Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Το σολωμικό αδιέξοδο

Αναδημοσίευση από: https://leximata.blogspot.com


του Αποστόλη Αρτινού



 Ο ποιητής είναι οι λέξεις του, οι λέξεις που έρχονται κι οι λέξεις που αναχωρούν κι οι λέξεις πάλι που επιστρέφουν. Γλωσσικές καταληψίες που διαγράφουν το ίχνος του, το γραμματολογικό του παράδοξο. Το ποιητικό έργο συντελείται μέσα σ’ ένα τέτοιο φασματικό περιβάλλον, όπου οι επισκέψεις των λέξεων, σκιές που καταλαμβάνουν το χώρο, υπαγορεύουν το ρίγος τους. Σ’ αυτή τη σιωπή, που ’ναι κι η σιωπή της αναμονής της, ο ποιητής αφουγκράζεται, γίνεται όλος μια αδύναμη μεμβράνη, ένα παλλόμενο σώμα. Φέρει, σ’ αυτή την επικράτεια των σκιών, μια ανάμνηση του κόσμου, την εξαρνείται και την αποδίδει στη λήθη. Το ποιητικό έργο, αν μπορεί αυτή η απώλεια να αποδώσει ένα έργο, φέρει το όνομα αυτής της απώλειας, το οικειώνεται, και γίνεται για το ποίημα, αυτό το όνομα, η ίδια η α-δυνατότητά του. 

