Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Kωστὴς Παλαμᾶς - "Ἡ Φοινικιά"

Στὸ Δροσίνη, ποὺ τὸ πρωτάκουσε.

Mέσα σ᾿ ἕνα περιβόλι, γύρω στὸν ἴσκιο μιᾶς φοινικιᾶς,
κάποια γαλανὰ λουλουδάκια, ἐδῶ κατάβαθα,
καὶ κεῖ πιὸ ἀνοιχτά, μιλούσανε.
Πέρασ᾿ ἕνας ποιητής, (ποὺ πέθανε τώρα),
καὶ ρύθμισε τὸ μίλημά τους ἔτσι:


Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι·
τὸ χέρι τό ῾βαλε καταραμένη Μοῖρα;
τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει!
Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτήρα
ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἄδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει;
Τάχ᾿ ἀπὸ χαλαστῆ γιὰ τάχ᾿ ἀπὸ Σωτῆρα;
Νά μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου·
ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου;
Τὰ καταχώνιαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι,
ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ψάχνανε λαίμαργες ἀκρίδες,
κ᾿ ἦρθε βροχή· καὶ τ᾿ ἄνθια, ποὺ εἶχαν ἀχνογύρει,
ξυπνοῦνε καὶ ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ᾿ ὕστερ᾿ ἀκόμα πιὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι
τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες·
τρικυμιστὴ μόνο ἡ κορφή σου ἀνάρια ἀνάρια
σταλοβολάει ἁδρὰ βροχομαργαριτάρια.
Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι,
κάθε πουλὶ ὀνειρεύεται πὼς εἶναι ἀηδόνι,
μονάχα πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη σου σὰ βόλι
τὸ μαργαριταρένιο στάλαμα, καὶ ―ὢ πόνοι―!
ὅλων κορῶνα τοὺς φορεῖ τὸ δροσοβόλι,
ὅλα τὸ γάργαρο νερὸ τὰ μπαλσαμώνει·
γιατί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία τῶν ὅλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι ἀρρώστια καὶ καμίνι;
Πόσο σκληρὰ χτυπάει τὸ βόλι τὸ δικό σου!
Κανέν᾿ αὐτὶ ψηλά, κανένα μάτι ἐμπρός μας.
Ζοῦμε στὸν ἴσκιο σου, ἕνας κόσμος ὁ κορμός σου,
τὸ στέμμα σου οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα· ὁ οὐρανός μας.
Θεὸς ἀλύπητος ἂν εἶσαι, φανερώσου.
Ἂν ὄχι, γνέψε μας, καὶ μία γαλήνη δός μας,
καὶ μὴ σκοτώνῃς μας ἀγάλια ἀγάλια, ἢ δρᾶμε
καὶ ρῖξε μας νεροποντὴ μὲ μιᾶς νὰ πᾶμε!
Σὰν πληρωμὴ εἶν᾿ ὁ πόνος μας καὶ σὰ βρετήκι,
τῆς ἁρμονίας μας σφράγισεν ἡ χρυσὴ βούλλα,
ἐνῷ μᾶς ῾γγίζει ὁ Χάρος, μᾶς θεριεύει ἡ Νίκη,
τρέμομε, χαῖρε, τοῦ ρυθμοῦ ἱερὴ τρεμούλα!
Καταχωμένο ἀνήλιαγο ζῇ τὸ σκουλῆκι
γιὰ νὰ χαρῇ μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μίαν ὥρα τὴν ὡραία ζωή, καὶ νὰ πεθάνῃ.―
―Τὸ χάσμα τῆς πληγῆς γίνεται συντριβάνι.
Τὰ σταχτερά, τὰ διάφανα, τὰ χίλια μύρια
πράσινα, τ᾿ ἀναβρύσματα· καὶ τὰ μαμούδια
καὶ τὰ δετὰ τῆς γῆς· τ᾿ ἀνάερα τρεχαντήρια,
τὰ σκουληκάκια, οἱ μέλισσες, τὰ πεταλούδια,
λουλούδια, ὦ δισκοπότηρα καὶ θυμιατήρια!
Χάιδια τῆς χλόης, παντοῦ φιλιά, τοῦ μούσκλου χνούδια,
τοῦ κάτου κόσμου ἀχός, αἰθέρια μαντολίνα·
στὰ φύλλα μία λαχτάρα, λίγωμα στὰ κρίνα!
Ἄνθια, ὅσα ξέρετε, δὲν ξέρουν τὰ τρυγόνια,
ὡραίων ἐρώτων εἶστ᾿ ἐσεῖς τὰ διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στὰ κλώνια,
μιᾶς πλάσης εἶναι αὐγὴ τοῦ καθενὸς ἡ γέννα·
τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς χαρᾶς τὰ παναιώνια
τὰ ξέρετε, ὦ λιγόζωα σεῖς καὶ ὦ δακρυσμένα!
Ἐμεῖς, ―ὢ τὰ χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τὰ στοχαστικὰ καὶ τ᾿ ἄυλα μάτια.
Ἂς εἶστ᾿ ἐσεῖς, ἄπλεροι ἀνθοί, μεστὰ ἀνθοκλάδια,
ἀπὸ τὰ χρυσολούλουδα ὡς τὰ χαμομήλια,
σὰν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ σὰν πετράδια,
σὰν τὰ παρθένα μάγουλα καὶ σὰν τὰ χείλια,
σὰ χέρια ἂς γλυκανοίγεστε, γιομάτα ἢ ἄδεια,
χαράματα κι ἂς εἶστε αὐγῆς, βραδιοῦ καντήλια,
τῆς νεράιδας δροσιᾶς ἂς εἶστε τὰ παλάτια·
τὰ μάτια εἴμαστ᾿ ἐμεῖς, εἴμαστ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια.
Σ᾿ ἐμᾶς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
καὶ σύγνεφ᾿ ἀπὸ ἔγνοιες καὶ καημοὺς λαγκάδια,
καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀσάλευτο σ᾿ ἐμᾶς, τὸ σάλο
τοῦ πέλαου γύρω στὰ καράβια πρὸς τὰ βράδια,
τὸ δάκρυ ἀκύλιστο, κι ἀξήγητο κάτι ἄλλο…
Ποιᾶς φυλακῆς νά ῾μαστ᾿ ἐμεῖς τὰ συγγενάδια;
Ἦρθε καὶ κλείστη μέσα μας, ―ποιὸς νὰ πιστέψῃ!―
μιὰ κολασμένη καὶ μία θεία· ἡ Σκέψη, ἡ Σκέψη!
T᾿ ἀνάστημα ἔχετε, τὸ παίξιμο, τὸ νάζι,
καὶ κάποιο ἀμίλητο περήφανο καμάρι,
καὶ κάποιο μάγεμα ποὺ ρίχνεται κι ἁρπάζει,
κι ἀπ᾿ τὴν πρωτόπλαστη ὀμορφάδα ἔχετε πάρει.
Σὰν εἴδωλα χλωμὰ σᾶς δείχνει τὸ μαράζι,
καὶ τὸ πουλὶ σᾶς δίνει κάποτε τὴ χάρη,
καὶ τὸν ἀέρα μία νεράϊδα ἀνεμοπόδα,
ὢ μὲ τὰ μύρια θεία χαμογέλια, ὢ ρόδα!
Τὸ πρόσταξε θεὸς Ἀπρίλης ἀνθομάλλης·
―ὦ μοσκοβόλισμα, ἄλλαξε καὶ λάμψη γίνε!
Γιὰ τοῦτο ἀμύριστα εἶστε, ρόδα τῆς Βεγγάλης,
ὅλων τῶν ἄλλων ἡ εὐωδιὰ σ᾿ ἐσᾶς φῶς εἶναι.
K᾿ ἐσὺ ποὺ στέκεις, τῶν ἀνθὼν ὡς νὰ εἶσαι ὁ κράλης,
ἀπὸ ποιὸν κόσμο παραστράτισες, ὦ κρῖνε;
Ἀπὸ τῆς εὐωδιᾶς τὴ μάννα, ἀπὸ τ᾿ ἀστέρι
τὸ πιὸ λευκόν;
    Ὦ Φοινικιά, κ᾿ ἐμεῖς; Ποιὸς ξέρει!
Τῆς εὐωδιᾶς αἰθεροπόταμο, κρατήσου·
δὲν ἔτρεξες, δὲν πότισες τὴν ἄνθησή μας·
τῆς εὐωδιᾶς εἴπαμε: πάψε τὴν ὁρμή σου,
μὴ χύνεσαι ἀπὸ μᾶς, μὴ γίνεσαι πνοή μας,
βυθίσου μὲς στὰ φυλλοκάρδια μας, καὶ κλείσου
