Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Άδωνις - Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού



Ένας θεός αγαπάει το άλγος του 



Στον θεό που σχίζεται
στα βήματά μου -
εγώ ο Μιχιάρ ο καταραμένος,
θυσία υψώνω τους νεκρούς
και λέω την ευχή του πληγωμένου λύκου.

Αλλά οι τάφοι που χασμουριούνται
στα λόγια μου
κλωσσάνε τ' άσματά μου
μ΄έναν θεό που απομακρύνει τις πέτρες από μας
και αγαπάει το άλγος του,
ευλογεί ακόμα και την κόλαση·
λέμε μαζί τις προσευχές
και στης ημέρας το πρόσωπο δίνει ξανά την αθωότητα.



Πηγή: Άδωνις, Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού, Μτφ. Μάρκελλος Πιράρ, Εκδόσεις Άγρα.


Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Γύρω από τον ιστορικό Καβάφη


Μια ανάγνωση του δοκιμίου του Σπύρου Βρεττού για τον ποιητή
Φρύνη Κωσταρά




Μια εξαιρετική μελέτη για το καβαφικό έργο κυκλοφόρησε μέσα στο καλοκαίρι (Ιούνιος 2015) (.poema..) εκδόσεις, σε μια καλαίσθητη, άρτια επιμελημένη έκδοση. Πρόκειται για το βιβλίο του Σπύρου Βρεττού με τον τίτλο Μια κάποια λύσις (3+1 δοκίμια για τον Κ. Π. Καβάφη). Αποτελείται από τέσσερα σύντομα δοκίμια για το καβαφικό έργο, τρία γραμμένα προσφάτως και ένα παλαιότερο, στα οποία ο συγγραφέας καταθέτει τις σκέψεις του και επιχειρεί να δώσει «μια κάποια λύση» σε διάφορα θέματα που αναδύονται από το καβαφικό έργο. Και τα τέσσερα κείμενα, στα οποία καταγράφονται ποικίλοι προβληματισμοί του συγγραφέα με εστίαση σε διαφορετικές πτυχές της καβαφικής ποιητικής, παρουσιάζουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και πραγματικά αποτελούν αφορμή για εμβάθυνση στο έργο του ποιητή, τόσο για τον μυημένο στο καβαφικό έργο μελετητή όσο και για τον απλό αναγνώστη της καβαφικής ποίησης.

Ξεκινώ από το τελευταίο στην παρούσα έκδοση κείμενο, το οποίο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε αρκετά νωρίτερα από τα υπόλοιπα τρία, το 2002. Στο δοκίμιο αυτό, που τιτλοφορείται «Μια ''βαρβαρική'' περιδιάβαση στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα με αφορμή το ποίημα ''Περιμένοντας τους βαρβάρους''» (1898/1904), ο Βρεττός προβάλλει πτυχές του πολυπρισματικού διαλόγου που έχει αναπτυχθεί στη νεοελληνική λογοτεχνία ανάμεσα σε έργα νεότερων ποιητών και το συγκεκριμένο καβαφικό ποίημα. Ο Βρεττός παρουσιάζει την εξέλιξη του συμβόλου των βαρβάρων στη νεοελληνική ποίηση. Ενός συμβόλου, που έχει δεχθεί πληθώρα ερμηνειών από τους μελετητές. Στο καβαφικό ποίημα ο ερχομός τους αναμένεται ως λύτρωση από την παρακμή που έχει πλήξει την κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε αδιέξοδο. Σεφέρης, Καρυωτάκης, Σικελιανός, Σινόπουλος, Αναγνωστάκης, Κατσαρός, Μαρκόπουλος, Καρούζος, Παπαδίτσας, Εγγονόπουλος, Σαχτούρης, Λεοντάρης, Δημουλά, Ρίτσος και Αγγελάκη-Ρουκ παρουσιάζονται στο συγκεκριμένο δοκίμιο να συνδιαλέγονται με τον Καβάφη με άξονα τις ποιητικές τους αναφορές στο θέμα των «βαρβάρων» και της «βαρβαρότητας», ιδωμένο από ποικίλες οπτικές. Ο Βρεττός προβάλλει ακροθιγώς διάφορες πτυχές αυτού του διαλόγου, δίνοντας το ερέθισμα στον αναγνώστη για περαιτέρω διερεύνηση των μεταξύ τους σχέσεων και εμβάθυνση. Ενας πραγματικά ενδιαφέρων διάλογος, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτός έως τις μέρες μας, καταδεικνύοντας την αντοχή του συγκεκριμένου ποιήματος στον χρόνο, αφού για πάνω από έναν αιώνα εξακολουθεί να παράγει καινούργιες σημασίες και να είναι επίκαιρο.
Και μιας και αναφερόμαστε στη διακειμενικότητα της καβαφικής ποίησης περνώ στο πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο του βιβλίου με τον τίτλο «Σεφέρης - Καβάφης: εφαπτόμενοι (μεταξύ χρησμού και ερμηνείας)». Για τη σχέση, βεβαίως, των δύο ποιητών, του μεταξύ τους διαλόγου και των παραπληρωματικών αντιστοιχιών του έργου τους, έχει χυθεί πολύ μελάνι. Οπως έχει επισημάνει ο Μαρωνίτης, «και οι δύο ποιητές αποδείχτηκαν, επιλεκτικά και στοχαστικά, αρχαιόμυθοι και μυθολογικοί, εγγράφοντας συγχρόνως τις ποιητικές και ηθικές αντιδράσεις τους στον ευρύτερο κύκλο της ιστορίας» (Δ. Ν. Μαρωνίτης, Το Βήμα, 22-09-1996). Μια από τις πτυχές προβολής των γεγονότων στα ιστορικά ποιήματά τους αποτελεί η χρήση σ' αυτά των χρησμών και της μαντικής, στην οποία εστιάζει εδώ ο Σπύρος Βρεττός. Μέσα από την παράθεση συγκεκριμένων παραδειγμάτων προβάλλει τη διαφοροποίηση των δύο ποιητών στον τρόπο χρήσης της συγκεκριμένης θεματικής αλλά και της κατάληξής της στο έργο τους: πρόκειται για τον «χρησμικό» Σεφέρη και τον «ερμηνευτικό» Καβάφη, όπως τους χαρακτηρίζει.
Δεν θα επεκταθώ στο τεράστιο βιβλιογραφικά θέμα της χρήσης και προβολής των χρησμών στο έργο των δύο ποιητών. Θα μείνω στο βασικό συμπέρασμα του συγκεκριμένου δοκιμίου ότι ενώ ο υπαινικτικός έως κρυπτικός Σεφέρης «χρησμοδοτεί» γύρω από την ιστορία, ο Καβάφης επιχειρεί να την ερμηνεύσει. Με τη χρήση της ειρωνείας στην ουσία καταργεί την έννοια του «μάντη», μετατρέποντάς τον σε «ιστορικό» πρόσωπο που γνωρίζει και δεν χρησμοδοτεί. Ο Καβάφης, δηλαδή, αντί της σεφερικής «χρησμοδοσίας» επιδιώκει την ερμηνεία των γινομένων, τη βασιζόμενη στην ιστορική γνώση. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Βρεττός, όταν στην καβαφική ποίηση εκφέρεται ένας χρησμός (π.χ. «Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάσαι», Η Διορία του Νέρωνος), αυτός λειτουργεί ως ιστορικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει όποιος γνωρίζει την ιστορία της εξουσίας και της αλαζονείας των ηγετών. Η απάντηση, δηλαδή, που αναζητά ο Νέρων από το μαντείο δεν απαιτεί για τον Καβάφη χρησμό, αλλά ιστορική γνώση. Στην περίπτωση του ποιήματος «Μάρτιαι ειδοί» ο Βρεττός εστιάζει στο γεγονός ότι ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί τον μάντη Σπουρίννα, ο οποίος είχε ειδοποιήσει τον Καίσαρα «να φοβάται τις ειδούς του Μαρτίου» (τη μέρα που δολοφονήθηκε από τον Κάσιο και τον Βρούτο), αλλά τον Ελληνα σοφιστή Αρτεμίδωρο, ο οποίος δεν χρησμοδοτεί, αλλά γνωρίζει ακριβώς τι πρόκειται να συμβεί. Οδηγείται, μάλιστα, στην υπόθεση ότι αν ο Σεφέρης έγραφε το «Μάρτιαι ειδοί» θα κινιόταν αντίθετα με τον Καβάφη και θα στεκόταν στον μάντη Σπουρίννα κι όχι στο σοφιστή Αρτεμίδωρο. Και στο ποίημα «Εν πορεία προς την Σινώπην» ο Καβάφης χρησιμοποιεί έναν μάντη, τον οποίο στη συνέχεια με τρόπο ειρωνικό καταργεί. Ο μάντης στο εν λόγω ποίημα αποσύρεται στο μυστικό δωμάτιο, προκειμένου να χρησμοδοτήσει για το μέλλον του Μιθριδάτη, ωστόσο δεν μπορεί να διευκρινίσει ικανοποιητικά τα μελλούμενα (Κατάλληλη δεν είν' η μέρα σήμερα/ Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα καλά) και δια στόματός του συνεχίζει να μιλάει ο ίδιος ο ποιητής βάσει της ιστορικής του γνώσης. Ετσι, η φράση Φεύγε Μιθριδάτα στο τέλος του ποιήματος δεν είναι αποτέλεσμα της μαντικής τέχνης, αλλά μια αλήθεια που ως σώφρων άνθρωπος συμπεραίνει από τα μέχρι τώρα πεπραγμένα. Στη θέση αυτή του Βρεττού για τον «ερμηνευτικό» Καβάφη θα πρόσθετα την οπτική της τραγικής σοφίας του ποιητή, της σοφίας με τραγική διάσταση, αποκτηθείσας μέσα από μια σειρά επίπονων εμπειριών κι ενός έντονα βιωμένου ιστορικού χρόνου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Καβάφης είναι πρώτα σοφός και έπειτα ποιητής. Η ποίησή του δεν είναι προϊόν οίστρου αλλά σοφίας. Ο Καβάφης υπογραμμίζει στο έργο του τη σημασία της σοφίας: «Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα/ ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν» θα πει στη γνωστή «Ιθάκη» του. Η καβαφική βιοθεωρία ως προς το θέμα της σοφίας συμπυκνώνεται περίφημα στο ποίημα «Σοφοί δε προσιόντων»:
Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,
σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.
(Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Aπολλώνιον, VΙΙΙ, 7.
«Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή

αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
Έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί».
Για τον Καβάφη, επομένως, ο σοφός ως ιδιαίτερος ανθρώπινος τύπος, δεν συνταράσσεται από οίστρους μαντικούς και προφητικούς, αλλά εμμένει στη γνωστική σύλληψη της ιστορικής αλήθειας.
Και περνώ στα δύο τελευταία δοκίμια του βιβλίου, τα οποία αναφέρονται ευρύτερα στη σχέση του Καβάφη με την ιστορία. Το πρώτο με τον τίτλο «Για τον ιστορικό και πολιτικό Καβάφη» χωρίζεται σε τρία μικρότερα κείμενα, στα οποία θίγονται διάφορες πτυχές των ιστορικών έργων του ποιητή. Αρχικά ο συγγραφέας αναφέρεται στον τρόπο παραγωγής συγκίνησης των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη, παρά το γεγονός ότι τους λείπει η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, καθώς ο ποιητής χρησιμοποιεί συνειδητά πεζά και αντιποιητικά μέσα. Οπως επισημαίνει ο Βρετττός, το συναίσθημα στο καβαφικό ποίημα παράγεται εκ των υστέρων από το συνολικό ποίημα με κυρίαρχο συστατικό την ειρωνεία, την ξεχωριστή καβαφική ειρωνεία, που διατρέχει ολόκληρο το έργο του ποιητή και έχει οριστεί από τον Βαγενά ως ο μοναδικός τρόπος συνδυασμού λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Με τη χρήση της ο Καβάφης καταφέρνει να συγκολλήσει μοναδικά το εκάστοτε στεγνό αφηγούμενο ιστορικό περιστατικό, οδηγώντας στην ποιητική κάθαρση, η οποία παράγεται από τη διανοητική και συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη στην αποσυμπύκνωση της φειδωλά διατυπωμένης σε μια σύντομη έκφραση σκέψης. Το ποίημα, έτσι, όπως αναφέρει ο Βρεττός, μοιάζει να μην τελειώνει από τον ποιητή, αλλά από το ίδιο το ποίημα, που «αισθηματικοποιείται» γι' αυτόν και τον αναγνώστη, παράγοντας τη συγκίνηση με την ολοκλήρωσή του.
Ακολούθως ο συγγραφέας εστιάζει στη φιλοσοφική διάθεση του ποιητή απέναντι στην ιστορία, προβάλλοντας τη σκόπιμη προσπάθειά του να καταδείξει εαυτόν ως «ανιστόρητο». Συχνά, δηλαδή, ο Καβάφης, μολονότι φαίνεται προσκολλημένος στις ιστορικές πηγές, καταφέρνει να ελίσσεται ανάμεσά τους ως δήθεν «ανιστόρητος», επιχειρώντας να ανατρέψει κατά κάποιο τρόπο τη σοβαρότητα της ιστορίας, ισχυροποιώντας μ' αυτό τον τρόπο το ποίημά του μέσα σ' ένα ματαιωμένο γενικότερο πλαίσιο. Θα πρέπει, άλλωστε, να έχουμε γενικότερα υπόψη μας ότι ο Καβάφης μέσα από τις αναφορές του σε ιστορικά γεγονότα φιλοσοφεί, δεν προβάλλει ως αυτοσκοπό αυτό καθαυτό το γεγονός.
Στο τελευταίο μέρος του εν λόγω δοκιμίου ο Βρεττός αναφέρεται στον τρόπο που ο ιστορικός Καβάφης καταφέρνει να γίνεται και πολιτικός. Αν και στην καβαφική ποίηση δεν συναντούμε κατά τρόπο φανερό το ιστορικό παρόν, το σύγχρονο ιστορικό γεγονός, ωστόσο ο ποιητής πετυχαίνει μοναδικά, μιλώντας για το μακρινό παρελθόν, να κάνει πολιτική και να είναι επίκαιρος. Την πολιτική διάσταση της καβαφικής ποίησης έχει προβάλει ο Τσίρκας στο βιβλίο του «Ο πολιτικός Καβάφης» με συγκεκριμένες αναφορές σε σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής του ποιητή και αναλύει το έργο του υπό αυτό το πρίσμα. Στο βιβλίο του, επίσης, «Ο Καβάφης και η εποχή του» (1958) -παρά τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανείς σε πολλά σημεία του- παρουσιάζει τεκμηριωμένα πόσο η καβαφική ποίηση δένεται με συγκεκριμένα σύγχρονα περιστατικά, προβεβλημένα κάτω από το μανδύα ενός μακρινού ιστορικού συμβάντος. Και ο Σαββίδης έχει σταθεί στο θέμα της πολιτικής αίσθησης στον Καβάφη, αναφέροντας ότι «από το 1919 έως το 1933, ο Καβάφης δημοσιεύει 69 ποιήματα, από τα οποία τουλάχιστον τα μισά μας μεταδίδουν την πολιτική αίσθηση του ποιητή» (Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά Α5, 1985, σ. 107). Η ιστορία, εν ολίγοις, στην ποίηση του Καβάφη δεν είναι μια άγονη επιστροφή στο παρελθόν ή ένας απλός σκηνοθετικός διάκοσμος· είναι η προέκταση και αντικειμενικοποίηση του συναισθήματος του Καβάφη, το οποίο είναι σύγχρονο. Τα ιστορικά πρόσωπα του Καβάφη είναι ζωντανά, έχουν οργανικό δεσμό με τον ποιητή, με την εμπειρία του, με την εμπειρία της γενιάς του.
Και θα κλείσω την περιήγηση αυτή στο καβαφικό έργο μέσα από τα δοκίμια του Βρεττού με το κείμενο που έχει τον τίτλο «Ο Καβάφης και η κίνηση της Ιστορίας». Σ' αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει την πίστη του ποιητή όχι στην ευθύγραμμη πορεία της Ιστορίας και το τέλος της, αλλά στην αέναη κίνηση και την κυκλική επαναφορά της, η οποία είναι αισθητή τόσο στα ιστορικά όσο και στα ερωτικά ποιήματά του. Μέσω της κυκλικής αυτής, επαναλαμβανόμενης ιστορικής πορείας ο ποιητής μπορεί να φιλοσοφεί και να γίνεται παραινετικός. Ο Βρεττός χαρακτηρίζει το καβαφικό έργο ως «ενιαίο κυκλικό αφήγημα». Προσθέτει, θα λέγαμε, στη γνωστή θέση του Σεφέρη περί της ενότητας του καβαφικού έργου, το οποίο «πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα μόνο ποίημα εν προόδω -ένα work in progress» (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές Α', 1984, σ. 328), την έννοια της κυκλικής επαναφοράς στο ενιαίο αυτό αφήγημα. Με έναυσμα τρία ποιήματα, το «Στα 200 π.Χ.», το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» και τους «Νέους της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», ο Βρεττός παρουσιάζει μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία την έννοια της αέναης κυκλικής ιστορικής κίνησης.
Εν ολίγοις, ο Βρεττός, επιχειρώντας μια βαθύτερη και σε αρκετά σημεία ανατρεπτική ανάγνωση του καβαφικού έργου, επιτυγχάνει να μας παρασύρει μαζί του σ' ένα γοητευτικό ταξίδι στον καβαφικό κόσμο και να μας κάνει να ξαναθυμηθούμε ότι το καβαφικό έργο έχει πάντα κάτι καινούριο να αποκαλύψει στον προσεκτικό αναγνώστη του. Ενα καλογραμμένο, σύντομο βιβλίο, που διαβάζεται κυριολεκτικά απνευστί, αλλά και που σε κάνει να ξαναγυρίσεις αρκετές φορές πίσω στις σελίδες του, να ξαναδιαβάσεις κομμάτια του, να ξανασκεφτείς, να προβληματιστείς μαζί με τον συγγραφέα και σίγουρα να ανατρέξεις με δίψα στην πηγή του, στην αφετηρία του: το αστείρευτο καβαφικό έργο.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Μιλτιάδης Ζέρβας - Αφανή ορύγματα




Αφανή ορύγματα



Ο πατριάρχης των ορέων

Έχει τα θεμέλιά του
αγκυρωμένα στη θάλασσα

ο με τις γοτθικές κορυφές,
ο πελεκημένος από θεία τσεκούρια,

ο γεραρός και τραχύς
που συρρικνώνει τα φρύδια
και παρευθύς εκπορεύονται
συστοιχίες κεραυνών, ομοβροντίες πελέκια.

Κρύσταλλα αιωρούνται από τα γένια του
και στη γούνα του τρεμουλιάζουν χωριά.

Των Βαλκανίων ο γίγαντας,
ο μόλις ορατός πίσω από της ομίχλης τα πέπλα,

ο περιβεβλημένος
τον αυτοκρατορικό μανδύα,

ο νιφόεις
και όμως πυρίπνοος.

Έργω εξώφυλλου (λεπτομέρεια): Από την ζωγράφο Κωνσταντίνα Βαλερά, Συναισθηματικά βλέμματα 1, λάδι σε μουσαμά, 2013, 25x30 εκατοστά από την συλλογή Ανυπότακτες Μαρτυρίες 
https://www.youtube.com/watch?v=wrJTH9LnrCg (θεματική έκθεση).
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Ξένια Τρύφον.



Ο Μιλτιάδης Ζέρβας γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου. Αποφοίτησε από το Πυθαγόρειο Λύκειο της Σάμου και κατόπιν από τη Σχολή Μηχανολόγων Ηλ. Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Σήμερα εργάζεται ως Μηχανολόγος Μηχανικός και ζει στη Νέα Μάκρη Αττικής. Με την ποίηση ασχολείται από το 1971. 
Το έργο του έχει τιμηθεί: 
Στο Διαγωνισμό Φοιτητικής Ποίησης του Πανεπιστημίου της Αθήνας το 1976 (Διάκριση)
Στον Α΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος και Ποιήματος της ΓΣΕΕ το 1993 (Ειδική Διάκριση)
Στον Θ΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Κούρου Ευρώπου υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού το 2004 (Β΄ Βραβείο)
Στον Ι΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό του Κούρου Ευρώπου υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού το 2005 (Έπαινος)
Στον ΚΕ΄ Ποιητικό Διαγωνισμό του Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός" το 2008 (Έπαινος).
Έχει δημοσιεύσει Ποιήματά του στα Λογοτεχνικά Περιοδικά της Σάμου "Απόπλους" και "Μεθόριος".
Το 2007 εξέδωσε στις εκδόσεις "Υπερόριος" την ποιητική του συλλογή με τίτλο "Το ελλειπόν θραύσμα", και το 2010 στις εκδόσεις Οσελότος την "Ηγεμονία των βρά



ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΗΜΟΥ



Edward Hopper



Ο Γυναικείος Ανθρωπολογικός Σου Κύκλος-

Απ' τα ηφαίστεια της ζωής η σκόνη που αιωρείται και κάθεται στον Εαυτό γκρίζα Ανίας στάχτη- τη Βίωση Προσώπου μας με παρρησία αρνείται κάγκελα έξαλα βαριά γδέρνει στο βλέμμα μ' άχτι: πως είχες κλείσει πίστευες τον Κύκλο ως Γυναίκα,- πως κάθε κλίση με μορφή Σώματος και Ονείρων είχε ανήλιαγα ταφεί σ' ωράρια και γρανάζια μιας κοινωνίας και θεσμών που θα υπολογίζει μ' ακρίβεια μαθηματική τα πάθη των ψυχών μας, θα επιτρέπει κάθε τι που την Ανία παράγει, στο μέτρο που τον εαυτό μες σε κελιά θα πνίγει- και κάθε δόλια Τεχνική που θα εξολοθρεύει τον Εαυτό που εφάπτεται στα Άνθη της καρδιάς σου,- σ' αυτό που η Φλόγα σου ζητά τις νύχτες του Χειμώνα,-- πικρά-πικρά με βία ζητά τον Τάφο να ανοίξει, το άφημα του Σώματος και της Ψυχής να σπάσει, την Επιμέλεια-Εαυτού πάλι γλυκά να γλείψει,- Ανθοφορία,-- δεν θάφτηκες, ο σπόρος σου Ανθίζει! Μες στην "κανονικότητα" που η Σιωπή επιβάλλει, μες στη διαμεσολάβηση, στο θάμπος της βιτρίνας, στα "πρέπει" της παραγωγής και στ' αποστειρωμένο άγαλμα πάγου και χλωμό μιας βίαιης ρουτίνας, των σχέσεων "δούναι-λαβείν" που μάταια ορίζουν μια ψευδεπίγραφη ένωση και πήλινη πορεία,- θα σε φιλάω Μυστικά κι ένοχα θ' ανατρέπω όλη τη δέσμη φυλακών που απλώθηκε Εντός σου, τεχνοκρατίας ιαχές που στοίχειωσαν τη Μνήμη,- στο βλέμμα μου θα πυρπολείς κάθε κουφάρι σήψης,-- τ' Απρόσμενο είναι προσευχή και Ευλογία συνάμα, έμπειρος Τέχνη πού 'ρχεται άγνωστος Οδοιπόρος και σαγηνεύει άσπιλα κάθε μας δεδομένο: Τώρα η Στιγμή κι ο Χρόνος μας, Εσώτερος, Δικός μας,- έναν πρωτόγονο παλμό θα σπρώχνω στην Καρδιά σου, Σαμάνος Άγριος,- Ποιητής, που την Α-λήθεια "δείχνω", στην πλάτη δεν φοβήθηκα για να σε κουβαλήσω, γυαλιστερά ποδήματα μ' άγρια χαρά να βρέξω, τι ευτυχία να μπορώ μαζί σου να λερώσω,- σ' άγρια ρέματα-φωλιές, δάση οξιάς και πεύκου-- γυαλιστερά προγράμματα σ' έμπυρη Τέχνη καίμε,- παράλληλα στο Χείμαρρο, φοβάμαι να μη πέσεις:
όχι να σώσω ως Σωτήρ, μα να σωθώ μαζί σου!

(Η Ανθοφορία του Εαυτού δεν κλείνει ποτέ τον Κύκλο της,-- είναι αυθεντική Φωτιά, στάχτη γεμάτη κάρβουνα που καίει τα πιο παγωμένα άγκιστρα...)



____________________________________________________________________

Καμουφλάζ

Έβαλα τα χέρια μου στην έμμηνη σου- και στο πρόσωπό μου Ρήση-Προσωπείο έβαψα- όπως καρναβαλιστές αρχαίοι στα Σατουρνάλια βάφαν πρόσωπά τους μ' αίμα λύκου για να βρουν ξανά τα ένστικτα που απώλεσαν για να βρουν Ελευθερίες για να βρουν τη Δύναμη- που οι καθηκοντολογίες κατέσκαψαν.



