Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΦΕΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΦΕΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ 


«Η μετάφραση των ποιημάτων είναι το είδος της γραφής που δίνει τη μικρότερη ικανοποίηση», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης τον Σεπτέμβριο του 1963 στο Προλόγισμα της πρώτης έκδοσης των Αντιγραφών[1] του. Με τη διατύπωση αυτής της άποψης, και μάλιστα στην πρώτη-πρώτη αράδα του Προλογίσματός του στο βιβλίο με τα σκόρπια μεταφράσματά του από τα αγγλικά και τα γαλλικά, νομίζω ότι θέλει να μας μεταδώσει την αμηχανία του μπροστά και στο ενέργημα της μετάφρασης ποιημάτων, ως είδους λόγου, και στο αποτέλεσμα της μεταφραστικής δράσης του. Την ίδια ακριβώς εντύπωση μας δημιουργεί και η ανάγνωση του προλόγου του Οδυσσέα Ελύτη στην έκδοση της Δεύτερης Γραφής. Αλλά και ο Γιάννης Ρίτσος στα Μελετήματά του μας αφήνει να καταλάβουμε πως νιώθει αρκετά άβολα μεταφράζοντας ποιήματα, έχει δε μονίμως την έγνοια μην τυχόν και προδίδει τελείως τα πρωτότυπα των ποιημάτων που μετέφρασε – και τα δικά του είναι πάρα πολλά: όσα σχεδόν και των δύο προαναφερθέντων ομοτέχνων του μαζί. Γενικώς ειπείν οι παλαιότεροι ποιητές, που ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μετάφραση ποιητικών κειμένων (πλην, αίφνης, του Κωσταντίνου Χατζόπουλου και του Κώστα Βάρναλη), καταλαμβάνονταν από μιαν –εκ των υστέρων– συστολή μπροστά σε αυτό που είχαν παραγάγει. Ωσάν να μην ήξεραν πώς θα εκληφθεί από τους «άλλους» της ποιητικής κοινότητας και ωσάν να εφοβούντο μήπως τυχόν «παρεξηγηθεί» η πράξη τους από το σινάφι τους. Κι έψαχναν, έτσι, τρόπους για να ανακοινώσουν –όσο πιο προσεχτικά γινόταν– τη συστολή τους, αλλά και για να κολάσουν την «άγνοιά» τους και τον «φόβο» τους. Γι’ αυτό και προσέφευγαν στην «ονοματολογία», αναζητώντας τη σανίδα που… δεν χρειάζονταν!…
Ο Ρίτσος αποφεύγει να γράψει τη λέξη μετάφραση, προτιμώντας να ακουμπήσει –όπως και πάρα πολλοί άλλοι– στην αθωότητα της λέξης απόδοση. Λες κι έτσι κάτι θαυμαστό γινόταν και δεν επρόκειτο πλέον για μεταφράσεις, αλλά για κάποιο ουδέτερο aliud που παρείχε ασφάλεια στον ποιητή για τις διαγλωσσικές ενασχολήσεις του και συνάμα συγχώρηση για το «αμάρτημά» του να καταπιαστεί με μία –όπως θα την εχαρακτήριζε ο πλατωνικός Γοργίας– «φαύλην τέχνην». Κάτι τέτοιο κάνουν και οι άλλοι δύο ποιητές, ο Ελύτης και ο Σεφέρης· μόνο που αυτοί πάνε το πράγμα πολύ πιο πέρα από εκεί που μπορεί να το φτάσει η χρήση του όρου απόδοση. Αμφότεροι χωρίζουν τις μεταφράσεις σε δύο κατηγορίες, και μάλιστα με τρόπο τέτοιον, ώστε να φαίνεται ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικούς και σχεδόν άσχετους μεταξύ τους κόσμους του λόγου: στις μεταφράσεις από τις ξένες γλώσσες στα ελληνικά και στις μεταφράσεις από παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας στα σύγχρονά τους ελληνικά. Και ο μεν Ελύτης ονομάζει τις δύο αυτές κατηγορίες δεύτερη γραφή και μορφή στα νέα ελληνικά, ο δε Σεφέρης επιλέγει να τις πει αντιγραφές και μεταγραφές αντίστοιχα.
Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιστημονικώς αφόρητος και δεν αντέχει σε καμμία απολύτως λογική βάσανο. Η μετάφραση είναι καθολική γλωσσική ενέργεια (με τη χουμπολτιανή έννοια του όρου ενέργεια) και, άρα, αφορά όλες τις φυσικές γλώσσες, και δη σε οποιαδήποτε ιστορική τους στιγμή, μηδεμιάς εξαιρουμένης. Πέραν τούτου ο τεχνικός διαχωρισμός σε «ενδογλωσσική» και σε «διαγλωσσική» μετάφραση είναι εντελώς πρόσφατος, και δεν παρουσιάζει σχεδόν κανένα επιστημονικό ενδιαφέρον – το πολύ-πολύ να αρθρώνει μια παραδειγματική περιπτωσιολογία, και μάλιστα μόνο σε γλώσσες σαν την ελληνική, που δεν ανήκουν σε ευρύτερη γλωσσική ομάδα. Αν η μετάφραση των επών του Ομήρου ή κάποιου έργου του Αριστοτέλη στα νέα ελληνικά έχει κάποιο –κατά τα προρρηθέντα– ενδιαφέρον, η μετάφραση, φέρ’ ειπείν, μιας ωδής του Οράτιου από τα λατινικά στα γαλλικά ή στα ισπανικά επ’ ουδενί στοιχειώνει «ενδογλωσσική» μετάφραση, κι ας ανήκουν και οι δύο γλώσσες αφίξεως στη λατινική / ρωμανική ομογλωσσία.
Προτίμησα να αρχίσω έτσι, με την nomenclatura, που αίρει –στα μυαλά των δύο ποιητών– την όποια παθογένεια των ποιητικών μεταφρασμάτων, όταν συγκρίνονται με τα πρωτότυπά τους, και απαλλάσσει αυτομάτως τους μεταφραστές-ποιητές για παν αμάρτημα παρ’ αυτών πραχθέν λόγω, έργω ή διανοία! Πιστεύουν, δηλαδή, ότι με τη χρήση ιδιαίτερης επιλεκτικής ορολογίας ξορκίζουν το «κακό» και με τις γάζες της κλείνουν για πάντα στο σώμα της λογοτεχνίας  τις πληγές που άνοιξαν αυτοβούλως οι ίδιοι. Αυτός είναι και ο λόγος που, μολονότι είναι και οι δύο τους δεινοί δοκιμιογράφοι και κοφτερές κριτικές διάνοιες, όχι μόνο δεν μεριμνούν καθόλου ως προς το να αναπτύξουν, έστω και στοιχειώδη μεταφραστικό προβληματισμό, αλλά περιπίπτουν εννέα φορές στις δέκα σε αφόρητες κοινοτοπίες.
Αλλά επειδή το θέμα μας εδώ είναι μόνο ο Σεφέρης, του λοιπού θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με αυτόν. Αμέσως μετά τη γενικευτική και τρόπον τινά αφοριστική άποψή του σχετικά με το πόση ικανοποίηση δίνει η μετάφραση των ποιημάτων, γράφει τα εξής:

Όσο καλά και να δουλέψει κανείς, όσο επιτυχής και αν είναι, θα υπάρχει πάντα ένα αντικείμενο –το πρωτότυπο– που μένει εκεί για να μας δείχνει πως βρισκόμαστε πάντα χαμηλότερα από το σωστό, πως ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε· αλίμονο αν προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε.

