταγόνα και χάνεται η μνήμη.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Αυτή η γλώσσα είναι σαν κτήνος.

Μόνος σου, υπάρχει ένας δρόμος που δεν μπορείς να πάρεις,

όταν σου φράζουν τον δρόμο τρία θηρία,

και πλησιάζουν, κι είναι όμοια με σένα.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Η νύχτα κατηγορεί την απαθή καρδιά μου.

Ποιους ήχους μού έδειξε το πεπρωμένο;

Τίποτα. Ο γιος μου και ο κόσμος δεν μιλούν.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Η νύχτα κρατά κρυφές τις αιτίες

ενώ ο ορίζοντας συνθλίβεται

στη θάλασσα. To διυλιστήριο θα είναι

το ιερό μας, σαν τέρας

που λούζεται στην αθώα όχθη.

Τελετουργία της ενέργειας και της προόδου.

Μας χωρίζουν ήχοι που κανείς δεν αντέχει.

 

                 Ένα φίδι διασχίζει το στόμα μου

                 δεν αργεί, είναι ήδη μέσα σου:

                 ο έρωτας που καίει κι εσύ δεν καταλαβαίνεις.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Εδώ στη θάλασσα όπου γεννιέται το πετρέλαιο

αποκαλύπτω τα μυστικά εκείνου που κουβαλώ ακόμη

στην κοιλιά. Νιώθω ότι έχω μέσα μια φωνή.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Μόνος σου, υπάρχει ένας δρόμος που δεν μπορείς να

πάρεις, όταν σου φράζουν το πέρασμα τρία

θηρία, και πλησιάζουν, κι είναι όμοια με σένα.

 

Αυτή η γλώσσα είναι σαν κτήνος.

Ασαφής σαν τον Λύγκα.[1]

Άγρια σαν τον Λέοντα.

 

Κουβαλήσαμε πελώριους ογκόλιθους

σκάψαμε σε βάθος

μείναμε ακίνητοι και φωνάξαμε.

Ο θάνατος δεν θα αφανίσει τον έρωτά μας.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Ο κόσμος φιλοξενεί τρεμάμενος τα πλάσματά του.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Ο έρωτας ήταν πια μια λέξη

παρανοημένη κάθε λεπτό παραπάνω:

θέλω αυτόν που με σκοτώνει όπως εσύ.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Υπάρχουν λέξεις που μας κατασπαράζουν μέσα

και δεν βρίσκουμε πια άνθη να φροντίσουμε

το μυστήριο που μπορούσαμε να αποκαλύψουμε

δεν είναι πια δικό μας.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Γι’ αυτό καμιά φορά η αλήθεια χάνεται

είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ:

μερικές λέξεις, όπως οι δικές μας, είναι κτήνη.

Και ξάφνου μια Λύκαινα.

Γρύλιζε και της έτρεχαν τα σάλια. Φοβόμουν.

Αναρωτιόμουν ποιος άραγε μπορούσε να με βοηθήσει.

Η μυστηριώδης κορφή τυλιγμένη στη σιωπή

έμοιαζε απρόσιτη.

Τότε η ψύχη μου στράφηκε πάλι

να κοιτάξει πίσω.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Θα ήθελα να ήσουν ακόμη γιος μου

να διαβάζω τα πρώτα σου ποιήματα.

Με αφήνεις μόνη ενώ ο ορίζοντας

γίνεται διαυγής.

Περιμένω την ειρήνη μας.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Στο φως της αλήθειας...

κι εκεί ακόμα πρέπει να σωπάσω.

Στο κατώφλι της Κόλασης

στην πόλη που μαστίζουν σειρήνες

πρέπει να κοιτάξω μπροστά.

 

                       Ζωντανεύουν τα φαντάσματα των σελίδων

                           κάθε θηρίο περιμένει τον πυροβολισμό του:

                           να σιωπάς πάντα ή να λες την αλήθεια

                        στη γλώσσα που καθένας καταλαβαίνει.

                        Στη φύση όμως ελάχιστη παρηγοριά

                       μας οδηγεί εκεί όπου πραγματικά θέλουμε

σε κάθε σταγόνα αίματος υπάρχει ψεύδος:

πολλές σκιές στην αλήθεια μας. 

 

Αυτοί οι ήχοι

μου ξαναδίνουν

μια μητέρα.

Έχω μπροστά

όλο τον χρόνο

που θέλω.

Δεν είμαι νεκρός

και θα μιλήσω.

 

ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ

Να που είδα κάποιον να πλησιάζει. Οι εκρήξεις έμοιαζαν πιο μακρινές. Ήταν ένας ποιητής, είχε στο χέρι την ίδια την καρδιά του κι ήθελε να μου τη δώσει. «Θα είμαι ο οδηγός σου, γιατί εσύ με είδες ανάμεσα στις φλόγες. Έλα!» Δεν στεκόταν όρθιος, μα ήταν εκεί για μένα. Δεν είχα επιλογή. Είπα «ναι». Ναι. Τον πλησίασα κι η σιωπή έγινε πλήρης. Τότε κινήθηκε, κι εγώ τον ακολούθησα.

 

 

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

 


 



Foto Mario Martinazzi

Ο Giovanni Peli (Brescia, 1978) είναι συγγραφέας και μουσικός. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, τραγούδια και λιμπρέτα, καθώς και παιδική λογοτεχνία. Μαζί με τη μεταφράστρια Federica Cremaschi ίδρυσαν το 2015 τις Εκδόσεις Lamantica στη Brescia της Λομβαρδίας. Το παρόν κείμενο γεννήθηκε ως λιμπρέτο για έναν δίσκο σύγχρονης μουσικής που κυκλοφόρησε το 2005, στην επέτειο των 30 χρόνων από τον θάνατο του Pier Paolo Pasolini. Το 2015 εκδόθηκε (από τις εκδ. Lamantica, για τα 40 χρόνια της επετείου) στη μορφή που μεταφράζεται.



[1] Lonza: το όνομα αναφέρεται σε ένα απροσδιόριστο άγριο ζώο, πιθανόν τον λύγκα, τη λεοπάρδαλη ή τον γατόπαρδο. Πρόκειται για ένα από τα τρία ζώα που ο Δάντης συναντάει στο σκοτεινό δάσος (Κόλαση, I, 31-33), σύμβολο της λαγνείας ή του φθόνου σύμφωνα με τις πιο συνήθεις ερμηνείες.