Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία- Περίοδος ωριμότητας




Η ώριμη φάση της κρητικής λογοτεχνίας αρχίζει στα τέλη του 16ου αι., χαρακτηρίζεται τώρα από έντονα αναγεννησιακά στοιχεία και ανήκει στην πρώτη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι άλλες δύο φάσεις είναι η επτανησιακή και η αθηναϊκή.



Μετά το 14ο αι., η Κρήτη ησυχάζει. Οι δύο εξεγέρσεις του 16ου αι., είναι περιορισμένου χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα και οι φεουδάρχες απώλεσαν την κυριαρχία τους από νέες οικονομικές δυνάμεις, τους αστούς και οι πόλεις γνωρίζουν αξιόλογη ακμή. Η κοινωνία της πόλης ομοιογενοποιείται αφού αποτελείται από Έλληνες και εξελληνισμένους Ενετούς. Οι Ενετοί της Κρήτης αυτοπροσδιορίζονται ως Γραικοί (homo graecus) αφού είναι Έλληνες με βενετικά επίθετα, καθολική θρησκεία και τίτλους ευγενείας κατοχυρωμένους από το μητροπολιτικό κέντρο που απλώς τους εξασφαλίζουν μεγάλα κοινωνικά προνόμια. Οι κάτοικοι των πόλεων, στην πλειοψηφία τους ελληνόφωνοι και ορθόδοξοι, πλουτίζουν με τη ναυτιλία, το εμπόριο, τις εξαγωγές κρητικών προϊόντων και τη βιοτεχνία. Φορολογούνται ελαφρά και είναι απαλλαγμένοι από βαριές υποχρεώσεις, όπως οι αγγαρείες και η κωπηλασία στις γαλέρες. Τα μεγάλα οχυρωματικά έργα δίνουν δουλειά σε αρκετούς τεχνίτες. Έτσι, διαμορφώνεται μια προηγμένη κοινωνία που έχει άμεση σχέση με τη Δύση, και σπουδάζει σε δυτικά κέντρα. Το 1600 περίπου εμφανίζεται η κρητική ποίηση που χαρακτηρίζεται από έντονες αναγεννησιακές επιρροές. Το 1562 έχει προηγηθεί ο κύκλος της Ακαδημίας των Vivi (Ζωντανών) που μεταφράζουν και μιμούνται ιταλικά θεατρικά έργα. Είναι πιθανό εδώ να ξεκίνησαν να συνθέσουν αναγεννησιακούς τύπους με το κρητικό ιδίωμα. Πριν τους «Ζωντανούς» παραστάσεις είχαν δώσει ο Molino και ο Calmo(1512-1515). Το 1578 τυπώθηκε η τργωδία “Fedra” ,στα ιταλικά από ενετοκρητικό φοιτητή του Πανεπιστημίου της Πάδοβας Francesco Bozza Candiotto, που αφορά τον έρωτα της κόρης του Μίνωα, Φαίδρα για τον Ιππόλυτο. Η περίοδος μέχρι την εμφάνιση του Χορτάτση χαρακτηρίζεται ως προπαρασκευαστική φάση. Από αυτή την φάση δεν υπάρχει κανένα δείγμα αφού το θέατρο, είδος κατ’ εξοχήν ζωντανό, προφορικό και αυτοσχεδιασμού, αν δεν χειρίζεται σημαντική υπόθεση ως θέμα του, δεν διατηρείται. Μόλις όμως εμφανίζονται σημαντικά έργα, με το συχνό τους παίξιμο, την αντιγραφή και το διάβασμά τους μπορούν να σωθούν.



Οι παραστάσεις δίνονταν στα αρχοντικά, σε στενούς κύκλους και στις πλατείες με λαϊκότερο χαρακτήρα, κυρίως πριν το δείπνο και πριν το βράδυ. Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν στις Απόκριες. Θέατρο έβλεπαν άνθρωποι όλων των τάξεων, γυναίκες και άντρες, ενώ οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες. Τα έξοδα της παράστασης τα έκανε κάποιος πλούσιος, φιλότεχνος, όπως π.χ. τα έξοδα της «Πανώριας» του Χορτάτση ανάλαβε ο Βενετοκρητικός από τα Χανιά Μαρκαντώνιος Βιάρος. Ο Χορτάτσης, που πρώτος στρέφεται συνειδητά και συστηματικά προς το γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης, όπως αυτό είχα διαμορφωθεί τέλη του 16ου αι. , ασχολείται και με τα τρία είδη αναγεννησιακού θεάτρου: τραγωδία, ποιμενική κωμωδία και αστική κωμωδία. Μεταξύ 1595-1601 γράφτηκε η αστική κωμωδία «Κατζούρμπος», έργο που διαδραματίζεται στο Κάστρο και αφορά τον έρωτα του Νικολού για την Κασσάνδρα, που η θετή μητέρα της θέλει να την εκδώσει σ’ ένα γέρο Αρμένη. Τελικά η Κασσάνδρα αποδεικνύεται ότι είναι κόρη του Αρμένη, οπότε τελικά η Κασσάνδρα παντρεύεται το νέο που αγαπά. Τα κωμικά πρόσωπα του έργου βασίζονται στις λατινικές κωμωδίες του Τερεντίου και του Πλαύτου: ο σχολαστικός δάσκαλος, ο ψευτοπαλληκαράς και δειλός στρατιωτικός, οι πεινασμένοι και λαίμαργοι υπηρέτες, οι υπηρέτριες και οι προξενήτρες.



Η «Πανώρια» του Χορτάτση έχει ως πρότυπο την «Callisto» του Groto, που εκδόθηκε το 1583. Δυο βοσκοί ο Γύπαρης και ο Αλέξης αγαπούν δυο βοσκοπούλες, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται στον έρωτά τους. Οι δύο νέοι προσφέρουν θυσία στο βωμό της Αφροδίτης και ο γιος της ο Έρωτας τοξεύει τις βοσκοπούλες, που δέχονται τελικά να τους παντρευτούν. Έχουμε εδώ επίδραση της ποιμενικής λογοτεχνίας που έχει αναπτυχθεί στην Ιταλία και η οποία μιμείται αρχαία ειδυλλιακά τοπία. Ο Χορτάτσης συνδυάζει την πραγματική ποιμενική ζωή της Κρήτης με την αρχαία ελληνική μυθολογία.



Λίγο μετά την «Πανώρια» ο Χορτάτσης ολοκληρώνει την τραγωδία «Ερωφίλη», επηρεασμένη από την τραγωδία “Orbecche” του Giraldi. Η κόρη του Φιλόγονου Ερωφίλη παντρεύεται κρυφά ένα νέο στρατιωτικό, τον Πανάρετο. Ο Φιλόγονος αποφασίζει να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Ανατολής, αντίπαλό του, για να συμφιλιωθεί μαζί του. Αναθέτει λοιπόν στον Πανάρετο να την πείσει. Η δραματική αυτή αντινομία οδηγεί στην αποκάλυψη της σχέσης των δύο νέων. Ο Φιλόγονος εκτελεί τον Πανάρετο και στέλνει στην κόρη του το κεφάλι, την καρδιά και τα χέρια του. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί και οι κοπέλες της ακολουθίας της σκοτώνουν τον απάνθρωπο πατέρα. Περίπου την ίδια εποχή μεταφράζεται, ίσως από τον Χορτάτση, το ποιμενικό δράμα του Guarini “Pastor Fido” (πιστικός βοσκός), ενώ και η κωμωδία «Στάθης» αποδίδεται με επιφυλάξεις στον Χορτάτση.



Το έργο του Χορτάτση συνέχισε ο Βιτσέντζος Κορνάρος(1553-1613). Ανήκε στην εξελληνισμένη βενετοκρητική αρχοντική οικογένεια των Κορνάρων και ήταν αδερφός του φεουδάρχη Ανδρέα Κορνάρου. Γεννήθηκε στην Τραπεζόντα της Σητείας. Η «Θυσία του Αβραάμ» πρέπει να είναι συγγραφικό έργο του Vicenzo Cornaro εξαιτίας του ανάλογου λογοτεχνικού ύφους με τον «Ερωτόκριτο», το αντιπροσωπευτικότερο έργο του Κορνάρου. Υπάρχουν επίσης ανάλογοι αρχαϊκοί τύποι (ομοιώθη, ποίσω, φθαρτά), ανάλογη χρήση των μεσαιωνικών τύπων της αναφορικής αντωνυμίας (τα αντί που κ.λπ.), καθώς και στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παιδική ηλικία. Η «Θυσία» είναι ελεύθερη μίμηση της ιταλικής τραγωδίας “Isach” του Groto. Ο Αβραάμ «απαγορεύεται» να εξερευνήσει τη διαταγή του Θεού. Υποχρεούται να υπακούσει χωρίς δεύτερη συζήτηση και στην υπακοή αυτή αντιπαρατίθεται διαδοχικά ο βαθύς πατρικός πόνος, ο σπαραγμός της μάνας, η δοκιμασία της λογικής και ο θρήνος του παιδιού. Συγκρούονται δηλαδή η τυφλή υπακοή στην υπερφυσική εντολή και η χάρη και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας.



Στον «Ερωτόκριτο», ο γιος ενός συμβούλου του βασιλιά της Αθήνας ο Ρωτόκριτος ερωτεύεται τη βασιλοπούλα Αρετούσα, η οποία επίσης τον αγαπά. Ο πατέρας του Ερωτόκριτου αποτολμά να ζητήσει για το γιο του, την πριγκίπισσα από το βασιλιά Ηράκλη. Ως απάντηση, ο νέος καταδικάζεται σε εξορία. Η Αρετούσα αρνείται πρόταση γάμου από το γιο του ρήγα του Βυζαντίου και γι΄ αυτό φυλακίζεται. Αργότερα στην επικράτεια της Αθήνας εισβάλλουν οι Βλάχοι. Παρουσιάζεται τότε ένας άγνωστος μαύρος πολεμιστής, που είναι ο μαγικά μεταμορφωμένος Ερωτόκριτος. Ο απροσδόκητος σύμμαχος ανακουφίζει τα διαλυμένα στρατεύματα των Αθηναίων και σκοτώνει σε μονομαχία τον Άριστο, εκλεκτό πολεμιστή των αντιπάλων. Τελικά ο Ρωτόκριτος παντρεύεται την Αρετούσα αφού πρώτα αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Ο Κορνάρος επηρεάζεται σ’ αυτό το έργο από το πεζό «Πάρις και Βιέννα» και από το επικό ποίημα “Orlando Furioso” του Ariosto(1532). Χαρακτηρίζεται από το αναγεννησιακό αίτημα για μεγαλύτερη ελευθερία στην ερωτική ζωή και για υπέρβαση των διαφορών στα φύλα και στις τάξεις, αν και ο ισχυρογνώμων βασιλιάς Ηράκλης, λειτουργεί ως θετικό στοιχείο στο ποίημα και όχι ως αντικείμενο καταγγελίας. Η καταδίκη της εξουσίας είναι εδώ λιγότερο έντονη απ’ ό,τι είναι στην «Ερωφίλη».



