Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Γιώργος Χουλιάρας: Η Σύγχρονη Ελλάδα Προέκυψε από την Ποίηση



August 10, 2009



Λυπάσαι που δεν προλάβαμε καθόλου
να συναντηθούμε πριν μου γράψεις

αποχαιρετώντας κάθε ελπίδα γνωριμίας
Λυπάμαι έναν τόσο σύντομο χωρισμό
που αποκλείεται κανείς να θυμάται
Λυπάσαι που δύο γράμματα ταυτόχρονα
διέσχισαν την απόσταση που μας χωρίζει
διπλασιάζοντας την απομάκρυνσή μας
Λυπάμαι που αν ήμασταν μαζί
δεν θα υπήρχε ούτε ένα γράμμα


Από τη συλλογή Γράμμα (1995)

Ο ποιητής και Σύμβουλος Τύπου και Επικοινωνίας της πρεσβείας της Ελλάδας στo Δουβλίνο Γιώργος Χουλιάρας παραχώρησε συνέντευξη στα μέλη της Ένωσης Ακολούθων Τύπου Νίκο Νενεδάκη και Αθηνά Ρώσσογλου.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Η εμπειρία της “εξορίας”, η περιπλάνηση, και η προσπάθεια της μετάφρασης είναι κοινά μοτίβα για τον διπλωμάτη και τον συγγραφέα – ποιητή;

Γιώργος Χουλιάρας: Η διπλωματία – ιδίως στη δημόσια εκδοχή της, την οποία υπηρετούν οι σύμβουλοι επικοινωνίας – μπορεί να παραλληλισθεί με μια διαδικασία μετάφρασης μεταξύ χωρών, πολιτικών και πολιτισμών. Η “μετάφραση” αυτή επιτελείται στην “εξορία” μιας άλλης χώρας όπου βρίσκονται όσοι την υλοποιούν κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της “περιπλάνησής” τους. Από την άλλη πλευρά, η ποίηση και γενικότερα η γραφή οδηγούν σε μια εκτός των ορίων της καθημερινής χρήσης της γλώσσας εσαεί προσωρινή αποπλάνηση, στην οποία συνενέχονται όσοι επιχειρούν να μεταφράσουν τη ζωή σε λέξεις, γράφοντας, και όσοι μεταφράζουν τις λέξεις σε ζωή, διαβάζοντας. Τα μοτίβα αυτά επιβεβαιώνονται από γνωστές περιπτώσεις ανθρώπων όπως ο Saint-John Perse, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Octavio Paz ή ο Homero Aridjis.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Να βρούμε τον εαυτό μας, να ζήσουμε αυθεντικά, να έχουν οι πράξεις μας νόημα, για να συναντηθούμε. Ή να τα αρνηθούμε συνειδητά αυτά, να αμφιβάλλουμε. Η ποίηση ανοίγει δρόμους σε ένα κόσμο που «all that is solid melts into air»;

Γιώργος Χουλιάρας: Υποθέτουμε ότι όλοι θέλουν να ζήσουν αυθεντικά. Η αυθεντικότητα όμως καθίσταται μια επισφαλής δοξασία καθώς συγγενεύει με την αυθεντία και παραπέμπει σε κάθε είδους αφεντικά, που περιλαμβάνουν και την αφεντιά μας. Αντιθέτως, δεν υπάρχει συνείδηση χωρίς άρνηση. Βάλλοντας προς κάθε πλευρά, η αμφιβολία ελέγχει αστήρικτες βεβαιότητες. Οι δυσκολίες προκύπτουν στην ανασύνθεση. Επειδή η ποίηση είναι ασυνήθιστα χειρωνακτική εργασία, η οποία παράγει χειροπιαστά αποτελέσματα που αντιστοιχούν στην υλικότητα γλωσσολογικά συμβατικών σημείων και λέξεων, αν η κριτική διάθεση δεν υφίσταται η ίδια κριτική, τότε κάθε δημιουργία γίνεται αδιανόητη. Επομένως, τον χώρο της ποίησης διατρέχει μια άρνηση της άρνησης. Ένα ποίημα, αυτό που ποιείται δηλαδή, δεν αξιολογείται βάσει όσων πρεσβεύει. Η δραστικότητά του εξαρτάται από το πώς είναι γραμμένο. Αν κάτι μπορεί να ειπωθεί με άλλο τρόπο, το ποίημα περισσεύει. Εντούτοις, δεν εξαντλείται με το πώς λέγεται, γιατί έχει σημασία το τι λέγεται. Με άλλα λόγια, ο γρίφος της γραφής αναπαράγει τη συνεχώς προβληματική και αδιάκριτη σχέση μορφής και περιεχομένου. Δρόμους στην εποχή μας βέβαια ανοίγουν εκσκαφείς και εργολάβοι. Η ποίηση αποτελεί μέθοδο αναζήτησης που καταφάσκει εν αμφιβολία.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Σημειώνετε κάπου ότι η ποίηση έπαιξε κρίσιμο ρόλο κατά την ελληνική εθνογένεση. Στην ρομαντική εποχή η ποίηση μετείχε αποφασιστικά στην πολιτική αγωγή. Ποιος ο ρόλος της σήμερα;

Γιώργος Χουλιάρας: Μπορεί πράγματι να πει κανείς ότι η σύγχρονη Ελλάδα προέκυψε από την ποίηση, αναβιώνοντας τον μύθο της γέννησης της θεάς Αθηνάς. Τροχισμένη σε ευρωπαϊκά απελευθερωτικά άσματα, η κόψη του Σολωμού συνάντησε την όψη του Κάλβου στα παλίμψηστα τεφτέρια δημοτικών τραγουδιών, βυζαντινών ύμνων και αρχαίων ελλήνων ποιητών.  Ασφαλώς, όπως όλες οι συνόψεις, έτσι και αυτή επικαλύπτει ποταμούς αίματος σε συγκρούσεις με τους κρατούντες, αλλά και εμφύλιες διαμάχες. Οι αγωνιστές της εποχής πάντως ήξεραν καλά το ποίημα. Στην πρώτη διακήρυξη προς ευρωπαϊκές αυλές και γκουβέρνα της εποχής, οι υπεύθυνοι επικοινωνίας, θα λέγαμε σήμερα, της Μεσσηνιακής Γερουσίας υπογράμμισαν την «ποιητική υποχρέωση» της Ευρώπης να στηρίξει τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία. Μαζικά κύματα φιλελληνισμού έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην εξέγερση. Αποτελεί ίσως κατάλοιπο του φαινομένου αυτού ότι θεωρούνταν κάποτε συλλήβδην ανθέλληνες όσοι διαφωνούσαν μαζί μας λόγω διαφορετικών συμφερόντων.

Οι ρομαντικοί δεν εξαφανίστηκαν με το τέλος του ρομαντισμού, όπως γνωρίζουν οι ανθοπώλες, καθώς ούτε με την παγκοσμιοποίηση εξέλιπαν τα εθνικά κράτη, όπως θα έπρεπε να γνωρίζουν οι θεράποντες των διεθνών σχέσεων ακόμη και σε μεγάλες χώρες. Η ενασχόληση με την ποίηση βέβαια εξακολουθεί να ερεθίζει μια ρομαντική διάθεση. Όσο ελπιδοφόρο όμως και αν είναι αυτό για την προσωπική ζωή των ποιητών, βραχυκυκλώνει συνήθως νευρώνες που επικεντρώνονται στην πρόσληψη ποιημάτων ή στην κατανόηση του ρόλου της ποίησης. Τον καιρό του Ομήρου, αλλά και των τροβαδούρων, η ποίηση αποτελούσε ψυχαγωγία, δηλαδή, μαζικό μέσο αγωγής της ψυχής για πληβείους και ευπατρίδες, απάτριδες και πρώιμους πατριώτες. Την εποχή του ρομαντισμού και των εθνικών κινημάτων η ποίηση ήταν μια απόλαυση που εμψύχωνε. Τον καιρό του ατόμου και της ατομικής βόμβας, στην ατομική εποχή, σκοπός του έργου τέχνης είναι η κατάργηση της μοναξιάς, έχει πει  ο Νίκος Εγγονόπουλος, προσθέτοντας ότι η ζωή του ήταν αφιερωμένη στη ζωγραφική και την ποίηση γιατί παρηγορούν και διασκεδάζουν.

Πριν αναδειχθούν στην πιο αφηρημένη έκφραση της ανθρώπινης ευφυΐας, τα μαθηματικά φαίνεται να αναπτύχθηκαν με πρακτικές χρήσεις αριθμών και μεγεθών, από την ανάγκη να εκτιμηθεί η επιφάνεια μιας έκτασης ή να καταγραφεί η αποθηκευμένη σοδειά. Με ανάλογο τρόπο, πρακτικές χρήσεις της γλώσσας ανέδειξαν αφαιρετικά την ποίηση ως είδος του λόγου κατάλληλο για παράσταση και ανάγνωση αργότερα, όταν διαμορφώθηκαν ξεπηδώντας από την ποίηση άλλα είδη, όπως το θέατρο και η πεζογραφία, και αφού πια είχαν γενικευτεί τυπογραφία και αλφαβητισμός. Σήμερα η ποίηση αποτελεί μοναδικό τρόπο έρευνας των υπόρρητων διαδικασιών της γλώσσας και της απορίας που συνιστά η ανθρώπινη ζωή. Όπως κάθε έρευνα ή εξειδικευμένη ενασχόληση, η απόλαυση της ποίησης απαιτεί προπαιδεία. Παράλληλα όμως το καλλιτεχνικό έργο εμπεριέχει το δημοκρατικό αίτημα της πρόσληψής του από κάθε άτομο που θα του αφιερωθεί. Η αφιέρωση αυτή αποτελεί κρυφή πολιτική αγωγή όταν μάλιστα κίνδυνο για τη δημοκρατία αποτελεί η ιδιωτεία.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Πόσο η ποίηση είναι υπόθεση μιας γλώσσας; Είναι εθνική υπόθεση; Πόσο η υποκειμενικότητα, ο αναστοχαζόμενος εαυτός, είναι εθνική υπόθεση;

Γιώργος Χουλιάρας: Η ποίηση είναι συγχρόνως παγκόσμια υπόθεση και υπόθεση μιας γλώσσας, στην επαρχία της οποίας αναπτύσσεται. Παρά τη νομαδική διάθεση πολλών ποιητών, η καλλιέργεια της γλώσσας που συνδέεται με την ποίηση, είναι γεωργικού τύπου ασχολία, όπως όλες οι καλλιέργειες. Συγγενικού τύπου αντιδιαστολή προκύπτει εξετάζοντας το ζήτημα από την πλευρά της μετάφρασης. Επειδή ο ποιητικός λόγος μεταφράζεται δύσκολα, ακούγεται σωστή η παρατήρηση του Ρόμπερτ Φροστ ότι ποίηση είναι ό,τι δεν μεταφράζεται. Ταυτόχρονα όμως η ποίηση είναι μεταφράσιμη, ακριβώς γιατί αποτυπώνεται σε μια γλώσσα, δηλαδή στο ιδίωμα μιας ανθρώπινης κοινότητας, όπου εξ ορισμού εμφιλοχωρεί η μετάφραση. Η γλώσσα του ποιητή είναι προσωπική, όχι ιδιωτική. Ιδιωτικές και τεχνητές γλώσσες μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχουν παράγει ποίηση, αν και λογοτεχνικοί κραδασμοί ανιχνεύονται σε όλα τα κείμενα και συστήματα σημείων. Δυνητικά ποίηση μπορεί να γραφεί με κώδικα Μορς, ενώ το Twitter προσκαλεί σε χαϊκού και αποφθέγματα έως 140 χαρακτήρες. Ίσως χρειάζεται να κατανοήσουμε την ποίηση βιολογικών ειδών πέραν του ανθρώπου πριν μπορέσουμε να προγραμματίσουμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές-ποιητές.

