Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ




ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ
& ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
N.Π.Ι.Δ. – Έτος ίδρυσης 1979 - Αριθ. 2237 Μητρώου Πολιτιστικών Φορέων
του Υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού
Δίπλωμα της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας (A.I.C.L. Paris)   
«Δημοσθένειο» Μετάλλιο & Δίπλωμα Τιμής του Δήμου Παιανίας
Αναπαύσεως 14 Α΄ - 190 02 Παιανία * E-mail:artcentr@otenet.gr * Τηλ.: 210-66.43.854 (& Fax) www.euarce.com * http://www.asbmh.pitt.edu/EUARCE%2DGREEK/


ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Βυζαντινές εμπνοές

Τιμητική συνεργασιακή συμβολή:
Αμερικανική Εταιρεία Βυζαντινής Μουσικής και Υμνολογίας (ASBMH)
του Κέντρου Ανατολικοευρωπαϊκών και Ρωσικών Σπουδών
του Πανεπιστημίου Pittsburgh (Η.Π.Α.)

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ

Με την ευκαιρία συμπλήρωσης της πρώτης δεκαετίας (2007-2017) από την ίδρυση των Παγκόσμιων Επιστημονικών και Πολιτιστικών Συνεδρίων «Βυζαντινός Μουσικός Πολιτισμός»
η Επιτροπή Οργάνωσης και Επιστημονικής Διεύθυνσής τους
προκηρύσσει διεθνή διαγωνισμό ποίησης στην ελληνική γλώσσα, με θέμα το Βυζάντιο (εμπνεύσεις από την βυζαντινή ποίηση, τα γράμματα, τη μελουργία, την αρχιτεκτονική, την εικονογραφία, την ιστορία και τα θρυλούμενα).
Με τη συγκεκριμένη διαγωνιστική πρωτοβουλία τιμούμε επίσης
·         τα 1150 χρόνια από τη «Μακεδονική Αναγέννηση» στο Βυζάντιο  (867-1056 μ.Χ.)
·         τους 25 αιώνες από τη γέννηση (517?) του κορυφαίου λυρικού της ελληνικής αρχαιότητας, Πίνδαρου
·         τα 100 χρόνια από την έκδοση του ιστορικού μουσικολογικού έργου  «Η Παρασημαντική της Βυζαντινής Μουσικής» του  Κωνσταντίνου Α. Ψάχου
Ο Διαγωνισμός αποτελεί φιλεκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα  ενταγμένη στο πλαίσιο  των μορφωτικών προγραμμάτων των Παγκόσμιων Επιστημονικών και Πολιτιστικών Συνεδρίων «Βυζαντινός Μουσικός Πολιτισμός».
Πολυμελής Επιτροπή Αξιολόγησης και Επιλογής αποτελούμενη από διακεκριμένες
προσωπικότητες των Γραμμάτων, θα επιδώσει τρία βραβεία και είκοσι επαίνους σε πανηγυρική εσπερίδα, που θα διοργανωθεί στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης, όπου και θα εγκαινιασθεί
έκθεση  ιστορικών ντοκουμέντων από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα και θα προβληθεί ένα οπτικό


-2-
απάνθισμα μουσικών-χορωδικών έργων, που συνόδευσαν τα Συνέδρια «Βυζαντινός Μουσικός Πολιτισμός» στα χρόνια 2007, 2009, 2011 και 2013

ΟΡΟΙ
1.Στο διαγωνισμό μπορεί να λάβει μέρος κάθε έλληνας απανταχού της γης (Ελλάδα-Κύπρος-Ομογένεια) ή αλλοδαπός ελληνιστής/ελληνομαθής ανεξαρτήτως ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των μαθητών Λυκείου και των φοιτητών.
Σημ.: Στους μαθητές Λυκείου θα επιδοθούν τρία (α΄,β΄,γ΄) ειδικά βραβεία
2.Κάθε διαγωνιζόμενος συμμετέχει με ένα μόνον αδημοσίευτο ποίημα στην ελληνική γλώσσα το οποίο δεν ξεπερνά τις δύο σελίδες Α4.
3.Θα απονεμηθούν τρία (Α΄,Β΄,Γ΄) βραβεία και δέκα έπαινοι.
4.Τα ποιήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση euarceart@gmail.com  σε μορφή word (doc ή docx) ή pdf,  ή ταχυδρομικώς στη διεύθυνση: EUARCE – Αναπαύσεως 14A’,  190 02 Παιανία, GREECE
5.Η ταχυδρομική αποστολή περιέχει το ποίημα σε πρωτότυπο έγγραφο (όχι φωτοαντίγραφο), σε τριπλούν και υπογεγραμμένο.
6.Κάθε αποστολή – ηλεκτρονική ή ταχυδρομική – περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία του διαγωνιζόμενου:
-Όνοματεπώνυμο  -  Επάγγελμα/ιδιότητα  -  Διεύθυνση κατοικίας (πλήρης)  -  Τηλέφωνο  -  E-mail
6.Κάθε αποστολή συνοδεύεται με το χρηματικό ποσό των €15 που αποστέλλεται με ταχυδρομική επιταγή στη διεύθυνση: EUARCE – Αναπαύσεως 14A’,  190 02 Παιανία, GREECE ή με τραπεζική επιταγή:
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΕΡ...
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
IBAN: GR1301101610000016129650707
SWIFT ΤΡΑΠΕΖΑΣ (BIC): ETHNGRAA
Στις επιταγές πρέπει να αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του διαγωνιζόμενου.
Σημ.: το χρηματικό ποσό προορίζεται για την κάλυψη μέρους των δαπανών σε κρίτρα, γραμματειακή υποστήριξη του διαγωνισμού, κ.λ.π.
7. Τελευταία ημερομηνία αποστολής των ποιημάτων είναι η 1η Μαρτίου 2017
                                                                                                   
                                                                                                     Παιανία, 1 Δεκεμβρίου 2016
                                                                         Από τη Γραμματεία EUARCE


ΣΗΜ.: Μορφωτικά, επιστημονικά και φιλεκπαιδευτικά προγράμματα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τέχνης (EUARCE) πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα:
-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
-ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
-ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ (ΑΠΟΔΗΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ)
-ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ
-ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
-ΔΗΜΟΥ ΠΑΙΑΝΙΑΣ
Και την υποστήριξη: -ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ -ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
-ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΕΛΤΑ



 


EUROPEAN ART CENTER
AND INSTITUTE FOR EASTERN ROMAN EMPIRE RESEARCH STUDIES
IN EUROPE RECOGNISED
CULTURAL, SCIENTIFICAL AND EDITIONAL ASSOCIATION
OF GREEK AND INTERNATIONAL COLLABORATION
 Decision No 98/85 & 7975/08 of Court of First Instance of Athens
Nb 2237 of Register of Cultural Institutions of Hellenic Ministry of Culture and Sports
Diploma of “Association Internationale des Critiques Litteraires” (A.I.C.L.-Paris)
“Demosthenion” Medal and Diploma of Honour of Paeanea’s Mayoralty
14 Α΄Anapaphseos Str. - 190 02 Paeanea Attika, Greece - Tel. (andFax): 210.66.43.854


SCIENTIFIC, CULTURAL AND ARTISTIC     
      INTERNATIONAL CONFERENCES
    “BYZANTINE MUSICAL CULTURE”
 
      THE ORGANIZATIONAL COMMITTEE



INTERNATIONAL POETRY COMPETITION

Byzantine Inspirations

ANNOUNCEMENT/NOTICE:
On the occasion of the 10th anniversary (2007-2017) of the founding of the Scientific, Cultural and Artistic International Conferences «Byzantine Musical Culture», the Organizational Committee and the Scientific Executive announce the International Competition of Poetry with a particular emphasis on «Byzantium».

The thematic focus should be on poetry inspired by original Byzantine poetry, letters, music and hymnology, architecture, iconography, history, and folklore. The language of the Competition is Greek.

This first-in-kind Competition is also aimed at commemorating and honouring:
-1150 years since the Macedonian Renaissance in Byzantium (867-1056 A.D.);
-25 centuries since the birth of Pindar (517?- 438?), the Great lyrical ancient Greek poet;
-The 100th anniversary of the first publication of the historically-monumental musicologic work of Konstantinos A. Psachos «Η Παρασημαντική της Βυζαντινής Μουσικής».