ἀκάτεχη ἀπ᾿ τὸ μύρισμα, μὲς στὴν ψυχή μας·
ψάξε νὰ βρῇς τὴ σκέψη μας, καὶ ὁμάδι ζῆσε.
Ἂς εἶναι ἡ μέλισσα, κ᾿ ἐσὺ τὸ μέλι ἂς εἶσαι!
Ἀπὸ τὸ βιὸς τοῦ ἥλιου ὅλα ἀραδιάστε τὰ ὄξω,
λουλούδια, ὅλα τὰ χρώματα, καὶ στολιστῆτε.
K᾿ εἴπαμε στ᾿ ἀδερφάκια μας: τὸ οὐράνιο τόξο
φορεματάκια κάμετέ το, καὶ ντυθῆτε!
K᾿ εἴπαμε τὸ καθένα μας: «Ψυχή, θὰ διώξω
κάθε λαμπράδα, μήτ᾿ ἡ αὐγή, καὶ ἡ δύση μήτε·
μοῦ φτάνει κάτι ἀπὸ τὴ θάλασσα, κι ἀκόμα
κάτι σὰ γέλιο, ποὺ γελᾷ τὸ οὐράνιο στόμα!»
Σύγνεφο γίνε, μίλα μὲ τ᾿ ἀστραποβόλι,
κορυδαλλός, καὶ λάλησε, Πόθε μεγάλε,
καὶ ὑψώσου πρὸς ἀστέρινο ἄλλο περιβόλι.
Ὅλη τη μουσικὴ μὲς στὴν ἀγάπη βάλε,
καὶ βάλε τῶν παιδιῶν τὴν ἀθῳότητα ὅλη,
καὶ βάλε κι ὅλη σου τὴν ὀμορφιά, καὶ πάλε
θά ῾χῃς τὸν ἴσκιο τῆς ἀγάπης· ὄχι ἐκείνη·
ἐκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει καὶ δὲ σβήνει!
Ἀπὸ μία τρίδιπλη ψυχὴ τὸ περιβόλι,
συρτὴ καὶ ριζωτὴ καὶ φτερωμένη, πλέκει
τὸ εἶναι· ἡ κάμπια ὁλόβαθα χτίζει μία πόλη,
καὶ τὸ πουλὶ χτίζει ἕναν ἔρωτα παρέκει
πρὸς τὸν αἰθέρα· καὶ ἡ χλωράδα γύρω σου ὅλη
δὲν ἔχει νόημα, δὲν ὑπάρχει, ἢ γιὰ νὰ στέκῃ
καὶ νὰ εἶναι, ἀκροπρεπίδι σου, στὴ δούλεψή σου·
ὤ! πῶς ὑψώνεται στὸν ἥλιο τὸ κορμί σου!
Δὲ σταματάει κισσός, δὲν κόβει παρακλάδι
τοῦ κορμιοῦ σου χυτὴ κ᾿ ἐλεύτερη τὴ γύμνια·
ὅμως, γυμνή, μὲ ὀνειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τὰ χλωρὰ τοῦ κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει τῆς βασιλείας σου σημάδι
κορῶνα ἀχτίδων ἀπὸ σμάραγδα κι ἀσήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη ἀπὸ τὴν κορφή σου·
ὤ! τί ρυθμὸς ποὺ κυβερνάει τὸ θεῖο κορμί σου!
Ἔτσι δὲν εἶναι ὡραῖο τὸ νέο κυπαρίσσι
λιγώντας αὐροσάλευτο πρὸς τὸν αἰθέρα,
ἔτσι δὲν εἶναι ὡραία ἡ χλοϊσμένη βρύση
ποὺ ψέλνει σὰν ποιητὴς καὶ θρέφει σὰ μητέρα,
ἔτσι δὲν εἶν᾿ ἡ ἀνατολή, δὲν εἶναι ἡ δύση·
ἀπ᾿ τὴν κορφή σου κρέμεται ἄλλου κόσμου μέρα·
ἔτσι ὄμορφη δὲν εἶν᾿ ἡ ἀναπαμένη λίμνη·
στὰ πόδια σου οἱ θεοὶ κ᾿ οἱ θεολάλητοι ὕμνοι!
Ἀγγέλου φάντασμα στὴ σκήτη τοῦ ἐρημίτη,
στῆς νύχτας τὴ σιωπὴ τῆς ἁρμονίας τὸ στόμα,
ἡ σκέψη, ἐκεῖ ποὺ πρωτοστράφτει στοῦ τεχνίτη
τὸν πλατυμέτωπο οὐρανό, καὶ πρὶν ἀκόμα,
ὄνειρο ἀσκλάβωτο κι ἀπάρθενο, εὕρῃ σπίτι
καὶ γίνῃ λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρῶμα,
σὰν τὴν ἰδέα σου δὲν εἶναι, καθὼς πέφτει
κι ἀντιχτυπάει στοῦ λογισμοῦ μας τὸν καθρέφτη.
Μέσα σου ρέει τὸ διάφανο, τ᾿ ἀθάνατο αἷμα,
ἢ ὁ χυμὸς ὁ ἀνήμπορος νὰ σὲ ξυπνήσῃ
ἀπό ῾ναν ὕπνο δίχως μίλημα καὶ βλέμμα
σὲ μιᾶς ἀθόλωτης ζωῆς τ᾿ ὡραῖο μεθύσι;
Τὸ στέμμα τῆς κορφῆς σου εἶν᾿ ἕνα ξένο ψέμα
ἢ τὰ μαλλιά σου, ποὺ ἡ πνοὴ σὰν τὰ χτυπήσῃ,
γίνονται λύρες γιὰ νὰ εἰποῦν ὁλόγυρά σου
τὴ συμφωνία τῶν ὅλων καὶ τῆς ὀμορφιᾶς σου;
Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα,
καὶ δοκιμάζεις τα καὶ τὰ τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δὲν εἶναι, γίνονται· σὲ τρώει μία πεῖνα,
καὶ σὲ μία πλάση ἀνώτερη νά ῾μπῃς παλεύεις.
Μιὰ πολιτεία, μίαν ἠλιοστάλαχτην Ἀθήνα
δεξιά, ζερβά, μακριά, στὰ ὕψη, ὅλο γυρεύεις,
καὶ στέκεσαι νὰ φύγῃς πρὸς τὰ μισουράνια
πετώντας μὲ τοὺς κύκνους καὶ μὲ τὰ γεράνια.
Λείψανο εἶσαι ἀπὸ νεκρὸ μεγάλο αἰῶνα,
ζωῆς, ποῦ γίνεται, εἶσαι ἡ πρώτη δροσεράδα;
Πότε ἀπὸ μέσα σου κοιτάει, τραβάει ἀγῶνα
γιὰ νὰ χυθῇ στὸ φῶς μία νύφη Ἀμαδρυάδα,
πότε σὰν τελευταῖα ὑψώνεσαι κολῶνα
ναοῦ, ποὺ κάποτ᾿ ἔστεκε σὲ μίαν Ἑλλάδα.
Τέλος ἢ ἀρχή, βραδιὰ ἢ πρωί, σὲ δένει κάτι
μὲ τοὺς ὁρίζοντες ποὺ χάνεται τὸ μάτι.
Ὡσαννὰ χύνουν οἱ βλαστοί σου καὶ τὰ βάγια
καὶ τὸ βασιλικὸ ὡσαννὰ τ᾿ ἀνάστημά σου
πρὸς ἄγνωστου θεοῦ διαβατικοῦ τὰ μάγια,
φανερωμένου πρῶτα πρῶτα στὴ ματιά σου.
Ἐσὺ ὡσαννά, ὡσαννὰ ἀποκρίνονται τὰ πλάγια.
Ὤ! ποιὰ τὰ ὁράματα καὶ ποιὰ τὰ μυστικά σου;
Σφάζει τὰ λυγερὰ λουλούδια καὶ τὰ φύλλα
ἀπὸ καινούργιους οὐρανοὺς ἀνατριχίλα.
K᾿ ἐμεῖς; Ἦρθε ὡς ἐμᾶς τὸ μακρινὸ πουλάκι,
τ᾿ ἀγεράκι μας ἄγγιξε μὲ τὰ φτερά του,
καὶ κονταστάθηκε τὸ βιαστικὸ τὸ ρυάκι,
καὶ τὸ παιδί μας ἔρριξε τ᾿ ἀνάβλεμμά του,
καὶ τὸ περήφανό μας ἔγνεψε ζαμπάκι,
καὶ τὸ φεγγάρι ἦρθε γιὰ μᾶς ὡς ἐδῶ κάτου,
κ᾿ εἶδε καθεὶς τ᾿ ἀπόξω μας, κανεὶς τὰ βάθη·
ὁ κόσμος γλίστρησεν ἀπάνω μας κ᾿ ἐχάθη.
Πορτοκαλλάνθια, τί σᾶς ρώτησαν τ᾿ ἀηδόνια;
Ὁ τζίτζικας τί θέλει ἀπὸ τὰ μεσημέρια;
Κι ὅσα βογγοῦνε σὰν ἀπὸ τὰ καταχθόνια,
κι ὅσα ἀνεβαίνουνε τραγούδια πρὸς τ᾿ ἀστέρια,
τοῦ σαρακιοῦ ἡ φωνή, τ᾿ ἀνήσυχα τριζόνια,
τ᾿ ἀρώματα, οἱ πνοές, τὰ ἕρμα καὶ τὰ ταίρια,
ὅσα πετοῦνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν,
κάτι γνωρίζουνε γιὰ σὲ καὶ μᾶς τὸ κρύβουν.
Μέσα μας μιὰ ψυχὴ ἀπὸ μπόρα κι ἀπὸ πίσσα
τὸ πονηρὸ γιὰ σὲ στὸ λογισμό μας βάζει.
Στὴ νυχτερίδα ὅλο γιὰ σὲ μιλοῦσε ἡ κίσσα
κ᾿ ἡ ἀκρίδα τὸ παινεύτηκε μ᾿ ἐσὲ πὼς μοιάζει,
κ᾿ ἡ σφῆκα ηὗρε χαρὰ στὴ σκέπη σου περίσσα,
κι ὁ νυχτοκόρακας μ᾿ ἐσένα ἀναγαλλιάζει·
μιὰ πλάση ―Ἐσὺ ποὺ ἀτάραχη τραβᾶς πρὸς τ᾿ ἄστρα,
παραμονεύει σὲ κακὴ κι ἀναγελάστρα!
Ὦ φυσημένη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τοῦ πεύκου, Ὑγεία!
Πατᾷς, παντοῦ οἱ καρποὶ στ᾿ ἀγκάθια, στὰ τριφύλλια,
κυλᾷς μὲ τὰ νερά, καὶ λάμπουν τὰ στοιχεῖα,
γιὰ τ᾿ ἄδολο κρασὶ τρυγᾷς τὰ ὡραῖα σταφύλια,