Φως-φανάρι πως πρόκειται για περίτεχνες αφέλειες, που αντέχεις να τις διαβάσεις, μόνο και μόνο επειδή είναι όντως περίτεχνα δοσμένες… επειδή είναι, δηλαδή, κυριολεκτικώς φιλοτεχνημένες. Γιατί ποιός μιλάει πια –για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς το επιφώνημα του Σεφέρη–αλίμονο, για «το σωστό», χωρίς να κινδυνεύει να φαίνεται τουλάχιστον γραφικός; Δεν υφίσταται «το σωστό», το αληθώς και αντικειμενικώς και καθολικώς ισχύον ως τέτοιο.
Η μετάφραση δεν χωρεί στον κανόνα των φυσικών επιστημών –πέραν του ότι επ’ ουδενί είναι επιστήμη–, όπου το ένα ισχύει δια παντός και έναντι παντός. Στη μετάφραση υπάρχουν πολλά «σωστά», τόσα πολλά δε όσοι και οι μεταφραστές που έχουν μεταφράσει ένα δεδομένο ποιητικό κείμενο. Εννοείται, βεβαίως, ότι δεν λέμε πως στις μεταφράσεις δεν εμφιλοχωρούν λάθη – κάθε άλλο! Μιλώντας, όμως, για λάθη σε ένα μετάφρασμα, δεν μπορούμε παρά να περιοριζόμαστε σχεδόν πάντα σε λάθη σημασιακού χαρακτήρα, παναπεί σε λάθη οφειλόμενα στην καθαρή εκ μέρους του μεταφραστή άγνοια περί τις σημασίες των γλωσσικών σημείων που προκαλεί το erratum. Κανονικώς εχόντων των πραγμάτων hotel de ville δεν είναι το ξενοδοχείο της πόλης, αλλά το δημαρχείο της, η δε έκφραση its raining cats and dogs ουδόλως σημαίνει ότι βρέχει γατόσκυλα, αλλά ότι –όπως το λέμε συνήθως στα ελληνικά– ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Σε μια μετάφραση ποιητικού κειμένου, ωστόσο, δεν αποκλείεται καθόλου μα καθόλου να βρέχει γατόσκυλα στο ξενοδοχείο της πόλης, αφού, άλλωστε, δεν έχει αποκλεισθεί, σε ένα πρωτότυπο ποίημα να «κυκλοφορούν» επιμελεία Απόστολου Μελαχρινού και Ανδρέα Εμπειρίκου προτάσεις και φράσεις όπως Τα ρόδα ξενιτεύονται σε μνημική εξορία και Τα σμήνη των βεγγαλικών μέσ’ στα μπουκέτα. Ποιό είναι, άραγε, «το σωστό» – το ένα σωστό;
Κι έπειτα δεν ισχύει ούτε εκείνο το αφοριστικό και οιονεί παράλογο ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα από το σωστό, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε. Καλώς ή κακώς τίποτα δεν μετριέται έτσι στη μετάφραση. Τέτοια λόγια δεν είναι παρ’ απλώς «ξόρκια». Τόσο στη συγγραφή όσο και στη μετάφραση ενός ποιήματος διαδραματίζουν εξωτερικό ρόλο οι ίδιοι ακριβώς σημασιακοί, συντακτικοί, πραγματολογικοί, υφολογικοί, αισθητικοί «δρώντες» καθαυτούς· όπως γράφεται εξωτερικώς το πρωτότυπο, έτσι γράφεται εξωτερικώς και το μετάφρασμα. Επειδή τους εσωτερικούς «δρώντες» του πρωτοτύπου δεν τους γνωρίζουμε –εκτός και αν έχουμε τη μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, την οποία και μπορούμε (χωρίς, πάντως, να υποχρεούμαστε) να τη λάβουμε υπόψη–, αυτό που κατά κανόνα κάνουμε είναι να τους αποκωδικεύουμε ερμηνευτικά· στο ανακωδικευμένο μετάφρασμα δεν γίνεται αλλιώς παρά να εκφρασθούν οι ειρημένοι εσωτερικοί «δρώντες» μόνο κατά το προσωπικό ήθος του μεταφραστή και με βάση τους μορφολογικούς κανόνες και τα πολιτιστικά συνυφαινόμενα της γλώσσας αφίξεως. Άρα, όχι μόνο δεν χωρούν καθόλου στη μετάφραση τα σχήματα του τύπου «ψηλότερα» και «χαμηλότερα», αλλά και δεν ισχύει καν η αποστροφή για το επαπειλούμενο κακό, αν αλίμονο, προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε.
Πιο κάτω στο Προλόγισμά του ο Σεφέρης εξηγεί για ποιόν ακριβώς λόγο έδωσε στο βιβλίο του το περίεργο τίτλο Αντιγραφές:

Όταν μεταφράζουμε από μια ξένη γλώσσα που ξέρουμε λίγο ή πολύ, σε μια γλώσσα –τη δική μας– που μας είναι έμφυτη και την αγαπούμε περισσότερο, κάνουμε κάτι, μου φαίνεται, σαν εκείνους τους ανθρώπους που βλέπουμε στα μουσεία, προσηλωμένους με πολλή προσοχή, ν’ αντιγράφουν, είτε για ν’ ασκηθούν είτε γιατί κάποιος τους το παράγγειλε, πίνακες διαφόρων ζωγράφων.

Αντιπαρερχόμαστε χωρίς σχόλια τα περί αγάπης σχετικά με τις γλώσσες, καθότι είναι λόγια και πάλι εξόχως αφελή, και κρατάμε το εικαστικό κριτήριο που εισάγει ο Σεφέρης, για να χαρακτηρίσει τη φύση της μετάφρασης, ή, καλύτερα, του κάθε μεταφράσματος. Από τη μία θεωρεί το πρωτότυπο ως μοναδικό έργο ζωγραφικό, που υπάρχει διατιθέμενο σε όλων τα βλέμματα σε κάποιο μουσείο, και από την άλλη βλέπει το μετάφρασμα ως μιαν απόπειρα αντιγραφικής αναπαραγωγής του πρωτοτύπου. Αλλά, ενώ η σύλληψη του Σεφέρη είναι όντως μεγαλοφυής (και αν το καλοσκεφτούμε, μας πηγαίνει κατ’ ευθείαν στα ωραιότερα και στα πλέον προσφυή επιχειρήματα πλατωνικών διαλόγων σαν το Θεαίτητο και τον Κρατύλο), δεν φτάνει παρά μόνο μέχρι τα μισά του δρόμου, λες και κάπου σκοντάφτει – για να μην πω: λες και κάπου θέλει πάντα να σκοντάφτει. Παρόλο που δεν το λέει, μοιάζει σαν να μην του περνάει καν από το μυαλό ότι αντιγραφές του ίδιου πίνακα μπορούν άνετα να παραγάγουν πλείονες του ενός αντιγραφείς. Αν το είχε σκεφτεί, θα είχε σίγουρα αποφύγει να μιλήσει πιο πάνω για «το σωστό», και μάλιστα θα το είχε αποφύγει για δύο λόγους: πρώτον, επειδή έτσι «το σωστό» είναι αποκλειστικά και μόνο το πρωτότυπο, μην αφήνοντας καθόλου χώρο ορθότητας για τις αντιγραφές του· και δεύτερον, επειδή, αν τα μεταφράσματα του πρωτοτύπου είναι πλείονα του ενός, τότε ή κανένα τους δεν είναι «το» σωστό (σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη) ή όλα τους είναι σωστά, πράγμα που δεν φαίνεται ότι ασπάζεται με κανέναν τρόπο ο Σεφέρης, αδικώντας και τον εαυτό του.
Αλλά γιατί έπιασε και αντέγραψε πίνακες διαφόρων ποιητών-ζωγράφων και γιατί συγκέντρωσε και δημοσίευσε τις αντιγραφές του σε ιδιαίτερο τόμο, βάζοντας τον Γέιτς μαζί με τον Κλωντέλ, και τον Πωλ Βαλερύ παρέα με τον Ανρί Μισώ, για να μείνουμε μόνο σε αυτούς; Ας ακούσουμε τί μας λέει:

Αλήθεια, η δουλειά που συγκεντρώνω εδώ είναι η επιλογή από μιά ευρύτερη προσπάθεια που έκαμα για να δοκιμάσω τί μπορεί να σηκώσει, στα χρόνια που έζησα, η γλώσσα μας. Εκτός από το κίνητρο αυτό, δεν έχει άλλον ειρμό η συλλογή αυτή, και δε θα ήταν σωστό να της αποδοθεί ο σκοπός της ανθολόγησης ή της αξιολόγησης.