Ο πολιτισμός δεν είναι αυτοφυής υπόθεση, αλλά αποτέλεσμα ιστορικών οσμώσεων, συγκρούσεων, επιρροών, δανεισμών και κάθε άλλης ενέργειας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη δράση. Η ποίηση παραμένει εθνική υπόθεση με τον ίδιο τρόπο που υπόθεση μιας χώρας είναι τα φυτά και τα ζώα που ριζώνουν ή κινούνται στην επικράτειά της. Από μία άποψη, είναι δικά της. Από μία άλλη, χλωρίδα και πανίδα δεν ανήκουν σε κανέναν ή ανήκουν στον κόσμο (τους). Είναι θετικό ασφαλώς όταν αισθήματα συναισθηματικής ιδιοκτησίας οδηγούν σε συνείδηση και πράξεις προστασίας του περιβάλλοντος, φυσικού ή πνευματικού. Είναι αρνητικό όταν αποτελούν πρόφαση κυριαρχίας και καταστροφής. Ό,τι αναπτύσσεται σε μια χώρα είναι πολύτιμο για την ίδια ακόμη και όταν αδυνατεί να το διαχειρισθεί. Όταν το άτομο έχει δυσκολία να χειρισθεί την υποκειμενικότητά του, πώς θα το έκανε αυτό μια χώρα; Τελικά όμως κάθε τόπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι άνθρωποι που τον συγκροτούν, με την ασίγαστη διαπάλη και συνεργασία τους.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Η New School for Social Research, στην οποία φοιτήσατε, αποπειράται να γεφυρώσει την ευρωπαϊκή κριτική θεωρία με τον αμερικανικό πραγματισμό. Τι είναι για σας η Ευρώπη? Και τι η Αμερική;

Γιώργος Χουλιάρας: Το Πανεπιστήμιο στην Εξορία (University in Exile), που δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη ως καταφύγιο από το χιτλερικό καθεστώς ανθρώπων όπως η Hannah Arendt, υπήρξε εξαρχής Μεταπτυχιακή Σχολή πανεπιστημίου που είχε ιδρύσει με άλλους ο John Dewey. Παρά τους αντίστροφους φιλοσοφικούς προσανατολισμούς, επρόκειτο για σύντηξη αμερικανικού κριτικού πνεύματος και ευρωπαϊκού πραγματισμού. Στον ερεθισμό που προκάλεσαν ευρωπαίοι διανοητές έχει αναφερθεί και ο Μάρλον Μπράντο, που μεταπολεμικά βρέθηκε για ένα χρόνο εκεί. Εκείνη την εποχή η Νέα Υόρκη, που δεν θα μπορούσε να είναι πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, διεκδίκησε τον ρόλο πολιτιστικής πρωτεύουσας του κόσμου και τον απέσπασε από το Παρίσι, που τον είχε διατηρήσει κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Η Νέα Υόρκη, το Όρεγκον και η Καλιφόρνια, η Βοστώνη και η Ουάσιγκτον διαφέρουν μεταξύ τους τουλάχιστον όσο η Δανία από την Ελλάδα. Οι διαφορές αυτές εξαφανίζονται όταν η “Αμερική” αποτελεί μαύρο κουτί για τους Ευρωπαίους, όπως και η “Ευρώπη” για τους Αμερικανούς. Είμαστε όλοι τυφλοί και περιγράφουμε τον ελέφαντα από το μέρος του σώματός του που αγγίζουμε, σύμφωνα με το ινδικό παραμύθι. Ως συνήθως, η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την άγνοια. Αξιοπρόσεκτο πάντως δεν είναι μόνο ότι η συγγένεια των δύο πλευρών υποκρύπτει αντιθέσεις, αλλά ότι επικρατεί σύγκλιση. Η μετατόπιση σήμερα των Αμερικανών από την Ευρώπη αντιστοιχεί σε δύο βασικά προβλήματα: τη δανειοδοτική εξάρτηση των ΗΠΑ, μέσω ομολόγων, από την Κίνα και την προσπάθεια να απομακρυνθούν από το στόχαστρο του ισλαμικού κόσμου. Εκατέρωθεν ιδρυτικοί μύθοι υπήρξαν διαφορετικοί. Διαφέρει η συνείδηση του ρόλου του κράτους, αν και οι ΗΠΑ είναι κράτος παλαιότερο από τα ευρωπαϊκά. Ελάχιστα ουέστερν έχουν γυριστεί στις πεδιάδες των Τρικάλων.

Σε αποχαιρετιστήριο σημείωμα σε εφημερίδα της Ουάσιγκτον, όταν αναχωρούσα για το Δουβλίνο, ο James Morrison θυμήθηκε φράση της μητέρας μου – «Καλύτερα στο Όρεγκον, παρά στη φυλακή» – καθώς πράγματι πήγα για σπουδές στην Αμερική ενώ είχαμε δικτατορία στην Ελλάδα. Κρίσιμη επιλογή τελειώνοντας το γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη ήταν να αρνηθώ υποτροφία για την Οξφόρδη, για να αποδεχθώ υποτροφία από πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, όπου πίστευα ότι θα μάθω πώς κυβερνάται ο κόσμος. Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας θα επέλεγα αντί της Αθήνας τη Ρώμη, την οποία θα ήταν αδύνατον να φανταστείς ζώντας στις βρετανικές νήσους ή στην Καππαδοκία. Καθοριστικό ήταν ότι πήγα απευθείας σε αμερικανικό περιβάλλον με ελάχιστους Έλληνες, τους οποίους συνάντησα σε μεγάλους αριθμούς τα μεταπτυχιακά χρόνια στη Νέα Υόρκη, όπου πέρασα τα περισσότερα συνεχή χρόνια της ζωής μου. Όσα η Ευρώπη έχει επενδύσει σε χρόνο, η Αμερική, την οποία διέσχισα με αυτοκίνητο όχι μόνο μια φορά, τα επένδυσε σε χώρο. Συγκριτικά, όλη η Ευρώπη θα μπορούσε να γίνει πεζόδρομος και να τη διασχίζουμε με τα πόδια, όπως έκαναν ο Καρδαμυλίτης Patrick Leigh Fermor ή ο σκηνοθέτης Werner Herzog.

Όταν τα μεγέθη είναι τόσο μεγάλα δεν χρειάζεται να τα ξέρεις όλα και αυτό θεραπεύει τους Αμερικανούς από την πασιγνωστική νόσο των Ευρωπαίων. (Ξερόλες δεν είμαστε μόνο οι  Έλληνες.) Δημιουργείται όμως μονοτονία από τη διαρκή διαδοχή εμπορικών κέντρων, πρατηρίων και ταχυφαγείων. Πρόκειται για έκφραση του κοινωνικού συμβολαίου στην Αμερική, αλλά και συνέπεια της αυτοκρατορίας που περιορίζει την περιέργεια του μέσου πολίτη, με αποτέλεσμα, φερ’ ειπείν, τα καλά σχολεία εκεί να είναι κορυφαία, ενώ όσα δεν διεκδικούν κορυφή πολύ κατώτερα ενός μέσου όρου ιδρυμάτων σε αναπτυγμένες κοινωνίες. Πάντως από τον δυναμισμό της Αμερικής έχουμε να μάθουμε πολλά και απαραίτητα στην πορεία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ολοκλήρωσης. Σε σχέση με την αξιοκρατία, όπου παρουσιάζεται έλλειμμα στην Ευρώπη, η Αμερική καθιστά σαφές ότι η αναγνώριση δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται τη μείωση άλλων.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Υπήρξατε συνιδρυτής και επιμελητής των πολύ ποιοτικών περιοδικών «Τραμ» (1971-1978) και «Χάρτης» (1982-1987). Ποια είναι η σημερινή κατάσταση σε ό,τι αφορά τα  ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά;

Γιώργος Χουλιάρας: Χωρίς περιοδικά δεν υπάρχει αποτύπωση τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής. Γνωρίζοντας πόσο δύσκολη είναι συνήθως η έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού, μόνο θετικά μπορώ να εκφραστώ για κάθε παρόμοιο εγχείρημα ακόμη και αν εμφανίζεται ατελέσφορο. Υπάρχουν σήμερα αξιόλογα περιοδικά που εκδίδονται στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, ενώ επίσης έχουν αναπτυχθεί ποιητικές πλατφόρμες στο διαδίκτυο και εν γένει ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Παρά τη διεύρυνση των τεχνικών μέσων παραγωγής, οξυμένο πάντα εμφανίζεται το πρόβλημα της διανομής τους. Θα ήταν χρήσιμη μια μετα-περιοδική έκδοση που θα παρουσίαζε το περιεχόμενό τους, ενημερώνοντας ενδιαφερομένους και αυξάνοντας τον κύκλο αναγνωστών. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τον κόπο όλων αυτών που σήμερα ασχολούνται με λογοτεχνικά περιοδικά, ξεφεύγοντας από γκρίνιες και κακεντρέχειες που προδίδουν μια δυσάρεστη αυταρέσκεια της ελληνικής πνευματικής ζωής.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Μετείχατε πρόσφατα στα Διοικητικά Συμβούλια της Εταιρείας Συγγραφέων (ως Αντιπρόεδρος για τις διεθνείς σχέσεις), και της Modern Greek Studies Association, υπήρξατε επιμελητής του Journal of Hellenic Diaspora αλλά και μέλος της κριτικής επιτροπής του Neustadt International Prize for Literature (1996). Ποια είναι η απήχησή της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό; Ενδιαφέρει η «εμπειρία της Νεώτερης Ελλάδας»;

