Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Μέλανι Ράαμπε «Η παγίδα»

εκδόσεις Καλέντη,
 μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου
           




«Δεν ανήκω σ' αυτόν τον κόσμο.
                     Έτσι λένε τουλάχιστον. Λες και υπάρχει μόνο
κόσμος».

Η συγγραφέας Λίντα Κόνραντς έχει να βγει από το σπίτι της έντεκα χρόνια. Όλα μοιάζουν απόλυτα παγιωμένα στη ζωή της, τίποτα δεν προμηνύει τη μεγάλη αλλαγή που θα ακολουθήσει, όταν μια μέρα βλέπει στην τηλεόραση το πρόσωπο ενός δολοφόνου. Όχι ενός οποιουδήποτε δολοφόνου. Θα δει το πρόσωπο του ανθρώπου που σκότωσε την αδελφή της.

«Ο κόσμος μου γίνεται συντρίμμια. Είμαι καθισμένη στο κρεβάτι μου, μέσα στα χαλάσματα, κι έχω το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη της τηλεόρασης. Είμαι μια ανοιχτή πληγή».



Η Λίντα Κόνραντς γράφει μυθιστορήματα. Επιβάλλει στον εαυτό της να γράφει ένα βιβλίο τον χρόνο. Είναι μυθιστορήματα υψηλής αισθητικής, οι κριτικές είναι διθυραμβικές. Μέχρι τώρα τουλάχιστον. Γιατί ξαφνικά αποφασίζει να γράψει ένα θρίλερ, κάνοντας φυσικά έξαλλο τον εκδότη της. Όχι φυσικά επειδή ανακάλυψε ότι έχει πάθος με το συγκεκριμένο είδος, αλλά γιατί θέλει να το χρησιμοποιήσει σαν παγίδα για τον δολοφόνο της αδελφής της.

«Θα γράψω ένα καινούριο βιβλίο. Θα συμπεριλάβω τα γεγονότα εκείνα σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Δόλωμα για τον δολοφόνο και θεραπεία για μένα».

Πριν από έντεκα περίπου χρόνια βρήκε την Άννα, την αδελφή της, νεκρή στο διαμέρισμά της, μέσα σε μια λίμνη αίματος, δίπλα σε ένα μπουκέτο λουλούδια. Πρόλαβε όμως και είδε τον δολοφόνο της να γλιστράει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Και το βλέμμα του, που συναντήθηκε με το δικό της για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, έμεινε χαραγμένο στη μνήμη της. Η υπόθεση δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, η Λίντα –νιώθοντας ενοχές που η ίδια είναι ζωντανή, ενώ η αδελφή της νεκρή– απομακρύνεται όχι μόνο από τους γονείς της, αλλά από ολόκληρο τον κόσμο. Το σπίτι της, μία έπαυλη δίπλα στη λίμνη Στάρνμπεργκ, γίνεται στο εξής το καταφύγιό της, ο κόσμος της και η πραγματικότητά της.

«Υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει να το σκέφτομαι. Κι ωστόσο μου είναι  αδύνατον  να μην σκέφτομαι. Έχει να κάνει με την αδελφή μου. Πάει πολύς καιρός από τότε. Αγαπούσα την αδελφή μου. Την αδελφή μου την έλεγαν Άννα. Η αδελφή μου είναι νεκρή. Η αδελφή μου ήταν τρία χρόνια μικρότερή μου. Η αδελφή μου δεν πέθανε. Η αδελφή μου δολοφονήθηκε. Η αδελφή μου δολοφονήθηκε πριν από δώδεκα χρόνια και τη βρήκα εγώ. Είδα τον δολοφόνο της να το σκάει. Είδα το πρόσωπο του δολοφόνου. Ο δολοφόνος ήταν άντρας. Ο δολοφόνος γύρισε και με κοίταξε, και ύστερα το έβαλε στα πόδια. Δεν ξέρω γιατί το έβαλε στα πόδια. Δεν ξέρω για δεν μου επιτέθηκε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η αδελφή μου είναι νεκρή κι εγώ όχι».