The Competition is organized with the honorary collaboration and programmatic assistance of the American Society of Byzantine Music and Hymnology, an entity under the auspices of the Russian
and East European Studies Program of the University of Pittsburgh (USA).

-2-
At the award ceremony, a rich exhibit featuring historic documents from the 18th century onwards will be made public for the first time and, in addition, a special film dedication of the first-in-kind choral events that highlighted the musical segments of the International Conferences “Byzantine Musical Culture” will be unveiled and presented.

A five-member panel consisting of renowned personalities in arts and literature will offer three awards and twenty distinctions at a formal Soiree which will take place in June 2017 at the European Art Center in Paeanea, Attika, Greece.

COMPETITION DETAILS:
The competition is open to anyone irrespective of age, creed, nationality. We will give particular emphasis to submissions from students at the secondary, and early post-secondary education level.
Only one submission (attention:unpublished the poem) will be accepted from each participant.
The submission must not be more than two (2) pages in A4 format.
The submissions must be sent electronically to euarceart@gmail.com as Word .doc, .docx, or Adobe .pdf files, or they can be sent by post to: EUARCE – Anapaphseos 14A’, 190 02, Paeanea, Attiki, Greece. Should a hard copy be submitted by post, the signed original and three signed copies must be concurrently sent.  
Each submission (electronic or mailed) must be preceded by a cover page with the following information:
-Name
-Profession/Expertise
-Complete mailing address
-telephone number
-email address
-fax number (if available)
A submission fee of 15 euro must accompany all entries (mailed to the address above if submission is electronic) and this must be made on an international money order (bank or post) to the following:
EUROPEAN ART CENTER (ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΕΡ...)
NATIONAL BANK, IBAN: GR1301101610000016129650707 - SWIFT ΤΡΑΠΕΖΑΣ (BIC): ETHNGRAA
The money order must state the full name of the submitter.
The submission fee will be used to cover some of the expenses associated with the costs of the Competition.

The deadline date is the 1th of March, 2017
All entries must be received by EUARCE by the deadline. In total, the Competition will recognize and award 16 entries.
                                                                                                        Paeanea, 1th of December, 2017
                                                                                    THE BOARD OF EUARCE





ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΕΜΝΙΩΤΗΣ "Γεωμετρία της Νήψης"



Μετάφραση Νότα Χρυσίνα








Ελεγεία Α'

Ισορροπώ ανάμεσα στο φως -τότε που ντύνει
Τους δρόμους που τυλίγουνε τους λόφους-
Και στου βοριά το ράπισμα που σχίζει
Τις ξεραμένες σάρκες απ' τα φυλλοβόλα.
Για όσους πριν σε κατοικούσαν από 'μένα, μίλησέ μου
Γη των νεκρών και γη των αθανάτων
Σε ποιους ανήκει αυτό το χώμα
Που το αγιάζι ανάμεσα απ' τα μνήματα σηκώνει;

Elegy A

I balance between the light- when it is dresses the roads that shroud the hills-
And the North’s blow that tears apart
The Dried flesh from deciduous trees.
About those who lived in you before me, talk to me Land of the dead and land of Immortals
To whom it does belong the earth
That the cold air lifts among the  graves?



Nostos

From the bunch of flowers falling on the desk
Petals that the invisible humidity of time
On the light curves of their colours
Thickened, weighting their body   
And the parts of the body of the stuffed Spring thrashed. All done from that yellowish grey that spreads in the alleys, the light,
Like pollutant shedding from the skylight, all, under the night’s order, drowns them. Clumsy seems in velocity the sorrow and, there is,
Despite the moral of windless July,
Despite too many Augusts in History. Though,
It can for each one of us, despised, 
the rotten tongues and we only
from the loft of Pentecoste, we used as a cape,
looked everywhere in the Mind of the Blood, they may write
in the cenotaph of our  perseverance
as a tombstone:
He Knew the apocryphal fire of volcanoes
Having in mind to add, sometime in future,
One more hue  
To those that takes the open ocean
in the city streets
compromised to live (climb up
buildings  being abandoned)
broke into silence raged to hear
some of the last voices of early life
not the hissing from an attacking falcon
even the rattling early wind –
even if smelt sick oxygen and urea.
 From the bunch of flowers falling on the desk
Petals that the invisible  humidity of time
On the light curves of their colours
Thickened, weighting their body  
And the parts of the body of the stuffed Spring thrashed. There I
Write, mourn, write: “golden
Casting the guts of monsters
In the fulfilled heaven that broadens out  Above Vosporos of decay returning”

I Write, mourn, write

The sun dresses with its spring water the sea and I dress with my secret thought what I love.


Apocalyptic Semiology of Love

Hiding itself the sun behind the rocks of the seashores
And wind tangled the woe
Disregarding deepens the shiver, goes
Against to half visible because of the glare birds fluttering  and the shape of
Trees onto the shores their last
movement gives, inadvertently maybe and,
donates last testimony of life, existing,
with the whole earth on its shoulders
more and more rarely calms  as
two birds that bliss in their intercourse
and the stature of their love in the Simple
the dogmas of Shakespeare mocks.

Wind tangled the woe
Disregarding deepens the shiver, goes
Against to half visible because of the glare birds fluttering  and in
The sense of undisguised God
Sets the world
                         The essence of the Rise.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Τομάς Κοέν, Από το ένα άκρο στο άλλο



Μεταφράζει η Άτη Σολέρτη
Ο Τομάς Κοέν (Tomás Cohen, Πεγιούουε – Χιλή 1984) είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει σπουδάσει Μουσικολογία και Καλές Τέχνες στο Ποντιφικό Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής και Ιστορία της Τέχνης στο New York University. Το 2003 πήρε υποτροφία από το Ίδρυμα Πάμπλο Νερούδα. Αφού έζησε για δυο χρόνια στο Νεπάλ, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου μέχρι και σήμερα πραγματοποιεί σπουδές σχετικές με τον πολιτισμό του Θιβέτ και τη σανσκριτική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει συμμετάσχει σε αρκετά φεστιβάλ ποίησης στην Αμερική αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Είναι ένας από τους εκδότες του περιοδικού Asymptote (www.asymptotejournal.com). Ως μέλος της ομάδας Found in Translation, οργανώνει στο Αμβούργο κάθε χρόνο το “Hafen Lesung”, ένα διεθνές φεστιβάλ σύγχρονης λογοτεχνίας σε διάφορες γλώσσες. Διατηρεί τη σελίδα: http://www.tomascohen.com
Το ποίημα που παρουσιάζεται εδώ, ενώνει την αρχή και το τέλος, αποτελώντας τον επίλογο του βιβλίου του Redoble del ronroneo (Τυμπανοκρουσία του γουργουρίσματος), που εκδόθηκε το 2016 από τον εκδοτικό οίκο Buenos Aires Poetry στην Αργεντινή.
Η γραφή του Τομάς Κοέν μοιάζει να ξέρει να αφουγκράζεται τα άκρα. Κάθε λεπτή γραμμή που απομακρύνει και συνδέει τα αντίθετα που ισορροπούν πάνω στην απέραντη γέφυρα του σύμπαντος. Με βλέμμα που ξέρει πού να στραφεί για να αποκωδικοποιήσει κάθε ανθρώπινη αφετηρία και τέλος, ψηλαφεί την ανθρώπινη φύση κι αποτυπώνει τα σημάδια μιας κοινής καταγωγής σαν να τελετουργεί συνομιλώντας με τον Θεό της αναγέννησης. Με ευαισθησία, λογική και διαίσθηση ωθεί και το δικό μας βλέμμα στο βἀθος κάθε κυκλικής μνήμης, μες στο γαλάζιο του ορίζοντα που μας χωρίζει και μας ενώνει, με στόχο να μας απελευθερώσει. Να φανερώσει ένα νέο κόσμο που υψώνεται τριγύρω, αφού όμως πρώτα απορρίψουμε κάθε συνάντηση με τον προηγούμενο εαυτό μας.
*
ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΑ ΑΚΡΟ ΣΤΟ ΑΛΛΟ (ΦΙΝΑΛΕ)
Ας μη φοβόμαστε: έτσι είναι ο θάνατος
Σέσαρ Βαγιέχο

Στο βάθος υπάρχει πάντα άμμος
και νέα φεγγάρια μαύρα μες στα νύχια.
Στο τέλος οι τσέπες μου αναποδογυρίζουν.
Αφού τα όρη μετακινούνται από κουβέρτες.

