Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Αυτοβιογραφία


Γεννήθηκα κατακαλόκαιρο, τέλη Ιουλίου. Η μητέρα μου διέκοψε τα θαλασσινά της μπάνια και πήγε να γεννήσει. Είμαι το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας μου είναι συνταξιούχος δάσκαλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και η μάνα μου πρώην τραγουδίστρια όπερας. Από τη μάνα μου κληρονόμησα την αγάπη για τις τέχνες και ιδιαίτερα το πάθος για τη γραφή. 
Στο σχολείο την ώρα που ο καθηγητής έγραφε στον πίνακα το μάθημα εγώ έγραφα ποιήματα που τα απήγγειλα με στόμφο στα διαλείμματα των μαθημάτων. Τα περισσότερα άρεσαν στις φίλες μου. 
Με τον καιρό απέκτησα μεγαλύτερο ακροατήριο. Κάποια παιδιά με θαύμαζαν και ζητούσαν τη γνώμη μου στο μάθημα της λογοτεχνίας και της έκθεσης. Οι εκθέσεις μου βραβεύονταν και οι καθηγητές ζητούσαν να τις διαβάζω μπροστά σε όλους στην τάξη. 
Όλοι προσδοκούσαν από εμένα ότι θα γράψω κάτι σπουδαίο στο μέλλον. Μα εγώ ήθελα μόνο να γράφω. 
Τις εκθέσεις τις έδειχνα στη μάνα μου αλλά τα ποιήματά μου τα έκρυβα. Φοβόμουν πως θα μου απαγορεύσουν να γράφω καθώς ονειρεύονταν να γίνω δικηγόρος, όπως ο παππούς μου και η ενασχόληση με τη γραφή νόμιζαν ότι θα με αποσπούσε από τη μελέτη. Εγώ πάλι «έπαιρνα τα γράμματα» εύκολα και βαριόμουνα τη φλυαρία των καθηγητών μου. Προτιμούσα να διαβάζω ποίηση. Έκρυβα τις ποιητικές ανθολογίες κάτω από το θρανίο και διάβαζα στα κρυφά την ώρα του μαθήματος. 
Μια μέρα με τσάκωσε ο καθηγητής των μαθηματικών. Με πήγε στο γραφείο της διευθύντριας και φυσικά έφαγα αποβολή από το σχολείο. Δεν τόλμησα να το πω στη μάνα μου.
 Την άλλη μέρα, τη μέρα της αποβολής δηλαδή, ξεκίνησα κανονικά δήθεν για το σχολείο και εγώ πήγα στο δάσος. Η μέρα ήταν λαμπρή ανοιξιάτικη. Η φύση γεμάτη μυρωδιές και χρώματα έσφυζε από ζωή. Σε αυτό το «σχολείο» ήθελα να φοιτώ και όχι στις σκοτεινές αίθουσες με τις τσιμεντένιες αυλές.
Έβγαλα το μπλοκάκι μου και άρχισα να γράφω να γράφω ασταμάτητα σαν μεθυσμένη.

Νότα Χρυσίνα

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

"Ο πύργος των ποιητών" της Νότας Χρυσίνα





Κοιτάζω μες στο σούρουπο του ορίζοντα το βάθος,
βλέπω της πόλης τα θαμπά περιγράμματα,
τ’ αναμμένα φώτα τρυπούν τα σωθικά της∙
βλέπω μορφές να χάνονται με απαλά βήματα,
βλέπω σιδερένια στόματα, που τραγουδούν κι αστράφτουν,
ακούω τον αρχέγονο ρυθμό της μακρόσυρτης μελωδίας τους ∙
Η καρδιά μου παύει να χτυπάει ρυθμικά,
μπροστά μου ζωντανεύει ένας πανάρχαιος μύθος.  

Θυμάμαι μιαν άλλη πόλη παλαιά, σκαρφαλωμένη
σε καταπράσινο βουνό πανάρχαιο, σαν να’ ναι εντοιχισμένη∙
κι εγώ διαβάτης, θυμάμαι, ν’ ανεβαίνω ατέλειωτα δρομάκια φιδωτά,
κι η σελήνη να ρίχνει ριπές τ’ ασημένια της βλέμματα∙
-χαμόγελα της Φύσης-, και ο Αποσπερίτης άγρυπνος μαντατοφόρος.
Ανέβαινα, να συναντήσω τον μυθικό φύλακα των ονείρων μου, μονάχη,
τον βάρβαρο πύργο τον γυάλινο, κι Αυτήν.