Στις αρχές του 17ου αι. ανήκει άλλο ένα αξιόλογο έργο, άγνωστου ποιητή, η «Βοσκοπούλα». Ένας βοσκός συναντά μια πολύ όμορφη βοσκοπούλα, στο βουνό. Περνούν ευτυχισμένες μέρες στο σπήλιο της βοσκοπούλας. Πριν γυρίσει ο πατέρας της, ο νέος φεύγει με την υπόσχεση να γυρίσει σ’ ένα μήνα. Μια σοβαρή ασθένεια όμως τον εμποδίζει να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Η νέα πεθαίνει από τη λύπη της γιατί νομίζει ότι την απαρνήθηκε. Όταν τελικά αισθάνεται καλύτερα, ο νέος γυρίζει στη σπηλιά, όπου συναντά το μαυροφορεμένο πατέρα της νέας, που του αναγγέλλει το θλιβερό γεγονός. Η τραγωδία ολοκληρώνεται με το θρήνο του βοσκού πάνω από τον τάφο της αγαπημένης του. Εδώ το συμβατικό ποιμενικό στοιχείο των ιταλικών ειδυλλίων της εποχής εξουδετερώνεται από το κρητικό ιδίωμα αλλά και από την πραγματική ποιμενική ζωή των βουνών της Κρήτης. Το ποίημα τυπώθηκε με έξοδα κάποιου Δρυμητινού Αποκορωνίτη, ο οποίος όμως δεν μας πληροφορεί για το δημιουργό του. Από τις αρχές του 17ου αι., η κρητική λογοτεχνία αρχίζει να λειτουργεί στις λαϊκές τάξεις ως ανώνυμη και απρόσωπη δημιουργία. Στα χειρόγραφα με τα οποία κυκλοφορούσαν τα έργα, αντιγραφόμενα είτε από γραφείς είτε επί παραγγελία είτε και από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, τα ονόματα των συγγραφέων παραλείπονται.



Από αστική οικογένεια του Ρεθύμνου ήταν ο ποιητής Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος, που έγραψε την τραγωδία «Βασιλεύς Ροδολίνος». Πρότυπο του «Ροδολίνου» είναι το έργο «Il Re Torrismondo» του Torquato Tasso. Στην υπόθεση του έργου, ο βασιλιάς της Περσίας Τρωσίλος ερωτεύεται την κόρη του βασιλιά της Καρχηδόνας Αρετούσα. Ο πατέρας της αρνείται την πρόταση και ο Τρωσίλος αναθέτει στο φίλο του Ροδολίνο, βασιλιά της Αιγύπτου, να τη ζητήσει με σκοπό τελικά να την οδηγήσει στην Περσία για να την παντρευτεί ο ίδιος. Ο Ροδολίνος παίρνει την Αρετούσα από την Καρχηδόνα με έγκριση του πατέρα της, αλλά στο δρόμο προς την Αίγυπτο οι δύο νέοι ερωτεύονται και τελικά η Αρετούσα αρνείται να εγκαταλέιψει το Ροδολίνο για χάρη του Τρωσίλου και αυτοκτονεί. Στη συνέχεια αυτοκτονούν και ο Ροδολίνος και ο Τρωσίλος. Τα χορικά εκφράζουν την απαισιοδοξία και την ψυχική διάθεση των χρόνων της Αντιμεταρρύθμισης, υπογραμμίζοντας τον παροδικό χαρακτήρα και τη ματαιότητα του πλούτου, της εξουσίας και της ζωής γενικά.
Στα τελευταία χρόνια της ειρήνης πιστεύεται ότι γράφτηκαν και ο «Ζήνων», αγνώστου ποιητή και το μακροσκελές ποίημα «Παλαιά και Νέα Διαθήκη». Το 1655, στη διάρκεια του αποκλεισμού του Ηρακλείου από τους Τούρκους, γράφτηκε η κωμωδία «Φορτουνάτος» του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου. Ο Μάρκος Αντώνιος είχε πολλές φορές εκλεγεί πρόεδρος του Συμβουλίου των Φεουδαρχών της Κρήτης. Είχε κτήματα στο Καινούργιο Χωριό Πεδιάδας, όπου βρέθηκαν ερείπια πύργου με επιγραφή που μνημονεύει τον «Ανδρέα Φόσκολο», πατέρα του Μάρκου-Αντώνιου. Στη διαθήκη του δίδει εντολή όταν ελευθερωθεί η Κρήτη από τους Τούρκους να μεταφερθεί το σώμα του από το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου του Χάνδακα, όπου θα είναι αποτεθειμένο, στο Καινούργιο Χωριό. Στον κύκλο του ανήκαν ο γνωστός λόγιος μοναχός Παντόγαλος και ο ποιητής Πάντιμος (έγραψε την τραγωδία “Amorosa Fede”). Στο «Φορτουνάτο» πειρατές κλέβουν το παιδί του Κεφαλλονίτη γιατρού Λούρα. Ένα πλοίο Ιωαννιτών ιπποτών κυριεύει το κουρσάρικο καράβι και το πουλά σ’ ένα έμπορο από το Κάστρο, τον μισέρ Γιαννούτσο, που βρίσκει στο σκάφος το εγκαταλελειμμένο παιδί και το υιοθετεί, ονομάζοντάς το Φορτουνάτο. Έπειτα από χρόνια έρχεται ο Λούρος να εγκατασταθεί στο Κάστρο. Ο Φορτουνάτος έχει μεγαλώσει και συνδέεται αισθηματικά με μια νέα την Πετρονέλα που την ερωτεύεται και ο γερο-Λούρας. Από διήγηση του Γιαννούτσου για το καράβι και το χαμένο παιδί ο Λούρας διαπιστώνει ότι ο Φορτουνάτος είναι γιος του. Έτσι παντρεύει την Πετρονέλα με το Φορτουνάτο και το έργο τελειώνει σε γενική χαρά. Από το έργο δεν λείπουν οι γνωστοί τύποι, ο δάσκαλος, ο καυχησιάρης στρατιωτικός (που απειλεί να εξολοθρεύσει τους Τούρκους που έχουν στρατοπεδεύσει έξω από το Χάνδακα), οι λαίμαργοι δούλοι και οι ζωηρές υπηρέτριες. Το έργο είναι ανώτερο από τον «Κατζούρμπο» του Χορτάτση, με λιγότερα πρόσωπα και νευρώδη γλώσσα.



Στο 17ο αι. ανήκει και η κρητική κωμωδία « η λησμονημένη μνηστή» που αναφέρεται και ως «Φιορεντίνος και Ντολτσέτα» που βασίζεται σε γνωστό παραμύθι. Ο σουλτάνος του Καΐρου είναι άρρωστος και η μόνη θεραπεία του είναι να τον αλείψουν με το αίμα ενός πρίγκιπα. Οι κουρσάροι του αρπάζουν τον πρίγκιπα Φιορεντίνο και τον κλείνουν σ’ ένα πύργο. Η κόρη του σουλτάνου τον ερωτεύεται και τον βοηθά να αποδράσει. Ο σουλτάνος θυμωμένος καταριέται το Φιορεντίνο να ξεχάσει τη Ντολτσέτα όταν τον φιλήσει η μάνα του και να την ξαναθυμηθεί όταν τον χαστουκίσει. Όταν ο πρίγκιπας επιστρέφει στο παλάτι, τον παίρνει ο ύπνος και η μάνα του τον φιλά με αποτέλεσμα όταν ξυπνά να μη θυμάται πλέον τη Ντολτσέτα. Ξέγνοιαστος, πάει στο κυνήγι με δυο φίλους του όπου συναντούν τη Ντολτσέτα και προσπαθούν να την αποπλανήσουν προσφέροντάς της χρήματα. Αυτή παίρνει τα χρήματα αλλά δεν ενδίδει. Την καταγγέλλουν τότε στο βασιλιά απαιτώντας τα χρήματα πίσω. Εκεί η Ντολτσέτα αποκαλύπτει όλη την ιστορία και την κατάρα του πατέρα της. Η μάνα χαστουκίζει το Φιορεντίνο, αυτός ξαναθυμάται και όλα τελειώνουν καλά.
Στη λαϊκή σάτιρα ανήκει και ένα ανώνυμο ποίημα με τον τίτλο «Θρήνος του Φαλλίδου», δηλαδή του χρεοκοπημένου. Δίνει μια ζωηρή εικόνα της εύθυμης νεολαίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Τα ανδρικά είδη ενδυμασίας, τα πλούσια υφάσματα, τα γενοβέζικα καπέλα, τα αρώματα, τα κρασιά, τα ιταλικά φαγητά, τα μουσικά όργανα, ζωντανεύουν σε αυτό το ποίημα που έχει και διδακτικό σκοπό, να δείξει που καταντά ο άμυαλος νέος.