Είναι πολύ αργά
ή πολύ νωρίς; Μιλώ σ’ εκείνη
μέχρι ν’ ακούσεις.
Ποιος είναι εκεί; Πέρασε,
κάθισε, η θάλασσα δεν είναι γαλάζια
αν ο ουρανός δεν την κοιτάζει.

Κοίτα τι φέρνω μες στις τσέπες μου:
όστρακα με βίδες, κατεστραμμένες
ενστάσεις κι αναλαμπές ηρεμίας
και στο βάθος υπάρχει πάντα άμμος.

Μπες, έξω, στο κουτί του καθαρτηρίου
που γλείφει το χνούδι απ’ τις τσέπες μου,
καθώς μεταφέρεται εκεί όπου
άχρηστοι μετασχηματιστές και εξωτερικές μνήμες
γίνονται σκουλήκια ανάμεσα στα καλώδια
από την παραδοχή στην αποκήρυξη,
όπου οι στεγνές μνήμες
ξεδιπλώνονται και διπλασιάζονται και διακλαδώνονται.

Εδώ βυθίστηκε ο προγενέστερος κόσμος.
Μένει η κοιλότητα
που δυο εραστές σχημάτισαν σε μια παραλία
που χωρίς να θέλει
θα χορτάσει από ουρανό
και θα γίνει μια άδεια λακκούβα, μια μπουκιά
από μουτζούρα και αφρό—
Όμως καλύτερα
όχι. Δεν θα πάρω.

Εσύ! Που φωτίζεις σκαλί σκαλί την έκπληξη της σκοτεινιάς μου,
εσύ που στη στάχτη είσαι η πνοή που με κρατά,
έλα στο άκρο που βυθίζεται,
απελευθερώνοντάς με στο όνομά σου,
με το όνομά μου στα χέρια σου
για δάχτυλα. Με κοιτάζεις,
με μάτια καμωμένα από σημειώσεις—
Αλλά φτάνει. Φτάνει, πια
φεύγω.

Ψηλάφισε τις παύσεις μου, τους καρπούς σου· το μολύβι
που έχει εξαφανιστεί πίσω απ’ τ’ αυτί.
Ο σβόλος που ενσωμάτωνε με πόνο στην περίμετρό του
θραύσμα το θραύσμα έναν μετεωρίτη…
ο χτύπος μου. Βρίσκεσαι εδώ, απακανθιζόμενος
ή αρωγός στη γέννα, μέσα στo σύννεφο σκόνης κάθε μου κατεδάφισης,
δίπλα σε ερείπια που μοιάζουν παιδιά
μέσα σε εφήβους χωρίς την παρουσία ενήλικα ακόμα—
Έλεος, πια! Κόφτε το!
Στη σβάρνα της σκιάς μου
δεν χαρίζομαι άλλο.

Βγες μαζί μου απ’ την κοιλάδα της αναποφασιστικότητας
κι απ’ τη μιζέρια της ζέστης και του κρύου·
τις πτυχές της φασματικής περιόδου
στην οποία μασάω τα καύκαλά μου
και ρουφάω απ’ τις πληγές μου·
λουτρά με γράμματα από σαπούνι πάνω στην αντανάκλαση.
Μπανιέρα ατέλειωτη της στενής ζωής μου,
μέσα από σένα έπλευσαν δυο μακρινά κούτσουρα
μόνο για να συγκρουστούν και να απομακρυνθούν ξανά—
Χωρίς σάλια, ας τελειώσουμε,
αν τελειώναμε
κάθε φορά.

Γρήγορα, πολύ αργά, γύρνα με
σαν χάρτινη σελίδα ως το άγνωστο
κι έλα μαζί μου κάτω απ’ το κάλυμμα που κλείνει,
πιασμένοι χέρι χέρι σαν σελίδες
εκεί όπου η λέξη φωτιά δεν καίει.
Ήσυχοι, ας παίξουμε τον σπόρο
μέχρι ένα ουρλιαχτό να μας χωρίσει
όπως τη θάλασσα της Eξόδου—
Αλλά, υπάρχει κάτι ακόμα!
Δώσε… άλλο λίγο,
ένα επεισόδιο παραπάνω.

Δεν είναι πολύ αργά; Όχι,
πια είναι πολύ νωρίς.
Μένει η κοιλότητα
που δυο εραστές σχημάτισαν στην παραλία
και η πλημμυρίδα πλησιάζει,
βυθίζει τον προγενέστερο κόσμο:
ριπή, γουλιά από
μαστίγιο, λαιμός
πίσω, ζενίθ στο
ναδίρ.
Μαστιγώνει τον
μηρό του πλανήτη, ο πλανήτης
αναποδογυρίζει ξανά. Η βαρύτητα
επιστρέφει
και η ακτίνα της ματιάς διαλύεται πιο πέρα.

Η θάλασσα χωρισμένη στη θέα του ραβδιού
ουρλιάζει κλείνοντας το κόκκινο επεισόδιό της.
Η χρυσή ράχη καταπνίγει την Έξοδο·
οι πνιγμένοι δεν μιλούν για θησαυρούς.
Στο βάθος
μένει αυτή η κοιλότητα που πλημμυρίζει.
Πρόσφατα σχηματισμένα όρη, κουβέρτες από άμμο
καλύπτουν αυτή τη λακκούβα, που παραμένει γαλάζια
εκεί όπου ο ουρανός ναι τελειώνει, σε φανερώνει—
Ποιος είναι εκεί; Ο κόσμος,
τριγύρω.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

ΝΙΚΟΣ ΜΟΣΧΟΒΑΚΟΣ "Απριλίου ξανθίσματα"



Ξανθίσματα μνήμης


ΣΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΤΑΙΝΑΡΟ 

                                        στον Ζαχαρία Σώκο


                  Φτερούγισμα θαλασσινών πουλιών
                   στις άφωνες σπηλιές των βράχων
                                                          Γ. Ρίτσος


Όταν σκληραίνει η νύχτα
πάνω από το ακρωτήριο Ταίναρο
και το φως των άστρων
σκορπίζεται λέπια που τρεμοπαίζουν
στα νερά του πελάγου
ιθύνοντες των αιωνίων χρησμών
πλάι στο νεκρομαντείο του Ποσειδώνα
προτάσσουν τις ασπίδες τους
αθέατοι μα πείσμονες
στη φθορά της αρμύρας
και της λήθης την άφεση.
Αλλά και όταν έχει πανσέληνο
τότε που τα κύματα
χτενίζονται πάνω στους βράχους
ακουμπώντας πολλές φορές
τις ψυχές που ταξιδεύουν 
προς την πύλη του Άδη
αυτοί οι ίδιοι ιθύνοντες
σιγοτραγουδούν ή παίζουν μαντολίνο
μαζί με σειρήνες και κόρες γοργόνες
για να γλυκάνουν τους καημούς
ξεχασμένων ναυαγών.
Πιο πάνω εν μέσω γκρεμών
αγαλμάτων σμιλεμένων στην πολυκαιρία
βουνά με ξεράγκαθα
και νάνους λουλούδια πλάι τους
μαρτυρούν χαμογελώντας
πως η νηφαλιότητα
της αιώνιας παράστασης
ουδέποτε έλειψε σ'αυτόν τον τόπο
που καταλήγει ο κόσμος
παρουσία του γλάρου
της κουκουβάγιας και του αστερία.
Δίπλα στα χαλάσματα
μια αράχνη μια ασώματη ταραντούλα
κι ένα σακατεμένο σκυλί
που γαυγίζει διαρκώς
ενημερώνουν τα ψηφιδωτά
τις ρωμαϊκές στέρνες
και τους αποστάτες άγγελους
για το επικείμενο ναυάγιο
των τελευταίων πειρατών
εδώ σ'αυτόν τον τόπο
όπου πράγματι λήγει ο κόσμος.
Στο ακρωτήριο Ταίναρο. 


