Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Η διαλεκτική Φύσης – Πολιτισμού

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Ναθάνιελ Χόθορν, Ο Μαρμάρινος Φαύνος (Μεταμόρφωση)
ή Το μυθιστόρημα του Μόντε Μπένι,   
σελ. 690, Μετάφραση Σάντυ Παπαϊωάννου, 
GUTENBERGOrbis Litere 2014

-Ο Χόθορν ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τίποτα λιγότερο από την ίδια τη ζωή. Διαβάσθηκε διαμέσου του ενάμιση αιώνα που πέρασε  ως μυθιστορία, βουκολικό ανάγνωσμα, δοκίμιο περί την τέχνη και τη θρησκεία, γοτθικό αφήγημα  αλλά και ως αμιγές περιηγητικό χρονικό-


Ο Ναθάνιελ Χόθορν (1804 - 1864), πατέρας του αμερικανικού μυθιστορήματος, συγγραφέας του Άλικου Γράμματος και του Το Σπίτι με τα Εφτά Αετώματα, έχοντας μετοικήσει στην Ευρώπη για να ασκήσει προξενικά καθήκοντα στο Λίβερπουλ, περιηγείται οικογενειακώς  στην Ιταλία. Εκεί, συλλαμβάνει και αρχίζει να γράφει το τελευταίο αυτό έργο του που εκδίδεται στα 1860, λίγο προ του ξεσπάσματος του αμερικανικού εμφυλίου, όπου μέσω  των τεσσάρων κεντρικών ηρώων  διαλέγεται με την τέχνη, την αμαρτία, την αλήθεια, την Ιστορία  και κυρίως τη Φύση.
   Η Ρώμη της δεκαετίας του 1850 είναι τόπος συνάθροισης καλλιτεχνών, συγγραφέων και ευπόρων από τη Βρετανία, τη Γερμανία, κυρίως όμως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για τους Αμερικανούς ειδικά πρόκειται για μια πόλη – μήτρα του Πολιτισμού, όπου επικάθονται στρώσεις Ιστορίας και όπου μπορείς να αναγνώσεις την ανθρώπινη μοίρα. Η Ρώμη αναπαρίσταται εδώ ως ιστορικό και καλλιτεχνικό εργαστήρι, από τα ετρουσκικά της μνημεία ως τα ρωμαϊκά, τα χριστιανικά, τα μεσαιωνικά, εκείνα της Αναγέννησης και ως την σύγχρονη εποχή, με όλες τις καταστροφές, βανδαλισμούς και επαναχρησιμοποίηση των δομικών υλικών κατά την κάθοδο των Γότθων και άλλων «βαρβαρικών φυλών». Το κλέος του παρελθόντας αντιπαραβάλλεται από τον Χόθορν με την μιζέρια του παπισμού, την φθορά της άρχουσας τάξης, τη μεγαλοστομία και την επαιτεία, την πονηριά και την αδιαφορία των σύγχρονών του Ιταλών. Όμως το κύριο στοιχείο που μαγεύει τον ίδιο τον συγγραφέα -αφηγητή και τους ήρωές του είναι ο εκπληκτικός πλούτος έργων και μνημείων της Ρώμης, της Τοσκάνης και της Ούμπρια που μάλιστα περιγράφονται με διάφανες λεπτομέρειες  και άφθονο τεκμηριωτικό υλικό. Για έναν Αμερικανό, η αίσθηση του ιστορικού βάθους είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της παιδείας του μιας και το νεαρό πέραν του Ατλαντικού έθνος δεν έχει να επιδείξει ιστορικές περγαμηνές.


Από την πρώτη άλλωστε σκηνή του βιβλίου οι τέσσερις ήρωές του αποθαυμάζουν εκστατικοί το Καπιτώλιο και στέκονται ιδιαίτερα στο μαρμάρινο άγαλμα του Φαύνου που αποδίδεται στον Πραξιτέλη, διαλεγόμενοι για τη σχέση Φύσης και Πολιτισμού όπως προσωποποιείται σε ένα έργο τέχνης βγαλμένο κατ’ ευθείαν από τους μύθους της Αρκαδίας (ή της Χρυσής Εποχής).
   Το άγαλμα έχει εκπληκτικές ομοιότητες με τον Ντονατέλο, τον μοναδικό γηγενή της παρέας  που οι Αμερικανοί αρέσκονται να φαντάζονται ως κληρονόμο των χαρακτηριστικών μιας ανύπαρκτης πια δασόβιας φυλής, ευτυχούς και αθώας. Δίπλα του βρίσκεται η Μύριαμ, γυναίκα αγνώστου παρελθόντος και ενμέρει εβραϊκής καταγωγής που την καταδιώκει ένα ανομολόγητο οικογενειακό αμάρτημα και την οποία ο Ντονατέλο θα ερωτευθεί διαπράττοντας για χάρη της ένα έγκλημα που θα την απαλλάξει από τον διώκτη της. Τα άλλα δύο μέλη της παρέας είναι Αμερικανοί από τη Νέα Αγγλία. Η Χίλντα, νεαρή ταλαντούχος ζωγράφος, κατανοεί εγκαίρως ότι δεν θα φτάσει ποτέ στο ύψος της τέχνης ενός Ραφαήλ και ενός Τζιόττο οπότε, ως τίμιο και αγνό πλάσμα, περιορίζεται να γίνει εξπέρ στην αντιγραφή των αναγεννησιακών αριστουργημάτων. Είναι η προσωποποίηση της αθωότητας και της αγνότητας, κρατάει πάντα αναμμένο το καντήλι της Παναγίας στο υπερώο του Πύργου όπου κατοικεί και επικοινωνεί με πάλλευκα περιστέρια. Όπως είναι φυσικό θα την ερωτευθεί παράφορα ο Κένιον, ο αμερικανός γλύπτης που είναι το προσωπείο του συγγραφέα – ορθολογικός αποτιμητής των πεπραγμένων και φορέας ενός πνεύματος αισιοδοξίας και καθαρών στοχεύσεων. Ο Κένιον είναι αυτός που θα επιχειρήσει να λύσει το κουβάρι των ενοχών της Μύριαμ και της Χίλντα, θα στηρίξει τον Ντονατέλο στην πτώση του από την φυσική κατάσταση σ’ αυτήν του πολιτισμού, και τελικά θα κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.
   Η ίδια η σκοτεινή ιστορία του βιβλίου έχει μεγάλα χάσματα και ένα κραυγάζοντα λυρισμό που συμπλέκεται με την γοτθική ατμόσφαιρα μιας Ρώμης θρησκόληπτης, ρυπαρής, παρακμάζουσας και μαστιζόμενης από τις θέρμες. Αυτό όμως που συνιστά την αξία του βιβλίου είναι ο αντίποδας της σύγχρονης ιστορικής πτώσης, ένα μυθικό παρελθόν αναγόμενο άλλοτε  στην Χρυσή Εποχή του Πανός και του Διονύσου και άλλοτε στην Αναγεννησιακή άνθηση μιας  τέχνης που μεταξύ άλλων αφομοίωσε τα διδάγματα της κλασσικής περιόδου.  Οι ίδιοι οι ήρωες διαλέγονται για τη φύση του χαμένου παραδείσου διερωτώμενοι μέχρι ποίου σημείου τους επιτρέπεται να παραδοθούν στα πάθη τους. Η σοκαριστική διαπίστωση περί το τέλος του βιβλίου είναι ότι η έξοδος του Αδάμ από τον Παράδεισο συνιστά το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος φτάνει εν δυνάμει σε μια ανώτερη μορφή ευτυχίας. Με άλλα λόγια, η «αμαρτωλή» Μύριαμ φτάνει να πείσει τον Κένιον μέσα από το εσωτερικό της δράμα ότι ο κεντρικός στόχος του Πολιτισμού που είναι η κατάκτηση της ευτυχίας  μετρά περισσότερο από την φυσική απόλαυση. Η συνείδηση από την μακαριότητα. Η περιπέτεια από την πλήξη. Εξ ού και η θυσιασμένη αθωότητα της Χίλντα και του Ντονατέλο.
    Έτσι το χάππι εντ του βιβλίου είναι γλυκόπικρο. Ωστόσο αυτό που έχει σημασία είναι ότι πρόκειται για υβριδικό μυθιστόρημα όπου οι δοκιμιακές/ φιλοσοφικές σελίδες υπερτερούν της καθεαυτής χαλαρής και με άφθονες απιθανότητες πλοκής, ενώ η ροή της αφήγησης σπάει συχνά με εκτεταμένα αποσπάσματα που περιγράφουν την φύση και τις ιταλικές πόλεις. Η διαλεκτική Φύσης -Πολιτισμού είναι επομένως το κεντρικό ζήτημα του βιβλίου που δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός ότι στην νεογέννητη Αμερική  οι Έμερσον και Θορώ –φίλοι του Χόθορν- γράφουν την εποχή εκείνη τα περίφημα έργα τους αναστοχαζόμενοι τη σχέση ανθρώπου –φύσης και πολιτισμού- βαρβαρότητας. Με μια άλλη έννοια έχουμε ταυτόχρονα ένα προείκασμα της διαλεκτικής πόλης –υπαίθρου που θα απασχολούσε κατά κόρον την πνευματική παραγωγή τον επόμενο αιώνα. Οι ενθουσιώδεις  περιγραφές της Καμπανίας και των Απεννίνων αντιπαραβάλλονται με την ασφυκτική ζωή στην Ρώμη και την Περούτζια  όπου η ηθική τίθεται εν αμφιβόλω.
    Δίπλα στον στόμφο και τον διδακτισμό του βιβλίου παρατάσσεται αγγλοσαξωνικό χιούμορ και κριτική διάθεση. Το παρελθόν αντιπαρατάσσεται στο θριαμβευτικό παρόν. Το Κακό σχετικοποιείται. Μια  πρώιμη μορφή ψυχανάλυσης κάνει την εμφάνισή της με τις συμπαραδηλούμενες  νευρώσεις, απωθήσεις  και ψυχώσεις των ηρώων, ενώ ο Χώθορν αποδεικνύεται μάστορας στην συγκριτική γεωγραφία. Οι καλλιτεχνικές διαμάχες και ο πόλεμος  κριτικών και  ιστορικών της τέχνης δίνονται υπαινικτικά. Και εντέλει, όπως ίσως θα έλεγε μετά από ένα αιώνα ο Μαρκούζε, ο Έρως νικά τον Πολιτισμό (αν και μόνο στα σημεία).
   Βιβλίο που απαιτεί αποθέματα πνευματικής ενέργειας σε μια θαυμάσια σχολιασμένη έκδοση όπου η μεταφράστρια Σάντυ Παπαϊώάννου χρειάσθηκε να ξεπεράσει πλείστα όσα εμπόδια κατά το πλείστον επιτυχέστατα.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Φεμινισμός εναντίον έρωτα

