Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Καρυωτακισμός: ἕνας δυσφημισμένος ὅρος


Ἡ λέξη καρυωτακισμός χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά σέ ἐκτενές ἄρθρο τοῦ Ἀντρέα Καραντώνη μέ τίτλο «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους». [1] Ἐκεῖ ὁ, κατά Σαββίδη, «κάποτε ἐπίσημος κριτικός τῆς ὁμάδας τῶν Νέων Γραμμάτων», [2] ἀναφέρθηκε στούς «μαθητές»ἤ «μιμητήτές» τοῦ Καρυωτάκη. Κατά τή γνώμη τοῦ ἀρθρογράφου ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς ἐπίδοξους νέους ποιητές εἶχε ἀρνητικά ἀποτελέσματα. Γιά ποιό λόγο εἶχε τέτοια ἀποτελέσματα;
          Διότι:
          (α) «Ὅσο πιό μοντέρνος καί φανταχτερός ἀπό ἐξωτερική ἄποψη παρουσιάζετ᾿ ἕνας ἀληθινός ποιητής, ὅσο πιό πολύ ἐξαρτᾶ τήν ποιητική του μέθοδο ἀπό γλωσσικούς τρόπους μιᾶς φαινομενικά  εὔκολης χρήσης, τόσο πιό ἀκριβά πληρώνουνε οἱ ὀπαδοί του καί οἱ συνεχιστές του τήν πρωτοτυπία του αὐτή, καθώς ἔχουνε ἰδανικό τους τήν οἰκειοποίηση καί τό ξεπέρασμα σ᾿ ἐξωτερικά γνωρίσματα τῆς αἰσθητικῆς πού θαυμάζουμε. Μοναδική περίπτωση τέτοιας ὁλέθριας ἐπίδρασης πού ἀχρήστεψε πνευματικά μιά ὁλόκληρη λεγεώνα νέων στιχουργῶν στάθηκε στήν ποίησή μας τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη». [3]
          (β) «Ἄν ὅμως οἱ νέοι πού ἀκολουθήσανε τό παράδειγμα τοῦ Καρυωτάκη ἀμέσως μετά τήν αὐτοκτονία του καί πιστέψανε ἀφιλοσόφητα στή γονιμότητα τῆς καινούργιας αἰσθητικῆς, βασισμένης κυριώτατα στήν ἀσταμάτητη κλάψα καί στό ἀνακάτωμα δημοτικῆς καθαρεύουσας, βρίσουνε κάποια δικαιολογία στήν ψυχολογία τῆς στάσιμης ἐκείνης, δίχως νεῦρα, καί γιομάτης ἀπό νοσηρές ἀναθυμιάσεις ἐποχῆς -ἀπό τό 1928 δηλαδή ὥς τά 1931- τίποτα δέ δικαιολογεῖ τό σημερινό φανέρωμα ποιητῶν προσκολλημένων στόν καρυωτακισμό μέ μιά τόσο καθηστερημένη, διασκεδαστική κάποτε, μά πάντα καταστρεφτική ἀφέλεια, πολύ περισσότερο μάλιστα πού μήτε οἱ νέοι τῆς πρώτης περιόδου τοῦ Καρυωτακισμοῦ προσθέσανε τίποτα τό οὐσιαστικό στήν τέχνη τοῦ Καρυωτάκη ἤ ξετυλίξανε δημιουργικά τό προσωπικό τους ἔργο κάτω ἀπό τήν αἰσθητική ἐπίδραση τῆς καινούργιας σχολῆς.