Οι Τούρκοι αποβιβάζονται στο νησί το 1645. ο Χάνδακας μετά από ηρωική αντίσταση συνθηκολογεί το 1669 οπότε και τελειώνει η γαλήνια και ξέγνοιαστη ζωή. Έτσι και η λογοτεχνία εισέρχεται σε ρεαλιστικότερη αντιμετώπιση της φοβερής πλέον πραγματικότητας. Οι τούρκοι εμφανίζονται στις αρχές του 17ου αι. στην Κρητική λογοτεχνία μέχρι που καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στη «Διήγησις δια στίχων του δεινού Κρητικού Πολέμου» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Ο Τζάνες ήταν από το Ρέθυμνο και είχε δυο αδερφούς τον Εμμανουήλ και τον Κωνσταντίνο. Ο Μαρίνος ζούσε στο Ρέθυμνο μέχρι το 1646, οπότε το κατέλαβαν οι Τούρκοι. Πήγε πρόσφυγας στο Κάστρο και αργότερα στα Επτάνησα, στην Κέρκυρα, μέχρι που κατέληξε στην Βενετία όπου και πέθανε. Άρχισε να γράφει τον «Κρητικό Πόλεμο» το 1669 στο Κάστρο, τη χρονιά δηλαδή που το Κάστρο έπεσε στους Τούρκους. Πηγές του Τζάνε ήταν οι προσωπικές του εμπειρίες και οι μαρτυρίες των προσφύγων που κατέφταναν στο Κάστρο από κάθε γωνιά της τουρκοκρατούμενης Κρήτης. Σε ορισμένα σημεία διακρίνονται επιρροές από ανάλογο έργο του Κεφαλλονίτη Άνθιμου Διακρούση(1667). Μέσα στο έργο του Τζάνε είναι ολοφάνερη η αγάπη που τρέφει στην πατρική του πόλη, το Ρέθυμνο. Εξαίρεται η ανεπιφύλακτη και ανιδιοτελής συμμαχία μεταξύ των ενετοκρητικών και του ελληνορθόδοξου αστικού στοιχείου κατά των εισβολέων. Ο Τζάνες οδεύοντας από Ρέθυμνο προς Ηράκλειο είχε συνειδητοποιήσει από κοντά τη στάση των χωρικών, οι οποίοι είχαν δει τον πόλεμο εντελώς ταξικά, αδιαφορούσαν για το ποιος τους «καταδυναστεύει» και δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων. Ο Τζάνες γράφει χρησιμοποιώντας κρητικούς ιδιωματισμούς αλλά δεν έχει την επιμέλεια ενός Χορτάτση ή ενός Κορνάρου. Εξάλλου οι επιρροές και οι κοινωνικές συνθήκες στο περιβάλλον του Τζάνε είναι εντελώς διαφορετικές. Ο Τζάνες περιγράφει γεγονότα που έζησε ο ίδιος ή του περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες και όχι γεγονότα της φαντασίας του γι’ αυτό κάποτε θυμίζει την καθημερινή συνομιλία ή τον ψίθυρο με τον οποίο διαδίδεται μια θλιβερή είδηση. Μερικές φορές μάλιστα θυμίζει πρόχειρες σημειώσεις πολεμικού ημερολογίου με στρατιωτικούς όρους. Συχνά δίνονται αριστουργηματικές εικόνες από στρατόπεδα, μάχες, βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, ναυμαχίες, τρικυμίες και ναυάγια. Εξίσου καλά περιγράφεται η τύχη των αμάχων, η ταλαιπωρία και οι κίνδυνοι των προσφύγων στο νησί Δία, όπου πρωτομεταφέρθηκαν, το πολυήμερο ταξίδι στα Επτάνησα και η νοσταλγία της παλιάς ειρηνικής ζωής των παραθεριστών στα κτήματά τους και στα χωριά της Κρήτης. Ο Ν.Β. Τωμαδάκης παρατηρεί ότι το έργο χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαύγεια, περιγραφική συγκίνηση, θέληση για αποπεράτωση και επική πνοή. Ο Γιώργος Σεφέρης αποκαλεί τον Τζάνε «μια από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες της Κρήτης της εποχής εκείνης».
Το 1684 τυπώθηκε ένα άλλο αξιόλογο έργο του Μπουνιαλή με τίτλο «Ψυχωφελής κατάνυξις». Στην Κρήτη κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Φυλλάδα της ψυχής». Το έργο αρχίζει με την επίκληση ενός νεκρού προς την ψυχή του, που την καλεί να ενωθούν ξανά, για να δουν την ευφρόσυνη πληρότητα της ύπαρξης, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χριστιανισμού. Πρόκειται για μια συνειδητή συνέχεια της πένθιμης μεσαιωνικής λογοτεχνίας, στην αναβίωση της οποίας συντελεί η βαθιά απογοήτευση από την υποδούλωση και καταστροφή της Κρήτης.



Την καταστροφή της Κρήτης θρήνησε και ο λόγιος Κρητικός πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος Β’ ο Παλλαδάς, που πέθανε το 1714. Έγραψε διακόσιους περίπου στίχους σε απλή γλώσσα με αρκετά κρητικά ιδιωματικά στοιχεία, το «Θρήνο της Κρήτης».
Τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας αποτέλεσαν την πνευματική τροφή του ελληνικού λαού για πάρα πολλά χρόνια. Η «Ερωφίλη» παίζονταν σε λαϊκές παραστάσεις ενώ στην Αθήνα οι στήλες του Ολυμπίου Διός ονομάστηκαν «παλάτι του Ηράκλη» και μια σπηλιά εκεί κοντά «φυλακή της Αρετούσας». Στην Κρήτη τα ονόματα της Αρετούσας, του Ρωτόκριτου, του Πολύδωρου και του Χαρίδημου έγιναν βαπτιστικά.



Συγχρόνως με την παράδοση στους Τούρκους του Χάνδακα, το 1669, αρχίζει να αναπτύσσεται στην Κωνσταντινούπολη, η τάξη των Φαναριωτών. Με την αρχαϊστική τους παράδοση, κληρονομημένη από το Βυζάντιο, παίρνουν τα σκήπτρα της παιδείας, με κατεύθυνση όμως τελείως διαφορετικής του κρητικού πολιτισμού. Στον κύκλο τους η κρητική γλώσσα και λογοτεχνία περιφρονούνται. Η μεγάλη δύναμη που απέκτησαν οι Φαναριώτες μέσα στον τουρκικό διοικητικό μηχανισμό, η ανάπτυξη αστικών κέντρων στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (επηρεασμένες όλο και περισσότερο από το γαλλικό διαφωτισμό) και η ίδρυση σχολείων από τις αρχές του 19ου αι., περιόρισαν τη διάδοση των κρητικών έργων, εκτός βέβαια της Κρήτης και των Επτανήσων, όπου η επίδρασή τους εξακολούθησε να υφίσταται για μεγαλύτερο διάστημα, με ακραία περίπτωση τον Διονύσιο Σολωμό, συνειδητό συνεχιστή από μία άποψη του Κορνάρου. Η καθιέρωση της καθαρεύουσας μετά την Επανάσταση, στις εφημερίδες, στις μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ως επίσημης γλώσσας του κράτους και η διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών τάσεων, συντέλεσαν στην ακόμα μεγαλύτερη λήθη της κρητικής ποίησης, που θεωρούνταν πλέον «λαϊκή». Ο λαός τη διάβαζε ακόμη στην Κρήτη, αλλά χωρίς επίγνωση. Από τα τέλη του 19ου αι. αρχίζει και πάλι, η κρητική λογοτεχνία, να κερδίζει τη συμπάθεια και την προσοχή, λίγων μορφωμένων. Μέσα από ποικίλες παρανοήσεις και δυσκολίες εδραιώνεται σιγά σιγά η σωστή φιλολογική μέθοδος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της, την αποκατάσταση και τη γραμματολογική τοποθέτησή της. Αυτή τη φορά η κρητική λογοτεχνία καταξιώνεται όχι μόνο ως τοπική και νεοελληνική, αλλά ως μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες της Αναγέννησης σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία(1211-1669)




[περίληψη, από τον Βασίλη Παπουτσάκη, του αντίστοιχου κεφαλαίου του «Κρήτη:Ιστορία και Πολιτισμός» , Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων & Κοινοτήτων Κρήτης» 1988 πάνω στο κείμενο του Στυλιανού Αλεξίου]


1. Πρώτη Ακμή


Τους πρώτους αιώνες ενετοκρατίας δεν ξέρουμε ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ποίησης που επικρατούσε στο νησί. Υποθέτουμε ότι στα αστικά κέντρα ήταν ανάλογη των ευρωπαϊκών κέντρων της εποχής, αν και το επαναστατικό κλίμα της περιόδου δημιουργούσε μάλλον ακατάλληλο κλίμα για λογοτεχνική ενασχόληση. Μετά την ‘επανάσταση του Αγίου Τίτου’ (τέλος 14ου αι.), «ησυχάζει η Κρήτη» και αρχίζει να σημειώνεται σοβαρή απασχόληση με τα γράμματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα «ιπποτικά βυζαντινά μυθιστορήματα», που πιστεύονταν ότι ήταν κρητικά, λόγω κάποιων ιδιωματισμών, δεν ήταν κρητικά γιατί πρώτον, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην Κρήτη σε αυτά, δεύτερον, οι ιδιωματισμοί ήταν κοινά στοιχεία των μεσαιωνικών ελληνικών, που απλώς διατηρήθηκαν στην Κρήτη και τρίτον χαρακτηρίζονται από έντονο συναισθηματισμό, απίθανο να αναπτύχθηκε στα ιστορικά δεδομένα της Κρήτης. Ακόμα και ο «Διγενής Ακρίτας» είναι εντελώς άσχετος με την Κρήτη, παρά του ότι πιστεύεται ότι καταγράφηκε ως προφορική παράδοση της Κρήτης.




Από το δεύτερο μισό του 14ου και αρχές 15ου αι. , εμφανίζονται οι πρώτοι Κρητικοί ποιητές : Στέφανος Σαχλίκης, Λινάρδος Ντελλαπόρτας και Μπεργαδής. Ο Σαχλίκης γεννήθηκε και έζησε στον Χάνδακα. Σπατάλησε την περιουσία του άσωτα, καταχρεώθηκε στους Εβραίους και κατέληξε φυλακή εξαιτίας της Κουταγιώταινας, γυναίκας ελαφρών ηθών, που τον κατηγόρησε ότι την εδυνάστεψε (βίασε). Μετά την αποφυλάκισή του, έζησε ένα διάστημα στα αγροκτήματά του. Ασφυκτιούσε όμως στο περιβάλλον του χωριού και επέστρεψε στο Κάστρο. Εκεί ο δούκας της Κρήτης τον διόρισε αβοκάτο δηλαδή δικηγόρο (δημόσιοι υπάλληλοι εκείνη την εποχή). Έβρισκε όμως τους συναδέρφους του αρκετά συμφεροντολόγους, αφού απαιτούσαν φιλοδωρήματα από τους πελάτες τους, πράγμα που απαγορεύονταν. Έγραψε τις ‘Αρχιμαυλίστριες’ μια τολμηρή περιγραφή των γυναικών του Κάστρου που εκπορνεύονταν, ‘τη βουλή των πολιτικών’, εξιστόρηση μιάς φανταστικής συνέλευσης ελαφριών γυναικών(πολιτικών) που αποφασίζουν να οργανωθούν συντεχνιακά και την ‘Αφήγησιν παράξενον’ σχετικά με την άσωτη ζωή του και φυλάκισή του. Σ’ ένα ποίημά του το ‘Ερμηνείες’ συμβουλεύει ένα νεαρό συγγενή του να αφήσει τα ξενύχτια, τα ζάρια και τις «πολιτικές». Χρησιμοποιεί δηλαδή τη δική του πείρα από την ασωτία ως παράδειγμα για βελτίωση των άλλων.