_________________________________________________________________________

-Δύσκολη Νύχτα-

Σιωπηλές νύχτες,-- φώτα μεγάπολης, ψυχροί φάροι που αναβοσβήνουν βουβά: παλμοί που πέφτουν σ' αργή αρρυθμία,- απομόνωση λούστρινων Ονείρων,-- η σκέψη και ο πόθος ουρλιάζουν, επιτακτική ανάγκη του Τώρα,- απόδραση,-
ο Φόβος-Αράχνη στους τοίχους καμουφλάρεται: πλάθει ιστούς για να συλλάβει λεπτεπίλεπτους πόθους,- την αέρινη ένσταση, αποδράσεις,-- άγρια πτήση φτερών στην πλατούλα σου,-- ινδιάνικη ονειροπαγίδα στο απεριόριστο του τοίχου:
τη Ζωή κυκλώνει,-- διαμεσολαβήσεις, τη νεκρανάσταση, την "αγία οικογένεια", σύληση του τάφου των Μνημών,-- θα επιβιώσεις,-- μην αρνείσαι την Άρνηση,-
οραματισμοί κι εκτόνωση της Ανίας,- μουδιασμένη,-- εμπεριστατωμένη τριβή της ψυχής στην Τεχνική,- λέξεις θαμμένες σε τσιμεντένια κελιά διαμερισμάτων, φόβοι-αράχνες με ιστούς φωσφορίζοντες, δύσκολη Νύχτα,..
Μποτιλιάρισμα της ψυχής,- μη λυγίσεις,- το βλέμμα στο πευκόδασος του Παιδιού,-- κάπου μακριά κι απόκρυφα,- στη δική μας Νύχτα και καλημέρα,- όπου οι αράχνες είναι ζωηροί σαρανταπόδαροι,-- ποδοπάτησαν του φόβου το καλούπι...



_______________________________________________________________________

Όταν το κλειδί της καθημερινής φυλακής σπάσει στην τσέπη μας, όταν οι δείκτες ρολογιών δεν θα προβάλλουν αριθμούς και ωράρια, αλλά βιώσεις ανθρωπολογικών αβύσσων,- όταν οι φωτογραφίες θά 'χουν αντικατασταθεί από το οξύθυμο άρωμα της βροχής, του χιονιού, της σάρκας και της ανάσας,- όταν ο ορίζοντας γίνει τσουνάμι πάνω στα κτίρια, το μπετό, τις κεραίες και τα συρματοπλέγματα, όταν δεν θα περιμένει κανείς τα καλοκαίρια για να νιώσει τη φωτιά μέσα του, τότε ο χρόνος δεν θα υπάρχει, αλλά θά 'χει ενσωματωθεί στην περατότητά μας... f*

__________________________________________________________________________________

Φωτογραφία και μπιζέλι:

Μού 'δειξες τη θολή φωτογραφία, χρόνια και άχθη φέρει πάνω της-
αγκίστρια-
ακόμη πιο καθάρια από του Τώρα χρόνια:
εσύ,- κοριτσάκι,- παιδί,- κουρεμένα μαλλιά σαν αγόρι: για να δυναμώσουν ρίζες,
για να δυναμώσουν καημοί,-
για να δυναμώσουν δάκρυα- κοντοί καστανόξανθοι ανεμόμυλοι, το χαμόγελο του πατέρα,- το σκυλάκι ανήμερο κοντά σας,- έξω απ' το ηπειρώτικο τοιχίο του σπιτιού:
κι ένιωθα Εσένα, ένιωθα τον πατέρα, άκουγα τον Φίλο να γρυλίζει,- μέχρι και την πέτρα π' αλυχτούσε
Μέσα μου αισθανόμουν- του τοίχου,-- ζεστοί και θολοί σχιστόλιθοι, για να εξάψουν Φαντασία κι Όνειρο:
σαν το μπιζέλι που το νιώθει η κεφαλή 
κάτω από χίλια μαξιλάρια!
Χίλια χρόνια, χίλιες ανακατατάξεις:
επάλξεις-
Ανθοφορίας στη Ροή σου:
μα εγώ αισθάνομαι την πέτρα των μαστόρων,
το παιχνίδι σου με το σκύλο,

το γέλιο του πατέρα!

---------------------------------------------------------------


Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ (Στρατευμένη Τέχνη ή "Τέχνη για την Τέχνη")... f* Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ (Στρατευμένη Τέχνη ή "Τέχνη για την Τέχνη")
Τυχεροί όσοι γνώρισαν, γνωρίζουν ή θα γνωρίσουν τον Έρωτα της Συνοχής και της Αυτάρκειας, της Μοναδικότητας και του Ανεπανάληπτου, όταν ο Έρωτας αυτός -πάντα με έψιλον κεφαλαίο, για να τον διαχωρίσω από τον έρωτα με μικρό έψιλον- αποτελεί Τέχνη από μόνος του («l' art pour art»), με εσωτερική συνοχή και αυτάρκεια' δεν βρίσκεται στην υπηρεσία κανενός σκοπού έξω από τον εαυτό του, δεν υπηρετεί το "αλλότριο", στέκει έξω από Αναγκαιότητα και Εξουσία, δεν αποσκοπεί σε δίκτυο Μέσων όπως η στρατευμένη Τέχνη που αναφέρεται σε πτυχές του κόσμου της διαμεσολάβησης εκτός από τον πυρήνα της ίδιας της δημιουργίας!
Είναι ο Έρωτας στην καθαρή του μορφή, η βίωση της καθαρής Ομορφιάς, δίχως αυτή η θέαση να φέρει το φαντασιακό της Ουτοπίας,- αλλά τον ρεαλισμό μιας Ανθρωπολογίας των Προσώπων και της Αμεσότητας στο Εδώ και Τώρα!
Δεν υπάρχει ιδιοκτησιακή κτητικότητα του Προσώπου κεκαλυμμένη από χαμόγελα, συμβόλαια και ευφημιστικές έννοιες κάλυψης! Δεν υπάρχει σκοπιμότητα πέραν του Έρωτα για τον Έρωτα, πέραν των προσφορών στο μότο «l' art pour art»,- δεν υπάρχει ταξική, συγγενική, φυλετική, ιστορική αναγκαιότητα, αλλά παιδαγωγική τριβή και ερωτική Παιδεία, η ύψιστη των ανθρώπινων κοινωνικών αλληλεπιδράσεων,- δεν υπάρχει Σιωπή και καταρράκτες Απώθησης που δηλητηριάζουν,- δεν υπάρχει αλλότριος "ρόλος" πέρα από τη θαρραλέα και υπαρξιακή ευθύνη του Ήθους που συνειδητά επιλέγεται και δεν διαπραγματεύεται τα δόγματα της μάζας, τις υστεροβουλίες, τις ανταλλαγές και τους φθόνους της, τις διαμεσολαβήσεις και την εμμεσότητά της...
Ο Έρωτας στην ΚΑΘΑΡΗ του μορφή. Στην αυτονομία και Αυτάρκειά του! Σπάνιος όσο ένας Μαύρος κύκνος, αλλά κρύβεται εκεί στις συναντήσεις των Προσώπων και αναπνέει σιωπηλά!
Μακάριος όποιος γέυτηκε αυτόν τον καρπό, γιατί είδε Ακριβώς τι ΕΙΝΑΙ Έρωτας! Γιατί βίωσε τη διαφορά σεξουαλικότητας και Ερωτικής σαρκικότητας, τη διαφορά μεταξύ Συμβολαίων και ΕΞΕΓΕΡΣΙΑΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ!
Αποφάσισα να ξοδέψω το ανθρώπινο κεφάλαιό μου ως σπονδή σε ότι πιο κρυστάλλινο μπορεί να βιωθεί από τις διαβαθμίσεις της Δύναμης του ψυχοφυσικού μου βλέμματος!
Πώς μπορεί λοιπόν αυτός ο κόσμος της ανθρωπολογικής αυτονομίας να συγκριθεί με τους ρηχούς κόσμους των ειδώλων των ανθρώπων;!

______________________________________________________



Η Ελευθερία, η Δύναμη και Αυθεντικότητα είναι πάντα αυτοαναφορικές με την έννοια ότι χτίζουν διαλεκτικά τα δικά τους σχήματα, έξω από την ψευδεπίγραφη κανονικότητα του κυρίαρχου εργαλειακού λόγου. Όταν αποφασίζουμε ως Κόσμος-Μέσα-Στον-Κόσμο να μην αναφερόμαστε σε εξωτερικά σχήματα παρά στην πράξη του Εαυτού μας και στο βάθος της αυτοαναφοράς της κατάστασής μας αυτοκαθορίζόμαστε και δεν ετεροκαθορίζόμαστε! Όταν οι εργαλειακοί άνθρωποι (μάζα) επιχειρούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις και τη στάση του αυτοκαθοριζόμενου Άλλου τοποθετώντας απλά χαλάκια, προσωπεία, εργαλειακές δικαιολογήσεις και εργαλειακά παυσίπονα πάνω στην α-λήθεια της Πράξης, τότε διαπιστώνεις ότι δεν διαθέτουν τη Δύναμη να κατακτήσουν το αυτοκαθοριζόμενο βλέμμα ακριβώς γιατί θα τρόμαζαν με την ίδια τους τη ζωή! Οι ψυχολογικοποιήσεις και δικαιολογήσεις είναι η άμυνα απέναντι στον διάχυτο φόβο και κυρίαρχο λόγο που εσωτερίκευσαν! Ποιοι μπορούν πλέον να ζούνε στη λήθη έτσι όπως όλοι οι άνθρωποι βολεύονται στον καθημερινό ζωντανό θάνατο που έχει λάμψη; Πολλοί! Όχι, όμως εμείς! Κοιτάζουμε κατάματα την Ύπαρξή και αγκαλιάζουμε την Α-λήθεια (το ξύπνημα από τη Λήθη) όσο βάρος κι αν έχει: το αγκάλιασμα αυτό θα μετουσιώσει την τραγικότητα σε μια ανώτερης ποιότητας και βαθύτητας Ελευθερία και Δύναμη! Η ιουδαιοχριστιανική ταμπέλα της ενοχής, της καθηκοντολογικής σε εξωτερικότητες "ευθύνης" υπήρξε, όπως ανέλυσε ξεκάθαρα ο Νίτσε, το όχημα των αδυνάτων για να επιβληθούν στους Δυνατούς με ευφημιστικό τρόπο,- για να αλλοτριώσουν τη θέληση για ζωή, για να γίνει η ζωή η αναμονή των τάφων! Πράγματα απλά, αρκεί να έχει κανείς τον Ηρωισμό να τα δει: και αναμένουμε τον Ηρωικό άνθρωπο όχι στη θεωρία, αλλά στην πράξη! Ετοιμάζουμε τις αποσκευές μας για νέες αχαρτογράφητες περιοχές εκεί όπου για τους περισσότερους ένας προβλέψιμος χάρτης είναι η ασπιρίνη και το Ζάναξ τους! Βολευόμαστε σε μια κατάσταση που εξυπηρετεί τους πάντες και περιμένουμε τον θάνατο να έρθει. Αν αυτή είναι η επιλογή σας, λυπάμαι, αλλά αφήνω το νεκρό αυτό κόσμο χάρισμα στις μαριονέτες σας, τραβώντας το δικό μου δρόμο! Και όταν φτάνει η στιγμή για το πως έζησα, πώς υπήρξα, σε αναφορά όχι με ο,τι δεν έχει σημασία, αλλά σε αναφορά με ο,τι μετράει για την Αυθεντική και ουσιαστική Ύπαρξη, για τις επιλογές ζωής, δεν θα πω "μετανιώνω" για όσα μπόρεσα να "ζήσω" αλλά δεν έζησα στην ουσία Αυθεντικά... ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ, ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΔΟΜΟΥΜΕ, ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΟΛΙΚΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ!