Γιώργος Χουλιάρας: Ο Καζαντζάκης παλιότερα και ο Καβάφης – οι μεταφράσεις του οποίου συνεχώς πολλαπλασιάζονται – είναι σχεδόν τα μόνα γνωστά ονόματα στο εξωτερικό, δηλαδή στον αγγλόγλωσσο κόσμο που είναι καθοριστικός. Δυστυχώς ούτε ο Σεφέρης ούτε ο Ελύτης ξεπέρασαν το φράγμα ενός μεταφραστικού γκέτο (συγκριτικά προς γνωστούς συγγραφείς από Ευρώπη ή Λατινική Αμερική). Σε αυτό συνέβαλαν στοιχεία ελληνοφοβίας (όπως έχω ονομάσει την αθέατη όψη του φιλελληνισμού) και ο πόλεμος που υφίσταται από Έλληνες όποιος αναδεικνύεται μεταξύ ξένων. Σε σχέση με την ελληνική λογοτεχνία πολλοί Έλληνες συνιστούν όσα συνιστούν σε ξένους και για την Αθήνα: δύσκολο μέρος, πάτε κατευθείαν στα νησιά. Κυρίως όμως πρόκειται για αποτέλεσμα καταμερισμού σε μια παγκόσμια πολιτιστική αγορά, όπου είναι μικρό το μερίδιο που αντιστοιχεί στην Ελλάδα, ειδικά μετά την περίοδο του 1960, όταν η χώρα λογιζόταν μήτρα ευρωπαϊκού πρωτογονισμού.

Στο πλαίσιο μιας τόσο αυστηρής αποτίμησης, ωστόσο, υπάρχει απήχηση της ελληνικής λογοτεχνίας όταν δημιουργούνται προϋποθέσεις για να ακουστεί. Μιλώ ευρύτερα, αλλά και από προσωπική εμπειρία. Μου έκανε εντύπωση, λόγου χάριν, σε διεθνή συνάντηση της Αμερικανικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας όταν γνώρισα ανθρώπους που παρακολουθούν συστηματικά δημοσιεύσεις δουλειάς μου σε ξένα περιοδικά. Αντίστοιχες εμπειρίες υπήρξαν και εκτός Αμερικής, στην Ιρλανδία, τη Σλοβενία, την Τουρκία. Προσκλήσεις σε λογοτεχνικά φεστιβάλ οδηγούν σε νέες προσκλήσεις, που επιτρέπουν να μιλήσει κανείς για τη λογοτεχνία και την Ελλάδα. Η ελληνική εμπειρία – όχι μόνο στη λογοτεχνία ή τη μουσική, αλλά στην πολιτική και την οικονομία – προκαλεί ενδιαφέρον όποτε δίδεται η ευκαιρία να παρουσιαστεί. Σε αμερικανούς φοιτητές, όταν δίδασκα στη Νέα Υόρκη, υπογράμμιζα τον «υποδειγματικό» χαρακτήρα της ελληνικής εμπειρίας. Η σχέση που έχουν οι Έλληνες με το βαρύ παρελθόν τους ενδιαφέρει όλους, όταν παρουσιάζεται με τον τρόπο αυτό, γιατί η σχέση με το παρελθόν είναι πάντοτε βαριά.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Έως τώρα έχετε εργαστεί ως Ακόλουθος και Σύμβουλος Τύπου και Επικοινωνίας στις διπλωματικές αποστολές της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη, στην Οτάβα, στη Βοστώνη, στην Ουάσιγκτον, και τώρα στο Δουβλίνο. Πέστε μας για την επιλογή σας αυτή. Καβάφης και Σεφέρης υπήρξαν «τακτικότατοι» υπάλληλοι.  Σε πιο βαθμό συναντά ο υπάλληλος τον ποιητή;

Γιώργος Χουλιάρας: Είχα την τύχη να γνωρίσω καλύτερα τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ίσως τον ευγενέστερο των Ελλήνων. Συμφωνώ όμως με τον Εγγονόπουλο, που δούλευε στο Πολυτεχνείο και έλεγε «εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή». Δύο δυνατότητες υπάρχουν για έλληνες τουλάχιστον ποιητές – να είναι εφοπλιστές ή υπάλληλοι. Αν δεν συνέβη να γεννηθείς ούτε αργότερα εντάχθηκες σε μια κατηγορία ανθρώπων χωρίς οικονομικές ανάγκες, επειδή είναι πολύ πλούσιοι ή πολύ φτωχοί, τότε αναγκαστικά θα ανήκεις στην άλλη κατηγορία. Σε όλα βέβαια υπάρχει ένα κόστος και μάλιστα αυτό που ονομάζουμε στα οικονομικά «κόστος ευκαιρίας», δηλαδή, το κόστος των επιλογών που χάνεις λόγω της απασχόλησής σου με ό,τι κάνεις. Η εργασία όμως, εφόσον σε ενδιαφέρει εκείνο με το οποίο ασχολείσαι, δεν αποτελεί μόνο απορρόφηση από το αντικείμενο και υποχρεώσεις που αποδιοργανώνουν το γράψιμο. Αποτελεί επίσης ένα πλέγμα στο οποίο οργανώνεται η εμπειρία της ζωής. Δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να γράφονται τα πάντα. Αρκεί η εξάντληση να μη φτάνει σε σημείο να νομίζεις ότι δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις. Για τον συγγραφέα, πλεονέκτημα της δικής μας δουλειάς είναι ότι, για να είσαι επαγγελματικά αποτελεσματικός, πρέπει συνεχώς να προβληματίζεσαι για τη σχέση της χώρας σου με τον κόσμο και για τη δική σου δράση ως εκπροσώπου της στο εξωτερικό. Επανεμφανίζονται εδώ τα μοτίβα της εκτός ορίων μετάφρασης και περιπλάνησης που αναφέρθηκαν στην αρχή.

Χρειάζεται να προστεθεί πως οτιδήποτε και αν κάνεις, το οποίο σε χαρακτηρίζει, είναι αξιοποιήσιμο στην καθημερινή δουλειά σου, ειδικά στη δική μας εργασία. Κάθε συστηματική ενασχόληση αποτελεί επιβεβαίωση αξιοπιστίας για έναν ξένο διαμορφωτή γνώμης, που συχνά περιμένει να συναντήσει έναν γραφειοκρατικό διεκπεραιωτή πληροφοριών. Δεν αναφέρομαι αναγκαστικά σε συγγραφείς. Η ενασχόληση μπορεί να είναι ένα άθλημα. Θα έλεγα μάλιστα σε νεότερους να αναγάγουν, αν γίνεται, κάποια κλίση, προτίμηση ή τομέα γνώσεων τους σε ενασχόληση που τους χαρακτηρίζει και έχει θετική απήχηση στον ξένο περίγυρο.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Παραδοσιακά, στόχος του Συμβούλου Τύπου και Επικοινωνίας, είναι μια πολιτική δουλειά, ο άμεσος επηρεασμός των ΜΜΕ. Είναι εφικτό αυτό;

Γιώργος Χουλιάρας: Αν φανταστούμε ως πεδίο αναφοράς την Ελλάδα – αν ήμασταν, δηλαδή, Σύμβουλοι μιας ξένης πρεσβείας στην Αθήνα – τι θα σήμαινε άμεσος επηρεασμός ελληνικών ΜΜΕ; Αν εννοούμε ότι ένας δημοσιογράφος ή ΜΜΕ λαθραία θα παρουσίαζε άποψή μας ως δική του, μήπως θα επρόκειτο για περιστατικό εξαγοράς; Αυτό συζητάμε; Αν πάλι εννοούμε αθρόα προσέλευση συντακτών σε ενημέρωση της Πρεσβείας, αυτό θα ήταν αποτέλεσμα ενεργειών ή θα αντανακλούσε τη σημασία για την Ελλάδα της συγκεκριμένης χώρας; Πρέπει, επομένως, να εκτιμάται κατ’ αρχάς η σημασία που έχει η Ελλάδα για τη χώρα στην οποία αναφερόμαστε και να γνωρίζουμε το πλαίσιο και τα ήθη λειτουργίας των επιτοπίων ΜΜΕ.

Ως αστείο επιτρέπεται ένας Σύμβουλος να μιλά για άμεσο επηρεασμό. Σε συνομιλητές έχω πει ότι η καλύτερη προπαγάνδα είναι η αλήθεια όταν ήμουν έτοιμος να εμπλακώ σε ειλικρινή συζήτηση. Υπάρχουν βέβαια πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται. Υπό κανονικές συνθήκες πάντως, το σημαντικότερο προσόν ενός Συμβούλου είναι η αξιοπιστία. Την εποχή του διαδικτύου, είναι δύσκολο να διαθέτει πληροφορίες που δεν θα βρει με άλλο τρόπο όποιος επιθυμεί να ενημερωθεί. Η προστιθέμενη αξία που εμφανίζει για τον ξένο δημοσιογράφο είναι ο συνδυασμός πολλών στοιχείων όταν συνδέονται πειστικά για τον τρόπο σκέπτεσθαι στη συγκεκριμένη χώρα.

Η σημασία σήμερα της λειτουργίας Γραφείων Τύπου & Επικοινωνίας στο εξωτερικό στηρίζεται πρωτίστως στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων, γνωριμιών και επαφών που μπορεί να φωτίσουν θετικά την εικόνα της χώρας. Αναπτύσσοντας αξιοπιστία, που σημαίνει ότι σε μια στιγμή κρίσης θα ζητηθεί η άποψή του, ένας Σύμβουλος μπορεί πράγματι να επηρεάσει, προκαλώντας, π.χ., διάψευση από αρθρογράφο εφημερίδας μεγάλου κύρους δημοσιεύματος άλλης έγκυρης εφημερίδας που ενέπλεκε την Ελλάδα σε επιθετικές επιδιώξεις κατά τρίτης χώρας. Παρόμοιες εμπειρίες στηρίζουν την άποψη ότι η αθέατη πλευρά της δημόσιας διπλωματίας είναι κάποτε σημαντικότερη από όσα γίνονται αμέσως αντιληπτά.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Η πολιτιστική διπλωματία της Ελλάδας φαίνεται να στηρίζεται κυρίως σε κάποια χαρισματικά πρόσωπα, ενώ απουσιάζει η διακριτή υπηρεσιακή δομή στις διπλωματικές αποστολές. Ποιές είναι οι προοπτικές;

Γιώργος Χουλιάρας: Σε ελάχιστες Πρεσβείες υπάρχουν διαπιστευμένοι μορφωτικοί σύμβουλοι, ενώ η με πολιτιστική στόχευση επικοινωνιακή δραστηριότητα των Γραφείων Τύπου επιχειρεί να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Δομές πρέπει και μπορούν να βελτιωθούν. Προσοχή όμως χρειάζεται να επικεντρωθεί στο περιεχόμενο και τις μορφές παραγωγής δράσεων προβολής του ελληνικού πολιτισμού. Συνήθως αποφεύγουμε μια θεμελιώδη διαπίστωση. Αν και η Ελλάδα είναι μια πλούσια χώρα, σύμφωνα με τους δείκτες του ΟΗΕ, δεν θα έχει ποτέ στη διάθεσή της τόσους πόρους όσους θα άξιζαν το εύρος, το βάθος και η διάρκεια του πολιτισμού της. Αντίστοιχες δράσεις, επομένως, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, με βασικό κριτήριο τον βαθμό διείσδυσης σε επιλεγμένα τμήματα του ξένου κοινού που θεωρούνται αποδέκτες των δράσεων αυτών.