          »Τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη, ἔργο ἀληθινοῦ καλλιτέχνη, ἀντικαθρεφτίζει βέβαια καί διασώζει ποιητικά τόν ψυχισμό καί τόν κοινωνικό ξεπεσμό τῶν νέων μιᾶς χαλαρῆς, ἀνήθικης καί ἄρρωστης ἐποχῆς, μά μέ τήν καταθλιπτική ἐπίδραση πού ἐξάσκησε καί πού ἐξασκεῖ ἀκόμα ἐπάνω τους (ὄχι τόσο γιατί ἐπιβάλλει τό θαυμασμό ὅσο γιατί τούς παρασέρνει εὔκολα στή στιχουργία μέ τήν ξεγελαστικά πρόχειρη κι εὐκολομεταχείριστη αἰσθητική του) συνέχισε  ἄγονα τήν ἀθλιότητα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί παράτεινε τή φωνή τῆς ἀγωνίας της μέσα σέ μιά ἐποχή σάν τή σημερινή, πού τίποτα τό κοινό δέ ἔχει καί δέν πρέπει νά ἔχει μέ τά κλαψιάρικα, νευρασθενικά, ψευτορωμαντικά καί ὑπερατομιστικά ἰδανικά τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρυωτάκη. Τίποτα πιό ἀστεῖο καί μαζί τίποτα πιό ἄθλιο ἀπό τό θέαμα ἑνός σημερινοῦ νέου πού κλαίει σπαραχτικά καί δοκιμάζει διάφορες πόζες αὐτοκτονίας ἐπειδή τόν λησμόνησε ἡ ἀγαπημένη του ἤ ἐπειδή ἔγινε «μύστης τῆς κοσμικῆς σοφίας» τόσο νέος ὥστε δέν τοῦ μένει πιά τίποτα νά ἐπιχειρήσει. Ἔτσι ὅποιος παρακολουθεῖ τίς ποιητικές ἐκδηλώσεις τῶν νέων θά παρατηρήσει πώς ὁ μοντερνισμός (!) πού ξεπήδησε ἀπό τήν ὁλότελα προσωπική ποίηση τοῦ Καρυωτάκη κρατώντας μόνο τά σχηματικά της γνωρίσματα, ἐνῶ χρεωκόπησε καί σάν κοινωνική ἀντίληψη καί σάν ἀτομική φιλοσοφία καί σάν Ἠθική καί σάν αἰσθητική μέθοδος, βρίσκει ἀκόμη ὀπαδούς  καί συνεχιστές, πού ἑρμηνεύοντας κατά ἕναν ὀλέθριο, ἀντικαλλιτεχνικό καί ἀντιζωικό τρόπο τόν πολλαπλό ρόλο τοῦ Καρυωτάκη, ἐξακολουθοῦνε νά γράφουνε τά ποιήματά τους σά νά τούς τά ὑπαγορεύει τό φάντασμα τοῦ αὐτοχειριασμένου ποιτῆ.
          »Τί εἴδους ἀξία, ὄχι μόνο αὐστηρά καλλιτεχνική, μά καί γενικότερα πνευματική καί ἠθική, μποροῦνε νά ἔχουνε τά τέτοια ποιήματα; Ὅλες τίς μορφές τῆς κακῆς καί τῆς ἀρνητικῆς τέχνης θά τίς διακρίνουμε σ᾿ αὐτά πού δέν εἶναι μόνο ἄθλια καλλιτεχνικά δημιουργήματα μά καταστρέφουνε κι ὅλας τήν ὀρθή ἀντίληψη τῶν νέων γιά ὅλα τά πνευματικά φαινόμενα τῆς ζωῆς καί τῆς τέχνης…» [4]
          (γ) «Χειρονομίες ἐξεζητημένες, ποζές  προμελετημένες, ἀποστήθιση, μίμηση, τυποποίηση ἀκαταστασία καί ἀρρυθμία, νά ἡ γλώσσα τῶν Καρυωτακικῶν ποιητῶν μας. Ἔφτασε ὀ Καρυωτάκης νά γράψει ἡ ἄνοιξις τοῦ χειμῶνος γιά νά δοθεῖ τό σύνθημα καί νά πάρει δρόμο τό κοπάδι κατά τά χέρσα χωράφια τῆς καθαρεύουσας. Ἔτσι οἱ μαθητές του ὄχι μόνο καθιερώσανε ἐμφαντικά σάν ἐπίσημη αἰσθητική ἀρχή τή γενική τῶν τριτόκλητων, μά γιά νά δειχτοῦνε ἀντάξιοι τῆς ἀρχῆς αὐτῆς πολτοποιήσανε τήν καθαρεύουσα καί κάτου ἀπό τά παχειά στρώματα τῆς πασπάλης της μισοθάψανε ζωντανή τή δημοτική μας γλώσσα».[5]