Ο Δημήτρης Δήμου κατάγεται από τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας. Μεγάλωσε στην Καστοριά, κρατώντας άμεση επαφή με τον χώρο καταγωγής του. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και ταξίδεψε. Κανένα μαζικό σύστημα δεν εκφράζει τη σκέψη και πράξη του ,έτσι και το ερωτικό συναίσθημα που αφιερώνει στα ποιήματά του είναι αντισυστημικό, κριτικό, κοινωνικό και υπαρξιακό. Γράφει για την υπέρβαση του ίδιου του έρωτα προς τον Έρωτα, την υπέρβαση της ίδιας της τέχνης από τη ζωή ως Τέχνη. Η κύρια γραφή του είναι η φιλοσοφική κοινωνική κριτική, ενώ τα ποιήματα δεν εκφράζουν παρά το σταυροδρόμι της πράξης του. Η φύση είναι ο χώρος της αυτονομίας.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Ναπολέοντας Λαπαθιώτης "Πώς γράφω"


Και πρώτα-πρώτα, μπορώ απόλυτα να βεβαιώσω, πως δεν εργάστηκα ποτέ μου δίχως κέφι. Λέγοντας «κέφι» εννοώ την ειδική κατάσταση εκείνη, που οι παλιοί ρομαντικοί αποκαλούσαν «έμπνευση», «οίστρον», «εμπνοή» και «θείαν Έξαρση»,— και που δεν εί­ναι, παρά μια συναισθηματική υπερδιέγερση (κάτι αναμεταξύ ενθουσιασμού και νοσταλγίας), εκείνο, ίσα ίσα, που ο λαός αποκαλεί, ίσως επιτυχέστερα, «μεράκι». Χωρίς αυτό δεν έπιασα την πένα, μέχρι σήμερα, —ούτε καν γι’ απλήν αντιγραφή, ούτε και στις δύσκολες σημερινές συνθήκες. Ποτέ δεν έγραψα,— δεν το μπορούσα δηλαδή, ακόμα και να το ’θελα, και πολλές φορές το θέλησα πολύ —ούτε «κατά παραγγελίαν», ούτε «υπό την πίεσιν ανάγκης»… Πρόχειρα, «στο γό­νατο», δεν έγραψα ποτέ μου.
Πρωί, απόγεμα ή βράδυ, μου ήταν αδιάφορο. Αυτό το κέφι, δε λογάριαζε την ώρα. Άλλες φορές, για να το προκαλέσω τεχνητά, προσέφευγα στη μουσική, παίζοντας πιάνο. Και κάποτε αργότερα, και στα ναρκωτικά. Αλλ’ αυτό,— μιλώ για «τότε», πάντα— κατά πολύ μεγάλα διαστήματα. Εργάζομαι αργά, προσεχτικά, ζυγίζοντας τες λέξεις, και δεν προχωρώ, ποτέ, στην παρακάτω φράση, αν, αυτή που έγρα­ψα, δε με ικανοποιεί, με κάποιον τρό­πο. Πολλές φορές, ωστόσο, αφήνω κε­νούς χώρους, για να τους συμπληρώ­σω υστερότερα, όταν θα βρω την πιο καλή μου διατύπωση. Κι όταν την πετύχω μια φορά, έτσι καθώς τη θέ­λω, χαίρομαι σαν το Σκοπευτή, που πετυχαίνει στη σκοποβολή του. Άλ­λοτε, όταν ήμουνα παιδάκι, έκανα τρέλες, σφύριζα, πηδούσα, τραγου­δούσα. Δυστυχώς τώρα, δεν μπορώ να τα κάνω… δεν προσχεδιάζω ποτέ τίποτε: Ό,τι φέρ’ ή ώρα κι η στιγμή. Πολλές Φορές, για μια φράση, που μου άρεσε, είτε για ένα στίχο, —της αρχής, της μέσης ή του τέλους— έ­γραψα ολόκληρο διήγημα, ή ποίημα. Τώρα τελευταία, συνήθιζα πολύ να γράφω όρθιος: έχω φκιάσει ένα όρ­θιο γραφείο, σαν τ’ αναλόγια τα εκκλησιαστικά, ειδικά γι’ αυτή την εργασία. Και τούτο, γιατί βηματίζω πολύ, γράφοντας, και με κουράζει το να σηκωνοκάθομαι, στο συνηθισμένο μου γραφείο.
Ό,τι γράφω, μ’ ενθουσιάζει, μια στιγμή, —αλλά σέ λίγο, γρήγορα (και κάπως πολύ γρήγορα, αλίμονο!) μου φαίνεται ασήμαντο, μηδαμινό, γελοίο… Κι η εντύπωση αυτή μού μένει για καιρό. Πέρασαν χρόνια, κά­ποτε, για να μπορέσω να το δω με μάτια αμερόληπτα, — κι ίσως ποτέ, αυτό το τελευταίο, να μην το κατόρθωσα απόλυτα! Είν’ ένα δυστύχημα για μένα, το να μην εκτιμώ τα όσα γράφω… Αλλά και δε σκίζω ποτέ τί­ποτε : τ’ αφήνω,— και γιατί τ’ αφήνω, τάχα;…
Έχω φυλάξει, έτσι, ένα πλήθος παιδικά χειρόγραφά μου, μόνο και μόνον επειδή λυπήθηκα, από τότε, να τα καταστρέψω… και για τον ίδιο λόγο, κι εξακολουθώ να τα κρατώ. Τίποτε δεν εκτιμώ, — κι ωστόσο, τ’ αγαπώ…
Άλλη μου συνήθεια, για χρόνια, ήταν να σημειώνω σε χαρτάκια, τις νύχτες, που γυρνούσα, —ήμουν, καθώς είναι γνωστό, ο θρυλικός ξενύ­χτης!— ό,τι μου κατέβαινε, —στίχους, σκέψεις, φράσεις— στα συνοικιακά καφενεδάκια, και στα εστιατόρια, όπου μ’ οδηγούσαν κάθε βράδι, τ’ ά­σκοπα, τα πλάνα βήματά μου… Κι απ’ αυτά, ελάχιστα χρησίμεψαν κα­τόπι.
Πρωτόγραψα πολύ μικρός, σε ηλικία εφτά-οχτώ χρονών: είν’ ένα ποί­ημα, —ας το πούμε «ποίημα»!— με πατριωτικό περιεχόμενο, γραμμένο σ’ ένα λεύκωμα μεγάλο, μαζί με ζω­γραφιές, χαλκομανίες, και με διάφορα χρωματιστά μολύβια και κραγιόνια… Κι από τότε… δε σταμάτησα να γράφω! Κι ως τη στιγμήν αυτή, που χαράζω τις γραμμές μου τούτες, εξα­κολουθώ πιστά να γράφω…
Όσοι διαβάζουν, ας με συγχωρή­σουν! Εγώ, ωστόσο, όπως συμβαίνει στις μεγάλες τις αγάπες, που δε μας είναι δυνατόν να ζήσουμε, μήτε μ’ αυτές, μήτε χωρίς αυτές, — δεν το συγχώρησα, ποτέ, στον εαυτό μου! Κι ας ήταν απ’ τις λίγες μου χαρές, μέσ’ στη ζωή…
(23.12.43) ΝΑΠΟΛ. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ


Δυστυχώς η φωτογραφία κόβει το κάτω κάτω μέρος της σελίδας.
Αν ενδιαφέρεστε να δείτε το τελικό έντυπο αποτέλεσμα, το ποίημα δημοσιεύτηκε στις 15 Μαΐου 1930 στη Νέα Εστία, και αργότερα στην επιλογή του 1939, με αλλαγμένον ή μάλλον μεταφρασμένο τον τίτλο (Εκ βαθέων αντί για De profundis) ως εξής:
Λυπήσου με, Θε μου, στο δρόμο που πήρα,
χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς
-χωρίς να ’χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!

Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί,
ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
ζητώντας εκείνο που δε θα βρεθεί!

Λυπήσου όλα κείνα που πάνε του κάκου,
γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!

Λυπήσου κι εκείνα, λυπήσου και μένα,
-και μένα, που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράματα ξένα,
που δεν έχουν, Θε μου, καμιά λογική…

Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
λιγάκι να φέξει, μες στα σκοτεινά,
κι αμέσως η μοίρα μού το ξαναπαίρνει,
κι αμέσως η μοίρα γυρίζει ξανά…

Λυπήσου με, Θε μου, στην απόγνωσή μου,
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ,
-λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…

ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ

Πηγή:https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/2013/01/26/τζων-κητσ/


ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Άστρο λαμπρό
Άστρο λαμπρό! έτσι σταθερό θα ’θελα να ’μαι, ως είσαι –
μα όχι να λάμπω απόμερα στη νύχτα κρεμασμένο,
και να φυλάω με ολάνοιχτα τα βλέφαρά μου αιώνια,
σαν ερημίτης άυπνος υπόμονος της φύσης,
το ιερό έργο των νερών που πλένουν τ’ ακρογιάλια
της γης, που ανθρώποι κατοικούν, και τα εξαγνίζουν έτσι,
ή ν’ αγναντεύω του χιονιού την απαλή τη μάσκα
που πέφτει πάνω στα ψηλά βουνά και μες στους βάλτους –
όχι – μα πάντα σταθερό κι ακίνητο ποθούσα,
τ’ ώριμο στήθος της καλής μου να ’χω προσκεφάλι,
και πάντα να το αισθάνομαι το ανωκατέβασμά του,
σε μιαν ανησυχία γλυκιά το αιώνια ξυπνημένο·
και για να νοιώθω την λεπτήν ακόμα αναπνοή της,
κι έτσι να ζω παντοτινά – για κάλλιο να πεθάνω.
Μετάφραση: Γλαύκος Αλιθέρσης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Λαμπερό αστέρι
Λαμπερό αστέρι, σταθερός να ’μουνα σαν κι εσένα.
– Όχι λαμπράδα ερημική κρεμάμενη στη νύχτα,
για να θωρώ, μ’ ολάνοιχτα τα βλέφαρά μου αιώνια,
υπόμονος κι ακοίμητος της φύσης ερημίτης,
τ’ αργοκινούμενα νερά, μες στο ιερό τους έργο
γύρω στη γη τ’ ανθρώπινα ακρογιάλια που εξαγνίζουν,
ή να κοιτάζω ατέλειωτα την απαλή τη μάσκα,
που με το χιόνι στα βουνά και μες στους βάλτους πέφτει.
– Όχι, το να ’μαι σταθερός κι ασάλευτος το θέλω,
γιατί ποθώ, πάντα γυρτός στο στήθος της καλής μου
το αμέστωτο, να νοιώθω το ν’ ανεβοκατεβαίνει,
και να ξυπνώ με μια γλυκιά πάντοτε ανησυχία,
κι αιώνια την ανάσα της τη μαλακή ν’ ακούω.
Και πάντα έτσι να ζω – ή αλλιώς να σβήνω ως να πεθάνω.
Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η αδάκρυτη καλοκυρά
Δυστυχισμένε, τι έχεις και γυρίζεις
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή;
Της λίμνης εξεράθηκαν τα βρύα,
και πια δεν κελαηδεί πουλί.
Δυστυχισμένε, τι έχεις κι είσαι τόσο
αλαλιασμένος και χλωμός;
Γέμισε η βερβερίτσα τη φωλιά της,
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.
Κρίνο νωπό στο μέτωπό σου βλέπω,
της αγωνίας τη δροσιά.
Στο μάγουλό σου ρόδο μαραμένο,
που αποξηραίνεται γοργά.
Είδα μια ωραία κυρά μες στα λιβάδια,
νεραϊδοπούλα γαλανή,
κι είχε μακριά μαλλιά κι αλαφρό πόδι,
κι άγρια τα μάτια της πολύ.
Την ανεβάζω στο ήμερο άλογό μου,
κι άλλο δεν έβλεπ’ απ’ αυτή,
γιατί στο πλάι μου γέρνει και τραγούδι
νεράιδας σιγοτραγουδεί.
Πλέκω για το κεφάλι της στεφάνι,
βραχιόλια, ζώνη, όλο ευωδιά,
και σα να μ’ αγαπούσε με κοιτάζει
κι αναστενάζει σιγανά.
Γλυκόρριζες μού βρήκε, κι άγριο μέλι,
βρήκε του μάννα τη δροσιά,
και μου ’πε με τη ξωτικιά της γλώσσα
‘‘Ναι! σ’ αγαπώ στ’ αληθινά’’.
Στη νεραϊδοσπηλιά της σα με πήγε,
μ’ είδε και στέναξε βαθιά.
Της φιλώ τ’ άγρια και θλιμμένα μάτια,
ώσπου τα κοίμησα γλυκά.
Και κοιμηθήκαμε πάνω στα βρύα,
κι όνειρον είδα, ω δυστυχιά,
τ’ όνειρο, που στερνό μου όνειρο εστάθη,
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά!
Σαν το θάνατο αχνοί ήταν βασιλιάδες,
και πλήθη μαχητών χλωμά,
που κράζανε ‘‘Στα δίχτυα σ’ έχει πιάσει
η αδάκρυτη Καλοκυρά’’.
Κι είδα στα σκότη τ’ άσαρκά τους χείλη,
σα φριχτό μήνυμ’ ανοιχτά,
και βρέθηκα, ξυπνώντας, εδώ πάνω
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά.
Γι’ αυτό πάω κι έρχομαι, κι όλο γυρίζω,
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή,
της λίμνης κι αν ξεράθηκαν τα βρύα,
κι αν πια δεν κελαηδεί πουλί.
Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η όμορφη άσπλαχνη κυρά
Α, ποιος μπορεί, πλάσμα, φτωχό, να κάνει να υποφέρεις
και μόνο να πλανεύεσαι με μιαν όψη χλωμή;
Ξεράθηκαν οι λυγαριές, και στις οχθιές της λίμνης
κανένα πια δεν τραγουδεί πουλί.
Α, ποιος μπορεί φτωχούλη μου, κακό να σου ’χει κάνει
αγέρωχο, μα αλλοίμονο, δυστυχισμένο πλάσμα;
Στις αποθήκες του σταριού οι σκίουροι φωλιάσαν
τα στάχυα πια κρυφτήκανε στη στάνη.
Βλέπω ένα κρίνο ολόλευκο πάνω στο μέτωπό σου
της αγωνίας το χλώμιασμα, του πυρετού το κάμα
και ρόδο που μαραίνεται βλέπω στο πρόσωπό σου
ρόδο που γρήγορα βουβό, θροεί.
– Συνάντησα μέσ’ στους χρυσούς τους κάμπους μια κυρά,
που είχε ομορφιά ατίμητη, μάγισσας ήταν κόρη·
η κόμη της ολόμαυρη, τα πόδια της λαφριά,
τα μάτια της φαντάζαν αγριεμένα.
Την κάθισα μπροστά σ’ εμένα απάνω στ’ άλογό μου
κι όλη τη μέρα τίποτα δεν είδα άλλο απ’ αυτό
γιατί έσκυβεν ανάλαφρη στο πλάι και τραγουδούσε
μιας μάγισσας τραγούδι αρμονικό.
Για το χρυσό κεφάλι της έπλεξα μια γιρλάντα
βραχιόλια γιόμορφα ύστερα και ζώνη, που ευωδούσε
κι εκείνη όλο μ’ εκοίταζεν ωσάν να μ’ αγαπούσε
κι ένα μουρμούρισμα άφηνε γλυκό.
Βρήκε για μένα γευστικές και γλυκών δέντρων ρίζες,
μέλι άγριο βρήκε δροσερό, και μάννα από δροσιά
και θάειπεν είμαι – βέβαιος – σε γλώσσα εξωτικιά
αληθινά, το πόσο μ’ αγαπούσε.
Και στη σπηλιά της μ’ έσυρε που ’τανε στοιχειωμένη
κι εκεί άφησε κοιτώντας με, μια ανάβαθη πνοή.
Εκεί έκλεισα τα μάτια της τ’ άγρια τα λυπημένα
και τη φιλούσα ώσπου να κοιμηθεί.
Κι εκεί αργοκοιμηθήκαμε στο πράσινο χορτάρι,
κι εκεί ονειρεύτηκα ο φτωχός, αλήθεια αλλοίμονό μου
το τελευταίο που ποτέ ονειρεύτηκα όνειρό μου
στου παγερού του κρύου βουνού, το πλάι.
Είδα χλωμούς τους πρίγκηπες, ωχρούς τους βασιλιάδες
και μαχητές είδα χλωμούς, είχαν νεκρών χλωμάδες
και φώναζαν: ‘‘Η άσπλαχνη όμορφη κυρά…
σ’ εσκλάβωσε, σ’ έχει σκλαβώσει πια’’.
Τα σκοτεινά, τα χείλια της, είδα φριχτά ν’ ανοίγουν
για να μου πούνε τη φριχτή την τρομερή αγγελία
κι εξύπνησα και βρέθηκα μονάχος εδώ πέρα
σ’ αυτού του λόφου τη πλαγιά την κρύα.
Και να γιατί μονάχος μου, σ’ αυτά τα μέρη μένω
πλάσμα χλωμό, μοναχικό, που όλο περιπλανιέμαι
κι αν στις οχθιές ξεράθηκαν οι λυγαριές της λίμνης
κι αν πια πουλί δεν τραγουδάει κανένα.
Μετάφραση: Γ. Λ. Ρόης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Τι να ’χεις τάχα, αρματωμένε ιππότη,
κι έρμος πλανιέσαι έτσι χλωμός;
Τα βούρλα πια ξεράθηκαν στη λίμνη
και τα πουλιά δεν κελαηδούν.
Τι να ’χεις τάχα, αρματωμένε ιππότη,
κι είσαι έτσι λυπημένος, σκυθρωπός;
Του σκίουρου ο κρυψώνας γέμισε σιτάρι
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.
Βλέπω ένα κρίνο πα’ στο μέτωπό σου
υγρό από την αγωνία και τον πυρετό,
στα μάγουλά σου ξέθωρο ένα ρόδο
που πέφτουνε τα φύλλα του νεκρά.
– Αντάμωσα μια νέα στα λιβάδια
πεντάμορφη, μιας μάγισσας παιδί,
με πλούσια κόμη, ανάλαφρο το πόδι
και με μάτια παράφορα πολύ.
Της έπλεξα στεφάνι για το μέτωπό της,
βραχιόλια και μια ζώνη ευωδερή·
με κοίταζε ολοένα σα να μ’ αγαπούσε,
αναστενάζοντας γλυκά.
Την κάθισα καβάλα στ’ άλογό μου
και τίποτε άλλο δεν είδα ολημερίς,
’τί σκύβοντας στο πλάι μου τραγουδούσε
ένα τραγούδι μαγικό.
Ρίζες γλυκές και νόστιμες μού βρήκε,
άγριο μέλι και μάννα δροσερό·
σίγουρα, ναι, σ’ αλλόκοτη μια γλώσσα,
μου ’λεγε: ‘‘Αλήθεια, σ’ αγαπώ!’’
Στη στοιχειωμένη μ’ έσυρε σπηλιά της
και στέναζε λυπητερά·
εκεί της σφάλισα τα εκστατικά της μάτια
με τέσσερα φιλιά.
Και μ’ αποκοίμισε με το νανούρισμά της
κι ένα όνειρο είδα – αλλοί σ’ εμέ!
τ’ όνειρο το στερνό που είδα ποτές μου
στου κρύου του λόφου την πλαγιά.
Πρίγκιπες, μαχητές και βασιλιάδες
είδα χλωμούς, σαν να ’τανε νεκροί,
που φώναζαν, ‘‘Αχ, σ’ έχει σκλαβωμένο
la Belle Dame sans merci’’.
Είδα τα λιμασμένα χείλη στο σκοτάδι,
να μου το λένε χάσκοντας φριχτά·
και ξύπνησα και βρέθηκα εδώ κάτω,
στου κρύου λόφου την πλαγιά.
Και να γιατί πάντα εδώ πέρα μένω
κι όλο γυρνώ μονάχος και χλωμός,
αν και τα βούρλα ξεραθήκανε στη λίμνη
και τα πουλιά δεν κελαηδούν.
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Ω, τι να σε σκοτίζει, αρματωμένε ιππότη,
και γυρνάς μοναχός, δίχως μιλιά;
Τα βούρλα μαραθήκανε στη λίμνη
και δε λαλούν πουλιά.
Ω, τι να σε σκοτίζει, αρματωμένε ιππότη,
κι έτσι άγριος είσαι κι έτσι λυπημένος;
Της βερβερίτσας το κελάρι είναι γεμάτο
κι ο θέρος τελειωμένος.
Πάνω στο μέτωπό σου βλέπω κρίνο
απ’ τη λαχτάρα υγρό κι από τον πυρετό,
πάνω στα μάγουλά σου χλωμό ρόδο
γοργά μαραίνεται κι’ αυτό.
Κάποια κυρά μες στα λιβάδια βρήκα
πεντάμορφη – νεράιδας κόρη, ωϊμένα!
Κι είχε μακριά μαλλιά κι ελαφρό πόδι
και μάτια αλαφιασμένα.
Της έπλεξα γιορντάνι στο κεφάλι,
ζώνη, βραχιόλια από μυριστικά.
Με κοίταξε στα μάτια, καθώς αγαπούσε,
και βόγγησε γλυκά.
Την έβαλα στο αργοπερπάτητο άλογό μου
και τίποτ’ άλλο δεν έβλεπα όλη μέρα
γιατί έγερνε στο πλάι κι έλεε τραγούδια
νεράιδας στον αέρα.
Ρίζες γλυκές μού βρήκε κι άγριο μέλι
και σαν του μάνα τη δροσιά καρπό
και σε μια γλώσσα χωρίς άλλο ξένη μού είπε:
‘‘Αλήθεια, σ’ αγαπώ’’.
Στη νεραϊδοσπηλιά της έπειτα με πήρε
κι έκλαψε εκεί, αναστέναξε βαριά,
κι έκλεισα εκεί τ’ αλαφιασμένα της τα μάτια
με τέσσερα φιλιά.
Κι εκεί με νανουρίσματα μ’ αποκοιμίζει
κι εκεί ονειρεύτηκα – αχ, τι θλίψη στην καρδιά!
Το στερνό, το στερνό από τα όνειρά μου
στην κρύα του λόφου την πλαγιά.
Είδα ωχρούς βασιλιάδες και ρηγάδες,
ωχροί ήτανε πολεμιστές, σαν πεθαμένοι.
Μου φώναξαν: ‘‘Η Ωραία Κυρά που δεν πονάει
την ψυχή σου έχει σκλαβωμένη’’.
Μες στο σκοτάδι τ’ άσαρκά τους χείλη
για μήνυμα φριχτό άνοιξαν πλατιά
και ξύπνησα και βρέθηκα εδώ πέρα
στην κρύα του λόφου την πλαγιά.
Γι’ αυτό περνάω τις μέρες μου εδώ πέρα