Ο Λινάρδος Ντελλαπόρτας κατάγονταν από αστική οικογένεια του Χάνδακα. Κυβέρνησε πολεμική γαλέρα, έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις της Βενετίας, δικηγόρησε στον Χάνδακα και ανέλαβε διπλωματικές αποστολές. Σε ηλικία πενήντα ετών κατηγορήθηκε από μια γυναίκα που επεδίωκε την εκ μέρους του αναγνώριση ενός παράνομου παιδιού της και φυλακίστηκε. Έγραψε ένα αυτοβιογραφικό έργο, διασκευή των παθών του Χριστού και δυο θρησκευτικές δεήσεις. Χειρίζεται τη γλώσσα και τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο με ευχέρεια.




Ο Μπεργαδής (Bragadin) ανήκε σε εξελληνισμένη οικογένεια Βενετών του Ρεθύμνου. Στο ποίημά του ‘ο Απόκοπος’, ο ποιητής διηγελιται ότι στο όνειρό του κυνήγησε ένα ελάφι (ψυχαναλυτικό σύμβολο του ερωτικού πόθου, κατά τον Κεχαγιόγλου), ανέβηκε σε ένα δέντρο(το δέντρο της ζωής), και πως έμεινε ώρες εκεί τρώγοντας μέλι από μια κυψέλη(η γλύκα της ζωής). Όλο αυτό το διάστημα δύο ποντικοί, ένας άσπρος και ένας μαύρος (η συνεχής εναλλαγή ημέρας και νύχτας), ροκάνιζαν το δέντρο μέχρι που αυτό έπεσε κάτω. Ο αφηγητής καταλήγει στο στόμα του Δράκου-Άδη, χωρίς σαφή διάκριση Παράδεισου και Κόλασης(όπως ο νεοελληνικός Άδης των δημοτικών τραγουδιών). Αρχίζει εκεί διάλογος με νεκρούς που καταλήγει σε φυγή του επισκέπτη προς τον απάνω κόσμο. Ο Μπεργαδής έχει συλλάβει με σπάνια ένταση το παροδικό φαινόμενο της ζωής και στο σκοτεινό κόσμο της ανυπαρξίας αντιπαραθέτει τη μαγευτική ομορφιά του φυσικού κόσμου και την ανυποψίαστη γοητεία της ανθρώπινης καθημερινότητας.




Στο 15ο αι., ανήκει και ο ποιητής Μαρίνος Φαλέρος που ταυτίζεται με τον Ενετό ευγενή και φεουδάρχη Marin Falier(1395-1474), που έγραψε κυρίως ερωτικά ποιήματα με αναγεννησιακά στοιχεία, αλλά και πλήθος ποιημάτων και τραγουδιών ανώνυμων δημιουργών, όπως το «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης», «Διήγισιν της φουμιστής Βενετίας», «περί της ξενιτείας» και άλλα.




Στα τέλη του 15ου αι., ανήκει και ο Γεώργιος Χούμνος από τον Χάνδακα, που έγραψε την «Κοσμογέννησις», διασκευή λαϊκών παραδόσεων που βασίζονται στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι ένα από τα τελευταία δείγματα του μεγάλου θρησκευτικού κλάδου της μεσαιωνικής γραμματείας. Σύγχρονος του Χούμνου είναι και ο καθολικός ιερέας Ανδρέας Σκλέντζας που έγραψε θρησκευτικά ποιήματα και προσευχές.

Ανεξάρτητη κατηγορία ποιημάτων είναι αυτά που ασκούν σατυρική κοινωνική κριτική με αλληγορικές μορφές από το ζωικό βασίλειο, όπως του «Γαδάρου, Λύκου, Αλουπούς διήγησης ωραία»(1539). Αποτελεί ομοιοκατάληκτη διασκευή παλαιότερου ανομοιοκατάληκτου βυζαντινού κειμένου. Ο Γάδαρος(λαός) συναντά σ’ ένα λιβάδι το Λύκο(Ευγενής) και την Αλουπού(Μοναχό), που του προτείνουν ένα ταξίδι στην Τάνα για εμπόριο και «επένδυση» των χρημάτων του. Καθ’ οδόν προς την Τάνα η Αλουπού λέει ότι ονειρεύτηκε θύελλα και προτείνει να εξομολογηθούν από τώρα τις αμαρτίες τους, ώστε να εξιλεωθούν σε περίπτωση ναυαγίου. Ο Λύκος και η Αλουπού εξομολογούνται τα εγκλήματά τους και δίνουν άφεση αμαρτιών ο ένας στον άλλο, ενώ ο Γάδαρος επειδή έφαγε κάποτε ένα μαρουλόφυλλο από το φορτίο που κουβαλούσε, καταδικάστηκε από τους δύο άλλους βάσει του «Νομοκάνονα» σε θάνατο. Ο Γάδαρος με ένα του τέχνασμα τους ρίχνει με κλωτσιές στη θάλασσα και σώζεται. Το ποίημα αυτό αγαπήθηκε ιδιαίτερα και τυπώθηκε πολλές φορές. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το ποίημα «ο Κάτης και οι Ποντικοί», αγνώστου Κρητικού. Ένας γάτος προτείνει ειρήνη και αγάπη σ’ ένα ποντικό. Αργότερα προσποιείται τον ετοιμοθάνατο. Καλεί λοιπόν το φίλο του ποντικό και του ζητά να συγκεντρώσει όλους τους ποντικούς που ξέρει για να τον θάψουν όλοι μαζί στον παλιό φούρνο. Οι ποντικοί τον μοιρολογούν και χορεύουν για χάρη του μέσα στο φούρνο. Ο δήθεν ετοιμοθάνατος τότε Κάτης σηκώνεται με μάτια που λάμπουν και μαζί με δύο άλλους γάτους αποκλείει την έξοδο του φούρνου. Έπειτα από μια ειρωνική προσφώνηση του φίλου του, που εξακολουθεί να χορεύει, τον τρώει κι αυτόν και τα’ άλλα τα ποντίκια. Έχει ανάλογα μηνύματα με τα βυζαντινά «Παιδιόφραστος διήγησης των ζώων των τετραπόδων» και του «Πουλολόγου» : οι αδύνατοι πρέπει να αποφεύγουν τις σχέσεις με τους πονηρούς και ισχυρούς, που με την επίφαση της φιλίας τους επιβουλεύονται.


Το 1534 τυπώθηκε και η «Ριμάδα του Απολλωνίου του Τύρου», «ποίημα από χειρός Γαβριήλ Ακοτιάνο». Φράσεις και ημιστίχια του «Απολλωνίου» βρίσκουμε και στον Κορνάρο. Περιγράφει τις περιπέτειες του βασιλιά της Τύρου Απολλωνίου, που χάνει και τη γυναίκα του και την κόρη του, αλλά μετά από μεγάλες περιπέτειες τις ξαναβρίσκει. Η Ριμάδα έγινε και παραμύθι.



Ο Μανόλης Σκλάβος από τον Χάνδακα εξιστορεί το σεισμό του 1508 που κατέστρεψε την πόλη και την άφησε με πολλά ανθρώπινα θύματα. Περιγράφει τις σκηνές πανικού, την συγκέντρωση επιζώντων στην ανατολική αμμουδιά και τις λιτανείες για εξιλέωση του Θεού. Αποδίδει το σεισμό στις αμαρτίες των κατοίκων της πόλης και προβλέπει άλλες συμφορές αν δεν μετανοήσουν.



Το 1571 τυπώθηκε η «Μάλτας πολιορκία»ω του Αντώνιου Αχέλη με σκοπό να προκαλέσει ενθουσιασμό στους Έλληνες για την αποτυχία των Τούρκων. Εισάγεται για πρώτη φορά το αναγεννησιακό ύφος, αλλά η γλώσσα του είναι δύσκολη και το προσωπικό του ύφος, άχαρο. Γι’ αυτό δεν αγαπήθηκε και δεν ξανατυπώθηκε.



Της ίδιας περιόδου είναι και ο «Θρήνος της Κύπρου» που περιγράφει την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1571, παρά την προσπάθεια του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Β’ και των Ενετών να βοηθήσουν την πολιορκούμενη Αμμόχωστο. Το πέρασμα των συμμάχων έκανε μεγάλη εντύπωση στους Κρητικούς, που μετά την Κύπρο περίμεναν ότι ακολουθούσε η σειρά τους.


Στον 16ο αι., ανήκει και τα μισογύνικα-αντιφεμινιστικά «Έπαινος γυναικών» και «Συναξάριον των ευγενικών γυναικών και τιμιωτάτων αρχοντισσών» με έντονα στοιχεία ερωτισμού και πορνογραφίας.