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


Χένρυ Τζέημς, Οι Βοστονέζες,
 μτφ.- πρόλογος- σημειώσεις Μιχάλης Μακρόπουλος,
 σελ.688, Gutenberg, 2016


Ο Χένρι Τζέημς (1883- 1916) γράφει μια ενδελεχή μυθιστορηματική σπουδή για την γέννηση των κοινωνικών κινημάτων στην Αμερική του 1870 και την σύγκρουσή  τους με τις διαχρονικές ανθρώπινες σταθερές


Ο Χένρι Tζέημς δεν είναι όσο γνωστός θα έπρεπε να είναι στη χώρα μας, παρά τις ποικίλες εκδόσεις έργων του που είναι διασκορπισμένες σε διάφορους εκδότες και χρονικές στιγμές. Εκτός του ότι είναι αμερικανός και αστός, παίζουν ρόλο σ΄ αυτό και οι όχι πάντοτε ευτυχείς μεταφράσεις του – κάτι έτσι κι αλλιώς δύσκολο για τον μακροπερίοδο λόγο, τις δευτερεύουσες προτάσεις  και το διαρκές «Στρίψιμο της Βίδας» (τίτλος δημοφιλούς νουβέλας του) μέχρι να φωτισθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις των ηρώων του. Στην παρούσα έκδοση ωστόσο έχουμε μια συνεπή προσπάθεια από τον Μιχάλη Μακρόπουλο να διατηρηθεί το γράμμα και το πνεύμα ενός από τα σπουδαιότερα έργα του και πιθανότατα του πλέον πολιτικοποιημένου.

Ο Χένρι Τζέημς είναι αναμφίβολα ένας εμβληματικός συγγραφέας που καθόρισε εν πολλοίς την αμερικανική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Κληρονόμος της σπουδαίας παράδοσης του λογοτεχνικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα,  την εμπλούτισε με νεωτερικά στοιχεία: επικέντρωση στην οπτική των ίδιων των πρωταγωνιστών του, σχετικοποίηση της θέσης/ γνώσης του αφηγητή, κυριαρχία του ψυχολογικού στοιχείου, ατέρμων ανάλυση των μεταπτώσεων και κινήτρων των εμπλεκομένων, ανοιχτό τέλος με όλα τα ενδεχόμενα εξ ίσου «νόμιμα» - όπως ακριβώς συμβαίνει στις Βοστονέζες. Το έργο του μοιάζει να μην ολοκληρώνεται ποτέ και, φαντάζομαι, οι σύγχρονοί του θα ανέμεναν ανυπόμονα το επόμενο συγγραφικό του βήμα που θα εμπλούτιζε την πρόσληψή τους της πραγματικότητας, με ένα ακόμη επεισόδιο της ανθρώπινης περιπέτειας. Απ’ αυτή την άποψη είναι σίγουρα επηρεασμένος από τον Μπαλζάκ και την πληθωρικήΑνθρώπινη Κωμωδία του. Από την άποψη ωστόσο της θεματικής, θυμίζει περισσότερο τους μεγάλους Ρώσους, καθώς καταπιάνεται με μεγάλα ζητήματα και ταυτόχρονα δεν αρνείται έναν ορισμένο διδακτισμό στην λογοτεχνία.  Όχι βέβαια με την έννοια της επιβολής στον αναγνώστη ηθικών προταγμάτων αλλά με εκείνη της σύλληψης της πραγματικότητας μέσω της ομορφιάς της αυτογνωσίας. Δηλαδή μέσω του κτισίματος της συνείδησης του κόσμου.

Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και η Μαντελέιν Πότερ στην κινηματογραφική μεταφορά των «Βοστoνέζων» του Χένρι Τζέιμς το 1984 από τον Τζέιμς Αϊβορι. Η ταινία είχε προταθεί για δύο Οσκαρ (κοστουμιών και α’ γυναικείου ρόλου για τη Ρεντγκρέιβ)

   Δύσκολα όλα αυτά; Μα δύσκολος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ως εκ τούτου όμως είναι και απολαυστικός.  Ειδικά εδώ παρακολουθούμε μια ολοκληρωμένη τοιχογραφία της αμερικανικής κοινωνίας του ύστερου 19ουαιώνα, μια δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του Εμφυλίου με την ήττα των Νοτίων, την απελευθέρωση των Μαύρων, και την γένεση ποικίλων κοινωνικών κινημάτων που στοχεύουν στην επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μοιάζει συχνά σαν να βρισκόμαστε στα χιλιοτραγουδισμένα σίξτυς μόνο που όλα συμβαίνουν έναν αιώνα πριν. Με επίκεντρο την Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη κυοφορούνται νέες ιδέες, ωριμάζει το φεμινιστικό κίνημα, ιδρύονται φιλανθρωπικοί και μορφωτικοί σύλλογοι, ενώ ακμάζουν  ποικίλα κοινόβια θρησκευτικού και «απελευθερωτικού» προσανατολισμού. Στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, την «μεγαλύτερη μικρή πόλη» των ΗΠΑ  ο Χένρυ Ντέηβιντ Θορώ συγγράφει το περίφημο Γουώλντεν του, ένα έργο ύμνο στην φύση και την πολιτική ανυπακοή, ενώ ο Έμερσον επηρεασμένος από τον γερμανικό ιδεαλισμό εισάγει την υπερβατικότητά του.  Τέλος ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Δύσης και νέες γαίες αλλάζουν χρήση και χρήστες, τροφοδοτώντας τον νέο κυρίαρχο πολιτισμό με το αίσθημα του ότι όλα είναι δυνατά. Η ατμόσφαιρα αυτή  τροφοδοτείται από την βιομηχανική επανάσταση που μετασχηματίζει ραγδαία το αστικό τοπίο και την ύπαιθρο, από την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου και από τεχνολογικά άλματα σε όλους τους τομείς.
   Σ’ αυτό το λεπτομερώς  αποτυπωμένο πλαίσιο τοποθετείται το βιβλίο. Αρκούν τρεις βασικοί ήρωες και μερικοί δευτερεύοντες για να εκτυλιχθεί το δράμα: Ο δικηγόρος από τον βαθύ Νότο Μπέιζιλ Ράνσομ, βετεράνος του Εμφυλίου,  ζει πλέον στη Νέα Υόρκη προσπαθώντας μάλλον ανεπιτυχώς να χτίσει μια καριέρα στη νέα μητρόπολη του κόσμου και  προσκαλείται από την ευκατάστατη μακρινή του εξαδέλφη Όλιβ  Τσάνσελορ στη Βοστώνη για μια συνάντηση γνωριμίας. Η ίδια η Όλιβ περιγράφεται με υποδόριο χιούμορ ως φανατική φεμινίστρια επηρεασμένη από το πρώιμο έργο της Μάργκαρετ Φούλερ Η γυναίκα τον 19ο αιώνα(1843) και από τα σύγχρονά  ριζοσπαστικά κινήματα, με συνδηλώσεις λεσβιακών τάσεων και αποφασισμένη να μείνει ανύπαντρη προκειμένου να υπηρετήσει ανεμπόδιστη τον αγώνα για την χειραφέτηση των γυναικών. Το τρίτο πρόσωπο είναι η νεαρή, ακτινοβολούσα από υγεία, ομορφιά και πνευματικά χαρίσματα, δημόσια ομιλήτρια Βερίνα Τάρραντ που θα αποτελέσει το πεδίο της πάλης των δύο πρώτων.  Η Βερίνα χρησιμοποιείται ήδη ως κράχτης από τον απατεωνίσκο πατέρα της, έναν υποτιθέμενο δόκτορα που πουλάει όλων των ειδών τις υπηρεσίες (επί του παρόντος πνευματισμό και υπνωτισμό). Είναι εξαίρετη ομιλήτρια και γοητεύει μια σύναξη γυναικών οδηγώντας την Όλιβ σε απέλπιδα προσπάθεια να την προσεταιριστεί στον μεγάλο αγώνα. Η Όλιβ καταφέρνει εντέλει να πείσει τους γονείς της εύπιστης Βερίνα να της επιτρέψουν έναντι υψηλού χρηματικού αντιτίμου να μείνει μαζί της και της αφιερώνεται ψυχή τε και σώματι..
   Στην ίδια ωστόσο πρώτη δημόσια εμφάνιση της Βερίνα είναι παρών και ο Μπέιζιλ, που εκφράζει άμεσα την δυσπιστία του προς τα κελεύσματα του φεμινισμού. Ο Μπέιζιλ διέπεται από παρωχημένες αρχές που προσομοιάζουν με τα ιδεώδη του ιπποτισμού, και εκπηγάζουν από την μακρά παράδοση της γαιοκτησίας του Νότου. Είναι με άλλα λόγια ένας συντηρητικός εν τω μέσω μιας αναβράζουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Η συμπάθειά μας κατευθύνεται ωστόσο εντέχνως από τον συγγραφέα προς το πρόσωπό του καθώς εκφράζει με ζωντάνια και χιούμορ τις απόψεις του, πιστεύει σε πανανθρώπινες αλήθειες και επιπλέον είναι ετοιμόλογος, αποφασιστικός και τίμιος. Η σύγκρουσή του με την εξαδέλφη του Όλιβ θα είναι ανελέητη καθώς η τελευταία κρατά δέσμια την Βερίνα υπό το πρόσχημα του κοινωνικού αγώνα. Εντέλει βέβαια θα θριαμβεύσει ο έρωτας και η πραγματική γυναικεία φύση της Βερίνα θα αναδειχθεί σε όλο της το μεγαλείο. Το ανυπόμονο βοστονέζικο κοινό που έχει κατακλύσει το μεγάλο θέατρο της πόλης για να την ακούσει θα προδοθεί. Η ζωή έχει τα δικά της κελεύσματα, η φύση επίσης, και οι δύο εραστές θα αποδράσουν στην ιδιωτική τους σφαίρα. Μόνο που τα δάκρυα της ταλαιπωρημένης ψυχικά από το μέγεθος της απόφασης Βερίνα θα κάνουν τον αφηγητή να μας εξομολογηθεί στην τελευταία παράγραφο την υποψία του ότι   θα έχει και άλλες αφορμές στον βίο της για να κλάψει. Τέλος, αλλά τέλος ανοιχτό. Πιστό ωστόσο  στην λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα που, όπως ευφυώς αναλύει ο Τζέφρεϋ Ευγενίδης στο Σενάριο  Γάμου του (ΠΑΤΑΚΗΣ)  περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από αυτό τον πανάρχαιο θεσμό.