και γυρνώ μοναχός, δίχως μιλιά.
Τα βούρλα κι αν μαράθηκαν στη λίμνη
κι’ αν δε λαλούν πουλιά.
Μετάφραση: Λίνα Βλάχου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci*
Γιατί ’σαι λυπημένος, καβαλιέρε,
κι ωχρός γυρίζεις δίχως συντροφιά;
Της λίμνης εμαράθηκαν τα βρούλα
και τα πουλιά δεν κελαϊδούνε πια.
Γιατί ’σαι λυπημένος, καβαλιέρε,
κι έτσι αδυνατισμένος και χλωμός;
Εγέμισε η φωλιά της βερβερίτσας
σιτάρι, ετέλειωσε κι ο θερισμός.
Κάποιο στο μέτωπό σου βλέπω κρίνο,
που ’ναι απ’ του πυρετού τη δρόσο υγρό,
κι ωχρό τριαντάφυλλο στο μάγουλό σου
που γλήγορα θα μαραθεί κι’ αυτό.
Μια κόρη αντάμωσα μες στα λιβάδια
– πεντάμορφη νεράιδας κορασιά –
που ’χε αλαφρά τα πόδια, τα μαλλιά της
μακριά, κι είχε δυο μάτια αγριωπά.
Στεφάνι της ανθόπλεξα, να βάλει
στην κεφαλή, και ζώνη ευωδιαστή·
με κοίταξεν ωσάν να μ’ αγαπούσε
και μου γλυκαναστέναξε, η καλή.
Καβάλλα την επήρα στ’ άλογό μου
κι όλη τη μέρα δεν την είδα πλιο,
γιατί λοξόγερνε και τραγουδούσε,
τραγούδι τραγουδούσε μαγικό.
Άγριο μού βρήκε μέλι, γλυκές ρίζες
και δροσομέλι τόσο ευωδιαστό,
και, βέβαια, μου ’λεγε σε κάποια γλώσσα
παράξενη: ‘‘Στ‘ αλήθεια σ’ αγαπώ!’’
Με πήρε στη νεράιδινη σπηλιά της
κι έκλαιγ’ εκεί και στέναζε βαθιά·
εκεί κι εγώ τα φλογερά της μάτια
με τέσσερα της τα ’κλεισα φιλιά.
Εκείνη με νανούριζε στον ύπνο
εκεί, κι εγώ νειρεύτηκα – αλλοιά!
κι ήτανε το στερνό τ’ όνειρο που είδα,
πάνω στου κρύου του λόφου την πλαγιά.
Εκεί ρηγόπουλα είδα και ρηγάδες,
πολεμιστές, χλωμούς θανατερά,
που φώναζαν: ‘‘Η άπονη και σένα,
και σένα σ’ έχει πάρει στη σκλαβιά’’.
Τα πεθαμένα τους είδα τα χείλια
να χάσκουνε στο σκότος ανοιχτά
με μια φριχτή φοβέρα· είχα ξυπνήσει
και βρέθηκα στου λόφου την πλαγιά.
Να, γιατί μόνος τώρα τριγυρίζω
εδώ κι έτσι θλιμμένον θα με βρουν,
της λίμνης κι αν μαράθηκαν τα βρούλα
και τα πουλάκια πια δεν κελαϊδούν.
* Η ωραία άπονη
Μετάφραση: Στέφανος Τσατσούλας
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: La Belle Dame sans merci
Ω, τι σε κάνει να πονάς, δυστυχισμένε ιππότη!
Σε βλέπω ν’ αργοσέρνεσαι, χλωμό και μόνο·
μαράθηκαν τα βούρλα στην ακρολιμνιά,
κι ούτε πουλί δεν κελαϊδάει σε κλώνο.
Ω, τι σε κάνει να πονάς, δυστυχισμένε ιππότη!
Και τι σε λιώνει, τι σ’ έχει ανταριάσει;
Πλούσια η σοδιά μες στις σταραποθήκες
που βερβερίτσες έχουνε φωλιάσει.
Βλέπω ένα κρίνο στο ιδρωμένο πρόσωπό σου
που η αγωνία του πυρετού το υγραίνει
κι ένα τριαντάφυλλο στο μάγουλό σου
γρήγορα μαραζιάζει και πεθαίνει.
Μια νέα απάντησα μες στο λιβάδι,
πεντάμορφη, νεραϊδοκόρη·
είχε μακριά μαλλιά, λαφροπατούσε!
και των ματιών της έλαμπε η κόρη.
Στεφάνι έπλεξα στ’ ωραίο της κεφάλι
και δυο βραχιόλια και μια ζώνη μυρωμένη
κι αυτή με κοίταζε, λες μ’ αγαπούσε,
κι αλαφροστέναζεν ευτυχισμένη.
Στ’ άτι μου την ανέβασα, που αργοπατούσε,
κι εκείνην έβλεπα όλη μέρα στις κοιλάδες,
έτσι που έγερνε στα δυο πλευρά και τραγουδούσε
τραγούδια καμωμένα για νεράιδες.
Μου ’βρισκε ρίζες με γλυκιά τη γεύση
και άγριο μέλι κι ό,τι την ψυχή μεθάει
και σε μια γλώσσα που παράξενα ηχούσε
μου ’λεγε πως στ’ αλήθεια μ’ αγαπάει.
Στη νεραϊδένια της σπηλιά με επήρε
και με θωρούσε κι αναστέναζε η κυρά μου
κι εγώ τα λαμπερά της άγρια μάτια
έκλεισα με τ’ αμέτρητα φιλιά μου.
Κι ως με νανούριζε αποκοιμισμένο,
εγώ ονειρεύτηκα, ω, πόση θλίψη!
το τελευταίο μου όνειρο, απ’ όσα είχα δει,
στην κρύα λοφοπλαγιά που μ’ είχε κρύψει.
Περνούσαν βασιλιάδες, πρίγκηπες, πολεμιστές,
με πρόσωπο νεκρού μαυροκιτρινιασμένο
κι όλοι μου φώναζαν: ‘‘La Belle Dame sans merci
για πάντα σε κρατάει σκλαβωμένο’’.
Ολάνοιχτα, στο τρομερό τους μήνυμα,
είδα τα στεγνωμένα χείλη τους μες στο σκοτάδι
και ξύπνησα και πλαγιασμένος βρέθηκα
στην κρύα λοφοπλαγιά το βράδυ.
Να γιατί το καλύβι μου έχω στήσει εδώ
και τριγυρνάω θλιμμένος και με βλέπεις μόνο,
αν και μαράθηκαν τα βούρλα στην ακρολιμνιά
κι ούτε πουλί δεν κελαϊδάει σε κλώνο.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σ’ ένα αηδόνι
Η καρδιά μου πονεί. Βαριά χαλαρώνει
τις αισθήσεις μου νάρκη, λες φαρμάκι έχω πιει,
λες κι άδειασα ολόγεμο κύπελλο αφιόνι,
λίγο πριν, και βυθίστηκα μέσα στη λήθη.
Δε φθονώ την ωραία που σου ’λαχε μοίρα,
μονάχα πονώ από χαρά στη χαρά σου,
των δεντρών λαφροφτέρουγη Δρυάδα εσύ,
που σε μυριοπλεγμένες ηχηρές φυλλωσιές
απ’ οξιές κι αρίθμητους ίσκιους, τον ύμνο
του καλοκαιριού με γιομάτη φωνή τραγουδείς.
Ω! και ποιος θα μου δώσει μια γουλιά απ’ το κρασί
που στη γης το κρατούνε καιρούς να παγώσει,
να μυρίζει λουλούδια και πράσινο αγρό
και χορό και τραγούδια και του ήλιου μεθύσι,
ένα πλέριο ποτήρι από χώρα θερμή
γιομισμένο απ’ τη γνήσια πορφυρήν Ιπποκρήνη,
στ’ αλικόβαφα χείλια του να σπιθίζει
όλο φούσκες ο αφρός, να μπορέσω να πιω!
Κι αφήνοντας πίσω τον κόσμο, μαζί σου,
στα σκοτάδια του δάσου μακριά να χαθώ!
Ν’ απλωθώ μες στ’ αγέρι, να χαθώ, να ξεχάσω
το που εσύ μες στα δάση δεν έχεις γνωρίσει,
τον κάματο, την πλήξη, τον πυρετό, εδώ
που το βόγγο ο ένας ακούει τ’ αλλουνού,
το τρεμάμενο αδύναμο κεφάλι των γέρων,
και τη νιότη που ωχρή σιγοσβεί και πεθαίνει,
που κι η σκέψη ακόμα σε γιομίζει από θλίψη
και στα βλέφαρα πάνω μολύβι βαραίνει,
που η λάμψη ωραίων ματιών μια μέρα κρατά,
μα κι η φλόγα που ανάβουν δε ζει πιο πολύ.
Μακριά! Μακριά! Θα πετάξω κοντά σου!
Μα του Βάκχου οι πάνθηρες δε θα με σύρουν,
θα με φέρουν της ποίησης τ’ άυλα φτερά,
κι ας μ’ αντίσκοβε ο νους μου βαρύς ως τα τώρα.
Να ’μαι κιόλας μαζί σου! Είν’ η νύχτα γλυκιά
κι ίσως η άνασσα να ’ναι στο θρόνο η σελήνη
και γύρω της μάγος εσμός απ’ αστέρια!
Μα εδώ πέρα άλλο φως δε φωτάει, μοναχά,
όσο η αύρα απ’ τα ουράνια στο φύλλωμα χύνει
και στα χορταριασμένα στριφτά μονοπάτια.
Τι λουλούδια στα πόδια μου ανθίζουν δεν ξέρω,
μήτε ποιο γλυκό μύρο πλανιέται στους κλώνους,
μα στο ισκιόφωτο το μυρωμένο μαντεύω
την ξέχωρη τούτου του μήνα ευωδιά,
όπου παίρνουν τα θάμνα, τ’ ασπράγκαθα, η χλόη,
οι καρποί στ’ άγρια δέντρα, το ρόδο του αγρού,
ο μενεξές που σβηέται γοργά μες στα φύλλα,
και το πρώτο παιδί του Μαγιού, της μοσκιάς
το μπουμπούκι λουσμένο σ’ απόσταγμα δρόσου,
που οι μύγες τα βράδια του θέρους με βουή τριγυρνούν.
Στο σκοτάδι αφουγκράζομαι. Κι αν τόσες φορές
για τον ήσυχο θάνατο αγάπη είχα νοιώσει
και με λόγια γλυκά σε στίχους καλούσα
την πνοή μου απαλά στον αιθέρα να πάρει,
μα τώρα, σαν πλούσια ηδονή μού φαντάζει,
δίχως πόνο, τα μεσάνυχτα αυτά να πεθάνω,
ενώ σ’ έκσταση γύρω σκορπάς την ψυχή σου!
Θε να ψάλλεις, μ’ ανώφελα θα ’ν’ για τ’ αυτιά μου.
Η θεϊκή σου νεκρική ψαλμωδιά
θ’ αντηχεί σε σωρόν από χώμα.
Συ δεν πλάστης για θάνατο, αιώνιο πουλί.
Αχόρταγοι ανθρώποι δε σε πάτησαν χάμω,
η φωνή π’ ακούω τώρα, σε χρόνια παλιά
κι απ’ τον άρχοντα ακούστηκε κι από το δούλο.
Ίσως να ’ταν ο ίδιος ετούτος σκοπός,
όπου εχύθη στης Ρουθ τη θλιμμένη καρδιά,
καθώς την πατρίδα γλυκά νοσταλγώντας,
δακρυσμένη στεκόταν στα στάχυα τα ξένα.
Αυτό να ’χε γητέψει παραθύρια π’ ανοίγαν
σ’ αφρισμένα πελάγη σε μια ξωτικήν ερημιά.
Ερημιά! σαν καμπάνα η λέξη με κράζει
να χωρίσω από σέ και μόνος να μείνω!
Χαίρε! Να πλανέσει η φαντασία δεν είν’ άξια
όσον έχει τη φήμη. Χαίρε πνεύμα απατηλό!
Το γλυκό σου τ’ αντίφωνο, σαν παράπονο,
σβηεί και πάει, το γειτονικό λιβάδι περνά,
το ήσυχο ρυάκι, του λόφου την πλαγιά
και στο ξέφωτο θάβεται της άλλης κοιλάδας.
Ήταν όραμα; Όνειρο που έπλεξε ο νους;
Πάει πια η μουσική! Ξύπνιος είμαι ή κοιμάμαι;
Μετάφραση: Ελπίδα Δ. Γκίνη
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια ελληνική υδρία
Ω νύμφη, ακόμη ανέγγιχτη της ησυχίας!
και θρέμμα του καιρού που αργοκυλά και της σιωπής,
συ που μια λουλουδένιαν ιστορία
απ’ τους δικούς μας στίχους πιο γλυκά την τραγουδείς!
Ποιος με τη φουντωτή του φυλλωσιά σε ζώνει
θρύλος; Θεοί είναι αυτοί, θνητοί, για και τα δυο;
Στης Αρκαδίας μην είναι τα φαράγγια, ή μη στα Τέμπη;
Ποιοι να ’ναι; ποιες παρθένες αντιστέκονται; και ποιο
κυνήγημα τρελό; Τι πάλεμα για να ξεφύγουν;
Τι τύμπανα κι αυλοί; Και τι έκσταση άγρια είναι τούτη;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούμε, όμως αυτές
οπού δεν ακουστήκαν, πιο γλυκές. Αυλοί απαλοί,
παίζετε, αλλά για τις αισθήσεις όχι. Με στροφές
που ηχούν στο νου μας μοναχά, πολύ πιο αγαπητές.
Έφηβε ωραίε! Που το τραγούδι δε μπορείς ν’ αφήσεις
κάτω απ’ τα δέντρα, ουδέ κι αυτά τα φύλλα τους να χάσουν,
ποτέ φιλιά δε θα χαρείς, απότολμε εραστή!
Αν και σιμά φτασμένος στο σκοπό σου, δε θ’ άγγίξεις
την ευτυχία’ μα μη λυπάσαι, δε θα μαραθεί
ποτέ! και πάντα θα την αγαπάς και θα ’ναι ωραία.
Ω σεις, που δε θα χάσετε, καλότυχοι θαλλοί,
τα φύλλα, ούτε την άνοιξη θ’ αφήσετε ποτέ!
Και που χωρίς αποσταμό, τραγουδιστή,
θ’ αυλείς, και το τραγούδι σου αγέραστο θα μένει.
Ακόμα εσύ πιο ευτυχισμένη αγάπη, ευτυχισμένη!
πάντα θερμή κι άξια χαρές ατέλειωτες να δίνεις,
πάντα τρεμάμενη κι αιώνια, δυνατή και νια,
απάνω από τ’ ανθρώπινο το πάθος θρονιασμένη
που αφήνει ξέχειλη από θλίψη την καρδιά,
κι αποσταμένη, μέτωπο καφτό, γλώσσα στεγνή!
Ποιοι να ’ναι που ’ρχονται για τη θυσία; σε ποιο βωμό