Θα αναφέρω επιγραμματικά τρεις κατευθύνσεις που νομίζω ότι χρειάζεται και μπορούμε να ακολουθήσουμε: α) Προβολή του ελληνικού πολιτισμού μέσω της απήχησής του σε διεθνούς κύρους διαμορφωτές πολιτιστικής γνώμης. Λόγου χάριν, γιατί χαρακτηρίζει ο λαβύρινθος το έργο του Μπόρχες; Γιατί μετασχημάτισε ελληνικούς μύθους σε χορογραφίες η Μάρθα Γκράχαμ; Γιατί μετέφερε τον Οδυσσέα στο Δουβλίνο ο Τζέιμς Τζόις; Πρόκειται για αρχέτυπα όχι μόνο της αρχαίας, αλλά και της νεότερης Ελλάδας. β) Υποστήριξη προγραμμάτων νεοελληνικών σπουδών και φορέων διεθνούς συντονισμού τους, όπως η Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών στη Βόρειο Αμερική. γ) Στήριξη παρουσίας και επισκέψεων στο εξωτερικό ελλήνων συγγραφέων που δεν έχουν πρόβλημα να μιλήσουν σε κοινό. Πρόκειται για μια όχι δαπανηρή δράση, καθώς συνήθως αρκεί ένα εισιτήριο και ένα μολύβι.

Το πιο σημαντικό ίσως είναι η εικόνα που έχουν οι Έλληνες για τη χώρα τους. Συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι η θέση της στον χώρο και στον χρόνο, γεωγραφικά και ιστορικά. Εκείνο όμως που την καθιστά ανά πάσα στιγμή ελκυστική είναι η εμπειρία ενός τρόπου ζωής. Από την άποψη αυτή, βασική προϋπόθεση για την προβολή της χώρας είναι εκείνοι που παράγουν την εμπειρία αυτή, οι Έλληνες, “να περνούν καλά”. Είναι αλήθεια ότι η χώρα έχει προχωρήσει πολύ, ενώ, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, διάγει την ομαλότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Είναι επίσης αλήθεια ότι έχουμε αποτύχει στο πώς προσδιορίζουμε το “περνώ καλά”, συχνά αποδίδοντάς του επιθετικό ή χυδαίο χαρακτήρα. Ας δοκιμάσουμε πάλι. Ας αποτύχουμε πάλι. Ας αποτύχουμε καλύτερα, όπως έλεγε ο Μπέκετ.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Σε σύγχρονες προσεγγίσεις τονίζεται το στοιχείο του διαλόγου στη Δημόσια Διπλωματία. Πως μπορεί να ενσωματωθεί σε δράσεις ελληνικής δημόσιας διπλωματίας; 

Γιώργος Χουλιάρας: Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγιστεί η ενσωμάτωση στοιχείων διαλόγου ή αναδραστικού χαρακτήρα πρωτοβουλιών στο συγκεκριμένο περιβάλλον όπου ενεργοποιείται κανείς. Έχοντας αναφερθεί σε εμπειρίες από ΗΠΑ και Ευρώπη, θα ανατρέξω σε καναδικά παραδείγματα. Τρία επιθυμητά χαρακτηριστικά πολλαπλών δράσεων δημόσιας διπλωματίας συνοψίζονται σε τρία Α: ακεραιότητα, αμεσότητα και αμοιβαιότητα. Πρέπει να είναι ακέραια ή ακριβής η πληροφορία που δίδεται, καθώς η ακεραιότητα οδηγεί σε μακροπρόθεσμη αξιοπιστία. Πρέπει να δίδεται γρήγορα, γιατί η αμεσότητα οδηγεί σε επανάληψη αναζήτησης πληροφοριών από την ίδια πηγή και επαγγελματική επιδίωξη είναι να σε αναζητούν οι διαμορφωτές γνώμης όταν σε χρειάζονται και όχι να τους αναζητείς όταν δεν σε χρειάζονται. Κατ’ εξοχήν διαλογικό στοιχείο είναι η αμοιβαιότητα. Η προώθηση πληροφοριών και εκτιμήσεων για την Ελλάδα σε καναδούς δημοσιογράφους ήταν μέρος γενικότερης διευκόλυνσης του έργου τους. Μαθαίνοντας ποιά θέματα τους απασχολούσαν, συνήθως σε σχέση με ΗΠΑ, και διευκολύνοντας επαφές τους εκεί, προκαλούσε διάλογο και διάθεση να ακούσουν ή να ρωτήσουν για ελληνικά ζητήματα. Κατά τρόπο ανάλογο, υπηρεσιακοί και άλλοι παράγοντες της καναδικής ζωής διευκολύνονταν σε σχέση με επαφές τους σε Ευρώπη και ΗΠΑ, το οποίο ανταπέδιδαν με αμοιβαιότητα επικυρώνοντας καλές σχέσεις με διαμορφωτές γνώμης στον Καναδά. Αποτέλεσμα ήταν να ερωτηθεί άτυπα πολλές φορές ο έλληνας Σύμβουλος από καναδικά ΜΜΕ όταν επρόκειτο να επιλέξουν καναδό αρθρογράφο να σχολιάσει ευρωπαϊκές και βαλκανικές εξελίξεις.

Πρόσφατα πέθανε η γερμανίδα χορογράφος Pina Bausch, που μεγάλωσε στο εστιατόριο των γονιών της. Πέρασα πολύ χρόνο κάτω από τα τραπέζια, όταν ήμουν μικρή, έχει πει η Μπάους. Υπήρχε τόσος κόσμος και συνέβαιναν πάντα τόσα παράξενα πράγματα. Σε όποιο εστιατόριο και αν μεγάλωσε κανείς και όπου και αν χορογραφεί σήμερα, είναι σημαντικό – θέλω να πω, καταλήγοντας και ευχαριστώντας για τις διεισδυτικές ερωτήσεις – να συνδέει όσα έχει δει με εκείνα που τώρα κάνει.


Γιώργος Χουλιάρας –  Συνοπτική εργογραφία

Ο τόμος Δρόμοι της Μελάνης (Νεφέλη, 2005) περιλαμβάνει ποιήματα που έχουν δημοσιευθεί στα βιβλία (από τις εκδόσεις Τραμ το πρώτο και Ύψιλον εν συνεχεία): Εικονομαχικά (1972), Η άλλη γλώσσα (1981), Ο θησαυρός των Βαλκανίων (1988), Fast Food Classics (Στίχοι ταχυφαγείων, 1992) και Γράμμα (1995), ενώ εκτός εμπορίου κυκλοφόρησε (1.5.04) το ποίημα «Στο κέντρο του νερού».
Ποιήματα στο πρωτότυπο ή σε μεταφράσεις έχουν επίσης δημοσιευθεί σε μεγάλο αριθμό περιοδικών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Γράμματα και Τέχνες, Εντευκτήριο, Η λέξη, Ποίηση, Τραμ, Χάρτης, Agenda, Cumberland Poetry Review, Grand Street, Hanging Loose, Harvard Review, International Poetry Review, International Quarterly, Mediterraneans, Modern Poetry in Translation, North Dakota Quarterly, Osiris, Pequod, Ploughshares, Poetry, Point of Reference, Translation, World Literature Today κ.ά.)
Ποιήματα περιλαμβάνονται σε πολλές ανθολογίες, μεταξύ των οποίων πρόσφατα η ανθολογία ευρωπαϊκής ποίησης New European Poets (επιμ. Wayne Miller & Kevin Prufer, Graywolf Press, 2008) και η πρώτη ανθολογία ελληνο-αμερικανικής ποίησης Pomegranate Seeds (επιμ. Dean Kostos, Somerset Hall Press, 2008).
Ποιήματα έχουν αποτελέσει κείμενο θεατρικής παράστασης («Bread of Words», Νέα Υόρκη, 1993), ενώ το ποίημα «Συνεχής πίνακας» έχει χορογραφηθεί («Continuous Painting», Νέα Υόρκη, 1998), όπως σημείωσε η εφημερίδα The New York Times.
Βιβλιοκρισίες και βιβλιοκριτικά δοκίμια για την ποίησή του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά (Journal of Modern Greek Studies, Modern Greek Studies Yearbook, World Literature in Translation κ.ά.).
«Η Αμερική δεν είναι πια εδώ» (απόσπασμα απομνημονευμάτων) περιλαμβάνεται στη λογοτεχνική ανθολογία για την Ελλάδα Greece: A Travelers Literary Companion (επιμ. Artemis Leontis, Whereabouts Press, 1997).
Μεγάλος αριθμός δοκιμίων και άρθρων για θέματα λογοτεχνίας, ιστορίας του πολιτισμού ή διεθνών σχέσεων, καθώς επίσης βιβλιοκρισίες, σημειώματα και συνεντεύξεις, έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικούς τόμους, περιοδικά και εφημερίδες στο εξωτερικό και στην Ελλάδα (Απογευματινή, Βήμα, Ελευθεροτυπία, Επίλογος, Καθημερινή κ.ά.)