    Η αφοσίωση του Τζέημς στην ανάλυση των κινήτρων και των αντιφάσεων των ηρώων του είναι απόλυτη. Η προσέγγιση των δευτερευόντων χαρακτήρων είναι εξ ίσου «επιστημονική» και οι απόψεις/ στάσεις τους εμπλουτίζονται σε κάθε κεφάλαιο και κάθε στροφή της δράματος. Η περιγραφή τόπων και τοπίων είναι απολύτως συμβατή με την εξέλιξη της πλοκής, Το βιβλίο λειτουργεί και ως προανάκρουσμα των ιδεολογικών συγκρούσεων που θα ακολουθήσουν με ένα είδος εντυπωσιακής ενόρασης, σαν ο συγγραφέας να είναι βέβαιος ότι τα ίδια προτάγματα θα διέπουν τις επιλογές της ανθρωπότητας και στο μέλλον.  Με άλλα λόγια ο Χένρυ Τζέημς γράφει με την προγραμματική επίγνωση ότι θα παραμείνει ως κλασσικός στην συνείδηση της ανθρωπότητας, αλλά και με ένα αίσθημα ευθύνης για αυτά που λέει και το πώς τα λέει. Κάποιοι σύγχρονοί του τον θεώρησαν κουραστικό κάποιοι μεταγενέστεροι επίσης. Παραμένει ιδιοφυής, ανανεωτικός, ανακουφιστικός,  απρόσμενα σαρκαστικός απέναντι στην πολιτική ορθότητα,  και καλός δάσκαλος για επίδοξους συγγραφείς και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Εντέλει μας πείθει ότι η λογοτεχνία «τακτοποιεί» αυτό τον απέραντο, χαοτικό κόσμο.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, από τα "Ψέματα πάλι"


Το βιβλίο επανεκδίδεται στα γερμανικά 
Γερμανική έκδοση:
“Noch  mehr Lügen
Elfenbein Verlag 2016.


                
"Ο κύριος εκείνος" 

Ο κύριος εκείνος που δεν ήξερε να γελά,
γέλαγε πάντα και ήξερε πολλά.
Κι όταν -όταν- έκανε έρωτα
δεν άνοιγε ούτε έκλεινε τα μάτια·
μονάχα κοίταγε κρυφά, λιμάρικα,
σαν αρπαχτικό πετούμενο,
σκληραίνοντας τα χείλη.

*

Ο κύριος εκείνος που δεν ήξερε να γελά,
φρόντιζε πάντα να λέει αστεία.
Μόνο που τον ενοχλούσαν τα γέλια.
Κι ο αγέρας.
Και οι χαρούμενες
αυθάδικες
παιδικές γλωσσίτσες.


*   *   *



       Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
          «Ψέματα πάλι»                
           Άγρα  ISBN 960-325-307-3



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και Sociologie Politique στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τη Λογοτεχνία, τη μετάφραση, το Θέατρο και τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων.                             alexadam48@hotmail.com
                                                                  
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζιδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky κ.α.).

Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’. 

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και Β.Αιγαίου, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατροΡοές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, το Μέγαρο Μουσικής, το Ε.ΚΕ.ΒΙ κ.α καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters και Indira Gandhi National Center for the Arts N.Delhi, Frankfurt International Book fair 2001, Istanbul International Book fair 2004, και τέλος το Boğaziçi University Istanbul, όπου και δίδαξε ως visiting Professor στο Western Languages and Literatures Department (2005-6 και 2006-7).

Έχει μεταφράσει τα θεατρικά έργα· ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993, εκδ. Λιβάνη),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’(εκδ. Εστίας 2003) και ‘Λορενζάτσιο’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Μισό ποτήρι νερό’ του Ταρίκ Γκιουνερσέλ, ‘Μονομαχία γυναικών’ του Ευγένιου Σκρίμπ (Θέατρο ‘Διάχρονο’ 2011), το μυθιστόρημα ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την Πνευματική Διαθήκη του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Κυκλοφόρησε δύο φορές στην Ινδία, μεταφρασμένο στα Αγγλικά (Twelve and one lies National Academy of Letters N.Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan. Editors N.Delhi 1999). Μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα τουρκικά (“On Iki arti Bir Yalan”, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000), στα γερμανικά (“Zwölf und eine Lüge”, Elfenbein-Heidelberg, 2001) και στα γαλλικά (“Douze et un mensonges”, Alteredit-Paris, 2005). Ήδη ετοιμάζεται και η ιταλική μετάφρασηΗ θεατρική προσαρμογή του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά.
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999.). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά (Yeni Azizler, Imge Oyukuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’ θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004) Πρώτη παρουσίαση· Wesley College, Melbourne, 8/2011. Τουρκική μετάφραση· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tyatro, Istanbul, 4/2012.  Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή Χάριν παιδιάς, εκδόσεις Ίκαρος 2001)× αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παίχτηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre’ (συμμετοχή στο διεθνές σεμινάριο ‘Mind man and mask’ που έγινε στο Indira Gandhi National Center for the Arts). Έκδοση Aryan books international-N. Delhi 2000. 
Το τσιγάρο και η γιόγκαΗθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’ χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’ θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011)
Noyessayingθέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version του ‘οχιναιλέγοντας’  ISBN 978-93-5016-7, 2013.
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’ πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’ βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’ μικρό πολιτικό δοκίμιο (Metrogreece 2/10/2014, Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’ μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’ ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)
 ‘Hayirevet DiyerekΤουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ (Bencekitap, Ankara 2015)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΣΑΪΚΑΣ "Το Πέρασμα - Σχέδια διαδρομής"





Στις 24 Σεπτεμβρίου ο σπουδαίος γλύπτης Βασίλης Παπασάικας παρουσιάζει για πρώτη φορά μια σειρά σχεδίων του, πραγματοποιώντας τη δωδέκατη ατομική του έκθεση.
Στον πρώτο όροφο του βιβλιοπωλείου των εκδόσεων Γαβριηλίδης τα σχέδια θα εκτεθούν με τρόπο που να ακολουθούν μια αφηγηματική διάταξη ολόκληρης της σχεδιαστικής διαδρομής του καλλιτέχνη, αρχίζοντας από τα εφηβικά του χρόνια έως σήμερα.
Με την έκθεση αυτή υλοποιείται μια ιδέα του Σάμη Γαβριηλίδη και έρχεται σαν συνέχεια της έκδοσης του βιβλίου του Βασίλη Παπασάικα  Μικρές συντάξεις και σχέδια (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015).
Το γεγονός αυτό έχει για τον Βασίλη Παπασάικα ιδιάζουσα σημασία, γιατί του δίνεται για πρώτη φορά η ευκαιρία να δείξει στο κοινό το αποτέλεσμα μιας αθέατης έως τώρα στους πολλούς εικαστικής του δραστηριότητας, που σε συνδυασμό με τη χρονολογική διάταξη των έργων ιχνεύει την εξέλιξη και την ανάπτυξη της εικονιστικής του δεξιότητας, καθώς και τις τεχνικές που κατά καιρούς χρησιμοποίησε.