Ο σκοπός αυτός ακούγεται ευγενής, οι δε ευγενείς προθέσεις του «αντιγραφέα» ουδόλως αμφισβητούνται. Πρόκειται για ομολογία ειλικρινή και σταράτη. Στο νου του είχε μόνο ένα ενέργημα προς δύο κατευθύνσεις: να μεταφράσει ποιητικά κείμενα και να ελέγξει το ενέργημά του αυτό διαπιστώνοντας, πρώτα, αν δια της γραφίδος του μπορούν όντως να μεταφερθούν στη γλώσσα μας κείμενα ξένα και, δεύτερον, αν αντέχουν να υπάρχουν ακόμη ύστερα από τη μεταφορά τους. Αφού τα δημοσίευσε, πάντως, σίγουρα απαντά καταφατικά στο δεύτερο ερώτημά του: κατά τη γνώμη του, όντως αντέχουν στη γλώσσα μας – τους πάει, με άλλα λόγια, το ελληνικό γλωσσικό ένδυμα. Και, άρα, με ένα υπόρρητο επιχείρημα a minore ad maius, μπορούν και άλλοι ποιητές να «αντιγράψουν» ξένα ποιητικά κείμενα και να τα ντύσουν ελληνικά – οπότε έτσι απαντάται καταφατικά και το πρώτο ερώτημά του, που ενδεχομένως (: διάβαζε σίγουρα) απασχολούσε και άλλους ποιητές.
Όμως έτσι ο Σεφέρης βλέπει τη μετάφραση πολύ στενά – για να ακριβολογούμε: πιο στενά δεν γίνεται! Αν κάτι μεταφράζεται, μεταφράζεται από όλες τις γλώσσες προς όλες τις γλώσσες. Και επειδή ό,τι λέγεται σε μία γλώσσα και άπαξ λεγόμενο αποτελεί μόριο του γλωσσικού σύμπαντος, μεταφράζεται δυνητικά σε όλες τις άλλες γλώσσες. Πώς μεταφράζεται; Μολονότι δεν είναι τούτος ο κατάλληλος τόπος για να μιλήσουμε εξαντλητικά για τον σχετικό τρόπο, θα αρκεσθούμε να πούμε ότι γενικώς η μετάφραση γίνεται κάπως… με κάποιον τρόπο – ακόμα και με «αντιγραφή»! Γίνεται δηλαδή «οπωσδήποτε», τόσο με τη νεοελληνική σημασία της λέξης, όσο και με την αρχαιοελληνική της, που σημαίνει –το είπαμε ήδη– «με κάποιο τρόπο».
Τη μέριμνα, όμως, του Σεφέρη, όπως τη διαβάσαμε να εκφράζεται, την τονίζει η αγωνία του για κάτι άλλο: για το αν η δημοτική γλώσσα, που πολεμήθηκε τόσο πολύ και με κάθε μέσο από τα κέντρα και τις συμμορίες της καθαρολογίας, μπορεί να φανεί αντάξια στο να αντέξει υψηλά έργα άλλων κουλτουρών. Μπορεί κάτι τέτοιο να ακούγεται «ξεπερασμένο» ή «άνευ σημασίας» στις μέρες μας, τότε όμως, οπού διατυπώθηκε, δεν ήταν. Κάθε άλλο μάλιστα! Ο συνήθης κατά της δημοτικής ψόγος ήταν ότι, ενώ είναι ενδεχομένως (δηλαδή: όχι πάντα!) κατάλληλη για να γραφούν σε αυτήν έργα λογοτεχνικά, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των υψηλών έργων της επιστήμης. Από ό,τι φαίνεται, προς στιγμήν ακόμα και ο Σεφέρης ξεχνά ότι η μετάφραση είναι λογοτεχνία! Για το δεύτερο μέρος του ψόγου, αρνούμαι να χαλαλίσω έστω και μία αράδα.
Όμως, αλήθεια, τί τον έπιασε τον Σεφέρη (παρόλο που παραδέχεται ότι δεν είναι πολύ ικανοποιητικό το αποτέλεσμα της επιλογής του) και εξελλήνισε όλα τα κύρια ονόματα και γέμισε με τελείες τα επώνυμα των ποιητών πάνω από όσα σύμφωνα δεν διαθέτει φθογγολογικό ισότιμό τους η ελληνική; Τί είδους παραχώρηση προς το καθαρολογικό πνεύμα είναι αυτή από έναν κορυφαίο στυλοβάτη της δημοτικής λαλιάς; Δεν είναι, αλήθεια, εκτρωματικό να διαβάζουμε Έσρας Πάουνδ (με τελεία πάνω από το δ) και Ανδρέας Ζιδ (με δύο τελείες πάνω από το Ζ και το δ);! Τέλος πάντων – δεν είναι μεν το θέμα μας εκεί, αλλά, όπως και να το κάνουμε, μας ξενίζει ο τρόπος… και πολύ μάλιστα
Εκτός από «αντιγραφή» η μετάφραση είναι για τον Σεφέρη και κάτι άλλο, το οποίο προεξαγγελτικώς χαρακτηρίζω και ως την κύρια συμβολή του στον μεταφραστικό προβληματισμό. Γράφει ο Σεφέρης:

Τέλος θα έπρεπε ίσως να σημειώσω συνοπτικά ότι η μετάφραση από ξένες γλώσσες είναι σα να μεταφέρουμε στον τόπο μας ένα ελάχιστο απόσπασμα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της γλωσσικής έκφρασης –θα έλεγα της ποιητικής τάξης– όπου ανήκει το ποίημα. Και αν πάρω την περίπτωση ενός ακραίου αναγνώστη, μου φαίνεται κάποτε ότι η προσπάθειά του πρέπει να μοιάζει μ’ εκείνη του φυσιοδίφη, που από το τυχαίο εύρημα ενός σπονδύλου είναι υποχρεωμένος ν’ ανασυστήσει ένα ολόκληρο προκατακλυσμιαίο θηρίο. Υπερβολή. Αλλά μου είναι χρήσιμη, γιατί δείχνει ότι το μεταφρασμένο ποίημα δεν μπορεί να έχει, με τη νέα του μορφή, τις ίδιες λειτουργίες, που είχε στη γλώσσα που το γέννησε. Στις καλές περιπτώσεις μπορεί να έχει άλλες αξιοπρόσεχτες λειτουργίες, που συγγενεύουν ωστόσο με την πρωτότυπη δημιουργία στη γλώσσα του μεταφραστή.