          Σύμφωνα μέ τά παραπάνω ἀποσπάσματα -πέρα ἀπό τίς ἐκφραστικές ἀδεξιότητες, τίς λογικές ἀνακολουθίες καί τήν ἄγνοια τῆς σημασίας βασικῶν ἐννοιῶν πού παρουσιάζουν- καί σύμφωνα μέ τό πνεῦμα ὁλόκληρου τοῦ κειμένου, ὁ Καρυωτάκης εἶνα ἕνας ἄξιος ποιητής. Ὅμως, ἡ ποίησή του, «ἀντικαθεφτίζει καί διασώζει ποιητικά τόν ψυχικό καί τόν κοινωνικό ξεπεσμό νέων μιᾶς χαλαρῆς καί, ἀνήθικης καί ἄρρωστης ἐποχῆς». Μιᾶς ἐποχῆς «γιομάτης ἀπό νοσηρές ἀναθυμιάσεις». Παράλληλα, ὁ καρυωτακικός «μοντερνισμός» (!) τῶν μαθητῶν του εἶναι μιά χρεωκοπία «σάν κοινωνική ἀντίληψη καί σάν ἀτομική φιλοσοφία καί σάν ἠθική καί σάν αἰσθητική μέθοδος». Ἡ τωρινή ἐποχή, αὐτή πού γράφεται τό συγκεκριμένο ἄρθρο, δέν ἔχει «τίποτα τό κοινό» μέ «τά κλαψιάρικα, νευρασθενικά, ψευτορωμαντικά καί ὑπερατομιστικά ἰδανικά τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρυωτάκη», ἔτσι «τίποτα δέ δικαιολογεῖ τό σημερινό φανέρωμα ποιητῶν προσκολλημένων στόν καρυωτακισμό». Ἄρα ἡ ριζική ἀλλαγή τῆς ἐποχῆς «-ἀπό τό 1928 ὥς τό 1931-» εἶναι ἕνας σοβαρός λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ μαθητές τοῦ Καρυωτάκη ἐλέγχονται γιά τήν ἀναχρονιστική προσκόλληση στή νοσηρή ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη. Ἕνας δεύτερος λόγος εἶναι ἡ μίμηση τῶν ἐξωτερικῶν δεδομένων τῆς καρυωτακικῆς ποίησης. Κι ἕνας τρίτος λόγος εἶναι ἡ νοθεία τῆς δημοτικῆς γλώσσας μέ καθαρευουσιάνικα στοιχεῖα.
          Παρατηρήσεις καί σχόλια.
          α) Τό 1831, ὅταν ὁ Καραντώνης ἔγραφε τό βιβλίο Ὁ ποιητής Γιῶργος Σεφέρης, εἶχε μιλήσει γιά κακούς μιμητές ποιητῶν.
«Ὁ λυρισμός ἔγινε κοινό κτῆμα, κοινός τόπος γιά νά βόσκουν οἱ στιχουργοί μας τήν ἀναιμική φαντασία τους. […] Ἀλλά ποιά συγκίνηση μπορεῖ νά προκαλέσει μέσα μας ὁ ποιητής […] πού βλέπει τίς ἐλπίδες νά σβύνουν σάν τό λιόγερμα, πού ἀρχίζει πάντα μ᾿ ἕνα μελοδραματικό τώρα πιά πού…, συμβολίζοντας μέ τή φράση αὐτή τήν ἔλλειψη ψυχικῆς ζωντάνιας, κάθε αἰσθήματος ἐνεργοῦ, κάθε γεροῦ στοχασμοῦ. […]
»… Ὁ λυρισμός τοῦ Πορφύρα, τοῦ Μαλακάση, τοῦ Γρυπάρη, τοῦ Μαβίλη, πέρασε ἀπό τόσα στάδια μίμησης, ἀπό τόσα χωνευτήρια, ξαναδουλεύτηκε ἀπό τόσα χέρια, χρησιμοποιήθηκε γιά προζύμι τόσων ἐπίπλαστων ταλέντων, πού ἄν κάνουμε μιά καταμέτρηση τῶν νεοελλήνων ποιητῶν, θά βροῦμε χίλιους Πορφύρηδες, χίλιους Μαλακάσηδες, χίλιους Γρυπάρηδες,[6] μά κανένα καινούργιο ὄνομα πού νά σημαίνει ἕνα σταθμό καί νά χαράζει μιά ἀρχή.