ὅπου σταθῇς, θ᾿ ἀναστηθῇ μία πολιτεία,
πάντα ὁ μαστός σου γάλα ρέει, δροσιὰ τὰ χείλια.
Ὦ μάννα στρογγυλὴ καὶ καρπερὴ καὶ ἀκέρια,
μᾶς λυών᾿ ἡ ἀρρώστια· μοιάσαμε τὰ νεκροκέρια.
Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ἴσκιοι, ποὺ ἡ θεία της χάρη
παίζει κι ἁπλώνει, πρῶτε, δεύτερε καὶ τρίτε,
ἀπὸ τὸ στοιχειωμένο τὸ σκληρὸ φεγγάρι
―μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, καὶ φτερὰ μήτε!―
Προψὲς μίαν ὄψη τέταρτην εἴχατε πάρει·
σπαθιά! καὶ καρτερούσατε γιὰ νὰ χυθῆτε.
Νυχτοπετοῦσα πεταλούδα, ἔλεος κᾶμε·
ἀπάνω στὰ φτερά σου πᾶρε μας νὰ πᾶμε!
Ἡ ἀρρώστια μᾶς τυράγνησε μὲ τὴν ἀγρύπνια,
ὦ Φοινικιά, καὶ σὲ εἴδαμε νὰ κρυφογέρνῃς,
οἱ δρακοντιές, τὰ σκυλοβότανα, ὅλα ξύπνια,
νύχτα εἴταν, ἄμοιαστο χορὸ μ᾿ αὐτὰ νὰ σέρνῃς,
καὶ σ᾿ εἴδαμε ὄνειρο βαρὺ στὰ πρωτοΰπνια
μὲ φλόμους καὶ μὲ χαμαιλιοὺς νὰ παραδέρνῃς,
καὶ γύρω σ᾿ ἔπνιγαν ἀζώηρων περιβόλια,
κι ἀπὸ σκληρὲς ἀλόες λαὸς κι ἀπὸ τριβόλια.
K᾿ εἴσουνα, τῆς ζωῆς ὡς νὰ ζητοῦσες φόρο
αἱματοπότιστο, κι ὀλάγρια ἀντιχτύπα
πεῖνα στὸ εἶναι σου, καὶ κάποιο σαρκοβόρο
ηὗρε σ᾿ ἐσὲ καὶ φώλιασε, κ᾿ ἔσκαψε τρῦπα,
κ᾿ ἔγινε σπήλαιο τὸ κορμὶ τὸ φτεροφόρο,
καὶ τῆς κορφῆς σου γιὰ κορφὴ φόρεσες γύπα·
σὰ φλόγες καὶ σὰν κύματα καὶ σὰ λεπίδια
συρμένα ἀπὸ τὴ ρίζα ὡς τὴν κορφή σου φίδια.
Ποιὸς τὸ στοχάστηκε, ποιᾶς Μοίρας εἶναι τάμα,
ἀπὸ τὰ κακομύριστα καὶ τ᾿ ἀπορρίμια
νὰ ὑψώνωνται τὰ ὁλόχλωρα, καὶ ἁγνὸ τὸ θάμα
τοῦ Μάη κι Ἀπρίλη ἀπ᾿ τὴν ἀκάθαρτην ἀσκήμια;
Γι᾿ αὐτὸ γαλάζια μέσα μας καὶ μαῦρα ἀντάμα,
καὶ στὴν ψυχή μας ὠκεανοὶ καὶ στενορρύμια,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς μὲ τὰ ὑπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μᾶς κρατεῖ καὶ μᾶς μολεύει.
Ἥλιε, τὰ μαῦρα ὀνείρατα πάρ᾿ τα καὶ πνίχ᾿ τα,
θολοὶ εἶν᾿ ἀχνοί, κ᾿ εἶναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀγαθά, τὰ πάντα δεῖχ᾿ τα,
σὰν ἀχτιδοπαιξίματα καὶ σὰν ἀηδόνια.
K᾿ ἐσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στὴν ἄγρια νύχτα
διάφανη σκέπη ἀπὸ καρδιὰ καὶ ψυχοπόνια,
τῆς Καλλονῆς παντοῦ κυμάτισε, ὢ πορφύρα,
κ᾿ ἡ πλάση ἂς γίνῃ ἀγάπη κι ἂς χτυπάῃ σὰ λύρα!
Ξημέρωσε. Τὸ φῶς χίλια σου σπέρνει μάτια,
γιὰ ν᾿ ἀγκαλιάζεις τὰ βουνὰ καὶ τὰ ρουμάνια,
στὰ δέντρα τὶς φωλιές, στὶς χῶρες τὰ παλάτια,
καὶ τὰ καράβια στ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ στὰ λιμάνια.
Τὴ νύχτα ὡραῖα ξωτικὰ σὲ ἀχτίδων ἄτια
νὰ σὲ δουλέψουν ἔρχονται ἀπὸ τὰ οὐράνια.
Χέρια φυτρώνει ἡ λεῦκα καὶ στ᾿ ἁπλώνει πλείσια
σὲ νανουρίζουν ἥσυχα τὰ κυπαρίσσια.
Μιλᾷς μὲ τὸν ἀϊτὸ καὶ μὲ τὸν πελεκάνο,
ρουφᾷς τὴ μουσικὴ τοῦ κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τὰ μακρινά, τὰ γύρω καὶ τ᾿ ἀπάνω,
τ᾿ ἀπέραντα καὶ τ᾿ ἄπιαστα καὶ τὰ μεγάλα,
ἀνταποκρίνεσαι μὲ κάθε ἀεροπλάνο,
μὲ ἀχτίδες, μὲ φτερά, μὲ τὴν παγκόσμια σκάλα.
K᾿ ἐμεῖς γυρτὰ στὴ γῆ, δαρμέν᾿ ἀπὸ μία λύπη,
ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.
Ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.
Νέο τραγούδι ἀφάνταστο ποὺ δὲν εἰπώθῃ,
ἦχος ποὺ τίποτ᾿ ἀπὸ μέσα του δὲ λείπει·
μέσα του ρυάζεται ἄγγελος ποὺ κεραυνώθη,
κι ὅλοι γλυκανασαίνουνε τ᾿ Ἀπρίλη οἱ κῆποι·
κρυφοὶ ἀναπάντεχοι μέσα του κλαῖνε πόθοι,
καὶ τρίζει μία φωτιά, ποὺ κόσμους θὰ χαλάῃ·
κάτι ποὺ μένει ἀξήγητο καὶ σὲ περνάει!
Πές μας τὴ φωτερὴ τ᾿ ἀέρινου ἱστορία,
τοῦ μαύρου θὰ σοῦ ποῦμ᾿ ἐμεῖς τὸ συναξάρι,
κ᾿ ἔλα νὰ τὰ ταιριάσουμε τὰ δυὸ στοιχεῖα,
τὴ δύναμή σου ἐσὺ μὲ τὴ δική μας χάρη.
Στ᾿ ἄφαντα, στὰ μικρά, στ᾿ ἀνήλιαγα, στὰ κρύα
ζοῦν ἕνας κόσμος δουλευτάδες καὶ κουρσάροι,
κ᾿ ἔχουν οἱ δρόμοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ οἱ μέρες
κι ὅσα δὲν ἔχουν τῶν ἀπέραντων οἱ αἰθέρες.
Τὴ ζωή του μᾶς εἶπε τὸ μελισσολόι
κι ἄστραψαν ὡς ἐμᾶς καινούργια νιάτα·
θάματ᾿ ἀνυποψίαστα σκεπάζ᾿ ἡ χλόη,
στὸ πλάϊ μας τὸ μυρμῆγκι ἀνοίγει βαθιὰ στράτα,
μιὰ σαύρα ἀργοσυρμένη μέσ᾿ ἀπὸ κατώι,
χωρῶν, ἐθνῶν, τεχνῶν ἔφερ᾿ ἐδῶ μαντάτα.
Μιὰ πεταλούδα, ποὺ ἔτρεχε γιὰ νὰ παντρέψη
τὰ λουλουδάκια, μᾶς ἐπλάτυνε τὴ σκέψη.
Ἀπάντρευτη, ἄκαρπη, κι ἀξήγητη καὶ ὡραῖα!
Παράξενη εἴταν ὥρα, ποιὸς θὰ τὸ πιστέψη;
Βουλήθη ὁ θεῖος κόσμος, κ᾿ ἔγινεν Ἰδέα,
καὶ στὴ δική μας φανερώθηκε τὴ σκέψη.
Τώρα σ᾿ αἰνίγματα καὶ σὲ σκοτάδια νέα
εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ ζωούλα μας γιὰ νὰ μισέψῃ.
―Ὦ Φοινικιά, ἀποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι,
πρὶν πῇς τὸ λόγο τὸν ὑπέρτατο, ἕνα χέρι.
Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔσπειρεν ἐδῶ ἕνα χέρι,
καὶ θὰ ξαναπλωθῇ, καὶ θὰ μᾶς ξερριζώσῃ,
καὶ θὰ πεθάνουμε· τὸ κῦμα καὶ τ᾿ ἀγέρι
καὶ τὸ νερὸ ἀνελεήμονα θὰ μᾶς σαρώσῃ,
καὶ δὲ θὰ κλάψῃ μας τ᾿ ὁλόανθο καλοκαῖρι,
κ᾿ ἡ πλατιὰ πλάση τὸ χαμό μας δὲ θὰ νιώσῃ,
καὶ κάτου ἀπὸ τοῦ ἴσκιου σου τὰ μάγια πάλι
θ᾿ ἀναστηθῇ μοσκόπνοη μιὰ βλάστηση ἄλλη.
Καὶ μήτε θὰ βρεθῇ γιὰ μᾶς κανένα μνῆμα
τοῦ διάβα μας τὸ φάντασμα νὰ συγκρατήσῃ·
μονάχα ὁλόφωτο τριγύρω σου ἕνα ντύμα
μὲ νέα μία λάμψη ἀχάλαστη θὰ σὲ στολίσῃ,
καὶ θὰ εἶναι ἡ σκέψη μας κι ὁ λόγος μας καὶ ἡ ρίμα.
Καὶ θὰ φανῆς ἐσὺ στὴν ξαφνισμένη χτίση
σὰν ἕνα χρυσοπράσινο καινούργιο ἀστέρι.
Καὶ μήτ᾿ ἐσύ, μήτε κανεὶς δὲ θὰ μᾶς ξέρῃ…

