Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

WALT WHITMAN

Αυτό το χειρόγραφο του ποιητή Walt Whitman δείχνει την επεξεργασία του ποιήματος " Thanks in Old Age" 



THANKS IN OLD AGE.
Thanks in old age—thanks ere I go,
For health, the midday sun, the impalpable air—for life, mere
life,
For precious ever-lingering memories, (of you my mother dear
—you, father—you, brothers, sisters, friends,)
For all my days—not those of peace alone—the days of war the
same,
For gentle words, caresses, gifts from foreign lands,
For shelter, wine and meat—for sweet appreciation,
(You distant, dim unknown—or young or old—countless, un-
specified, readers belov'd,
We never met, and ne'er shall meet—and yet our souls embrace,
long, close and long;)
For beings, groups, love, deeds, words, books—for colors, forms,
For all the brave strong men—devoted, hardy men—who've for-
ward sprung in freedom's help, all years, all lands,
For braver, stronger, more devoted men—(a special laurel ere I
go, to life's war's chosen ones,
The cannoneers of song and thought—the great artillerists—the
foremost leaders, captains of the soul:)
As soldier from an ended war return'd—As traveler out of
myriads, to the long procession retrospective,
Thanks—joyful thanks!—a soldier's, traveler's thanks.

Το παραπάνω χειρόγραφο του Walt Whitman δείχνει πώς ο ποιητής επεξεργάστηκε το ποίημα " Leaves of Grass" σαν ένα κολάζ 


Κι εδώ αριστερά υπάρχει τυπωμένο το ποίημα ενώ δεξιά βλέπουμε το χειρόγραφο του ποιήματος!  


Οι εικόνες αντλήθηκαν από το HARRY RANSOM CENTER

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

HART CRANE


Μετάφραση Χάρης Βλαβιανός

Θρύλος

Σιωπηλές, σαν τον καθρέφτη, πλάι μου
Βυθίζονται οι πραγματικότητες στη σιωπή…
Δεν είμαι έτοιμος για μεταμέλεια∙
Ούτε για ν’ αντιπαρατεθώ στις τύψεις μου. Γιατί η νυχτοπεταλούδα
Δεν ενδίδει περισσότερο απ’ ότι η ακίνητη
Ικέτιδα φλόγα. Και τρεμάμενα
Στις λευκές νιφάδες που πέφτουν
Είναι τα φιλιά,--
Το μόνο που αξίζει κάθε παραχώρηση.

Πρέπει να το μάθει κανείς—
Αυτό το σκίσιμο στα δύο, αυτό το κάψιμο.
Όμως μονάχα αν είναι έτοιμος
Ν’ αναλωθεί και πάλι.

Χίλιες φορές
(Ξανά το αναμνηστικό που γίνεται καπνός,
Είδωλο που αιμορραγεί!), και μια φορά ακόμα.
Ώσπου να κερδηθεί η λαμπερή η λογική
Χωρίς κανένα ψίθυρο,
Σαν τον καθρέφτη

Ύστερα, σταγόνα την καυστική σταγόνα, μια τέλεια κραυγή
Θα δέσει κάποια επίμονη αρμονία,-
Τον αδιάλλακτο χορό εκείνων που οδηγούν
Τον θρύλο της νεότητάς τους στο καταμεσήμερο.

O Αμερικανός ποιητής Hart Crane (1899-1932), ένας από τους πρώτους που επιχείρησαν να εκφράσουν το πνεύμα του εκμηχανισμένου 20ου αιώνα με ποιητικούς όρους, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερος ποιητής της γενιάς του. Ο Robert Lowell τον αποκαλούσε «ο Σέλλεϋ της εποχής μου», ενώ ο κριτικός Allan Tate έγραψε πως ο Κρέιν «μεταμόρφωσε και επανενεργοποίησε την αμερικανική γλώσσα». Γεννημένος σε μια μικρή πόλη του Οχάιο, ο Κρέιν επαναστάτησε εναντίον της αξιοπρεπούς μικροαστικής οικογένειάς του, και σπαταλήθηκες σε μια βίαιη, παράφορη και ασταθή περιπλάνηση στην Αμερική, την Ευρώπη και την Καραϊβική, διακηρύσσοντας την ομοφυλοφιλία του, σπαρασσόμενος από αμφιβολίες για την γνησιότητα της ποιητικής του φλέβας, πάσχοντας από μανιοκαταθλιπτικές κρίσεις, άρρωστος, φτωχός και αλκοολικός. Τον Απρίλιο του 1932 αυτοκτόνησε πηδώντας στη θάλασσα, την ώρα που το πλοίο που τον μετέφερε περνούσε από τον Κόλπο του Μεξικού. Κορυφαίο ανάμεσα στα έργα του παραμένει το επικό ποίημα Η γέφυρα [1930], το οποίο αποτελεί μια μεταφορική συγχώνευση των προσωπικών αισθημάτων του ποιητή με τους μύθους και την ιστορία της Αμερικής και αποτελεί την αισιόδοξη απάντηση του Νέου Κόσμου στην αρνητική άποψη για τη σύγχρονη εποχή, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Έρημη Χώρα του Έλιοτ. Αν και βαθύτατα επηρεασμένος από τον Έλιοτ, ο Κρέιν απέρριψε το μοντερνιστικό του πρόγραμμα, και στηριζόμενος στα δικά του σύμβολα (σύγχρονες αμερικανικές πόλεις, μηχανές, μουσική τζαζ, τροπικά τοπία της Φλόριντα, ακτές της Καραϊβικής, κλπ.) έγραψε ένα ποίημα που συνθέτει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της αμερικανικής κουλτούρας σ’ ένα εκστατικό όλον. Ο ποιητής πού ύψωσε πάνω από της κερματισμένη Αμερική τη Γέφυρά του, για να της προσφέρει ένα νέο συνεκτικό όραμα, έμελλε να χαθεί, στοιχειώνοντάς την.

LALLA ROMANO





Τάμα

Καμιά φορά σκέφτομαι
πως θα ήθελα να βρίσκομαι σε μια
από κείνες τις απλοϊκές παραστάσεις των ναών
που οι ταπεινοί ζωγραφίζουν ως αφιέρωμα.
Σε ένα ήσυχο δωματιάκι
με λευκό κρεβάτι, λευκές κουρτινούλες,
και μια ευσεβής κυρία να προσεύχεται,
ντυμένη στα μαύρα, γονατισμένη
στο πάτωμα με τις λευκές και γαλάζιες πλάκες.
Εκεί τα πράγματα δεν έχουν σώμα:   
είναι απλώς ένα πέπλο
της ψυχής.
Μιας ψυχής απλής και πιστής
όπως εκείνη των ήρεμων μικρών ζώων.