Η λογοτεχνία στην Κρήτη, μέχρι τα τέλη του 16ου αι., μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πρώτη ακμή». Έχει έντονα μεσαιωνικά γνωρίσματα. Διέπεται από το θρησκευτικό και εποικοδομητικό στοιχείο ενώ σφραγίζεται από το απαισιόδοξο «όραμα του θανάτου» ( «vision de la Mort» κατά τον Ολλανδό ιστορικό του πολιτισμού Huizinga) αλλά και μερικές φορές ασκείται με αλληγορίες από το ζωικό βασίλειο. Η πρώτη φάση της Κρητικής ποίησης, αποτελεί κεφάλαιο της μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα της δημώδους υστεροβυζαντινής, η οποία διαφοροποιείται αλλά και εμφανίζει ιταλικές επιρροές . αρχίζουν δειλά δειλά να εμφανίζονται αναγεννησιακά στοιχεία αλλά και καθαρό ιδιωματικό ύφος.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ - ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ | ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ


Sergei Alexandrovich Yesenin (1895-1925)


«90 χρόνια από τον θάνατό του» (εισαγωγή-μτφρ: Γιάννης Σουλιώτης)
ΣΕΡΓΚΕΙ ΓΕΣΕΝΙΝ
O KATAΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ *
`
Ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν ήταν γιος Ρώσων χωρικών, που γεννήθηκε στην Κεντρική Ρωσία, στο χωριό Κωνσταντίνοβο
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των παππούδων του ,γιατί εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του όταν έφυγαν για να ζήσουν στην πόλη.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτό το γεγονός επέδρασε δραματικά στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και του ψυχισμού του. Ίσως-ίσως, όπως λέγεται ,οι επαναλαμβανόμενες αποπλανήσεις και απιστίες, αργότερα, προς τις γυναίκες ήταν αποτέλεσμα της εγκατάλειψής του σε πολύ νεαρή ηλικία από τους γονείς του. Είναι αλήθεια ότι οι ταραχώδεις θείοι του, με τους οποίους πέρασε τα παιδικά του χρόνια του φέρθηκαν πολύ σκληρά, και δεν είναι καθόλου απίθανο αυτού του είδους η μεταχείριση –αν και ίσως με καλή πρόθεση-,να επηρέασε αρνητικά το ευαίσθητο παιδί και η ζημιά που του προκλήθηκε να τον οδήγησε σε μια μόνιμη έλλειψη ψυχικής ισορροπίας.
Από μικρός του άρεσε η ποίηση και διάβαζε Πούσκιν και Λερμοντόφ. Έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 9 χρονών.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στο λαϊκό Πανεπιστήμιο Σανιάβσκι για να για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ιστορίας της λογοτεχνίας .Ύστερα, όμως, από ενάμιση χρόνο, διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας οικονομικών λόγων. Στη συνέχεια,δούλεψε ως διορθωτής κειμένων σε μια εκδοτική εταιρία. Τότε έκανε τις πρώτες του επαφές με τους επαναστατικούς σοσιαλο-δημοκρατικούς εργατικούς κύκλους των οποίων διανέμει τις εφημερίδες, και που «φακελώνεται » από την αστυνομία.
Αρχίζει την πολυτάραχη προσωπική ζωή του, το 1914, σε ηλικία 19 ετών, συζώντας με μια νεαρή συνάδελφό του,την Άννα Ιζριάντοβα.
`
Στην Αγία Πετρούπολη, όπου βρίσκεται το 1915, συναντά τους Γκοροντέτσκι, Μπέλι, Ίβνεφ,την Άννα Αχμάτοβα,τον Βλαντιμίερ Μαγιακόφσκι,τον Νικολάι Γκουμιλιόφ,την Μαρίνα Τσβετάγεβα,που εκτιμούν τους στίχους του. Εκεί, επίσης, δένεται με φιλία με τον Νικολάι Κλιουέφ,μια μορφή ιδιαίτερης σημασίας γι’ αυτόν, και με τον οποίο έζησε μαζί για δυο χρόνια.
Επιστρέφει στην Μόσχα και αρχίζει και πάλι να εργάζεται σε ένα τυπογραφείο, που εγκαταλείπει πολύ γρήγορα για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο, αφήνοντας επίσης τη σύντροφό του Άννα Ιζριάντνοβα, η οποία μόλις του είχε δώσει το πρώτο του παιδί, τον γιο του Γιούρι.
Είναι γνωστό ότι οι δεσμοί που δημιούργησε με τις γυναίκες στη ζωή του ποτέ δεν κράτησαν περισσότερο από ένα χρόνο, μετά τον οποίο τις εγκατέλειπε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γεσένιν στη σύντομη ζωή του, μια και έφυγε μόλις στα 30 του, παντρεύτηκε 6 ή 8 φορές και έκανε 4 παιδιά!.. Η προτελευταία σύζυγός του ήταν η περίφημη γνωστή Αμερικανίδα χορεύτρια η Ισιδώρα Ντάνκαν, η οποία έμενε στο Παρίσι .Την γνώρισε στο σπίτι ενός φίλου του στη Ρωσία ,όπου ήταν καλεσμένη της σοβιετικής κυβέρνησης. Επρόκειτο για μια γυναίκα 18 χρόνια μεγαλύτερή του, που γνώριζε μόλις δώδεκα λέξεις στα ρωσικά. Εκείνος δεν μίλαγε ξένη γλώσσα.
Παντρεύτηκαν, στις 2 Μαίου του 1922 ,πριν να φύγει μαζί της για την Ευρώπη και Αμερική σε τουρνέ.Ο γάμος τους έγινε ένα φημισμένο ρομάντζο, διαφημιζόμενο ως ο έρωτας του χωριάτη ποιητή και της ντίβας.
Αν και είχαν μια πολύ έντονη κοινωνική ζωή ,ο Γεσένιν νιώθει μια κάποια μοναξιά και γράφει ότι, κατά γενικό τρόπο, ένας λυρικός ποιητής δεν θα έπρεπε να ζει πολύ καιρό.
Ο Γεσένιν έβλεπε με συμπάθεια τους σοσιαλιστές επαναστάτες της αριστεράς, και υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917,
Είναι γεγονός ότι υποστήριξε για λίγο την Οκτωβριανή Επανάσταση πιστεύοντας ότι θα έδινε μια καλύτερη ζωή στους χωρικούς. Αυτό άλλωστε φαίνεται και στη συλλογή του «Άλλη χώρα»(1918).Αλλά απογοητεύτηκε γρήγορα και άρχισε να κριτικάρει την Κυβέρνηση των Μπολσεβίκων σε κάθε του ποίημα ,όπως, κυρίως, σε αυτό με τον τίτλο «Ο αυστηρός Οκτώβρης με απογοήτευσε».
`
Από το 1919 προσπαθεί να εξηγήσει την τέχνη και το ποιητικό σύμπαν μέσα από μια ολόκληρη θεωρία στο δοκίμιο «Τα κλειδιά της Μαρίας» και στο άρθρο «Τέχνη και εμπειρία» Έτσι, μαζί με τους ποιητές Ανατόλι Μαριένγκοφ,Βαντίμ Τσερτσένεβιτς και τον Ιβνόφ, θέτουν τις βάσεις του Ρωσικού λογοτεχνικού κινήματος του «ιμαζινισμού». Σύμφωνα με αυτούς, όλη η τέχνη είναι βασισμένη σε εικόνες και είναι η πλαστικότητα αυτών των εικόνων η οποία αποτελεί το κλειδί της ρώσικης λαϊκής τέχνης.
Δεν θ’ αργήσει, όμως, να εγκαταλείψει αυτό το κίνημα αναγνωρίζοντας ότι:
«Το σημαντικό δεν είναι η εικόνα ,αλλά το ποιητικό συναίσθημα του κόσμου»
Είναι η στιγμή που ο Γεσένιν συνειδητοποιεί ότι η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να απαντήσει στις προσδοκίες των ονείρων του.
Οι ποιητικές συλλογές του ακολουθούν η μια την άλλη, αλλά συγχρόνως τα σκάνδαλα και οι καυγάδες εξαιτίας των οινοποσιών του.
Τα συχνά μεθύσια του, η καταστροφή που έκανε στα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα επεισόδια στα εστιατόρια , πήραν μεγάλη έκταση δημοσιότητας και έγιναν το πρώτο θέμα στον παγκόσμιο τύπο.
Κατά τη διαμονή του με την Ντάνκαν στο Παρίσι ,παθαίνει μια σοβαρή κρίση εξαιτίας του αλκοόλ. Εισάγεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Ο γάμος του με την Αμερικανίδα χορεύτρια ήταν σύντομος και τον Μάιο του 1923 επέστρεψε στην πατρίδα του, πολιορκημένος από τον αλκοολισμό και τη νοσταλγία του για την Ρωσία, όπου και σε λίγο χώρισαν.
Ως γνωστόν, ο Γεσένιν με τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του ταλαιπώρησε και ταπείνωσε την Ντάνκαν σε όλη τη σύντομη σχέση τους ,που την «παντρεύτηκε»,όπως ισχυριζόταν, «για τα λεφτά της ,καθώς και για την ευκαιρία να ταξιδέψουν.»
Η Ισιδώρα Ντάνκαν, δυο χρόνια, περίπου, μετά από τον θάνατό του Γεσένιν, σκοτώθηκε σε ένα τραγικό ατύχημα ,όταν το κασκόλ γύρω από το λαιμό της πιάστηκε στη ρόδα του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε.
Το 1923,ο Σεργκέι επιστρέφοντας στην πατρίδα, νιώθει απογοητευμένος από το ταξίδι και υποφέρει από κατάθλιψη και παραισθήσεις. Δυστυχώς αισθάνεται όλο και περισσότερο μιαν ανικανότητα να γράψει σαν ένας πραγματικός ποιητής και έλεγε: «Δεν γράφω πια ποίηση, δεν κάνω παρά μόνο στίχους».
`
Παντρεύεται ,για τελευταία φορά, με την εγγονή του Λέοντα Τολστόι, Σοφία Αντρέγεβνα Τολστάγια. Ο γάμος αυτός κράτησε μερικούς μήνες μόνο.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών η κατάθλιψη του Γεσένιν χειροτερεύει, αλλά ,η περίοδος αυτή είναι συγχρόνως και πολύ δημιουργική. Τα πιο σπουδαία ποιήματα του είναι προϊόντα αυτής της εποχής.
Τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι γεμάτα από ασταθή συμπεριφορά εξαιτίας της μέθης: ανησυχίες ,ασθένειες, ποτό…
Είναι ακριβώς αυτό που μας επιτρέπει να ισχυρισθούμε ότι μια άλλη πλευρά του Γεσένιν είναι το ζωώδες, σεξουαλικό, λογοτεχνικό του χάρισμα .
Δυο μέρες μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, στις 27 Δεκεμβρίου του 1925 ,λέγεται ότι έκοψε τις φλέβες των καρπών του με ένα μαχαίρι και έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα με το αίμα του, απευθυνόμενο στον νεαρό εβραίο ποιητή, και φίλο του ,Wolf Erlich,
Το ποίημα του αποχαιρετισμού
Αντίο, φίλε μου, αντίο.
Αγάπη μου, στην καρδιά μου σ’ έχω.
Κι αν χωρίζουμε, της μοίρας μας ήταν γραφτό,
Και πάλι σύντομα στο μέλλον θα ενωθούμε.
Αντίο, φίλε μου ,χωρίς χειραψία ή λέξη να σου πω,
Μη λυπηθείς – ούτε τα φρύδια να ζαρώσεις.
Ο θάνατος τίποτα καινούριο δεν είναι στη ζωή
Και σίγουρα ούτε η ζωή κάτι καινούριο είναι.
`
Την επόμενη μέρα κρεμάστηκε από τις σωλήνες κεντρικής θέρμανσης , με το λουρί της βαλίτσας του(όπως θα κάνει μερικά χρόνια αργότερα η φίλη του-ποιήτριαΜαρίνα Τσβετάγεβα)στην οροφή του δωματίου του, Νο 5,στο Ξενοδοχείο Αγγλία, στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν μόλις 30 ετών.
Λέγεται, επίσης, ότι η φιλία του με τον Τρότσκι τον έκανε επικίνδυνο στα μάτια τουΣτάλιν για την διαδοχή του Λένιν. Γι’ αυτό, και όπως υποστηρίζεται, τον δολοφόνησαν μεταμφιέζοντας τον φόνο του σε αυτοκτονία από την μυστική λενινιστική αστυνομία ,και ο φίλος του Τρότσκι δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να τον προστατεύσει.
Η αλήθεια και για τις δυο εκδοχές ,τόσο για την αυτοκτονία όσο και για τη δολοφονία, ίσως να μη μαθευτεί ποτέ.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήλπιζε αναμφίβολα αυτόν τον θάνατο, τον περίμενε.
«Σε τούτη την πατρίδα που την αγαπώ όλη,
Αφήστε με ήσυχο να βρω τον θάνατό μου».
`
Δεν αποζητούσε ένα δρόμο μακρύ:
«Ναι, εγώ δεν είμαι φτιαγμένος
για μια ήρεμη ζωή και γέλια.
Και όσο πιο μικρός ο δρόμος μου
τόσο καλύτερες οι πτώσεις μου»
`
Κι όμως ,λάτρευε τη ζωή! Είναι ο ίδιος που έγραφε :
«Όχι, όχι, όχι ! Δεν θέλω να πεθάνω.
…….
Λαχταρώ τον ήλιο ,λαχταρώ το φεγγάρι,
Τη λεύκα που σκεπάζει τον φεγγίτη.
……
Θέλω να ζήσω ,να ζήσω, να ζήσω,
Να ζήσω μέχρι να πονέσω μέχρι να φοβηθώ.»
`
Αν και ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές στη Ρωσία , το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του απαγορεύτηκε από το καθεστώς του Στάλιν και του Νικήτα Χρουτσόφ. Ο Νικολάι Μπουκάριν κατέκρινε φοβερά τον Γεσένιν και συνέβαλε τα μέγιστα στην απαγόρευση του έργου του. Μόνο το 1966 ξαναδημοσιεύθηκε το έργο του.
Ο Γεσένιν ,ο ίδιος γράφει στην αυτοβιογραφία του :
«Οι καλύτεροι θαυμαστές της ποίησής μας ήταν οι πόρνες και οι ληστές. Διατηρούσαμε μεγάλη φιλία μαζί τους. Οι κομμουνιστές δεν μας αγαπούν επειδή δεν μας καταλαβαίνουν».
Ο Γεσένιν υπήρξε κατά γενική ομολογία, ένας γοητευτικός δημιουργός, που παρόλη τη σύντομη ζωή του άφησε ένα διαρκές και πλούσιο έργο. Στη Ρωσία θεωρείται ως ένας από τους πιο αγαπητούς ποιητές. Οι διανοούμενοι συνάδελφοι του (Οσίπ Μαντελστάμ, Ιωσήφ Μπρόνσκι, Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκι), τον θαύμαζαν.
Ενδεικτικό είναι και το απόσπασμα της Πράβντα, 19 Γενάρη του 1926 «ζήτω η δημιουργική ζωή που, ως την τελευταία του στιγμή, ο Σεργκέι Γιεσένιν την τύλιξε με τα πολύτιμα νήματα της ποίησης του!»
Ένας από τους τελευταίους της περιόδου της Επανάστασης, ο Γεσένιν είναι από πλέον προικισμένους νεώτερους Ρώσους ποιητές.
Όπως είπε και ο Μπορίς Παστερνάκ:
«Η γη δεν παρήγαγε καμιά καλύτερη ρίζα ,ποιότητα, ταλέντο και δύναμη δημιουργική και βαθειά. Ο Γεσένιν υπήρξε μια ζωντανή και παλλόμενη ψυχή καλλιτέχνη…»
Το έργο του ,όπως πολλών άλλων ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, ήταν απαγορευμένο από τον Στάλιν, αλλά καταβροχθισμένο κρυφά από τα πλήθη.
Η ποίηση του θεωρείται βαθιά Ρωσική, και παρόλη τη βίαιη συμπεριφορά του, και τα άλλα ανθρώπινα ελαττώματα, θεωρείται ως ήρωας από τον ρωσικό λαό.
`
ψ
His
**vigoro
Οι σταγόνες
Όμορφες είναι οι μαργαριταρένιες σταγόνες σε μια ηλιόλουστη μέρα
Όταν λάμπουν στα χρυσά τόξα
Ωστόσο, σε θλιμμένο καιρό, σε υγρά παράθυρα,
Τρέμουν σαν σταγόνες μούχλας μαύρου φθινόπωρου.
Οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι στην λήθη ∙ (Μου είπαν)
Το ανάστημα τους στα μάτια των άλλων
Δεν έχει σημασία, ούτε τα βραβεία αυτού του κόσμου.
(Είναι άνθρωποι που ζουν εδώ, ή εκεί πέρα; Αναρωτιέμαι.)
Οι σταγόνες του φθινόπωρου πλημμυρίζουν τις καρδιές , τις φλέβες,
Και τις ψυχές με θλίψη ∙ περιπλανιούνται
Ενώ ήσυχα γλιστρούν στα τζάμια των παράθυρων,