χλωρό οδηγείς, μυστηριακέ ιερέα, το δαμάλι
που μουγγανίζει ανήσυχα κατά τον ουρανό
κι άνθια στολίζουνε τα μεταξένια του πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε γιαλό κοντά, είτε σε βουνό
σκαρφαλωμένη, με το κάστρο της το ειρηνικό,
άδεια απ’ ανθρώπους έμεινε τούτο το ευλαβικό
πρωΐ; Πόλη μικρή, θα μείνουνε παντοτεινά
οι δρόμοι σου βουβοί, κι ουδέ ψυχή
ξανά θα στρέψει, το γιατί ερημώθηκες να πει.
Γραμμή αττική! γύροι λαμπροί οπού νησί και κόρες
σαν πλοκαμοί, στο μάρμαρο εργασμένοι τεχνικά,
σας τριγυρνούν, με πατημένα χόρτα και κλαδιά,
το στοχασμό μας ξεπερνά η σιωπηλή σου γλώσσα,
καθώς η αιωνιότητα. Ψυχρή γραφή
βουκολική! Τα χρόνια τούτη τη γενιά σα σβήσουν,
εσύ θε να σταθείς του ανθρώπου φίλη αληθινή,
μες στις μελλούμενες τις λύπες να του λες:
‘‘Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά,’’
Να τι ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τι χρωστάς να ξέρεις !
Μετάφραση: Ελπίδα Δ. Γκίνη
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια ελληνική υδρία
Ω! νύφη, ακόμα απάρθενη, της ησυχίας της ιερής!
Συ ψυχοπαίδι της σιωπής, του χρόνου π’ αργοσβηεί,
ειδυλλιακέ ανιστορητή, που μύθο ολάνθιστο μπορείς
να λες γλυκύτερα κι απ’ ό,τι ο στίχος θέλει ειπεί:
τι θρύλος φυλλοστόλιστος στην πλάση σου στοιχειώνει
θεών ή Θνητών ή και των δυο,
στα Τέμπη ή σε κοιλάδα Αρκαδική;
Τι άνθρωποι ετούτοι ή ποιοι Θεοί; Τι κόρες, π’ άντρας δε ζυγώνει,
τι άγριο κυνήγι; ποιος αγώνας για φευγιό;
Και τι σουραύλια, κύμβαλα; ποιαν έκσταση μανιακή;
Γλυκές οι μελωδίες π’ ακούγονται, μα πιο γλυκά
πνένε οι ανάκουστες· γι’ αυτό, αυλοί απαλοί, λαλείτε,
μα όχι στης αίσθησης το αυτί, με άυλη χάρη, πιο ακριβά,
στο πνέμα τα τραγούδια σας αυλείτε:
ωραία νιότη, κάτω απ’ τις σκιές, ποτέ δε θέλει λείψει
από τα χείλη σου ο σκοπός κι ουδέ τα φύλλα απ’ τα δεντρά·
απόκοτε αγαπητικέ, ποτέ φιλί δε θα χαρείς,
αν και σιμά στον πόθο σου – μα μην σε πάρει η θλίψη,
δεν μπόρειε αυτή να μαραθεί, θεράπειο αν δεν ιδείς στερνά,
αιώνια εσύ θε ν’ αγαπάς και κείνη ωραία θα τη θωρείς.
Αχ! σεις πανεύτυχα κλωνιά! τα φύλλα σας ποτέ
δε θε να ρέψουν κι άνοιξη για πάντα θα στολίζει·
κι ακούραστε, μακάριε μελωδέ,
αιώνια το παιχνίδι σου νέα τραγούδια θα τονίζει·
πιο ευτυχισμένη αγάπη! αγάπη τρισευτυχισμένη!
Πάντα θερμή και π’ όλο μέλλεται να σε χαρούν,
με αιώνια λαχτάρα, νεότητα παντοτινή,
κι απ’ ό,τι πνέει τ’ ανθρώπινα τα πάθη γλυτωμένη,
που κόρο στην καρδιά και θλίψη της κληρονομούν,
στο μέτωπο ένα πυρετό, πίκρα στη γλώσσα τη στεγνή.
Ποιοι να ’ναι ετούτοι που έρχονται, ιερή μια συνοδεία;
Και το δαμάλι που μουγγάει προς τα ουράνια,
μυστηριακέ ιερέα, σε ποιο βωμό οδηγάς για τη θυσία,
τα μεταξένια του πλευρά με λουλουδιών στεφάνια;
Σαν τι χωριό σε ακροθαλάσσι ή σε ρυάκι,
ή σε πλαγιά βουνού, με ακρόπολη όλο ειρήνη,
απ’ το λαό του ν’ άδειασε την άγια τούτη πρωινή;
Κι ω! συ χωριό, το κάθε σου δρομάκι,
θα ’ναι για πάντα σιωπηλό· κι ούτε θα γείρει μια ψυχή
ποτέ να πει, γιατί έχεις έρμο μείνει.
Ω! αττικό παράστημα! φόρμα ωραιοπλασμένη
με αγαλματένια αντρών γενιά, κόρες με ακράτη νιότη,
με δάσου κλώνια και τη χλόη πατημένη·
πλάσμα σιωπηλό! σαν την αιωνιότη
λυτρώνεις απ’ τη σκέψη, ω! παστοράλι εσύ νεκρό!
Κι έρμη, με τα γεράματα, τούτη η ελικιά σα θα ’ναι,
θα μνήσκεις τότε ακόμα εσύ μέσ’ της ζωής τον πόνο,
φίλος του ανθρώπου, να του λες αιώνιο καιρό:
‘‘Η ομορφιά ’ναι αλήθεια, η αλήθεια ’ναι ομορφιά’’, το μόνο
που ξέρομε στη γη και όλοι να μάθουνε χρωστάνε.
Μετάφραση: Γιάννης Κλ. Ζερβός
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία (1819)
Ανέγγιχτη εσύ ακόμα νύφη της σιωπής!
Παιδί της σιγαλιάς και του αργού χρόνου,
παραμυθά του δάσους, μια ιστορία θα πείς
γλυκύτερα απ’ το στίχο το δικό μου:
ποιος θρύλος ανθοστόλιστος έχει στοιχειώσει
τριγύρω σου, για αθάνατους ή για θνητούς μιλάει;
Είναι στα Τέμπη ή σε κοιλάδα αρκαδική;
Θεοί είναι ετούτοι ή άνθρωποι; Γιατί διστάζουν
οι κόρες; Ποιος ξεφεύγει; Ποιος παλεύει να γλυτώσει;
Τι ντέφια και φλογέρες; Τι μανία τρελή;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούς, μα πιο γλυκές
οι ανάκουστες. Γι’ αυτό φλογέρες σιγανές, ηχήστε.
Όχι στ’ αυτιά μας, μα, πιο αισθαντικές,
άηχους σκοπούς στο πνεύμα τραγουδήστε.
Νιότη ωραία, κάτω απ’ τα δέντρα, δεν μπορείς
να πάψεις το τραγούδι, ούτε ποτέ θα γυμνωθούν τα κλώνια.
Γενναίε εραστή, δε θα φιλήσεις την καλή σου
κι ας είσαι πλάι της – μα μη λυπηθείς.
Δε θα σου φύγει, κι ας μη γίνεται δική σου.
Αιώνια θ’ αγαπάς, κι ωραία θα ’ναι εκείνη αιώνια.
Ευτυχισμένα δέντρα! Που δε ρίχνετε ποτέ
τα φύλλα σας, κι ούτε την άνοιξη αποχαιρετάτε.
Κι ευτυχισμένοι, ακούραστοι τραγουδιστές,
για πάντα νέους σκοπούς θα τραγουδάτε.
Και χαίρε εσύ, έρωτα! Χαίρε, χαίρε, έρωτα!
Πάντα θερμός, πάντα ευτυχία θα σε προσμένει,
πάντα θα νοιώθεις πόθο, νέος για πάντα!
Θα ζεις μακριά απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα,
που αφήνουν την καρδιά χορτάτη και θλιμμένη,
το μέτωπο καυτό, στεγνή τη γλώσσα.
Ποιοι να ’ναι που ’χουν ξεκινήσει για θυσία;
Σε ποιο χλοερό βωμό, παράξενε ιερέα,
πας τη δαμάλα που φωνή σέρνει στα ουράνια
μ’ άνθη γύρω στα μεταξένια της πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε ποτάμι ή ακρογιαλιά
ή σε βουνό, που ακρόπολη την κλείνει ειρηνική,
τούτο το άγιο πρωΐ την έχουν όλοι αφήσει;
Οι δρόμοι σου, πόλη μικρή, αιώνια πια
θα μείνουν σιωπηλοί. Κι ούτε ποτέ ψυχή
να πει το πώς ερήμωσες δε θα γυρίσει.
Σχήμα αττικό! Στάση ωραία! Ολόγυρά σου
μορφές μαρμάρινων αντρών και κοριτσιών,
χορτάρια πατημένα και κλαριά του δάσους.
Συ, σιωπηλή μορφή, ειδύλλιο παγερό,
παράλογα, σαν αιωνιότητα, μας τυραννάς.
Όταν ο χρόνος θ’ αφανίσει τούτη τη γενιά,
στη μέση νέων δεινών εσύ θα ζήσεις,
φίλη του ανθρώπου, για να του μηνάς:
‘‘Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά’’ –
να ποια είναι η γνώση κι ό,τι αξίζει να γνωρίσεις.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Meg Merrilies
Η γριούλα Μεγκ ήταν τσιγγάνα,
ζούσε στους βάλτους ζωή φτωχή,
είχε για στρώμα της δεμάτια ρείκια,
και για καλύβι της όλη τη γη.
Ξυνά βατόμουρα, μήλα της ήταν
το σπαρτοκάρπι, μαύρη σταφίδα
του άγριου ρόδου η δροσιά, κρασί της
και κάθε μνήμα, βιβλίου σελίδα.
Πεύκα ολομύριστα, γκρεμοί και λόφοι
ήταν αδέλφια της, η φαμελιά της·
μ’ αυτά μιλούσεν όλη τη μέρα
και τ’ αγαπούσε με την καρδιά της.
Μέρες πολλές νηστικές περνούσε
κι όταν το βραδινό της δεν είχε πάρει,
τα μάτια στήλωνε στον ουρανό,
για να χορτάσει με το φεγγάρι.
Μα σα λιοφώτιζεν, η Μεγκ στεφάνι
απ’ αγιοκλήματα πάντα φορούσε
δροσολουσμένα, και κάθε βράδυ
τις βέργες έπλεκε και τραγουδούσε.
Ψαθιά από βούρλα φτιάχναν με τέχνη
γέρικα δάχτυλα που είχαν ροζιάσει·
ψαθιά από βούρλα που τα πουλούσε
στα καλυβόσπιτα μέσα στα δάση.
Σα μια βασίλισσα ήταν γενναία,
σαν αμαζόνα ήταν ψηλή,
κόκκινη κάπα χοντρή φορούσε
και στο κεφάλι χοντρό ψαθί.
Γέρικα κόκκαλα πάνε πια χρόνια
που στην αγκάλη της έκλεισε η γη.
Μετάφραση: Μερ[όπη] Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν πρωτοδιάβασα τον Όμηρο του Τσάπμαν*
Πολλές φορές ταξίδεψα μεσ’ στα χρυσά βασίλεια
και πολιτείες εγνώρισα πανέμορφες και τόπους
κι απ’ όλα εκείνα τα νησιά στη δύση έχω περάσει,
που του Απόλλωνα οι πιστοί τραγουδιστές κρατούνε.
Συχνά άκουσα να μου μιλούν για την πλατιά τη χώρα
που ο πυκνοφρύδης Όμηρος την είχε κατοικιά του,
κι όμως ποτέ δε χάρηκα την άκρα της γαλήνη
παρά μονάχα τη φωνή σαν άκουσα του Τσάπμαν,
φωνή γεμάτη δύναμη κι ασύγκριτη σε θάρρος,
κι ένοιωσα κάτι σαν αυτό που ο αστρονόμος νοιώθει
όταν, γεμάτος έκσταση, μέσ’ στο στερέωμα βλέπει
ένας καινούργιος κι άγνωστος πλανήτης ν’ αχνοφέγγει,
ή σαν το άτρομο Κορτές, που, μ’ αετίσιο μάτι,
ορθός εκεί κι αμίλητος, σε μια κορφή του Ντάριεν
του Ειρηνικού αποθαύμαζε το θάμπος, κι οι άνθρωποί του
ο ένας τον άλλο εκοίταζαν με μια άγριαν υποψία.
* George Chapman (1559-1634). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας που έκαμε μια αριστουργηματική μετάφραση του Ομήρου στην αγγλική γλώσσα.
Μετάφραση: Κώστας Α. Παπαδάκης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν πρωτοδιάβασα τον Όμηρο του Τσάπμαν
Πολλές ταξίδεψα φορές μες στις χρυσές τις χώρες,
κι ωραίες πόλεις έχω δει και όμορφα βασίλεια·
κι απ’ τα νησιά τα δυτικά γύρω έχω περάσει,
που οι βάρδοι τον Απόλλωνα πιστά διαφεντεύουν.
Συχνά για μιαν απέραντη χώρα μου ’χουν μιλήσει,
που ο βαθύνους Όμηρος πατρίδα του την είχε·
μα δεν εχάρηκα ποτέ καθάρια τη γαλήνη,
ώσπ’ άκουσα τη βροντερή φωνή κείνη του Τσάπμαν.
Κι ένοιωσα τότε σαν αυτόν που θεωρεί τα ουράνια
και νέο στο στερέωμα πλανήτη διακρίνει,
ή σαν τον τολμηρό Κορτέζ, που μ’ αετίσια μάτια
έβλεπε τον Ειρηνικό κι όλοι οι ναυτικοί του
ένας τον άλλο κοίταζε μ’ έκσταση, σαστισμένοι,
αμίλητοι ψηλά από μια κορυφή του Ντάριεν.
Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Σ’ αυτόν που έμενε σε πόλη…
Σ’ αυτόν που πολυκαίρισε σε πόλη μαντρισμένος
γλυκύτατο είναι τ’ ανοιχτό κι όμορφο να κοιτάζει