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

"ΣΥΛΒΙΑ"





ΣΕΝΑΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
της ΝΟΤΑΣ ΧΡΥΣΙΝΑ

ΣΚΗΝΗ 1 - ΕΣΩΤΕΡ. – ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΠΙΤΙΟΥ- ΜΕΡΑ
Η ΣΥΛΒΙΑ (ΠΛΑΘ) (24)σέρνεται σε ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο. Είναι ψηλή, κοκκινόξανθα μαλλιά, ωραίο σώμα, υποφέρει από διπολική διαταραχή. Είναι σε κρίση. Φαίνεται φρικαρισμένη.
Φοράει μια άσπρη φούστα λεκιασμένη και τσαλακωμένη και άσπρο πουκάμισο μισοσκισμένο. Το βλέμμα της είναι απόκοσμο. Τα χέρια της τρέμουν. Της πέφτει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που απεικονίζει ένα κοριτσάκι στα γόνατα ενός άντρα. Ανοίγει ένα μικρό μπουκαλάκι που η ετικέτα του γράφει επάνω ΥΠΝΩΤΙΚΑ. Ρίχνει στη χούφτα της τα χάπια και τα καταπίνει.
 (Ακούγονται ΣΩΛΗΝΩΣΕΙΣ να στάζουν)
ΣΚΗΝΗ 2 – ΕΣΩΤΕΡ. –ΣΠΙΤΙ- ΜΕΡΑ
Μια ηλικιωμένη γυναίκα (60) φωνάζει τη ΣΥΛΒΙΑ με αγωνία. Μοιάζει εξωτερικά με τη Σύλβια. Έχει το ίδιο ύψος και τα ίδια χαρακτηριστικά προσώπου
Η γυναίκα την φωνάζει με αγωνία. Την ψάχνει. Ανοίγει μία μία τις πόρτες του σπιτιού. Όταν την βρίσκει η κοπέλα είναι σχεδόν μισοπεθαμένη στο στενόχωρο δωματιάκι. 

ΣΥΛΒΙΑ
(παραμιλάει)
Ο πατέρας. Γρήγορα. Πεθαίνει-

ΣΚΗΝΗ 3 - ΕΣΩΤΕΡ.- ΧΩΛ ΣΠΙΤΙΟΥ- ΜΕΡΑ
Η γυναίκα τρέχει έντρομη στο χολ. Σηκώνει το τηλέφωνο και καλεί ασθενοφόρο.
ΜΗΤΕΡΑ
Γρήγορα. Η κόρη μου πήρε υπνωτικά χάπια να αυτοκτονήσει
(ακούγονται ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟΥ)

ΣΚΗΝΗ 4- ΕΣΩΤΕΡ. -ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ – ΜΕΡΑ (ΜΕΣΗΜΕΡΙ)
Οι ΤΡΑΥΜΑΤΙΟΦΟΡΕΙΣ μεταφέρουν τη ΣΥΛΒΙΑ τρέχοντας με φορείο στο χειρουργείο. Οι ΓΙΑΤΡΟΙ μπαίνουν κι αυτοί μέσα τρέχοντας.
 (Το ΡΟΛΟΙ ΤΟΙΧΟΥ δείχνει 4 μετά το μεσημέρι)

ΣΚΗΝΗ 5 – ΕΣΩΤΕΡ. – ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ- ΒΡΑΔΥ
 Το ΡΟΛΟΙ ΤΟΙΧΟΥ δείχνει 8. Η πόρτα της εντατικής ανοίγει. Βγαίνει ένας νεαρός γιατρός.
ΓΙΑΤΡΟΣ
(Μιλάει ήρεμα)
Σώθηκε. Μπορείτε να την δείτε στο δωμάτιό της σε λίγο.