   Ο Διονύσιος Σολωμός είναι η αγωνιούσα αναμονή αυτού του έργου, η επίμονη εκζήτησή των λέξεών του, οι παραλλαγές των στίχων του, η κυκλοφορία τους από ποίημα σε ποίημα, κάτι πρωτοφανές στην ποιητική παραγωγή. Είναι το παλίμψηστο της αγωνίας του, αυτό το κάτι που πρέπει να ειπωθεί, ξανά και ξανά, αναζητώντας τη μορφή του. Όχι την τελική του μορφή στο αποθησαύρισμα κάποιων απάντων, αλλά τη μορφή που αχνοφαίνεται μέσα στη νύχτα. Μια μορφή που αρνείται το ξέφωτο της τελικής της διατύπωσης και προτιμά να χάνεται στο πιο σκιερό μέρος της γλώσσας, στην απειρία της, όπου το μελάνι της διαγράφει συνεχώς λέξεις παρά γράφει, τις διαστρέφει, τις αποδίδει στην απαρχή τους. Το σολωμικό έργο είναι ένα έργο εγκαταλελειμμένο σ’ αυτή την νυχτερινή διασάλευση της γλώσσας, στο ατέρμονο των αναδύσεών της, στις στιγμιαίες της αποκαλύψεις, που μαρτυρούν και το μετεωρισμό της, το απολεσμένο της σημείο. Η λέξη είναι αυτή η απειρία των εκφορών της, οι ρυθμικές της εξάρσεις, οι στιγμιαίες της εμψυχώσεις, οι συγκινήσεις της. Ο Σολωμός το ξέρει! Δεν διακόπτει αυτό τ’ ατέρμονο. Εγκαταλείπεται μόνο. Αφήνει το έργο του ανοικτό κι ατελές. Δεν κλείνει τίποτε, δεν παραδίδει τίποτε, δεν εκδίδει, σχεδόν, τίποτε, τον Ύμνο, μόνο, εις την Ελευθερίαν, ένα μικρό απόσπασμα του Λάμπρου, και τη Φαρμακωμένη. Ο Πολυλάς θ’ απογοητευτεί απ’ τα Ευρισκόμενα του. Μια μετέωρη μόνο χειρονομία, εγκαταλελειμμένη στο πάθος της. Μια γραφή που εξελισσόταν, που διασυρόταν στους στίχους της, στο φαρμάκι τους, καθαρό οινόπνευμα που ’πινε στο τέλος της ζωής του ο ποιητής. «Ο Λάμπρος θα μείνει απόσπασμα», θα σημειώσει ο Σολωμός, κι όχι μόνον ο Λάμπρος. Μια ρηξικέλευθη απόφαση που διαμορφώνει κι έναν ορίζοντα προσδοκίας μέσα στον οποίον καλείται να δοκιμαστεί όχι μόνο ο ίδιος ο ποιητής, αλλά κι ο αναγνώστης. Ένα αισθητικό πεδίο που διαγράφει την κατασκευή του μέσα στη δίνη μιας αέναης εργασίας, όπου η μορφή της αδυνατεί στις τελέσεις της, στη προσδοκία της τελείωσής της. Το έργο έτσι παραμένει γυμνό, διαγραμμένο, εν εξελίξει. Η αποσπασματικότητά του, δεν μαρτυρά τόσο μια αδυναμία του ποιητή, όσο την αδυναμία της ίδιας της ποιητικής μορφής να σχηματοποιήσει, στη στρεβλή χειρονομία της γλώσσας, την απολεσμένη ενότητα του πνεύματος. Αυτό που πάντα μένει είναι η αίσθηση μόνο μιας ματαιότητας κι ενός μετεωρισμού, που χαρακτηρίζει βέβαια το ρομαντικό πνεύμα, αλλά όχι μόνο. Σε μιαν άλλη εποχή ο Francis Ponge θα γράψει: «Θεία ανάγκη της ατέλειας, θεία παρουσία του ατελούς, της ελαττωματικής φύσης και του θανάτου στο γραπτό λόγο, συνδράμετέ με. Η ακυριολεξία ας δημιουργήσει μια νέα αντίληψη του ανθρώπινου μέσα από σύμβολα τόσο ψυχρά, συρρικνωμένα, γεμάτα επιτήδευση και κομπασμό. Κι όλες οι λογικές αφαιρέσεις ας διαβρωθούν εσωτερικά κι ας λειώσουν στη μυστική θέρμη του πάθους, που την γεννάει ο χρόνος, ο θάνατος, και οι αδυναμίες του πνεύματος». Ο Λάμπρος μένει απόσπασμα, κι αυτό δεν συνιστά μιαν από-γοήτευση του ποιητή του, αλλά ακριβώς τ’ ανυπέρβλητο της γοήτευσής του. Η σαγήνη του αοράτου, που αδυνατεί να αποτυπωθεί ευκρινώς στο πεδίο του ορατού. Το έργο έτσι μένει απόσπασμα, η χειρονομία μετέωρη, η γραφίδα εκκρεμής, αλλά το όραμα ακέραιο κι ολόφωτο.
   Ο Σολωμός γράφει μέσα στην βαλπούργεια νύχτα, στη κοσμογονία της. Γράφει στο μεταφυσικό εύρος που αυτή του διανοίγει. «Στοχάσου πως είναι νύχτα», παραγγέλλει στον εαυτό του ο Σολωμός. Γιατί η νύχτα δι-εγείρει τις λέξεις, το ρίγος της νύχτας, ό,τι απόκοσμο αυτή κομίζει. Το όραμα του ποιητή γίνεται έτσι αυτή η τυφλότητα της νύχτας, η μυστική της θεώρηση, το γρύλισμα των αναστοχασμών της. Είναι κι η εκδίπλωσή της νύχτας επί χάρτου, η δεξίωσή της. Προϋποθέτει όμως μια διακινδύνευση, ένα μετεωρισμό υπαρκτικό. Η ποίηση είναι μια αδύνατη οικειοποίηση, που υποκειμενοποιεί όμως την εμπειρία της, την αδυνατότητά της. Ο Σολωμός είναι η επιστροφή απ’ αυτή την νύχτα, το πάθημά του σ’ αυτή την περιπλάνηση, η διαθεσιμότητά του στο ίχνος. Γιατί ο ποιητής ιχνογραφεί. Ιχνογραφεί τη δική του γραφή, στις αναφορές του και στα σχεδιάσματά του, στο διασυρμό του στη γλώσσα, που, στην περίπτωση του Σολωμού, ήταν πάντα μια γλώσσα ανοίκεια. Ο Ζαμπέλιος θα τον κατηγορήσει για γερμανοπάθεια, κι ο Ανδρέας Μουστοξύδης θα ισχυριστεί ότι «Η φύσις της