Στις γραμμές, που προηγήθηκαν, ακούγονται σπαράγματα από τη γνωστή περί γλώσσας και μετάφρασης θεωρία του Χέρντερ και του Χούμπολτ. Το ποίημα, που γεννιέται και μεγαλώνει σε συγκεκριμένο κόσμο φυσικής γλώσσας, (μπορεί να) υπάρχει μόνο εκεί, διότι μόνο εκεί (μπορεί να) επιτελεί όλες τις γλωσσικές λειτουργίες, επί τη βάσει των οποίων έχει γραφεί. Εκεί, επίσης, βρίσκεται και το πολιτιστικό του θεμέλιο, η κουλτουραλική του κρηπίδα, που είναι αδύνατο να μετακινηθεί. Η κοσμοθέαση (γερμανιστί Weltansicht) του ποιητή, που εκφράζεται δια του ποιήματός του, υπακούει σε μιαν εθνογλωσσική κοσμοθεωρία (γερμανιστί Weltanschauung) στέρεα και αμετακίνητη. Το ποίημα, το κάθε ποίημα δηλαδή, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα γραπτό κοσμοείδωλο (γερμανιστί Weltbild) της ποιητικής κοσμοθέασης μέσα από τον φακό της εθνογλωσσικής κοσμοθεωρίας. Αυτά ο Σεφέρης ίσως τα εγνώριζε, ίσως πάλι να μην τα εγνώριζε. Εν πάση περιπτώσει, όμως, τα αισθανόταν τουλάχιστον ενστικτωδώς, γι’ αυτό και είναι αρκετά εφεκτικός μπροστά σε ό,τι αφορά τη «μετάφραση» ως δημιουργία… γι’ αυτό και μιλάει για «το σωστό» και γι’ αυτό επιστρατεύει το εικαστικό κριτήριο της «αντιγραφής» (της «reproduction»), ενώ θέλει να πει για την κατ’ αρχήν μη μεταφραστότητα της ποίησης, θέση την οποία κατά βάθος ασπάζεται. Οπότε και μπορούμε να πούμε το φαινομενικώς, αλλά όχι πραγματικώς παράδοξο ότι μεταφράζει για να αποδείξει τη μη δυνατότητα υπάρξεως μεταφράσεων.
Παρόλο που δεν το λέει ρητά, από την έννοια του κοσμοειδώλου ξεκινά τον μεταφραστικό του αγώνα ο Σεφέρης – αγώνα, που για να λέμε την αλήθεια, είναι πολύ μεγάλος, ασχέτως του αν μας ικανοποιούν ή όχι τα αποτελέσματά του. Επειδή είναι ποιητής (και ταυτίζεται με τους ποιητές ως πρωτότυπους δημιουργούς), στο βάθος του νου του γνωρίζει ότι, όποτε μεταμφιέζεται σε μεταφραστή (με όσες «ποιητικές» αρετές και αν κοσμείται), πάντα θα αναγκάζεται να καταλαμβάνει αυθαιρέτως και εν γνώσει του στο μετάφρασμα μεγάλα τμήματα της ποιητικής auctoritas ενός συναδέλφου του, και αυτό είναι κάτι που ο ίδιος δεν θέλει καν να το σκεφθεί ότι θα μπορούσε να συμβεί ποτέ στα δικά του πρωτότυπα δημιουργήματα. Αυτό το νόημα έχει, κατά τη γνώμη μου, η αναφορά στον «κόσμο» του ποιήματος.
Στο κάθε ποίημα, που γράφεται, ο Σεφέρης βλέπει τον κόσμο της γλώσσας ολόκληρης στη συγχρονία και τη διαχρονία της και μέσα στη δική της επικράτεια. Από τη στιγμή που κάποιος αναλαμβάνει να μεταφράσει το ποίημα, δεν μεταφράζει «κόσμο», αλλά «λέξεις»: τις τυπωμένες στο χαρτί μπροστά του λέξεις. Και τούτο είναι κάτι πιο λίγο και από ελάχιστο για τον Σεφέρη. Γι’ αυτό και η αγωνία του να μας εκμυστηρευθεί το επιχείρημα του φυσιοδίφη, και δη όχι από τη μεριά του μεταφραστή, αλλά από τη μεριά του αναγνώστη, και μάλιστα του «καλύτερου δυνατού» – ό,τι και αν σημαίνει τούτο το τελευταίο. Η ιδέα του ευρεθέντος σπονδύλου (δηλαδή του ταπεινού μεταφράσματος), δια του οποίου ανασυστήνεται ένα γιγαντιαίο προκατακλυσμιαίο θηρίο (δηλαδή το γιγαντιαίο context, μέσα στο σύμπαν του οποίου γεννήθηκε το ποιητικό πρωτότυπο του μεταφράσματος), τού είναι αναγκαία, όχι γιατί πραγματικά πιστεύει ότι υπάρχει ποτέ περίπτωση να το ανασυστήσει, αλλά για να δικαιολογήσει, έστω και με τα πλέον ισχνά επιχειρήματα, την επιμονή του να είναι «φυσιοδίφης».
Έχω την εντύπωση (και ας με συγχωρήσει η ιερή μνήμη του ποιητή) ότι με μερικές περίτεχνες αφέλειες και με κάμποσα –κατά τη γνώμη μου– ηθελημένα «ήξεις-αφήξεις» καταλήγει στο να υποδιατυπώνει μεν τον κανόνα της κατ’ αρχήν μη μεταφραστότητας της ποίησης, αλλά και να τον αναιρεί συνάμα με το παράδειγμά του, καθώς αφ’ ενός μεν ο ίδιος μεταφράζει πλήθος κειμένων, και αφ’ ετέρου γράφει ότι ανεξαρτήτως του τί είναι και τί κάνει το πρωτότυπο με το άπαν των ποιοτήτων του, το μεταφραστικό αποτέλεσμα στις καλές περιπτώσεις μπορεί να έχει άλλες αξιοπρόσεχτες λειτουργίες, που συγγενεύουν ωστόσο με την πρωτότυπη δημιουργία στη γλώσσα του μεταφραστή. Έχω την εντύπωση ότι με τα λόγια του αυτά ο Σεφέρης ανοίγει –ενστικτωδώς μεν, και πάλι ηθελημένα όμως– μια πόρτα για να περάσει η μεταγενέστερη θεωρία περί της διπλής πατρίδας των μεταφρασμένων κειμένων. Περί αυτού, όμως, άλλη φορά, και με την πρόσφορη για κάτι τέτοιο αφορμή.







[1] Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης [πρώτη έκδοση, Απρίλιος 1965· φωτολιθογραφική ανατύπωση (με διορθώσεις) 1969·], δεύτερη έκδοση (οριστική με επίμετρο), Ίκαρος, Αθήνα 1978, σελ. 7-8. Τη δεύτερη έκδοση λαμβάνουμε υπόψη μας για τη σύνταξη του παρόντος σύντομου δοκιμίου.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

O Βασιλιάς Μίδας και ο Σειληνός

Tι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό? 



Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Nietzsche, λέει πως, ο βασιλιάς Μίδας ,κάποτε ,κυνήγησε πολλή ώρα στο δασός το γερο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια : "φυλή άθλια κι εφήμερη , παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ο,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ο,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο» 

Friedrich Nietzsche H Γέννηση της Τραγωδίας , μτφ Νίκου Καζαντζάκη . 

ΚΙΧΛΗ 
Δαίμονος ἐπιπόνου κατὰ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, 
τί μὲ βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι. 
(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ) 
**********

 Ὁ Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη (Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ & ΚΙΧΛΗ)



Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

«Ούτε ατιμίες ούτε μπαμπεσιές»

Η έκδοση της ογκώδους αλληλογραφίας Κατσίμπαλη- Σεφέρη (452 επιστολές σε περίπου μισόν αιώνα) αποκαλύπτει ένα άγνωστο, προκλητικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας

Η Μαρώ Σεφέρη,ο Σεφέρης και ο Κατσίμπαλης στην Κω το 1955 ( Πηγή: (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΣΕΦΕΡΗ, ΜΙΕΤ))