Ο Βασίλης Παπασάικας φρονεί ότι το σχέδιο είναι ο κάναβος πάνω στον οποίο κάθε εικαστικός οφείλει να δομεί το έργο του. Σήμερα, αν και δεν σχεδιάζει αρκετά λόγω της υπεραπασχόλησής του με τη γλυπτική, πάντοτε αποζητά την αποφόρτιση που του παρέχει η άσκηση του σχεδίου.

Εγκαίνια έκθεσης: Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου, ώρα 14:00 μ.μ.
Διάρκεια 24 Σεπτεμβρίου - 14 Οκτωβρίου


Διεύθυνση: Εκδόσεις Γαβριηλίδης / Poems&Crimes art bar, Αγίας Ειρήνης 17, Μοναστηράκι (50 μέτρα από το μετρό), τηλ. 210 3228839


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ"

                         ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ σε ΔΙΑΛΟΓΟ
Παρακαλώ τους/τις  αναγνώστες/στριες  φίλους/ες  να μην κάνουν LIKE. Όσοι μπουν στον κόπο να διαβάσουν ολόκληρο το κείμενο ή μέρος του να γράψουν σχόλια πάνω στο κείμενο. Κάθε άποψη δεκτή η οποία και θα αναρτηθεί κάτω από το κείμενο με όνομα και επώνυμο, εάν θέλετε και με την ιδιότητα του/της  γράφοντος -ουσας. 
                                                                cantus firmus 

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Υ.Γ. Τα σχόλιά σας θα δημοσιευτούν την άλλη Κυριακή στο cantus firmus κάτω από το κείμενο του Στάθη Κομνηνού εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο μια ενεργή ανάγνωση και παίρνοντας μία πολιτική θέση απέναντι στη λογοτεχνία αλλά και τη ζωή μας.


[ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ]
«…όμως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, γιατί να παραδοθεί η Ομορφιά ; Τι μας σπρώχνει σε μανίες συζυγίας, σε μανίες γάμων ; Μπορούμε να φέρουμε κάτι δίχως να το έχουμε ; Είναι δυνατόν να είμαστε ιερείς δίχως ναό (ανίδωτη θρησκευτικότητα στην ανθρώπινη Ιστορία…), δεσμευμένοι δίχως στεφάνι ; Τι θα σήμαινε μια ανοιχτή σχέση με ένα κείμενο, με την… Ομορφιά ; Γίνεται να αχθοφορούμε συνουσιαστικά και οργιαστικά ένα κείμενο δίχως να το κατέχουμε, δίχως να το περνούμε κάποτε από το τελωνείο της λογικής μας, δίχως να το νομιμοποιούμε με συμβατικές ιερολογήσεις οδηγώντας το, ακολούθως, να μας συνταξιοδοτεί ; Πώς θα φάνταζε ο άνθρωπος μέσα στην αγκαλιά μιας διαρκώς παραδομένης, πέραν του ακαριαίου και του αιφνίδιου της στιγμής, Ομορφιάς ; Τί θα γινόταν η διάρκεια της Ομορφιάς εντός μας ; Ποιές ηλικίες θα μετερχόταν περιορισμένη (γίνεται ποτέ;) στα όριά μας ; Τί  μετασχηματισμούς και απειλητικές μεταμορφώσεις θα επιζητούσε να οικειωθεί προκειμένου, ελεητικά, να μη μας πλαστογραφήσει ; Ακόμη περισσότερο, να μη μας περάσει ανεπαισθήτως χαλκάδες ; »  
Σημείωμα :
            Ό,τι ακολουθεί έχει χαρακτήρα προδημοσίευσης, η οποία γίνεται για διάφορους (βαθύτερους των φαινομενικών) λόγους που δεν θα εξηγήσω επί του παρόντος. Προδημοσιεύονται αποσπάσματα από το έργο μου που φέρει τον τίτλο «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ». Η σημερινή κοινοποίηση στο CANTUS FIRMUS  κάποιων λίγων αποσπασμάτων άλλο στόχο δεν έχει από την ανακίνηση κάποιου διαλόγου. Και δη διαλόγου όπου το εναρκτήριο λάκτισμα το κάνουν (εύχομαι και ελπίζω) Έλληνες… Ο λόγος, φυσικά, γι αυτήν την κίνηση προδημοσίευσης είναι, από τη μια, η απέραντη μοναξιά του απελπιστικά ηλίθιου δον Κιχώτη που ακούει στο όνομα «συγγραφέας» και από την άλλη το δέος και πιθανώς ο φόβος μπρος σε κάτι σπουδαίο, για το οποίο επικαλείται έμμεσα και άφωνα τη βοήθεια φίλων «με φοβέρες και μ’ αίματα». Λάθος. Δεν υπάρχει ψυχή. Δεν υπάρχουν αυτιά. Επιπλέον, θερίζει η άγνοια. Κυριαρχεί η πανάρχαιη ελλαδική μιζέρια. Συνθλίβει ο πατρογονικός επαρχιωτισμός. Ο ελληνικός ατομικισμός είναι από τους πλέον φοβερούς, τους πλέον δολοφονικούς, όπως σωστά διατείνεται και ο Θ. Ζιάκας.     
           Λίγο καιρό πριν, τυχαία σε κάποιο από τα αξιοθρήνητα κεντρικά δελτία ειδήσεων των εξωνημένων και απεχθέστατων ΜΜΕ, άκουσα μεν το αυτονόητο, αλλά από… ιταλικά, νομίζω, χείλη, που ωστόσο, εγχωρίως δε…, έπεσε στο αναμενόμενο κενό : «Η Ελλάδα είναι για να οδηγεί. Περιμένουμε να σταθεί μπροστάρης και να πάρουμε παράδειγμα». Το νόημα των λόγων ήταν αυτό. Το ένιωθα αμείωτα από την εφηβεία μου : η Ελλάδα δεν είναι προορισμένη για ουραγός. Είναι για ηγήτωρ. Χωρίς αυτό να εκτρέπεται, όπως θα έσπευδε κάποιος νεοηλίθιος να κραυγάσει, κρίνοντας από τη μιζέρια του εαυτού του, σε πιθηκίζοντα και αφασικό, ανεγκέφαλο, εθνικισμό. Πριν σπεύσει να κινηθεί κανείς δήθεν διεθνιστικά και να μου επιρρίψει μομφές για τις πατριωτικές μου κορώνες, καλά θα κάνει να στρέψει το βλέμμα απλά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Από τη λογοτεχνία μέχρι τις επιστήμες. Σ’ ολόκληρο το γνωστικό πεδίο. Και να μου πει ΤΙ δεν δομείται πάνω στις ελληνικές έννοιες, ποια επιστήμη παραμένει, στη ΣΥΓΧΡΟΝΗ εποχή, αμέτοχη σ’ αυτές, ώστε τότε να αποδεχθώ και να παραδεχθώ το λάθος μου για τη θέση της χώρας μας στον Κόσμο και να βάλω μετάνοια. Μα αν παίρνεις τις έννοιες κάποιας άλλης, ξένης προς τη δική σου Γλώσσας, αυτό εξόφθαλμα μαρτυρεί ότι δεν έχεις απ’ αλλού πηγές τροφοδότησης, ότι αυτοχθόνως είσαι ανεπαρκής να δομήσεις καινούργιο τι με τις δικές σου δυνάμεις και ότι προσβλέπεις με απύθμενη σοβαρότητα και ελπίδα στη χώρα εκείνη που από τον πλούτο της αρύεσαι. Ωστόσο, η Ελλάς βαριακούει εγκληματικά σε τέτοιες φωνές και εθελοτυφλεί στο προφανές : αποτελεί (διεθνές) αντικείμενο Έρωτα. Επιτέλους, πόσο δύσκολο είναι να το ψυλλιαστεί κανείς αυτό ; Ακούμε μύριες όσες παραπονιάρικες και διαμαρτυρόμενες φωνές, στην ιστορική μας διαχρονία, που αναρωτιούνται γοερά «γιατί μας αδικούν οι ξένοι ;», «Γιατί είμαστε στο στόχαστρο ;», «Γιατί μας πολεμούν ;». Μα δεν εννοούν να υποψιασθούν πως αυτό συμβαίνει διότι είναι ερωτευμένοι μαζί μας. Και εμείς, δυστυχώς, αποδειχθήκαμε μικρότεροι του έρωτος, κομμάτι ανάξιοι, κομμάτι λιλιπούτειοι και τοσοδούληδες, κι αυτό πληγώνει (τον ερωτευμένο). Μπορεί, πιθανώς, αυτό να μην πληγώνει πρωτίστως εμάς. Ενδέχεται, κάλλιστα, να τραυματίζει αυτούς. Και η αγάπη, το δέος, ο σεβασμός, που ξεπηδούσαν από τον έρωτα, μετεστράφησαν σε μίσος, κυρίως, κι ΕΠΙΒΟΛΗ εξουσιαστική, αδιαφορία, επίδειξη, αλαζονεία, ατομικισμό, υπεροψία κλπ κλπ. Κι αν κανείς το αμφισβητεί, ας ρίξει μια ματιά στις προσωπικές του ΕΡΩΤΙΚΕΣ εμπειρίες και τότε… ας μου στείλει μια γραφή. Είσαι τόσο πληγωμένος από την αποτυχία του έρωτά σου, την έκπτωση του ερωτικού συντρόφου, που «φυσιολογικά» ο ψυχισμός σου μεταβάλλεται σε πεδίο μίσους, αντιπαλότητας, εκμηδενιστικής του ερωτικού αντικειμένου σου διάθεσης, ψυχρότητας. Ίσως, αυτό συνιστά μια ακόμη απόδειξη ότι δεν έπαψες, ούτε θα πάψεις, να φλέγεσαι από έρωτα γι αυτό.
        Έκανα λόγο παραπάνω για σπουδαιότητα. Εξηγούμαι. Το «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» είναι ένα κείμενο που μέχρι τώρα καλύπτει γύρω στις 130 σελίδες. Πιθανότατα θα αγγίξει ή και θα ξεπεράσει τις 400. Πρόκειται για μια ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ή ακριβέστερα και επιτυχέστερα ορολογικά, νομίζω, για μια ΘΕΩΡΙΑ σχετικά με τη λειτουργία του ΓΡΑΦΕΙΝ και ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΙΝ. Το σπουδαίο στην προκειμένη περίπτωση είναι το εγχείρημα και το σάλτο ή η βουτιά ενός… Έλληνα σε κάποια ακόμη βαθιά νερά, όπου δεν συναντά συμπατριώτες του, παρεκτός κάνα δύο εξαιρέσεις… Η αποτυχία μπορεί να περιμένει στη γωνία. Όμως, η νίκη έχει ήδη χαμογελάσει από την αρχή : το εγχείρημα τέθηκε. Η βουτιά επιχειρήθηκε. Ένας Έλληνας συγγράφει μιαν «ελληνική» λογοτεχνική θεωρία. Και ένας από τους λόγους είναι πώς αυτό το χρειάζεται ο υπόλοιπος Κόσμος. Έστω και από περιέργεια. Έστω και ως αφορμή για να ανάψουν τα αίματα και να αντεπιτεθεί δριμύτητα στο ελληνικό θράσος, στον Έλληνα τολμητία. Κι άλλος ένας είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε αντίστοιχο εις την ημεδαπήν… Και εννοώ κάτι που θα στηρίζει με επάρκεια τις ιδιότητες του καινούργιου, του πρωτότυπου, του μη αντιγραφικού, ως συνήθως πράττει η θλιβερή μας χώρα, από το μανταλάκι που χρησιμοποιεί μέχρι τους πολιτειακούς της θεσμούς, τους νόμους, τις υποδομές και τα παντοειδή... «συστήματά» της.
        Σπεύδω να προλάβω, για άλλη μια φορά, καγχασμούς, κατηγορίες, λοιδορίες, βρισιές και άλλα συναφή. Και το κάνω παραμερίζοντας τη, δικαιολογημένα ίσως, δική μου γνώμη για το σπουδαίο και καινοφανές του εγχειρήματος και προβάλλοντας αυτολεξεί τη θέση ενός έγκριτου και σοβαρού Έλληνα συγγραφέα : του Γιώργου Βελουδή. Ο ίδιος δεν εκπόνησε κάποια θεωρία λογοτεχνίας ή, ακόμη περισσότερο, κάποια ελληνική λογοτεχνική θεωρία, αλλά συνέθεσε ένα έργο, το οποίο έγραφε για δέκα χρόνια, όπου παρουσίαζε τη λογοτεχνική θεωρία δυτικών (ευρωπαίων) μελετητών και συγγραφέων. Αναφέρει λοιπόν επί λέξει :
1. «Αλλά και πάλι, μετά την απονενοημένη επανάκαμψη και την αποτυχημένη (ευτυχώς !) επανενσωμάτωσή μου στην ελλαδική Έρημη Χώρα, η μελέτη ενός τόσο απέραντου πεδίου έρευνας δε θα ήταν δυνατή…».
2. «…γίνεται φανερό ότι το κήρυγμα για την ύπαρξη και τη συγγραφή μιας «ελληνικής» θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως την εννοούν μερικοί ελληνορθόδοξοι ή «ελληνοκεντρικοί» παρατηρητές, το θεωρώ, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ουτοπικό: ως μιαν από τις αυταπάτες με τις οποίες επιμένει να τρέφεται, εδώ και δύο αιώνες, ο εγχώριος επαρχιωτισμός : Όχι μόνο οι νεότερες γραμματολογικές–φιλολογικές σπουδές, με πρώτη ανάμεσά τους την κλασική φιλολογία, αλλά και η φιλοσοφία, η νεότερη τέχνη και λογοτεχνία και, προπαντός, οι επιστήμες και το αποφασιστικά μεγαλύτερο τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού και μάλιστα της νεοελληνικής «εθνικής» ιδεολογίας ήρθαν στην Ελλάδα, από την εποχή του Ρήγα και του Κοραή, από την «Ευρώπη».» (οι υπογραμμίσεις δικές μου
3. «Η διακήρυξη μιας – απευκταίας και αποτρόπαιης – «ελληνικότητας» της ελληνόγλωσσης γραμματολογικής-λογοτεχνικής θεωρίας από μερικούς «καθαρόαιμους» ιθαγενείς δεν είναι παρά η νεοελληνική παράφραση του αισώπειου μύθου με την αλεπού και τα σταφύλια : Και γι αυτούς, η ευρωπαϊκή λογοτεχνική θεωρία και γενικότερα η ευρωπαϊκή επιστήμη, όσο δε διαθέτουν τις γλωσσικές και πολιτιστικές προσβάσεις σ’ αυτές, θα παραμείνουν «όμφακες».»
Και αναφερόμενος, τέλος, στο σύγγραμμά του «ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», εκδ. Δωδώνη, 1994 αναφέρει επί λέξει :
4. «Το βιβλίο αυτό πήρε, σκόπιμα, τη μορφή και το «ύφος» ακαδημαϊκού εγχειριδίου –του πρώτου και μόνου ως τώρα, που έχει στην επικεφαλίδα του τ’ όνομα ενός έλληνα συγγραφέα».
Όλα αυτά, καθόλου πολύ μακριά. Μόλις στα 1994, ούτε 20 χρόνια από τις μέρες μας. Ασχέτως, με το αν μπορεί, σε κάποια από τα παραπάνω σημεία, να διακρίνει κανείς την πληγή που μιλά και να διαφωνήσει, πιθανώς, μαζί τους, η απεικόνιση της ελληνικής πραγματικότητας από το Βελουδή είναι απολύτως ορθή. Δεν επεκτείνομαι. Ας αρκέσουν αυτά ως επιμαρτύρηση της απόψεώς μου περί σπουδαιότητος του εγχειρήματος.
       Η πρόθεση δεν ήταν, αρχικά, να γραφεί μια ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Το Κείμενο είχε ως στόχο μιαν επεξήγηση, μια διευκρίνιση, σε ένα παλαιότερό κείμενό μου, που είχε εκδοθεί ως εισαγωγικό σημείωμα σε ένα σχηματικό αφιέρωμα που είχε κάμει για τον αραβικό πολιτισμό και, πιο συγκεκριμένα, για το αραβικό ποιητικό παράδειγμα. Προϊόντος του χρόνου και προϊούσης της Γραφής, βουτούσα ΦΥΣΙΚΑ σε ολοένα και πιο βαθιά νερά, σε άκρως ενδιαφέροντες υφάλους, με αποτέλεσμα η μέθη να έρχεται κατά κύματα και μαζί της η ευθύνη, η σοβαρότητα, η διαύγαση, η φιλόπονη και αυτοθυσιαστική περιέργεια για «λιμένες πρωτοϊδωμένους». Ό,τι ακολουθεί είναι μερικά αποσπάσματα από το Κείμενο της ΘΕΩΡΙΑΣ, ως μια μικρή προδημοσίευση, με στόχο να κεντρίσουν για στοχασμό και αναστοχασμό και να λειτουργήσουν ως εναρκτήριο λάκτισμα ενός διαλόγου. Τα αποσπάσματα αριθμούνται κατ’ αύξοντα αριθμό, ώστε να διακρίνονται μεταξύ τους και να υποδηλώνουν, ταυτόχρονα, ότι μεσολαβεί αδημοσίευτο κείμενο ανάμεσά τους. Ο συνολικός αριθμός των σελίδων που μεταφέρονται εδώ από το «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» δεν υπερβαίνει τις 15. Όπως έχουν αποκοπεί από τα κεφάλαια στα οποία ανήκουν και από τα συμφραζόμενά τους, θα ήταν, νομίζω, αστοχία και προπέτεια να μπει κανείς στον ελληνικό πειρασμό της προχειρολογίας και προχειρότητας και να ασκήσει, συνακόλουθα, …προχειροκριτική, αφού δεν διατίθεται, προς το παρόν, το πλήρες κείμενο. Φαίνεται, συνεπώς, ξεκάθαρα για μια ακόμη φορά, ότι η επιθυμία εδώ είναι ο διάλογος και η υπομονετική κριτική, και όχι η ελληνική, σαν άτεχνο πυροτέχνημα, μπούρδα που επιθυμεί να ξεφύγει από τους κόπους και να ξεμπερδέψει όσο ταχύτερα γίνεται, αποβλέποντας να αράξει στον παντοειδή καναπέ της.      
                                                              ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
 