»Γιά νά μή παρεξηγηθῶ, πρέπει νά πῶ πώς δέ λογαριάζω ἐδῶ τό Φιλύρα, τόν Καρυωτάκη, τήν Πολυδούρη, τόν Τέλλο Ἄγρα καί μερικούς ἄλλους πού ἔχουν γράψει ἀρκετούς στίχους μέ δικιά τους ὕπαρξη…»[7]
Καθώς εἶναι φανερό, τό 1931, ἄν καί εἶχε περάσει ἡ κρίσιμη (κατά Καραντώνη) τριετία 1928-1931, ὑπῆρχαν πολλοί νέοι μιμητές γνωστῶν ποιητῶν, ἀλλά ὄχι μιμητές τοῦ Καρυωτάκη. Ἀξιοπρόσεχτο εἶναι ἐπίσης τό γεγονός ὅτι οἱ μιμητές τῶν παραπάνω γνωστῶν ποιητῶν παρουσιάζουν γνωρίσματα πού, ἀργότερα, τό 1935, θά χρεωθοῦν στόνκαρυωτακισμό.
β) Σύμφωνα πάντα μέ τά γραφόμενα τοῦ Καραντώνη, ἀπό τό 1931 ὥς τό 1935, συγκριτικά μέ τήν προηγούμενη πενταετία ἤ ὀχταετία, ἄλλαξαν ριζικά οἱ ἐποχιακές συνθῆκες. Κατά τί ἄλλαξαν, ὡστόσο, δέν τό μαθαίνουμε. Πάνω σ᾿ αὐτό δέν μᾶς δίνεται κανένα στοιχεῖο. Ἁπλῶς λέγεται ἐμφαντικά ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ 1935 «τίποτα τό κοινό δέν ἔχει» μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη -ἔτσι ἀφοριστικά χωρίς ἄλλες πληροφορίες. Μά ἐδῶ πρόκειται γιά ἕνα κεφαλαιῶδες ζήτημα πού θέλει ἐξηγήσεις καί τεκμηρίωση: τί συνιστᾶ ἀκριβῶς αὐτή τή ριζική ἀλλαγή; Ὁ Αἰμίλιος Χουρμούζιος, πού πῆρε μέρος στήν περί καρυωτακισμοῦσυζήτηση, παρατήρησε ὅτι: «Ἡ ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη καί ἡ ἐποχή μας (βρισκόμαστε στό 1936),  σέ μιά λογική γραμμή συνέχειας (ἡ ὑπογράμμιση δική μου), εἶναι μιά ἐποχή ἄρνησης καί ὑποκειμενικῆς ἐπιστροφῆς γιά τούς ἀνήσυχους καί τούς ἀναζητοῦντας. Ἄν κέντρο καί πυρῆνας της γίνεται ἀλλοῦ ἡ καταστροφική ὀργή, ἀλλοῦ ἡ μακαβριότητα, παρέκει ἡ σάτυρα ἤ ὁ σαρκασμός εἶναι συμπτώματα κι ὄχι δημιουργικά κέντρα κνήματος στήν ποίηση. Εἶναι ἀρνητικῶς δημιουργικά μιᾶς ποιητικῆς ἀτμοσφαίρας μέ ὁρισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κ᾿ ἐπιβάλλονται γιατί εἶναι ἱστορικῶς ἀναπόφευκτα».[8]Ἐπανέρχομαι στή ριζική, τή χωρίς «τίποτα τό κοινό», διαφορά τῆς ἐποχῆς τοῦ 1935 ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη. Τί εἶχε ἀλλάξει ὥστε νά ὐπάρχει αὐτή ἡ ἀπόλυτη διαφορά; Οἱ συνέπειες τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς εἶχαν μηδενιστεῖ καί πιά ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἦταν πάλι ἐθνικός στόχος; Ἡ πολιτική ἀστάθεια, μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς μοναρχίας καί λίγο πρίν ἀπό τή δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ, εἶχε βρεῖ τή λύση της;[9] Ἡ οἰκονομική δυσπραγία, μετά τούς συνεχεῖς, ἐξαντλητικούς, πολέμους καί τό μεταναστευτικό κύμα τοῦ μικρασιατικοῦ πληθυσμοῦ, εἶχε μεταβληθεῖ ξαφνικά σέ οίκονομική εὐφορία; Τί τό παραδείσιο εἶχε λοιπόν τό 1935 στγκριτικά μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη; Τό 1935 ἦταν ἕνας μαῦρος χρόνος, ἀλλά καί ἡ προηγούμενη τριετία δέν ἦταν καθόλου καλύτερη.