ποίησης αυτής δεν είναι ελληνική», όπως κι ο Βαλαωρίτης επίσης, «Οι στίχοι του δεν είναι ελληνικοί και οι εμπνεύσεις του ανήκουν στη Δύση…». Οι μελέτες του, οι αναγνώσεις του, ήταν κι οι ψυχικές του ενοικήσεις, οι καθηλώσεις του μέσα στον χρόνο, όπου κι επέστρεφε, στην πιο ερημική εκδοχή του εαυτού, στη γλώσσα του άλλου. Οι σημειώσεις των αναφορών του είναι και τα ίχνη της απώλειάς του, αλλά και τα ίχνη της επανεύρεσής του. Η φιλανθρωπία του πάθους του κι η δυνατότητα της συντριβής του. Οι στίχοι του, ήταν συγκινήσεις που αλήθευαν στο κατατεθειμένο ίχνος του άλλου. Σ’ αυτή τη νύχτα του άλλου, όπου τα πράγματα ψηλαφιούνται με λέξεις, με λέξεις που έρχονται από αλλού, πάντα οι λέξεις έρχονται από αλλού. Είναι αυτή η ονοματοδοσία του Έξω, που εισακούεται σε πολλές γλώσσες και λανθάνει σ’ όλες της τις εκφορές. Εδώ και το ατελές του σολωμικού έργου, το ανολοκλήρωτο που το δοκιμάζει κι εγγράφει το ίχνος του. Σ’ αυτή τη φρικώδη ονοματοδοσία, που ’ναι μια αντιστροφή της ονοματοδοσίας του Αδάμ, ο Σολωμός, στ’ άκουσμά της, συνταράσσεται, το χέρι του τρέμει, γράφει και διαγράφει λέξεις συνεχώς, δοκιμάζεται, κι αποσύρεται στην πιο βαθιά νύχτα, στη νύχτα του εαυτού. Σ’ έναν κόσμο πνευμάτων που φτερουγίζει πάνω απ’ το κεφάλι του. Σ’ ένα ρίγος που διαπερνά τη γραφίδα του και διατρέχει το χαοτικό εύρος των χειρογράφων του. Κοιμητήρια, αυτοκτονίες, επισκέψεις φαντασμάτων, σκιές στο ωχρό φως της σελήνης, τοπία που χτυπιούνται από κεραυνούς, όλα ρομαντικές κοινοτοπίες που συνθέτουν όμως ένα μοναδικό έργο. Γιατί το όραμα του Σολωμού είναι το ρομαντικό όραμα, κι εδώ τα «Σολωμικά» του Ροζάνη είναι μια μέγιστη συνεισφορά. Ένας αποκαλυψιακός ορίζοντας, που εγκαταλείπει την ύπαρξη στη γυμνότητά της, στην εκθετότητά της στον ουρανό, σ’ αυτό που συνέχει και υπερβαίνει τ’ ανθρώπινο. Μια μοίρα υπεράνθρωπη και γι’ αυτό απάνθρωπη. Μια φλόγωση της καρδιάς που εξαϋλώνει και καθηλώνει τα υποκείμενά της, τα μαγεύει, τα υπονομεύει δολίως. Το ρομαντικό υποκείμενο είναι αυτή η ανοικτότητά του στο περιβάλλον, ενός περιβάλλοντος όμως αποκαλυψιακού, διεγερμένου στις συμβαντικές του στιγμές, σε μια κρίση που το υπερβαίνει. Ο κόσμος γίνεται εδώ μια σκηνή πάθους, δονείται συθέμελα, ρηγματώνεται και διαχέει το μαγματικό του ίμερο. Ένας κόσμος που εκτίθεται στην αιχμηρότητά του, στην αιχμηρότητα μίας διάρρηξης εσωτερικής, όπου κι οι ριζωματικές του απολήξεις. Το ποίημα εγγράφει αυτή την καταγωγή, αυτή την επιστροφή του κόσμου, την αποστέρηση της εκλογίκευσής του. Εγγράφει τις σκιές των πραγμάτων, τη μετάβασή τους στη σκοτεινή περιοχή, το αρνητικό τους είδωλο. Το κοσμικό πεδίο, σ’ αυτή την αποκαλυπτική του έγερση, καταλαμβάνει το πεδίο του νοητού, το διαρρηγνύει, κι υπαγορεύει έναν ετοιμόρροπο ψυχισμό, μια διαφάνεια, αυτή τη διαφάνεια του θανάτου, που ιχνογραφεί όλο το ανάγλυφο της ζωής. Η θανατοφιλία του ρομαντικού υποκειμένου δεν είναι παρά η ζωική του εκ-δήλωση, η ενσάρκωσή του στο φθίνον της ζωής. Το ποίημα καταγράφει αυτή την απώλεια, αυτή την απόσυρση του κόσμου, την καταβύθισή του στη λήθη. Η απαραμείωτη μελαγχολία του είναι για ό,τι απομακρύνεται, αργά, στην απέναντι κι απρόσιτη όχθη, εκεί όπου αχνοφαίνεται κι ο κόσμος, στην άλλη μορφή του, στην αλλότητά του. Οραματικές εκφορές που τανύζουν τη γλώσσα, διανοίγοντάς τη σε συνδέσεις που την καθηλώνουν στην αλαλία και στα αισθητικά της αδιέξοδα. Εκφορές μιας τυφλότητας κι ενός παραδομού, όπου το υποκείμενο παίρνει τη θέση του νεκρού, ενόςαλλιώς-είναι-μέσα-στον-κόσμο που διαπλάθει τη ζωή και τη γλώσσα του, όπως τα φαντάσματα που περιδιαβαίνουν τη ζωή, όντας μετά τη ζωή. Οι λέξεις φέρουν κάτι το απόκοσμο ανήκοντας όμως στο κόσμο. Το ανοίκειο που φέρουν είναι ένα μήνυμα που ’ρχεται απ’ Έξω και τις αποδίδει στη σιωπή. Στη σιωπή όχι του μηνύματος αλλά στη σιωπή του ονόματός τους, στην αδυναμία τους. Αυτό παθαίνει κι ο Σολωμός στις οραματικές του στιγμές, παθαίνει την αδυναμία της γλώσσας να μεταδώσει τ’ αμετάδοτο, την αποκαλυπτικότητα που τη δοκιμάζει. Το Έξω υπάρχει, λέει ο Foucault, αλλά κανείς δεν είναι Έξω, κανείς δεν μπορεί να είναι εντελώς Έξω, καίγεται αυτοστιγμής. Τα αποκαλυπτικά έτσι οράματα του ποιητή αδυνατούν να καταγραφούν, πάντα κάτι περισσεύει, κι αυτό το κάτι να ’ναι το όντως αληθινό.