Ξανθίσματα χρόνου


Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡ ΓΑΪΟΣ ΓΡΑΚΧΟΣ

Ο Γάιος Γράκχος
μόλις πήρε την απόφασή του
κάλεσε τους φίλους του
-πληβείοι ως επί το πλείστον -
και τους παρακάλεσε με θέρμη
να μην προσέλθουν στην κηδεία του
γιατί όπως τόνισε μ'έμφαση
πρόκειται για μια άκρως ιδιωτική υπόθεση.




Απριλίου ξανθίσματα



Νίκος Μοσχοβάκος

Μελάνι, 2016

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "Ημέρες Σώματος"

Ο Βιτρούβιος Άντρας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι



Το ακόλουθο ποίημα προέρχεται
από την ανέκδοτη συλλογή 
ΗΜΕΡΕΣ ΣΩΜΑΤΟΣ







Α
 Η ρώγα στητή στον ήλιο
Έκθετη στων στοιχειων τον πυροβολισμό 
Εκπυρσοκροτήσεις ανέμων 
Πλεξιδομένων με φως, 
δελφινιών γαλάζια πτερύγια 
και πρόκληση θηλιά 
στο ικρίωμα του διασυρμού μες στου κόσμου τον ορίζοντα 

Κουπί της πλάσης πάρε με
κι όργωσε με δίψα αλτική
μ’ αλκοολούχα περιδίνηση
κείνο το ιερό σφάγιο και παίγνιο που Σώμα λεν
μα ’γώ ονομάζω Είσοδο
και Διέλευση
Μέθη αεροφαγίας

Μια γυμνή κάμψη ήλιου
Κι ευθύς ζουπ ! κολυμπώ 
σαν στοχασμός με τρίχες
κι αφή με σύνολα γραμματικά
Σώμα που πίνει αέρα
Κι εκκρίνει οξυ-γόνο κι υδρο-γόνο στο αέναο

Α, πεθαίνεις όταν έζησες το Σώμα με το Σώμα
Κι αλήθεια, λίγο μετράς πια θάνατο αν ίδρωσες και γεύτηκες 

Το Σώμα μας τραβά περ’ απ’ το θάνατο
Μας αγκιστρώνει στην Αθανασία
Μια και την ψυχή έχτισε και χτίζει
Μ’ απλό οξυ-γόνο κι υδρο-γόνο στο αέναο

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 




Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ

Φωτογραφία δουλειάς απ' το ''Μετέωρο και Σκιά'', βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 1985- από αριστερά, Στέλλα Βότσου, Μπέσσυ Βουδούρη, Μιχ. Μαρμαρινός, Τάκης Μόσχος, Τάκης Σπετσιώτης, Φίλιππος Κουτσάφτης


Κύριε Σπετσιώτη σπουδάσατε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γυρίσατε τις ταινίες:Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985 – Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας), Εις το φως της ημέρας (1986) και Κοράκια (1991). Σκηνοθετήσατε επίσης για το θέατρο το έργο Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο «Χυτήριο» (1999-2001). Οι περισσότερες ταινίες σας βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα, και μάλιστα, στους λογοτεχνικούς μας μύθους όπως ο Λαπαθιώτης ή ο Καβάφης. Ποια η σχέση κινηματογραφικής και λογοτεχνικής γραφής;
Κυρία Χρυσίνα, πήρατε πληροφορίες για την κινηματογραφική μου δράση, ως φαίνεται, από τα – ας τα αποκαλέσουμε- επίσημα βιογραφικά μου σημειώματα στα «αυτιά» των βιβλίων μου στις εκδόσεις «Αγρα». Αλλά η ζωή μού επιφύλαξε μια έκπληξη. Στα 2009 προβλήθηκαν, μετά από πάρα πολλά χρόνια στο συρτάρι, οι δυο μικρού μήκους ταινίες μου Η Λίζα και η άλλη, με την οποία αποφοίτησα απ’ τη σχολή κινηματογράφου το 1976 και η, της ίδιας εποχής, Καλλονή του 1977, κομμένη από τη λογοκρισία και παιγμένη σε πολλά ξένα φεστιβάλ underground κινηματογράφου. Καθώς ξαναγράφτηκαν πράγματα στον τύπο και στο διαδίκτυο για τις ταινιούλες μου αυτές, συγκινήθηκα. ΄Ηταν φυσικό. Να θυμούνται κάτι που έκανες ως άσκηση ύφους, πιτσιρικάς, 33 ολόκληρα χρόνια μετά, και που εσύ δεν είχες αναφέρει ούτε καν σ’ ένα βιογραφικό σου μέχρι τότε, δεν είναι μικρό πράγμα! Πόσο μάλλον και να τίς χαρακτηρίζουν avant queer φιλμς και τολμηρές για την καθυστερημένη σε τέτοιες ελευθεριότητες μικρή μας χώρα, εκείνη την εποχή. Αυτές οι δύο μικρού μήκους, λοιπόν, είναι οι πρώτες μου ταινίες. Που υποκίνησαν και σκάνδαλο αρχές του 2010, μιας και η θεματολογία τους ήταν έτσι… –πώς να το πούμε‒, κάπως αλμυρή και ο πρωταγωνιστής τους, ο γνωστός τηλεπερσόνας Νίκος Μουρατίδης, συμμαθητής μου στη σχολή κινηματογράφου, υποδυόταν στη μία την Λίζα Μινέλι, στην άλλη την Καλλονή, την pin-up γατούλα του σεξ. Μιμούμενος τις φωτογραφίες των soft porn περιοδικών, δελέαζε τους άντρες με πόζες, κλισέ νάζια, τριψίματα σε καρέκλες και στρώματα ηδονής, συναγωνιζόμενος τις στάρλετ του ’40 και του ’50. Gender performances, με τη μοντέρνα ορολογία των α-λά Τζούντιθ Μπάτλερ θεωρητικών. Κάτι το τελείως διαφορετικό κι απ’ τον κλισέ τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν μέχρι τότε τα ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας και φύλου, είτε στις μπαλαφάρες με τον Φίφη, είτε στις μελό ταινίες τύπου «έγινα τραβεστί γιατί με βίασε ο θείος μου, ο γκόμενός μου μ’ έβγαλε στη Συγγρού» κ.λπ. Το φύλο και η σεξουαλικότητα ως ρόλοι κοινωνικοί, αλλά και με αντιμετώπιση της επιθυμίας του σώματος. Ωστόσο εν αρχή ήν ο Λόγος. Πάντα. Στην Ερμιόνη, όπου μεγάλωσα, υπήρχε κινηματογράφος που, εκτός απ’ τα κοινωνικά μελό της εποχής, έπαιζε και κάποιες καλές ταινίες. Το Ρόκκο και τ’ αδέρφια του του Βισκόντι, την Εκδρομή του Κανελλόπουλου. Τις έβλεπα, αλλά δεν μούχε ποτέ περάσει απ’ το μυαλό ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Με τα βιβλία ήμουν πιο κοντά. Ήταν πιο σιωπηλά, ιδίως κάποια απαγορευμένα, όπως το βιβλίο του Γιώργου Τσουκαλά Κουρασμένος απ’ τον έρωτα για τη νυχτερινή ζωή του Λαπαθιώτη στο Ζάππειο και τους τεκέδες του ’20, τόχα χιλιοδιαβάσει, ή τα «ηδονικά» ποιήματα του Καβάφη, τα εξωσχολικά. Κι έτσι, όταν μού δόθηκε, καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, η ευκαιρία να κάνω μια-δυο ταινίες, πιο επίσημα, με κρατική χρηματοδότηση, απ’ το Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ, σ’ αυτά τα κείμενα πάτησα, αυτά, βλέπετε, κατείχα περισσότερο, γι’ αυτά ήθελα να μιλήσω. Κι επειδή πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι πράξη δημόσια, όχι υπόθεση ιδιωτική, δεν έκανα προσωπικές ταινίες, αλλά με θεματολογία αντλημένη από την σύγχρονη ελληνική παιδεία, από την όποια κουλτούρα μας, κυρίως την αθέατη, την εξοστρακισμένη. Υπάρχει διαφορά, όντως, στη γραφή, μεταξύ λογοτεχνίας και κινηματογράφου. Στη λογοτεχνία φαντάζεσαι αυτό που διαβάζεις, αν έχεις και λιγάκι το μικρόβιο, το σκηνοθετείς κιόλας κι εσύ ο ίδιος, καμιά φορά μάλιστα γίνεσαι και κριτικός της σκηνοθεσίας του άλλου, πολλές φορές υπερβολικά. Στο σινεμά ο θεατής υφαρπάζεται από τη δύναμη της Εικόνας. Εκεί είναι η ποίηση, εκεί και η αφήγηση. Η εικόνα ως «άλλη γλώσσα», κι όχι ως μέσον για να εικονογραφήσει, με τη στενή, απλοϊκή έννοια τον λογοτεχνικό λόγο. Πολλές φορές, ιδίως στον μοντέρνο, αφαιρετικό κινηματογράφο, αυτά τα δύο στοιχεία, εικόνα και λόγος, «παίζουν», δηλαδή «συνομιλούν» μεταξύ τους, ιδίως όταν π.χ. κομμάτια ολόκληρα λόγου από ένα βιβλίο δίνονται σε μια σκηνή ταινίας χωρίς ν’ ακουστεί λέξη. Ή ορισμένες σκηνές δίνονται περισσότερο –ή σχεδόν μόνον‒, με τον λόγο, η εικόνα είναι απλά ένα χαλί. Είναι ενδιαφέροντες τρόποι, που δεν τους βρίσκουμε στις συμβατικές, τηλεοπτικές σειρές, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.
Σκηνή από την ταινία ''Κοράκια ή το Παράπονο του νεκροθάφτη'' 1991, βασισμένη στο διήγημα του Εμμ. Ροίδη.