Δίπλα στον πύργο μια πηγή κι ένας δράκος κονταροφόρος
–πάντα υπάρχει ένας δράκος που φυλάει πύργους και πηγές∙
Σ’ αυτόν τον πύργο έδεναν τις ψυχές τους οι ποιητές,
πλοία σε αγκυροβόλιο∙ το αίνιγμα του κόσμου να φυλάξουν.
Βλέπω, πίσω απ’ του πύργου τα βουβά παράθυρα, να βαδίζουν
αλαφροπάτητες σκιές: ο Πόε, ο Έλιοτ, ο Σεφέρης,  κι ο Καβάφης
με αινιγματικό χαμόγελο, κι αίφνης
οι άλλες σκιές κάνουν υπόκλιση και μουρμουρίζουν
τη μελωδία τη μακρόσυρτη με τον αρχέγονο ρυθμό.   

Κι εγώ φύλλο τρεμάμενο ψελλίζω άρρυθμα
ποιήματα σαν εκείνα που με αυθάδεια το μέτρο σπάζουν.
Τότε η σκιά του Πόε πλησιάζει μ’ ένα κοράκι στον ώμο, με χλευάζει.
 Ο Έλιοτ τους ξεφτισμένους στίχους των Cantos μού χαρίζει,  
 ο Σεφέρης έναν ήλιο μού δείχνει, με αγκάθια κόκκινα, ασπιδοφόρο,
κι ο Καβάφης, με τρόπο ηδυπαθή, μού τείνει ένα κλειδί.    
«Ξεκλείδωσε το αίνιγμα του κόσμου» λέει.
Κι εγώ ξεκλειδώνω  κι ο βάρβαρος γυάλινος πύργος θρυμματίζεται
μες στη βοή της  πόλης που τα φώτα τρυπούν τα σωθικά της.
Δεν παύω ν’ ακούω από την άσφαλτο μακριά σε άλλη γη
εκείνη τη μελωδία τη μακρόσυρτη με τον αρχέγονο ρυθμό.
Βλέπω θολά περιγράμματα μορφών στο φως της αυγής,
Και την Ποίηση να στέκει εκεί, λευκό ντελικάτο μυστήριο.




Το ποίημα αυτό υποβλήθηκε ως εργασία για το ΜΠΣ

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

"Εικόνες από μελάνι" του Έκτορα Πανταζή



Βόλτα στο αττικό φως

κι έγινε ένα με αυτό

συννεφιά πεύκο κι ελιά

γύρω γραμμές λόφων

έσμιγαν τη γραμμή του 

-ορίζοντας

μες στο φουστάνι της Αθηνάς

το γυμνό σώμα της γραφής


ένας φτερωτός ήχος χάθηκε στο θάμνο

πήρε την όψη κοκκινολαίμη


απλώνω σαν φύλλα τις λέξεις

στο λευκό τοίχο της σελίδας

μέχρι το περιθώριο

Δεν ξέρω άν γίνεται αυτό ”κάτι για τα μάτια”

ή κάτι για να μάς στεγάσει κάτω απ' το φως


μιά στήλη σκόνης 
κάθε που  ανατέλλει χορεύει στο φως

 φωτεινή κηλίδα

στο χωματένιο πάτωμα


μαύρες χάντρες κισσού-διϋλισμένος διόνυσος

αντίδοτο στη μέθη



μιά φτερούγα στέγη

το σπίτι πετά

χάρις στα μελάνια

τέχνης ασιανής

                              γιατί είναι αλλαγή στο βλέμμα

                              ιδεογράμματα που μάς βλέπουν

                              όσο κοιτάζουμε


καθώς πατώ ξερά φύλλα

λίγο πριν τη βροχή

τα πρώτα σταλάματα

κροτούν το επερχόμενο εμβατήριο

ένα μαρς χειμερινό στου Ιούνη το καταμεσήμερο

-ο ιβίσκος σβήνει ο πόθος ανάβει-

το αφήνω να με πάει απόμακρα

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

"Άτιτλο" της Νότας Χρυσίνα




Πιστεύαμε στις προφητείες των άστρων
Περπατούσε συντροφιά  τους, μήνες και μήνες·
Κρατούσαν καλά το μυστικό μας
Ποτέ δεν  πρόδωσαν πόσα φιλιά
Δώσαμε
Πόσες υποσχέσεις.
Μας έπιαναν κουβέντα τις νύχτες
Μας έκαναν σινιάλο ανοιγοκλείνοντας το στόμα τους
Τα δόντια τους έλαμπαν
Λάμπαμε κι εμείς σαν πυγολαμπίδες
Το πρωί επιστρέφαμε στο σώμα μας
Μα είχαμε συνηθίσει μέσα στο άλλο σώμα
και το δικό μας έμοιαζε ξένο.