   Ο Σολωμός είναι λοιπόν η ρομαντική καταγωγή του, η θανατοφιλία του, οι δαιμονικές υπάρξεις του έργου του, οι αγγελικές του ενσαρκώσεις, τα τοπία των ερειπιώνων του κι οι φουρτουνιασμένες του θάλασσες. «Ο ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος». Οραματικές καθηλώσεις, που συγκροτούν έναν πυρήνα ποιητικό, μια μαρτυρία, μια ύψιστη αγωνία, αυτή την αγωνία του Ουρανού. Η Γυναίκα της Ζάκυθος, είναι ένα τέτοιο όραμα, μοναδικό μάλιστα μέσα στην ελληνική γραμματεία. Μια λογοτεχνική κορύφωση που υπερβαίνει τη λογοτεχνία και διανοίγεται στο μυστικό ορίζοντα του γράμματος. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος, «εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου», γυρνούσε από μιαν επίσκεψή του στον Άγιο Διονύσιο όπου είχε πάει «για κάτι υπόθεσες ψυχικές». Στην επιστροφή του αυτή κοντοστέκεται σ’ ένα πηγάδι μελαγχολικός απ’ τις σκέψεις του πάνω στην κακότητα των ανθρώπων. Η πρώτη μορφή που του ’ρχεται στο νου, εκεί στο φιλιατρό του πηγαδιού, είναι της Γυναίκας της Ζάκυθος. Μια δαιμονισμένη που στρεφόταν κατά της ελεύθερης Ελλάδας. Επιστρέφοντας στο κελί του, επιχειρεί να συντάξει και το πορτρέτο αυτής της Γυναίκας. Μιλά για το φρικτό παρουσιαστικό της και για τις επιθέσεις της σε φτωχές Μεσολογγίτισσες που είχαν καταφύγει στη Ζάκυνθο και ζητιάνευαν. Κατόπιν βρίσκουμε τον Ιερομόναχο μέσα στο σπίτι της Γυναίκας, κι από εκεί, εν εκστάσει, στο Μεσολόγγι. Το άγγιγμα της Γυναίκας θα τον επαναφέρει. Φιλώντας του το χέρι διαπιστώνει ότι «είναι κρύο σαν παγωμένο». Ο Ιερομόναχος, ωσεὶ νεκρός, ήταν ήδη αλλού. Απ’ αυτό το αλλού που θα ’ρθουν και τα δυο φαντάσματα των γονιών της Γυναίκας, και που η παρουσία τους δεν αντικατοπτριζόταν στο καθρέπτη του δωματίου, κάτι που θα υποψιάσει τον Ιερομόναχο. Και θα φύγουν. Και θα εμφανιστεί ένα άλλο φάντασμα, της αδελφής της Γυναίκας αυτή τη φορά. Και θα φύγει κι αυτό και θα μείνει μόνο το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας απ’ το δοκάρι της στέγης. ««Και εσηκώθηκα από τη δέηση και άκουσα το ίδιο γέλιο και αντιβούιζε η κάμαρα. Και πήγα πίσω από τον καθρέπτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε, και είδα καθισμένο το διπλοπόδι έναν νάνο που εμίμιζε απαράλλαχτα εκείνο το γέλιο». Αυτή η αλύσωση, λοιπόν, δεν θα χει τέλος. Ακόμη μια σειρά τερατομορφιών θ’ αρχίσει, κάτω απ’ το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας, να διανοίγεται. Όλες απ’ την περιοχή των σκιών. Και η μια μορφή να εισάγει στην άλλη. Και ο Ιερομόναχος να υποχωρεί συνεχώς σ’ αυτή την ακολουθία,  μέχρι το κατακλυσμιαίο της θάμβος να κατακλύσει και τη δική του ψυχή. Ο Ιερομόναχος υπομένει αυτό το όραμα, το υπομένει αδύναμος, καθηλωμένος. Είναι ο παραδομός του σ’ αυτή τη συμβαντική ακολουθία που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Μένει εκεί υπό το χρέος της αφήγησης, προεικονίζει έτσι τη θέση του ποιητή. Ο Ιερομόναχος καταγράφει, κι ο ποιητής, υποτίθεται, στηρίζεται στα κατάλοιπα του Ιερομονάχου. Η γραφή μόνο, που εγκαταλείπεται στους αναδιπλασιασμούς της, στις αντηχήσεις των αφηγήσεών της. Βρισκόμαστε μέσα στο περίκλειστο δώμα της, στην ερεβώδη σιωπή της. Η Γυναίκα της Ζάκυθος βγαίνει από ένα πηγάδι στοχασμών, εκεί φιλοτεχνείται κι η έξοδος της στον κόσμο, η τερατομορφία της. Ο ποιητής είναι ο δαίμονάς της γιατί κυριαρχείται κι αυτός απ’ τον δαίμονα της γραφής του. Ο Ιερομόναχος καταγράφει τ’ όραμά του, αλλά και τ’ όραμα καταγράφει τον Ιερομόναχο, τον αποδίδει, τον ενσωματώνει. Ο ρομαντικός ποιητής υπο-φέρει και υπο-μένει αυτό το αποκαλυπτικό τοπίο, το οικειοποιείται, και γίνεται ο τόπος της διασποράς του. Το φέρει μέσα του αυτό το πάθος, το καλλιεργεί, το γιγαντώνει και το κάνει ένα αυταπόδεικτο σχήμα. Σ’ αυτό το τοπίο που εγείρεται και το κρεμασμένο σώμα της Γυναίκας, ως μοναδικό φλάμπουρο μίας αντίστασης υπαρκτικής.