Δύο πρόσωπα που φαίνεται να σας απασχολούν και να μελετάτε με τη γραφή σας, κινηματογραφική ή λογοτεχνική, είναι ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο Κώστας Ταχτσής. Ποιος από τους δύο σάς δυσκόλεψε στην απόδοσή του και πώς αποδίδεται καλύτερα ένα υπαρκτό πρόσωπο, στην οθόνη ή στο χαρτί;
Πράγματι. Έχετε ακούσει αυτό που λένε μερικοί; «Ταχτσής, Λαπαθιώτης και Τάκης Σπετσιώτης». Ασχολήθηκα περισσότερο μ’ αυτούς τους δύο, απλώς γιατί μού πήγαιναν, φαίνεται, ιδιοσυγκρασιακά, αλλά και γιατί ήταν οι μεγάλοι Αμφιλεγόμενοι της εποχής που εγώ άρχισα να διαβάζω κάπως πιο συστηματικά, στα τέλη του ’60, αρχές του ’70. Ο Λαπαθιώτης είχε εκδοθεί το ’64 σ’ έναν ελκυστικό τόμο απ’ τον Δικταίο και τον Φέξη. Τα ποιήματά του. Στο μεταξύ τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του, πούχε βρει ο Δικταίος απ’ τον φίλο του Λαπαθιώτη Κώστα Χριστοδούλου, είχαν πουληθεί σε κάποιον Παπανδρέου, που κυνήγησε νομικά τον Δικταίο, σέρνοντάς τον στα δικαστήρια, συνεπικουρούμενος κι από άλλους που κατέθεσαν ότι η έκδοση ήταν άσεμνη, λόγω κάποιων σκίτσων ανδρικών γυμνών του Δ. Μεζίκη που την κοσμούσαν. Η έκδοση αποσύρθηκε, κάποια αντίτυπα πουλούσε ο Λαδιάς στα παλαιοβιβλιοπωλεία του, εκεί την βρήκα, τυχαία και, με την πιπεράτη εισαγωγή του Δικταίου που περιέγραφε τον Λαπαθιώτη ως προπολεμικό νυχτόβιο, γοητεύτηκα. Όταν ζεις στην περιορισμένη επαρχία, με τα κατηχητικά, τα «κοινωνικά πρέπει», την ασφυξία, ώρες-ώρες, μιας διατεταγμένης ζωής, η ζωή στην αμαρτία του αθηναϊκού κέντρου δεν μπορεί παρά, ως έφηβο, να σε σαγηνεύσει. Ο Καβάφης είχε αρχίσει διεθνώς ν’ αναγνωρίζεται απ’ το πνευματικό κατεστημένο, κι εξάλλου οι επίσημες πληροφορίες για τη ζωή του δεν έδιναν λαβές για να τον δεις ως queer personality. Όπως, ας πούμε, τον Ταχτσή, που τότε που ήρθα εγώ στην Αθήνα, το ’71, είχαν κυκλοφορήσει τρία βιβλία του το Τρίτο Στεφάνι, τα Ρέστα, το Καφενείο το Βυζάντιο, παράλληλα με κάποιους ψιθύρους για τη νυχτερινή του ζωή: «Ξέρεις, ε; Ο Ταχτσής στη Συγγρού, τη νύχτα, με φούστα… Α!» Τον γνώρισα στα 1974. Άρχισα ν’ ασχολούμαι παράλληλα σχεδόν και με τους δύο. Ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ 1, στη σειρά «Οι Ποιητές μας», για τον Λαπαθιώτη, σενάριο για τηλεταινία πάνω σε διήγημα του Ταχτσή. Ο Ταχτσής, τότε, το 1983, περνούσε μια πολύ δύσκολη φάση. Είχε αποτύχει να γίνει ταινία το Στεφάνι του, μεγάλη διεθνής συμπαραγωγή, τούχαν κηρύξει τον πόλεμο κάποιες τραβεστί, πού να καθόταν ν’ ακούσει εμένα, πιτσιρικά, και το σενάριό μου; Έκλαιγε, έβριζε, τα γράφω στο βιβλίο μου γι’ αυτόν. Ο Λαπαθιώτης, νεκρός, ήδη σαράντα χρόνια από τότε, ήταν πιο εύκολος για να τον χειριστείς βιογραφικά. Να βάλεις τις μαρτυρίες των άλλων για εκείνον σε μια δομή, παράλληλα με κάποιες πληροφορίες από μια απόπειρα αυτοβιογραφίας του. Να τα δεις από απόσταση, να κάνεις τη σύνθεση ενός κόσμου και τη σκιαγραφία ενός πορτραίτου. Έτσι έγινε η μεγάλου μήκους ταινία μου Μετέωρο και Σκιά, το 1985.
Ο Τάκης Σπετσιώτης στα 1979




Η κοινή αφετηρία και των δυο δημιουργιών σας το λευκό ‒της ταινίας στην οθόνη και του βιβλίου στο χαρτί. Πώς ξαναζούν αυτοί οι άνθρωποι, εάν ξαναζούν και είναι οι ίδιοι ή περσόνες που δημιουργήσατε πάνω στη σκιά τους που «μετεωρίζεται πάνω στο λευκό»;
Α, ποτέ δεν ξαναζούν ακριβώς οι ίδιοι οι άνθρωποι, είτε στο λευκό της οθόνης είτε στο λευκό της σελίδας. Ακόμη κι αν τα γραπτά μας ή οι ταινίες μας εμπνέονται από υπαρκτά πρόσωπα, της πραγματικής ζωής, οι ήρωες των ταινιών και των βιβλίων μας έχουν μια δική τους αυτόνομη ζωή και ποτέ δεν ταυτίζονται εντελώς με τους πραγματικούς. Κι είναι φυσικό. Καμιά γραφή δεν μπορεί να συλλάβει όλο το «γίγνεσθαι», κάποιες πλευρές του μόνο μπορεί ν’ αποδώσει.
Αυτές που εξυπηρετούν την κοσμοθεωρία και την αισθητική του δημιουργού. Γι’ αυτό και γελούσα ανέκαθεν με μερικούς χαζούς που, απλοϊκά, ταυτίζονταν τόσο με ήρωες βιβλίων κι έλεγαν θυμωμένοι (συμβαίνει πάντα, μέχρι και στο φέισμπουκ αυτό): «A! Για μένα τόγραψες αυτό! Θα σε πάω στο δικαστήριο!»