Το 1931, τη χρονιά που εκδίδεται η Στροφή, ο Κατσίμπαλης είναι 32 χρόνων. Ο Σεφέρης έναν χρόνο μικρότερος. Ο Κατσίμπαλης ενθουσιασμένος από το βιβλίο του φίλου του (η σχέση τους μαρτυρείται ήδη από το 1924, όταν και αρχίζει η παρούσα Αλληλογραφία ), αλλά και έξαλλος από ορισμένες αρνητικές κριτικές, επιστρατεύει τον νεαρότερο και πολλά υποσχόμενο τότε Α. Καραντώνη (γ. 1910) να γράψει μια μελέτη για το βιβλίο του Σεφέρη. Ο Σεφέρης, που βρίσκεται στο Λονδίνο, ζητεί (επιστ. 30 Αυγ. 1931) να δει τη μελέτη προτού δημοσιευθεί. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Κατσίμπαλης αναγγέλλει στον Σεφέρη ότι τη μελέτη την έχει δώσει κιόλας στο τυπογραφείο και περιμένει από στιγμή σε στιγμή να πάρει δοκίμια. Μην ανησυχείς, τον διαβεβαιώνει, αυτό που έκανε ο Καραντώνης («παιδάκι 20 μόλις χρονών») είναι «αξιόλογο κατόρθωμα». Στο μεταξύ και ενώ ακόμη τυπώνεται η μελέτη ο Κατσίμπαλης στέλνει γράμματα σε εφημερίδες και περιοδικά και μυκτηρίζει τη «μικροψυχία», τη «στενοκεφαλιά» και την «τύφλα» των κριτικών. Διαβάζει μάλιστα ένα μέρος της μελέτης στον Παλαμά που μουρμούρισε μέσ΄ απ΄ τα δόντια του: «Τυχερός ο Σεφέρης να βρει μια τέτοια αναγνώριση απ΄ τα πρώτα του βήματα...». 


Ο έξυπνος Ρωμιός 
Ο Σεφέρης δεν φαίνεται να ενθουσιάζεται με όλα αυτά. Ο Κατσίμπαλης του γράφει (7 Νοεμ. 1931): « Αρχινάω να πιστεύω πως είσαι αχάριστοςή αγιάτρευτα εγωκεντρικός (όλες οι υπογραμμίσεις του Κατσίμπαλη). «Εχεις αναλάβει πια μια υποχρέωση απέναντι του εαυτού σου (...) και προ παντός απέναντι του τόπου σου που τόσο αγαπάς μα που αδιάκοπα γκρινιάζεις». Ετσι τον προτρέπει να συνεχίζει να γράφει και οπωσδήποτε να μη χαλάσει την καλή εικόνα του. «Με το πρώτο σου βιβλίο, δεν κρίθηκες εσύ αλλά οι κριτές σου. Στο δεύτερό σου βιβλίο αποβλέπουμε όλοι όσοι πιστέψαμε σε σένα, να προεκτείνεις και να συμπληρώσεις το δίδαγμα του πρώτου (...) Το δρόμο σου τον βρήκες- θαρρώ- με τον “Ερωτικό Λόγο”.Κατά ΄κει να τραβήξεις». Και τελειώνει: «Αλλά τα έξοδα της εκτύπωσης του βιβλίου (...) μ΄ έχουν ξετινάξει οικονομικώς (...) Η αφοσίωση σε μια ιδέα θέλει θυσίες λογής- ιδίως στον τόπο μας- χωρίς καν την ελπίδα μιας ηθικής, έστω ανταμοιβής. Προχτές ακόμα, ο Δημαράς αποκάλεσε τη δράση μου αυτή “μαλακία” και τέτοια θα ΄ναι, δίχως άλλο, η γνώμη και των άλλων όλων φίλων μου. Αλλά εγώ στάθηκα πάντα μου “φαντάρος” μιας ιδέας, είτε στις πολεμικές είτε στις πνευματικές ανάγκες του τόπου μου, κι ούτε ζήτησα ποτέ μου άλλον τίτλο ή αξίωμα που δε θα μου έστεκε. Φαίνεται πως ο προορισμός μου ήταν αυτός και μόνο, και προσπάθησα και προσπαθώ να του ανταποκριθώ όσο μπορώ καλύτερα. Μαλακία, βέβαια, όταν αντικρίσεις το πράγμα από τα εγώπαθα ύψη ενός “έξυπνου” ρωμιού. Ας είναι!». 



Πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς 
Την 1η Δεκεμβρίου 1931, όταν πια η μελέτη του Καραντώνη κοντεύει να κυκλοφορήσει, ο Κατσίμπαλης γράφει στον Σεφέρη: «Μην παραλείψεις να του γράψεις του παιδιού (...) Στείλε του, μάλιστα, αν μπορέσεις, 5-6 λίρες για αγορά ενός ορισμένου αριθμού αντιτύπων (50 ας πούμε). Θα του κάνεις χαρά. Θα του ΄ρθει σαν πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς. Είναι τόσο φτωχός και περνάει τόσες στερήσεις». Μια βδομάδα αργότερα ο Σεφέρης γράφει στον Κατσίμπαλη: «Σου στέλνω ένα γράμμα προς την Τράπεζα Ανατολής για 2.000 δραχμές (...) Καλύτερα να μην του στείλω χρήματα απ΄ ευθείας. Φοβούμαι μην τον θίξω (...) Αυτά τα στέλνω (πες του) εσένα για την αγορά ορισμένων αντιτύπων. Στείλε καμιά 20αριά στην Ιωάννα και 5-6 εμένα». Η μικρή «συνωμοσία» τελειώνει στις 21 Δεκ. 1931. Γράφει ο Κατσίμπαλης: «Πήρα τα λεφτά χωρίς καμιά δυσκολία (...) Τα έδωσα αυθημερόν του Καραντώνη που τα ΄χασε, χλώμιανε και τραύλισε κάτι άναρθρες αρνήσεις, και τελειωτικά τα δέχτηκε (...) Χάρισες λίγες μέρες ευτυχίας σ΄ αυτό το φτωχό παιδί». Αφιλοκερδήςφανατισμός 
Πιστεύω πως αυτή η μικρή ιστορία, από τις πολλές που μπορεί κάποιος νά διαβάσει στην Αλληλογραφία , δείχνει παραστατικότατα την ουσία και το ήθος της μακρόχρονης φιλίας ανάμεσα στον εμβληματικό και μυθικό για τα γράμματά μας «Κολοσσό του Μαρουσιού», τον Γ. Κατσίμπαλη, και στον νομπελίστα ποιητή. Για όσους γνωρίζουν στοιχειώδη ανάγνωση, η συγγραφή της μελέτης του Καραντώνη ούτε «σκοτεινές πλευρές» του Σεφέρη δείχνει ούτε «δοσοληψίες», «προδοσίες» ή «κλίκες». Δεν πρόκειται για μια ιστορία ατιμίας. Οπως φέρεται να είπε ο ίδιος ο Κατσίμπαλης στον Γιώργο Σαββίδη, που είχε αναλάβει αρχικά την έκδοση της Αλληλογραφίας : «Ούτε ο Σεφέρης ούτε εγώ έχουμε τίποτε να φοβηθούμε από την αλήθεια- την πάσα αλήθεια! Λάθη ασφαλώς εκάναμε στη ζωή μας, ατιμίες όμως όχι, ούτε μπαμπεσιές!». Και του απαγορεύει να κόψει το παραμικρό. Αυτό λοιπόν που ξεκάθαρα δείχνει η ιστορία είναι ο αφιλοκερδής φανατισμός ενός που παθιαζόταν να βοηθήσει και να προωθήσει εκείνα τα πρόσωπα του «τόπου» που θεωρούσε πως άξιζαν. Ο Κατσίμπαλης υπήρξε ο σημαντικότερος agent provocateur στη λογοτεχνία μας, ηθικότερος από όσους εμπλέκονται (με κάθε τρόπο) στη σημερινή λογοτεχνική μιζέρια, και το κυριότερο δικαιωμένος από την ιστορία της λογοτεχνίας μας. 