Τώρα μας στοιχειώνουν οι αναμνήσεις 
Το σώμα μας  στέκεται μπροστά στον καθρέφτη
Όπως το αυτοκίνητο στο φανάρι.
Ανάβει ακόμη πράσινο. Στο κόκκινο
Πού θα βρεθούμε άραγε;



Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
γράφει ποιήματα από αγάπη για τη ζωή

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Durs Grünbein " Ἀναφλεκτῆρες"


ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ CANTUS FIRMUS 
ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Ο Ντούρς Γκρυνμπάϊν γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1962 στη Δρέσδη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Άρχισε να σπουδάζει Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Αν. Βερολίνου, σπουδές που διέκοψε λίγα χρόνια αργότερα. Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80 γνώρισε τον Χάϊνερ Μύλλερ (1929-1995), που έδειξε ενδιαφέρον για τα ποιήματά του και τον σύστησε στον διευθυντή Siegfried Unseld των εκδόσεων Suhrkamp. Το 1988 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του με ποιήματα στις ίδιες εκδόσεις, για το οποίο οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Το 1995 τού απονεμήθηκε το Βραβείο Μπύχνερ, που αποτελεί την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση στη Γερμανία. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Μικρή Άρκτος μία ευρεία επιλογή από το ποιητικό του έργο με τον τίτλο Ο αστρονόμος σε μετάφραση του υπογραφόμενου. Τα ποιήματα που ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο Αναφλεκτήρες (Zündkerzen, εκδ. Suhrkamp, 2017). Δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. 
Durs Grünbein, Ἀναφλεκτῆρες
Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου



Τὸ βιβλίο μὲ τὶς ἀδυναμίες

Ἐτούτη ζωὴ - μιὰ γιγάντια ἀτζέντα
Ὅπου ὅλα ἦρθαν ἀλλιῶς κι ὕστερα πάλι ἦρθαν ὅπως ἦρθαν.
Ὅταν κλείνουμε τὰ μάτια βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας
Σ’ ἕναν ἀνελκυστῆρα ποὺ μετρᾶ τὰ χρόνια σὰν ὀρόφους.
Κάποτε στὴ μέση βγαίνει ἕνας, κατεβαίνει
Τὸν διάδρομο, ἴδιος σωσίας τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἡ μισὴ ζωὴ εἶν’ ἕνα παραπάτημα, νὰ χτυπᾶς
Τὶς λάθος θύρες, γιατὶ ἔξω εἶχαν μιὰ καρδιὰ ζωγραφισμένη.
Πόσο εὐεργετικὸ μετὰ νὰ σωριάζεσαι κάτω ἀπ’ τὴν κούραση.

Μέρα τὴ μέρα πέφτουν τώρα τὰ πέταλα ἑνὸς ἄνθους
Ἀπ’ τὰ ὑπέροχα λουλούδια ποὺ χθὲς ἔκαναν σχεδὸν
Νὰ ἐκρήγνυται τὸ βάζο μὲ τὴν ὀμορφιά τους.
Γαλάζια ὀρτανσία, ἄγριες ἀνεμῶνες, μαύρη τουλίπα –
Μοιάζει σὰν ἕνας ἐλεύθερος αὐτοσχεδιασμός,
Σπουδὴ γιὰ ἕνα παιδικὸ πιάνο, στίχος ἀσυγκράτητος.
Ἀσυγκράτητα θὰ πεῖ: Πεθαίνουμε ἀνεπαίσθητα
Καὶ ξάφνου μᾶς δίνει χαρὰ
Νὰ ζοῦμε σὰν νὰ ἤμασταν ἀθάνατοι.
Ἡ γραφὴ μᾶς περιορίζει καὶ ἡ καθεμιὰ λέξη
Βρίσκει τὸν στόχο. Ἄρχισε τώρα νὰ γράφεις
Ἕνα βιβλίο γιὰ τὶς καθημερινές σου ἀδυναμίες.  