γ) Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐλέγχονται, στό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη, οἱ «μαθητές» τοῦ καρυωτάκη εἶναι ἡ μίμηση τῶν ἐξωτερικῶν γνωρισμάτων τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου. Ἐλέγχονται δηλαδή γιατί ἁπλῶς ποιητικίζουν χωρίς νά δημιουργοῦν δικό τους, προσωπικό ποιητικό ἔργο. Μ᾿ ἄλλα λόγια, αὐτό πού τούς καταλογίζεται εἶναι ἡ ποιητική τους ἀνεπάρκεια. Εἶναι γνωστό ὅτι ἀπό καταβολῆς ποίησης πολλοί ἐπίδοξοι ποιητές μένουν στό στάδιο τῆς μίμησης τῶν ποητικῶν εἰδώλων τους. Ἀπό ποιητική ἄποψη, ὅλοι αὐτοί ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία, στήν κατηγορία τῶν μιμητῶν. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι δέν ἔχει κανείς τό περιθώριο νά κάνει διακρίσεις μεταξύ τους, παρά, τό πολύ πολύ, ὡς πρός τό βαθμό τῆς μίμησης: περισσότερη ἤ λιγότερη. Πάντως ὅσοι μένουν στό στάδιο τῆς μίμησης, χωρίς νά εὐτυχίσουν νά πράξουν κάτι καλύτερο, πληρώνονται μέ τό τίμημα τῆς ἀποτυχίας. Θά μποροῦσε ἄραγε νά τούς ἐπιτιμήσει κανείς γιά τήν ἀποτυχία τους; Πῶς, ἀπό ποιά θέση, δυνάμει ποιᾶς ἀρχῆς θά μποροῦσε νά τό κάνει; Οἱ «μαθητές» τοῦ Καρυωτάκη ἔμειναν, κατά τόν Καραντώνη, στά ἐξωτερικά γνωρίσματα τοῦ ἔργου του. Ἔστω, ἀλλά αὐτό εἶναι μιά διαπίστωση ἡ ὁποία μένει νά τεκμηριωθεῖ· καί τοῦτο εἶναι τό ἅπαν πού μπορεῖ νά κάνει ἕνας κριτικός τῆς λογοτεχνίας. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ ἄρθρου στό ὁποῖο ἀναφέρομαι προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ ἀναντιστοιχία πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν πράξη τῶν στιχουργῶν καί στό λόγο τοῦ ἀρθρογράφου. Ἐκεῖνοι προσπάθησαν καί ἀπέτυχαν –δέν ἦταν οὔτε οἱ πρῶτοι οὔτε οἱ τελευταῖοι πού τούς ἔτυχε τέτοιος κλῆρος, ἄξιζαν τουλάχιστο τήν ἀνοχή, μιά καί σέ καμιά περίπτωση δέν εἶχαν διαπράξει κάτι ἀξιόμεμπτο. Ὁ λόγος ἐντούτοις τοῦ ἀρθρογράφου ὑπῆρξε ὀξύς, ὀργισμένος καί ὑβριστικός, ἀγγίζοντας τά ὅρια τῆς ὑστερικῆς ἐπιθετικότητας: «πιστέψανε ἀφιλοσόφητα», «τίποτα πιό ἄθλιο», «ὀλέθριο καλλιτεχνικό τρόπο», «ἄθλια καλλιτεχνικά δημιουργήματα», «κλαψοπούλια τοῦ καρυωτακισμοῦ», «ἠθική μαλάκυνση», «ψυχική ἐξαθλίωση», «στολισμένοι