ΣΚΗΝΗ 6 – ΕΣΩΤΕΡ. – ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ – ΜΕΡΑ (ένα μήνα μετά)
Η ΣΥΛΒΙΑ ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Δίπλα της, στο τραπεζάκι, υπάρχουν κόκκινα τριαντάφυλλα. Πάνω της σκυμμένος ο γιατρός της την εξετάζει. Του χαμογελάει.
ΣΥΛΒΙΑ
Γιατρέ πήρα την υποτροφία για το Κέμπρητζ

ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ
Μπράβο, Σύλβια. Πάλεψες σκληρά

ΣΚΗΝΗ 7 – ΕΞΩΤΕΡ. – ΑΥΛΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ- ΜΕΡΑ (δυο μέρες μετά)
Η ΣΥΛΒΙΑ αποχαιρετάει τον γιατρό της.
ΣΥΛΒΙΑ
Ευχαριστώ για όλα, γιατρέ

ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ
Πιστεύω σ’ εσένα, Σύλβια. Πρέπει να πιστέψεις όμως κι εσύ και να αφεθείς. Τόλμησε να αδράξεις τη μέρα. Καλή τύχη στο νέο σου ξεκίνημα

ΜΗΤΕΡΑ ΣΥΛΒΙΑΣ
Γιατρέ μιλήστε της κι εσείς. Το Λονδίνο είναι μακριά-

Ο γιατρός χαμογελάει και φεύγει χωρίς να πει τίποτα. Η μητέρα της Σύλβια κοιτάζει μια τον γιατρό μια την κόρη της σχεδόν με απόγνωση

ΣΚΗΝΗ 8-ΕΣΩΤΕΡ. – ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΧΗΘΡΟΟΥ- ΜΕΡΑ (το επόμενο ΠΡΩΙ)

Ακούγεται στο μικρόφωνο να αναγγέλλεται η άφιξη του αεροπλάνου από ΒΟΣΤΩΝΗ.
(Πανοραμική άποψη του αεροδρομίου)

Η ΣΥΛΒΙΑ δείχνει χαρούμενη. Το πρόσωπό της λάμπει. Περπατάει με σταθερό βήμα. Τα κοκκινόξανθα μαλλιά της ανεμίζουν καθώς προχωράει προς το σαλόνι των αφίξεων. (Ακούγεται ο ήχος ΑΕΡΟΠΛΑΝΩΝ να απογειώνονται και φασαρία από την κίνηση στο αεροδρόμιο).

ΣΚΗΝΗ 9 - ΕΞΩΤΕΡ. – ΈΞΟΔΟΣ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ ΧΗΘΡΟΟΥ- ΜΕΡΑ

Η ΣΥΛΒΙΑ βγαίνει από το αεροδρόμιο και κοιτάζει γύρω της. Την πλησιάζει η ΤΖΕΗΝ (24) και τρέχει να την αγκαλιάσει.
Η Τζέην, ψηλή με μεγάλα μάτια μπλε, ωραίο σώμα και βρετανική προφορά, είναι εντυπωσιακή κοπέλα και πρόσχαρη. (Είναι η κοπέλα με την οποία θα μοιραστούν το δωμάτιο στον ξενώνα του Πανεπιστημίου)



ΤΖΕΗΝ
Ήρθες! Θα περάσουμε τέλεια!

ΣΥΛΒΙΑ
(Με δήθεν σοβαρό και αυστηρό ύφος)
Εδώ δεν είναι Βοστόνη να ρωτάτε τον καθηγητή σας ποιος έγραψε το Λαίδη Λάζαρους[1] (γέλια)

ΤΖΕΗΝ
Θυμάσαι πόσο άσχετος ένιωσε ο κύριος Κέην στο μάθημα της Συγκριτικής λογοτεχνίας όταν τον ρώτησα;
(γέλια)


ΣΚΗΝΗ 10 -ΕΣΩΤΕΡ.- ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ – ΜΕΡΑ

(Η ΚΑΜΕΡΑ δείχνει φευγαλέα το βρετανικό τοπίο)

Ο ΟΔΗΓΟΣ του αυτοκινήτου (50) ντυμένος με στολή σοφέρ οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα. (Φαίνεται να ξέρει καλά τη διαδρομή) Καταπράσινα δέντρα, χορτάρι και λίγη ομίχλη στο φόντο.
 Οι κοπέλες κάθονται αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα μιας ακριβής Μερσεντές, γελούν και κοιτάζουν ένα περιοδικό.

ΤΖΕΗΝ
Γράφει για το μυθιστόρημά σου «Ο Γυάλινος Κώδων»[2]. Είσαι δυνατή. Σε θαυμάζω!

ΣΥΛΒΙΑ
(Η ΣΥΛΒΙΑ απαγγέλλει τους στίχους με στόμφο)
Το να πεθαίνεις / είναι μια τέχνη, όπως καθετί.[3]

Η ΤΖΕΗΝ πιάνει το χέρι της Σύλβια και το κρατάει σφιχτά.

ΤΖΕΗΝ
Μην τα σκέφτεσαι πια-

ΣΥΛΒΙΑ
Βγαίνω με τα κόκκινα μαλλιά μου στη μέρα
Και τρώω τους άντρες σαν αέρα.[4]
(γελάει πονηρά)

ΤΖΕΗΝ
Αλήθεια το αφιέρωσες στον ΣΑΣΟΥΝ;


ΣΥΛΒΙΑ
Μην μου τον θυμίζεις. Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ είναι βαρετός όπως όλοι τους. Η αυτοκτονία δεν είναι τίποτα μπροστά στη βαρεμάρα.

ΣΚΗΝΗ 11- ΕΣΩΤΕΡ. – ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΤΟ ΚΕΜΠΡΙΤΖ-ΜΕΡΑ

Η ΣΥΛΒΙΑ τακτοποιεί τα πράγματά της στο δωμάτιο.
Ανοίγει το παράθυρο. Ο ήλιος την τυφλώνει. Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά της. (Τσούζουν)
Κοιτάζει τη θέα από το παράθυρο του δωματίου στον κήπο με τα λουλούδια και το καταπράσινο τοπίο. Παρατηρεί με θαυμασμό τα κτήρια του πανεπιστημίου
(τριώροφα κτήρια από κόκκινο τούβλο και λευκά παράθυρα, οι στέγες είναι στιλ αγγλικού μπαρόκ)
Ανοίγει το παράθυρο και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Δείχνει ευχαριστημένη.
Η ΤΖΕΗΝ που στέκεται δίπλα της λέει με δήθεν σοβαρή φωνή

ΤΖΕΗΝ
Καλώς ήρθατε κυρία Πλαθ στο κολέγιο θηλέων του Νιούνχαμ.
(γέλια)
Οι δυο φίλες κάνουν γκριμάτσες σαν παλιάτσοι.

ΣΚΗΝΗ 12 -ΕΣΩΤΕΡ. – ΔΩΜΑΤΙΟ ΚΕΜΠΡΙΤΖ- ΜΕΡΑ (ΑΠΟΓΕΥΜΑ)

Η Σύλβια σκυμμένη πάνω από το γραφείο μπροστά στο παράθυρο γράφει ασταμάτητα. Σχίζει πετάει χαρτιά. Ξαναγράφει.
Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Τζέην με φόρα. Έχει εύθυμη διάθεση
ΤΖΕΗΝ
Δεν πιστεύω να θέλεις να συνεχίσεις να γράφεις όλη την υπόλοιπη μέρα. Έλα ετοιμάσου να σε ξεναγήσω στο campus. Βιάσου, μπορεί να γνωρίσεις τον έρωτα της ζωής σου πριν γνωρίσεις τους πεθαμένους ποιητές στα μαθήματά μας

ΣΥΛΒΙΑ
Ο έρωτας είναι μια τεράστια έλλειψη[5]. Μα οι νεκροί είναι περισσότερο ενδιαφέροντες. Μην ξεχνάς πως ήρθα γι’ αυτούς

ΣΚΗΝΗ 13- ΕΞΩΤΕΡ.- ΠΑΡΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ –ΜΕΡΑ (ΑΠΟΓΕΥΜΑ)

Οι κοπέλες περπατούν ανάμεσα στα παλιά καλοδιατηρημένα κτήρια και το όμορφο πάρκο. Στέκονται για λίγο έξω από το κτήριο της βιβλιοθήκης. Συνεχίζουν τη βόλτα τους προς το κέντρο της πόλης. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες γυρνούν τριγύρω σαν το μελίσσι
(Ακούγονται ΓΕΛΙΑ, ΦΩΝΕΣ και ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ χωρίς να ξεχωρίζουμε τι λένε).