Τρέχει ἡ ψυχή

Εἶναι μέρες ὅπου τίποτἄλλο δὲ βοηθᾶ παρὰ νὰ περπατᾶς
Μὲς στὸ ἀνθρώπινο ποτάμι ποὺ πλημμυράει τοὺς δρόμους.
Νὰ περπατᾶς, νὰ περπατᾶς γρήγορα - ἔτσι μανιακὸς ὅπως εἶσαι
Γιὰ πρόσωπα, νὰ τραβήξεις μιὰ ἴσια γραμμὴ μὲς στὴν πυκνὴ κίνηση.
Ἡ πόλη γίνεται μονομιᾶς ἕνα ἀνοιχτὸ ψυχιατρεῖο. Χωρὶς
Νὰ σὲ ξέρει κανένας φορᾶς αὐτὸ ποὺ μόνο ἐσὺ μπορεῖς,
Τὸ βάρος τῆς ψυχῆς σου. Σ’ εὐχαριστεῖ νὰ νιώθεις ἔτσι ἄδειος.
Ὑπάρχεις, δὲν ὑπάρχεις - ἐσύ, ἴδιος μὲ ὅλους.

Ἡ μοναξιὰ εἶναι τὸ πλῆθος ποὺ μοιράστηκε ὁ καθένας,
Κι ἡ πιὸ μεγάλη ζάλη ἀπ’ τὰ χρόνια τοῦ σχολείου: Τὰ μαθηματικά.
Ἡ ἄσκηση, πῶς νὰ ἐξαφανίσεις ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου,
Ἀπαίσιο μάθημα ποὺ γιάτρευε κάθε ἀλαζονεία. Ἡ λύση ἦταν
Νὰ περπατᾶς, νὰ περπατᾶς γρήγορα. Ἔβγαινε ἀπ’ τὸ μυαλό, ἀπ’ τὸν αὐχένα
Ἔβγαινε ἡ λύση περνώντας μὲς ἀπ’ τὴν πόλη σὲ ὁμόκεντρους κύκλους. 

Ποίημα ἀπολιτικό

καθένας ἀπὸ μᾶς εἶνἕνα
Ἀκατέργαστο διαμάντι, μοναδικό
Στὴν κρυφή του οὐσία.
Πόση αὐτοπειθαρχία ἀπαιτεῖ ἀλήθεια
Ἕνα χαμόγελο ποὺ σκάει ξαφνικά
Τὴν καίρια στιγμή
Πόση στοργή
Καὶ πιὸ πολὺ ἡ λέξη ἐκείνη ποὺ λυτρώνει.
Θὰ μείνει αἴνιγμα γιὰ πάντα
Γιατί τὸ κορίτσι στὸ λεωφορεῖο
Μᾶς ἔδωσε πληροφορίες μὲ τόση καλοσύνη
Χωρὶς νὰ νευριάσει.
Κι ὅλα αὐτὰ καθὼς περνούσαμε
Ἀπὸ χωριὰ μὲ ὑψηλὴ ἀνεργία, πρόσφυγες,
Κι ὕστερα ἐτούτη ἡ μοναδικὴ στιγμή.
Τίποτε ἄσχημο δὲν ἔγινε.
Μόνο μετὰ στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ
Μᾶς πῆρε καταπρόσωπο ἡ ἀσχήμια.
Παγωμένες γωνιὲς ποὺ βρωμοῦσαν,
Σκουπίδια μπροστὰ στὴν καντίνα,
Κι ἡ καμπίνα μὲ τὸ αὐτόματο φωτογραφικὸ
Μηχάνημα ἄδεια. Ἡ γυναίκα στὸ ταμεῖο κοίταζε
Ἐπίμονα τὰ βαμμένα νύχια της πρὶν
Σπρώξει πρὸς τὸ μέρος μας ἀμίλητη τὰ ρέστα.


Σόλο μὲ παντομίμα

Μήπως ἦταν ἕνα ὄνειρο; Τί σοῦ ‘ρθε ἀλήθεια
Νὰ στηρίξεις μιὰν ὁλόκληρη ζωὴ πάνω στὶς λέξεις;

Λέξεις ποὺ στριφογυρνοῦν γύρω ἀπ’ τὰ φαινόμενα
Ὅπως τὰ ἠλεκτρόνια σ’ ἕνα μοντέλο ἀτόμων.