                                   Poesie (appunti), inedite

         * * *

Πριν την αυγή

Απότομα τη νύχτα μάς ξυπνά
βραχνό ουρλιαχτό πετεινών˙ και πιστεύουμε
ήδη στον χαιρετισμό της αυγής˙ όμως μας συνταράζει 
και μας διεγείρει, βυθισμένους ακόμη στον ύπνο
και απροετοίμαστους, η μυστηριώδης έκκληση.
Αντηχεί στα έντρομα πνεύματα
μέσα από τη σιωπή, και με φόβο
και άγνωστο πανικό σκεπάζει τη νύχτα.                                       

         * * *

Έρωτας

Αν στα μάτια με κοιτάς, δεν ακούω
τις λέξεις σου˙
άλλες λέξεις λένε τα μάτια σου,
μάλλον μόνο μία:
την πιο γλυκιά, τη μόνη που αντιλαμβάνομαι.
Κι όμως τη φοβάμαι:
διότι αν μετά σιωπάς, ακόμη ζητώ λέξεις.

                                                        Fiore (1941)

         * * *

Χαρούμενη κατέρχομαι προς τα όνειρα
γιατί εκεί θα σε αντικρίσω
και θα πετάξω στην αγκαλιά σου
γελώντας

Όμως καμιά φορά
φαίνεται πως δεν με βλέπεις και απομακρύνεσαι
στους άδειους δρόμους

και αφού μάταιο
είναι να σε φωνάξω, εκεί κάτω,
άλαλη ανεβαίνω ξανά                   
                                
                  * * *

Δεν ωφελούν τα τείχη
η βροχή με χτυπά και με μουσκεύει
δεν ωφελούν οι κουβέρτες η λάμπα
η βροχή με διαπερνά και σκάβει

Μέσα από το αίμα μέσα από τη σάρκα
μέχρι να σβήσει την καρδιά
                                       
                  * * *

Η μακρινή φωνή σου
είναι μοναξιά
περισσότερο απ’ όσο η απουσία

Έτσι βλέπουν τον ουρανό
οι θαμμένοι
λευκός ουρανός των φυλακών 
απαγορευμένος ουρανός των τυφλών
που δεν δόθηκε στη μνήμη
                                                                                                                  
                  * * *

Το φορτηγό με τα βιολετί φανάρια
στο βάθος της νύχτας
είναι φόβος
και η κενή θέση σου
τα απόντα χέρια σου
το τρεμάμενο βήμα μου
στο μοναχικό πεζοδρόμιο  
                          
         * * *

Το ζωηρό πρωινό
είναι ατελείωτη νύχτα
είναι η μοναχική
απραξία των φυλακών
το βασανιστικό
κρεβάτι των νοσοκομείων
είναι η αργή αφαίμαξη
μιας πληγής

                               Giovane è il tempo (1974)
                                                                                  
              
Η Ιταλίδα συγγραφέας και ζωγράφος Lalla Romano (Demonte, 1906 – Milano, 2001) σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Torino και παρακολούθησε τη σχολή ζωγραφικής του Felice Casorati. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος, δίδαξε ιστορία της τέχνης και συνεργάστηκε με γνωστές εφημερίδες ως τεχνοκριτικός. Κατά τη διάρκεια του πολέμου φεύγει από το Torino και επιστρέφει στο πατρικό της στο Cuneo, όπου έρχεται σε επαφή με ομάδες παρτιζάνων και προσχωρεί στο παράνομο Κόμμα Δράσης (Partito d’Azione). Ο Montale την ενθάρρυνε να εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, Fiore (1941). Η Romano συνήθως δημιουργεί μια λεπταίσθητη ατμόσφαιρα, αναλύοντας απλά και προσωπικά αισθήματα. Εκτός από την ποίηση, έγραψε κυρίως πεζά: Le metamorfosi (1951), Maria (1953), Tetto Murato (1957), Diario di Grecia (1960), L’uomo che parlava solo (1961), La penombra che abbiamo attraversato (1964), Nei mari estremi (1987), Dall’ombra (1999) κ.ά.

Η επιλογή των ποιημάτων έγινε από τον τόμο: Lalla Romano, Poesie, a cura di Cesare Segre, Einaudi, Torino 2001.



Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη






Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Kωστὴς Παλαμᾶς - "Ἡ Φοινικιά"

Στὸ Δροσίνη, ποὺ τὸ πρωτάκουσε.

Mέσα σ᾿ ἕνα περιβόλι, γύρω στὸν ἴσκιο μιᾶς φοινικιᾶς,
κάποια γαλανὰ λουλουδάκια, ἐδῶ κατάβαθα,
καὶ κεῖ πιὸ ἀνοιχτά, μιλούσανε.
Πέρασ᾿ ἕνας ποιητής, (ποὺ πέθανε τώρα),
καὶ ρύθμισε τὸ μίλημά τους ἔτσι:


Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι·
τὸ χέρι τό ῾βαλε καταραμένη Μοῖρα;
τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει!
Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτήρα
ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἄδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει;
Τάχ᾿ ἀπὸ χαλαστῆ γιὰ τάχ᾿ ἀπὸ Σωτῆρα;
Νά μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου·
ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου;
Τὰ καταχώνιαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι,
ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ψάχνανε λαίμαργες ἀκρίδες,
κ᾿ ἦρθε βροχή· καὶ τ᾿ ἄνθια, ποὺ εἶχαν ἀχνογύρει,
ξυπνοῦνε καὶ ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ᾿ ὕστερ᾿ ἀκόμα πιὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι
τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες·
τρικυμιστὴ μόνο ἡ κορφή σου ἀνάρια ἀνάρια
σταλοβολάει ἁδρὰ βροχομαργαριτάρια.
Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι,
κάθε πουλὶ ὀνειρεύεται πὼς εἶναι ἀηδόνι,
μονάχα πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη σου σὰ βόλι
τὸ μαργαριταρένιο στάλαμα, καὶ ―ὢ πόνοι―!
ὅλων κορῶνα τοὺς φορεῖ τὸ δροσοβόλι,
ὅλα τὸ γάργαρο νερὸ τὰ μπαλσαμώνει·
γιατί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία τῶν ὅλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι ἀρρώστια καὶ καμίνι;
Πόσο σκληρὰ χτυπάει τὸ βόλι τὸ δικό σου!
Κανέν᾿ αὐτὶ ψηλά, κανένα μάτι ἐμπρός μας.
Ζοῦμε στὸν ἴσκιο σου, ἕνας κόσμος ὁ κορμός σου,
τὸ στέμμα σου οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα· ὁ οὐρανός μας.
Θεὸς ἀλύπητος ἂν εἶσαι, φανερώσου.
Ἂν ὄχι, γνέψε μας, καὶ μία γαλήνη δός μας,
καὶ μὴ σκοτώνῃς μας ἀγάλια ἀγάλια, ἢ δρᾶμε
καὶ ρῖξε μας νεροποντὴ μὲ μιᾶς νὰ πᾶμε!
Σὰν πληρωμὴ εἶν᾿ ὁ πόνος μας καὶ σὰ βρετήκι,
τῆς ἁρμονίας μας σφράγισεν ἡ χρυσὴ βούλλα,
ἐνῷ μᾶς ῾γγίζει ὁ Χάρος, μᾶς θεριεύει ἡ Νίκη,
τρέμομε, χαῖρε, τοῦ ρυθμοῦ ἱερὴ τρεμούλα!
Καταχωμένο ἀνήλιαγο ζῇ τὸ σκουλῆκι
γιὰ νὰ χαρῇ μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μίαν ὥρα τὴν ὡραία ζωή, καὶ νὰ πεθάνῃ.―
―Τὸ χάσμα τῆς πληγῆς γίνεται συντριβάνι.
Τὰ σταχτερά, τὰ διάφανα, τὰ χίλια μύρια
πράσινα, τ᾿ ἀναβρύσματα· καὶ τὰ μαμούδια
καὶ τὰ δετὰ τῆς γῆς· τ᾿ ἀνάερα τρεχαντήρια,
τὰ σκουληκάκια, οἱ μέλισσες, τὰ πεταλούδια,
λουλούδια, ὦ δισκοπότηρα καὶ θυμιατήρια!
Χάιδια τῆς χλόης, παντοῦ φιλιά, τοῦ μούσκλου χνούδια,
τοῦ κάτου κόσμου ἀχός, αἰθέρια μαντολίνα·
στὰ φύλλα μία λαχτάρα, λίγωμα στὰ κρίνα!
Ἄνθια, ὅσα ξέρετε, δὲν ξέρουν τὰ τρυγόνια,
ὡραίων ἐρώτων εἶστ᾿ ἐσεῖς τὰ διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στὰ κλώνια,
μιᾶς πλάσης εἶναι αὐγὴ τοῦ καθενὸς ἡ γέννα·
τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς χαρᾶς τὰ παναιώνια
τὰ ξέρετε, ὦ λιγόζωα σεῖς καὶ ὦ δακρυσμένα!
Ἐμεῖς, ―ὢ τὰ χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τὰ στοχαστικὰ καὶ τ᾿ ἄυλα μάτια.
Ἂς εἶστ᾿ ἐσεῖς, ἄπλεροι ἀνθοί, μεστὰ ἀνθοκλάδια,
ἀπὸ τὰ χρυσολούλουδα ὡς τὰ χαμομήλια,
σὰν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ σὰν πετράδια,
σὰν τὰ παρθένα μάγουλα καὶ σὰν τὰ χείλια,
σὰ χέρια ἂς γλυκανοίγεστε, γιομάτα ἢ ἄδεια,
χαράματα κι ἂς εἶστε αὐγῆς, βραδιοῦ καντήλια,
τῆς νεράιδας δροσιᾶς ἂς εἶστε τὰ παλάτια·
τὰ μάτια εἴμαστ᾿ ἐμεῖς, εἴμαστ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια.
Σ᾿ ἐμᾶς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
καὶ σύγνεφ᾿ ἀπὸ ἔγνοιες καὶ καημοὺς λαγκάδια,
καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀσάλευτο σ᾿ ἐμᾶς, τὸ σάλο
τοῦ πέλαου γύρω στὰ καράβια πρὸς τὰ βράδια,
τὸ δάκρυ ἀκύλιστο, κι ἀξήγητο κάτι ἄλλο…
Ποιᾶς φυλακῆς νά ῾μαστ᾿ ἐμεῖς τὰ συγγενάδια;