ΣΥΛΒΙΑ
Πω πω κόσμος! Σαν μελίσσι! Ο πατέρας μου θα ήταν εδώ στο στοιχείο του.[6]

Ξαφνικά η Σύλβια μελαγχολεί.
Η Τζέην αλλάζει αμέσως κουβέντα

ΤΖΕΗΝ
Έλα να σου γνωρίσω τον ΑΛΑΝ (25)
Όμορφος, αθλητικός, ο χαρακτηριστικός τύπος του γοητευτικού και γεμάτου αυτοπεποίθηση άντρα.
(Φαίνεται να αρέσει στην Νάνσυ)
 και τον ΑΜΙΣ [7] (25).
Ο Άμις ένας όμορφος, Καναδός, καλοντυμένος με ύφος ντροπαλό, σοβαρό και κάπως αφηρημένο. Σπουδάζει λογοτεχνία και γράφει λογοτεχνικές κριτικές. Κρατάει στα χέρια του ένα περιοδικό
ΤΖΕΗΝ
Ο Άμις γράφει στο περιοδικό «Saint Botolph’s review»[8]

ΣΥΛΒΙΑ
Χάρηκα!
(τον χαιρετάει με χειραψία)
Αυτό είναι που κρατάτε;

ΑΜΙΣ
To περιοδικό; Ναι.
(κάπως αφηρημένα)
Γράφετε;

ΣΥΛΒΙΑ
Σκαλίζω ποιήματα-
(ενώ μιλάει χαμογελάει πλατιά)

ΤΖΕΗΝ
-Γράφει καταπληκτικά!

Η ΣΥΛΒΙΑ ξεφυλλίζει το περιοδικό και το μάτι της σταματάει σε μερικά ποιήματα του ΤΕΝΤ ΧΙΟΥΖ. Διαβάζει δυνατά (V.O)
(Η ΚΑΜΕΡΑ ανοίγει το πλάνο στο τοπίο.)

ΣΥΛΒΙΑ
Η αρκούδα είναι ποτάμι/Όπου, όταν οι άνθρωποι σκύβουν για να πιούν,/Αντικρίζουν τον νεκρό εαυτό τους.
Η αρκούδα κοιμάται/Μέσα σε ένα βασίλειο τοίχων/Μέσα σε ένα δίκτυο ποταμών.
Αυτή είναι ο βαρκάρης/Για τη χώρα των νεκρών.
Η αμοιβή της είναι τα πάντα.

Ο Άμις δείχνει ενθουσιασμένος και γοητευμένος με τη Σύλβια

ΆΜΙΣ
Ελάτε αύριο στο πάρτι του περιοδικού. Θα είναι και ο ΤΕΝΤ
(εννοεί ότι έχει κάποια οικειότητα μαζί του)
 Τι λέτε;
Η Σύλβια δείχνει πανευτυχής.

ΣΥΛΒΙΑ
Τέλεια!
(ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών της σαν να θέλει να χορέψει)

ΆΜΙΣ
Αύριο θα σας περιμένω στην είσοδο του ξενώνα σας στις 9 ακριβώς.

ΣΚΗΝΗ 14- ΕΣΩΤΕΡ. –ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΩΝΑ ΚΕΜΠΡΙΤΖ- ΒΡΑΔΥ

Οι κοπέλες ετοιμάζονται. Φορούν όμορφα βραδινά φορέματα. Η Σύλβια κόκκινο και η Τζέην πράσινο. Τα μαλλιά τους καλοχτενισμένα. Τα πλούσια κοκκινόξανθα μαλλιά της ΣΥΛΒΙΑ είναι χτενισμένα σαν της Κάθριν Χέπμπορν. Η Σύλβια διαθέτει την ίδια φινέτσα. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Γυρίζει δεξιά αριστερά και κοιτάζει το φόρεμά της. Οι κινήσεις της θυμίζουν μπαλαρίνα. Διορθώνει το ντεκολτέ της.

ΤΖΕΗΝ
Κούκλα! Μοιάζεις σαν την Κάθριν Χέπμπορν. Έλα τώρα, βιάσου, Σύλβια! Ανυπομονώ να δω τον Άλαν
Η Τζέην χορεύει από τη χαρά της. Η Σύλβια σκύβει και βάζει κουτσαίνοντας το αριστερό της γοβάκι.
(Παριστάνει πως καθυστερεί)
 Σηκώνεται και βγαίνει καμαρωτή από την πόρτα.

ΣΚΗΝΗ 15 – ΕΞΩΤΕΡ.- ΕΙΣΟΔΟΣ ΞΕΝΩΝΑ ΚΕΜΠΡΙΤΖ- ΒΡΑΔΥ

Ο Άλαν και ο Άμις στέκονται στην είσοδο του ξενώνα.
(ντυμένοι με σικάτα κοστούμια, φρεσκοξυρισμένοι, με μαλλιά χτενισμένα άψογα τις περιμένουν συζητώντας χαλαρά).
Ο Άμις μόλις βλέπει τη Σύλβια την πλησιάζει και της δίνει το χέρι του κάπως αδέξια. Εκείνη του χαμογελάει.
 Ο Άλαν και η Τζέην περπατούν πιασμένοι από το μπράτσο συζητούν ψιθυριστά. Δίπλα τους η Σύλβια και ο Άμις περπατούν συζητώντας εύθυμα.






ΣΚΗΝΗ 16 – ΕΣΩΤΕΡ.- ΚΤΗΡΙΟ ΣΧΟΛΗΣ ΚΕΜΠΡΙΤΖ- ΒΡΑΔΥ

Τα ζευγάρια μπαίνουν στο κτήριο. Μόλις ανοίγει η πόρτα ακούγεται η ΜΟΥΣΙΚΗ να δυναμώνει σαν κύμα. Νέοι και νέες χορεύουν, πίνουν, γελούν, αστειεύονται.  Η Σύλβια κοιτάζει γύρω της ανυπόμονα.

ΣΥΛΒΙΑ
Τι λες Άμις, θα μου συστήσεις αυτόν τον ποιητή που σου διάβασα χθες;

ΆΜΙΣ
Τον Τεντ Χιούζ, βέβαια. Να τον. Μόλις τον είδα να έρχεται προς το μέρος μας.

Ο ΆΜΙΣ χαμογελάει στον ΤΕΝΤ (27) που πλησιάζει προς το μέρος τους και τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη.
(ψηλός, αθλητικός, όμορφος με λεπτά χείλη και καλοκουρεμένα μαλλιά όπως τα κλασικά κολεγιόπαιδα)
Η Σύλβια καρφώνει τον Τεντ με το βλέμμα της

ΆΜΙΣ
Να σου συστήσω μια θαυμάστριά σου, ποιήτρια. Τεντ, η Σύλβια. Σύλβια, ο Τεντ.
(Ακούγεται το τραγούδι του Κλιφ Ρίτσαρντ Move it[9])

ΣΥΛΒΙΑ
(απαγγέλει στίχους από το ποίημά του)
Η αρκούδα είναι ποτάμι/Όπου, όταν οι άνθρωποι σκύβουν για να πιούν,/Αντικρίζουν τον νεκρό εαυτό τους.

ΤΕΝΤ
Ώστε με διαβάζετε;
(της λέει με την γιορκσαϊρινή προφορά του. Η φωνή του βαθιά και βροντερή σαν κεραυνός, δείχνει κολακευμένος)

Όλο το βράδυ η ΣΥΛΒΙΑ του απαγγέλει στίχους του που είχε αποστηθίσει.
Χορεύουν, πίνουν μπράντι, τραγουδούν.
(Ξεχνούν εντελώς τους άλλους).