μέ τά κουρέλια μιᾶς τεχνητῆς καί βιολογικῆς μηχανοποιημένης ἀπελπισιᾶς», «ὁ πρῶτος διαβάτης πού θά τούς συναντοῦσε θά τούς ἅρπαζε ἀπό τό γιακά καί θά τούς ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος στό λοιμοκαθαρτήριο», «πρόστυχη καί βρωμερή φρασεολογία» καί ἄλλα τέτοια. Μά γιατί πράγμα γίνεται λόγος ἐδῶ; Γιά νέους ἀνθρώπους πού ἀπέτυχαν νά δημιουργήσουν προσωπικό ποιητικό λόγο ἤ γιά ἐπικίνδυνους τύπους: ἀπατεῶνες, ἀγύρτες, κακοποιούς, ληστές, ἐγκληματίες;… Ἀπό ποῦ κι ὥς ποῦ τόσο μένος καί τόση χολή;
δ) Ὁ τρίτος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐλέγχονται οἱ «μαθητές» τοῦ Καρυωτάκη, εἶναι ἡ νοθεία τῆς δημοτικῆς γλώσσας μέ καθαρευουσιάνικα στοιχεῖα. Τό θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση καί δέν πρόκειται νά ξανοιχτῶ ἐδῶ σ᾿ αὐτό τό πολυδιάστατο ζήτημα. Μπορῶ νά πῶ μονάχα πώς ἡ ἐποχή τοῦ 1935 εἶχε πίσω της τίς μετριοπαθεῖς δημοτικιστικές ἀπόψεις καί πρωτοβουλίες τοῦ Γλωσσικοῦ Ὁμίλου, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἡ ψυχαρική δημοτική θά ἔπρεπε νά βάλει κάμποσο νερό στό κρασί της. ἀπό τήν πλευρά αὐτή εἶναι μᾶλλον ἀναχρονιστική ἡ ὑποστήριξη τῆς «καθάριας» δημοτικῆς ἀπό τήν πλευρά τοῦ Καραντώνη. Πάντως ἡ γλωσσική συμπεριφορά τῶν μαθητευόμενων στόν Καρυωτάκη ἦταν πιά ἕνας κοινός τόπος. Τό εἶχε σημειώσει ὁ ἴδιος ὁ Καραντώνης τό 1931, χωρίς ἀναφορά τότε στόνκαρυωτακισμό: «Ἡ λυρική μας ποίηση μεταμορφώθηκε ὡς διά μαγείας, πλάτυνε τά σύνορά της κι ἔγινε μιά Διεθνής Πλάζ  ἄς ποῦμε, μέ τήν εἰσαγωγή κάποιων καθαρευουσιάνικων ἐκφράσεων στή γλώσσα της […]. Μέ τό ἐξαίσιον, μέ τό ἐπίσημον, μέ τό λεπτόν, μέ τό φρικαλέον καί μέ ἄλλες παρόμοιες λέξεις, πού δίνουν τάχα τήν ὑπέρτατη χροιά μιᾶς αἰσθητικῆς ἀπολυτότητας, ἑνός ραφιναρισμένου λεπτοῦ λυρισμοῦ, δέ μεταμορφώνεται, δέν ξανανοιώνει ἡ ποίηση, καί τό κυριότερο, δέν πλάθονται μεγάλοιποιητές. Θά μᾶς ποῦν ἴσως πώς ‘‘αἰσθητικές ἀνάγκες’’, ἡ βαθμιαία ἀναμόρφωση τῆς νεοαστικῆς γλώσσας ἀπό γλώσσας χωριάτικης καί καθαρά λαϊκῆς σέ γλώσσα σαλονιοῦ, σέ γλώσσα πού ἀντιπροσωπεύει τό ἀκαθόριστο ἀνακάτωμα δημοττικῆς καί καθαρεύουσας ἀνάλογα μέ τό γοῦστο τοῦ καθενός καί μέ τήν ὄρεξη τῆς πρώτης κυρίας πού