Ποια διασκέδαση ζητούν, τι χαρά; Αναρωτιέμαι …
Δυστυχισμένοι άνθρωποι, συντριμμένοι από τη ζωή, συχνά γεμάτο
Το μέλλον τους με ψυχικούς πόνους περασμένων χρόνων,
Αν η χαρά ανακουφίζει τη θλίψη και θεραπεύει την ψυχή,
Γιατί θυμούνται τα θλιβερά, και όχι τις ευτυχισμένες στιγμές;

1912
`
Έκλαιγες μιαν ήσυχη νύχτα
Έκλαιγες μιαν ήσυχη νύχτα,
Αυτά τα δάκρυα στα μάτια σου, δεν κρύβονταν,
Ήμουν τόσο λυπημένος και τόσο θλιμμένος μέσα μου,
Και όμως δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε την παρεξήγηση.
Τώρα έφυγες , είμαι εδώ, μονάχος,
Τα όνειρά μου ξεθώριασαν, χάνοντας χρώμα κι απόχρωση,
Με άφησες ,και είμαι πάλι εντελώς μονάχος,
Χωρίς τρυφερότητα και χάδια , στο σαλόνι μου.
Όταν η νύχτα έρχεται ,συχνά, στεφανωμένος με αρωματικά λουλούδια
Έρχομαι εδώ στο μέρος της συνάντησής μας,
Και στα όνειρά μου βλέπω την όψη σου
Και σ’ ακούω να κλαις πικρά, αγάπη μου.
1912-1913
`
Τα δάκρυα
Τα δάκρυα … και πάλι αυτά τα πικρά δάκρυα,
Για σπασμένα όνειρα που πέταξαν μακριά,
Για φοβερές θλίψεις που τίποτα δεν χαροποιούν ,
Για νέα σκοτάδια, που τίποτα δεν τα εμποδίζει στον κόλπο.
Τι είναι να έρθει; Περισσότερα τέτοια βάσανα;
Όχι, αρκετά … Ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν, ας πάει,
Και να ξεχάσουμε τους ήχους του θρήνου,
Μια καρδιά είναι γεμάτη και δεν μπορεί να το ανεχθεί πια.
Ποιος τραγουδάει στη σκιά του δέντρου της σημύδας;
Οι ήχοι είναι γνωστοί -τα δάκρυα πάλι …
Αυτά τα δάκρυα είναι για την πατρίδα μου και για μένα
Είναι γεμάτα λαχτάρα, ανησυχία και πόνο.
Είμαι στην αγαπημένη μου χώρα ∙ ναι, στον τάφο μου
Η καρδιά μαραζώνει από δάκρυα, κλαίω …
Τώρα φαίνεται ότι μόνο σε ένα κρύο τάφο
Θα είμαι σε θέση να ξεχάσω και να βρω λίγο
 ύπνο.
1914
`
Πιστεύω στην ευτυχία!
Πιστεύω στην ευτυχία!
Δαχτυλίδι, φοράει η χρυσή Ρωσία,
Ω φύσηξε άνεμε, χωρίς σταματημό!
Ευλογημένος ας είναι αυτός που γιορτάζει
Τη λύπη του βοσκού σου, την μάταιη ελπίδα.
Δαχτυλίδι, φοράει η χρυσή Ρωσία.
Λατρεύω τα άγρια ορμητικά ρεύματα,
Τη λάμψη των αστεριών πάνω από το νερό.
Την ευλογημένη θλίψη, τον τρίμηνο θρήνο,
Τους ευλογημένους ανθρώπους και τους τελευταίους
Βρυχηθμούς από τα άγρια ορμητικά ρεύματα
.
1917
`
Αγαπώ πάρα πολύ τη Ρωσία μου
Αγαπώ πάρα πολύ τη Ρωσία μου.
Αν και σ’ αυτή η σκουριά της θλίψης πέφτει σαν ιτιά.
Μου δίνουν γλύκα, το βρώμικο μούτρο των γουρουνιών
Και στην ηρεμία της νύχτας η ηχηρή φωνή των βατράχων.
Είμαι τρυφερά άρρωστος από τα ενθύμια της παιδικής μου ηλικίας.
Η αποχαύνωση, η υγρασία από τα βράδια του Απρίλη στοιχειώνουν τα όνειρά μου.
Θα έλεγα ότι το σφεντάμι μας για να ζεσταθεί
Σκύβει μπροστά στη φωτιά της αυγής.
Ω πόσες φορές σκαρφαλωμένος στα κλαριά περίμενα
Να ξετρυπώσω ή την καρακάξα ή την μάινα!
Κι η φλούδα του όπως άλλοτε ήταν σκληρή;
Κι εσύ, φίλε μου,
Πιστέ μου φίλε σκύλε με τις βούλες;
Τα γεράματα σ’ έκαναν να ουρλιάζεις, τυφλός,
Και σέρνεσαι στην αυλή, τραβώντας την κρεμασμένη ουρά σου
Και η όσφρηση από τις πόρτες και το στάβλο λησμονημένη.
Ω! πόσο αγαπητά μού είναι τα παιδικά μας παιγνίδια:
Από τη μητέρα μου έκλεβα ένα κομμάτι ψωμί
Που δαγκώναμε κι οι δυο με τη σειρά μας.
Χωρίς ποτέ να σιχαθεί ο ένας τον άλλο!
Δεν άλλαξα.
Σαν καρδιά δεν άλλαξα
Σαν μπλε λουλούδια στα στάρια τα μάτια μου ανθίζουν στο πρόσωπό μου
Απλώνοντας, χρυσή ψάθα ,την πλεξίδα των ποιημάτων μου…
(Από την Εξομολόγηση ενός αλήτη)