Με επιδεξιότητα, ανατρεπτική πλοκή και ακριβή ψυχολογική δομή των χαρακτήρων η Μέλανι Ράαμπε σπρώχνει ξανά και ξανά τον αναγνώστη προς τη λάθος κατεύθυνση, καταφέρνει να τον πιάνει στις παγίδες που του στήνει, κρατώντας τον σε διαρκή αγωνία. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η γραφή έξυπνη και απαιτητική. Στο μυθιστόρημα παρεμβάλλονται κεφάλαια από το θρίλερ που γράφει η Λίντα Κόνραντς για να παγιδεύσει τον δολοφόνο της αδελφής, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα είδος αφήγησης σε δύο επίπεδα: μία που τοποθετείται χρονικά στο παρόν και μία άλλη με αναδρομές στο παρελθόν, μία δήθεν φανταστική και μία απολύτως πραγματική – κρατώντας έτσι τον αναγνώστη σε ακόμα μεγαλύτερη αγωνία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που η «Παγίδα» έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 17 γλώσσες και που η TriStar έχει εξασφαλίσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα για τη μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη.
Εκτός από ένα πολύ καλό θρίλερ λοιπόν, είναι ένα βιβλίο που πατάει με τρόπο εξαιρετικό στα παιχνίδια που μπορεί να μας παίζουν οι ενοχές μας, στον τρόπο που μπορούν να αλλοιώσουν την πραγματικότητα και να μας κάνουν κάποιες φορές να χάνουμε ακόμα και το κριτήριό μας, να μην είμαστε βέβαιοι αν κάτι συνέβη στ' αλήθεια. Ένα ψυχολογικό θρίλερ που αποδίδει με μαεστρία τη, μεταξύ άλλων και αμφιθυμική, σχέση των δύο αδελφών, τη σχέση τους με τους γονείς τους, αλλά και τις φοβίες, τις αγωνίες, τις εμμονές – τα όριά μας.

«Αυτή η έπαυλη είναι ο κόσμος μου. Το δωμάτιο με το τζάκι είναι η δική μου Ασία, η βιβλιοθήκη είναι η δική μου Ευρώπη, η κουζίνα είναι η δική μου Αφρική. Η Βόρεια Αμερική είναι στο γραφείο μου. Το δωμάτιό μου είναι η Νότια Αμερική, και η Αυστραλία και η Ωκεανία βρίσκονται στη βεράντα μου. Μόλις δυο βήματα πιο μακριά, αλλά εντελώς απρόσιτη».









 Η Γιώτα Λαγουδάκου γεννήθηκε στη Γερμανία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Στατιστικής και Ασφαλιστικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και του τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολείται επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από το 1995 και έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων έργα των Μ.Βάλζερ, Κ.Βολφ, Έ.Εσσε, Ί.Κέρτες, Χ.Μύλερ, Ί.Σούλτσε,  Μ.Σούτερ, Στ. Τσβάιχ, Ε.Τ.Α Χόφμαν.







Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Τέσσερα ποιήματα του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ





ΔΙΧΩΣ ΧΑΡΤΗ 


Κύμα εγεννήθηκα κι αφρός
χρόνια ταξιδεύω δίχως χάρτη
το κορμί μου ψήθηκε  στ΄ αλάτι 
φίλος δεν με ξέρει κι αδερφός.


Ήρθαν κεραυνοί και αστραπές
σ είδα τ ουρανού προσκυνητάρι 
όπως στ ακρωτήρι το φανάρι 
βάλσαμου σκορπάει αναλαμπές.


Νιώθω το κορμί μου  ναυαγό
το γιαλό στα μάτια σου τον  είδα
σπάσε του  μυαλού μου  την  πυξίδα
σ άλλες παραλίες να μη βγω.


Μέσα στην πυκνή την καταχνιά
φως χλωμό από ασετυλίνη
ήρθες πριν ξεσπάσει το μπουρίνι
για να σώσεις ξάρτια και πανιά.


Είσαι ό,τι έχω  πιο ακριβό
πως να τ’ αρνηθώ τα δυό σου χείλια
στο σκαρί μου βάλαν  κατρακύλια
δέσε  με σε πέλαγο μη βγω.