Ἦρθε καὶ κλείστη μέσα μας, ―ποιὸς νὰ πιστέψῃ!―
μιὰ κολασμένη καὶ μία θεία· ἡ Σκέψη, ἡ Σκέψη!
T᾿ ἀνάστημα ἔχετε, τὸ παίξιμο, τὸ νάζι,
καὶ κάποιο ἀμίλητο περήφανο καμάρι,
καὶ κάποιο μάγεμα ποὺ ρίχνεται κι ἁρπάζει,
κι ἀπ᾿ τὴν πρωτόπλαστη ὀμορφάδα ἔχετε πάρει.
Σὰν εἴδωλα χλωμὰ σᾶς δείχνει τὸ μαράζι,
καὶ τὸ πουλὶ σᾶς δίνει κάποτε τὴ χάρη,
καὶ τὸν ἀέρα μία νεράϊδα ἀνεμοπόδα,
ὢ μὲ τὰ μύρια θεία χαμογέλια, ὢ ρόδα!
Τὸ πρόσταξε θεὸς Ἀπρίλης ἀνθομάλλης·
―ὦ μοσκοβόλισμα, ἄλλαξε καὶ λάμψη γίνε!
Γιὰ τοῦτο ἀμύριστα εἶστε, ρόδα τῆς Βεγγάλης,
ὅλων τῶν ἄλλων ἡ εὐωδιὰ σ᾿ ἐσᾶς φῶς εἶναι.
K᾿ ἐσὺ ποὺ στέκεις, τῶν ἀνθὼν ὡς νὰ εἶσαι ὁ κράλης,
ἀπὸ ποιὸν κόσμο παραστράτισες, ὦ κρῖνε;
Ἀπὸ τῆς εὐωδιᾶς τὴ μάννα, ἀπὸ τ᾿ ἀστέρι
τὸ πιὸ λευκόν;
    Ὦ Φοινικιά, κ᾿ ἐμεῖς; Ποιὸς ξέρει!
Τῆς εὐωδιᾶς αἰθεροπόταμο, κρατήσου·
δὲν ἔτρεξες, δὲν πότισες τὴν ἄνθησή μας·
τῆς εὐωδιᾶς εἴπαμε: πάψε τὴν ὁρμή σου,
μὴ χύνεσαι ἀπὸ μᾶς, μὴ γίνεσαι πνοή μας,
βυθίσου μὲς στὰ φυλλοκάρδια μας, καὶ κλείσου
ἀκάτεχη ἀπ᾿ τὸ μύρισμα, μὲς στὴν ψυχή μας·
ψάξε νὰ βρῇς τὴ σκέψη μας, καὶ ὁμάδι ζῆσε.
Ἂς εἶναι ἡ μέλισσα, κ᾿ ἐσὺ τὸ μέλι ἂς εἶσαι!
Ἀπὸ τὸ βιὸς τοῦ ἥλιου ὅλα ἀραδιάστε τὰ ὄξω,
λουλούδια, ὅλα τὰ χρώματα, καὶ στολιστῆτε.
K᾿ εἴπαμε στ᾿ ἀδερφάκια μας: τὸ οὐράνιο τόξο
φορεματάκια κάμετέ το, καὶ ντυθῆτε!
K᾿ εἴπαμε τὸ καθένα μας: «Ψυχή, θὰ διώξω
κάθε λαμπράδα, μήτ᾿ ἡ αὐγή, καὶ ἡ δύση μήτε·
μοῦ φτάνει κάτι ἀπὸ τὴ θάλασσα, κι ἀκόμα
κάτι σὰ γέλιο, ποὺ γελᾷ τὸ οὐράνιο στόμα!»
Σύγνεφο γίνε, μίλα μὲ τ᾿ ἀστραποβόλι,
κορυδαλλός, καὶ λάλησε, Πόθε μεγάλε,
καὶ ὑψώσου πρὸς ἀστέρινο ἄλλο περιβόλι.
Ὅλη τη μουσικὴ μὲς στὴν ἀγάπη βάλε,
καὶ βάλε τῶν παιδιῶν τὴν ἀθῳότητα ὅλη,
καὶ βάλε κι ὅλη σου τὴν ὀμορφιά, καὶ πάλε
θά ῾χῃς τὸν ἴσκιο τῆς ἀγάπης· ὄχι ἐκείνη·
ἐκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει καὶ δὲ σβήνει!
Ἀπὸ μία τρίδιπλη ψυχὴ τὸ περιβόλι,
συρτὴ καὶ ριζωτὴ καὶ φτερωμένη, πλέκει
τὸ εἶναι· ἡ κάμπια ὁλόβαθα χτίζει μία πόλη,
καὶ τὸ πουλὶ χτίζει ἕναν ἔρωτα παρέκει
πρὸς τὸν αἰθέρα· καὶ ἡ χλωράδα γύρω σου ὅλη
δὲν ἔχει νόημα, δὲν ὑπάρχει, ἢ γιὰ νὰ στέκῃ
καὶ νὰ εἶναι, ἀκροπρεπίδι σου, στὴ δούλεψή σου·
ὤ! πῶς ὑψώνεται στὸν ἥλιο τὸ κορμί σου!
Δὲ σταματάει κισσός, δὲν κόβει παρακλάδι
τοῦ κορμιοῦ σου χυτὴ κ᾿ ἐλεύτερη τὴ γύμνια·
ὅμως, γυμνή, μὲ ὀνειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τὰ χλωρὰ τοῦ κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει τῆς βασιλείας σου σημάδι
κορῶνα ἀχτίδων ἀπὸ σμάραγδα κι ἀσήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη ἀπὸ τὴν κορφή σου·
ὤ! τί ρυθμὸς ποὺ κυβερνάει τὸ θεῖο κορμί σου!
Ἔτσι δὲν εἶναι ὡραῖο τὸ νέο κυπαρίσσι
λιγώντας αὐροσάλευτο πρὸς τὸν αἰθέρα,
ἔτσι δὲν εἶναι ὡραία ἡ χλοϊσμένη βρύση
ποὺ ψέλνει σὰν ποιητὴς καὶ θρέφει σὰ μητέρα,
ἔτσι δὲν εἶν᾿ ἡ ἀνατολή, δὲν εἶναι ἡ δύση·
ἀπ᾿ τὴν κορφή σου κρέμεται ἄλλου κόσμου μέρα·
ἔτσι ὄμορφη δὲν εἶν᾿ ἡ ἀναπαμένη λίμνη·
στὰ πόδια σου οἱ θεοὶ κ᾿ οἱ θεολάλητοι ὕμνοι!
Ἀγγέλου φάντασμα στὴ σκήτη τοῦ ἐρημίτη,
στῆς νύχτας τὴ σιωπὴ τῆς ἁρμονίας τὸ στόμα,
ἡ σκέψη, ἐκεῖ ποὺ πρωτοστράφτει στοῦ τεχνίτη
τὸν πλατυμέτωπο οὐρανό, καὶ πρὶν ἀκόμα,
ὄνειρο ἀσκλάβωτο κι ἀπάρθενο, εὕρῃ σπίτι
καὶ γίνῃ λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρῶμα,
σὰν τὴν ἰδέα σου δὲν εἶναι, καθὼς πέφτει
κι ἀντιχτυπάει στοῦ λογισμοῦ μας τὸν καθρέφτη.
Μέσα σου ρέει τὸ διάφανο, τ᾿ ἀθάνατο αἷμα,
ἢ ὁ χυμὸς ὁ ἀνήμπορος νὰ σὲ ξυπνήσῃ
ἀπό ῾ναν ὕπνο δίχως μίλημα καὶ βλέμμα
σὲ μιᾶς ἀθόλωτης ζωῆς τ᾿ ὡραῖο μεθύσι;
Τὸ στέμμα τῆς κορφῆς σου εἶν᾿ ἕνα ξένο ψέμα
ἢ τὰ μαλλιά σου, ποὺ ἡ πνοὴ σὰν τὰ χτυπήσῃ,
γίνονται λύρες γιὰ νὰ εἰποῦν ὁλόγυρά σου
τὴ συμφωνία τῶν ὅλων καὶ τῆς ὀμορφιᾶς σου;
Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα,
καὶ δοκιμάζεις τα καὶ τὰ τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δὲν εἶναι, γίνονται· σὲ τρώει μία πεῖνα,
καὶ σὲ μία πλάση ἀνώτερη νά ῾μπῃς παλεύεις.
Μιὰ πολιτεία, μίαν ἠλιοστάλαχτην Ἀθήνα
δεξιά, ζερβά, μακριά, στὰ ὕψη, ὅλο γυρεύεις,
καὶ στέκεσαι νὰ φύγῃς πρὸς τὰ μισουράνια
πετώντας μὲ τοὺς κύκνους καὶ μὲ τὰ γεράνια.
Λείψανο εἶσαι ἀπὸ νεκρὸ μεγάλο αἰῶνα,
ζωῆς, ποῦ γίνεται, εἶσαι ἡ πρώτη δροσεράδα;
Πότε ἀπὸ μέσα σου κοιτάει, τραβάει ἀγῶνα
γιὰ νὰ χυθῇ στὸ φῶς μία νύφη Ἀμαδρυάδα,
πότε σὰν τελευταῖα ὑψώνεσαι κολῶνα
ναοῦ, ποὺ κάποτ᾿ ἔστεκε σὲ μίαν Ἑλλάδα.
Τέλος ἢ ἀρχή, βραδιὰ ἢ πρωί, σὲ δένει κάτι
μὲ τοὺς ὁρίζοντες ποὺ χάνεται τὸ μάτι.
Ὡσαννὰ χύνουν οἱ βλαστοί σου καὶ τὰ βάγια
καὶ τὸ βασιλικὸ ὡσαννὰ τ᾿ ἀνάστημά σου
πρὸς ἄγνωστου θεοῦ διαβατικοῦ τὰ μάγια,
φανερωμένου πρῶτα πρῶτα στὴ ματιά σου.
Ἐσὺ ὡσαννά, ὡσαννὰ ἀποκρίνονται τὰ πλάγια.
Ὤ! ποιὰ τὰ ὁράματα καὶ ποιὰ τὰ μυστικά σου;
Σφάζει τὰ λυγερὰ λουλούδια καὶ τὰ φύλλα
ἀπὸ καινούργιους οὐρανοὺς ἀνατριχίλα.
K᾿ ἐμεῖς; Ἦρθε ὡς ἐμᾶς τὸ μακρινὸ πουλάκι,
τ᾿ ἀγεράκι μας ἄγγιξε μὲ τὰ φτερά του,
καὶ κονταστάθηκε τὸ βιαστικὸ τὸ ρυάκι,
καὶ τὸ παιδί μας ἔρριξε τ᾿ ἀνάβλεμμά του,
καὶ τὸ περήφανό μας ἔγνεψε ζαμπάκι,
καὶ τὸ φεγγάρι ἦρθε γιὰ μᾶς ὡς ἐδῶ κάτου,
κ᾿ εἶδε καθεὶς τ᾿ ἀπόξω μας, κανεὶς τὰ βάθη·
ὁ κόσμος γλίστρησεν ἀπάνω μας κ᾿ ἐχάθη.
Πορτοκαλλάνθια, τί σᾶς ρώτησαν τ᾿ ἀηδόνια;
Ὁ τζίτζικας τί θέλει ἀπὸ τὰ μεσημέρια;
Κι ὅσα βογγοῦνε σὰν ἀπὸ τὰ καταχθόνια,
κι ὅσα ἀνεβαίνουνε τραγούδια πρὸς τ᾿ ἀστέρια,
τοῦ σαρακιοῦ ἡ φωνή, τ᾿ ἀνήσυχα τριζόνια,
τ᾿ ἀρώματα, οἱ πνοές, τὰ ἕρμα καὶ τὰ ταίρια,
ὅσα πετοῦνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν,
κάτι γνωρίζουνε γιὰ σὲ καὶ μᾶς τὸ κρύβουν.
Μέσα μας μιὰ ψυχὴ ἀπὸ μπόρα κι ἀπὸ πίσσα
τὸ πονηρὸ γιὰ σὲ στὸ λογισμό μας βάζει.
Στὴ νυχτερίδα ὅλο γιὰ σὲ μιλοῦσε ἡ κίσσα
κ᾿ ἡ ἀκρίδα τὸ παινεύτηκε μ᾿ ἐσὲ πὼς μοιάζει,
κ᾿ ἡ σφῆκα ηὗρε χαρὰ στὴ σκέπη σου περίσσα,
κι ὁ νυχτοκόρακας μ᾿ ἐσένα ἀναγαλλιάζει·
μιὰ πλάση ―Ἐσὺ ποὺ ἀτάραχη τραβᾶς πρὸς τ᾿ ἄστρα,
παραμονεύει σὲ κακὴ κι ἀναγελάστρα!
Ὦ φυσημένη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τοῦ πεύκου, Ὑγεία!
Πατᾷς, παντοῦ οἱ καρποὶ στ᾿ ἀγκάθια, στὰ τριφύλλια,
κυλᾷς μὲ τὰ νερά, καὶ λάμπουν τὰ στοιχεῖα,
γιὰ τ᾿ ἄδολο κρασὶ τρυγᾷς τὰ ὡραῖα σταφύλια,
ὅπου σταθῇς, θ᾿ ἀναστηθῇ μία πολιτεία,
πάντα ὁ μαστός σου γάλα ρέει, δροσιὰ τὰ χείλια.
Ὦ μάννα στρογγυλὴ καὶ καρπερὴ καὶ ἀκέρια,
μᾶς λυών᾿ ἡ ἀρρώστια· μοιάσαμε τὰ νεκροκέρια.
Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ἴσκιοι, ποὺ ἡ θεία της χάρη
παίζει κι ἁπλώνει, πρῶτε, δεύτερε καὶ τρίτε,
ἀπὸ τὸ στοιχειωμένο τὸ σκληρὸ φεγγάρι
―μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, καὶ φτερὰ μήτε!―
Προψὲς μίαν ὄψη τέταρτην εἴχατε πάρει·
σπαθιά! καὶ καρτερούσατε γιὰ νὰ χυθῆτε.
Νυχτοπετοῦσα πεταλούδα, ἔλεος κᾶμε·
ἀπάνω στὰ φτερά σου πᾶρε μας νὰ πᾶμε!
Ἡ ἀρρώστια μᾶς τυράγνησε μὲ τὴν ἀγρύπνια,
ὦ Φοινικιά, καὶ σὲ εἴδαμε νὰ κρυφογέρνῃς,
οἱ δρακοντιές, τὰ σκυλοβότανα, ὅλα ξύπνια,
νύχτα εἴταν, ἄμοιαστο χορὸ μ᾿ αὐτὰ νὰ σέρνῃς,
καὶ σ᾿ εἴδαμε ὄνειρο βαρὺ στὰ πρωτοΰπνια
μὲ φλόμους καὶ μὲ χαμαιλιοὺς νὰ παραδέρνῃς,
καὶ γύρω σ᾿ ἔπνιγαν ἀζώηρων περιβόλια,
κι ἀπὸ σκληρὲς ἀλόες λαὸς κι ἀπὸ τριβόλια.
K᾿ εἴσουνα, τῆς ζωῆς ὡς νὰ ζητοῦσες φόρο
αἱματοπότιστο, κι ὀλάγρια ἀντιχτύπα
πεῖνα στὸ εἶναι σου, καὶ κάποιο σαρκοβόρο
ηὗρε σ᾿ ἐσὲ καὶ φώλιασε, κ᾿ ἔσκαψε τρῦπα,
κ᾿ ἔγινε σπήλαιο τὸ κορμὶ τὸ φτεροφόρο,
καὶ τῆς κορφῆς σου γιὰ κορφὴ φόρεσες γύπα·
σὰ φλόγες καὶ σὰν κύματα καὶ σὰ λεπίδια
συρμένα ἀπὸ τὴ ρίζα ὡς τὴν κορφή σου φίδια.
Ποιὸς τὸ στοχάστηκε, ποιᾶς Μοίρας εἶναι τάμα,
ἀπὸ τὰ κακομύριστα καὶ τ᾿ ἀπορρίμια