φιλολογεῖ, ἐπιβάλλουνε τό μεταχείρισμα τῆς καθαρεύουσας…»[10] Τίποτε νέο λοιπόν δέν ἀποτελοῦσε ἡ γλωσσική συμπεριφορά τῶν καρυωτακιστῶν, ἀφοῦ δέν ἦταν παρά γνώρισμα μιᾶς γενικότερης τάσης πού εἶχε προηγηθεῖ. Καί εἶναι φυσικό, ἡ χρέωση τώρα αὐτῆς τῆς γενικότερης τάσης στούς καρυωτακιστές μόνο, νά προκαλεῖ ἐρωτηματικά. Ἐρωτηματικά πού διπλασιάζονται, καθώς τό Σεπτέμβρη τοῦ 1935 κυκλοφόρησε ἡ Ὑψικάμινος τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, σέ πλήρη καθαρεύουσα, καί τά ἰμάτια τοῦ «ἐπίσημου κριτικοῦ τῶνΝέων Γραμμάτων» ἔμειναν ἄθικτα. Ἄν ὀργιζόταν γιά τά κθαρεουσιάνικα στοιχεῖα τῶν καρυωτακικῶν στιχουργῶν, γιά τήν προκλητική καθαρεύουσα τῆς Ὑψικαμίνου τί ἔπρεπε νά κάνει; Δέν ἔπρεπε νά βγεῖ ἀπό τά ροῦχα του, δέν ἔπρεπε νά ἀναθεματίσει τή βέβηλη πράξη, δέν ἔπρεπε ν᾿ ἁρπάξει τό φραγγέλιο; Γιατί σώπασε καί δέν ἔκανε τίποτε; Καί ὄχι μόνο δέν ἔκανε τίποτε, μά σέ δυό χρόνια, τό 1937, δημοσίευσε στά Νέα Γράμματα σειρά ποιημάτων τοῦ καθαρευουσιάνου Ἐμπειρίκου. Βέβαια ἕνας προβληματισμένος κριτικός ὀφείλει νά ξέρει πώς δέν εἶναι δική του δουλειά νά καθορίζει τή γλώσσα πού χρησιμοποιοῦν οἱ ποιητές. Δική του ἁρμοδιότητα εἶναι νά κρίνει τήν ἐκφραστική ἤ ἐπάρκεια τῶν ποιητικῶν κειμένων καί περαν τούτου, γλωσσικῶς, οὐδέν. Ὅμως αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο ζήτημα καί δέν εῖναι τῆς ὥρας.
          ε) Ὁ ἀρθρογράφος, γιά νά δείξει τήν ἀνάμιξη δημοτικῆς μέ τήν καθαρεύουσα, ἀλλά καί τήν ποιητική ἀποτυχία τῶν καρυωτακιστῶν, παραθέτει φράσεις ἀπό τά στιχουργήματά τους. Π.χ.: «Ὁ σκόρος ξέφτυσε τό ἀλαζονικόν ὕφος σου ἀπό τή φάτσα. Ὦ ἀπόψε αἰχμάλωτος σιωπῶ. Τό βῆμα μου τό ἁρμονικό τό τσάκισε ἡ σκληρότης. Τό ἔκπαγλό σουμεγαλεῖον. Ὅραμα στοχασμοῦ ἀναιδῶς γενναίου. Περνᾶνε βασιλεῖς ἐξωρισμένοι. Τοῦσύμπαντου ὁ σφυγμός» κ.λπ. [ Οἱ ὑπογραμμίσεις στό κείμενο.] Δέν ξέρουμε σέ ποιούς ἀνήκουν οἱ φράσεις αὐτές, γιατί δέν ἔχουμε παραπομπές στά κείμενα ἀπό τά ὁποῖα ἀποσπάστηκαν, ὥστε νά ἐλεγχθεῖ ἡ γνήσιότητά τους. Σίγουρα ὅμως θά μποροῦσε ὁ Καραντώνης νά βρεῖ σέ πρωτόλεια ποιητικά κέιμενα καί δείγματα χειρότερα ἀπό τά παραπάνω. Κι ἄν εἶχε ἀνάλογη πρόθεση, θά εὕρισκε περισσότερα καί πολύ χειρότερα