Κυριακή 9 Μαΐου 2021

«Η Ελληνίδα μητέρα» του Διονυσίου Σολωμού

*Νικόλαου Κουτούζη, ''"Ο Διονύσιος Σολωμός βρέφος

Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη !
.
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
.
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει.
.
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.
.
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.
.

Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

ΤΟ CANTUS FIRMUS σας εύχεται "ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ"!

 


ΘΡΗΝΟΙ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΚΑΙ ΩΝΤΕΝ

 

Felice Giani, "Et in Arcadia ego" (circa 1810, Pinacoteca Comunale di Faenza)




Θεόκριτος "Θύρσις ἢ Ὠιδὴ"


«...Τώρα ας βλαστήσουν μενεξέδες από βάτα,132
ας βλαστήσουν από αγκάθια,
ο υπέροχος νάρκισσος ας στέψει την κόμη των κέδρων,
ας ανατραπούν τα πάντα, ας βγάλει αχλάδια και η κουκουναριά,
αφού πεθαίνει ο Δάφνης, ας σπαράξει και το ελάφι τους σκύλους135
και οι κουκουβάγιες των βουνών ας συναγωνιστούν τ᾽ αηδόνια.»8
Ας πάψει το βουκολικό τραγούδι σας, Μούσες, ω ας πάψει.


μετφρ. : Θ. Κ. Στεφανόπουλος




W.H. Auden “Funeral Blues” (Πένθος)


Σταματήστε τα ρολόγια, τη γραμμή αποσυνδέστε,
Τη φωνή του σκύλου μʼ ένα κόκαλο δέστε,
Σιωπήστε το πιάνο και με ντραμς σφραγισμένα
Το φέρετρο φέρτε, τους θρηνόντες σʼ εμένα.
Τʼ αεροπλάνα ψηλά ας βογκούν συνεχώς
Χαράσσοντας τα ουράνια με τη λέξη: Νεκρός
Βάλτε κορδέλες στους λευκούς περιστεριών λαιμούς
Κι άστε στα χέρια των φρουρών μαύρων γαντιών δεσμούς.
Ήτανε ο Βορράς μου, ήτανε ο Νοτιάς μου, η Ανατολή μου αλλά και η Δύση
Ήτανε ο μόχθος όλης της βδομάδας και της κούρασής μου η αργία λύση
Ήταν μεσημέρι και μεσάνυχτά μου, η γλυκιά κουβέντα, το τραγούδισμά μου·
Νόμιζα για πάντα όλα αυτά θα ζούσαν όμως ήμουν λάθος· δεν θα διαρκούσαν.
Τώρα πια τʼ αστέρια ένα-ένα σβήστε
Κρύψτε το φεγγάρι, τον ήλιο διαμελίστε
Σαρώστε όλα τα δάση, τις θάλασσες στερέψτε·
Τίποτα πια δεν ωφελεί ό,τι και αν πιστέψετε.


(μετφρ: Μαρία Ανδρεαδέλλη)

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Giovanni Peli "Εις μνήμην του Pier Paolo Pasolini"

 

Monte Testaccio (1960) foto di Paolo Di Paolo 

 

ΑΝΔΡΑΣ

Εκείνη τη μέρα ξύπνησα ήδη κουρασμένος

ενώ τα όνειρα θάμπωναν απέναντι στην πραγματικότητα

άνοιγα τα μάτια προς την πόλη μου

ασαφές τέρας με φλόγες και θορύβους:

θα διέσχιζα πάλι την Κόλαση.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Επιμένει ο άνεμος πάνω στο σκληρό

δέρμα σου. Θυμάσαι εκείνο που δεν επιστρέφει.

Να ήμουν μια νέα γυναίκα,

να έδινα μορφή ήχου στο οστεώδες

πρόσωπό σου. Τώρα είμαι μόνο μητέρα.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Δες: φεύγει από τη χούφτα μου η άμμος.

Με τον άνεμο γυρίζει στο πρόσωπό μου,

στα μάτια η χειρονομία ενός σαδιστικού αγοριού.

Μα ενάντια σε κάθε κανόνα βλέπω ακόμη:

έναν ακίνητο κόσμο όπου Ισότητα

δεν είναι τίποτε άλλο παρά διάχυτη σιωπή. 

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Κάποιος μου κλέβει τη σκέψη

μετέωρη μαριονέτα από πάγο

μια σταγόνα και χάνεται η μνήμη.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Αυτή η γλώσσα είναι σαν κτήνος.

Μόνος σου, υπάρχει ένας δρόμος που δεν μπορείς να πάρεις,

όταν σου φράζουν τον δρόμο τρία θηρία,

και πλησιάζουν, κι είναι όμοια με σένα.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Η νύχτα κατηγορεί την απαθή καρδιά μου.