1. 
         Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση οφείλει να διευκρινισθεί, να υπάρξει απορία και έρευνα, για το τι εννοείται όταν γράφεται «πολύ μεστό και καλά «ψαγμένο». Οφείλει, πιθανώς, να υπάρξει απαντητική αντίσταση στο επαινετικό κείμενο, ώστε να αναδυθεί η τυχόν ασυμφωνία, ενδεχομένως, με τις προθέσεις, τους στόχους, τα νοήματα, τα μηνύματα του σχολιαζομένου κειμένου, καθώς δεν είναι αυτονόητο ή αναγκαίο ένας έπαινος ή μια διθυραμβική κριτική να κατέχει το αλάθητο της Κατανόησης, της αντιληπτικότητας, και αντιθέτως να το στερείται (συνήθως παντελώς…) η επικριτική κριτική. Κι όλο αυτό, οφείλει να γίνεται αν μας ενδιαφέρει απαραίτητα, όπως είπαμε ήδη, η Καταληπτότητα εν όψει του Γεγονότος της Γιορτής, της Γραφής δηλονότι. Αν είμαστε διατεθειμένοι να νιώσουμε άβολα ή και να δυσφορήσουμε ακόμα με ποιητικές δηλώσεις του τύπου «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει»,
 αν είμαστε αδύναμοι (απόλυτα λογικό και θεμιτό) ακόμη να ενστερνισθούμε τέτοιες ποιητικές θεάσεις (υπαρκτικές στάσεις, θα έλεγα προσφυέστερα) ή μας φαντάζει αλλοπρόσαλλο (με κατανόηση αποδεκτό κι αυτό) να αναπαυθούμε χορευτικά (ποιητικά δηλαδή) και ισοβίως σ’ αυτές. Αν μας παγιδεύει ή μας δυσχεραίνει υπονομευτικά, ένα ελευθεροποιό ποιητικό σκοτάδι στα σπλάχνα μας ή κάτω από τη μασχάλη και τα πέλματά μας, όταν θα θελήσουμε να συνεορτάσουμε χορεύοντας κυκλικά γύρω από τη φωτιά της φυλής μας. Αν είμαστε αποφασισμένοι να… μελετήσουμε μια συνουσία (απολύτως νόμιμο αίτημα και δικαίωμα, και μάλιστα εν πολλοίς προαγωγικό), να την καταστήσουμε κατανοητή (διόλου μεμπτή πρόθεση και πράξη, …εν μέρει), δηλαδή, για να μιλήσουμε με ορολογική ακρίβεια, επιστημονική. ΑΝ (τουτέστιν όχι απαραίτητα και επιβεβλημένα), από μια Γιορτή, είμαστε αποφασισμένοι να… χαρούμε και να αισθανθούμε πληρότητα και αγαλλίαση μόνονκαι…) αν την εξορθολογίσουμε, αν την δεξιωθούμε εγκεφαλικά με βάση λογικές (καθιερωμένες, ανταλλακτικού χαρακτήρα και ανεμπόδιστης πρόσληψης) προφάνειες, αν έχουμε τη δυνατότητα να την κωδικοποιήσουμε πάνω στο προκρούστειο, ίσως, κρεβάτι μιας σαφέστατης (κάθε σαφήνεια αποτελεί παρηγοριά, ανακούφιση και άθλο) γραμματικής και συντακτικού (άμεμπτα, τονίζω και πάλι, πράγματα. Εν μέρει.), αν τη γειώσουμε, υπακούοντας στις εγκόσμιες νομοτέλειες που ορίζουν και παρέχουν την Κατανόηση, προκειμένου να τη γευθούμε. ΑΝ, κοντολογίς, απαιτούμε να μας …παραδοθεί. Αλήθεια, τι να σημαίνει μια τέτοια βούληση να μας παραδοθεί κάτι ; Αυτό επιζητούμε από τη Γραφή δια της Αναγνώσεως που επιχειρούμε ; Αυτό είναι που ουσιαστικά μας καίει ; Μια κατάκτηση ; Μια παράδοση ; Πόσο σπαραχτική ή ενοχλητικά παραπονιάρικη μπορεί να γίνει μια τέτοια βούληση, ταλαντεύοντας (μειωτικά; απελπιστικά ανθρώπινα [Αllzumenschliches] ; ) το αναγκαστικό ορθοστήσιμο (=σύμβολο λατρευτικής συνουσίας ;) της Ύπαρξης ;
        Το λέω αυτό, μια που περιπολεύει και κλωθογυρνά στο κεφάλι μου κι ο στίχος «Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ…». Δεν είναι πως ηχεί παράφωνα μια τέτοια επιθυμία, ούτε πως μοιάζει ακατανόητη, ούτε  πως δεν ηχούν βαθιά ανθρώπινες οι νότες της στη ψυχή μας που διψά σαν έλαφος, όμως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, γιατί να παραδοθεί η Ομορφιά ; Τι μας σπρώχνει σε μανίες συζυγίας, σε μανίες γάμων ; Μπορούμε να φέρουμε κάτι δίχως να το έχουμε ; Είναι δυνατόν να είμαστε ιερείς δίχως ναό (ανίδωτη θρησκευτικότητα στην ανθρώπινη Ιστορία…), δεσμευμένοι δίχως στεφάνι ; Τι θα σήμαινε μια ανοιχτή σχέση με ένα κείμενο, με την… Ομορφιά ; Γίνεται να αχθοφορούμε συνουσιαστικά και οργιαστικά ένα κείμενο δίχως να το κατέχουμε, δίχως να το περνούμε κάποτε από το τελωνείο της λογικής μας, δίχως να το νομιμοποιούμε με συμβατικές ιερολογήσεις οδηγώντας το, ακολούθως, να μας συνταξιοδοτεί ; Πώς θα φάνταζε ο άνθρωπος μέσα στην αγκαλιά μιας διαρκώς παραδομένης, πέραν του ακαριαίου και του αιφνίδιου της στιγμής, Ομορφιάς ; Τί θα γινόταν η διάρκεια της Ομορφιάς εντός μας ; Ποιές ηλικίες θα μετερχόταν περιορισμένη (γίνεται ποτέ;) στα όριά μας ; Τί  μετασχηματισμούς και απειλητικές μεταμορφώσεις θα επιζητούσε να οικειωθεί προκειμένου, ελεητικά, να μη μας πλαστογραφήσει ; Ακόμη περισσότερο, να μη μας περάσει ανεπαισθήτως χαλκάδες ; 
Κατέχεται ποτέ ένα (αξιόλογο ;) κείμενο ; Τελειώνει ποτέ (με συνέπεια να μας τελειώνει) ; Πώς δεχόμαστε κάτι, πώς του προσφέρουμε ιθαγένεια στην επικράτειά μας ; Πώς απαρτίζεται μια δεξίωση ; Ω ας εξαπολύουμε ανεκπλήρωτα επιφωνήματα δίχως μεμψιμοιρία. Ας στήνουμε σιδηροτροχιές δίχως προδιαγεγραμμένους κι αυτονόητους προορισμούς. Ας επιμένουμε να θεωρούμε κίνηση εγκλωβισμένοι σε νησιά Καλυψούς. Ας αρνηθούμε μικροψυχίες ονείρων ιδιοκτησίας. Ας αντικρίζουμε κίνηση στη στάση. Ας αιτούμαστε προσδοκώντας, ανομολόγητα κατά βάθος, ριζικό ξεστράτισμα. Ας βαρεθούμε να μας κανακεύει το αίτημα, να μας δίνεται. Ας τα ζητήσουμε όλα, μα όλα, εγκαταλείποντας. Ας τα καθίσουμε διώχνοντας. Ας διψάσουμε μια πανερωτική εγκατάλειψη. Αφημένοι. Μόνοι. Πάνω στο ξύλο του έρωτα. Ολομόναχοι. Βγάζοντας μια κραυγή κι ωστόσο, λόγω της μύησης και της μυστικής γνώσης μας, ολότελα σιωπηλοί κατάψυχα. Ειρηνεμένοι. Ας εγκαταλείψουμε τις εύκολα ή λογικά περιγράψιμες προσδοκίες. Ας φανούμε γενναιόδωροι. Rock us Poetry ! Rock us
2.
          Και η Ανάγνωση τού αναγνώστη, που θα συνιστά ουσιαστικά Γραφή εκ μέρους του, συν–γραφή, θα αποσπά δημιουργικά (κατ’ ανάγκην ακόμη ; Ενδιαφέρουσα υπόθεση : τα … λοξοδρομικά κείμενα διέπονται, πολύ περισσότερο από τα ακόπως και συμβολαιοτραφή εύληπτα, από έναν Νόμο ριζικής ευθυβολίας και αμεσότητας και κατά τούτο λογικοκρατούνται ;) από τους υπαινιγμούς και τις λοξοδρομήσεις του κειμένου, διαφωτιστικές …λογικές αλληλουχίες, ποιητικοπαγείς ελλάμψεις που θα προσπορίζουν αυτάρκεια και αυτοδυναμία στην αναγνωστική του προσπάθεια και τέλος, επικοινωνιακή αυθαιρεσία (=μη πιστότητα στο εμπρόθετα ενικό νόημα του συγγραφέα, που ψηφιδογραφείται με τις ψηφίδες των Λέξεων [αντικειμενικών οντοτήτων] και στοιχειοθετεί το Κείμενο) που θα οδηγεί την Ανάγνωση σε λιμένες ή και ωκεανούς – το ευτυχέστερο – πρωτοϊδωμένους και θαυμαστούς για τον ίδιο τον αναγνώστη, μια που θα βρίσκεται εντός του πεδίου της ψυχής του και των ικανοτήτων της που θα βγαίνουν… «στην αναφορά» ενώπιόν του κατά τρόπο… ποιητικό ! Απαγορεύονται ως στοχεύσεις τα παραπάνω ; Είναι παλαιομοδίτικα ; Δεν έχουν γίνει αντιληπτά, ακόμη, ως λογική συνέπεια αλλά έχουν, ίσως, επαινεθεί διαισθητικά ; Ζητά κάποιος (αναγνώστης) κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από το παγιωμένο πια κείμενο ; Ε, ας το συμπληρώσει ή αφαιρέσει μονάχος του, θα προέτρεπα. Οφείλει να ενδιαφέρεται ένα κείμενο για τα παραπάνω ερωτηματικά ; Όχι, θα απαντούσα αδίστακτα. Τουναντίον, ίσως οφείλει να αδιαφορεί. 