   «Κόλαση; Την πιστεύω είναι τή αυξάνει / Κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου», θα ακουστεί στο Λάμπρο, μιαν κατεξοχήν βυρωνική μορφή του αρνητικού στο έργο του Σολωμού. Μια μορφή που υπομένει το ατομικό της πεπρωμένο και τη πλήρωσή του. Ο Λάμπρος, που «Του εαυτού του είναι Θεός», βιώνει τη μοναξιά του υποκειμένου, αναλαμβάνει τη μοίρα του και στροβιλίζεται στις φυγόκεντρες τροχιές του. Η καθετότητα του Ουρανού δίνει την θέση της τώρα στην οριζοντιότητα της επιθυμίας. Χωρίς να το γνωρίζει θα συνευρεθεί με την χαμένη του κόρη και θα την αφήσει να αφανισθεί στα νερά της λίμνης. Ο Λάμπρος έκτοτε θα μείνει εκτεθειμένος σ’ ένα ανεξέλεγκτο φασματικό περιβάλλον, πολύβουο, απόκοσμων και οικείων φωνών, αυτών των νεκρών του παιδιών που θα επιστρέφουν. Οι επισκέψεις των νεκρών, κάτι σύνηθες στη ρομαντική λογοτεχνία, κάτι αναγγέλλουν στο Λάμπρο, αλλά και κάτι αποδίδουν αναπόδραστα στη σιωπή. Ο Λάμπρος αναλαμβάνει την αγωνία του, την ακραία δοκιμασία μιας εγγύτητας οριακής. Η γυναίκα του Μαρία θα αυτοκτονήσει μετά απ’ όλα αυτά στα νερά της λίμνης και το μόνο που θα μείνει απ’ αυτή την τραγωδία θα ’ναι ο ήσυχος αντικατοπτρισμός της φύσης πάνω στα νερά. Σε μια παραλλαγή του τέλους του ποιήματος ο Σολωμός θα κεραυνοβολήσει αυτή την ησυχία: «Και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, / φιλέρημο πουλάκι να καθίσει, / το βράδυ, την αυγή να κιλαϊδήσει». Τίποτε, εν τέλει, δεν θα μείνει όρθιο σ’ αυτόν τον αφανισμό. 
   Στον Κρητικό, η Φεγγαροντυμένη είναι το θεϊκό απαύγασμα στο κοίλο της θλιβερής του ψυχής. «Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι’ εκείνα αγαλλιάσαν, / Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν». Μια ονειροφαντασίωση που διατρέχει το κόσμο του και θεραπεύει την αγωνία του. Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του νου, το σκαρί του ήρωα κινδυνεύει να καταποντιστεί. Η θύελλα χαώνει τον κόσμο του, αλλά η φασματική της μορφή ηρεμεί την ψυχή του. Μια θεϊκή μορφή που ενσαρκώνει το απολεσμένο κάλος του κόσμου, τη χαμένη έδρα της ομορφιάς, αυτή που επαναφέρει τον κόσμο στην ηρεμία και στη τελείωση. Η ξανθή Φεγγαροντυμένη που εκστασιάζει τον Κρητικό είναι σύμφωνα με τον Ερατοσθένη Καψωμένο μια «θεία επιφάνεια στη φύση», μια θεοφάνεια, γι αυτό και η στεριά που φθάνει καραβοτσακισμένος ο Κρητικός είναι μια στεριά απεθεωμένη, χαριτωμένη. Το σκοτεινό πεπρωμένο όμως του ήρωα είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, κι η θύελλα θα ’ναι μια θύελλα αφανισμού. Στα τρικυμισμένα νερά της η μορφή της φεγγαροντυμένης θα αφανισθεί και το ναυάγιο θα συντελεστεί. «Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη, / Την απιθώνω με χαρά, κι’ ήτανε πεθαμένη». Ακόμη ένας θρίαμβος, λοιπόν, του αρνητικού. 
   Στην ποίηση του Σολωμού εκδηλώνονται δύο φαινομενικά αντιφατικές κινήσεις. Από τη μια, μία χιμαιρική περιδίνηση σ’ ένα φασματικό περιβάλλον που τανύζει την ύπαρξη στις νοσταλγικές της εκφορές, και απ’ την άλλη, η εγκοσμιότητα ενός ιστορικού πεπρωμένου που κορυφώνεται πραξιακά και προκαλεί την ανταπόκριση του ποιητή. «Δεν θέλω να περάσει από το μυαλό κανενός, πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατο», θα γράψει ο Σολωμός σε μια επιστολή του προς τον Δε Ρώσση. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι έτσι, ή κι ο Κρητικός ακόμη, είναι έργα που επιχειρούν να ανταποκριθούν σ’ αυτό το ιστορικό κάλεσμα. Στον κόσμο μιας ιστορικής συνείδησης που επικαιροποιεί διαρκώς το νόημά της στη σφαίρα μιας γεγονοτολογίας. Σε μια μορφική ακολουθία, άλλην όμως απ’ αυτή που εξελισσόταν στο πηγάδι της Γυναίκας της Ζάκυθος, και που δε διανοίγει το χρόνο στις ακρώρειες των διαφυγών του, αλλά τον εκθέτει στις ιστορικές του κορυφώσεις, που ακόμη κι αν αυτές εγγράφονται ως συμβάντα στο ρου της Ιστορίας, εν τούτοις δεν καταφέρνουν και να διαστρέψουν την εγκοσμιότητά τους, να υπερβούν δηλαδή την αλήθειά τους. Τα ποιήματα έτσι, κι όχι μόνο του Σολωμού, που συντονίζονται σ’ αυτή την εμπράγματη συγκίνηση, αναλίσκονται συγχρόνως και σ’ ένα αδιέξοδο πεπρωμένο. Γιατί το πραξιακό γεγονός είναι μιας άλλης κατηγορίας αγωνία απ’ το πνευματικό συμβάν του ποιήματος. Οι Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξης, όπως τις ονομάζει ο Σολωμός, είναι εκείνες οι αποκαλυπτικές στιγμές της καθημερινότητας που την διανοίγουν στην απολυτότητα των προτύπων της. Στιγμές του καθημερινού όπου το ιστορικό απαντά στο υπεριστορικό, το φυσικό στο υπερφυσικό, κι η υλικότητα στην πνευματικότητά της. Σημειώνει ο Σ. Ροζάνης στα Σολωμικά του: «Ο Σολωμός αγωνίζεται να θεμελιώσει της «Πλέον Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξεως» αρνούμενος τον χρόνο, δουλεύοντας μέσα στο πνεύμα και όχι στην εγκοσμιότητα, αποζητώντας μια πνευματική ολότητα της ενότητας του χρόνου και της πράξης που υποβαθμίζει την εμπειρία, τη μεταλλάσει σε γεγονός του πνεύματος και αρνείται κάθε δικαίωμα ύπαρξης έξω από την πνευματική σφαίρα της εσωτερικής μεταστοιχείωσης του κόσμου σε ιδεατή ζωή, σε ιδεώδες ονείρου…». Κι ο Βάρναλης, επίσης, στα δικά του Σολωμικά, θα εντοπίσει αυτή την ουτοπική θέση του ποιητή όταν επιχειρεί να συνθέσει επί του πραγματικού: «Ο Σολωμός αγνοεί και περιφρονεί ίσως ως εξωτερικά στοιχεία αυτούς τους απαραίτητους όρους κάθε ζωντανής ύπαρξης και πράξης. Κανένας δεν αναγνωρίζει (στους Ελεύθερους Πολιορκημένους) πως είμαστε στο Μεσολόγγι του 1826. Μονάχα η ώρα του έτους, η άνοιξη, αναφέρεται όχι με σκοπό να μας κατατοπίσει, μα γιατί του χρειαζότανε ως μια έντονη εξωτερική δύναμη φυσικής τάξης, που προκαλεί αγώνα του πνεύματος, ως πειρασμός. Είμαστε λοιπόν έξω τόπου και χρόνου. Στην Ουτοπία. Και καθένας ξέρει αν με τέτοια υλική ανυπαρξία μπορεί να γίνει δραματικό ή επικό ποίημα». Η εκδραμάτιση των πραγμάτων, ό,τι ο Σολωμός ονομάζει «είδησες του κόσμου», στοιχειώνει έναν κόσμο που μένει αμετάφραστος κι αδιάθετος στην ποιητική εργασία. Μια ρομαντική, κατά βάσιν, αποτυχία, όταν κάθε φορά η εγγύτητα του κόσμου διασύρει την ποιητική έμπνευση. Το κοσμικό που γίνεται απόκοσμο κι ευθύς η πραγματικότητα τ’ ακυρώνει, εκθέτοντάς το. Στους Ελεύθερους πολιορκημένους έτσι, τους όποιους αυτούς, μιας και στην πραγματικότητα πρόκειται για κάποια σχεδιάσματα και διόλου για ένα ολοκληρωμένο έργο, ο Σολωμός δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ αυτό που μπορεί να κάνει ένας ρομαντικός ποιητής: να συμβολοποιεί διαρκώς το φυσικό κόσμο και να τον πνευματοποιεί. Η ανοιξιάτικη φύση, το ξερό χορτάρι, το πέταγμα μιας πεταλούδας από ένα κρινάκι του αγρού, οι αντικατοπτρισμοί των άστρων στη λιμνοθάλασσα, η νύχτα, πάντα η νύχτα. «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!». Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου στέκονται σ’ αυτό το σκηνικό σαν σιωπηλά φαντάσματα, figures, όπως τα ψιλόλιγνα κυπαρίσσια που παραστέκουν στο τοπίο. «Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο», οι είδησες του κόσμου δεν είναι παρά μιαν ανερμήνευτη βουή, μιαν ακόμη αδύνατη γλώσσα. 
   Ο Σολωμός είναι ό,τι διέσωσε ο Πολυλάς, αλλά κυρίως όμως ό,τι δεν διέσωσε, ό,τι διέφυγε απ’ αυτόν κι έμεινε κρύφιο, οι ονειρικές του εικόνες που μόλις και βγουν στο φως εξαχνώνονται, ενθύμια μιας νύχτας, μίας απόσυρσης υπαρκτικής. Γιατί ο ποιητής, όπως προείπαμε, είναι οι λέξεις του, αλλά κυρίως όμως είναι η συγκίνηση που υπαγόρευσε αυτές τις λέξεις. Κι αυτή αχνοφαίνεται μόνο. Ο Σολωμός είναι η μοναδική του απώλεια, το σβησμένο του ίχνος στο χάος των αυτογράφων του, οι ανομολόγητες φαντασιώσεις του, οι γλωσσικές του μετοικήσεις, τα όποια ελληνικά του. Ονίρατα όλα, που αδυνατούν να σκιαγραφήσουν κάτι, να συγκροτήσουν μια πλήρης εργογραφία, ένα παραδομένο έργο. Οι φιλόλογοι θα χουν πάντα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πολύ δουλειά. 