Ποιους ήχους μού έδειξε το πεπρωμένο;

Τίποτα. Ο γιος μου και ο κόσμος δεν μιλούν.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Η νύχτα κρατά κρυφές τις αιτίες

ενώ ο ορίζοντας συνθλίβεται

στη θάλασσα. To διυλιστήριο θα είναι

το ιερό μας, σαν τέρας

που λούζεται στην αθώα όχθη.

Τελετουργία της ενέργειας και της προόδου.

Μας χωρίζουν ήχοι που κανείς δεν αντέχει.

 

                 Ένα φίδι διασχίζει το στόμα μου

                 δεν αργεί, είναι ήδη μέσα σου:

                 ο έρωτας που καίει κι εσύ δεν καταλαβαίνεις.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Εδώ στη θάλασσα όπου γεννιέται το πετρέλαιο

αποκαλύπτω τα μυστικά εκείνου που κουβαλώ ακόμη

στην κοιλιά. Νιώθω ότι έχω μέσα μια φωνή.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Μόνος σου, υπάρχει ένας δρόμος που δεν μπορείς να

πάρεις, όταν σου φράζουν το πέρασμα τρία

θηρία, και πλησιάζουν, κι είναι όμοια με σένα.

 

Αυτή η γλώσσα είναι σαν κτήνος.

Ασαφής σαν τον Λύγκα.[1]

Άγρια σαν τον Λέοντα.

 

Κουβαλήσαμε πελώριους ογκόλιθους

σκάψαμε σε βάθος

μείναμε ακίνητοι και φωνάξαμε.

Ο θάνατος δεν θα αφανίσει τον έρωτά μας.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Ο κόσμος φιλοξενεί τρεμάμενος τα πλάσματά του.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Ο έρωτας ήταν πια μια λέξη

παρανοημένη κάθε λεπτό παραπάνω:

θέλω αυτόν που με σκοτώνει όπως εσύ.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Υπάρχουν λέξεις που μας κατασπαράζουν μέσα

και δεν βρίσκουμε πια άνθη να φροντίσουμε

το μυστήριο που μπορούσαμε να αποκαλύψουμε

δεν είναι πια δικό μας.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Γι’ αυτό καμιά φορά η αλήθεια χάνεται

είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ:

μερικές λέξεις, όπως οι δικές μας, είναι κτήνη.

Και ξάφνου μια Λύκαινα.

Γρύλιζε και της έτρεχαν τα σάλια. Φοβόμουν.

Αναρωτιόμουν ποιος άραγε μπορούσε να με βοηθήσει.

Η μυστηριώδης κορφή τυλιγμένη στη σιωπή

έμοιαζε απρόσιτη.

Τότε η ψύχη μου στράφηκε πάλι

να κοιτάξει πίσω.

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

Θα ήθελα να ήσουν ακόμη γιος μου

να διαβάζω τα πρώτα σου ποιήματα.

Με αφήνεις μόνη ενώ ο ορίζοντας

γίνεται διαυγής.

Περιμένω την ειρήνη μας.

 

ΑΝΔΡΑΣ

Στο φως της αλήθειας...

κι εκεί ακόμα πρέπει να σωπάσω.

Στο κατώφλι της Κόλασης

στην πόλη που μαστίζουν σειρήνες

πρέπει να κοιτάξω μπροστά.

 

                       Ζωντανεύουν τα φαντάσματα των σελίδων

                           κάθε θηρίο περιμένει τον πυροβολισμό του:

                           να σιωπάς πάντα ή να λες την αλήθεια

                        στη γλώσσα που καθένας καταλαβαίνει.

                        Στη φύση όμως ελάχιστη παρηγοριά

                       μας οδηγεί εκεί όπου πραγματικά θέλουμε

σε κάθε σταγόνα αίματος υπάρχει ψεύδος:

πολλές σκιές στην αλήθεια μας. 

 

Αυτοί οι ήχοι

μου ξαναδίνουν

μια μητέρα.

Έχω μπροστά

όλο τον χρόνο

που θέλω.

Δεν είμαι νεκρός

και θα μιλήσω.

 

ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ

Να που είδα κάποιον να πλησιάζει. Οι εκρήξεις έμοιαζαν πιο μακρινές. Ήταν ένας ποιητής, είχε στο χέρι την ίδια την καρδιά του κι ήθελε να μου τη δώσει. «Θα είμαι ο οδηγός σου, γιατί εσύ με είδες ανάμεσα στις φλόγες. Έλα!» Δεν στεκόταν όρθιος, μα ήταν εκεί για μένα. Δεν είχα επιλογή. Είπα «ναι». Ναι. Τον πλησίασα κι η σιωπή έγινε πλήρης. Τότε κινήθηκε, κι εγώ τον ακολούθησα.