 ΣΚΗΝΗ 17- ΕΣΩΤΕΡ.- ΚΤΗΡΙΟ ΣΧΟΛΗΣ ΚΕΜΠΡΙΤΖ –ΝΥΧΤΑ

Ο Τέντ και η Σύλβια μεταφέρονται σε ένα χώρο δίπλα από το πάρτι όπου είναι εντελώς μόνοι. Κοιτάζονται.
 Συζητούν με ενδιαφέρον.
Χάνονται ο ένας στη συντροφιά του άλλου. Χορεύουν.
Κάποια στιγμή εκείνος κάνει ένα βήμα και τη φιλάει στον λαιμό κι εκείνη τον δαγκώνει στο μάγουλο με τόση δύναμη που τον ματώνει.[10] Βγάζει ένα μαντίλι και σκουπίζει τελετουργικά το αίμα. Μετά διπλώνει και φυλάει το μαντίλι προσεκτικά στην τσάντα της.
Εκείνος δεν φαίνεται να ξαφνιάζεται.
Πιάνει το χέρι της και το κρατάει πάνω στο μάγουλό του.


ΣΥΛΒΙΑ
Κάποια μέρα θα πεθάνω για εσένα
(του λέει  ξαφνικά, σχεδόν δραματικά, μισοζαλισμένη, αμέσως όμως ξεσπάει σε νευρικά γέλια)

Εκείνος την χαϊδεύει και την φιλάει. Μιλάει ψευδίζοντας. Φαίνεται λίγο μεθυσμένος. Και η Σύλβια ξεσπάει σε γέλια.
Φεύγουν από το πάρτι αγκαλιασμένοι.

ΣΚΗΝΗ 18-ΣΕΚΑΝΣ- ΕΞΩΤΕΡ. – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΕΜΠΡΙΤΖ- ΜΕΡΑ

Η Σύλβια και ο Τεντ είναι αχώριστοι.
-Διαβάζουν μαζί καθισμένοι πάνω στο γρασίδι του πάρκου. Ο ήλιος είναι ψηλά και η ατμόσφαιρα καθαρή.
-Τρώνε μαζί σε ένα μικρό εστιατόριο. Τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Το φως λούζει τον χώρο.
-Περπατούν στους κήπους του πανεπιστημίου πιασμένοι χέρι χέρι. Ο ήλιος έχει σχεδόν δύσει.
-Φιλιούνται. Είναι πια νύχτα.

ΣΚΗΝΗ 19 - ΕΣΩΤΕΡ.- ΔΩΜΑΤΙΟ ΧΙΟΥΖ- ΝΥΧΤΑ

Η Σύλβια και ο Τεντ κάνουν παθιασμένο έρωτα. (Η ΚΑΜΕΡΑ δείχνει το πρόσωπο της Σύλβια που αλλάζει εκφράσεις σαν να εκφράζει πόνο)
Ξαπλώνει δίπλα του και ανάβει τσιγάρο. Την απασχολεί κάτι. Ξαφνικά γίνεται απόμακρη. Κοιτάζει αδιάφορα το ταβάνι. Ο ΤΕΝΤ απλώνει το χέρι του να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Εκείνη αποτραβιέται. Πάει να σηκωθεί από το κρεβάτι.
ΤΕΝΤ
Τι συμβαίνει, Σύλβια;

ΣΥΛΒΙΑ
Η Σύλβια σηκώνεται όρθια. Κοιτάζει γύρω της σαν να μην υπάρχει κανένας. Σαν να αποκόπηκε από την πραγματικότητα.
(Απαγγέλει μερικούς στίχους από το ποίημά του ΧΙΟΥΖ. Τους ίδιους ακριβώς στίχους που του είχε απαγγείλει τη μέρα που τον γνώρισε)

ΣΥΛΒΙΑ
Η αρκούδα είναι ποτάμι/Όπου, όταν οι άνθρωποι σκύβουν για να πιούν,/Αντικρίζουν τον νεκρό εαυτό τους.

ΣΥΛΒΙΑ
Κι αν όλα τελειώνουν γιατί να νιώθουμε ευτυχισμένοι;

Τα τελευταία λόγια τα λέει σχεδόν οργισμένη.
Κάθεται στην πολυθρόνα απέναντι από το κρεβάτι. Κουλουριάζεται στη στάση του εμβρύου.
Κοιτάζει προς το παράθυρο. Δίπλα στο παράθυρο είναι ένα μικρό γραφείο με ένα πράσινο φωτιστικό γραφείου. Καρφώνει τα μάτια της πάνω στο φωτιστικό. Δείχνει σοκαρισμένη. Το πρόσωπό της μεταμορφώνεται. Σκληραίνει. Μοιάζει σχεδόν αλλοιωμένο. Πονάει. Μοιάζει να ζει ένα δράμα

ΣΚΗΝΗ 20- ΣΕΚΑΝΣ -ΕΣΩΤΕΡ. ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΠΙΤΙΟΥ- ΝΥΧΤΑ (ΦΛΑΣΜΠΑΚ)

-Το μυαλό της ΣΥΛΒΙΑ (8)πηγαίνει στην παιδική της ηλικία. Η ίδια παίζει στον κήπο. Πειράζει τα μελίσσια του πατέρα της.
- Ο πατέρας την μαλώνει. (Βρίσκονται στο γραφείο του)
-Ο πατέρας της δουλεύει στο γραφείο του. Πάνω στο έπιπλο ένα ίδιο πράσινο φωτιστικό με αυτό στο δωμάτιο του Τεντ Χιουζ. Είναι αργά τη νύχτα.
-Μετά ο πατέρας της είναι νεκρός πάνω σε ένα τραπέζι. Εκείνη τον κοιτάζει. Κρατάει ένα βιβλιαράκι με σημειώσεις του πατέρα της. Πονάει. Έχει παγώσει.
(Ακούγεται μια παιδική φωνή O.S)

ΣΥΛΒΙΑ
Μήπως φταίω εγώ; Δεν θα πειράξω ξανά τις μέλισσες. Μην πεθάνεις. Μπαμπά σε χρειάζομαι.
(Η ΚΑΜΕΡΑ δείχνει το πράσινο φωτιστικό με διαστρεβλωμένες διαστάσεις)

ΣΚΗΝΗ 21- ΕΣΩΤΕΡ. ΔΩΜΑΤΟ ΧΙΟΥΖ- ΝΥΧΤΑ

Το πρόσωπο της ΣΥΛΒΙΑ μοιάζει να ξυπνάει από έναν βαθύ ύπνο. Γυρίζει προς τον ΤΕΝΤ και του απαγγέλλει λίγους δικούς της στίχους

ΣΥΛΒΙΑ
Το να πεθαίνεις / είναι μια τέχνη, όπως καθετί. / Κι εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά / Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει κόλαση. / Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει αληθινό. / Έχω το χάρισμα μπορείς να πεις[11]

Πώς σου φαίνονται; Δεν γράφω χαρισματικούς στίχους;
Ο Τεντ σηκώνεται και την πλησιάζει. Την αγκαλιάζει απαλά. Την σηκώνει, την φέρνει επάνω του και την φιλάει. Φαίνεται ψύχραιμος. Δεν καταλαβαίνει το εσωτερικό δράμα της Σύλβια.

ΤΕΝΤ
Έλα πάμε να δούμε την ανατολή του ήλιου πάνω στο οροπέδιο δίπλα στη λίμνη!

Αυτή η αναπάντεχη πρόταση την ξαφνιάζει και την συνεφέρνει

ΣΥΛΒΙΑ
Τεντ, είσαι τρελός!

ΤΕΝΤ
Δεν θέλεις να γίνεις ποιήτρια; Αυτό πρέπει να το δεις!

Η Σύλβια τον ακολουθεί. Εκείνος τη βοηθάει να ντυθούν γρήγορα.


ΣΚΗΝΗ 22 – ΕΞΩΤΕΡ. – ΑΥΛΗ ΞΕΝΩΝΑ ΤΕΝΤ- ΝΥΧΤΑ

Ο Τεντ και η Σύλβια ντυμένοι σε σπορ στιλ πλησιάζουν ένα κόκκινο αυτοκίνητο μάρκας Mini Cooper που είναι παρκαρισμένο στην αυλή.
ΤΕΝΤ
Από δω ο Τίγρης. Πώς σου φαίνεται;

ΣΥΛΒΙΑ
Γράφεις για αρκούδες, οδηγείς έναν τίγρη. Νομίζω ότι κινδυνεύω;
(το ύφος της είναι ελαφρά ειρωνικό)

ΤΕΝΤ
Μπες μέσα να το ανακαλύψεις. Σε μισή ώρα θα είμαστε στην κορυφή. Θα τα ξεχάσεις όλα. Αυτό που θα δεις είναι ύμνος στη ζωή. Μόλις που προλαβαίνουμε την ανατολή δίπλα στη λίμνη.