Οι Βιβλιοθήκες Με Το Βλέμμα Στο Μέλλον- Διεθνές Συνέδριο Στην Αθήνα

Η Ένωση Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημόνων Πληροφόρησης και η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος συνδιοργανώνουν το 85ο Διεθνές Συνέδριο της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ενώσεων Βιβλιοθηκών και Ιδρυμάτων (International Federation of Library Associations and Institutions – IFLA)

Το θέμα είναι συνεδρίου είναι “Libraries: dialogue for change” (“Βιβλιοθήκες: διάλογος για αλλαγή”).
Το συνέδριο θα διεξαχθεί από Σάββατο 24 έως Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019 στους χώρους του Συνεδριακού Κέντρου του Μεγάρου Μουσικής Aθηνών. Διοργανώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και για την ανάληψη του καθοριστική υπήρξε και η συμβολή του Δήμου Αθηναίων.
Το συνέδριο αποτελεί το κορυφαίο γεγονός παγκοσμίως στο χώρο των βιβλιοθηκών και αναμένεται να προσελκύσει περίπου 4.000 συνέδρους από 120 χώρες, ενώ για την υλοποίησή του θα συμβάλουν πάνω από 300 εθελοντές,
Παράλληλα με αυτό, διοργανώνεται διεθνής έκθεση προϊόντων και υπηρεσιών σχετικών με το αντικείμενο του συνεδρίου.

Με το βλέμμα στο μέλλον

To συνέδριο θα εστιάσει στο πώς οι βιβλιοθήκες κάθε είδους, μεγέθους και θεματικού πεδίου θα προσπαθήσουν να επαναπροσδιορίσουν το ρόλο και τις υπηρεσίες τους εν όψει των κοινωνικών και τεχνολογικών εξελίξεων. Άλλωστε, οι μετακινήσεις των πληθυσμών, οι πρόσφυγες, η κλιματική αλλαγή, η ανάδυση του ψηφιακού κόσμου, της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής, απαιτούν προσαρμογές και αλλαγές.
Η παρακολούθηση του συνεδρίου αποτελεί επιμορφωτική δραστηριότητα για τους συνέδρους και μοναδική ευκαιρία ανταλλαγής γνώσεων, τεχνογνωσίας και συναντήσεων.
Το προσωπικό των ελληνικών βιβλιοθηκών που θα συμμετέχει θα έχει την ευκαιρία να ενημερωθεί για τις νέες τάσεις και εξελίξεις στην επιστήμη της πληροφόρησης, καθώς και για καλές πρακτικές για τις βιβλιοθήκες, οι οποίες θα μπορούν να αξιοποιηθούν στην Ελλάδα. Μέσω του συνεδρίου εξάλλου οι ελληνικές βιβλιοθήκες θα παρουσιάσουν τις αξίες, τις δραστηριότητες και τις πρωτοβουλίες τους στη διεθνή βιβλιοθηκονομική κοινότητα.
Η IFLA εκπροσωπεί από την ίδρυσή της, το 1927, τις ενώσεις των βιβλιοθηκονόμων και τα ιδρύματα βιβλιοθηκών παγκοσμίως. Oρίζει τη διεθνή ατζέντα για το επάγγελμα και συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς, όπως η UNESCO, συμβάλλοντας στην επίλυση σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων μέσω των βιβλιοθηκών. Διοργανώνει κάθε χρόνο τον Αύγουστο σε διαφορετική χώρα το συνέδριό της, το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός για το χώρο των βιβλιοθηκών.
Σχετικά με το συνέδριο επισκεφθείτε τον ιστότοπο https://2019.ifla.org/

ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΙΗΣΗΣ


Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Edgar Allan Poe "Το κοράκι"



Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα «οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο».
Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.
Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου

αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».
Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
«Κύριε» είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα»
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.
Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι «Ελεονόρα» μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.
Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
«Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο.
‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
«Χωρίς λοφίο», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».
(  μετάφραση Κ .Ουράνης )

 Το «Kοράκι» δημοσιεύτηκε στις 29 Ιανουαρίου 1845 στην εφημερίδα New York Mirror με την εκπληκτική εικονογράφηση του Gustave Doré

Τώρα είσαι μόνος (Αναστάσης Βιστωνίτης)


Στην πρώτη δύσκολη νύχτα
χωρίς διαφάνειες, σκάβοντας το αδύνατο,
χωρίς καν μια υποψία παρουσίας,
ακουμπώντας στο χώμα,
αυτοί που ήρθαν χθες
μπορεί κι αύριο
από την ίδια ερημιά να σε κοιτάζουν.
Κανείς δεν σε ξέρει.
Μέσα από την κρύα στάχτη,
τον αβαρή καπνό,
κολυμπώντας σ’ ένα ουδέτερο μελάνι
ζητάς μια πρόφαση,
ένα σημείο αναγνώρισης –
κι η πόλη να καθρεφτίζεται στο τζάμι.
Τώρα είσαι μόνος παρ’ όλα τ’ αστέρια.
Κάτω από το καμπύλο φως της λάμπας
πέφτει μπροστά στα μάτια σου καμένο σκοτάδι.
Κανείς δεν το βλέπει. Κανείς δεν ξέρει γιατί
πέφτει μαύρη πάχνη από τον ουρανό
κι εσύ γιατί αυτό το άχρηστο υλικό
το ονόμασες κόσμο.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Η έννοια του κακού και ο ανατρεπτικός ρόλος της δημιουργικής φαντασίας στον ρομαντισμό