 

 

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

 


 



Foto Mario Martinazzi

Ο Giovanni Peli (Brescia, 1978) είναι συγγραφέας και μουσικός. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, τραγούδια και λιμπρέτα, καθώς και παιδική λογοτεχνία. Μαζί με τη μεταφράστρια Federica Cremaschi ίδρυσαν το 2015 τις Εκδόσεις Lamantica στη Brescia της Λομβαρδίας. Το παρόν κείμενο γεννήθηκε ως λιμπρέτο για έναν δίσκο σύγχρονης μουσικής που κυκλοφόρησε το 2005, στην επέτειο των 30 χρόνων από τον θάνατο του Pier Paolo Pasolini. Το 2015 εκδόθηκε (από τις εκδ. Lamantica, για τα 40 χρόνια της επετείου) στη μορφή που μεταφράζεται.



[1] Lonza: το όνομα αναφέρεται σε ένα απροσδιόριστο άγριο ζώο, πιθανόν τον λύγκα, τη λεοπάρδαλη ή τον γατόπαρδο. Πρόκειται για ένα από τα τρία ζώα που ο Δάντης συναντάει στο σκοτεινό δάσος (Κόλαση, I, 31-33), σύμβολο της λαγνείας ή του φθόνου σύμφωνα με τις πιο συνήθεις ερμηνείες.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Ρώμος Φιλύρας. "Άπαντα τα ευρεθέντα"

 logo

Αναδημοσίευση: https://www.dimitroulia.gr/




Ρώμος Φιλύρας, 

Άπαντα τα ευρεθέντα (University Studio Press)