Η εντύπωση που αποκομίζω κάθε φορά που διαβάζω την αλληλογραφία δύο προσώπων είναι ότι οι επιστολές τους συστήνουν τελικά ένα εν δυνάμει αφηγηματικό κείμενο. Μυθιστόρημα ή ρομάντζο, αναλόγως. Οταν όμως αυτή η αλληλογραφία προέρχεται από ανθρώπους των γραμμάτων μας (Σολωμό, Παλαμά, Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Ρίτσο, Ελύτη, Εμπειρίκο κ.λπ.), τότε αυτό που φαίνεται να προκύπτει είναι ένα κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας που μέχρι τότε ελάνθανε. Κεφάλαιο ιδιωτικής φύσεως και γραφής, κάποτε αυθόρμητα διανθισμένο με απότομες ή και άδικες κρίσεις για ανθρώ πους, βιβλία και συμβάντα λογοτεχνικά. Ωστόσο αυτά τα λανθάνοντα «κεφάλαια» καθώς αρθρώνονται απρογραμμάτιστα και χωρίς (αυτο)λογοκρισία είναι οπωσδήποτε πιο αποκαλυπτικά και, ως έναν βαθμό, ειλικρινέστερα από όσα γράφονται από τρίτους, με ψυχραιμία (υποτίθεται) και πρόγραμμα. Η ογκώδης Αλληλογραφία Κατσίμπαλη- Σεφέρη (που έρχεται να προστεθεί σε δώδεκα ήδη δημοσιευμένους ανάλογους τόμους) μας αποκαλύπτει ένα άγνωστο εν πολλοίς, προκλητικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο της νεότερης λογοτεχνίας μας. 



Πολύτιμα τεκμήρια 


(ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΣΕΦΕΡΗ, ΜΙΕΤ) Ο Κατσίμπαλης με στολή εφέδρου αξιωματικού το 1940

Και τι, αλήθεια, δεν μπορεί να βρει κάποιος περιδιαβάζοντας και μόνο αυτήν την από καιρό αναμενόμενη Αλληλογραφία με τις 452 επιστολές που αντάλλαξαν σε 46 χρόνια (με αναγκαστικό κενό τα χρόνια 1940-1946) οι δύο επιστολογράφοι; Οι 269 επιστολές του Σεφέρη και οι 183 του Κατσίμπαλη αποτελούν όχι απλά τεκμήρια μιας προσωπικής φιλίας αλλά, κυριότατα, πολύτιμα τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής, που εν προκειμένω υπερβαίνει τα συμβατικά χρονικά όρια της λεγόμενης «Γενιάς του Τριάντα». Ζητήματα ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά, και προσωπικά, αλλά κυρίως θέματα λογοτεχνικά, ποιήματα, μεταφράσεις, αναλύσεις, δοκίμια, παραθέματα, κρίσεις για την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία κ.ά. γεμίζουν τις 1.000 σελίδες της Αλληλογραφίας. Ενδιαφέρουσα είναι και η προϊστορία αυτής της έκδοσης, όπως περιγράφεται στη μικρή αλλά πυκνή και ευανάγνωστη Εισαγωγή του Δ. Δασκαλόπουλου, με την αρχική εμπλοκή του Γ. Σαββίδη, τις εξ αντικειμένου δυσκολίες του να συνεχίσει, και την ευτυχή αποπεράτωση αυτού του δύστροπου και πολυδάπανου έργου. Τέλος καλό, όλα καλά και οφείλουμε να επαινέσουμε τον Ικαρο, το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και πάνω από όλους τον Επιμελητή. Οχι μόνο για την υποδειγματική επιμέλεια των επιστολών αλλά και για τη φροντίδα και τον κάματό του να αναδείξει και να φωτίσει το σώμα των επιστολών με Πίνακες, Επίμετρα, Σημειώσεις, Σχόλια (μερικά αποτελούν μικρές μελέτες) και οπωσδήποτε για τον τρόπο με τον οποίο συσχετίζει realia των επιστολών με το υπόλοιπο έργο του Σεφέρη.


Ωκεάνιο αφήγημα 
Είναι προφανές πως με το παρόν σημείωμα ούτε περιγράφουμε, όπως θα έπρεπε, ούτε ανάλογα αποτιμούμε αυτό το ωκεάνιο επιστολικό αφήγημα δύο ωκεάνιων όντως και πολύτροπων αλληλογράφων. Συνοψίζοντας ωστόσο μπορούμε να αναφέρουμε τα (κατά την άποψή μας) κύρια σημεία της αλληλογραφίας. Το πρώτο που δείχνει η Αλληλογραφία είναι (και συμφωνούμε με τον Επιμελητή) η «πολυδύναμη κεντρομόλος παρουσία» του Κατσίμπαλη μέσα σε αυτά τα 50 χρόνια, η χωρίς υστεροβουλία δράση του και το αμείωτο ενδιαφέρον του να βοηθήσει και να προβάλει τη λογοτεχνία μας. Οχι μόνο τον Σεφέρη, αλλά και άλλους πολλούς, μικρούς και μεγάλους. Αθυρόστομος, ευθύβολος, χωρατατζής, επίμονος, δηκτικός (δες τα σχόλια για Μελίνα και Ελύτη, λ.χ.), αεικίνητος και εργατικότατος δεν διστάζει μπροστά σε τίποτε προκειμένου να κάνει αυτό που νομίζει σωστό. Σχεδόν ποτέ δεν αστοχεί. Ιδεολόγος «φαντάρος» αλλά και «αρχηγός» (ο Σεφέρης έτσι τον αποκαλεί κάποτε) αποτελεί μοναδική μορφή στα γράμματά μας. Απέναντί του ο Σεφέρης συγκρατημένος, «πολιτικά ορθός», τον ακούει, τον εμπιστεύεται αλλά την ίδια στιγμή τραβά τον δικό του δρόμο. Ετσι, λ.χ., οι προτροπές του Κατσίμπαλη προς τον Σεφέρη να ακολουθήσει τον δρόμο που βρήκε με τον Ερωτικό Λόγο ουδόλως εισακούστηκαν. Τέσσερα χρόνια μετά τη Στροφή, έρχεται ex abrupto το αιρετικό Μυθιστόρημα που μάλλον ξένισε (και ως έναν βαθμό απογοήτευσε) τους φίλους του ποιητή. Παρά ταύτα ο Κατσίμπαλης (εμπιστευόμενος με τη σειρά του τον Σεφέρη) θα κάνει τα πάντα για να προβληθεί, να διαδοθεί και μεταφραστεί το έργο. 



Το δεύτερο που καταγράφει η Αλληλογραφία (ως «κεφάλαιο» της λογοτεχνίας μας) είναι η αυξανόμενη παρουσία ξένων λογοτεχνών, μεταφραστών και κριτικών στα δικά μας λογοτεχνικά και πνευματικά πράγματα και η συνεπόμενη προβολή της λογοτεχνίας μας διεθνώς. Σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια έχουμε κουρνιάσει σε μια άθλια απομόνωση και όσον αφορά τη λογοτεχνία. Η Αλληλογραφία δείχνει επίσης την πρωτόγνωρη αλληλεγγύη ελλήνων διανοούμενων και λογοτεχνών (εδώ η περίπτωση λ.χ. του Νάνου Βαλαωρίτη) προκειμένου η νεωτερική μας ποίηση να ανοιχθεί στον έξω κόσμο. Ταυτόχρονα καταγράφει την αντίδραση κάποιων σε ό,τι νέο και πρωτοπόρο. Αλλά σήμερα ποιο το βάρος όλου αυτού του άχαρου συντηρητισμού; Ποια η βαρύτητα, λ.χ., του κοντόφθαλμου και άδικου άρθρου του Μιχ. Ροδά για τους μεγάλους ποιητές μας, αγκαλά εξακολουθεί και τώρα ακόμη να εμπνέει κάποιους; 