   Ο Τάκης Σπετσιώτης στα γυρίσματα  της ταινίας ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991.


Παρατηρώ ότι στο έργο σας περνάτε από το εσωτερικό τοπίο, τον ψυχισμό, στο οποίο διαχέεται ένας ιδιότυπος ρομαντισμός, σε μια τοπιογραφία της πόλης των Αθηνών που κι αυτή δίνεται με μια νοσταλγική διάθεση, σχεδόν μπωντλεριανού ύφους, καθιστώντας την πόλη ισότιμο πρωταγωνιστή δίπλα στους ήρωές σας. Η Αθήνα ως πόλη πόσο σας καθόρισε; Θελήσατε ποτέ να την εγκαταλείψετε;
Πολύ σωστή η παρατήρησή σας που αναφέρει ότι συνδέεται το εσωτερικό τοπίο των ηρώων μου με το τοπίο της πόλεως των Αθηνών, ναι, με νοσταλγική διάθεση, όπως λέτε, μπωντλαιριανού ύφους. Είναι, βλέπετε, πλάνητες οι ήρωές μου. Ο δανδής ομοφυλόφιλος και χασισοπότης ποιητής του Μεσοπολέμου, ο τραβεστί νυχτόβιος συγγραφέας της δεκαετίας του ’70. Το τοπίο παύει να είναι απλά ντεκόρ, a natural setting. Γίνεται, μ’ έναν τρόπο εννοιολογικό, μέρος της δομής της ταινίας. Κοιτάζεται είτε από τη ματιά την δική μου, τα τοπία των Αθηνών που αγαπώ και όπου, από την εποχή των γυρισμάτων των ταινιών μου, κατοικώ συνειδητά –το Γκάζι, το Θησείο, τα Πετράλωνα. Είτε από τη ματιά του ήρωα της ταινίας, τον Λαπαθιώτη, που, τριγυρνώντας, κοιτάζει την Αθήνα και ως αρχιτεκτονική –τα κτήριά της, τους καφενέδες, τα μνημεία της‒, αλλά και ως ανθρωπολογικό περιεχόμενο, κυρίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή που η πόλη είχε γεμίσει πρόσφυγες, ρεμπέτες κ.λπ. Ένας παλιός σκηνοθέτης, δεν ζει πια, ο Κώστας Σφήκας, όταν τούχα πει ότι ετοιμάζω μια ταινία για τον Λαπαθιώτη μούχε πει: «Ωραίο θέμα! Ο Λαπαθιώτης είναι όλος ο προπολεμικός κόσμος!» Κι αν έβαζα έναν επεξηγηματικό επίτιτλο κάτω απ’ τον τίτλο Μετέωρο και Σκιά, θα ήταν «Ο κόσμος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Αυτό ήθελα να δείξω. Τον αντικαθρεφτισμό της κοινωνίας πάνω στον ήρωα και αντίστροφα. Κι όχι να κάνω ένα σενάριο, μια σκηνοθεσία με μια συνήθη πλοκή, συγκρούσεις χαρακτήρων κ.λπ. Ακολούθησα μια δομή φιλοσοφική. Μαθαίνεις για τον Λαπαθιώτη απ’ τις μαρτυρίες και τις νεκρολογίες των συνομιλητών του. Όπως για τον Σωκράτη στο πλατωνικό Συμπόσιο μεσ’ απ’ τους λόγους του Αγάθωνα, του Αριστοφάνη κ.λπ. Στο βιβλίο Ταχτσής ‒ Δεν ντρέπομαι πάλι, περιγράφω χώρους της νυχτερινής περιπλάνησης του Ταχτσή, όπως η οδός Αθηνάς, η κεντρική αγορά κ.λπ., όπου τον είχα συναντήσει ο ίδιος. Ή περιοχές της παιδικής του ηλικίας. Στενά δρομάκια πίσω απ’ τον σταθμό Πελοποννήσου, ταπεινά σπίτια στο Μεταξουργείο που δεν υπάρχουν πιά. Ζω σαρανταπέντε χρόνια στην Αθήνα, είμαι και –αυτό που λένε‒ «παιδί της πόλης». Παρ’ όλο που δεν «ενσωματώθηκα» στην κοινωνική και κοσμική, κυρίως, ζωή της, εδώ έζησα, εδώ έκανα τις δουλειές μου. Γιατί να την εγκαταλείψω; Πού να πάω;

   Μετέωρο και Σκιά'', βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,1985, στον νυχτερινό σταθμό Θησείου, Τάκης Μόσχος- Γιάννης Παλαμιώτης στο ρόλο του Μήτσου Παπανικολάου


Πώς θα ορίζατε τον λογοτεχνικό κανόνα; Υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία, λογοτεχνία των gay, λαϊκή λογοτεχνία, παραλογοτεχνία, λογοτεχνία των εργατών ή δεν ξέρω τι άλλο ή όλα αυτά είναι δημιουργήματα της κυρίαρχης εξουσίας των Μ.Μ.Ε. και της κατασκευασμένης γλώσσας επικοινωνίας τους;
Υπάρχει Λογοτεχνία, πρωτίστως. Πάνω απ’ όλα. Αυτό ξέρω εγώ. Τώρα, όλες αυτές οι υποδιαιρέσεις είναι δημιουργήματα, ως ένα βαθμό, και μόδες. Εντάξει, κάποια χαρακτηριστικά ισχύουν. Όπως έλεγε κι ο αυτοκράτωρ Ναπολέων λ.χ., οι γυναίκες γράφουν ή διαβάζουν κυρίως μυθιστορήματα. Οι άντρες ιστορία. Μερικές φορές τα χαρακτηριστικά αυτά υπερβάλλουν, οι εξαιρέσεις μετρούν. Γράφουν τόσα μυθιστορήματα οι γυναίκες συγγραφείς, αλλά ένα Τρίτο στεφάνι λ.χ. με κύριες ηρωίδες δυο τόσο χαρακτηριστικές γυναίκες Ελληνίδες, τη Νίνα και την Εκάβη, από άντρα γράφτηκε. Ίσως γιατί ένας άντρας βλέπει τις γυναίκες από κάποια απόσταση.

                   Σκηνή από το ''Μετέωρο και Σκιά'', βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 1985


Πόσο αντέχει η ελληνική κοινωνία το διαφορετικό και ποιος είναι ο λόγος που στην Ελλάδα ανθούν τα κουτσομπολιά εις βάρος της δημιουργίας;
Είμαστε συντηρητική κοινωνία. Χωριό. Το σχολιάκι μας για κάτι διαφορετικό θα το κάνουμε, ακόμη κι οι πιο «καλλιεργημένοι». Κακοήθειες και μικρότητες δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αλλά άνθρωποι επιπέδου δεν θέλω να λένε τίποτα χαμερπές για δημιουργούς επιπέδου.
Σκηνή από την ταινία ''Μετέωρο και Σκιά'' του Τ. Σπετσιώτη,βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με τον Τάκη Μόσχο στον ρόλο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη


Τι είδους «κρεβάτι» είναι η ελληνική κοινωνία για να κάνω λογοπαίγνιο με τον τίτλο του βιβλίου σας Το άλλο κρεβάτι;
Ο Έλληνας, παρότι φορέας του χριστιανισμού, παρέμεινε και λίγο ειδωλολάτρης. Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι. Πρόθυμος, διαθέσιμος, αρκεί να μην ξέρει τίποτα ο γείτονας.
   Σκηνή από το ''Εις το φως της ημέρας'' ,βασισμένη στο διήγημα του Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ, Γιώργος Κέντρος, 1987