 Ο Γιώργος Χουλιάρας (Εικονομαχικά, 1972, Δρόμοι της μελάνης, 2005, Λεξικό αναμνήσεων, 2013) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έζησε πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη, ενώ το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Yiorgos Chouliaras (Iconoclasm, 1972, Roads of Ink, 2005, Dictionary of Memories, 2013) was born in Thessaloniki and lived for many years in New York. In 2014, he was awarded the Ouranis Prize of the Academy of Athens for his work in its entirety.
-----------------------
Η δημοσίευση έγινε με την άδεια του ποιητή Γιώργου Χουλιάρα ενόψει της εκδήλωσης  στον Βόλο προς τιμήν του Νίκου Αλεξίου

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

“Το Τέλος μιας Τέλειας Μέρας”,Δημήτρης Τερζής



γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


"Είναι κάποιες μέρες που κρατάνε ξυράφι και μαστίγιο.Ραπίζουν το δέρμα και χαρακώνουν την ψυχή.Είναι οι μέρες που ο άνεμος φυσάει βοριάς,που ο καφές είναι νερόπλυμα,που η γροθιά σου δεν είναι το χέρι σου αλλά το στομάχι σου.Και σκάβει.Τραβάει τα σωθικά σου έξω μα αυτά είναι καλά δεμένα και διαμαρτύρονται με πόνο.Η γροθιά συνεχίζει να γυρίζει σαν μυλόπετρα που πάνω της έχεις απιθώσει τις μέρες του καημού και τις αλέθει. Αφήνει ίχνη ώχρας. Το χρώμα της ζωής σου ξεπλυμένο πάνω στην πέτρα."

"Το Τέλος μιας Τέλειας Μέρας".Ο τίτλος του βιβλίου που κρατώ στα χέρια με προϊδεάζει για το περιεχόμενο και προκαλεί αλυσιδωτές σκέψεις.Τι με περιμένει όταν διαβάσω τις μικρές και μεγάλες ιστορίες που φωλιάζουν εντός του;Πόσο τέλεια άραγε,αναρωτιέμαι για την μέρα που τελειώνει,για ποιους τώρα πια σε τούτη την χώρα που θα μπορούσε να είναι πράγματι τέλεια ακόμα και σ΄αυτή την συγκυρία αλλά δεν είναι,δεν την αφήνουν να είναι,και τι σημαίνει εν τέλει για την λογοτεχνία τέλος; Υπάρχει τέλος στην συμπαντική τελειότητα και αν ναι,πώς επέρχεται,πώς βεβαιώνεται,πώς ορίζεται, για ποιο τέλος μπορούμε να μιλάμε από την στιγμή που ο,τιδήποτε συμβαίνει σε όλους μας είναι εκείνο που αέναα μας συμβαίνει και λέγεται ζωή ;

Αυτή η διόλου μικρή,ως προς τον αριθμό των ιστοριών που την αποτέλεσαν,συλλογή διηγημάτων του ταλαντούχου Δημήτρη Τερζή,μου έφερε στα καλά του καθουμένου(ή μήπως καθόλου στα καλά του καθουμένου γιατί ποιος έχει την πολυτέλεια στις μέρες μας να το πει αυτό το ρημάδι το "στα καλά του καθουμένου"),αληθινό υπαρξιακό πονοκέφαλο.Αν έπρεπε δηλαδή να συμμαζέψω κάπως τις αμέτρητες,μόνο καλές και μάλιστα πολύ θετικές στο σύνολό τους εντυπώσεις μου γράφοντάς τις σ΄ένα τετράδιο,σίγουρα θα έγραφα,θα έσβηνα,θα έγραφα ξανά,θα έσβηνα πάλι και ξανά από την αρχή,ώσπου να βρω τις λέξεις εκείνες που θα μπορούσα να τις εμπιστευτώ σαν τις πιο κατάλληλες και ακριβείς για την περιγραφή των έντονων συναισθημάτων και των προβληματισμών που μου προκάλεσε η ανάγνωση.Ανάγνωση  προσεκτική,εστιασμένη στα δρώντα και πάσχοντα πρόσωπα και στο γαϊτανάκι τους,στις επιμέρους ασφυκτικές καταστάσεις που βιώνουν και τις οποίες αφηγείται τόσο επιδέξια,τόσο ζωντανά,τόσο άμεσα ο Τερζής,σαν να στις ψιθυρίζει γιατί εξ αρχής ξέρει πως είστε συνοδοιπόροι στην ίδια πάνω κάτω λεωφόρο του βίου, άνθρωποι όλοι,φθαρτά όντα,θνητά παιδιά ενός ανώτερου ή κατώτερου θεού δεν έχει ίσως βαρύνουσα σημασία, εκτεθειμένοι στην ίδια δικαιοσύνη/αδικία και θέλει να τις μοιραστείτε,να τις συνεκτιμήσετε, ίσως για να ξορκιστούν για λίγο και να ξεγελαστούν οι δαίμονες που τις έθρεψαν και τις θέριεψαν. Ήταν επίσης μια απολαυστική εκτός από σφυροκοπηματική εξ αιτίας των θεμάτων της ανάγνωση, απότιση φόρου τιμής στην ελληνική γλώσσα σαν βασικό πυλώνα της αισθητικής της εθνικής μας λογοτεχνίας και επίσης κράτησε πιο πολλές μέρες απ΄όσες περίμενα καθώς στη διάρκειά της η αμεσότητά της με καθήλωνε στα κείμενα,έξοχη και απρόσμενα συγκινητική μέσα κυρίως απ΄αυτήν.Ρέουσα γλώσσα,πανέμορφη που η τραχύτητα και η ομορφιά της, η ειλικρίνειά της με ξένιζε και με σόκαρε,το ομολογώ,όμως ήταν ακριβώς αυτό το στοιχείο που με έσπρωχνε να διαβάζω από την αρχή κομμάτια ολόκληρα από αφηγήσεις που είχαν προηγηθεί εκείνης την οποία μετέτρεπα σε εικόνες την δεδομένη στιγμή,γιατί στο μεταξύ ανακάλυπτα την αλυσίδα των μύχιων συνειρμών και τις υπόγειες διαλεκτικές συνδέσεις ανάμεσά τους.

Ο νεότατος στην ηλικία Δημήτρης Τερζής γράφει με επιδέξιο και σε καμία περίπτωση επιδεικτικό της ικανότητάς του αυτής τρόπο για την αληθινή ζωή των κατοίκων της χώρας, εδώ και τώρα,μα και διόλου απίθανο αληθινής ζωής και άλλων ανθρώπων σε τόπους με τις δικές τους ιστορικές συγκυρίες να είναι παρόμοιες ή και ίδιες,εκείνην την αφτιασίδωτη,γυμνή ζωή της καθημερινότητας στις πόλεις και στην επαρχία στους ισοπεδωτικούς και κάλπικους καιρούς της παγκοσμιοποίησης.Η αφήγηση, πότε πρωτοπρόσωπη πότε τριτοπρόσωπη χωρίς τα δήθεν και φλύαρα και παραπλανητικά στολίδια που της φοράει η τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή ώστε να πλασαριστεί άλλοτε φορτωμένη με σεμνοτυφία άλλοτε με χυδαιότητα για να πουληθεί σε κάθε περίπτωση η πραμάτεια,είναι σαφής και καταιγιστική ως προς τα τεράστια κοινωνικά και πολιτικά θέματα που βγάζει στην επιφάνεια, τεχνικώς αψεγάδιαστη.

Ο Τερζής γράφει αβίαστα,χωρίς να εξωραΐζει,χωρίς να μασάει τα λόγια του,περιγράφοντας και μαζί καταγράφοντας την ζωή με μια δύναμη που δεν στερείται πειστικότητας,ίσα ίσα, αυτό είναι η κύρια αρετή του,το μεγάλο συν στο ταλέντο του:να γράφει με τσαγανό για τα λογής πάθη των ανθρώπων-το ερωτικό,της επιβίωσης,της αγάπης,της φιλίας,της τέχνης,της μοναξιάς,του θανάτου,της αρρώστιας και της πάλης μ΄ αυτήν,της ήττας ή της νίκης,της προδοσίας-εν ολίγοις για το κουβάρι της ζωής μας σαν πλασμάτων του ίδιου αχανούς Σύμπαντος-, παρακολουθώντας εκείνος την γένεση,την αποθέωση και την πτώση του πάθους,σε όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα,τα σημαντικά και τα ασήμαντα που συμβαίνουν στις καθημερινότητες των ηρώων με τους οποίους μοιάζει να γίνεται ένα όσο είναι και παρατηρητής τους –όχι κριτής τους-ψυχογραφώντας τους νηφάλια, διεισδύοντας  στους σκοτεινούς κόσμους τους,αγαπώντας τους και συμπάσχοντας σχεδόν σιωπηλά-κι αυτό είναι μια ακόμα σπουδαία αφηγηματική του αρετή- με την μάταιη σπουδή τους να ζήσουν, κάπως κι αυτοί να γευτούν όλα όσα τους έταξαν,ηδονή και καλοπέραση,ανεμελιά και ευκολία, ελευθερωμένοι έστω για λίγο από τα βαρίδια της Ειμαρμένης που τους κατεβάζει στην Κόλαση ενώ εκείνοι νομίζουν ότι οδεύουν προς τον γήινό τους Παράδεισο.

Καρφιτσωμένες σε ένα περβάζι,αντίκρισε δύο δεκαοχτούρες να ερωτοτροπούν.Με το θηλυκό να σκερτσιάζει και το αρσενικό να της κόβει το δρόμο,τσιμπώντας την τρυφερά και διεκδικητικά στο λαιμό.Στάθηκε και εκεί μα όχι για πολύ,το παράθυρο στο περβάζι άνοιξε, αποκαλύπτοντας ένα ξεπλυμένο πρόσωπο,βιασμένο από τον ύπνο,με κίτρινους λεκέδες στη νυχτικιά και κόκκινα μπικουτί στα μαλλιά.Ένα πρόσωπο έτοιμο να ξεράσει τη ζωή του από το στόμα.Οι δεκαοχτούρες πέταξαν μακριά.Ο έρωτας έμεινε ανεκπλήρωτος.Το άνθος της νεραντζιάς την αποζημίωσε ξανά.Αν και το λευκό του είχε μαυρίσει στις άκρες από την επαφή με την παλάμη της τόση ώρα,διατηρούσε την ευωδιά του,είχε ποτίσει με αυτή το δέρμα της, κάτι τόσο μικρό και όμως ικανό να διαλύσει την ασχήμια γύρω της.Γύρισε πίσω στο περβάζι. Περίμενε για λίγο, ώσπου είδε το ίδιο πρόσωπο,το ίδιο ξεπλυμμένο να την κοιτάζει με μίσος.Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.Παντού στον κόσμο,οι ζωές είναι ίδιες. Αν δεν σε αντέχεις,άλλαξε. Αλλιώς, πήγαινε και πέθανε κάπου.Κάν'το όμως γρήγορα.Θα νοιώσεις καλύτερα!Δεν πήρε απάντηση, ένα μπικουτί μόνο σαν να συγκινήθηκε, λύθηκε από τα μαλλιά και αυτοκτόνησε πέφτοντας στον ώμο και μετά στο πάτωμα.