νὰ ὑψώνωνται τὰ ὁλόχλωρα, καὶ ἁγνὸ τὸ θάμα
τοῦ Μάη κι Ἀπρίλη ἀπ᾿ τὴν ἀκάθαρτην ἀσκήμια;
Γι᾿ αὐτὸ γαλάζια μέσα μας καὶ μαῦρα ἀντάμα,
καὶ στὴν ψυχή μας ὠκεανοὶ καὶ στενορρύμια,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς μὲ τὰ ὑπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μᾶς κρατεῖ καὶ μᾶς μολεύει.
Ἥλιε, τὰ μαῦρα ὀνείρατα πάρ᾿ τα καὶ πνίχ᾿ τα,
θολοὶ εἶν᾿ ἀχνοί, κ᾿ εἶναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀγαθά, τὰ πάντα δεῖχ᾿ τα,
σὰν ἀχτιδοπαιξίματα καὶ σὰν ἀηδόνια.
K᾿ ἐσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στὴν ἄγρια νύχτα
διάφανη σκέπη ἀπὸ καρδιὰ καὶ ψυχοπόνια,
τῆς Καλλονῆς παντοῦ κυμάτισε, ὢ πορφύρα,
κ᾿ ἡ πλάση ἂς γίνῃ ἀγάπη κι ἂς χτυπάῃ σὰ λύρα!
Ξημέρωσε. Τὸ φῶς χίλια σου σπέρνει μάτια,
γιὰ ν᾿ ἀγκαλιάζεις τὰ βουνὰ καὶ τὰ ρουμάνια,
στὰ δέντρα τὶς φωλιές, στὶς χῶρες τὰ παλάτια,
καὶ τὰ καράβια στ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ στὰ λιμάνια.
Τὴ νύχτα ὡραῖα ξωτικὰ σὲ ἀχτίδων ἄτια
νὰ σὲ δουλέψουν ἔρχονται ἀπὸ τὰ οὐράνια.
Χέρια φυτρώνει ἡ λεῦκα καὶ στ᾿ ἁπλώνει πλείσια
σὲ νανουρίζουν ἥσυχα τὰ κυπαρίσσια.
Μιλᾷς μὲ τὸν ἀϊτὸ καὶ μὲ τὸν πελεκάνο,
ρουφᾷς τὴ μουσικὴ τοῦ κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τὰ μακρινά, τὰ γύρω καὶ τ᾿ ἀπάνω,
τ᾿ ἀπέραντα καὶ τ᾿ ἄπιαστα καὶ τὰ μεγάλα,
ἀνταποκρίνεσαι μὲ κάθε ἀεροπλάνο,
μὲ ἀχτίδες, μὲ φτερά, μὲ τὴν παγκόσμια σκάλα.
K᾿ ἐμεῖς γυρτὰ στὴ γῆ, δαρμέν᾿ ἀπὸ μία λύπη,
ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.
Ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.
Νέο τραγούδι ἀφάνταστο ποὺ δὲν εἰπώθῃ,
ἦχος ποὺ τίποτ᾿ ἀπὸ μέσα του δὲ λείπει·
μέσα του ρυάζεται ἄγγελος ποὺ κεραυνώθη,
κι ὅλοι γλυκανασαίνουνε τ᾿ Ἀπρίλη οἱ κῆποι·
κρυφοὶ ἀναπάντεχοι μέσα του κλαῖνε πόθοι,
καὶ τρίζει μία φωτιά, ποὺ κόσμους θὰ χαλάῃ·
κάτι ποὺ μένει ἀξήγητο καὶ σὲ περνάει!
Πές μας τὴ φωτερὴ τ᾿ ἀέρινου ἱστορία,
τοῦ μαύρου θὰ σοῦ ποῦμ᾿ ἐμεῖς τὸ συναξάρι,
κ᾿ ἔλα νὰ τὰ ταιριάσουμε τὰ δυὸ στοιχεῖα,
τὴ δύναμή σου ἐσὺ μὲ τὴ δική μας χάρη.
Στ᾿ ἄφαντα, στὰ μικρά, στ᾿ ἀνήλιαγα, στὰ κρύα
ζοῦν ἕνας κόσμος δουλευτάδες καὶ κουρσάροι,
κ᾿ ἔχουν οἱ δρόμοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ οἱ μέρες
κι ὅσα δὲν ἔχουν τῶν ἀπέραντων οἱ αἰθέρες.
Τὴ ζωή του μᾶς εἶπε τὸ μελισσολόι
κι ἄστραψαν ὡς ἐμᾶς καινούργια νιάτα·
θάματ᾿ ἀνυποψίαστα σκεπάζ᾿ ἡ χλόη,
στὸ πλάϊ μας τὸ μυρμῆγκι ἀνοίγει βαθιὰ στράτα,
μιὰ σαύρα ἀργοσυρμένη μέσ᾿ ἀπὸ κατώι,
χωρῶν, ἐθνῶν, τεχνῶν ἔφερ᾿ ἐδῶ μαντάτα.
Μιὰ πεταλούδα, ποὺ ἔτρεχε γιὰ νὰ παντρέψη
τὰ λουλουδάκια, μᾶς ἐπλάτυνε τὴ σκέψη.
Ἀπάντρευτη, ἄκαρπη, κι ἀξήγητη καὶ ὡραῖα!
Παράξενη εἴταν ὥρα, ποιὸς θὰ τὸ πιστέψη;
Βουλήθη ὁ θεῖος κόσμος, κ᾿ ἔγινεν Ἰδέα,
καὶ στὴ δική μας φανερώθηκε τὴ σκέψη.
Τώρα σ᾿ αἰνίγματα καὶ σὲ σκοτάδια νέα
εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ ζωούλα μας γιὰ νὰ μισέψῃ.
―Ὦ Φοινικιά, ἀποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι,
πρὶν πῇς τὸ λόγο τὸν ὑπέρτατο, ἕνα χέρι.
Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔσπειρεν ἐδῶ ἕνα χέρι,
καὶ θὰ ξαναπλωθῇ, καὶ θὰ μᾶς ξερριζώσῃ,
καὶ θὰ πεθάνουμε· τὸ κῦμα καὶ τ᾿ ἀγέρι
καὶ τὸ νερὸ ἀνελεήμονα θὰ μᾶς σαρώσῃ,
καὶ δὲ θὰ κλάψῃ μας τ᾿ ὁλόανθο καλοκαῖρι,
κ᾿ ἡ πλατιὰ πλάση τὸ χαμό μας δὲ θὰ νιώσῃ,
καὶ κάτου ἀπὸ τοῦ ἴσκιου σου τὰ μάγια πάλι
θ᾿ ἀναστηθῇ μοσκόπνοη μιὰ βλάστηση ἄλλη.
Καὶ μήτε θὰ βρεθῇ γιὰ μᾶς κανένα μνῆμα
τοῦ διάβα μας τὸ φάντασμα νὰ συγκρατήσῃ·
μονάχα ὁλόφωτο τριγύρω σου ἕνα ντύμα
μὲ νέα μία λάμψη ἀχάλαστη θὰ σὲ στολίσῃ,
καὶ θὰ εἶναι ἡ σκέψη μας κι ὁ λόγος μας καὶ ἡ ρίμα.
Καὶ θὰ φανῆς ἐσὺ στὴν ξαφνισμένη χτίση
σὰν ἕνα χρυσοπράσινο καινούργιο ἀστέρι.
Καὶ μήτ᾿ ἐσύ, μήτε κανεὶς δὲ θὰ μᾶς ξέρῃ…