Το 1939, ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας (κατά κόσμον Ιωάννης Οικονομόπουλος) είναι 50 ετών και βρίσκεται ήδη, λόγω σύφιλης, δώδεκα χρόνια στο Δρομοκαΐτειο (την εμπειρία του την έχει ο ίδιος αφηγηθεί και το κείμενο το έχει εκδώσει μαζί με κάποια άλλα ο Γιάννης Παπακώστας: Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά, Καστανιώτης, 2007). Σε τρία χρόνια, μεσούσης της Κατοχής, θα πεθάνει. Το 1939, ωστόσο, προλαβαίνει να δει δημοσιευμένο τον α΄ τόμο των ποιημάτων και των πεζών του, αυτών που είχε δημοσιεύσει πριν από το φρενοκομείο, σε επιμέλεια και με εισαγωγή του φίλου του Αιμίλιου Χουρμούζιου, στις εκδόσεις Γκοβόστη. Στόχος του Χουρμούζιου είναι να δημοσιεύσει τα Άπαντα του Φιλύρα, αλλά τον προλαβαίνει ο πόλεμος. Το σχέδιό του έρχεται ωστόσο σε αντίθεση με εκείνο του Μαλακάση, επίσης φίλου του Φιλύρα, ο οποίος θεωρεί ότι πρέπει να γίνει επιλογή και ανθολόγηση του έργου του, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι αυτή ήταν και η εκπεφρασμένη βούληση του ίδιου του ποιητή. Όπως και να έχει, ως πριν από λίγους μήνες, οπότε και κυκλοφόρησε η δίτομη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Φιλύρα από τους Χ. Καράογλου και Α. Ξυνογαλά, με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται πάντα για τα ευρεθέντα ως τη στιγμή που μπήκε μια τελεία στο έργο τους, κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο έκδοσης του έργου του Φιλύρα δεν είχε ευοδωθεί. Τις πρώιμες προσπάθειες, τις καλές προθέσεις αλλά και τις εκδόσεις που προηγήθηκαν της συγκεντρωτικής αυτής έκδοσης τις καταγράφουν οι επιμελητές στην εισαγωγή τους: το ενδιαφέρον του Γ. Σαββίδη, τις εκδόσεις των Τ. Κόρφη, Ν. Παπαγιωργίου και Σ. Κόλλια, τις συνεισφορές αρχείων και ιδιωτών στη δική τους έκδοση – ο Χουρμούζιος είχε επίσης κάνει έκκληση προς όλους όσους είχαν στα χέρια τους ποιήματα του Φιλύρα, ο οποίος στο Δρομοκαΐτειο τα δώριζε, γραμμένα σε κάθε είδους χαρτιά και χαρτάκια, στους επισκέπτες του.
Οι επιμελητές μόχθησαν πραγματικά για να συγκεντρώσουν από ποικίλα έντυπα και πηγές τα ποιήματα του, της δεύτερης περιόδου ειδικά, πολλά από τα οποία είναι ή παραδίδονται αποσπασματικά. Επιλέγουν να παρουσιάσουν το σύνολο των ευρεθέντων ποιημάτων, συμφωνώντας με τον Χουρμούζιο εντέλει και όχι με τον Μαλακάση, αλλά και με τον Συκουτρή, όπως σημειώνουν, που θεωρεί ότι η έκδοση του έργου ενός συγγραφέα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των κειμένων του, ακόμη κι αυτών που τον εκθέτουν. Η εκδοτική τους δουλειά παρουσιάζεται αναλυτικά, οι παρεμβάσεις τους και, κυρίως, οι μη παρεμβάσεις τους, στη στίξη λόγου χάρη, που γίνεται πολύ ιδιαίτερη προϊόντος του χρόνου με τα πολλά κόμματα. Υποστηρίζοντας τον αναγνώστη με ευρετήρια και σημειώσεις, αλλά και ένα γλωσσάρι στο τέλος, ανοίγουν με την έκδοσή τους τον δρόμο για μελλοντικές δουλειές πάνω στον Φιλύρα αλλά και στον παραγνωρισμένο μεσοπόλεμο.
Με τον Φιλύρα, μορφή εκκεντρική που προκαλούσε συχνά τον χλευασμό των συγχρόνων του, ασχολήθηκαν πολλοί κριτικοί και πολύ νωρίς, ο Τέλλος Άγρας, ο Κλέωνας Παράσχος. Τον κράτησαν, όπως και τόσους άλλους, στη συζήτηση περί τον μεσοπολεμικό λυρισμό• οι ανθολογίες: ηΧαμηλή φωνή του Μανόλη Αναγνωστάκη, Οι ποιητές του μεσοπολέμου και οι Κυριακές μες στο χειμώνα του Σωτήρη Τριβιζά, η παρουσίασή του από τον Γιάννη Δάλλα στη σειρά «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε ολοκληρωμένο το έργο του και να σχηματίσουμε ο καθένας τη δική του εικόνα για τον ποιητή – που ο Κ.Θ. Δημαράς θεωρούσε ρηχό και έξω από τον καιρό του, ο Λίνος Πολίτης επεσήμαινε την ειρωνεία και τον σαρκασμό του ως στοιχεία νεωτερικά κι ο Κώστας Στεργιόπουλος τον ενέταξε στην ανανεωμένη παράδοση του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού-μετασυμβολισμού.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Κώστας Βάρναλης τον έλεγαν «Ρεμπώ» της Ελλάδας και Ρεμπώ σίγουρα ο Φιλύρας δεν είναι, σε κανένα επίπεδο, ενόρασης και ποιητικής. Μάλλον πλησιάζει τους φανταιζίστες των αρχών του αιώνα, με το αίτημά τους για την απελευθέρωση του νου και της καρδιάς που μπορεί να προσδώσει νέες όψεις στον κόσμο – τους γνώριζε δε από νωρίς, το μαρτυρά η μετάφραση του Βερερέν που συγκαταλέγει ήδη στα Ρόδα στον αφρό του 1911. Ο Βάρναλης πάλι τον συγκρίνει με τον Καρυωτάκη (αντιγράφω από τον Νίκο Σαραντάκο,http://sarantakos.wordpress.com/2012/08/05/filyras/), κάνοντας μια πολύ ωραία επισήμανση: «Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα προς τα ύψη• και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο.» Δεν είμαι βέβαιη αν ισχύει η αρχική παρατήρηση του Βάρναλη: ότι ο Καρυωτάκης μισούσε τη ζωή και ο Φιλύρας πράγματι πολύ την αγαπούσε. Μπορεί και το αντίθετο• με δεδομένο το ρομαντικό αίτημα του απόλυτου στον Καρυωτάκη και τη «γεύση πίκρας κι απογοήτευσης, μια θλίψη για τα χαμένα ιδανικά», που επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης στον Φιλύρα, γνωρίσματα που συνάδουν προς την εικόνα του ως φασουλή, πιερότου αλλά και Μώμου – στον οποίο συναντά φυσικά τον Βάρναλη. Όπως και να έχει, ο Φιλύρας γράφει μια ποίηση των σαλονιών, στα οποία άλλωστε σύχναζε, και μια ποίηση του ανοιχτού χώρου που είναι τόσο πιο αυθεντική όσο καταγράφει βιωμένες αστικές εικόνες• μια ποίηση ερωτική και φαντασιωτική και μια άλλη έντονα αυτοαναφορική, στην οποία ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται συχνά ως τρελός, και μάλιστα πολύ πριν κλειστεί στο άσυλο, αλλά και ως παλιάτσος – δηλώνοντας έτσι με τρόπο απόλυτα νεωτερικό και την περιθωριοποίησή του αλλά και την αναίρεση της τέχνης καθαυτήν σε επίπεδο αισθητικό, όπως λέει ο Σταρομπίνσκι στο εμβληματικό βιβλίο του Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως σαλτιμπάγκου (Εξάντας).
Με φόρμες και ρυθμούς ποικίλους, με στίχους που κουτσαίνουν επίτηδες ή από αδυναμία αλλά και συχνά φέρνουν στο τραγούδι, δημοτικιστής και γλωσσοπλάστης, ο Φιλύρας δεν φοβάται να παίξει με τις μορφές όσο και να αναμείξει τα γλωσσικά επίπεδα – να γράψει στην καθαρεύουσα ή να σωρεύσει δάνειες λέξεις, που μαρτυρούν, μαζί και με τις μεταφράσεις του, τη γνώση του κυρίως της γαλλικής (βλ. π.χ. το ενδιαφέρον ποίημα «Οι μ’ εν’ όνομα, αστέρες» αλλά και το «κι η Βρισηίδα, Ουγγαρέζα, Πρώσα», με την επιφύλαξη πάντα ότι ορισμένες επιλογές δεν προκύπτουν απλώς από την ασθένειά του). Προσκολλάται επίσης σε σημαντικές για την κοσμοαντίληψή του λεξιλογικές επιλογές, διαχρονικά ή εποχιακά: στο επίθετο «μάγος» και όχι μαγικός, που το κλίνει και στο θηλυκό και στο ουδέτερο σε όλο το έργο του• στο επίθετο «ολάπαλος» την περίοδο πριν το φρενοκομείο, που σηματοδοτεί την πολυσημία της απαλότητας στην αντίληψή του για το ωραίο στη συγκεκριμένη περίοδο (βλ. και το ποίημα «Στην απαλοσύνη σου»). Αν το επίθετο μάγος δηλώνει την υπερβατικότητα στην οποία τείνει η ποίησή του, ως πρόθεση ενίοτε, μια άλλη λέξη μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο της ποιητικής του αντίληψης, άμεσα συνδεόμενη με τα ύψη που επισημαίνει ο Βάρναλης: είναι η λέξη «αιθέρας» και δηλώνει από άλλη σκοπιά την υπέρβαση, την αναζήτηση του ύψους και της ανάτασης που χαρακτηρίζει την ποίηση του Φιλύρα από την πρώτη αρχή της, μαζί με εκείνη του φωτός και του ρυθμού (βλ. τα ποιήματα «Φωτολάτρης» και «Ρυθμός» στα Ρόδα στον αφρό, αλλά και πολλά άλλα στη β΄ περίοδο, όπως το ποίημα «Στα ύψη»). Στους Γυρισμούς, πάντως, η ανάγκη αυτή για ουρανό, όπως θα την ονομάσει μετέπειτα ο Σαχτούρης, δίνει ένα σονέτο-αυτοπροσωπογραφία, το «Υπεράνω», που «επάνω απ’ της Αβύσσου τ’ άγρια σκότη / και πέρα από του πλήθους τη βοή» (αυτό το τρομερό πλήθος που τον στοιχειώνει αλλά και συστηματικά το προκαλεί) καταλήγει:

Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης, 
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή, 
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγελάσεις

οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη, 
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!

Αν ο Φιλύρας ήταν ζωγράφος, πολύς λόγος θα γινόταν σε κάθε περίπτωση για τις προσωπογραφίες και τις αυτοπροσωπογραφίες του. Προσωπογραφίες γυναικών πολύ υπαρκτών κι άλλων φανταστικών, με όρους που παρά τις βουκολικές, ενίοτε και πετραρχικές -και όχι μόνο λόγω σονέτου- αντηχήσεις τους, παραπέμπουν με τον ιδανισμό τους στην ποίηση των τροβαδούρων. Προσωπογραφίες φίλων και αγαπημένων προσώπων, ελάχιστων ιστορικών μορφών, όπως ο Κεμάλ ή ο Στάλιν, ομοτέχνων, αγαπημένων ποιητών και δικές του φυσικά, του «Γόη» στο ομώνυμο ποίημα στα Ρόδα στον αφρό του 1911, του Πιερότου του 1922 και όλων όσων ακολουθούν σε ποιήματα της Αποκριάς (όπως το «Αποκριάτικο» [1927], που κλείνει με τον στίχο: «Άνθρωπε, χάσκε ωσπού ν’ ανέβεις στον αιθέρα») ή μόνοι τους, μαζί με φασουλήδες και τον Μώμο. Αυτή ακριβώς η διάσταση ανάμεσα στα πρόσωπα παρουσιάζει ενδιαφέρον και αξίζει να εξεταστεί σε σχέση με την κάθετη διάσταση που ενώνει τα ποθητά ύψη και τον αιθέρα με το βάθος των ωκεανών αλλά και της γης: αναδεικνύει την περιθωριακή θέση του καλλιτέχνη, τον διχασμό του που έχει επισημάνει και σχολιάσει ο Γιάννης Δάλλας και την απελπισία του μπροστά όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στον ίδιο τον λόγο. Αυτή την απελπισία εκφράζει ωραία το πικρό ποίημα «Δεν έφτασα ψηλά» (1940):

Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά 
δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ’ αστέρια, 
δεν πέταξα σ’ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά 
κάποιο πουλί που φώναζε σ’ ουρανικά λημέρια.