William Blake
Μια συγκριτική ανάγνωση του ποιήματος του Δ. Σολωμού «Λάμπρος» και του ποιήματος του W. Blake «Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης»

Αντικείμενο της παρούσας Διπλωματικής Εργασίας αποτελεί η ανάδειξη νέων ανατρεπτικών εκδοχών της έννοιας του κακού την εποχή του ρομαντισμού. Το ρομαντικό κίνημα απορρίπτει τους κανόνες του νεοκλασικισμού που συνδέονταν με την αρμονία, την ισορροπία, την τάξη και τη λογική και αναδεικνύει τον εσωτερικό κόσμο, το συναίσθημα, το όραμα και τη φαντασία. Εμφανίζεται σε μια εποχή επαναστάσεων και αποτελεί στροφή στον τρόπο αντίληψης του κόσμου επανακαθορίζοντας τις έννοιες τόσο του καλού όσο και του κακού με τρόπο που επηρεάζει και τη σημερινή σκέψη. Η εξέταση της έννοιας του κακού αναδεικνύει τον επαναστατικό τρόπο σκέψης που οδηγεί σε μια νέα ηθική η οποία δεν υπακούει σε κανόνες. Για να διερευνήσουμε το συγκεκριμένο πεδίο προχωρήσαμε στη συγκριτική μελέτη ποιημάτων δύο σημαντικών εκπροσώπων του ρομαντικού κινήματος, τόσο του Έλληνα ποιητή Διονυσίου Σολωμού όσο και του Άγγλου ποιητή William Blake. Συγκεκριμένα η μελέτη μας επικεντρώνεται στο ποίημα του Σολωμού «Λάμπρος» και το ποίημα του Blake «Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης». Δεύτερο σημαντικό στόχο της εργασίας αυτής αποτελεί η ανάδειξη του ανατρεπτικού ρόλου της φαντασίας την εποχή του ρομαντισμού. Ο ανατρεπτικός ρόλος της φαντασίας προκύπτει μέσα από τη διερεύνηση των ανατρεπτικών εκδοχών της έννοιας του κακού. Η έννοια του κακού εξετάζεται σε αντίθεση με την έννοια του καλού όπως αυτή ορίζεται μέσα από τη χριστιανική θεοδικία και τη φιλοσοφική προσέγγιση της γερμανικής σκέψης. Τέλος, η έννοια του κακού διερευνάται με βάση τα αντιθετικά σχήματα τα οποία αποτελούν βασική οργανωτική αρχή του ρομαντισμού. Η δημιουργική φαντασία μέσα από τα αντιθετικά αυτά σχήματα αποδεικνύεται όχι μόνο ως δύναμη ανατροπής αλλά και ως αρχή σύνθεσης.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Όχι άλλο Κατερίνα Γώγου

Αναδημοσίευση από: http://www.respublica.gr/2019/07/post/gogou/

γράφει η  Σοφία Ζήση

Pablo Picasso - Blue nude (1902)