Από τα τριάντα τρία διηγήματα πολλά είναι από κάθε άποψη,δόμησης,θέματος,γλώσσας και έκτασης (ο Τερζής δεν δείχνει να αγαπά ιδιαίτερα τα μικροδιηγήματα, αναπτύσσει σε αρκετές σελίδες τις ιστορίες του)αληθινά διαμαντάκια:"Η Πόλη των Ξένων" "Επτά", "Ελευθερία","Οι Στάχτες", "Αμμόκαστρο","Ώχρα","Γκρι", "Έρημος" "Ραστώνη" και στέκομαι ενδεικτικά σε αυτά επειδή κι εσείς μπορείτε να τα διαβάσετε, και να πάρετε μιαν ιδέα για την γραφή του , στο ωραίο μπλογκ που έχει, το Ray΄s Stories,που τυχαία ανακάλυψα κι εγώ μια μέρα.

υγ.Πάντως επειδή την ομορφιά του βιβλίου δεν μπορεί να την υποκαταστήσει η πιο καλή αποσπασματική ηλεκτρονική ανάγνωση,αν και  πιο πάνω την επικαλέστηκα για του λόγου το αληθές ότι ο Τερζής είναι ταλέντο,προτιμώ και προτείνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο το κλασικό, το χάρτινο -από τις εκδόσεις Ιβίσκος εν προκειμένω-γιατί παρά τις μικρές τεχνικές ατέλειες σαν έκδοση,συνεχίζω να θεωρώ πως η μαγεία της ανάγνωσης στο χαρτί παραμένει ατόφια.


Γεννήθηκε το 1974 σε μια παραθαλάσσια γωνιά της Πελοποννήσου κι έστησε την πρώτη του ιστορία στην ηλικία των 8 ετών με αναγνώστη - μοναδικό και αδιαμαρτύρητο - την γιαγιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώνοντας έμπλεξε με την δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Αθηναϊκή», «Τα Νέα», τους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Αιγαίο FM» και «Κανάλι 1» του Πειραιά, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια εργάζεται για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών». Το 2013 κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις «Ιβίσκος» η συλλογή διηγημάτων του, «Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας».


 ---------------------------


Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Προβληματισμός σε τόνο allegro ma non troppo





της Νότας Χρυσίνα

Όσοι ακούν εκπομπές για το βιβλίο ή διαβάζουν είναι οι ιδανικοί αναγνώστες ή είναι οι αναγνώστες καταναλωτές; Εάν είναι κάτι ενδιάμεσο πώς θα το ορίζαμε και εάν είναι δυνατή η καταγραφή του αναγνωστικού κοινού ποια θα είναι τα κριτήρια που θα κατηγοριοποιήσουν το κοινό και ποιος θα τα θέσει; Είναι σημαντικό να γνωρίζεις την ποίηση και την λογοτεχνία ή να γνωρίζεις τα ονόματα των ποιητών και λογοτεχνών; Λες διαβάζω αλλά τι εννοεί ο καθένας μας με αυτό; Διαβάζω σημαίνει ολοκληρώνω ένα βιβλίο ή το μελετώ ως θέμα ως γραφή και ως λογοτεχνικό είδος; Προλαβαίνεις μέσα σε μερικές μέρες να διαβάσεις ένα βιβλίο; Ή Διαβάζω σημαίνει αυτό που έμαθες στο σχολείο δηλαδή αποστηθίζω πέντε βασικά σημεία και το βάζω στο ράφι; Οι μαθητές τα έσχιζαν μετά το τέλος της χρονιάς. Οι αναγνώστες άραγε τι τα κάνουν;

από το χρονολόγιο του φέισμπουκ 

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

"Οι Επισκέπτες" του Δημήτρη Τερζή




επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com



“The House with Cracked Walls”, Paul Cézanne (1892-1894)




Οι Επισκέπτες


   Το σπίτι ήταν χτισμένο στη μέση της πλαγιάς, σαν σκούρος λεκές σε γκρίζο χαλί το χειμώνα που χρυσοπρασίνιζε το καλοκαίρι. Σαν στεκόσουν στην απέναντι πλαγιά έβλεπες τα ζωντανά ν' απλώνονται ως κάτω στην πεδιάδα, σταχτόμαυρα κι άσπρα σημάδια σε μια θάλασσα από πυκνά χορτάρια που τα χτένιζε ο αέρας.
     Εκεί συνήθιζα να κάθομαι με τις ώρες παλεύοντας ν' αντικρίσω έστω για λίγο τη θάλασσα στην άλλη άκρη του ορίζοντα. Τις περισσότερες φορές βέβαια, αν όχι όλες, επέστρεφα σπίτι μονάχα με το μπλε τ΄ ουρανού στα μάτια, αυτό της άλλης θάλασσας, της ουράνιας που ήταν το ίδιο απρόσιτη σε μένα όπως και η πραγματική. 
     Απ' την απέναντι πλαγιά έβλεπα κάθε τόσο και τους μουσαφίρηδες που ανέβαζε ο πατέρας μου στο σπίτι μας απ' το φιδογυριστό μονοπάτι. «Μουσαφίρηδες», φώναζε από μακριά, μια φωνή που ακουγόταν μόνο μια φορά κι  έφτανε να ειδοποιήσει τη μάνα μου στο πλυσταριό ή στο φούρνο, όπου και αν στεκόταν εκείνη την ώρα, κι έφτανε να τη σουλουπώσει, να φτιάξει το μαντήλι ή την μπροστέλα για να βγει στην εξώπορτα να καλωσορίσει. 
     Επισκέπτες τούς έλεγε η μάνα μου, μια λέξη τόσο ξένη σ' εκείνο τον κόσμο που μοσχομύριζε η ρίγανη και που η κοπριά σου' τσουζε τα μάτια. Άγνωστη λέξη σε τούτο τον τόπο της ερημιάς που ακόμα και τα δέντρα τα τ' αποκαλείς με ονόματα που τους έβγαλες εσύ ή σαν παραπονιέσαι στο ποτάμι γιατί το νερό του είναι τόσο παγωμένο ακόμα κι ας έφτασε το μεσοκαλόκαιρο. Επισκέπτες ανάμεσα στην Μαρίκα την κατσίκα ή τον Μπιρμπίλη τον τράγο; Όχι. Μουσαφίρηδες ήταν, μια λέξη πιο ζεστή, πιο οικεία και ας μην τους είχαμε απαντήσει ξανά ποτέ στη ζωή μας και ας μην τους ξαναβλέπαμε ποτέ. Ο πατέρας μου είχε δίκιο. 
    Τούτοι οι μουσαφίρηδες ήταν το απροσδόκητο που κρατάει λίγο, τόσο λίγο αλλά που φτάνει να σε γεμίσει για μέρες. Να μυρίσεις τον μουσαφίρη, να αφήσεις τα μάτια σου να ροβολήσουν σε κάθε καμπύλη και χαράδρα του προσώπου του, να στήσεις αυτί για τον ψίθυρο του που άλλοτε γίνεται βαριά φωνή, η φωνή του, να μετρήσεις την κοψιά του και πάνω απ' όλα να' σαι κει για να μην χάσεις λέξη απ' όσα έχει να πει.  
     - Κρασί και μεζέ γυναίκα, φώναζε ο πατέρας και κάπως έτσι άρχιζε η γιορτή. 
     Δεν προλάβαιναν να καταπιούν την πρώτη μπουκιά σαν ακούγονταν τα σφυρίγματα του σέμπρου μας που ανέβαζε το κοπάδι νωρίτερα απ' το συνηθισμένο. Τότε ο πατέρας μου σηκωνόταν, έβγαινε στην αυλή και μου' λεγε: «Πες του να ξανακατέβει μην τον πάρει ο διάλος. Είναι νωρίς ακόμα. Τρέχα, έφτυσα!»
     