πρόσωπο τ’ ουρανού κι αργά μια προσευχή να λέει
μπρος στο πλατύ χαμόγελο του θόλου του γαλάζιου.
Ποιος πιο ευτυχής εξόν αυτός που κουρασμένος
σ’ ευχάριστη πέφτει φωλιά που χόρτα κυματίζουν
διαβάζοντας, όσο ποθεί η ψυχή του, μιαν ιστορία
για ευγενικό έναν έρωτα, αβρό και λαγγεμένο;
Γυρνώντας βράδυ σπίτι του, ενώ το αυτί του αρπάζει
της Φιλομήλας τους σκοπούς κι ενώ ακλουθάει το βλέμμα
το συννεφάκι το λαμπρό του δρόμο ν’ αρμενίζει,
πενθεί που η μέρα πέρασε γλιστρώντας γοργά τόσο
καθώς περνάει γρήγορα το δάκρυ ενός αγγέλου
σιωπηλά απ’ τον καθαρό κυλώντας τον αιθέρα.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όποιος στην πόλη κλείστηκε καιρό πολύ (1816)
Όποιος στην πόλη κλείστηκε καιρό πολύ,
γλυκαίνεται όταν αντικρίζει την πανώρια
κι ολάνοιχτη όψη τ’ ουρανού, όταν ψιθυρίζει
μια δέηση κάτω απ’ το θόλο το βαθύ.
Πόσο ευτυχής, σαν με χορτάτη την ψυχή,
και κουρασμένος, σε λημέρι δροσερό φωλιάζει,
μέσα σε χλόη πυκνή κι εκεί διαβάζει
έρωτα και θανάτου ιστορία αβρή.
Κι όταν γυρνάει στο σπίτι του το δειλινό,
με αυτί που αρπάζει του αηδονιού τις τρίλιες, τη ματιά
στο συννεφάκι που αρμενίζει αστραφτερό,
θρηνεί που η μέρα κύλησε τόσο γοργά.
Όπως κυλά το δάκρυ ενός αγγέλου,
στο διάφανο ουρανό γλιστρώντας σιωπηλά.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η Φήμη
Η Φήμη πεισματάρικη, σεμνή θα μένει κόρη
γι’ αυτούς που τήνε τριγυρνάν με δουλικό το γόνα.
Κι όμως, να, παραδίνεται σ’ ένα άμυαλον αγόρι.
Πιο τρέλαν έχει μια καρδιά που δεν γνωρίζει αγώνα.
Είναι τσιγγάνα. Δε μιλά σ’ όσους δεν έχουν μάθει
μακριά απ’ αυτήν να ’ναι ήσυχοι. Ναζιάρα, δεν αρέσει
σιμά στ’ αυτί της ψίθυρο, θαρρεί κάτι θα πάθει
και σαν μιλάν άλλοι γι’ αυτήν σε σκάνδαλο θα πέσει.
Είναι τσιγγάνα αληθινή, στο Νείλο γεννημένη,
ζηλιάρα σαν την Πετεφρή. Αυτής την καταφρόνια
μ’ άλλη τόση πληρώσετε, ερωτοχτυπημένοι
σεις τροβαδούροι. Αγέραστοι σεις καλλιτέχνες αιώνια
τρελοί μην είστε. Για το ‘έχε γεια’ κομψά απλώστε χέρι
κι αν της αρέσει πίσω σας το βήμα της θα φέρει.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Για τη θάλασσα
Αιώνιο κρατά μουρμουρητό σ’ ακρογιαλιές πανέρμες
και σε σφοδρήν αναρροή χιλιάδες και χιλιάδες
σπηλιές μπουκώνει, μέχρι που τα μάγια της Εκάτης
τις παρατάν με τους παλιούς αχούς ίσκιο γεμάτους.
Συχνά έχει τέτοια διάθεση και τέτοιαν ημεράδα,
ώστε και το μικρότερο κοχλίδι δεν σαλεύει
μέρες και μέρες από κει που κάποτε έχει πέσει,
όταν είχαν ξαμοληθή των ουρανών οι ανέμοι.
Ω σεις, που μια τραχιά βουή την ακοή ζαλίζει
ή και παραχορτάσατε από πλήθος μελωδίες,
καθίστε σε καμιάς σπηλιάς το στόμα και ρεμβάστε
ως πού χορός να σας ξαφνιάσει, τάχα, Ωκεανίδων.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Λαμπρό αστέρι
Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν και σένα,
όχι – μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα
ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια να κοιτάζω,
σαν τον υπόμονο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
οκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο
γύρω στη γη τ’ ανθρώπινα ακρογιάλια να εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νοιώθω
σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Άστρο λαμπρό (1819)
Άστρο λαμπρό! ας ήμουν σαν εσένα ασάλευτος,
μα να μην κρέμομαι σπουδαίος και μόνος στη νυχτιά
σαν ερημίτης άγρυπνος κι υπομονετικός,
για να κοιτάζω, με τα βλέφαρα πάντα ανοιχτά,
τα ορμητικά νερά στο άγιο τους έργο
του εξαγνισμού γύρω στης γης μας τις ακτές,
ή να χαζεύω το φρεσκοπεσμένο κι απαλό
χιόνι, σε βαλτοτόπια και βουνοπλαγιές.
Όχι – μα να ’μαι ασάλευτος αιώνια κι αμετάβλητος,
αναπαμένος στης αγάπης μου το στήθος το μεστό,
παντοτινά να νοιώθω τ’ απαλό του αλαφροσάλεμα,
σε ταραχή γλυκιά αιώνια ξυπνητός.
Ν’ ακούω, βουβός, την τρυφερή της την πνοή,
να ζω έτσι πάντα, αλλιώς ας φύγω απ’ τη ζωή.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Στον Ύπνο (1819)
Συ που γλυκά τ’ ακίνητα μεσάνυχτα μαγεύεις,
που με προσεχτικά κι αγάπης δάχτυλα σφαλνάς
τα μάτια μας που χαίρονται το σκότος, και κρυφτεί
έχουν του φωτός, σκιασμένα σε άγια λησμονιά:
ω γαληνότατε Ύπνε! έλα, σε καλώ,
ενώ σε υμνώ, τα μάτια μου να κλείσεις,
ή για το ‘‘αμήν’’ περίμενε, πριν το απαλό
χάδι σου στο κρεβάτι μου σκορπίσεις.
Και φύλαξέ με, αλλιώς η μέρα η χτεσινή
στο μαξιλάρι μου θ’ αστράψει όλο καημό.
Σώσε με απ’ τη συνείδηση, που ακούραστη διοικεί
μες στο σκοτάδι τρυπωμένη σαν ποντίκι.
Στη λαδωμένη κλειδαριά γύρνα επιδέξια το κλειδί,
και σφράγισε της λυτρωμένης μου ψυχής τη θήκη.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Στον ύπνο
Βάλσαμο του μεσονυκτίου εσύ απαλό,
το στοργικό το δάχτυλό σου κλείνει
μάτια που βρίσκουν πια το φως πικρό,
τον ίσκιο θεϊκής λήθης τους δίνει.
Ω Ύπνε αβρέ! Αν είναι θέλημά σου
κλείσε τα μάτια μου μες στη δική σου ωδή,
ή το αμήν περίμενε, πριν το νανούρισμά σου
μού ρίξει παπαρούνα ευσπλαχνική.
Πάνω στο μαξιλάρι μου η μέρα αυτή θα μείνει
τρέφοντας θρήνους, αν δεν έρθει η βοήθειά σου.
Σώσε με απ’ τη συνείδηση που σκοτεινή εξουσία
έχει πάντα να σκάβει σαν ποντίκι.
Στρέψε όπως ξέρεις το κλειδί στην κλειδαριά τη λεία
και της ψυχής μου σφράγισε τη θήκη.
Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Ύπνος και Ποίηση (1816) (απόσπασμα)
Τι ’ναι πιο αβρό από αγέρι καλοκαιρινό;
Πιο ειρηνικό απ’ το κολύμπρι τ’ όμορφο
που μια στιγμή σε ολάνοιχτο λουλούδι αγγίζει
κι εύθυμα μες στις φυλλωσιές βουΐζει;
Τι πιο ήσυχο από τριαντάφυλλο που ανθεί
μακριά από ανθρώπου μάτι, σε χλοερό νησί;
Τι πιο γερό απ’ το χλόισμα των λιβαδιών;
Τι πιο κρυφό απ’ τη φωλιά των αηδονιών;
Τι πιο γαλήνιο απ’ της Κορντέλιας τη μορφή;
Πιο οράματα γεμάτο από ιστορία λαμπρή;
Τι άλλο από σε, Ύπνε; Που τα μάτια μας γλυκοσφαλνάς
και νανουρίσματα μας σιγοτραγουδάς.
Σε προσκεφάλια γιορτινά αλαφροσιμώνεις,
με παπαρούνες και με ιτιά μας στεφανώνεις.
Σε μιας ωραίας τις μπούκλες είσαι μπερδεμένος
κι από το πρωϊνό που θα ’ρθει ευλογημένος,
γιατί σ’ όλα τα μάτια τα γλυκά δίνεις ζωή,
λάμποντας ν’ αντικρίσουν την καινούργια αυγή.
Μα τι ’ναι αυτό που ξεπερνάει το νου;
Τι ’ναι φρεσκότερο απ’ τα μούρα του βουνού;
Πιο απαλό, όμορφο, παράξενο, βασιλικό,
από κύκνου φτερό, από περιστέρι κι από αητό;
Ποιο είναι; Και πιο δίπλα του να βάλω;
Τη δόξα του δε φτάνει κανένα άλλο.
Η θύμησή του φοβερή, γλυκιά, ιερή,
σκορπίζει κάθε ανοησία κοσμική.
Έρχεται κάποτε μ’ αστροπελέκια τρομερά,
ή σαν υπόκωφη βοή στης γης τα σωθικά.
Κι άλλοτε σα μουρμούρισμα απαλό,
μας λέει τα μυστικά από κάτι θαυμαστό,
που πάνωθέ μας στον κενόν αέρα ζει.
Ρίχνουμε ολόγυρα ματιά εξεταστική
μήπως και δούμε αέρινες μορφές, σχέδια από φως,
ή ύμνος φτάσει στ’ αυτιά μας μακρινός,
μήπως τη δάφνη δούμε εκεί ψηλά,
που θα μας στεφανώσει όταν δε θα ζούμε πια.
Κάποτε γίνεται περήφανη η φωνή,
κι απ’ την καρδιά βγαίνει κραυγή δοξαστική.
Ήχοι που το Δημιουργό θα συναντήσουν,
και σαν ψιθύρισμα σιγά σιγά θα σβήσουν.
[…]
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Έφυγε η μέρα (1819)
Έφυγε η μέρα, και μαζί όλα τα καλά.
Χείλη, γλυκιά αγκαλιά, χέρι απαλό, φωνή,
ανάσες, ψιθυρίσματα, μισόλογα γλυκά,
μάτια που αστράφτουν, αφημένη μέση, θείο κορμί.
Μαράθη τ’ άνθος κι όλες οι μπουμπουκιασμένες χάρες του,
μαράθηκε στα μάτια μου της ομορφιάς η όψη,
μαράθηκε η μορφή της μες στα χέρια μου,
μαράθηκαν φωνή, θέρμη, παράδεισος, λευκότης,
σβηστήκαν άκαιρα στο πέσιμο του δειλινού,
την ώρα που νυχτερινή γιορτή των ίσκιων ξεκινά
ο μυρωμένος έρωτας κι υφαίνει το πυκνό
της σκοτεινιάς το φάδι, να σκεπάσει τη χαρά.
Μα στης αγάπης τη Γραφή μια κι έχω σήμερα εντρυφήσει,
βλέποντάς με έτσι να νηστεύω, θα ’ρθει να με ναρουρίσει.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Όταν φοβάμαι (1818)
Όταν φοβάμαι πιο πολύ πως θα πεθάνω,
και θα ’ναι ασύναχτο στο νου το γέννημά μου,
τόμους δεν θα ’χω στοιβαγμένους ως επάνω,
σιταποθήκες με την ώριμη σοδειά μου·
όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θα ’ρθει μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω·
κι όταν αισθάνομαι πως πια δεν θα σε βλέπω,
ωραίο πλάσμα της στιγμής, σαν παραμύθι
τον έρωτά σου απερίσκεπτα να δρέπω·
τότε, στου κόσμου τη μεγάλη παραλία,
σκέφτομαι μόνος, ώσπου χάνονται στα βύθη
και της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία.
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Βλέποντας τα ελγίνεια
Το πνεύμα μου είν’ αδύναμο – βαραίνει
πάνω μου η θνησιμότητα σαν ύπνος.
Κάθε μου ανέβασμα ή κατέβασμα είναι ίχνος
μιας δυσκολίας θεϊκιάς που με πεθαίνει,
ωσάν αετός, π’ άρρωστος κοιτάει τον ουρανό.
Κι όμως, αχνή πολυτέλεια είναι να θρηνήσω
που δεν πρέπει θολούς ανέμους να κρατήσω
φρέσκους για ν’ άνοιγε το μάτι το πρωϊνό.
Όπως οι δόξες οι θαμπόσκεφτες του νου
φέρνουνε μέσα στην καρδιά στιγμές θηρίου,
έτσι τα θαύματα ετούτα με πονούν
που σμίγουν την ελληνική λάμψη με του αγρίου
ξοδέματος του Χρόνου – μ’ ένα κύμα ωκεανού
έναν ήλιο – έναν ίσκιο μεγαλείου.
Μετάφραση: Θανάσης Γιαπιτζάκης