Χαμηλόφωνα και σιγαλοπρεπώς. Διότι, τι είναι ένα κείμενο, μια Γραφή ; Επιχειρώ, ρισκαδόρικα, και πάλι ορισμό :
α) ένα αποτετελεσμένο  ον (ΑΚΙΝΗΤΟ) που δεξιώνει προσθαφαιρέσεις (!) μέσω του γίγνεσθαι της αναγνωστικής λειτουργίας (ΚΙΝΕΙΣΘΑΙ).
β) Μια δυνατότητα ελευθερίας κλεισμένη σ’ ένα κιβώτιο πλαστικότητας.
γ) Ένα αγγείο άπειρης χωρητικότητας με σαφέστατες διαστάσεις. δ) Ένας νεκρός που περιδιαβάζει υπό τον ήλιο στο Μέλανα Δρυμό.
ε) Μια αυτάρκης έλλειψη.
στ) Μια Κόρη μελαχρινά εύγλωττη από το Μέλλον που ψευδίζει στο Τώρα.
ζ) Το απροσδόκητο που μαιευτικά αληθογραφεί.
η) Το προγραμματικά ασχεδίαστο που λαστιχώνει τα κατά φαινόμενο τετελεσμένα Γεγονότα.
θ) Ένας σεισμός ανεπίγνωστης κλίμακας που αναγκαστικά γεωδοτεί.
ι) Ένα επαναστατημένο ναυάγιο που εφημερεύει .

Ω, ως φαίνεται, βγήκαμε κερδισμένοι από τη βουτιά σε ταραγμένα νερά κραδαίνοντας στα χέρια μας μια πυθαγόρεια τετρακτίδα ! Η θάλασσα δεν απο–γοητεύει ποτέ.

3.
       Ας προχωρήσουμε. Τονίζω εμφατικά πως, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορώ εδώ να αναπτύξω τον προβληματισμό μου για τα θιγόμενα θέματα. Εκθέτω απλά, προς το παρόν. Ελπίζω σε μια ευκαιρία στο μέλλον για μια εμπεριστατωμένη μελέτη. Εδώ, αρκεί νομίζω η σχηματικότητα. Υπό τον όρο να προσκαλεί ετερογλωσσία, να κλητεύει συνειρμούς, ερωτήματα, δεδομένα και συστατικά, που θα χρησιμεύσουν για μια κατά μέτωπο διερεύνηση του «αντι–κειμένου» μας στο μέλλον. Και λέγοντας ετερογλωσσία, εννοώ να μπορεί να διαβάζει ελκυστικά ο φυσικός τα εδώ γραφόμενα και να βλέπει φυσική. Να διαβάζει ο ποιητής και να βλέπει ποίηση. Ποιά είναι, λοιπόν, η πρώτη ύλη κάθε κειμένου ; Είναι το Κενό, απαντώ. Το λευκό χαρτί, αν στενέψουμε το πράγμα στην καθαρά συγγραφική του διάσταση. Εν αρχή ην το Κενό, «waste and void» για να θυμηθούμε τον ποιητή.
 Πώς να θεωρήσει κανείς το Κενό ; Δύσκολη ερώτηση. Θεωρείται ; Εγώ εδώ θα προτείνω να θεωρηθεί ως… πεδίο. Και μάλιστα, ως ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Που θα ισχύει εξίσου, ως τέτοιο, τόσο για τη Γραφή, όσο και για την Ανάγνωση. Άλλωστε, κι η τελευταία από το Κενό ξεκινά και εντός τέτοιου είδους πεδίου διατελεί. Ας πούμε, ότι το Κενό είναι ένας δεξιωτής, ένας ξενιστής, ένας ευπροσήγορος (!) και καταδεκτικός παν–δοχέας. Το Κενό είναι ένα παν–δοχείο. Ένα …ον που εντός του ρίχνεις κάτι. Και που αυτό το κάτι στηρίζεται πάνω του και συγκρατείται (!). Φιλοξενείται εκεί. Κι ό,τι ρίχνει κανείς στο Κενό, ή στην λευκή κόλλα αν προτιμάτε, συνιστά αυτό που αποκαλούμε Κείμενο. Κείμενο, δηλαδή κάτι που είναι πεσμένο, ριγμένο, ευρισκόμενο κάπου. Αυτό το κάπου εδώ είναι το Κενό. Κι αν έτσι, τότε ποριζόμαστε την πρώτη μας αμηχανία σχετικά με την καταληπτότητα και την ευκρίνεια, διότι πόσο καταληπτό μπορεί να είναι ένα Κενό, πόσο ευκρινές ; Και, φέρνοντας στο νου τα δύο κριτικά σχόλια που έγιναν για τη σχηματική εκείνη εισαγωγή μου στο αραβικό πολιτισμικό παράδειγμα, είναι χρήσιμο να θέσουμε εδώ το ερώτημα : πόσο ουσιωδώς αποφάνθηκαν αμφότεροι οι κριτικοί ;… Σίγουρα ένα Κείμενο δεν είναι (;) Κενό. Όμως, προέρχεται απ’ αυτό. Κι αν έτσι, τότε η προέλευση του κειμένου εξακολουθεί να υποσημαίνεται στο Κείμενο. Υπονοώ πως εν τέλει, κάποτε, ένα Κείμενο μπορεί να είναι ένα Κενό. Ίσως, σε μια εσχατολογία των Κειμένων κάθε Κείμενο να αποβαίνει Κενό, όπως λίγο παρακάτω αναφέρω απορητικά.

        Ωστόσο, συμβατικά αν προτιμάτε, ένα κείμενο δεν είναι ένα κενό ον. Μπορεί να εδράζεται στο Κενό, όμως το υπερβαίνει. Αποπειράται την κατάργηση του Κενού. Ανεπιτυχώς ή όχι, δεν μας αφορά εδώ. Προσπαθεί να στιγματίσει το Κενό. Να το σχηματοποιήσει. 
Να το μορφοποιήσει. Να εγγράψει σ’ αυτό περιγράμματα, όρια. Πώς ένα κείμενο το επιχειρεί αυτό ; Μέσω των στοιχειωδών σωματιδίων που το αρθρώνουν, που το χτίζουν. Μέσω των λέξεων και ακόμη περισσότερο μέσω των φωνημάτων που τις αρμολογούν. Βλασταίνει, όμως, σαν πειρασμός αυτόματα η σκέψη : αν η αρχή ταυτίζεται με το τέλος, ας πούμε κατά το «γη εί και εις γην απελεύσει», αν διέπει τα όντα το σχήμα ενός πλήρους κύκλου, με την υπόνοια ίσως μιας σπείρας για να ακριβολογούμε, τότε μπορεί ποτέ εσχατολογικά να λέει κάτι (σαφές ; κρυπτικό ; καθ’ ολοκληρίαν ;) ένα Κείμενο, αφού ή μήτρα του, η καταγωγή, η πρώτη του ύλη είναι το Κενό και η πιθανότερη κατάληξή του είναι και πάλι το Κενό ; Με άλλα λόγια, οτιδήποτε ξενίζεται πάνω στον Ξενιστή μας, μπορεί να λέει κάτι ; Μιλά το Κενό ; Μιλούν τα στοιχειώδη σωμάτια που φιλοξενεί ; Έχω δώσει κατά καιρούς, δοκιμιακά, κάποιες «απαντήσεις». Επιφυλάσσομαι να «απαντήσω» εκ νέου σ’ αυτό κάποια άλλη φορά. Για τώρα, αρκεί αυτό που μού ’ρχεται αυθόρμητα στο νου : «Τι θα φοράς συνεννόηση να σε γνωρίσω ώστε να μη χαθούμε πάλι μες στους πολυπληθείς σωσίες σου ; » (Κική Δημουλά, «Ραντεβού με μιαν άγνωστη»).     