Κι εγώ, θυμωμένος που θα έχανα την αρχή της ιστορίας υπάκουα και ήταν ο θυμός για το σέμπρο μας εκείνος που μου λαμπάδιαζε τα πόδια και μ' έκανε να τρέχω σαν δαιμονισμένος την πλαγιά ώσπου να τον φτάσω και να του πω, «γύρνα! Ο πατέρας είπε να γυρίσεις πίσω»! Ήταν πάλι κάτι φορές που ο πατέρας είχε τις καλοσύνες του και στο «έφτυσα», είχε μετανιώσει και με γύριζε πίσω, σιγομουρμουρίζοντας, «άστονε, θ' αλλάξει ο καιρός, ας τα φέρει». Σπάνια ο καιρός άλλαζε εκείνη τη μέρα αλλά εγώ ποτέ δεν ρωτούσα το πως και το γιατί, μου' φτανε που θ' άκουγα την ιστορία του μουσαφίρη μας απ' την αρχή.
     Έπαιρνα τη θέση μου στην άκρη του τζακιού, σγαρλίζοντας αδιάφορα τη φωτιά για να μην με πάρουν χαμπάρι πως στήνω αυτί στις κουβέντες τους. Ερχόταν κι απόσωνε η φωτιά με τόσο παίδεμα. Η μάνα μου βρισκόταν στο πλάι μου, έπαιρνε τη μασιά απ' τα χέρια μου κι έριχνε κι άλλο ξύλο στη φωτιά. Όλα αυτά γίνονταν σιωπηλά, εν είδη κάποιας μυστικής τελετουργίας που ουδέποτε ξέφευγε απ΄ το τυπικό της. Ο ρόλος μας δεν ήταν να μιλάμε αλλά μόνο ν' ακούμε. Ανάμεσα στα πλαταγίσματα των χειλιών, στις μικρές κραυγές ευφορίας για το γλυκόπιοτο κρασί και το καλομαγειρεμένο φαί, ο μουσαφίρης άνοιγε το στόμα του και μιλούσε.
     Κάπως έτσι έμαθα για τη ζωή πέρα απ' τον κάμπο, για τη θάλασσα με τα μεγάλα καράβια που κολυμπάνε σ' αυτήν και δεν βουλιάζουν, για πόλεις μακρινές με κτήρια από ατσάλι και μεγάλα παράθυρα που λαμποκοπούσαν στην ήλιο, γι' ανθρώπους μιλούνια που δεν είναι σαν κι εμάς αλλά μοιάζουν με μας, έχουν μύτη, στόμα, μάτια κι αυτιά. Αλλά δεν είναι σαν κι εμάς. Αυτό το καταλάβαινα πολύ καλά, ήξερα ν' αναγνωρίζω τις φωνές των ανθρώπων σαν μιλούσαν, είναι σαν τον άνεμο που κατεβαίνει στην πλαγιά ανάλογα με τα γούστα του. Άλλοτε ήρεμος, παιχνιδιάρης, άλλοτε θυμωμένος σα να θέλει να σε πάρει μαζί του και σ' άλλες δόσεις εκδικητικός, έτοιμος να σε ξυρίσει, να σε κόψει στα δύο όπου σε πετύχει. Γνώριζα λοιπόν καλά τις φωνές των ανθρώπων. Ήταν σπάνιες στην πλαγιά μας.
     - Να στείλεις το παιδί στο κατηχητικό, ορμήνεψε μια φορά ένας κοσμοκαλόγερος τον πατέρα μου, στο πέμπτο ή έκτο ποτήρι κρασί. 
     - Πιες και φάε κι άσε το παιδί στην ησυχία του, απάντησε εκείνος.
     - Το Χριστό σου μπαγάσα, πάς να με μεθύσεις κι όλο με κερνάς κρασί; Το ράσο μου κοίτα!
     - Αυτή είναι η υποκρισία του κόσμου! Τη βλέπεις; Τη νοιώθεις; αντιγύρισε ο πατέρας μου σε μένα με τα μάτια του να λαμπυρίζουν τη φωτιά.
     - Διάολε, εσύ και το κρασί σου! παραπονέθηκε ο γέροντας αδειάζοντας μονορούφι το ποτήρι. 
     Κατηχητικό δεν ήξερα τι είναι, μήτε σχολείο. 
     Απ' τα μέσα του Νοέμβρη ως τα τέλη του Μάρτη δεν είχαμε μουσαφίρηδες στο σπίτι. Ο πατέρας κατέβαινε πιο αραιά στα πεδινά με τ' άλογο και γύριζε μόνος, κουβαλώντας τα χρειαζούμενα που δεν μπορούσαν να μάς προσφέρουν η γη και τα ζωντανά μας. Ήταν εκείνα τα ατελείωτα βράδια που τον παρατηρούσα να κάθεται μόνος του στο τραπέζι με μια κούπα κρασί να στάζει στο παχύ του μούσι, να μουρμουρίζει σκοπούς θαλασσινούς, αυτός, ένας βουνίσιος, και να τον πιάνει ένας καημός που γινότανε βρόγχος κι ακουγότανε σαν το σκυλί μας όταν πάλευε ώρες και στιγμές να σπάσει την αλυσίδα που ήταν δεμένο στο απάγκιο. 
     Πολλές φορές το ξημέρωμα τον έβρισκε στην ίδια θέση. 
     Κι η μάνα μου; Ώρες, ώρες ένοιωθα πως τούτη η γυναίκα δεν ήταν μάνα μου. Δεν με γέννησε αυτή, απλώς ανέλαβε το καθήκον να με ντύνει, να με πλένει και να με ταΐζει. Δεν μύρισα ποτέ τον κόρφο της μάνας μου, δεν χάθηκα ποτέ στην αγκαλιά της, δεν ψιθύρισε στ' αυτί μου λόγια αγάπης που μόνο η μάνα ξέρει να πει. Όλα τούτα τα' μαθα αργότερα, με το ανάλογο κόστος που σου αφήνουν εκείνα που σου λείπουν επειδή δεν τα γνώρισες ποτέ. Είναι το ένστικτο που μετράει τις απουσίες. Είναι που νοιώθεις μισοτελειωμένος σαν βγεις στον κόσμο. Σαν να μην ήσουν έτοιμος γιατί δεν σε προετοίμασε κανείς. Σκιά ήταν η μάνα μου. Κι ακόμα σκιά τη νοιώθω, βαριά, απ' εκείνες που σου πλακώνουν την ψυχή με την τόσο ζωντανή απουσία τους.
     - Έχουμε κάνει στη θάλασσα με τον πατέρα σου. 
     Ο μουσαφίρης τούτη τη φορά ήρθε Αύγουστο μήνα με τις καμπάνες της Παναγίας που αντηχούσαν σ' όλη την κοιλάδα. Είχε το ποτήρι στο χέρι άδειο και δεν έλεγε να το ξαναγεμίσει. Έλειπε κι ο πατέρας μου, πήγε να διαολοστείλει το σέμπρο που αψήφησε τις διαταγές του και γύρισε ξανά νωρίς με το κοπάδι. Είχε το ποτήρι στο χέρι και το' παιζε, το γύριζε στα δάχτυλά του και μου φάνηκε σαν ένα δάκρυ να κύλησε και να' σταξε μέσα. Έκανε μια κίνηση σα να' πινε. Σαν δεν έχεις θάλασσα να πιεις, σου φτάνει και το δάκρυ. 
    - Πάει καιρός τώρα, είπε μόνο και βγήκε έξω.
     Πέρασαν πολλοί μουσαφίρηδες απ' το μέρος μας στα χρόνια που θυμάμαι. Μπορώ να τους ξεχωρίσω έναν προς έναν ακόμα και σήμερα. Νέους και μεγάλους, λωλούς και σπουδαγμένους, όλοι όσοι δέχθηκαν το κέρασμα του πατέρα μου κι ανέβηκαν ψηλά ώστε ν' αντικρίσουν τη γη όπως μόνο ο Θεός το κάνει, να μεθύσουν με το νέκταρ και να γευτούν την αμβροσία. Να σταθούν για λίγο σα μικροί θεοί που διαφεντεύουν τον κόσμο, χορτάτοι και φτασμένοι. Κι ήταν όλοι άντρες.
     Τη γυναίκα την έφερε ο πατέρας ένα απομεσήμερο του Οκτώβρη σαν ο ήλιος γύριζε στην πλαγιά κουρασμένος από την τόση κάψα που πότισε το καλοκαίρι. Έκοβα ξύλα για το χειμώνα, ήμουν άντρας σωστός πια, έτσι ένοιωθα τις νύχτες και τις μέρες, βίωνα το πέρασμα, την αλλαγή στον κόσμο, δεν μ' ένοιαζε το τρέξιμο στις πλαγιές πια, ούτε το κολύμπι στο ποτάμι, δεν μιλούσα στα δέντρα παρ' όλο που εκείνα σιωπηλά με άκουγαν σαν μονολογούσα, σαν έψαχνα άλλο ένα κομμάτι που μου' λειπε μα δεν ήξερα ποιο είναι. 
      - Μάλλιασαν τ' αχαμνά του πια. Ήρθε ο καιρός του, είχα ακούσει τον πατέρα μου να λέει στη μάνα μου ένα πρωί που με νόμιζαν στη στάνη. Σκιά εκείνη, δεν μίλησε, μόνο θρόϊσε και βγήκε στην αυλή της να ταΐσει τις κότες.
     Είχε περάσει απ' την πρώτη νιότη, ήταν τσουπωτή, με πιασίματα, με βαρβάτα στήθη που μου θύμισαν κανάτια αφθονίας, που τα βάζεις στο στόμα και δεν σταματάς να πίνεις μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Μόνο που τούτα τα κανάτια δεν στέρευαν ποτέ. 
     - Κρασί και μεζέ, είπε ο πατέρας και μου' κανε νόημα να μπω μέσα, ξεχνώντας για μια φορά το σέμπρο που ακουγόταν να σφυρίζει στην πλαγιά καλώντας τα ζωντανά στη στάνη. 
     Πήγα να καθίσω στο τζάκι, έφτανε ένα μουγκρητό του πατέρα μου για να καταλάβω πως το τζάκι θα ήταν μια ανάμνηση πια και η θέση μου εκεί το ίδιο, στο τραπέζι έπρεπε να κάτσω, απέναντί του, σαν όμοιος προς όμοιο πια, σαν άντρας με άντρα. Συνεννοημένη η μάνα μου έφερε τρία ποτήρια στο τραπέζι, έκοψε τρεις μερίδες παστό, τρία πιρούνια και μαχαίρια, όλα παστρικά καμωμένα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα τούτη τη μέρα. Είχαμε επισκέπτες.
     - Η κυρά ήρθε να σε γνωρίσει, είπε ο πατέρας μου σαν κατέβασε το πρώτο ποτήρι. 
     Η γυναίκα με κοίταζε κι έκοβε μικρές μπουκιές απ' το ψωμί της που τις έκανε μπαλάκια ζύμης και τ' άφηνε στο πιάτο της. Μύριζε όμορφα. Πιο όμορφα κι απ' τα δέντρα. 
     - Ιγκώ πρέπει να φύγκω το βράντι.
    Ξένη λοιπόν. Ήταν μια ξενομερίτισα, γεννημένη μακριά απ' τον τόπο μας, ποιος ξέρει τι και πως και που. 
     - Θα φύγεις μωρέ. Μη σκιάζεσαι. Θα σε κατεβάσει ο σέμπρος με τ' άλογο, την καθησύχασε ο πατέρας μου. 
     - Πάμι; 
     Την ερώτηση την έκανε σε μένα, λες και ήξερα από πριν τι θα γινόταν, λες και γνώριζα τη νομοτέλεια των πραγμάτων που αντιπροσώπευαν το λόγο της παρουσίας της εκεί. Σηκώθηκα δίχως να ξέρω πραγματικά το γιατί. Σηκώθηκε κι εκείνη.
     - Δεν κρατιέσαι ε; κάγχασε ο πατέρας. Ας είναι, θα πιω μόνος. Γυναίκα!
     Η σκιά της περίμενε στην πόρτα. Αμίλητα μας οδήγησε στη σοφίτα, στο στρώμα που' χε στρωθεί με καθαρά ρούχα πλάι στο φεγγίτη, εκεί που στεκόμουνα μικρός και χάζευα τ' αστέρια στη νύχτα. Έφυγε ακροπατώντας όπως πάντα. 