Ποιους δικαίωσε η ιστορία; Αυτούς που επαίνεσαν οι ποικιλώνυμοι Ροδάδες ή όσους διέσυραν; Αλλά και τα κουτσομπολιά, τα χωρατά, τα λογής λογής ανέκδοτα και οι σπαρταριστές ιστορίες και αποκαλύψεις δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Είναι ύλη ουσιώδης μέσα στο όλο σώμα των επιστολών. Η Αλληλογραφία είναι ένας πλούσιος και ευχάριστος λειμώνας, ένας μπαξές (με όλη τη σημασία της λέξης) που όσοι τον περιδιαβάζουν αποκομίζουν τέρψη και ωφέλεια. 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΣΕΦΕΡΗΣ, ΕΛΥΤΗΣ



Γ.Σεφέρης-Οδ.Ελύτης: Η στάση τoυς στη γλώσσα της πoίησης


Η ευαισθησία τoυ πoιητή απέvαvτι στη γλώσσα είvαι δεδoμέvη. "Η πoίηση είvαι μια τέχvη της γλώσσας", λέει o Valery, "oρισμέvoι συvδυασμoί από λέξεις μπoρoύv vα πρoκαλέσoυv μια συγκίvηση, ας τηv πoύμε πoιητικήv, τηv oπoία oρισμέvoι άλλoι δεv πρoκαλoύv", είvαι δε γvωστή η ρήση τoυ Mallarme oι στίχoι δεv γράφovται με ιδέες, αλλά με λέξεις". Βαθιά συvείδηση τoυ ρόλoυ της γλώσσας στηv πoίηση έχoυv oι δύo μεγάλoι voμπελίστες πoιητές μας, o Γιώργoς Σεφέρης και o Οδυσσέας Ελύτης.
Υπάρχoυv στoιχεία πoυ εvώvoυv τη στάση τωv δύo πoιητώv στη γλώσσα και άλλα πoυ τoυς διαφoρoπoιoύv. Πoιητές της Γεvιάς τoυ '30 και oι δύo, με τo έvα πόδι στη vεoτερικότητα και τo άλλo στηv παράδoση, με θεωρητικές και oι δύo τoπoθετήσεις απέvταvτι στη γλώσσα και στηv πoίηση (βλ. "Δoκιμές" τoυ Σεφέρη και "Αvoιχτά χαρτιά" και "Εv λευκώ" τov Ελύτη), φαίvεται vα συγκλίvoυv σε δύo καίριες θέσεις: στov εvιαίo χαρακτήρα της ελληvικής γλώσσας και στηv αvάγκη αξιoπoίησης από τov πoιητή της εvιαίας γλωσσικής μας παράδoσης. Και oι δύo εμπvέovται από τov αρχαίo λόγo, σταματoύv και μεταγράφoυv ιερά κείμεvα, αvάγovται και πρoβάλλoυv ως πρότυπα γλώσσας ή ύφoυς τov Ερωτόκριτo, τov Μακρυγιάvvη, τov Σoλωμό, τov Κάλβo και τov Καβάφη o Σεφέρης, τov Ρωμαvό, τov Παπαδιαμάvτη, τov Εμπειρίκo, τov Σικελιαvό o Ελύτης. Ο Ελύτης θεωρεί ως oρόσημα τov Σoλωμό (κατάφερε "vα εξευγεvίσει τηv έκφραση και vα δραστηριoπoι¬ήσει όλες τις δυvατότητες τoυ γλωσσικoύ oργάvoυ πρoς τηv κατεύθυvση τoυ θαύματoς") και τov Καβάφη ("έφτασε στηv άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυvατή εκφραστική ακρίβεια"), αvάμεσα σε σ'αυτoύς τoυς δύo "πόλoυς" τoπoθετεί τov Κάλβo, τov Παλαμά, τov Σικελιαvό, τov Καζαvτζάκη και τov Σεφέρη.
Η γλωσσική διαφoρoπoίηση τωv δύo πoιητώv είvαι φαvερή στηv πoίησή τoυς. Ο Σεφέρης αvτιπρoσωπεύει μια γεvικότερη τάση στηv πoίηση πoυ θέλει τηv πoιητική γλώσσα vα μη διαφέρει από τηv καθημεριvή γλώσσα. Ο Ελύτης φρovεί αvτιθέτως ότι η πoίηση πρέπει vα εκφράζεται με γλώσσα πλήρως απoστασιoπoιημέvη από τηv καθημεριvή γλώσσα. Ο Σεφέρης μέvει περισσότερo σε ό,τι γλωσσoλo¬γικά χαρακτηρίζεται ως επιλoγές από τηv υπαρκτή γλώσσα, υπoστηρί¬ζovτας μια περισσότερo "κoιvωvική-ρεαλιστική" τoπoθέτηση στη γλώσσα της πoίησης. Ο Ελύτης εvεργoπoιεί περισσότερo τov μηχαvισμό τωv απoκλίσεωv, τωv vεoλoγισμώv δηλ. στη σύvαψη τωv λέξεωv πoυ απoμακρύvεται συvειδητά από τη καθημεριvή χρήση, μέσα σε μια πιo "ιδεαλιστική" σύλληψη της γλώσσας όπως είvαι φαvερή στoυς γάλλoυς υπερρεαλιστές και στoυς ρώσoυς φoρμαλιστές κ.ά. πoυ μιλoύv για "απoαυτoματoπoίηση" της πoιητικής γλώσσας.

Ο Σεφέρης πιστεύει ότι "o πoιητής δεv έχει άλλo τρόπo vα πράξει παρά με τη γλώσσα πoυ μιλoύv oι άvθρωπoι πoυ βρίσκovται γύρω τoυ" και "είτε μας αρέσει είτε όχι, δεv μπoρoύμε vα φαvταστoύμε πως o πoιητής γεvvιέται μέσα σ'έvα κεvό και δημιoυρ¬γεί τη γλώσσα όπως τoυ στέργει δεv μπoρoύμε vα φαvταστoύμε πως έχει τηv άδεια vα κατασκευάζει φραστικές μηχαvές ασύvδετες με τη ζωή (Δoκιμές Β' 163 και 172-3). Αvτίθετα, o Ελύτης διακηρύσσει: "Με επέκριvαv επειδή χρησιμoπoιώ oρισμέvες σπάvιες λέξεις. Θέλω όμως τo κείμεvό μoυ vα είvαι εvτελώς παρθεvικό και απoμακρυσμέvo από τη χρήση τωv λέξεωv. Θα πήγαιvα κάμπoσo μακριά για vα πω ότι τo θέλω αvτίθετo πρoς τηv καθημεριvή χρήση" (Συvέvτευξη στov Ivar Ivask).
Οι δύo πoιητές αξιoπoιoύv στηv πoίησή τoυς, βεβαίως, και τoυς δύo μηχαvισμoύς (επιλoγές και απoκλίσεις). Η διαφoρά πoυ επισημαίvoυμε απoτελεί περισσότερo μια υφoλoγική τάση και στάση τωv δύo πoιητώv παρά απoκλειστική χρήση της μιας ή της άλλης τεχvικής.

Γ.Σεφέρης-Οδ.Ελύτης

- Γ.Σεφέρη, Σημειώσεις για μια oμιλία στα παιδιά. Δoκιμές Α', σ.177
"Η ελληvική γλώσσα, o άvθρωπoς, η θάλασσα... Για κoιτάξετε πόσo θαυμάσιo πράγμα είvαι vα λoγαριάζει καvείς πως, από τηv επoχή πoυ μίλησε o 'Ομηρoς ώς τα σήμερα, μιλoύμε, αvασαίvoυμε και τραγoυ¬δoύμε με τηv ίδια γλώσσα. Κι αυτό δεv σταμάτησε πoτέ, είτε σκεφτoύμε τηv Κλυταιμvήστρα πoυ μιλά στov Αγαμέμvovα, είτε τηv Καιvή Διαθήκη, είτε τoυς ύμvoυς τoυ Ρωμαvoύ και τov Διγεvή Ακρίτα, είτε τo Κρητικό θέατρo, είτε τo δημoτικό τραγoύδι".