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο λογοτεχνίας που αγαπήσατε;
Είχα διαβάσει πολύ, από παιδί. Κι εξακολουθώ να διαβάζω. Είμαι βιβλιόφιλος και συλλέκτης παλαιών βιβλίων, εκδόσεων τέχνης. Δεν τσιγγουνεύομαι χρήματα για βιβλία. Πολλά βιβλία έχω, κατά καιρούς, αγαπήσει. Το βιβλίο, ωστόσο, που με βοήθησε να βρω την προσωπική μου έκφραση στο γράψιμο, όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονώ, ήταν η συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα του Ταχτσή. Μιλούσε για ένα θέμα που με απασχολούσε εκείνη την εποχή, για πρώτη φορά, στα ελληνικά χρονικά: την σεξουαλικότητα των παιδιών και των εφήβων. Αποκαλυπτικός, βέβαια, ήταν ο τρόπος που μιλούσε: εν μέρει διηγούμενος, εν μέρει αυτοαναλυόμενος:
«Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει –πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε;» Και παρακάτω:
  Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, από αριστερά Γιώργος Μωρόγιαννης και Γιώργος Χαραλαμπίδης

«Κάθε φορά που, για να γράψω κάτι, αντλώ από προσωπικές εμπειρίες, δε λέω ποτέ ολόκληρη την αλήθεια». Αυτό το μισο-αφηγηματικό, μισο-δοκιμιακό στυλ καθόρισε το είδος μου. Παράλληλα με τις μικρού μήκους μου, δημοσίευσα στα 1978 και το πρώτο μου, πιο ώριμο γραφτό, το διήγημα «Μια φιλία», σ’ ένα βραχύβιο περιοδικό ενός μόνο τεύχους, την Καμπύλη. Το αναφέρω γιατί συχνά σκέφτομαι ότι όλη μου την μετέπειτα κύρια πορεία περιγράφουν αυτές μου οι τρεις πρώτες νεανικές κινήσεις της εποχής 1976-1978. Δυο μικρού μήκους ταινιούλες –η δεύτερη κόπηκε απ’ τη λογοκρισία‒, κι ένα διήγημα, κρυφά δημοσιευμένο με τ’ αρχικά μου Τάκης Σπ. γιατί υπηρετούσα τότε τη θητεία μου στο ναυτικό ‒πού να μιλούσα απροκάλυπτα για παιδική σεξουαλικότητα; Πού τα έφτασα αυτά μου τα νεανικά εγχειρήματα στα επόμενα δημιουργικά μου χρόνια; Στις δύο πιο κύριες ταινίες μου Μετέωρο και Σκιά1985, Κοράκια 1991, και στο Δελτίον ταυτότητος 2003, ένα κομμένο απ’ το κέντρο κινηματογράφου σενάριο του 1995, παρότι χρηματοδοτημένο απ’ το European Script Fund, που εξέδωσε σε μυθιστόρημα η «Άγρα» το 2003 και –το κυριότερο‒ που βασιζόταν, εμπλουτισμένο και συμπληρωμένο, στο νεανικό μου αυτό «κρυφό» διήγημα του 1978. Τρεις εξαετίες απ’ τη ζωή μου, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα μου δημιουργήματα που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν.
   Σκηνή από τα''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' ,βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ

Ανασύρετε, πολλές φορές, και δημοσιεύετε στα ΚΜΔ ξεχασμένους ποιητές τους λεγόμενους ελάσσονες. Θα μπορούσε να βρει κάποιος μέσα στα ποιήματά τους μια Ελλάδα που πνίγηκε κάτω από το μπετόν και τη σκόνη της σύγχρονης ανάπτυξης. Εάν ξύσει κάποιος την πατίνα του χρόνου τι θα μπορούσε να βρει από κάτω;

Δεν είμαι εγώ πάντα που ανασύρω λησμονημένους ποιητές του Μεσοπολέμου στα ΚΜΔ, όπως λέτε. Έχουν γίνει σχετικά της μόδας τα τελευταία χρόνια, έννοια σου, και ανασύρονται από μόνοι τους, ανασύροντας παράλληλα κι εμένα που ασχολήθηκα απ’ τους πρώτους μ’ Εκείνους, επειδή προέβλεψα ότι ήταν συγχρόνου ενδιαφέροντος και η ποίησή τους και η στάση της ζωής τους. Η συγχωρεμένη Νανά Ησαΐα μού είπε κάποτε, το 1993: «Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον σου για τον Λαπαθιώτη ή την Πολυδούρη. Μ’ αυτούς τους ποιητές ζεις, καθημερινά, περισσότερο…». Η Χριστίνα Ντουνιά μού ανέθεσε να μιλήσω για την ποίηση και την πεζογραφία της Πολυδούρη σε δύο τόμους, στην νέα έκδοση της «Εστίας», όπου έκανε την επιμέλεια κι έγραψε ενδιαφέροντα επίμετρα. Ο Τάσος Ψαρράς, επίσης. Μου παρήγγειλε ένα επεισόδιο για τον Λαπαθιώτη στην τηλεοπτική σειρά «Εποχές και συγγραφείς». Κι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, στα λαϊκότερα τηλεοπτικά «Στέκια» του, αφιέρωσε ένα επεισόδιο στα «Φιλολογικά Καφενεία» του Μεσοπολέμου της Αθήνας και με κάλεσε να μιλήσω, ως σκηνοθέτης και μελετητής. Έχει αρχίσει να δίνεται το ειδικό βάρος που τού αξίζει στον Μεσοπόλεμο κι οι ποιητές του να μην αντιμετωπίζονται πλέον μόνον ως οι «παρακμίες», οι «παραστρατημένοι» και τα λοιπά κλισέ, αλλά ως ποιητές και αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι. Κι όλο αυτό δείχνει πόσο επίκαιροι παραμένουν και στην εποχή μας. Είναι κι η εποχή μας αντιηρωική, η ρευστότητα κι η αβεβαιότητα βασιλεύουν, ξεκινώντας από αυτή την δύσκολη κοινωνικοπολιτική και οικονομική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κάθε άλλο παρά για ηρωισμούς και παχιά λόγια στην Τέχνη, προσφέρεται η εποχή μας. Έτσι, οι ποιητές αυτοί, της χαμηλόφωνης αμφισβήτησης, κερδίζουν καθημερινά έδαφος συνεχώς.

  Σκηνή από τα "Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991Γιώργος Μωρόγιαννης, όρθιος δεξιά Τάκης Μόσχος


Ποια ήταν η Πολυδούρη και γιατί ασχοληθήκατε μαζί της; Θα υπήρχε η Πολυδούρη εάν δεν υπήρχε ο Καρυωτάκης; Έρωτας ή θάνατος;
Είχα διαβάσει τα Άπαντα της Πολυδούρη απ’ τα χρόνια του ’60, στην έκδοση της Λιλής Ζωγράφου απ’ την «Εστία». Θα επηρεάστηκε απ’ ό,τι μπορώ να υποθέσω κι απ’ τον φίλο της Καρυωτάκη η Μαρία, αλλά, δεν ήταν μόνον ο Καρυωτάκης που πολλοί τον θέλουν αρχηγό, τον ένα και μοναδικό. Ήταν ένα γενικότερο κλίμα κοινωνικο-αισθητικό που επηρέασε αυτούς τους ποιητές κι ο καθένας τους απέδωσε, στο έργο του, τις διάφορες αποχρώσεις του γενικότερου αυτού κλίματος, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του. Εγώ ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι στην ποιητική τεχνοτροπία η Πολυδούρη δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου απ’ τον Καρυωτάκη. Η ρομαντική θεματολογία της, του έρωτα και του θανάτου, δεν τής επέτρεψε ποτέ τη σάτιρα ή την ειρωνεία μέσα στην ποιητική γραφή της. Τη σάτιρα την κράτησε για την πεζογραφία της, το Ρομάντσο, που, αν και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της, είχε γραφτεί πριν από τις Σάτιρες που έκαναν διάσημο τον Καρυωτάκη. Αν θάλεγα ότι κάποιον απηχεί στις μουσικές Τρίλλιες της, αυτός είναι περισσότερο ο Σολωμός.
   Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991