Η Σύλβια μπαίνει στο αυτοκίνητο και ο Τεντ πατάει το γκάζι.

ΤΕΝΤ
Φύγαμε.

ΣΚΗΝΗ 23 – ΕΣΩΤΕΡ.- ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ- ΝΥΧΤΑ

Η Σύλβια τραγουδάει σιγανά ένα παλιό τραγούδι του Κλιφ Ρίτσαρντ το Move it. Με το αριστερό της χέρι παίζει το ρυθμό πάνω στο παρμπρίζ ενώ με το δεξί χέρι της αγκαλιάζει τον ώμο του Τεντ που κοιτάζει με προσοχή τον δρόμο. Είναι απορροφημένος στην οδήγηση. Αλλάζει ταχύτητες και πατάει το γκάζι. Το παράθυρο του αυτοκινήτου από τη μεριά της Σύλβια είναι ανοιχτό. Το τοπίο είναι σκοτεινό. Μόνο οι προβολείς φωτίζουν τον δρόμο που έχει στροφές. Ο δρόμος μοιάζει σαν φίδι που σκαρφαλώνει σε δέντρο. Τα μαλλιά της ανακατεύονται από το πρωϊνό αέρα που φυσάει κάπως δυνατά καθώς το αυτοκίνητο τρέχει με ταχύτητα.


ΣΥΛΒΙΑ
Τεντ, θυμάσαι το τραγούδι που ακουγόταν το βράδι που γνωριστήκαμε στο πάρτι;

ΤΕΝΤ
Τι; Μίλα πιο δυνατά. Δεν ακούω από τον αέρα.

ΣΥΛΒΙΑ
Λέω το τραγούδι-

ΤΕΝΤ
(τραγουδάει το τραγούδι του Κλιφ Ρίτσαρντ Move it)
Ακούμε τη μουσική να έρχεται από κάπου στο βάθος ενώ ο Τεντ τραγουδάει
-C'mon pretty baby let's a move it and a-groove it/Well shake oh baby, shake oh honey, please don't lose it/The rhythm that gets into your heart and soul/Well, let me tell you baby, it's called rock 'n' roll/They say it's gonna die but please let's face it/Well, they just don't know what's a goin' to replace it/Yeah, ballads and calypsos they got nothin' on/Real country music that just drives along

Αρχίζει να τραγουδάει και η Σύλβια. Ο Τεντ της ρίχνει φευγαλέα τρυφερά βλέμματα. Παρατηρεί μια ένταση στα ρουθούνια της σαν φτερούγισμα μέλισσας. Το αυτοκίνητο φτάνει στο ύψωμα. Ο ΗΛΙΟΣ έχει αρχίσει να ανατέλλει. Οι ακτίνες ρίχνουν το χρυσό φως πάνω στη λίμνη η οποία αντανακλά το χρυσοκόκκινο πρωϊνό φως.

ΣΚΗΝΗ 24 - ΕΞΩΤΕΡ. –ΛΙΜΝΗ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ- ΜΕΡΑ (ΑΝΑΤΟΛΗ)

Η λίμνη έχει σχήμα μακρόστενο. Καμπυλώνεται μόνο στη μία άκρη. Στο πλάι του δρόμου υπάρχουν μικροί χώροι στάθμευσης με θέα τη λίμνη. Ο Τεντ διαλέγει έναν χωρίς καντίνα, πάνω από μια απότομη κατάφυτη πλαγιά που κατηφορίζει ως την όχθη.

ΤΕΝΤ
Ορίστε, λοιπόν. Εδώ είμαστε.

Η Σύλβια τον κοιτάζει γοητευμένη. Κοιτάζει γοητευμένη και το τοπίο με τον ΗΛΙΟ να ανατέλλει. Του χαϊδεύει τα μαλλιά. Το ίδιο κι εκείνος. Φιλιούνται. Μοιάζουν σαν να ανήκουν στο τοπίο. Φιλιούνται. Η φύση είναι καταπράσινη, η λίμνη λάμπει από φως και ο Ήλιος σηκώνεται λαμπρός εποπτεύοντας το τοπίο.

ΣΥΛΒΙΑ
Θα μπορούσα να ζήσω έτσι χωρίς να με νοιάζει ο θάνατος

Εκείνος την κοιτάζει απορημένος.

ΤΕΝΤ
Έρχομαι συχνά εδώ. Μελετώ το πέταγμα των αετών και αν είμαι τυχερός συναντώ και λύκους

Η ΣΥΛΒΙΑ γυρίζει το κεφάλι της απότομα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της συσπώνται.

ΣΥΛΒΙΑ
Κι εκείνος το ίδιο θα έκανε.

ΤΕΝΤ
(κάπως ενοχλημένος)
Ποιος απασχολεί το μυαλουδάκι σου ενώ είσαι μαζί μου;
ΣΥΛΒΙΑ
Ο Daddy[12] ποιος άλλος, Τεντ;

ΤΕΝΤ
Μην σκέφτεσαι τίποτα, Σύλβια. Είμαστε μαζί. Είμαι εδώ εγώ-


Ο ΧΙΟΥΖ την φιλάει. Αρχίζει να της απαγγέλλει στίχους από το ποίημά του Η αρκούδα


ΤΕΝΤ
Mέσα στο τεράστιο ορθάνοιχτο κοιμισμένο μάτι του βουνού/Η αρκούδα είναι η αναλαμπή της κόρης του ματιού/Έτοιμη να ξυπνήσει/Κι αμέσως να εστιάσει.
Η αρκούδα κολλάει/Την αρχή με το τέλος –
Η ΣΥΛΒΙΑ συνεχίζει

ΣΥΛΒΙΑ
-Με κόλλα από τα κόκαλα των ανθρώπων/Στον ύπνο της.
Η αρκούδα σκάβει/Όσο κοιμάται/Άπ' άκρη σ' άκρη τον τοίχο του Σύμπαντος/Μ' ενός ανθρώπου οστό.
Η αρκούδα είναι πηγάδι/Πολύ βαθύ για να λάμψει/Εκεί όπου η κραυγή σου/Χωνεύεται.
Η αρκούδα είναι ποτάμι/Όπου, όταν οι άνθρωποι σκύβουν για να πιουν,/Αντικρίζουν τον νεκρό εαυτό τους.
Η αρκούδα κοιμάται/Μέσα σε ένα βασίλειο τοίχων/Μέσα σε ένα δίκτυο ποταμών.
Αυτή είναι ο βαρκάρης/Για τη χώρα των νεκρών.
Η αμοιβή της είναι τα πάντα.

Την κοιτάζει με θαυμασμό. Γυρίζει απότομα και της λέει

ΤΕΝΤ
Σύλβια Πλαθ, σε χρειάζομαι. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;



[1] Το ποίημα Lady Lazarus (Λαίδη Λάζαρος) ανήκει στην Σύλβια Πλαθ
[2]   Το στοιχείο είναι ψευδές καθώς το μυθιστόρημα εκδόθηκε μετά τον θάνατό της. Αρχικά με το ψευδώνυμο «Βικτόρια Λούκας» και το 1967 με το πραγματικό της όνομα. Στην Αμερική εκδόθηκε το 1971.
[3] Στίχος από το ποίημα της Σύλβια Πλαθ Lady Lazarus (Λαίδη Λάζαρος)
[4] Οι τελευταίοι στίχοι από το ποίημα Lady Lazarus (Λαίδη Λάζαρος)
[5] Παραφράζοντας τον Σαρτρ
[6]   Αναφορά στον βιολόγο, εντομολόγο πατέρα της που είχε μελετήσει και αγαπούσε τις μέλισσες
[7] Ο Άμις ήταν ο νεαρός με τον οποίο πήγε η Σύλβια Πλαθ στο πάρτι που γνώρισε τον Τεντ Χιούζ
[8] Πρόκειται για το περιοδικό «Saint Botolph’s review» στο οποίο η Σύλβια Πλαθ διάβασε κάποια πολύ εντυπωσιακά ποιήματα του Τεντ Χιουζ
[9] https://www.youtube.com/watch?v=sKkqHL2-9nM
[10] Πραγματικό περιστατικό
[11] Απόσπασμα από το ποίημα Lady Lazarus (Λαίδη Λάζαρος)
[12] Υπαινιγμός στο ομώνυμο ποίημα της Σύλβια Πλαθ