Λέξεις ποὺ ἔχουν τὶς δικές τους διαθέσεις,
Τὸ φορτίο τους, τὴ λάμψη τους, τὸ λεξικό τους,
Κι ἕνα μέρος ἐφήμερο νὰ μένουν μέσα στὸν καθένα μας…

Λέξεις ποὺ δὲν ἡσυχάζουνε σχεδὸν ποτέ
Στὶς ἄκριες τῆς ψυχῆς μας.
Τί γίνεται ἂν τελικὰ ἡ σιωπὴ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο;

Τὸ σῶμα δὲν ἦταν μιὰ παντομίμα μὲς στοὺς δρόμους
Περπατώντας μόνο του, τυλιγμένο
Στὴ δική του σιωπή;

Καὶ τὸ μυαλὸ τί ἦταν, μήπως ἕνα λουλούδι
Ποὺ πατώντας τὸ κουμπὶ μπορεῖ ν’ ἀνοίξει;

Κάποια σημεῖα

Τὰ μῆλα στὸ σοῦπερ-μάρκετ, τὰ ροδάκινα,
Ξεδιαλεγμένα γιὰ τὰ χτυπημένα σημεῖα, οἱ μαυρισμένες μπανάνες –
Τὸ βλέμμα μένει γιὰ ὥρα πολλὴ πάνω τους.
Δὲν μπορεῖ νὰ ξεκολλήσει σπουδάζοντας τὴ φθορά.

Χωρὶς οἶκτο κανένα ζουλᾶνε αὐτὰ τὰ σημεῖα
Προπαντὸς οἱ ἡλικιωμένοι μὲ τὰ κοκάλινά τους δάχτυλα.
Πληγωμένα σῦκα, δαμάσκηνα, σημάδια
Μὲ γκροτέσκα ὄψη. Τὰ βάζεις πάλι στὴ θέση τους,

Ἀηδιασμένος, γοητευμένος. Εἴμαστε ὅπως αὐτὰ
Τὰ χτυπημένα φροῦτα, λέει. Περάσαμε μὲς ἀπὸ χέρια πολλά,
Πληγωθήκαμε, μόνο ποὺ δὲν τὸ βλέπει πιὰ κανένας.
Σημάδια κρυμμένα κάτω ἀπ’ τὰ ροῦχα, τὸ δέρμα ξανανιώνει
Πάλι ἀπ’ τὰ χτυπήματα. Στὸ ταμεῖο λάμπουν τὰ μάτια,
Ἀδιάφθορα, ἐδῶθε ἀπ’ τὴ γραμμὴ τοῦ θανάτου.

Μιὰ γυναίκα στὴν οὐρὰ μὲ τὰ μπράτσα γυμνά
Βάζει τ’ ἀκτινίδια, τὰ πορτοκάλια στὴ ζυγαριά,
Δείχνοντας τὰ μελανὰ σημεῖα, τὰ ἴχνη τοῦ ἔρωτα τῆς περασμένης νύχτας.

Τράνζιτο

Οἱ ἄσπρες νταλίκες στὸ δρόμο γιὰ τὸ Νότο
Κι ἄλλες ἀπ’ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση: Ἕνα ποτάμι
Ποὺ δὲν τελειώνει γεμᾶτο ἐμπορεύματα, σκουπίδια,
Μηχανές, φροῦτα, χύνεται μὲς ἀπ’ τὴν κοιλάδα τῶν Ἄλπεων,
Τὰ περάσματα, τὰ τσιμεντένια φαράγγια.

Μεγάλα, καταξεσχισμένα σύννεφα περνοῦν
Ἀπ’ τὸ παρμπρὶζ τοῦ αὐτοκινήτου, νυχτοπεταλοῦδες
Θροΐζουν μὲς στὰ φυλλώματα τῶν ἀμπελιῶν κατὰ μῆκος τῶν δρόμων,
Ἐκεῖ ποὺ μιὰ μαύρη γραμμὴ ἀπὸ ἕνα ἀπότομο φρενάρισμα
Ἀναγγέλει συμφορά. Ἀκόμα καὶ μὲς στὰ κύτταρα μιᾶς μηλιᾶς
Μιὰ κρυφὴ καταστροφὴ φουντώνει.