       Τα στοιχειώδη σωμάτια που ρίπτονται στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού, οι λέξεις δηλαδή και τα φωνήματά τους, που αποτελούν νομοτελειακά και τον άπειρο μικρόκοσμο που διέπει τα στοιχειώδη σωμάτια, είναι οι πυρηνικές μονάδες κάθε Κειμένου, τα … Κουκούτσια του. Είναι τα άτομα, μόρια, πρωτόνια, νετρόνια, νετρίνα, μποζόνια κλπ της Γραφής. Είναι θέμα (μερικής ;…) επιλογής του δημιουργού (συγγραφέα) ποιά θα «πέσουν» στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού. Όμως, φυσική (με βάση το αυτοδύναμο της ίδιας της Γλώσσας) τους ιδιότητα είναι να δημιουργούν Κόσμο (κατά βάση, όπως ευθύς θα δούμε, αυτόνομο και αυτοδύναμο Κόσμο). Και αναλόγως της επιλογής προκύπτει και ανάλογος Κόσμος. Όχι, ωστόσο, αυτονόητα πάντοτε κλεισμένος Κόσμος στην (μερική του δημιουργού ή γενική κατ’ επίνευση της Έμπνευσης) αρχική επιλογή του δημιουργού. Τα στοιχειώδη αυτά σωμάτια έχουν, παράλληλα, την ιδιότητα να δημιουργούν και ανεξάρτητο ή ανεξάρτητους, αυτόνομο ή αυτόνομους, Κόσμο/Κόσμους. Έτσι, για να είμαστε ακριβέστεροι, δημιουργούν Κόσμους. Αληθινούς, ως δυνατούς ή υπαρκτούς, Κόσμους. Και συνεπώς, ο («έξωθεν» του Κειμένου φυσικός) Κόσμος αποδεικνύεται δια του κειμένου οντολογικά πληθυντικός ! Το «δέντρο» όταν γράφεται γίνεται «τα δέντρα» αναγνωστικώς. 
Εντός του (λογής) Κειμένου ζούμε σε Κόσμο Κόσμων. Σε Κόσμους, δια των κειμένων και των πιθανών αναγνώσεών τους. Προκύπτει, πως κάθε γράφεσθαι του Κόσμου έχει ως συνέπεια την πληθυντικότητά του. Η πληθυντικότητα όμως, ακριβώς ως τέτοια, ευνοεί και την πολλαπλότητα των νοημάτων, που ενδεχομένως υπάρχουν αφ εαυτών στο κείμενο δια των πρωτογενών του στοιχείων, των λέξεων και των φωνημάτων τους δηλαδή, όσο και την πολλαπλότητα των ενδεχόμενων αναγνώσεων που μπορεί και να αντικρούουν η μία την άλλη καθόλα νόμιμα. Έτσι, είναι θα λέγαμε αποδεκτή κάθε ανάγνωση ενός Κειμένου και επιπλέον κάθε κείμενο δεν είναι ποτέ ο εαυτός που φαντάστηκε γι αυτό ο συγγραφέας του, αλλά είναι αποκλειστικά και μόνο ο εαυτός του. Εκείνος ο εαυτός που έχει δημιουργηθεί από την ρίψη των στοιχειωδών σωματιδίων στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού. Αυτό είναι κάθε κείμενο. Παρεκβατικά μιλώντας στο σημείο αυτό, θα έλεγα ότι δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με τα παραπάνω που αφορούν σ’ αυτό που αποκαλώ ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ. Θα ήταν σαν να προσέκρουε αντιρρητικά (!) στη φυσική πραγματικότητα του Κόσμου που μας περιβάλλει. Κι αν όντως έτσι έχει το πράγμα, τότε σε μια τέτοια συμφωνία γίνεται αντιληπτό πολύ εύκολα πως ακυρώνονται οι (λογής) κρωγμοί αυτόκλητων παραδοσιοκρατών και καθαρευόντων, που πιο πάνω αναφέραμε. Δεν μπορούν να γεννηθούν αντιρρήσεις για τη φυσική πραγματικότητα της Γραφής. Υφίσταται μια (υποχρεωτική) συμφωνία όλων. Αυτό, θα λέγαμε, είναι και το πολύτιμο δώρο που προσφέρουν το Κενό και τα στοιχειώδη σωμάτια που φιλοξενεί. Υπό την οπτική αυτή, …κατ’ ανάγκη (!;) επέρχεται σύμπνοια. Συμφωνία. Κατάφαση. Αποδοχή. Θαυμάζει κανείς : Βρε τι σού ’ναι τα πρωτογενή υλικά !!! Παν–δοχεία !

4.
      Ωστόσο αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η αυτόνομη σημασία και λειτουργία του γλωσσικού σημείου, της λέξης, κι αυτό διότι παραπέμπει κατευθείαν στο Κείμενο και αφορά άμεσα το Μικρό μας Χρονικό. Αυτή η αυτονομία υπάρχει φύσει μόνο μέσα στο Κείμενο και στο συνακόλουθο γίγνεσθαί του μέσω της Ανάγνωσης. Απαραίτητη αρχή για την ανάδυση αυτής της αυτονομίας είναι η ύπαρξη τουλάχιστον δύο στοιχειωδών σωματιδίων, δύο λέξεων δηλαδή. Εγγραφόμενες στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού, που μετασχηματίζεται σε Κείμενο και ακριβώς ως τέτοιο ασκεί τις ηλεκτρικές και μαγνητικές του ιδιότητες, οι λέξεις αυτονομούνται από την πρόθεση του συγγραφέα τους και τις πιθανές νοηματοδοτήσεις του σ’ αυτές, αλλά και από αυτή καθεαυτή τη συμβατική γλωσσική σημασία τους στην καθομιλουμένη. Αυτό προσεγγίζει σ’ ό,τι αποκαλεί ο Saussure «συνειρμική σχέση». Η αυτονομία αυτή υπάρχει στο Κείμενο ευθύς εξαρχής επιπέσουν στο πεδίο του οι λέξεις αυτές. Όμως, δεν ενεργοποιείται αν δεν επισυμβεί το γεγονός της Ανάγνωσης. Αυτό ακριβώς το Γεγονός της Ανάγνωσης είναι εκείνο που θέτει σε λειτουργία όλο το ηλεκτρομαγνητικό φορτίο και την κβαντική απροσδιοριστία τους.
 Φυσικά, σε διαφορετικούς τύπους κειμένων, όπως ένα δοκίμιο, ένα πεζογράφημα, ένα θεατρικό έργο ή ένα ποίημα αναλογούν και διαφορετικού είδους αυτονομίες. Λόγου χάρη σ’ ένα ποιητικό κείμενο η αυτονομία είναι τέτοιου μεγέθους, ώστε να φτάνει μέχρι στα απώτατα σημεία της Γλώσσας, δηλαδή τα στοιχειώδη εκείνα σωμάτια, τα φωνήματα, που συνθέτουν την πιο απλή γλωσσική μονάδα που αποκαλούμε λέξη. Μάλιστα, στο ποιητικό κείμενο υπάρχει η δυνατότητα να επιτευχθεί κειμενική κινητικότητα (να δημιουργηθούν αυθαίρετοι, αυτόνομοι, ανεξάρτητοι, απελευθερωτικοί, άναρχοι, …συνειρμοί) ακόμη και με την απλή ύπαρξη ενός και μόνου φωνήματος, ενός γράμματος, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει με άλλου είδους κείμενα, που στηρίζονται σε πιο σύνθετες δομές και όχι στην στοιχειακότητα όπως η Ποίηση. Πιο σύνθετες κειμενικές δομές είναι εκείνες που συντίθενται από μια σειρά στοιχειωδών σωματιδίων, που κατά βάση απαρτίζει ό,τι αποκαλούμε πρόταση. Αυτό συμβαίνει σε κάθε κειμενικό πεδίο που αντιπροσωπεύει ό,τι αποκαλούμε πεζογράφημα, πρόζα. Όχι στην Ποίηση. 

        Σύμφωνα μ’ αυτό, έχει λόγο ύπαρξης η αναζήτηση του Φλωμπέρ για τη “mot juste”, καθώς και η αγωνία, ας πούμε, των ιμαγιστών για την αποφυγή της περιττής λέξης, όμως μόνο από τη σκοπιά του συγγραφέα, όχι από εκείνη του Κειμένου ! Είναι απολύτως γόνιμο και απαραίτητο να αντιληφθούμε κάποτε, πως το Κείμενο δεν είναι μόνο ο συγγραφέας του, αλλά είναι [και] ο εαυτός του. Πρωτίστως. Κατά τούτο, δεν υπάρχει για το Κείμενο περιττή ή απροσδιόριστη λέξη. Τέτοια υπάρχει μόνον για το συγγραφέα του.
 Κι αυτό, διότι ακριβώς χάρη στην αυτονόμηση κάθε Κειμένου από το συγγραφέα του, το εκάστοτε Κείμενο καθίσταται απροσδιόριστο εξαιτίας του γίγνεσθαί του και σε έσχατη ανάλυση απολύτως ακριβές, απολύτως συγκεκριμένο, χάρη της εγγενούς Απροσδιοριστίας του !!! Ακριβές είναι μόνον το Απροσδιόριστο κατά τη συνουσιακή του μεθεκτικότητα. Η Απροσδιοριστία δύναται να κυριολεκτεί μόνο καθ’ έκαστον. Μάλιστα, χωρίς να απεμπολεί κανένα οντολογικό της γνώρισμα κατά τη μεταμόρφωσή της αυτή. Η συμβατικόφρων κυριολεξία επιχειρεί ασυνείδητα και ανεπίγνωστα να απομειώσει το αχαλιναγώγητο του Κειμένου, καθιστώντας το θνησιγενές τελικά. Η Απροσδιοριστία προσδιορίζεται (!), χάρη της κινητικής αυτονομίας του Κειμένου που αναγνωστείται (δεν γράφω αναγινώσκεται… Αυτός ο νεολογισμός, μεταξύ πολλών άλλων που έχω τη μανία να βρίσκω ταξιδεύοντας στη γλώσσα που ζει πλάθοντας κόσμο…, εκφράζει, καλύτερα, βρίσκω, τη χροιά αυτού του κινείται στο νου και την καρδιά μου…) παραμένοντας ριζική Απροσδιοριστία (…Κενό με άλλα λόγια ; ). Με άλλα, απλούστερα, λόγια, η προσωπική Ανάγνωση είναι εκείνη που μεταβάλλει τη ριζική και φυσική αυτονομία και απροσδιοριστία των Κειμένων σε γλωσσική ακρίβεια και κυριολεξία στα χέρια του αναγνώστη. Να γιατί παραπάνω αναρωτηθήκαμε αν τελικά λένε κάτι τα Κείμενα ή για το αν μιλά, τελικώς, το Κενό. Η απάντηση ας δοθεί από τους αναγνώστες αυτού του Μικρού Χρονικού.       
  
    [ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΔΩ]

©  ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