Δεν έκρουσα την άρπα μου σ’ ουράνιους σκοπούς, 
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη 
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς 
που σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.

Μια ζωή ονείρου και εφιάλτη, ένας άνισος δημιουργός που όμως έχει πολλά ακόμη να μας πει και η παρούσα εξαιρετική έκδοση επιτέλους του το επιτρέπει.

 


Επιμέλεια: Χ.Λ. Καράογλου, Αμαλία Ξυνογαλά

Τα ποιητικά, Τεύχος 14, Ιούνιος 201
4

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Κώστας Καρυωτάκης "Τρεις Μεγάλες Χαρές"

 



 

 

Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος!
Δ. Σολωμός

 

Ι. ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων υπηρεσία, έχει να διατρέξει όλους τους βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο.

Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωί ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τους αριθμούς και αντέγραφε τις περιλήψεις. Κάποτε, μετά την καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μια γραμμή που έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σαν απόπειρα φυγής. Αυτή η ουρά δεν είχε θέση εκειμέσα, όμως την τραωούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας να εκφράσει τον εαυτό του. Αν έσκυβε κανείς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου.

Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην υπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο του συναδέλφους του. Έτυχε να καθίσει σ’ αυτήν την καρέκλα. Κ’ έμεινε εκεί. Ήρθαν άλλοι αργότερα, έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μια φοβερή, μοιραία ειδικότητα.

Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί, επειδή ο Διευθυντής του τού μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε το θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ’ ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κ’ έμεινε εκεί.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή. Γράφει κύκλους μέσα στο άπειρο. Και μέσα στους κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τα τελευταία σπίτια, θ’ αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σαν απόπειρα λυτρωμού.
Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μια ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στα μεγάλα, γφρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ’ την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τ’ όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης,. Μισσισσιππής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδέυει σε θαυμάσιους, άγνωστους κόσμους. Από τα πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.

 

 

 

 
II. ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Δεν ξέρω τι φορούσε στο κεφάλι. Τα ρούχα της δεν είχαν ούτε σχήμα ούτε χρώμα. Εμπήκε στο γραφείο κρατώντας στην αγκαλιά δυο παιδιά και σέρνοντας τέσσερα. Καθένα έκλαιγε ή εφώναζε με ιδιαίτερο τρόπο. Αλλο τραβούσε το φουστάνι της, άλλο τα μαλλιά της. Ένα αγόρι ως τριών χρονών έτρεμε με κάτι παράξενα αναφιλητά, χωρίς να κλαίει. Όλα μαζί — φριχτή συμφωνία — εκοίταζαν τη μητέρα τους όπως οι μουσικοί το μαέστρο. Αυτή όμως είχε ξεχάσει την παρτιτούρα της σ’ ένα κομψό γραφειάκι από  acajou.

Στάθηκε μπροστά μας με ορθάνοιχτα μάτια. Κάτι σαν ψεύτικο γέλιο, μια γκριμάτσα οίκτου προς τον εαυτό της, εξηγούσε τα λόγια της. Ήταν Αρμένισσα. Ο άντρας της επέθανε σ’ ένα χωριό, κ’ ήρθε από κει ζητώντας ψωμί για τα παιδιά της. Τώρα παρακαλούσε να στεγασθεί. Κάποιος που ήξερε τη γλώσσα της τής είπε ότι δεν υπήρχε πουθενά θέσις. Και καθώς δεν ήθελε να καταλάβει, την έβγαλαν έξω στο διάδρομο. Έμεινε ξαπλωμένη με τα παιδιά της ως το μεσημέρι. Την άλλη μέρα, η ίδια ιστορία. Ήρθε πολλές φορές ακόμη.

Επιτέλους την έριξαν σε μια αποθήκη. Τριάντα οικογένειες προσφύγων που έμεναν εκειμέσα είχαν χωρίσει τα νοικοκυριά τους πρόχειρα, με φανταστικούς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες απλωμένες, ξύλα βαλμένα στη γραμμή, εσχημάτιζαν τετράγωνα, τα  μαχητικά τετράγωνα  της τελευταίας αμύνης. Σ’ αυτές τις φωλιές ακινητούσαν ή εσάλευαν πένθιμα σκιές ανθρώπων. Τρεις τρεις, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ανάμεσα σε ρυπαρά ρούχα και υπολείμματα επίπλων, ήταν σα να ψιθύριζαν παραμύθια ή να προσπαθούσαν σιγά ν’ αποτινάξουν το σκοτάδι.