Οδυσσέας Ελύτης, «Σολωμού συντριβή και δέος»


Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου –που ακόμη φώταγε– το
μαρμαράκι
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ’ του Μεσολογγιού
τις πλάκες
 
Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός 
Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν’ ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να ’ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’ απομιμηθεί το
στέρνο σου
 
Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την
αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ’ άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει
καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις
αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ’ ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται.
Παρόμοια
 
Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να
διασώσω αλλ’
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη
από καιρό
ουρανός Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη, κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα
όπου
Σφάδαζα
μ’ αποτελείωνε.

 (Από τη συλλογή «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», εκδ. Ίκαρος, 1991. Συγκεντρωτική έκδοση «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2008)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/oi-poiites-gia-ton-solomo/ ]

Παναγιώτης Μουλλάς


O Πάνος Mουλλάς (1935-2010) γεννήθηκε στο Kιλκίς. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη Σορβόννη, όπου έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Έζησε και δίδαξε πολλά χρόνια στο Παρίσι. Yπηρέτησε ως καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για περισσότερα από 25 χρόνια. Eμφανίστηκε στα γράμματα εδώ και πενήντα και πλέον χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με σειρά άρθρων που δημοσίευσε στα περιοδικά Διαγώνιος και Kριτική, για ν’ ακολουθήσουν στη δεκαετία του 1960 πολυάριθμα μελετήματα στις Eποχές, την Eπιθεώρηση Tέχνης και τον Eρανιστή.Έκτοτε, συστηματικά, με ενθουσιασμό, πάθος και απόλυτη συνέπεια ερευνούσε, έγραφε και δίδασκε με αντικείμενο τη λογοτεχνία και τον κόσμο των ιδεών του νεότερου ελληνισμού. Eκατοντάδες άρθρα, μελετήματα και δοκίμια και μια δωδεκάδα ιδιαίτερα σημαντικών βιβλίων για τη νεοελληνική λογοτεχνία, κριτική και επιστολογραφία επιτρέπουν στον αναγνώστη να σκεφτεί, να κατανοήσει και να θέσει ερωτήματα για τον πολιτισμό της νεότερης Eλλάδας. Oι ποιητικοί διαγωνισμοί και η ποίηση του 19ου αιώνα, ο ρομαντισμός, οι ιδιαίτερα σημαντικοί πεζογράφοι Bιζυηνός, Παπαδιαμάντης και Pοΐδης, η ιστορία της κριτικής και του δοκιμίου και η μεσοπολεμική και μεταπολεμική πεζογραφία ανήκουν στα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε συστηματικά.O ανοιχτός και γενναιόδωρος λόγος του, που θέτει κρίσιμα ζητήματα και ερωτήματα για σκέψη και μελέτη, απολύτως εξέφραζε τη γενναιοδωρία της ψυχής του. Tον ευχαριστούμε.(Βιογραφικό που συνέταξε το Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ)***
Εργογραφία Παν. Μουλλά (επιλογή)Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, επιμ. Παν. Μουλλάς, Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη 1974 (σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας)
Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα επιμ.  Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη 1980 (σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας)
Les concours poetiques de l’Universite d’Athenes  1851-1877, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, 1989
Για τη μεταπολεμική μας πεζογραφία. Κριτικές καταθέσεις, Στιγμή 1989.
Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Στιγμή 1992.
Ο λόγος της απουσίαςΔοκίμιο για την επιστολογραφία με σαράντα ανέκδοτα γράμματα του Φώτου Πολίτη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1992
Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Σοκόλης 1994
Τρία κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, Στιγμή 1998
Η δέκατη μούσα, Σοκόλης 2001
Εμμανουήλ Δ. Ροΐδης, Αθησαύριστα κείμενα από την εφημερίδα «Ραμπαγάς», επιμ. Παναγιώτης Μουλλάς, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,
Ο χώρος του εφήμερου: στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Σοκόλης 2007.
Ανδρέας Ανδρεάδης, Pοϊδικά μελετήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς,  Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης, Αθήνα 2010.
Εκτός από τις δεκάδες συνεισφορές σε συλλογικούς τόμους και επιμέλειες, πρέπει να αναφέρουμε  τις μεταφράσεις του στους Εταιρικούς και νεκρικούς  διάλογους του Λουκιανού (1967), την Αισθηματική αγωγή του Φλωμπέρ (1971) τους Πέρσες και τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου.
Τέλος, ας σημειώσουμε τον τιμητικό τόμο για τα εβομηντάχρονά του,  Ο λόγος της παρουσίας (επιμ. Μαίρη Μικέ, Μίλτος Πεχλιβάνος, Λίζυ Τσιριμώκου), με κείμενα μαθητών του, που καλύπτει τα αντικείμενα με τα οποία ασχολήθηκε ο Παν. Μουλλάς, από την πεζογραφία και την ποίηση, μέχρι την κριτική, τον κινηματογράφο και το θέατρο, και   κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Σοκόλη.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Γιώργος Βελουδής