Πῶς πᾶνε ὅλα ρολόι. Πόσο εἰρηνικὰ εἶναι ὅλα,
Πόσο πολιτισμένα. Ἡ πληθώρα κι ἡ γραφειοκρατία.
Τὸ τσιμέντο, οἱ μπανάνες, ὁ βουβὸς πανικὸς τῶν ζώων
Κατὰ τὴ μεταφορά
Καὶ μετὰ τὸ ξεκοίλιασμα.

Αὐτὴ τὴν ὄψη ἔχει ὁ θάνατος ποὺ δὲν τὸν βλέπει κανένας;

Στὸ σοῦπερ-μάρκετ ἡ ἐκπληκτικὴ προσφορά:
Κρέας μινώταυρου – σήμερα μισοτιμῆς!


Σοφ ρήματα

Ὅλα τὰ σοφὰ ρήματα εἶναι ἀθέατα.
Στριφογυρίζουν γύρω ἀπὸ δραστηριότητες
Ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μάθει. Λέγονται ἀφανίζομαι, σβήνω,
Ψοφῶ καὶ βγάζουν σὲ μιὰ περιοχὴ πού ‘ναι χωρὶς ἀνθρώπους.
Χωρὶς νὰ τὰ ἀντιλαμβάνεσαι γλιστροῦν ἀθόρυβα μέσα στὸν χῶρο.

Εἶναι ἀκόμα κι ἄλλα ρήματα ὅπως καταρρέω,
Διαλύομαι. Μ’ ἕνα χέρι ἀόρατο χαϊδεύουν αὐτὸ
Ποὺ κάποτε ὑπῆρξε. Σκεπάζουν μὲ χιόνι, μὲ ὁμίχλη τὶς σκέψεις,
Φανερώνονται σὰν γραμμὴ κιμωλίας στὸν μαυροπίνακα.
Δίνουν στὴ γλώσσα μιὰ ὤθηση γιὰ τὸ φινάλε.

Εἶναι κι ἄλλα ρήματα, ὅπως χιονίζει, παγώνω, γερνάω,
Χάνω τὸ θάρρος μου, πεθαίνω.
Μποροῦν νὰ λύσουν τῆς σοφίας τὰ γόρδια δεσμά.
Εἶναι σὰν σημεῖα περιπλανώμενα τυφλά
Ὑπάρχουν σ’ ὅλων τῶν ψυχῶν τὶς ἀκρώρειες.

Τὰ σοφὰ ρήματα δὲν εἶναι ἰδιαίτερα φημισμένα.
Ἐργάζονται μεθοδικά, μπορεῖς νὰ τὰ ἐμπιστευθεῖς.
Ὑπάρχουν τὰ ρήματα αὐτά, ὅπως κι ὁ ἔρωτας.
Ἐγχειρίζουν συγκαλυμμένα καὶ προχωροῦν ἀθόρυβα
Ὑπὸ τὴν προστασία τῶν οὐσιαστικῶν.
Σκοπός τους οἱ ὁρίζοντες ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τοὺς φτάνει τίποτα.

Μισάνθρωπος ἀνθρωπιστής

Τὸ μυαλὸ εἶναι μιὰ ἀποθήκη - ἢ μήπως ὄχι;
Τὸ μυαλὸ λειτουργεῖ ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ὅποιος κι ἂν κυβερνᾶ.
Τὸ μυαλὸ γνωρίζει ἀπὸ πρὶν κάθε καινούργιο κίνδυνο.
Διάλεξα νὰ μὴν βουλιάξω. Τώρα ἔφτασα ἐκεῖ

Ὅπου συνωστίζονται οἱ ἀδυναμίες. Ἔχουν τρελαθεῖ ,
Ἀναζητοῦν γνωριμίες, πασχίζουν πολὺ οἰκογενειακά
Γι’ ἀναγνώριση - ὅπως τὰ παιδιὰ ποὺ ζητοῦν γλυκά.