Τώρα η αποθήκη φωτίζεται από ένα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο με καθαρό άσπρο πανί έχει τοποθετηθεί προσκετικά, κάθετα προς τον τοίχο, χάμου. Είναι το μικρότερο από τα έξι παιδιά της Αρμένισσας, που πέθανε λίγες ώρες μετά την εγκατάστασή τους. Τ’ αδέλφια του παίζουν έξω στον ήλιο. Η μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει για τελευταία φορά το μωρό της. Οι άλλες γυναίκες τη μακαρίζουν, γιατί θα μπορέσει από αύριο να πιάσει δουλειά. Είναι σχεδόν ευτυχής. Και ο νεκρός ακόμη περιμένει με τόση αξιπρέπεια…

 


 

 

 
ΙΙΙ.  ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY

 

Στη μέση της γιορτής προχωρούσε αργά. Καθώς όλοι βιάζονταν γύρω της, ήταν σαν ένα μαύρο στίγμα σε πανί κινηματογράφου. Συντροφιές από νέους περνούσαν. Αλλοι την έβλεπαν κ’ εξακολουθούσαν το δρόμο τους, άλλοι της εσφύριζαν ένα κομπλιμέντο, άλλοι της έλεγαν διστακτικά μια φράση περιμένοντας απάντηση. Όπου ο συνωστισμός ήταν μεγαλύτερος, η τόλμη ελευθερώνοταν και δεν αρκούσαν τα λόγια. Κάποιος εστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο με πρόσωπο, ώρα πολλή. Ναύτες επέρασαν δίπλα, κι όλοι επρόσεξαν να την σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοί τύποι την ακολουθούσαν βήμα προς βήμα.

Ένιωθε τον εαυτό της κέντρο όλου αυτού του πλανόδιου ερωτισμού. Χωρίς να το καταλάβει επηρεαζόταν από την άγρια θέληση τόσων ανδρών. Εκνευρισμένη ακόμη από τον θόρυβο, τη ζέστη και την προσπάθεια να προχωρεί, στάθηκε σ’ ένα κύκλο ανθρώπων. Σε λίγο κάποιος ήρθε σιμά της. Δεν τον έβλεπε, αισθανόταν όμως να σφίγγεται ολοένα πάνω της. Έπεφτε απότομα, ύστερα έμενε ακίνητος, ύστερα πάλι πλησίαζε, ακριβώς όπως ο λεπτοδείχτης, στα μεγάλα ρολόγια του δρόμου, προχωρεί με αραιά πηδήματα προς τον ωροδείχτη. Το σώμα της τώρα, που το προστάτευε μόλις ένα λεπτό φόρεμα, ήταν ολόκληρο πάνω στο δικό του. Μουδιασμένη, εκμηδενισμένη, έκλεισε τα μάτια, κ’ έγειρε ελαφρά. Αυτός τότε, αρπάζοντας με βία το χέρι της, της μίλησε. Εγύρισε και τον είδε. Αλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια αναμμένα, γένια πυρρά. Τα ρούχα του, ξεβαμμένα, είχαν ένα κοκκινωπό χρώμα. Έσκυψε το κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ήταν λοιπόν ο Έρως;
Εσυνέχισε το δρόμο της χωρίς ν’ απαντήσει. Την έσπρωχνε μέσα στο πλήθος. όταν απομακρύνθηκαν στάθηκε και το είπε να την οδηγήσει όπου ήθελε. Αυτή θα τον ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Εκοίταξε δύσπιστος, αλλά επροχώρησε. Έφτασαν σε δρόμους ερημικούς. Εβγήκαν έξω από την πόλη. Τώρα περπατούσαν δίπλα σ’ ένα φράχτη. Ήταν πανσέληνος. Η ευωδιά των κήπων εγέμιζε τα στήθη της. Μέσα στη σιωπή ακούονταν οι γρύλοι και τα γρήγορα βήματα των δύο ανθρώπων. Εγύριζε και την έβλεπε συχνά. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από το φεγγάρι, παίρνοντας μια ξένη έκφραση. Και η σιλουέτα του, με τα παλιά, σχισμένα ρούχα, καθώς επήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, είχε κάποιον αλλιώτικο, βιβλικό χαρακτήρα. Έφταναν σ’ ένα δάσος. «Εδώ» είπε ο άντρας βραχνά.

Από τα μάτια της επέρασαν την ίδια στιγμή εικόνες παιδικών αναμνήσεων. Οι χαλκομανίες με τα ξανθά αγγελούδια που κρατούσαν γιρλάντες από τριαντάφυλλα και χαμογελούσαν, φυλακισμένα στα φύλλα ενός βιβλίου. Οι βασίλισσες και οι ιππότες των παραμυθιών. Το μωβ φορεματάκι της πρώτης κούκλας. Ο θάνατος του αδελφού της…Ύστερα, όταν μεγάλωσε, τα χρόνια που πέρασε μονάχη με την μητέρα της. Έχανε κανείς τον αριθμό τους μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Και οι ενοικιαστές. Έχανε κανείς τη σειρά τους…