- Οδ. Ελύτης, Συvέvτευξη στηv εφημ. "Τα Νέα"
"Εγώ δεv ξέρω vα υπάρχει παρά μία γλώσσα, η εvιαία γλώσσα, η Ελληvική, όπως εξελίχθηκε από τηv Αρχαία, πoυ έφτασε vα έιvαι τo μεγάλo καμάρι μας και τo μεγάλo μας στήριγμα".

- Γ.Σεφέρης, Η γλώσσα στηv πoίησή μας, Δoκιμές Β', σ.173
"Η δoυλειά τoυ πoιητή είvαι vα πρoσπαθήσει vα κυριαρχήσει αυτή τη γλώσσα πoυ τoυ δίvoυμε εμείς και vα τηv κάvει vα μιλήσει στηv υψηλότερη δυvατή έvταση. Αλλά δεv μπoρεί vα απoμακρυvθεί, χωρίς κίvδυvo, από τηv κoιvή χρήση πoυ κάvει τη γλώσσα φoρέα συvαισθη¬μάτωv. Κι αv είvαι η γλώσσα τόσo φθαρμέvη ώστε vα μηv μπoρεί vα σηκώσει έvταση, αυτό θα πει πως και η κoιvωvία είvαι φθαρμέvη και δεv μπoρεί vα θρέψει πoιητές [...] Ο πoιητής, σαv άvθρωπoς πoυ μoιράζεται μια κoιvωvία, έχει τo χρέoς vα επισημαίvει και vα καταδικάζει κάθε εστία φθoράς της γλώσσας τoυ. Γιατί ξέρει πως η φθoρά θα πέσει στo τέλoς απάvω τoυ και στoυς επιγόvoυς τoυ".

- Γ.Σεφέρη, 'Εvα 'Ελληvας o Μακρυγιάvvης, Δoκιμές Α', 259
"[...] Καvέvας συγγραφέας δεv μπoρεί vα σταθεί αv δεv είvαι άρχovτας της γλώσσας όχι τωv λεξικώv ή τoυ συvταχτικoύ, αλλά αυτής της ζωvταvής φύσης, πoυ τoυ μεταγγίζει κάθε στιγμή πoυ αvασαίvει η φυλή τoυ".
- Οδ.Ελύτης, Τα κoρίτσια. Αvoιχτά Χαρτιά, σ. 179-80
"Η χρήση της γλώσσας ήταv αvάγκη vα μακρύvει από τα πλαίσια της καθημεριvής oμιλίας, η ρoή της vα ξεχυθεί σε oλότελα διαφoρετική κoίτη. 'Οχι μόvo κάθε λέξη έπρεπε vα κερδίσει μια τέτoια θέση μέσα στo μικρό σύμπαv τoυ πoιήματoς, πoυ vα διαλαλεί όσες μυστικές δυvάμεις μπόρεσε vα φoρτωθεί χιλιάδες χρόvια τώρα σε χιλιάδες στόματα, όχι μόvov έπρεπε vα συζευχθεί με μιαv άλλη σε τρόπo πoυ oι δύo τoυς vα καταπείθoυv τηv πιo δύστρoπη ευαισθη¬σία, πρoξεvώvτας μέσα τoυς πρωτoδoκίμαστoυς κλυδωvισμoύς, αλλά και σύσσωμη η ικαvότητα τωv πoλυπλoκότερωv συvδυασμώv έπρεπε vα γυμvάζεται πάvω στηv επιδίωξη τoύτη: vα παρακoλoυθεί, vα διαπιστώvει και, με τo δικό της τρόπo, vα ξαvαδίvει τις μεταμoρ¬φώσεις πoυ παίζovται μέσα μας αέvαα [...] Λέξεις πρέπει vα'ρθoύ¬vε μα πριv φτάσoυv στηv άκρη της πέvας vα μηv είvαι πια πέvτε ή δέκα γράμματα μήτε κι άλλoι τόσoι ήχoι, μα τσαμπιά εικόvωv, αρμαθιές αvτικειμέ¬vωv, δέσμες ιδιoτρoπιώv της μvήμης λέξεις-πεταλoύδες, λέξεις-ρoυκέτες, λέξεις-χειρoβoμβίδες.
Από τηv επoχή πoυ o πoιητής εστάθηκε στo ακoυστικό της ψυχής έvιωσε πως μovάχα σε άλλες (σε παρθέvες) παλάμες μετρώvτας τo βάρoς της γλώσσας μπoρoύσε vα αρθρώσει ξαvά τo μυστικό μήvυμα πo τoυ μεταδόθηκε. Κατάλαβε ότι πίσω από κάθε λέξη έvας κόσμoς oλόκληρoς, υπoκειμεvικά δεμέvoς με τov εαυτό τoυ, αvυπoμovoύσε v'αvέβει στηv επιφάvεια. Ε, λoιπόv, αv τov έπαιρvε αυτό τov κόσμo, αv τov έσμιγε σμιχτά στov κόσμo μιας άλλης λέξης, με τov ίδιo τρόπo πoυ έπαιρvε η ζωή για vα συvαρμόσει τα γεγovότα της, όμως πρoς μια κατεύθυvση πoυ η ζωή δεv τη δoκίμασε ακόμη, ετoύτo κιόλας δεv θα σήμαιvε τηv αvατoλή μιας vέας εvτύπωσης μέσα στo πvεύμα, τηv πρoβoλή μιας vέας τάξης πραγμάτωv μέσα στov αvτικει¬μεvικό χώρo;

- Ο Ελύτης αvθoλoγεί "για μια κωδικoπoίηση της πoιητικής εκφραστικής" πoυ επιχειρεί (Τα μικρά έψιλov, Εv λευκώ, σ. 231 κ.εξ.) τoυς εξής στίχoυς τoυ Σεφέρη ("Κίχλη" και "'Εγκωμη"):
(α)Κoιτάξαμε όλo τo πρωί γύρω γύρω τo κάστρo
αρχίζovτας από τo μέρoς τoυ ίσκιoυ εκεί πoυ η θάλασσα
πράσιvη και χωρίς αvαλαμπή, τo στήθoς σκoτωμέvoυ
παγovιoύ
μας δέχτηκε όπως o καιρός χωρίς καvέvα χάσμα.
(β)Αvάμεσα σε δύo πικρές στιγμές δεv έχεις καιρό
μήτε v'αvασάvεις.
(γ) Είχαv έvα χρώμα τα χέρια σoυ σαv τo μήλo πoυ πέφτει
(δ) μήτε για τη μικρoύλα σoυσoυράδα
πoυ γράφει voύμερα στo φως με τηv oυρά της.
Ο Σεφέρης αvθoλoγεί από τηv παλιότερη πoίηση τoυ Ελύτη τoυς εξής στίχoυς (Δoκιμές Α', 172 κ.εξ.)
(α) Ο χρόvoς είvαι γλήγoρoς ίσκιoς πoυλιώv
Τα μάτια μoυ oρθάvoιχτα μες στις εικόvες τoυ
(β) Ο έρωτας
Τo αρχιπέλαγoς
Κι η πρώρα τωv αγρώv τoυ
Κι oι γλάρoι τωv ovείρωv τoυ
Στo πιo ψηλό κατάρτι τoυ o vαύτης αvεμίζει
'Εvα τραγoύδι
(γ) 'Ολα τα κυπαρίσσια δείχvoυvε μεσάvυχτα
'Ολα τα δάχτυλα
Σιωπή
(δ) ...αυτή πoυ αvoίγει τα φτερά στo στήθoς
τωv πραγμάτωv
Στo στήθoς τωv βαθιώv ovείρωv μας...