Προσπάθησε νὰ περιγράψεις ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου: Εἶσαι
Μισάνθρωπος ἀπὸ συντροφικότητα, ἀνθρωπιστὴς ἀπὸ μοναξιά.
Κανένα ἐρωτηματολόγιο δὲν σὲ χωρᾶ. Κι ἐσὺ ὁ ἴδιος

Οὔτε ποὺ ἐννοεῖς πὼς εἶσαι ἐδῶ, καταμεσῆς σ’ αὐτὴ τὴν τρέλα,
Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὸ λάθος μέρος. Τὸ μυαλὸ δὲν εἶναι καταφύγιο,
Ἀλλὰ ἐκεῖ ἔξω ἐπικρατεῖ πόλεμος γιὰ ὅλα ὅσα εἶναι
Πέρα ἀπὸ κάθε μέτρο: Τὴν πίστη, τὴν εὐτυχία τῶν εἰδῶν, τὸ χρῆμα.
Τὸ μυαλὸ δὲν ἡσυχάζει ποτέ, διαμαρτύρεται, διεξάγει δίκες ὁλοένα.


Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου

Ο Θανάσης Λάμπρου γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1962 στην πόλη της Λαμίας. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φράιμπουργκ (Freiburg i. Br.), όπου σπούδασε από την αρχή φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και ιστορία της τέχνης. Το 1991 έλαβε το πτυχίο (Μagister Αrtium) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του  Φράιμπουργκ και στη συνέχεια, ως υπότροφος γερμανικού Ιδρύματος, εκπόνησε διδακτορική διατριβή στον τομέα της Φιλοσοφίας και ανακηρύχθηκε το 1994 Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) του ιδίου Πανεπιστημίου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δημοσιεύτηκαν, σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά, πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του, ενώ τη διετία 1998-2000 δίδαξε Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών.


Η συνέντευξη του Θανάση Λάμπρου που φιλοξενήθηκε στo Bookpress εδώ:
https://www.bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines-ii/thanasis-lamprou

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

"Πραγματικά δεν ξέρω" Άννα Καμιένσκα


Πώς μοιάζει να είσαι άνθρωπος;

ρώτησε το πουλί…

Πραγματικά δεν ξέρω

Μοιάζει να είσαι κατάδικος στο δικό σου δέρμα

αλλά να λαχταράς το άπειρο

να είσαι αιχμάλωτος σ” ένα ψίχουλο του χρόνου

αλλά να απλώνεις το χέρι για αιωνιότητα

να είσαι αβέβαιος χωρίς ελπίδα

κι ένας ανόητος της ελπίδας

να είσαι ένας κρύσταλλος παγετού

και μια χούφτα από ζεστασιά

να αναπνέεις τον αέρα

να πνίγεσαι άφωνος

να φλέγεσαι

και να έχεις μια φωλιά από στάχτες

να τρως ψωμί

αλλά να έχεις γιορτή όταν πεινάς

να πεθαίνεις χωρίς αγάπη

αλλά να αγαπάς πέρα από το θάνατο.

 Όλα αυτά είναι αστεία, είπε το πουλί

πετώντας ανάλαφρα ψηλά στον ουρανό.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Σταμάτης Πολενάκης "Οδυσσέως θάνατος"



Όταν η γη σείστηκε και οι ουρανοί άνοιξαν
και οι θλιμμένες σκιές
άρχισαν ν’ ανεβαίνουν ξανά προς το φως,
τότε είδαμε από μακριά
να μας καλούν άγνωστα κύματα
της καινούριας πατρίδας. Αλλά
ο Οδυσσέας δεν ήταν μαζί μας.
Ο Οδυσσέας δεν ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους
που επέστρεψαν.
Γι’ αυτό η Πηνελόπη υφαίνει κάθε νύχτα
ένα σάβανο από σκοτεινό χιόνι.
Γι’ αυτό μας κοιτάζουν οι νεκροί
με τα μάτια ξεριζωμένα από τις κόγχες τους.

    Η ένδοξη πέτρα, Μικρή Άρκτος, 2014

Ο Σταμάτης Πολενάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 και σπούδασε στο τμήμα Ισπανικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Complutense της Μαδρίτης. Είναι ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από τον Γιάννη Γκούμα, και, κυρίως, από τον Richard Pierce. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές: Το χέρι του χρόνου (Όμβρος, 2002), Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ (Οδός Πανός, 2006), Νοτρ Νταμ (Οδός Πανός, 2008), Τα σκαλοπάτια της Οδησσού (Μικρή Άρκτος, 2012), Η ένδοξη πέτρα (Μικρή Άρκτος, 2014), Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες (Μικρή Άρκτος, 2016). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.