    Όλα τούτα τα θυμήθηκα απόψε που το καράβι μας έπιασε στο λιμάνι που κάποιοι πειρατές  σφήνωσαν με καλέμι και αμόνι τα παλιά χρόνια, ανάμεσα σε τούτα τ' απόκρημνα βράχια του βουνού μου. Απ' την άλλη μεριά είναι η πλαγιά μου. Η στάνη μου. Ο τάφος του πατέρα και της μάνας μου. Το έρημο κοτέτσι, η αλυσίδα του σκύλου που σκουριάζει στην ήλιο. 
     Ο σέμπρος το' σκασε μαζί μου εκείνον τον Οκτώβρη, δυο μέρες μετά που γύρισε τη γυναίκα στην πεδιάδα. Στο δρόμο την δοκίμασε κι εκείνος λιώνοντας τα χαμόκλαδα με το βάρος των κορμιών τους. Άτιμο το πράμα της γυναίκας. Σε θολώνει, σ' αφιονίζει, σε σπρώχνει στα Τάρταρα και σ' ανυψώνει στον Παράδεισο. Όλα αυτά μαζί κι ακόμα παραπάνω. Μα ήτανε μόνο η αφορμή να φύγω στα κρυφά, τώρα το ξέρω καλά αυτό. Στα χρόνια που πέρασαν έστειλα λεφτά και δέματα και δώρα, εκλιπαρώντας για τη γονική συγγνώμη που δεν έφτασε ποτέ στ' αυτιά μου. Και σαν πιάναμε στο λιμάνι κάποιες φορές κι έπαιρνα άδεια να φτάσω ως την πεδιάδα, στεκόμουν στη ρίζα του δρόμου, εκεί που το φιδίσιο του κορμί ανηφόριζε στην πλαγιά και δεν προχωρούσα παραπάνω. Ο πατέρας μου έμαθα, δεν κατέβαινε πια, αλλοίμονο πώς ζούσαν εκεί πάνω, κανείς δεν γνώριζε και κανείς δεν ήθελε να μάθει. 
     Πλήρωσα κι έστειλα ανθρώπους να τους ψάξουν. Μου στείλανε μήνυμα πως τους θάψανε πίσω απ' το σπίτι, κάτω απ' τις βελανιδιές που οι κορφές τους αυλάκωναν τον ουρανό. 
     Ποιος θα θάψει εμένα δεν το ξέρω και ούτε με νοιάζει. Η ζωή κύκλους κάνει κι εγώ τώρα βαρέθηκα το πέρα δώθε του βαποριού, τη ληγμένη κονσέρβα και τα μακρινά λιμάνια. Η αλμύρα πότισε τα κόκαλά μου και δεν τα νοιώθω. Κι ο κόσμος; Τι να μου πει ο κόσμος πια; Λέω λοιπόν να σταθώ, να ξαποστάσω. Ν' ανέβω στην πλαγιά ξανά, ν' αγγίξω το σκουροφαγωμένο ξύλο και τη φαγωμένη πέτρα, να κάνω ένα σταυρό πάνω απ' τους τάφους και ν' αντικρίσω τον κόσμο από ψηλά. Μικρός θεός να γίνω. Χορτασμένος και φτασμένος όπως είμαι να διαφεντεύω τον κόσμο.



Γεννήθηκε το 1974 σε μια παραθαλάσσια γωνιά της Πελοποννήσου κι έστησε την πρώτη του ιστορία στην ηλικία των 8 ετών με αναγνώστη - μοναδικό και αδιαμαρτύρητο - την γιαγιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώνοντας έμπλεξε με την δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Αθηναϊκή», «Τα Νέα», τους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Αιγαίο FM» και «Κανάλι 1» του Πειραιά, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια εργάζεται για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών». Το 2013 κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις «Ιβίσκος» η συλλογή διηγημάτων του, «Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας».

-----------------------------

* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ  lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr  και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

ΠΑΥΛΟΣ ΣΑΜΙΟΣ





http://www.samiospavlos.gr



Ο Παύλος Σάμιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948.
Από μικρός ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και το σχέδιο βοηθώντας τον πατέρα του στο εργαστήριο παπουτσιών.
Aγάπησε τη θρησκευτική ζωγραφική που τον κέρδισε από πολύ νωρίς και εργάστηκε στο εργαστήρι Αγιογραφίας του Διονύση Καρούσου μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στο Εργαστήρι του Πάνου Σαραφιανού και πέρασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Δάσκαλοί του ήταν ο Νίκος Νικολάου στο Προκαταρκτικό και ο Γιάννης Μόραλης στο Εργαστήριο Ζωγραφικής. Ο Νίκος Νικολάου είχε σαν αρχή το σχέδιο και την παράδοση της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης και ο Γιάννης Μόραλης εισήγαγε τους σπουδαστές του στη σύγχρονη τέχνη. Σπουδαίοι δάσκαλοι που τους οφείλει πολλά, όπως επίσης και στο Γιάννη Τσαρούχη. Είχε την ευκαιρία να τον γνωρίσει στο Παρίσι και να μάθει τόσα πολλά για την ελληνική παράδοση, μέσα από τα μάτια ενός μοναδικού ζωγράφου που στα πρώτα του έργα τον επηρέασε πολύ. Την ίδια εποχή ήταν στη μοναδική παρέα του «Μαγεμένου Αυλού», όπου ο Μάνος Χατζιδάκις, μάγος του λόγου και γνώστης της ανάγκης των νέων, τους έμαθε να σκέπτονται χωρίς όρια.
Από το 2000 είναι καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (Εργαστήριο παραδοσιακής ζωγραφικής fresco-βυζαντινές εικόνες-χειρόγραφα). Έχει ζωγραφίσει με την τεχνική του fresco πολλές μικρές εκκλησίες.
Οι ζωγραφικές εικόνες του Σάμιου βγαλμένες αρχικά από παιδικές και μετά από προσωπικές εμπειρίες θυμίζουν τους παλιούς παραμυθάδες που ο Άνθρωπος «Ήρωας» παίζει σαν ηθοποιός διάφορους ρόλους στα έργα του, που άλλοτε είναι ερωτικοί και άλλοτε ζούν μέσα σε κάποιο όνειρο της καθημερινότητας.


Ατελιέ : Ρεμούνδου 17 10446 Αθήνα
Τηλ. : 210 88 46 047
Κινητό : 6972 42 65 20
Email: pavlos@samiospavlos.gr



"Η Λογοκρισία στη λογοτεχνία"


Συζήτηση με θέμα: "Η Λογοκρισία στη λογοτεχνία" 
με τον Τίτο Πατρίκιο και τον Δημήτρη Ραυτόπουλο. 
Συντονίζει ο Πέτρος Μάρκαρης.




Bloomsday: Η «Οδύσσεια» του κυρίου Μπλουμ


Οι παροικούντες τη λογοτεχνική «Ιερουσαλήμ» γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο ιρλανδός συγγραφέας Τζέιμς Τζόυς (1882-1941) έχει τους πιο πιστούς και φανατικούς οπαδούς από κάθε άλλο ομότεχνό του. Οι λέσχες θαυμαστών του δραστηριοποιούνται σε περισσότερες από 60 χώρες του κόσμου και κάθε χρόνο πραγματοποιούν πληθώρα εκδηλώσεων για την προώθηση του έργου του.
Κεντρική θέση στις εκδηλώσεις κατέχει η Bloomsday, που δίνει αφορμή για λογοτεχνικές συζητήσεις και μία καλή δικαιολογία για καμιά «Γκίνες» παραπάνω. «Bloomsday» σημαίνει η «Ημέρα του Μπλουμ» και ο Λεοπόλδος Μπλουμ είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Τζόις «Οδυσσέας», που θεωρείται ίσως το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα.
Ο Μπλουμ είναι ένας καθημερινός δουβλινέζος που ζει τη δική του Οδύσσεια, στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου. Μία και μόνη μέρα, η 16η Ιουνίου 1904, ήταν αρκετή στον ήρωα του μυθιστορήματος να αποκομίσει τόσες εμπειρίες, όσες δεν είχε αποκτήσει ποτέ στη ζωή του. Το βιβλίο του παρακολουθεί τις διαδρομές του Μπλουμ, ώρα με την ώρα, στους δρόμους, τα καταστήματα, τις παμπ, τις εκκλησιές και τα σπίτια με τα «κόκκινα φανάρια» του Δουβλίνου.
Επίκεντρο των εορτασμών κάθε χρόνο στις 16 Ιουνίου αποτελεί το Δουβλίνο, με λογοτεχνικές και παραλογοτεχνικές εκδηλώσεις, που περιλαμβάνουν αναγνώσεις του «Οδυσσέα», συμπόσια για τον Τζόυς, διαγωνισμούς με σωσίες του συγγραφέα, περιηγήσεις στις τοποθεσίες όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα και άφθονη κατανάλωση αλκοόλ στα εκατοντάδες μπαράκια του Δουβλίνου.
Πολλοί θαυμαστές του «Οδυσσέα» ακολουθούν τη διαδρομή του Λεοπόλδου Μπλουμ. Το μεσημέρι θα σταματήσουν για ένα ποτηράκι κρασί και ένα σάντουιτς με Γκοργκοντζόλα στο μπαρ του Ντέιβι Μπερν, όπως έκανε ο Μπλουμ, ενώ το απόγευμα θα περάσουν από το ξενοδοχείο Όρμοντ για ένα ποτήρι μπύρα, όπως ακριβώς έκανε και ο ήρωας στο κεφάλαιο των «Σειρήνων».
Τα χρόνια που πέρασαν από το 1904 έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο Δουβλίνο. Το σπίτι του Μπλουμ στον αριθμό 7 της Εκλις Στριτ δεν υπάρχει, ενώ η συνοικία με τα «κόκκινα φανάρια», που πρωταγωνιστεί στο κεφάλαιο της «Κίρκης», έχει κατεδαφιστεί.
Ο Τζέιμς Τζόυς είναι πλέον ένα ποπ είδωλο... Ως τέτοιο τον αντιμετωπίζουν οι συμπατριώτες του και βεβαίως ως πηγή συναλλάγματος. Ο ίδιος, όμως, δεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα για τη συντηρητική Ιρλανδία: «Πόσο άρρωστος, άρρωστος, άρρωστος είμαι στο Δουβλίνο. Είναι η πόλη της αποτυχίας, της μνησικακίας και της δυστυχίας. Θα φύγω πολύ μακριά!» παραπονιόταν σε κάποια επιστολή του το 1909. Έφυγε κι έζησε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του, έως το 1941 που πέθανε, σε πολλά μέρη της Ευρώπης: Τεργέστη, Ρώμη, Ζυρίχη και Παρίσι, όχι όμως στο Δουβλίνο.
Ο «Οδυσσέας» θεωρείται από την πλειονότητα των ειδικών ως το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα, για την ιδιάζουσα χρήση της γλώσσας και τους νεωτερισμούς που ενσωμάτωσε στο κλασσικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Γράφτηκε από τον Τζέιμς Τζόυς το 1922, αλλά στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε ολοκληρωμένη μορφή μόλις το 1990, από τις εκδόσεις «Κέδρος», σε μετάφραση Σωκράτη Καψάσκη.
Για όσους κινδυνέψουν να χαθούν στο λαβύρινθο των 820 σελίδων του «Οδυσσέα», υπάρχει ο «μίτος της Αριάδνης», στο βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου «Οδυσσέας. Οδηγός Ανάγνωσης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος».