Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΤΑ ΧΡΥΣΙΝΑ- ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΤΑ ΧΡΥΣΙΝΑ- ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Χαρακτηριστικά της Αρχαιολογίας ως Επιστημονικού Κλάδου


της Νότας Χρυσίνα

Η Αρχαιολογία είναι η «συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου».[1]
Μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο, η Αρχαιολογία συμμετέχει σε θεωρητικούς προβληματισμούς όπως και οι άλλες κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η μέθοδος περιλαμβάνει τις τεχνικές και τους κανόνες βάσει των οποίων οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν την υλική μαρτυρία. Η θεωρία περιγράφει το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάζονται οι αρχαιολόγοι, βάσει της οποίας επιλέγεται η μέθοδος στην οποία στηρίζεται η έρευνα και είναι χρήσιμη για τον έλεγχο της ερμηνείας της αρχαιολογικής μαρτυρίας.[2]
Αρχαιολογική μαρτυρία είναι ο όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται το σύνολο των αρχαιολογικών δεδομένων.[3] Οι βασικές μορφές της αρχαιολογικής μαρτυρίας είναι τα τέχνεργα, οι κατασκευές, τα κτίσματα και τα οικοδεδομένα.[4] Τα μέρη όπου υπάρχουν αρχαιολογικά δεδομένα σε υψηλές πυκνότητες ονομάζονται αρχαιολογικές θέσεις[5]οι οποίες εντάσσονται σε αρχαιολογικές γεωγραφικές περιοχές. Τα αρχαιολογικά ευρήματα εντάσσονται σε ένα αρχαιολογικό πλαίσιο το οποίο προσδιορίζεται  από το περίβλημα[6] και την προέλευση του ευρήματος[7] και τη συσχέτιση με άλλα ευρήματα.[8] Η οριζόντια σχέση των αρχαιολογικών ευρημάτων στηρίζεται στην αρχή της συσχέτισης και η κάθετη σχέση των ευρημάτων στηρίζεται στην αρχή της επαλληλίας. Στην αρχή της επαλληλίας στηρίζεται και η στρωματογραφία η οποία είναι βασική αρχή της αρχαιολογικής ανασκαφής και το βασικό εργαλείο των αρχαιολόγων στην ανασύνθεση των διαφορετικών πολιτισμικών φάσεων μιας αρχαιολογικής θέσης. Τα «κλειστά στρώματα» είναι αποτέλεσμα πρωτογενούς δραστηριότητας είναι δηλαδή άθικτα  από τη στιγμή της διάπλασής τους και δίνουν ακριβή χρονολόγηση ενώ τα διαταραγμένα στρώματα είναι αποτέλεσμα δευτερογενούς δραστηριότητας  δηλαδή υπέστησαν διαταραχές από ανθρώπινη ή φυσική δράση. [9]Με βάση τον γενικό κανόνα που στηρίζεται στην αρχή της επαλληλίας το υψηλότερο στρώμα είναι νεότερο από τα κατώτερα στώματα. Αυτή η χρονική σχέση μας δίνει μια σχετική χρονολόγηση των στρωμάτων και των περιεχομένων τους ενώ η απόλυτη χρονολόγηση που προκύπτει είναι αυτή κατά την οποία (terminus ante quem η μετά την οποία (terminus post quem) δημιουργήθηκε το εξεταζόμενο στρώμα.
Η έρευνα και οι επιστημονικές μέθοδοι είναι χαρακτηριστικά της σύγχρονης Αρχαιολογίας ως επιστήμης. Η αρχαιολογική έρευνα περνά από τα εξής στάδια: διατύπωση σχεδίου έρευνας, προετοιμασία για την εκτέλεση του έργου, ανεύρεση δεδομένων στο αρχαιολογικό πεδίο, ταξινόμηση δεδομένων, «τελική ερμηνεία» δεδομένων, δημοσίευση αποτελεσμάτων.[10] Το σχέδιο έρευνας βασίζεται στη θεωρία ή το πρόβλημα που θα αποτελέσει το υπόβαθρο της αρχαιολογικής έρευνας και  αναπροσδιορίζεται συνεχώς για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα τα οποία προκύπτουν συνεχώς στα επόμενα στάδια.[11] Η ομάδα εργασίας καταρτίζεται από ειδικούς επιστήμονες όπως βιολόγους, παλαιοντολόγους, περιβαλλοντολόγους, εθνολόγους κ.α.  που βοηθούν τους αρχαιολόγους σε όλα τα στάδια της έρευνας. Όλοι μαζί συγκροτούν μια διεπιστημονική ερευνητική ομάδα η οποία προετοιμάζει την έρευνα, μελετώντας όλες τις υπάρχουσες πληροφορίες για τη γεωγραφική περιοχή που πρόκειται να ερευνηθεί, και την διενεργεί.[12]
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι αφορούν τόσο την ανεύρεση των αρχαιολογικών δεδομένων όσο και την χρονολόγηση των δεδομένων.
Η αρχαιολογική έρευνα περιλαμβάνει τρια στάδια: το στάδιο εντοπισμού των αρχαιολογικών θέσεων και άλλων χαρακτηριστικών του αρχαίου τοπίου, το στάδιο του καθορισμού των αρχαιολογικών θέσεων και το στάδιο της ανασκαφής.
Από τη δεκαετία του 1960 ο εντοπισμός και καθορισμός θέσεων θεωρείται σπουδαιότερος από την ανασκαφή η οποία είχε μέχρι τότε πρωτεύουσα σημασία. Η τάση αυτή ξεκίνησε με τη διακήρυξη της Νέας ή Διαδικαστικής Αρχαιολογίας σύμφωνα με την οποία η έρευνα στο πεδίο πρέπει να συμπεριλαμβάνει τη λεπτομερή και συστηματική μελέτη των γεωγραφικών περιοχών οι οποίες θεωρείται ότι παρείχαν τα μέσα συντήρησης στα πολιτισμικά συστήματα (Binford, 1964)[13] Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και καθορισμό θέσεων είναι τρεις και συμπληρώνουν η μία την άλλη: έρευνα από τον αέρα και το διάστημα, έρευνα επιφανείας και έρευνα υπεδάφους.
Η έρευνα από τον αέρα και το διάστημα περιλαμβάνει την αεροφωτογράφιση και  την τηλεπισκόπιση από εναέρια ραντάρ και δορυφόρους. Η αεροφωτογράφιση μπορεί να δώσει την πανοραμική άποψη μιας γεωγραφικής περιοχής βοηθώντας στον καθορισμό των ορίων,το σχέδιο αλλά και τον αριθμό θέσεων που περιέχει. Μπορεί επίσης να εντοπίσει χαρακτηριστικά του αρχαίου τοπίου όπως αρδευτικά έργα. Οι αρχαιολογικές θέσεις και τα άλλα αρχαιολογικά χαρακτηριστικά φανερώνονται ως σκιές, σημάδια εδάφους ή βλάστησης.[14]Η έρευνα με εναέρια ραντάρ ή από το διάστημα είναι υψηλού κόστους και είναι χρήσιμη σε περιοχές με πυκνή βλάστηση, ερήμους ή ναυάγια.
Η έρευνα επιφανείας επιτρέπει στους αρχαιολόγους να διαμορφώσουν μια λεπτομερή εικόνα για τον τρόπο κατοίκησης και τον τρόπο χρήσης της γης μέσα στο τοπίο  –τόσο το αστικό όσο και το αγροτικό- μιας ολόκληρης γεωγραφικής περιοχής διαμέσου όλων των εποχών.[15]
Οι μέθοδοι έρευνας επιφανείας σχετίζονται με μια σειρά αποφάσεων που αφορούν την επιλογή τομέα έρευνας, τον βαθμό έντασης, τον βαθμό κάλυψης, τις μονάδες δειγματοληψίας, τις στατιστικές μεθόδους δειγματοληψίας και την περισυλλογή υλικού.[16] Η αξιοπιστία της έρευνας επιφανείας ελέγχεται με μελέτες από διάφορες επιστήμες και πειράματα καθώς και με επανάληψη της έρευνας.[17]
Η έρευνα υπεδάφους περιλαμβάνει γεωφυσικές μεθόδους (μέθοδος μαγνητικής διασκόπησης, ηλεκτρικής αντίστασης και ηχητικής διερεύνησης  καθώς και ραντάρ εδάφους) γεωχημικές μεθόδους (ανάλυση φωσφορικού άλατος και ιχνοστοιχείων μετάλλων) και γεωτρητικές μεθόδους.[18]
Η αρχαιολογική ανασκαφή συνίσταται στην αφαίρεση και την καταγραφή επάλληλων στρωμάτων μιας αρχαιολογικής θέσης με στόχο την ανασύνθεση της θέσης και όλων των χρονολογικών φάσεων. Η ανασκαφή μπορεί να είναι σωστική ή συστηματική. Η σωστική ανασκαφή λαμβάνει χώρα σε περιοχές που κινδυνεύουν άμεσα, όπως για παράδειγμα περιοχές όπου διενεργούνται οικοδομικές δραστηριότητες. Πριν την ανασκαφή είναι απαραίτητη η σχεδίαση ενός γενικού καννάβου[19] και η δημιουργία ενός τοπογραφικού σχεδίου της αρχαιολογικής θέσης. Οι βασικές μέθοδοι ανασκαφής διακρίνονται στην κάθετη ή στρωματογραφική (μέθοδος Wheeler) και στην οριζόντια ή ανοιχτού χώρου. Χρειάζονται μια σειρά από εργαλεία για τη διεξαγωγή της ανασκαφής και λεπτομερή καταγραφή των ευρημάτων σε ειδικά ημερολόγια καθώς ημερολόγια φωτογραφιών και διαφανειών, σχέδια και κατάλογοι των ευρημάτων για την τεκμηρίωση της ανασκαφής. Τέλος δημιουργείται το γενικό αρχείο και οι επιστήμονες προχωρούν στην ανάλυση και ερμηνεία  και στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων.[20]
Οι δύο μεγάλες κατηγορίες  αρχαιολογικής χρονολόγησης είναι η σχετική χρονολόγηση και η απόλυτη χρονολόγηση. Η σχετική χρονολόγηση βασίζεται στην αρχή της επαλληλίας και οι μέθοδοι της είναι δυο ειδών: αρχαιολογικές μέθοδοι και μέθοδοι των φυσικών επιστημών. Οι αρχαιολογικές μέθοδοι είναι η στρωματογραφία[21] και η τυπολογία.[22] Οι μέθοδοι των φυσικών επιστημών είναι: ανάλυση κλιματολογικών συνθηκών και η ανάλυση πανίδας. Η πρώτη βασίζεται σε ανάλυση ισοτόπων οξυγόνου για τη χρονολόγηση ωκεάνειων ιζημάτων, ανάλυση ιζημάτων πάγου, ανάλυση κόκκων γύρης (παλυνολογία) και ανάλυση μικροπανίδας.
Η απόλυτη χρονολόγηση τοποθετεί την ηλικία ενός αρχαιολογικού δεδομένου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και μπορεί να την εκφράσει σε ημερολογιακά έτη. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί είναι δύο ειδών: ιστορικές και ημερολογιακές μέθοδοι και μέθοδοι φυσικών επιστημών τα δεδομένα των οποίων διασταυρώνονται. Οι μέθοδοι φυσικών επιστημών περιλαμβάνουν τα εξής: Ραδιάνθρακας (C-14)[23], Δενδροχρονολόγηση[24], Κάλιο/Αργό[25], Θερμοφωταύγεια[26] και Ουράνιο/Θόριο.[27] Καθεμιά από τις μεθόδους απόλυτης χρονολόγησης βασίζεται σε ένα διαφορετικό είδος μαρτυρίας και έχει δική της χρονολογική κλίμακα εφαρμογής.[28]







[1] Κουκουζέλη Αλ.,ό.π., σελ. 84.
[2] Στο ίδιο, σελ. 84.
[3] Στο ίδιο, σελ. 93.
[4]  Στο ίδιο, σ.σ. 93-94.
[5] Στο ίδιο, σελ.94.
[6] Στο ίδιο, σελ. 111.
[7] Στο ίδιο, σελ.112.
[8] Στο ίδιο, σελ. 112.
[9] Κουκουζέλη Αλ.,ό.π., σελ. 114.
[10] Στο ίδιο, σ.σ. 121-122.
[11] Renfrew C, Bahn P., Αρχαιολογία, Θεωρίες, Μαεθοδολογία και Πρακτικές εφαρμογές, μετφρ. Καραλή- Γιαννακοπούλου Ι.,  εκδ. Καρδαμίτσα, 2η έκδοση, Αθήνα 2011, σελ. 69.
[12] Κουκουζέλη Αλ.,ό.π., σ.σ. 122- 123.
[13] Κουκουζέλη Αλ.,ό.π., σελ.125.
[14] Στο ίδιο, σελ.126.
[15] Στο ίδιο, σελ.130.
[16] Στο ίδιο, σ.σ. 131-138.
[17] Στο ίδιο, σ.σ., 140-141.
[18] Κουκουζέλη Αλ.,ό.π., σελ.141-147.
[19] Στο ίδιο, σελ. 150.
[20] Στο ίδιο, σ.σ.151-159.
[21] Renfrew C,ό.π., σελ. 117.
[22]  Στο ίδιο, σ.σ. 119- 123.
[23] Renfrew C,ό.π., σ.σ. 140-144.
[24] Στο ίδιο, σ.σ. 136- 137.
[25] Στο ίδιο, σ.σ. 152-153.
[26] Στο ίδιο, σ.σ. 149- 150.
[27] Στο ίδιο, σελ. 153.
[28] Στο ίδιο, σελ. 129.

Αρχική εικόνα για την Αρχαιολογία & Νέα Σημαντικά στοιχεία


 της Νότας Χρυσίνα

Η Αρχαιολογία είναι μια ανθρωπιστική επιστήμη, που έχει στόχο την ανασύσταση και την κατανόηση του ανθρώπινου παρελθόντος. Αυτή πραγματοποιείται μέσα από τη μελέτη των υλικών καταλοίπων της ανθρώπινης δραστηριότητας δηλαδή τα κινητά και ακίνητα αντικείμενα που έρχονται στο φως με τις ανασκαφές. [1]
Ο παραπάνω ορισμός προκύπτει από την εξέταση του ερωτήματος τι δεν είναι Αρχαιολογία. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι έτσι και εγώ είχα διαμορφώσει την άποψή μου για το τι είναι η αρχαιολογία μέσα από στερεότυπες και λανθασμένες αντιλήψεις  που προβάλλονται σε κινηματογραφικές ταινίες, μυθιστορήματα και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Επίσης, είχα επηρρεαστεί και από τις ιστορίες περιηγητών και τη γνωστή αρχαιολατρία τους που συνδέθηκε με τη δημιουργία έθνους-κράτους[2] αλλά και από τις επισκέψεις μου σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία.
Συγκεκριμένα, ένας από τους μύθους που επικρατεί για την Αρχαιολογία είναι ότι είναι μια ανασκαφική δραστηριότητα με την οποία ασχολούνται σχολαστικοί και μονομανείς άνθρωποι που αφιερώνουν τη ζωή τους στην ανακάλυψη ενός πολιτισμού.[3] Επίσης ένας άλλος μύθος που καλλιεργήθηκε μέσα από κινηματογραφικές ταινίες, όπως o Indiana Jones, είναι ότι η Αρχαιολογία είναι μια ρομαντική συναρπαστική περιπέτεια σε μέρη εξωτικά που οδηγεί πάντα σε θεαματικές ανακαλύψεις χάρη στη διορατικότητα χαρισματικών αρχαιολόγων. Οι μύθοι αυτοί καλλιεργούνται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και από τους ίδιους τους αρχαιολόγους για λόγους εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης. Παράδειγμα η ανακάλυψη του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέσα στην αιγυπτιακή όαση  που ανακοινώθηκε από μια ερασιτέχνη αρχαιολόγο[4] και πήρε μεγάλη έκταση μέσα από τις ειδήσεις αλλά και τηλεοπτικές εκπομπές και η οποία δεν επιβεβαιώθηκε. Επίσης, η ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών όπως περιγράφηκε από τον αρχαιολόγο Howard Carter που έκανε την ανακάλυψη[5] και η ανακάλυψη της αρχαίας Τροίας από τον H. Schliemann την οποία περιέγραψε σχεδόν μυθιστορηματικά.[6] Σήμερα η ανασκαφή δεν είναι ο μοναδικός στόχος των αρχαιολόγων. Οι περισσότεροι –όπως και οι άλλοι επιστήμονες-  ασχολούνται με την μελέτη δεδομένων και την έρευνα.[7] Επιπλέον, δεν γνώριζα ότι η ανασκαφή είναι μια νόμιμη διαδικασία που διέπεται από κανόνες και χρειάζεται σχεδιασμό, λεπτομερή έρευνα εδάφους και ότι η ανασκαφή προχωρά στρώμα με στρώμα. Πολύ ενδιαφέρον είναι το νέο στοιχείο που έμαθα για τον ρόλο του αρχαιολόγου ο οποίος είναι μέρος μιας ομάδας που αποτελείται από εξιδεικευμένους επιστήμονες και χρησιμοποιεί επιστημονικές τεχνικές.[8] Άρα, η ανασκαφή δεν είναι μια ρομαντική περιπέτεια αλλά στάδιο της επιστήμης που ονομάζεται Αρχαιολογία.
Η άποψη που είχα για την Αρχαιολογία ότι οι αρχαιολόγοι σκάβουν απλά και βρίσκουν τα αρχαία και μεταφέρουν τα κινητά ευρήματα στα μουσεία ή στις αποθήκες και τα εργαστήρια άλλαξε ριζικά. Στο εγχειρίδιο περιγράφεται η επιστημονική διαδικασία που ακολουθείται μετά τον εντοπισμό μιας θέσης και οι πρωταρχικοί στόχοι της Αρχαιολογίας που είναι: η περισυλλογή, η καταγραφή, η ανάλυση και η ταξινόμηση του αρχαιολογικού υλικού ή της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Ακολουθεί η περιγραφή και η ερμηνεία των προτύπων της ανθρώπινης συμπεριφοράς.Τα δεδομένα οδηγούν στην ερμηνεία και στην κατανόηση των αιτίων που οδήγησαν στην  δημιουργία του συγκεκριμένου πολιτισμού αφού ληφθεί υπόψη ο γεωγραφικός χώρος και ο ιστορικός χρόνος.Σήμερα η Αρχαιολογία εστιάζει περισσότερο στην λεπτομερή έρευνα και το γενικό πλαίσιο των ευρημάτων καθώς κάθε είδους υλικά κατάλοιπα είναι φορείς πληροφοριών για την ανασύσταση του παρελθόντος.
Ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι η Αρχαιολογία δεν είναι τα ωραία εκθέματα στα μουσεία. Αυτή η αντίληψη σχετίζεται κυρίως με «ανασκαφές» που γίνονται από αρχαιοκάπηλους. Σκοπός των παράνομων αυτών ανασκαφών είναι η ανακάλυψη έργων τέχνης μεγάλης συλλεκτικής αξίας που καταλήγουν στο λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων ή σε ιδιωτικές συλλογές, ακόμη και μουσεία. Τα αντικείμενα αποσπώνται από το φυσικό περιβάλλον και χάνονται για πάντα πολύτιμες πληροφορίες για το αρχαιολογικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται. Ακόμη κι αν τα ανικείμενα βρεθούν και επιστραφούν στη χώρα προέλευσης έχουν χαθεί πληροφορίες από τα συμφραζόμενα καθώς αποσπάστηκαν από το αρχαιολογικό πλαίσιο. Η αυστηρή νομοθεσία αλλά και η καλλιέργεια της παιδείας μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και την επαφή των αρχαιολόγων με το κοινό μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας θα μπορούσε να βοηθήσει στον περιορισμό της αρχαιοκαπηλείας.
Η απήχηση που έχει στο κοινό η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας και διάφορα σχετικά ντοκιμαντέρ καλλιέργησαν την «ψευδοαρχαιολογία» η οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει το παρελθόν με μύθους και μυστηριώδεις θεωρίες για εξωγήινους και δυνάμεις περίεργες. Καθώς οι εξηγήσεις που δίνουν στηρίζονται σε αποσπασματικές αρχαιολογικές μαρτυρίες ήταν αρκετά πιστευτές.Παράδειγμα η ψευδοαρχαιολογία του Hitching που επικαλείται δυνάμεις μαγείας για να εξηγήσει το μεγαλιθικό μνημείο Stonehenge της Αγγλίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή τα μνημεία αυτά λειτουργούσαν ως αστρονομικά ημερολόγια αλλά και ως κέντρα ψυχοδυναμισμού. Αναφέρεται σε ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις που ενεργοποιούνταν κατά την διάρκεια τελετών και ένωναν τον ψυχοδυναμισμό των ανθρώπων με το σύμπαν.[9] Οι επιστημονικές μέθοδοι και τεχνικές δίνουν επαρκείς εξηγήσεις για πολλά φαινόμενα που εξηγούσε η ψευδοαρχαιολογία.