Ο Γιώργος Αθ. Βελουδής (7 Απριλίου 1935 - 21 Μαρτίου 2014) ήταν Έλληνας νεοελληνιστής, θεωρητικός και ιστορικός της λογοτεχνίας, συγκριτολόγος και φιλόλογος. Υπηρέτησε ως καθηγητής της Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Βίος

Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1935. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας στη στο Μόναχο όπου δίδαξε για πολλά χρόνια. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διετέλεσε καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το 1983, με γνωστικά αντικείμενα τη νεοελληνική και τη συγκριτική γραμματολογία. Άρθρα και μελέτες δημοσίευσε σε λογοτεχνικά περιοδικά (ΑντίΔιαβάζωΝέα ΕστίαΠόρφυρας κ.ά.) και σε αθηναϊκές εφημερίδες (Το ΒήμαΗ ΚαθημερινήΡιζοσπάστης κ.ά.), Ήταν ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας και του περιοδικού της Σύγκριση/Comparaison και εξέδωσε τα πρώτα ελληνικά εγχειρίδια θεωρίας λογοτεχνίας, αρχικά τις "Ψηφίδες".
Απεβίωσε την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014 στην Αθήνα, έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία στην Κλινική Αθηνών στα Εξάρχεια.

Εργογραφία

  • Der neugriechische Alexander : Tradition in Bewahrung u. Wandel / Georg Veloudis / München : Univ., Inst. f. Byzantinistik u. Neugriech. Philologie , 1968
  • Alexander der Grosse : ein alter Neugrieche / Georg Veloudis / München : E. Heimeran , 1969
  • Das Griechische Druck- und Verlagshaus "Glikis" in Venedig : 1670-1854 : das griechische Buch zur Zeit der Türkenherrschaft / Georg Veloudis / Wiesbaden : O. Harrassowitz , 1974
  • Προτάσεις : δεκαπέντε γραμματολογικές δοκιμές / Βελουδής Γιώργος / Αθήνα : Κέδρος , 1981
  • Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού / Γιώργος Βελουδής / Αθήνα : Ε.Μ.Ν.Ε. - Μνήμων , 1982
  • Γιάννης Ρίτσος : Προβλήματα μελέτης του έργου του / Γιώργος Βελούδης / Αθήνα : Κέρδος , 1983
  • Αναφορές : Έξη νεοελληνικές μελέτες / Γιώργος Βελουδής / Αθήνα : Φιλιππότης , 1983
  • Germanograecia : Deutsche Einflüsse auf die neugriechische Literatur (1750-1944) / von Georg Veloudis / Amsterdam : A.M. Hakkert , 1983
  • Γιάννης Ρίτσος : Προβλήματα μελέτης του έργου του / Γιώργος Βελούδης / Αθήνα : Κέρδος , 1983
  • Το ελληνικό τυπογραφείο των Γλυκήδων στη Βενετία (1670-1854) : συμβολή στη μελέτη του ελληνικού βιβλίου κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας / Γιώργος Βελουδής / Αθήνα : Χ. Μπούρας , 1987
  • Διονύσιος Σολωμός : Ρομαντική ποίηση και ποιητική : οι γερμανικές πηγές / Γιώργος Βελούδης / Αθήνα : Εκδόσεις Γνώση , 1989 ISBN 960-235-353-8ISBN 978-960-235-353-0
  • Μονά- Ζυγά : Δέκα νεοελληνικά μελετήματα / Γιώργος Βελουδής / Αθήνα : Γνώση , 1992
  • Ψηφίδες : για μια θεωρία της λογοτεχνίας / Γιώργος Βελουδής / Αθήνα : Γνώση , 1992
  • Γραμματολογία : Θεωρία λογοτεχνίας / Γιώργος Βελουδής / 2η εκδ. / Αθήνα : Δωδώνη , 1997
  • Το γράμμα και το πνεύμα : Αισθητικά, κριτικά, γραμματολογικά / Γιώργος Βελουδής. - Αθήνα : Παπαζήσης, 2004 ISBN 960-02-1762-9ISBN 978-960-02-1762-9
  • Σολωμός των Ελλήνων : Εθνική ποίηση και ιδεολογία: Μια πολιτική ανάγνωση / Γιώργος Βελουδής. - Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη, 2004 ISBN 960-16-1228-9ISBN 978-960-16-1228-7
  • Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος, 1868-1920. Ο Πύργος του Ακροποτάμου / Κώστας Χατζόπουλος · επιμέλεια Γιώργος Βελουδής. - 2η έκδ. - Αθήνα : Οδυσσέας, 2005 ISBN 960-210-487-2ISBN 978-960-210-487-3
  • Διονυσίου Σολωμού: Οι ελεύθεροι πολιορκισμένοι : Ερμηνευτική έκδοση: Εισαγωγή, κείμενο, σχόλια / Γιώργος Βελουδής. - 1η έκδ. - Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη, 2006 ISBN 960-16-2266-7ISBN 978-960-16-2266-8
  • Σολωμός, Διονύσιος. Ποιήματα και πεζά / Διονύσιος Σολωμός · επιμέλεια Γιώργος Βελουδής. - 1η έκδ. - Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη, 2008 ISBN 978-960-16-2972-8