1921
`
Μια φορά και για πάντα
Μια φορά και για πάντα ας χωρίσουμε-
ναι, φεύγω, γη της πατρίδας μου!
Μακριά είναι τα φτερωτά φύλλα από τις λεύκες μου,
κανένα δεν αντηχεί μέσα μου ούτε χτυπάει.
Σκύλε πιστέ, μένεις από πολύ καιρό κάτω από το χορτάρι.
Εσύ σπίτι μου-ακατοίκητο ,στέγη κατεστραμμένη.
Επίσης εδώ, στη Μόσχα, στη μέση αυτών των δρόμων ∙
εκπνέω την ψυχή ,στη χάρη του Θεού.
Ναι, την αγαπώ, την αγαπώ αυτή την πόλη, εξογκωμένη και βαλτώδη,
τώρα ναι, και χλωμή.
Ασία, εσύ μισοκοιμισμένη και χρυσή,
βρήκες τρούλους και ήσυχα μέρη.
Και πηγαίνω, πηγαίνω σύντομα, κάτω από το φεγγάρι,
πηγαίνω στη λάμψη του φεγγαριού, πηγαίνω κάτω από τη λάμψη του διαβόλου,
τρικλίζω στους δρόμους, τους γνωστούς,
και ξαναγυρίζω πάλι στο μπιστρό μου.
Στο μπιστρό μου φόβος και μουγκρητό,
αλλά όλη τη νύχτα, μέχρι να ‘ρθει το πρωί,
απαγγέλω στις πουτάνες ,ότι έχω γράψει,
και με τους κατεργάρηδες μοιράζομαι την ουσία.
Καρδιά, χτυπάς ,χτυπάς πιο γρήγορα ακόμη, χτυπάς μέχρι να χαθείς,
και έτσι μιλάω, μιλάω χάρη στην καλή τύχη ∙
«Όπως είστε, είμαι κι εγώ: ανίδεος,
όπως είμαι, δεν υπάρχει επιστροφή.»
Σκύλε πιστέ, μένεις από πολύ καιρό κάτω από το χορτάρι.
Εσύ σπίτι μου-ακατοίκητο ,στέγη κατεστραμμένη.
Επίσης εδώ, στη Μόσχα, στη μέση αυτών των δρόμων ∙
εκπνέω την ψυχή ,στη χάρη του Θεού.
1922
`
Είναι λυπηρό να σε κοιτάζω
Είναι λυπηρό να σε κοιτάζω, αγάπη μου.
Και τόσο οδυνηρό να θυμάμαι!
Φαίνεται, το μόνο πράγμα που έχουμε
Είναι το χρώμα της ιτιάς τον Σεπτέμβρη.
Κάποιου τα χείλη έχουν φθείρει
Τη ζεστασιά και την τρεμούλα του σώματος σου ,
Σαν η βροχή να ψιλόβρεχε κάτω
Την ψυχή, που σκληραίνει σε συμφόρηση.
Λοιπόν, ας είναι! Δεν φοβάμαι.
Έχω κάποια άλλη χαρούμενη γιορτή.
Δεν έχει μείνει τίποτα για μένα, εκτός από
Καφέ σκόνη και σταχτί χρώμα.
Δεν μπόρεσα , στον θρήνο μου,
Να σώσω τον εαυτό μου, για χαμόγελα ή οτιδήποτε άλλο.
Οι περπατημένοι δρόμοι είναι λίγοι
Τα λάθη που έγιναν πολλά.
Με αστεία ζωή και αστεία διάσπαση
Έτσι ήταν και θα είναι πάντα..
Το άλσος με τα οστά του δέντρου της σημύδας σ’ αυτό
Είναι σαν νεκροταφείο, αλλά εγώ ποτέ!
Το ίδιο , θα πάμε στην καταδίκη μας
Και στο ξεθώριασμα , όπως αυτοί που φωνάζουν από τον κήπο.
Το χειμώνα τα λουλούδια ποτέ δεν ανθίζουν,
Και γι ‘αυτό δεν πρέπει να τα θρηνούμε.
1923

`
Κουράστηκα να ζω…
Κουράστηκα να ζω στη πατρική μου γη,
με τη νοσταλγία των εκτάσεων του μαύρου σταριού ∙
θ’ αφήσω την καλύβα μου,
θα φύγω σαν ένας αλήτης και ένας κλέφτης…
Θα γυρίσω στο πατρικό σπίτι
να χαρώ τη χαρά του άλλου.
Και μια πράσινη νύχτα, κάτω από το παράθυρο,
με το μανίκι του πουκαμίσου μου θα κρεμαστώ.
Ασημένιες ιτιές δίπλα στο φράχτη
θα κατεβάζουν το κεφάλι ακόμη πιο γλυκά.
Και χωρίς να πλυθώ, χωρίς καμιά τελετουργία,
θα θαφτώ κάτω από τα ουρλιαχτά των σκύλων.
Το φεγγάρι θα συνεχίζει να κωπηλατεί στον ουρανό,
χάνοντας τα κουπιά του στα νερά των λιμνών ∙
κι η Ρωσία θα είναι πάντα η ίδια,
χορεύοντας και κλαίγοντας γύρω από τα περιφράγματα.
.
Γράμμα στη μητέρα μου
Είσαι ακόμη ζωντανή ,αγαπητή μανούλα μου;
Κι εγώ είμαι ζωντανός επίσης .Γεια! Γεια!
Ας έχεις πάντα από πάνω σου μέλι,
Και την απίστευτη λάμψη του βραδινού φωτός.
Μου είπαν ότι κρύβοντας την ανησυχία σου,
Στεναχωριέσαι πολύ για μένα,
Πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου κάθε βράδυ
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
Στο σκοτάδι της νύχτας, πολύ συχνά,
Βλέπεις την παλιά σκηνή του αίματος:
Ένα είδος καυγά με κάποιο τυχοδιώκτη
Που μου χώνει ένα Φινλανδικό μαχαίρι στην καρδιά.
Ηρέμησε τώρα ,μανούλα! Και μη λυπάσαι!
Όλα είναι επώδυνη φαντασία απ’ άκρη σ’ άκρη.
Δεν είμαι ,πραγματικά, τόσο κακός μέθυσος,
Ώστε να πεθάνω χωρίς να σε δω.
Δεν είναι τίποτα, να είσαι βέβαιη, αγάπη μου,
Όλα αυτά δεν είναι παρά ένας εφιάλτης.
Η ψυχή μου δεν είναι τόσο σάπια
Που να μπορώ να πεθάνω χωρίς να σε δω!
Είμαι, όπως πάντα ,ο τρυφερός σου γιος, αγαπημένη μου,
Και το μόνο πράγμα που ονειρεύομαι τώρα
Είναι ν’ αφήσω αυτή τη ζοφερή πλήξη εδώ
Και να ξαναγυρίσω στο μικρό μας σπίτι. Και πώς!
Θα γυρίσω την άνοιξη χωρίς προειδοποίηση
Όταν ο κήπος θα είναι ανθισμένος ,λευκός σαν χιόνι.
Σε παρακαλώ μη με ξυπνήσεις νωρίς το πρωί,
Όπως έκανες πρώτα, εδώ κι οκτώ χρόνια .
Μην ενοχλείς τα όνειρα που τώρα πέταξαν,
Μη ταράζεις την μάταιη και ανώφελη πάλη μου
Γιατί πολύ νωρίς γνώρισα εξαιτίας της
Βαριές απώλειες κι ανησυχίες στη ζωή.
.
Σε παρακαλώ μη μου μαθαίνεις πώς να λέω την προσευχή!
Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής σε ότι έφυγε.
Είσαι η μόνη μου χαρά ,στήριγμα και έπαινος
Και η μόνη μου δάδα που λάμπει πάνω μου.
Παρακαλώ ξέχασε τον πόνο και τους φόβους σου,
Και μη στεναχωριέσαι τόσο πολύ για μένα
Μη πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου, αγαπημένη μου,
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
1924
.
`
*************
* ΣΕΡΓΚΕΙ ΓΕΣΕΝΙΝ , O KATAΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, Εισαγωγή, Επιμέλεια, Μετάφραση, Γιάννης Σουλιώτης, υπό έκδοση, Εκδ. ΚΑΠΑ


Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.




Αναγνωρισμένα
Εκτύπωση
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 

διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π.
http://www.kavafis.gr/lections/content.asp?id=229&author_id=

"Θάλασσα του Πρωιού" Κ.Π. Καβάφης




διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.



http://www.kavafis.gr/lections/content.asp?id=15&author_id=


W. H.Auden — Funeral Blues Συνέχεια στην Β΄ Ιστοσυνάντηση Ποιητικής Μετάφρασης, με το ποίημα




W. H. Auden — Funeral Blues (1936)

Stop all the clocks, cut off the telephone.
Prevent the dog from barking with a juicy bone.
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.

Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He Is Dead.
Put crêpe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves.

He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last forever: I was wrong.

The stars are not wanted now: put out every one;
Pack up the moon and dismantle the sun;
Pour away the ocean and sweep up the wood;
For nothing now can ever come to any good.

___________________________________

Πάψτε τα ρολόγια, κόψτε τα τηλέφωνα
Σταματήστε τον σκύλο να γαβγίζει με ένα λαχταριστό κόκκαλο
Να σωπάσουν τα πιάνα και με ένα πένθιμο ρυθμό τυμπάνου
Φέρτε την κάσα και ας έρθουν οι μυρολογήστρες.

Τα αεροπλάνα ας κάνουν κύκλους από επάνω
Γράφοντας ανεξίτηλα πως εκείνος «Πέθανε»
Φορέστε πένθος στα λευκά περιστέρια
Κι ας φορέσουν οι τροχονόμοι τα μαύρα τους γάντια.