[1]Μανακίδου Ε., «Ιστορική διαδρομή της επιστήμης της Αρχαιολογίας στην Ευρώπη» στο Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Ιστορική Διαδρομή της Αρχαιολογίας. Οροσμός, Αντικείμενο, Βασιλές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική, Τόμος Α, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2003, σελ. 18
[2] Κουκουζέλη Αλ., Μανακίδου Ε., Σμπόνιας Κ., Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Ιστορική Διαδρομή της Αρχαιολογίας. Οροσμός, Αντικείμενο, Βασιλές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική, Τόμος Α, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2003, σελ. 67
[3] Κουκουζέλη Αλ.,ό.π., σελ. 72.
[4] Κουκουζέλη Αλ.,ό.π., σελ. 78.
[5] Στο ίδιο, σελ. 77.
[6] Στο ίδιο, σ.σ. 78-79.
[7] Στο ίδιο, σελ. 83.
[8] Στο ίδιο, σελ .84.
[9] [9] Κουκουζέλη Αλ., ό.π. σελ. 69.

ΟΙ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΘΕΟΤΗΤΩΝ

                                            SIR LAWRENCE ALMA-TADEMA

της Νότας Χρυσίνα

Οι εορτές προς τιμήν των θεών έδιναν το ρυθμό στην πολιτική ζωή αλλά και στην καθημερινότητα μιας πόλης. Οι κορυφαίες στιγμές μιας γιορτής ήταν: η πομπή, η θυσία και το γεύμα που ακολουθεί τη θυσία, καθώς οι ετήσιοι αγώνες ή εκδηλώσεις.[1]
Οι γυναίκες συμμετείχαν σε μεγάλες γιορτές, όπως τα Παναθήναια ή σε αμιγώς γυναικείες γιορτές, όπως στα Θεσμοφόρια, αλλά και σε γιορτές προς τιμήν του θεού Διονύσου γεγονός που αποκαλύπτει έναν σημαντικό  ρόλο των γυναικών στη δημόσια ζωή.
Οι γυναίκες, επίσης, συμμετείχαν στις εορτές και ως ιέρειες, όπως η Θεανώ και η Ιφιγένεια. Οι ιέρειες απεικονίζονται σε αγγεία και ανάγλυφα να κρατούν το κλειδί του ναού ή το ξόανο μιας θεότητας.
Τα Παναθήναια εορτάζονταν, το μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο-Αύγουστο), προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αθηνάς. Κάθε τέσσερα χρόνια τελούνταν τα Μεγάλα Παναθήναια. Η πομπή των Παναθηναίων παριστάνεται στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα. Ξεκινούσε από την πύλη της Αθήνας που ονομάζεται Δίπυλον, διέσχιζε τον Κεραμεικό, την Αγορά και έφθανε στην Ακρόπολη διά των Προπυλαίων, προχωρούσε κατά μήκος του Παρθενώνα για να καταλήξει στο μεγάλο βωμό της Αθηνάς. Σκοπός της πομπής ήταν να μεταφερθεί ο καινούργιος πέπλος της θεάς και να παραδοθεί στον άρχοντα-βασιλέα, ο οποίος θα στόλιζε με αυτόν το ξόανο της Αθηνάς στο Ερέχθειο. [2]Οι θυγατέρες των πολιτών συμμετείχαν στα λατρευτικά δρώμενα ως κανηφόροι, εργαστίναι, σκαφηφόροι, σπένδουσες ή συμμετέχουσες σε θυσία. Οι κανηφόροι μετέφεραν κάνιστρα με ιερά σκεύη των μυστηρίων και η αγνότητά τους είχε μεγάλη σημασία για την ευνοϊκή αποδοχή της θυσίας από τη θεά.[3]  Οι εργαστίναι ύφαιναν τον πέπλο της θεάς, δώρο για την ημέρα των γενεθλίων της. Τα Παναθήναια περιελάμβαναν αγώνες ραψωδών, μουσικής, γυμνικούς αγώνες και εκατόμβη (θυσία 100 βοδιών). Το έπαθλο των αγώνων ήταν λάδι  από τους ιερούς ελαιώνες της θεάς σε παναθηναϊκό αμφορέα. Τιμούσαν, επίσης, τη θεά Αθηνά με τα Πλυντήρια (Μάιο) εορτή εξαγνισμού του αγάλματος της Αθηνάς, τα Καλλυντέρια, εορτή καθαρισμού και εξαγνισμού του ιερού της Αθηνάς (Παρθενών),τα Αρρηφόρια και τα Χαλκεία.
Τα Σκιροφόρια ή Σκίρα (Μάιος) ήταν αφιερωμένα στη θεά Δήμητρα. Στην εορτή συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες.
Κατά το μήνα Ανθεστηριώνα, την άνοιξη, τελούνταν τα Μικρά Μυστήρια τα οποία κορυφώνονταν με θυσία στις Δύο Θεές (Δήμητρα-Κόρη). Ένα μήνα αργότερα το μήνα Βοηδρομιώνα λάμβαναν χώρα τα Μεγάλα Μυστήρια (Ελευσίνια). Ήταν συναφή με τη βλάστηση και το μαρασμό της φύσης. Ήταν αφιερωμένα στη Δήμητρα και στην Κόρη και μπορούσαν να μυηθούν γυναίκες, άντρες, παιδιά και σκλάβοι που μιλούσαν ελληνικά και δεν είχαν μιανθεί με φόνο. Η πομπή ξεκινούσε από την Ελευσίνα και συνόδευε τα ιερά αντικείμενα στο Ελευσίνιο των Αθηνών, στους πρόποδες της Ακρόπολης. Στις λατρευτικές πράξεις περιλαμβάνονταν νηστείες, καθαρτήριο λουτρό στη θάλασσα, θυσία και οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα (ζουμί από βρασμένα δημητριακά).[4] Κατά την επιστροφή των ιερών αντικειμένων ανταλλάσσονταν σκώμματα στα οποία συμμετείχαν και οι γυναίκες. Στην Ελευσίνα, στο Τελεστήριο, την αίθουσα μυήσεως των μυστηρίων, λάμβαναν χώρα οι τελετές στις οποίες είχαν πρόσβαση οι μύστες.[5]
     Τον μήνα Πυανεψιώνα (Οκτώβριος-Νοέμβριος) τελούνταν τα Θεσμοφόρια, εορτή προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και είχαν σχέση με τη γονιμότητα της γης. Συμμετείχαν μόνο οι γυναίκες οι οποίες εγκατέλειπαν το σπίτι τους και το νοικοκυριό τους τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Χαρακτηριστικό των Θεσμοφορίων τα σύμβολα γονιμότητας με τα οποία έρχονταν σε επαφή οι γυναίκες: φίδια ή φαλλοί από ζυμάρι.  Κοντά στην Πνύκα θυσίαζαν γουρουνόπουλα τα ιερά ζώα της θεάς και τη στάχτη την σκόρπιζαν στα χωράφια. Ακολουθούσε νηστεία, κατά τη διάρκεια της οποίας ανταλλάσσονταν αισχρολογίες, θυσία και πλούσιο κοινό γεύμα μετά τηναναπαράσταση του θρήνου της Δήμητρας. Μέσα από την εορτή αυτή τονιζόταν και ο αναπαραγωγικός ρόλος της γυναίκας και η σπουδαιότητά του για την κοινωνία. [6]

Ο ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΤΘΙΔΩΝ

Οι θρησκευτικές εορτές ήταν, για τις Ατθίδες, μία από τις λίγες ευκαιρίες εξόδου από το σπίτι και ήταν η μοναδική ευκαιρία συμμετοχής τους στην δημόσια ζωή. Επίσης, συμμετείχαν στις οικογενειακές θρησκευτικές τελετές. Οι γαμήλιες ιεροτελεστίες διαρκούσαν τρεις μέρες. Οι κοπέλες στη θυσία (προτέλεια ή προγάμια) αφιέρωναν στην Άρτεμη βόστρυχο από τα μαλλιά τους. Η έκδοση (η επίσημη παράδοση της νύφης από τον πατέρα στο σύζυγο) άρχιζε με εξαγνιστικά λουτρά, θυσίες και κορυφωνόταν με γαμήλιο γεύμα και μεταφορά της νύφης στην κατοικία του γαμπρού. Ο γάμος διεξαγόταν το μήνα Γαμηλιώνα, τον μήνα που εορταζόταν ο ιερός γάμος του Δία και της Ήρας (Τελείας). Ακολουθούσε η παρουσίαση στη φρατρία του γαμπρού στην εορτή των Απατουρίων.[1]
Οι θεές προστάτιδες του τοκετού ήταν η Άρτεμη Λοχία, η Δήμητρα Κουροτρόφος και η Ειλείθυια. Οι βασικότερες τελετουργίες για το μωρό ήταν τα αμφιδρόμια (τρέξιμο γύρω από την εστία) και η δεκάτη (ονοματοδοσία στο νεογέννητο).
Τέλος, οι γυναίκες είχαν τη φροντίδα των οικογενειακών τάφων, ένα από τα σοβαρά καθήκοντα του πολίτη που υπαγόταν στις δικαιοδοσίες των γυναικών του οίκου.[2]



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το αττικό πάνθεον συμπεριλάμβανε γυναικείες θεότητες οι οποίες λατρεύονταν σε  ναούς και ιερά αφιερωμένα σε αυτές. Οι ιέρειες των ναών  ήταν υπεύθυνες για τη συντήρηση των ναών και τελούσαν τις θυσίες και τις ιεροτελεστίες.
Η συμμετοχή των γυναικών στις εορτές και στις λατρείες ήταν συμβολή στη δημόσια ζωή. Συμμετείχαν στα λατρευτικά δρώμενα ως κανηφόροι, εργαστίναι, σπένδουσες ή συμμετέχουσες σε θυσία.
Η συντήρηση του οίκου αλλά και οι ιεροτελεστίες του γάμου, της γέννησης και οι τιμές στον τάφο των συγγενών  βρίσκονταν στη δικαιοδοσία των γυναικών.
Οι ρόλοι που διαδραμάτιζαν οι γυναίκες στη λατρεία, σε τελετουργίες, καθώς και εορταστικά δρώμενα στην αττική κατά την κλασική εποχή, τους προσέδιδαν μια ιδιαίτερη ταυτότητα και κοινωνική υπόσταση, διαφοροποιημένη από τον καθημερινό τους βίο και τον περιορισμό τους σε οικιακές εργασίες.




[1] Α. Πετροπούλου, «Οικογενειακοί Θεσμοί», στο Α. Μήλιος και άλλοι , Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Τόμος Α, , εκδ.  Ε. Α. Π, Πάτρα 2000, σελ. 297.
[2]Ό.π., σελ.116.




[1] Ό.π., σ .σ. 101-104.
[2] Ό.π., σελ. 105.
[3]Β. Ξενίδου Schild, «Η ζωή της παντρεμένης γυναίκας», στο Α. Δίπλα, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι, Αθήνα και Σπάρτη, Αρχαϊκή – Κλασική Περίοδος, Ανθολόγιο ,εκδ.  Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008,σελ. 117.

[4] Ό.π., σελ. 119.
[5] Ό.π., σελ. 119.
[5]  Zaidman L. B.-Pantel P. S., Η Θρησκεία στις Ελληνικές Πόλεις της Κλασικής Εποχής, μτφρ. Κ. Μπούρας, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009, σελ. 135.
[6] Β. Ξενίδου Schild, «Η ζωή της παντρεμένης γυναίκας», στο Α. Δίπλα, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι, Αθήνα και Σπάρτη, Αρχαϊκή – Κλασική Περίοδος, Ανθολόγιο ,εκδ.  Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008, σελ. 122.