Η Ελλάδα του 2016 θα μπορούσε να γίνει θέμα ταινίας;
Δεν κάνω πια ταινίες εδώ και πολλά χρόνια και δεν αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε ν’ αποτελέσει θέμα σεναρίου. Ξέρω πάντως ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο, μ’ όλη αυτή την πληροφόρηση, την εικόνα να ξεχειλίζει από παντού σήμερα, απ’ τους υπολογιστές ως τα κινητά, να συλλάβει κανείς την όλο και πιο ρευστή καθημερινότητα και να της δώσει μορφή. Δεν είναι η επικαιρότητα που μετράει σε κανενός είδους σύνθεση, είναι η αλήθεια.
Σκηνή από την ταινία ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' του Τ. Σπετσιώτη, βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991


Πώς θα απαντούσατε στο ερώτημα πολιτισμός ή βαρβαρότητα το οποίο τίθεται ποικιλοτρόπως με διάφορες μορφές όπως μέσα στην Ευρώπη ή έξω από την Ευρώπη;
Α! καλά! Αξεδιάλυτες έννοιες! Σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Άπειρες φορές επικαλούνται –και μάλιστα με υποκρισία‒ τον Πολιτισμό αληθινοί Βάρβαροι, από κάθε άποψη. Ενώ τόσοι «πολιτισμένοι» σε απόγνωση φωνάζουν: «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτή ήταν μια κάποια λύσις».
                                    Σκηνή  απ' την ταινία Στην αναπαυτική μεριά 1981


Υπάρχει σήμερα ελληνικός κινηματογράφος;
Πρέπει με ειλικρίνεια να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Δεν ασχολούμαι με τον κινηματογράφο εδώ κι είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια. Σπάνια πηγαίνω, ακόμη και στα θερινά. Το καλοκαίρι που μόλις πέρασε δεν πήγα ούτε μια φορά. Παρόλο που, ως σκηνοθέτης κινηματογράφου, δούλεψα δυο επταετίες, 1981-1995, με αυταπάρνηση και φιλότιμο, γρήγορα απομακρύνθηκα, στην αρχή πολύ πικραμένος. Κάποιοι απ’ το σινάφι με καλούν σε προβολές ταινιών τους, άλλοτε πηγαίνω, συχνότερα όχι. Τώρα που βλέπω το πράγμα από απόσταση, δίνω και μια εξήγηση που συμπεραίνει ότι, πιθανόν, και η ευρύτητα των ενδιαφερόντων μου ‒η λογοτεχνία, η έρευνα, η μελέτη, η δοκιμιογραφία‒ να μη με άφησαν να περιοριστώ στο δυσβάσταχτο –από τη μεριά της παραγωγής‒ έργο της σκηνοθεσίας κινηματογραφικών ταινιών –αυτό το «χτικιό». Γιατί εγώ αυτά τα λεγόμενα κάποιων δημιουργών ότι «ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος ζωής», δεν τα πολυκαταλαβαίνω. Η ζωή, ακόμη και με την απλή καθημερινότητα, είναι σπουδαία, απείρως μεγαλύτερη υπόθεση από μια ταινία, και, προσωπικά, δεν θα πεθάνω σε κανένα γύρισμα ταινίας ‒τέτοιος τρόπος ζωής να μου λείπει. Άλλωστε, απ’ τα νιάτα μου, όταν σπούδαζα, είδα τον κινηματογράφο αδιαχώριστο απ’ τη λογοτεχνία, το βιβλίο γενικότερα, αλλά και τις άλλες τέχνες, π.χ. τα εικαστικά. Δεν υπήρχε οργανωμένη κινηματογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα, κάποιοι Ευρωπαίοι, τελευταίοι δημιουργοί, έπνεαν τα λοίσθια. Έμαθα πράγματα περισσότερο από καλλιτέχνες και διανοούμενους που προσέγγιζαν παράλληλα καιτον κινηματογράφο από άλλους δρόμους, συνέτεινε, βλέπεις, και το θέμα της παραγωγής. Αφού λοιπόν δεν είχα πίσω μου ‒και κατά τα φαινόμενα‒ δεν θα είχα ποτέ την Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ για να παράξει τις ταινίες μου, στρεφόμουν να δω τι κατόρθωναν σκηνοθέτες που έκαναν ταινίες περισσότερο με το «πνεύμα» –ας το πω έτσι‒ παρά με το χρήμα. Μια συγγραφέας και σεναριογράφος, η Ντυράς, και το γοητευτικό Ιndia Song της. Ένα εικαστικό ντουέτο, οι Gilbert and George, που στη δεκαετία του 70 τύπωναν ιδιαιτέρως καλλιτεχνικά βιβλία με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους μέσα και δίπλα τα λυρικά τους κείμενα, κι όλο αυτό έγινε και «ζωντανό» μετά, με εικόνες και λόγο και μουσική, καταλήγοντας σε μια ταινία τους, ιδιότυπο ντοκιμαντερ της ζωής τους και της Αγγλίας επί Θάτσερ κ.λπ. Συμπέρασμα; Για μένα, από μόνος του, στη σημερινή, κρίσιμη οικονομικά εποχή, ο κινηματογράφος δεν αρκεί. Έτσι, θα πάω και σε μια ημερίδα να μιλήσω π.χ. για έναν ποιητή που τη ζωή του έκανα, πιτσιρικάς, ταινία –ελπίζω, όχι ανεγκέφαλα, αλλά με κάποιο βάθος. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Καλούμαι κι επειδή συνέγραψα γι’ αυτόν, αργότερα, μια μελέτη. Έκανα ταινία το διήγημα του Ροΐδη το «Παράπονο του νεκροθάφτη» με τίτλο Κοράκιατο 1991, μού παραγγέλουν και μια σκηνοθεσία το 1999 για το θέατρο, της Ψυχολογίας Συριανού συζύγου. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, θα πεταχτώ κι ως τη Βιέννη, στη Βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής σχολής όπου προβάλλουν την τηλεταινία μου Εις το φως της ημέραςπάνω στο μοναδικό διήγημα του Καβάφη, τριάντα χρόνια μετά το γύρισμά της. Και πάει λέγοντας, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τώρα, μετά από όλη αυτή την τριβή, αν με καλέσουν να μιλήσω και για την Πολυδούρη, που δεν έκανα ο ίδιος ούτε ταινία, ούτε θέατρο, ούτε σήριαλ αλλά κάποιοι άλλοι, γιατί να μην πάω, αν η παρέα είναι καλή ‒εκεί θα κολλήσουμε; Έτσι λοιπόν τον καταλαβαίνω εγώ πια τον κινηματογράφο. Σαν μέρος κι αυτόν, της όλης ελληνικής και όχι μόνο, κουλτούρας και ζωής. Όχι σαν προβληματική οικονομικά επιχείρηση ή ειδίκευση, και περιορισμό. Εξαθλίωση της οντότητας του δημιουργού προκειμένου να πάρει τα φράγκα απ’ τον παραγωγό. Και πώς να το κάνουμε; Οι κριτικές για τις ταινίες σου που, ξαφνικά, δέχεσαι τριάντα χρόνια μετά από πανεπιστημιακούς του εξωτερικού ή της Ελλάδας που δεν γνωρίζεις, και που σε βρίσκουν ακόμη και μέσω μέιλ ή φεισμπουκ, είναι απείρως ανώτερες, και μερικές φορές brilliant, από τις κριτικές- ρεπορτάζ πούχαν γράψει πρόχειρα οι ειδικευμένοι στο σινεμά ‒υποτίθεται‒ κριτικοί των εφημερίδων και που έκτοτε δεν ξαναασχολήθηκαν.
Απόκομμα από την γερμανική εφημερίδα ''Χάντελμπλαστ'' (άνοιξη 1978) για την ταινία ''Καλλονή'' 1977 του Τάκη Σπετσιώτη, μετά από προβολή της σε διεθνές αντεργκράουντ φεστιβάλ


Ποιο βιβλίο θα χαρίζατε σε έναν άνθρωπο που αγαπάτε και ποιο σε έναν άνθρωπο που αντιπαθείτε;
Θα πρόσφερα και στους δύο ένα βιβλίο που αγαπώ εγώ. Και θα τους εξηγούσα γιατί το αγάπησα.

   Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, από αριστερά Γιώργος Μωρόγιαννης και Γιώργος Χαραλαμπίδης

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Τις φωτογραφίες από τις ταινίες του παραχώρησε ο σκηνοθέτης στην κ. Χρυσίνα.]