Ήταν ο Βορράς μου, ο Νότος μου, η Δύση μου,
Ήταν η εβδομάδα του μεροκάματού μου και η ξεκούραση της Κυριακής μου
Ήταν το μεσημέρι μου, ήταν τα μεσάνυχτά μου, ήταν η μιλιά μου, ήταν το τραγούδι μου,
Νόμιζα πως παντονινά η αγάπη θα κρατήσει, Λάθος μου.

Να φύγουν τ’αστέρια, δεν τα θέλω τώρα, σβήστε τα ένα ένα,
Μαζέψτε τον ουρανό, Κάντε κομμάτια τον ήλιο.
Αδειάστε τον ωκεανό, ξεριζώστε το δάσος
Γιατί ό,τι κι αν γίνει από εδώ κι εμπρός λίγο το κακό.


Μετάφραση: Νότα Χρυσίνα



Τα ρολόγια πάψτε, το τηλέφωνο κόψτε,
Στο σκύλο μη γαβγίσει ένα κόκαλο δώστε.
Σωπάστε τα πιάνα και με τύμπανο πνιχτό
Βγάλτε την κάσα, οι πενθούντες εδώ.

Αεροπλάνα ας κυκλώσουν τον ουρανό
Να γράψουν παντού Εκείνος Είν' Νεκρός.
Φιόγκους μαύρους να βάλουν στα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι ας φορέσουν μαύρα γάντια στα χέρια.

Ήταν ο Βορράς μου, η Νοτιάς, η Δύση, η Ανατολή,
Οι εργάσιμες μέρες, ξεκούραστη Κυριακή,
Το μεσημέρι μου, μεσάνυχτα, η κουβέντα, το τραγούδι μου.
Έκανα λάθος: νόμιζα πώς θα ζούσε για πάντα η αγάπη μου.

Ποιός θέλει πιά τ'αστέρια: ένα-ένα να σβήσουν.
Να μαζέψουν το φεγγάρι, τον ήλιο να διαλύσουν.
Χύστε τον ωκεανό, το δάσος σκουπίστε.
Ποιό το όφελος πιά, τίποτα μην αφήστε.

Μετάφραση: Ιφιμέδεια

___________________________________


Σταματήστε τα ρολόγια, τα τηλέφωνα κλείστε
το σκυλί να γαυγίζει ζωηρά εμποδίστε
σωπάστε το πιάνο, μόνο ένα τύμπανο να ηχεί
φέρτε το φέρετρο, κι ας έρθουν οι δικοί

Τ’ αεροπλάνα να γράψουν με καπνό
στον ουρανό, «πέθανε εκείνος που αγαπώ»
πένθιμα κρέπια φορέστε στα λευκά περιστέρια
και μαύρα γάντια, στων τροχονόμων τα χέρια

Ήταν ανατολή και δύση, βορράς και νότος μου
η εβδομάδα ολόκληρη κι οι Κυριακές μου
το μεσημέρι, το μεσονύχτι μου, το τραγούδι μου, η φωνή
έπεσα έξω: νόμιζα η αγάπη μας θα κρατούσε μιά ζωή

Σβήστε τ’ αστέρια, δεν τ’ αντέχω πιά
διώξτε το φεγγάρι και τον ήλιο διαλύστε
αδειάστε τον ωκεανό κι όλα τα δάση ξυρίστε
γιατί τίποτα καλό δεν θα έρθει ξανά.

Μετάφραση: Μαύρος Γάτος

___________________________________


Τα ρολόγια σταματήστε, τα τηλέφωνα κόψτε
Αυτό το γάβγισμα για ένα κόκαλο φιμώστε
Τα πιάνα σιγήστε, τα τύμπανα πνίξτε
Βγάλτε έξω το φέρετρο, ας έρθουν οι πενθούντες

Στον ουρανό σε κύκλους ας δείξει ο οδυρμός
Ας γράψουν τ’ αεροπλάνα τη φράση «Είναι νεκρός»
Σ’ άσπρους λαιμούς περιστεριών τυλίξτε κρεπ κορδέλες
Τα μαύρα γάντια από κοτόν οι τροχονόμοι ας βάλουν

Βοράς μου ήταν, νότος μου, ανατολή και δύση
Ανάπαυση της Κυριακής, της κάθε μέρας ζήση
Το μεσημέρι, η νύχτα μου, κουβέντα και τραγούδι
Λάθος μου ήταν να θαρρώ αιώνια την αγάπη.

Δεν τα θέλω πια τ’ αστέρια, όλα να τα σβήσετε
Κρύψτε το φεγγάρι, τον ήλιο να διαλύσετε
Τις θάλασσες αδειάστε, τα δάση ν’ αφανίσετε
Γιατί τίποτα σε τίποτα δε χρησιμεύει πια.

Μετάφραση: Mauve_All

___________________________________


Σταμάτα τους δείκτες, βγάλε το τηλέφωνο
Κάνε το σκυλί να πάψει μ'ένα ζουμερό κόκκαλο
Σίγησε τα πιάνα και με τα τύμπανα
Φέρε το φέρετρο, φέρε τους μοιρολογητές.

Ας κανουν θρηνητικούς κύκλους απο πάνω μας τα αεροπλάνα
Χαράζοντας στον ουρανο το μηνυμα Ειναι Νεκρος
Δέσε πένθιμους φιόγκους στους άσπρους λαιμούς των περιστεριών
Ας φορέσουν μαύρα βαμβακερά γάντια οι τροχονόμοι.

Ήταν ο Βορράς, ο Νότος, η Ανατολή και η Δύση μου
οι εργάσιμες και οι Κυριακές μου
η μέρα, η νύχτα, η κουβέντα, το τραγούδι μου
Νόμιζα οτι η αγάπη κρατάει για πάντα. Γελάστηκα.

Τα αστέρια μου είναι άχρηστα τώρα: σβήστα όλα
Πακετάρισε το φεγγάρι και ξεμόνταρε τον ήλιο
Άδειασε τον ωκεανό και σάρωσε τα δάση
Γιατί τίποτα καλό δε μπορεί να προκύψει πια.

Μετάφραση: cp

___________________________________


Σταματήστε τα ρολόγια, το τηλέφωνο κόψτε.
Στο σκύλο μη γαβγίσει ζουμερό κόκκαλο δώστε.
Να σιγάσουν τα πιάνα και με τυμπανοκρουσία πνιχτή
Το φέρετρο βγάλτε, να'ρθει ο κόσμος που θρηνεί.

Αεροπλάνα από πάνω μας κύκλους βοερούς στείλτε να κάνουν
Στον ουρανό το μήνυμα Είναι Νεκρος να γράψουν.
Τυλίξτε πένθιμες κορδέλες στο λευκό λαιμό απ' τα περιστέρια,
Γάντια απο μαύρο βαμβάκι βάλτε στων τροχονόμων τα χέρια.

Ήταν ο Νότος μου, ο Βορράς, η Δύση μου, η Ανατολή,
Η εργάσιμη βδομάδα μου, η ανάπαυση την Κυριακή,
Μέση μέρας και νύχτας μου, ο λογος, το τραγούδι μου.
Η αγάπη αιώνια πως κρατά, νόμιζα: ήταν λάθος μου.

Τ' αστέρια τώρα ειν' άχρηστα. Ως και το τελευταίο σβήστε.
Μαζέψτε το φεγγάρι και τον ήλιο γκρεμίστε.
Σκορπίστε τον ωκεανό και σαρώστε τη γη.
Γιατί τίποτα σε καλό ποτέ πια δε θα βγει.

Μετάφραση: Aurelia Aurita

___________________________________


Σταματήστε όλα τα ρολόγια, κόψτε τα τηλέφωνα
δώστε στο αλυχτόσκυλο κόκκαλο με μεδούλι.
Σιγήστε τα πιάνα και με πένθιμες τυμπανοκρουσίες
σηκώστε το φέρετρο, φέρτε την τεθλιμμένη ακολουθία.

Να στενάξουν σε κύκλους από καπνούς τα αεροπλάνα
που βιαστικά στον ουρανό θα χαράξουν το μήνυμα: Είναι νεκρός!
Στους άσπρους λαιμούς των περιστεριών κρεμάστε κορδέλες
και βαμβακερά μαύρα γάντια στους τροχονόμους να φορεθούν.

Αυτός ήταν ο Βοράς μου, ο Νότος μου, η Ανατολή και η Δύση μου
Η εργάσιμη βδομάδα και της Κυριακής η ξεκούρασή μου,
το μεσημέρι, τα μεσάνυχτα, το μιλητό μου, το τραγούδι μου
Πίστευα πως θα κρατούσε παντοτινά η αγάπη: μα έσφαλλα.

Τα αστέρια δεν τα θέλω πια: ας σβηστούν ένα ένα
κρύψτε το φεγγάρι και σβήστε τον ήλιο
αδειάστε τις θάλασσες και τα δάση αποψιλώστε,
γιατί τώρα πια, τίποτε καλό δεν υπάρχει.

Μετάφραση: JustAnotherGoneOff

___________________________________


Σταματήστε τα ρολόγια, κόψτε τα τηλέφωνα.
Pίξτε ένα κόκκαλο να μη γαβγίζει ο σκύλος.
Πάψτε τα πιάνα, και με πνιχτά τα τύμπανα
βγάλτε το φέρετρο, να αρχίσει τώρα ο θρήνος.

Πάνω από μας αεροπλάνα να βογγούν
σκαλίζοντας στον ουρανό το μήνυμα Πέθανε.
Bάλτε κορδέλλες πένθιμες στα άσπρα περιστέρια,
κι οι τροχονόμοι να φοράνε γάντια μαύρα.

Ήταν βορράς και νότος μου, ανατολή και δύση,
ήταν οι μέρες της δουλειάς, και η Kυριακή μου,
μεσημέρι μου, μεσάνυχτα, φωνή μου και τραγούδι·
αγάπη νόμιζα παντοτινή: μα έκανα λάθος.

T' αστέρια τώρα είναι άχρηστα: σβήστε τα όλα·
μαζέψτε το φεγγάρι και ξεκρεμάστε τον ήλιο·
αδειάστε τον ωκεανό και ξεριζώστε το δάσος·
γιατί ποτέ πια τίποτα δε θά'βγει σε καλό.

Μετάφραση: Π

___________________________________

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

"Τετράδιο Πολιτισμού" Κάθε Τετάρτη στο Dailytvradio.gr

Ξεκινάμε Τετάρτη 13/01/2016 
στο ιντερνετικό ραδιόφωνο
Dailytvradio.gr

με την Νότα Χρυσίνα

υπεύθυνος συντονισμού εκπομπής Χάρης Αρζόγλου