Ο άλλος ήταν ευτυχής. Σαν πράγμα αφέθηκε στα χέρια του. Την έσχισε σα χαρτί και την πέταξε χάμου με θυμό ασυγκράτητο, με την πρωτόγονη ορμή της διψασμένης του νιότης. Στις ακούσιες και άτονες αρνήσεις της, στις σβησμένες λέξεις που επρόφερε όχι η ίδια αλά το φύλο της, στην ένστικτο υποχώρηση της σάρκας της, αυτός είχε ν’ αντιτάξει βλαστήμιες και βρισιές, που εσκέπαζαν, εξιλέωναν με χυδαιότητα όλες τις άσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο το στόμα του, με μια αποπνικτική ανάσα, αληθινή πληγή, εσφράγιζε αιματηρά τους ώμους, τα χείλη, το αγνό μέτωπο. Είχε την εντύπωση ότι κάπου αλλού συνέβαινε αυτή η φριχτή ιστορία, κ’ έκλεισε τα μάτια της.

Επέρασαν ώρες. Η αυγή έσκυβε στο ίνδαλμά της. Το πελιδνό σώμα της γυναίκας έλαμπε σαν άστρο διαρκώς περσότερο. Μέσα στα δάκρυά της εκοίταξε γύρω έκπληκτη. Εζήτησε να ντυθεί. Δεν ήθελε να την αφήσει. Της μιλούσε τώρα με τρυφρότητα. Ύστερα άρχισε να τραγουδάει. Της είπε κάτι σαν αστείο. Τέλος σηκώθηκε και, χωρίς λόγο, επήδηξε τρεις φορές όσο μπορούσε πιο ψηλα, ξεφωνίζοντας ασυνάρτητες λέξεις. Σε λίγη ώρα την αγκάλιασε πάλι. Ήταν ευτυχής.

 

Κυριακή 11 Απριλίου 2021

Η έπαυλη του Νικολάου Λούντζη στον Αγγερικό

 Αναδημοσίευση: https://www.imerazante.gr/2013/07/10/67906

Το αρχοντικό του Ιωάννη Δημητρίου Λούντζη – Σολωμού, με τη μνημειώδη αρχιτεκτονική, γνώρισε δύο οικοδομικές μορφές. Την αρχική (του πρώτου ιδιοκτήτη του Νικολάου Αν. Λούντζη) και την προσεισμική.
Το αρχοντικό περιείχε αξιόλογα έργα τέχνης, λαμπρούς πίνακες, έπιπλα, σερβίτσια κ.τλ, προερχόμενα, κυρίως, από την κληρονομιά των Διονυσίου και Δημητρίου Σολωμού.
Στο σχέδιο του Αναστασίου Σάρτζιντ, του 1852, αντικρίζουμε μια βίλα στην καλύτερη παράδοση του Andrea Palladio, της Βενετσιάνικης «terra farma» γενικότερα.
Στο υπερυψωμένο «πιάνο νόμπιλε» βρίσκονταν τα σαλόνια και η αίθουσα χορού. Στον πρώτο όροφο ήταν τα υπνοδωμάτια και άλλη σάλα, που έβγαζε στο θαυμάσιο εξώστη με διπλές δωρικές κολώνες.
Στην ανατολική πλευρά υπήρχε ισόγεια πτέρυγα με βοηθητικούς χώρους, αποθήκες, κατοικίες προσωπικού κ.τλ.
Το κτηριακό συγκρότημα, φυσικά, ήταν «βουτηγμένο» στο τυπικό τζαντιώτικο πάρκο.
Το αρχοντικό είχε δύο προσβάσεις, μια ανατολικά και μια άλλη στην άκρη της ατελείωτης «μαΐστρας», προς το δρόμο του Καλλιπάδου και οι δύο με θαυμάσια ζακυνθινά πορτόνια, σε καλαίσθητες κολώνες.
Ο σεισμός του 1893 κατέστρεψε μέρος του κτηρίου και οδήγησε σε σμικρύνσεις και αρχιτεκτονικές προσαρμογές. Η νέα μορφή, με δική της προσωπικότητα, δέσποζε στη περιοχή μέχρι την τελειωτική καταστροφή του 1953.
Από τη μοιραία χρονολογία και πέρα, έμεινε μόνο το πάρκο…
Σήμερα, οι δωρικές κολώνες του εξώστη κοσμούνε τη μικρή πλατεία της Μπόχαλης, σύμβολα του σεισμού και τη παλιάς εποχής της Ζακύνθου.

Βιβλιογραφία

–Robert Sargint, Η Ζάκυνθος κάποτε… Κείμενα Νίκιας Λούντζης. Έκδοση του Σωματείου «Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων».
–Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος – Πεντακόσια χρόνια, Ύπαιθρος Χώρα. Αθήνα, 1979.