Θέλω  στη στεριά να κρατηθώ
βγάζει η ανάσα μου αλμύρα
άπονα μου φόρεσε η μοίρα
σκάφανδρο να ψάχνω το βυθό


Αθήνα 25-6-2007
   Παπαχατζής Νικόλαος.-







ΘΕΛΩ ΝΑ ΝΥΧΤΩΝΕΙ


Φοβήθηκε τον ήλιο  η νύχτα  η δειλή
κι εγώ  μ’ ένα φιλί
να τρέμεις σαν το φύλλο  προτού κανείς μας δει
σ’ αφήνω μοναχή.


Μόνο νύχτα  σε βρίσκω λαχτάρα μου κρυφή
κατάρα  λες κι ευχή
το σώμα ανακαλύπτω τυφλά με την αφή
μιλάω στην ψυχή.


Θέλω να νυχτώνει να μην  ξημερώνει
μαύρη συννεφιά
ήλιε  μαρτυριάρη άσε το φεγγάρι
μόνη συντροφιά.


Στου έρωτα  την έλξη που λιώνει το κορμί
τρέμω  για τη στιγμή
και λέω ας μη φέξει βλέφαρο να μην παίξει
ξανά πάνω στη γη.


Μαύρες  κουρτίνες βάζω  φεγγάρι κουρδιστό
να παραμυθιαστώ
μήνες  να σ αγκαλιάζω ψαχτά  να σε διαβάζω
στο στρώμα το ζεστό.  
ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ 10-2-2009
Παπαχατζής Νικόλαος.-








ΣΤΟΥ  ΚΩΣΤΑΝΤΗ ΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ



Στου Κωσταντή τον καφενέ
πίνουν ακόμα ναργιλέ
με αμανέ
και παίζουνε ταξίμια
της προσφυγιάς συντρίμμια .


Είν οι μεζέδες διαλεχτοί
με παστουρμά  κοπανιστή
τους ξέρει από χρόνια
του μάθανε τη συνταγή
πριν έρθει η καταστροφή
της Σμύρνης τα γκαρσόνια .


Στη Σμύρνη είχανε καφέ
στο παραθύρι κατιφέ
και τι καφέ
πάνω στην προκυμαία
με Ελληνική σημαία.

Ένα πρωί του Κωσταντή
η πόρτα έμενε κλειστή
με μια κλωστή
πάνω σε μια νεφέλη
τον πήραν οι Αγγέλοι .


Ο εγγονός του ο Κωστής
της συνταγής συνεχιστής
παράδοση κρατάει
κάθε Σεπτέμβρη την αρχή
μνήμη σε εκείνη τη σφαγή
μαύρο  μπερέ φοράει .


                                                                                                              Παπαχατζής Νικόλαος  .-
                                                                                                                                                             ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ 12-2-2008






ΤΟ  ΤΕΙΧΟΣ


Στο τείχος που ντροπιάζει την Ευρώπη
θα ανάψω μοναχός χίλια καντήλια
για εκείνους π’ αγνοούνται κι άλλα χίλια
για αυτούς που περιμένουνε ακόμη
κι ας είναι με καρφιά κλειστοί οι δρόμοι.


Στις εκκλησιές που είναι  κλειστές
βουβός θα προσκυνήσω
το δάκρυ μου  να αφήσω,
κρυφά να κάνω προσευχές
για τις αδιάβαστες ψυχές
στον ουρανό να  φτάνει
καπνός απ’ το λιβάνι.


Στο σύρμα κουρελάκια ματωμένα τα
όνειρα που μείναν απ την άλλη
στην πράσινη τα βλέπω με το κυάλι
σαν Μαγιοστέφανα της νιότης πεταμένα
προσάναμμα στου θέρους την αρένα .









ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ 10-11-2009
Παπαχατζής Νικόλαος.-






στίχοι: Νίκος Παπαχατζής
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός

CD Με δυο ρολόγια 




Χίλια καραβάκια
Συνθέτης: Παντελής Θαλασσινος

Στιχουργός: Νίκος Παπαχατζής






Ο Νίκος Παπαχατζής είναι μηχανολόγος, ποιητής και στιχουργός.