Μικρό σχόλιο: Αφαίρεσα το ποίημα της γράφουσας διότι αδικεί το κείμενό της καθώς μοιάζει με διαφήμιση ενώ είναι ένα αξιόλογο κριτικό κείμενο χωρίς το ποίημά της το οποίο δεν επιθυμώ να κρίνω. 
-----------------------------------
Η Κατερίνα Γώγου, ποιήτρια-σύμβολο της εγχώριας ελευθεριακής κουλτούρας, της καταγραφής των αδιεξόδων του αστικού υποκειμένου και των ματαιωμένων πολιτικών οραμάτων, φαίνεται να στοιχειώνει ακόμα πολλούς από τους ποιητές (ή όσους προβάλλονται ως ποιητές) της νεότερης γενιάς. Διαβάζοντας κανείς τις στιχουργικές προσπάθειες πολλών ανθρώπων της γενιάς των σημερινών σαραντάρηδων, γίνεται σαφές πως η Γώγου αποτελεί βασική τους επιρροή, υφολογικά, θεματολογικά και γλωσσικά. Η επιλογή «αιχμηρών» ή «προκλητικών» θεμάτων και λεξιλογίου είναι ένα από τα σταθερά χαρακτηριστικά των νεότερων, και φαίνεται αυτά τα χαρακτηριστικά να είναι συχνά το ζητούμενο, χωρίς να γίνεται τις περισσότερες φορές πειστικό ότι πηγάζουν από μια αυθεντική εσωτερική ανάγκη. Κάτι τέτοιο συμβαίνει για παράδειγμα στο ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ του Γιάννη Στίγκα όπου – αν εξαιρέσουμε την παραπομπή που κάνει στο ομότιτλο ποίημα του Σεφέρη – τα συνωμοτικά  «ψιτ μεγάλε» και «δεν θα σ’ το κάνω πιο λιανά», μπορεί να πει κανείς πως παραπέμπουν στο «το νου σου, ε» της Γώγου. Παρατηρείται δηλαδή μια υφολογική συνάφεια που φαίνεται να αποτελεί περισσότερο αναμόχλευση του πρωτοτύπου παρά δημιουργική συνομιλία με αυτό. Σε κάθε περίπτωση, η επιρροή του συγκεκριμένου ύφους στους νεότερους φαίνεται να υπερτερεί έναντι άλλων επιρροών που θα συζητηθούν παρακάτω.
Είναι επίσης φανερό πως πολλές από τις νεότερες ποιήτριες, όχι μόνο διαβάζουν, θαυμάζουν, και επηρεάζονται άμεσα από την Γώγου, αλλά και πως, συνειδητά ή μη, σε κάποιες περιπτώσεις εσωτερικεύουν ένα στυλ Κατερίνας Γώγου όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται. Το στυλ που υιοθετούν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυτό της «καταραμένης», «σκοτεινής» φυσιογνωμίας, που δεν μπορεί παρά να γράφει «βλάσφημους» στίχους, και που για να γράφει με αυτόν τον υποτιθέμενα ακραίο τρόπο, δεν μπορεί παρά να διάγει κι έναν ανάλογο ακραίο βίο, σε πρακτικό ή συναισθηματικό επίπεδο, κατά το πρότυπο της Γώγου ή άλλων ξένων «καταραμένων» ποιητών. Για την διατήρηση αυτού του προφίλ χρησιμοποιείται συχνά λεξιλόγιο που υποτίθεται πως είναι απαλλαγμένο από θέματα και λέξεις ταμπού – μπορούν να αναφερθούν σε οτιδήποτε, από τον «αυνανισμό» ως τα «τσιγαριλίκια», και από τις «γκόμενες» μέχρι τους «βιασμούς» -, φιλοδοξώντας συνολικά να δώσουν την εντύπωση του ατρόμητου χειριστή της γλώσσας και του εκφραστή μιας «αντισυμβατικής» ποιητικότητας. Γίνεται ωστόσο φανερό πως κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται, αφού τίποτα στις μέρες μας δεν μπορεί να θεωρηθεί πως είναι «σοκαριστικό» στην τέχνη γενικότερα, και ούτε στην πραγματικότητα οφείλει να είναι, αφού το ζητούμενο στην ποίηση παραμένει αυτό που ήταν πάντα σε όλες τις εποχές, δηλαδή ο μεστός λυρισμός και η αφηγηματική δύναμη μέσα από την απλότητα.
Διαβάζοντας λοιπόν τους νεότερους Έλληνες ποιητές, έχει κανείς την εντύπωση ότι οι ίδιοι θεωρούν πως ζουν ακόμα σε μια παρατεταμένη εποχή «αμφισβήτησης», καθώς και ότι η ποίηση στην Ελλάδα ξεκίνησε από την δεκαετία του 1930, ή ακόμα από το 1970 και μετά, και πως δεν υπήρξαν ποτέ ποιητές όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Σικελιανός, ο Μαβίλης, ο Ουράνης, ή η δημοτική ποίηση. Ακόμα και αν οι νεότεροι έχουν διαβάσει κάποιους από τους προαναφερθέντες, ή αν θεωρούν πως τους κατέχουν και έχουν επηρεαστεί από αυτούς, αυτό δεν γίνεται φανερό στα γραπτά τους. Αυτό που αντίθετα κραυγάζει μέσα από αυτά, εκτός από την Κατερίνα Γώγου, είναι υπερρεαλιστές ποιητές, ποιητές της γενιάς του 30,  αριστεροί «ποιητές της ήττας», και της μεταπολεμικής γενιάς (Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Αναγνωστάκης, Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Βαλαωρίτης, Ρουκ κ.α.), και διάφοροι ποιητές της γενιάς του 70 ή «γενιάς της αμφισβήτησης» (Βαρβέρης, Πρατικάκης, Τραϊανός κ.α.). Οι ξένοι ποιητές είναι η άλλη βασική επιρροή, με έμφαση σε αυτούς που θεωρούνται «καταραμένοι» (Ρεμπώ, Μπουκόφκσι, Μπάροουζ, Γκίνσμπεργκ κ.α.) και που παραμένουν γοητευτικοί για πολλούς νεότερους. Μάλιστα το ποίημα Howl (Ουρλιαχτό) του Γκίνσμπεργκ αποτέλεσε πρότυπο για την συγγραφή σύγχρονού μας στιχουργήματος του Γιώργου Πρεβεδουράκη, που επιχειρεί, μάλλον ανεπιτυχώς, να παρουσιάσει ένα ανεστραμμένο, σύγχρονο ελληνικό Ουρλιαχτό: «Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου διαλυμένες από την φαιδρότερη λογική» κατά το «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα απ’ την τρέλα» του Γκίνσμπεργκ. Η προτίμηση στα προαναφερθέντα αναγνώσματα και ο εξοβελισμός άλλων αναγνωσμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της εμμονής στην νεολαιίστικη κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών, και είναι ίσως ένας από τους λόγους, αν όχι ο βασικός λόγος, που η ποιητική παραγωγή στην Ελλάδα από πολλούς νεότερους τα τελευταία χρόνια είναι περιορισμένη θεματικά και γλωσσικά, δεν παρουσιάζει πηγαίο λυρισμό, και προσπαθεί να στηριχτεί περισσότερο στην αποδόμηση του λόγου παρά στην συγκροτημένη και ευρηματική χρήση αυτού. 
Μια πρόταση για αλλαγή κατεύθυνσης είναι η πρόσληψη διαφορετικών ποιητικών ερεθισμάτων, με αντιστροφή της έμφασης όσον αφορά τα αναγνώσματα: Lord Byron αντί για Γκίνσμπεργκ, Σολωμός αντί για Ελύτη, Μαρία Πολυδούρη αντί για Κατερίνα Γώγου. Αυτό δεν σημαίνει πως η προτίμηση των πρώτων καθιστά τους δεύτερους παραδείγματα προς αποφυγή, ή πως η ποιητική φωνή των δεύτερων είναι ανάξια προσοχής. Δεν επιχειρείται εδώ μια υποβάθμιση των εν λόγω ποιητών ως τέτοιων, αλλά μάλλον μια «αποκαθήλωσή» τους από την σύγχρονη συλλογική συνείδηση ως «αρχιερέων» της τρέχουσας ποιητικής κουλτούρας. Και πάνω από όλα αξίζει να προσπαθήσουμε να ασκηθούμε στην μετριοφροσύνη, την αυτοκριτική, και την συναίσθηση όσον αφορά το τι συνιστά πραγματικά σημαντική και πηγαία ποίηση και τι όχι. Φαίνεται να έχει χαθεί το μέτρο όταν αδιάφορα στιχουργήματα (όπως το συνημμένο, του Γιώργου Αλισάνογλου) μπορούν να συνεχίσουν να θεωρούνται πως συνιστούν ποιήματα. Είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο πως κάτι τέτοιο γίνεται αποδεκτό σχεδόν αποκλειστικά εντός του φιλικού και κοινωνικού κύκλου του εκάστοτε “ποιητή».
Αν πάλι νιώθουμε πως χρειαζόμαστε ένα αυθεντικό εγχώριο «γκόθικ» για να ικανοποιήσει τα «σκοτεινά» μας ένστικτα, η ελληνική παράδοση, με την λιτή και προσεγμένη στιχουργική της, μπορεί να μας το προσφέρει:
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.