δείγματα παλαμιστῶν σιχουργῶν ἤ ἀπομιμητῶν ἄλλων ποιητῶν. Αὐτά τά δείγματα δέν ἀποδείχνουν τίποτα. Τό νά ψάχνει κανείς στά στιχουργικά σκουπίδια γιά νά βρεῖ τί ἐπίδραση εἶχε ἕνας ποιητής στούς νεότερους δέν εἶναι ἁπλῶς κακή μέθοδος, εἶναι ἐπιπλέον καί δόλια πράξη. Γιατί τήν ἐπίδραση ἑνός ποιητῆ στούς νεότερους πρέπει νά τήν ἀναζητήσει κανείς ἀλλοῦ: ἐκεῖ πού στάθηκε γόνιμη, στούς ἀξιόλογους δηλαδή μαθητευόμενους στό συγκεκριμένο ποιητή. Σ’αὐτούς πού ἀφήνουν πίσω τους ἕνα κάποιο ὑπολογίσιμο ἔργο. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς τό κείμενο τοῦ Καραντώνη παρουσιάζει περίεργο κενό. Ἀντί νά τεκμηριώσει τά λεγόμενά του παραπέμποντας σέ ὀνόματα καί ἔργα καρυωτακικῶν ποιητῶν, καταφεύγει, αὐτός ὁ λαλίστατος κατά τά ἄλλα, στή σιωπή. Καθώς ὁ δρόμος του τόν ὁδηγοῦσε ἐκεῖ, εἶχε ὅλη τήν εὐχέρεια νά τεκμηριώσει τά λεγόμενά του πάνω στό ἔργο, ὅσο ὑπῆρχε ἤδη, τῶν νέων ποιητῶν πού ἔφερναν σημάδια καρυωτακικῆς μαθητείας. Ἡ λεωφόρος τοῦ ἄρθρου του περνοῦσε ἀναγκαστικά ἀπό τό ἔργο αὐτῶν τῶν ποιητῶν. Παραδόξως, ὁ Καραντώνης ἔμεινε ἄγωνος, σάν νά μή γνώριζε ἤ σάν νά μήν ὑπῆρχαν τέτοι ποιητές. Σάν νά μή γνώριζε δηλαδή ἤ σάν νά μήν ὑπῆρχαν (μέ χρονολογική σειρά) ὁ Γιάννης Σκαρίμπας, ὁ Γιῶργος Κοτζιούλας, ὁ Γιάννης Ρίτσος, ὁ Νίκος Καββαδίας, ὁ Νικηφόρος βρεττάκος, ὁ Ἄρης Δικταῖος.  Κι ἄν ἔβλεπε καλοπροαίρετα λίγο πιό πέρα ἀπό τή μύτη του, θά μποροῦσε νά διακρίνει τή φιγούρα τοῦ κοντινότερού του συντεχνιακά ποιητῆ: Τοῦ Γιώργου Σεφέρη. Ἡ δικαίωση τοῦ κειμένου τοῦ Καραντώνη περνοῦσε πάνω ἀπό τό ποιητικό σῶμα αὐτῶν τῶν ποιητῶν. Κι ἐδῶ, ἀκριβῶς, ὁ σφοδρός ἐπικριτής τοῦκαρυωτακισμοῦ ἀπέφυγε νά κάνει ὁποιαδήποτε μνεία.
          Τό γεγονός ὅτι: α) Γνωρίσματα ἐπίδοξων ποιητῶντά ὁποῖα τό 1931 εἶχαν ἀποδοθεῖ σέ μιμήσεις μεταπαλαμικῶν ποιητῶν, ἀποδόθηκαν τό 1935 σέ καρυωτακικούς ποιητές. β) Ὁ ἰσχυρισμός πώς, ἡ μετά τό 1931 τετραετία δέν εἶχε «τίποτα τό κοινό» μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη, ἀποτελοῦσε ψευδολογία. γ) Οἰ μαθητευόμενοι ποητές στόν Καρυωτάκη ἀντιμετωπίστηκαν μέ χολερικό μένος, γιά τό λόγο ὅτι οἱ προσπάθειές τους ἦταν ποιητικά ἀδόκιμες. Κάτι πού, σέ καμιά περίπτωση, δέν στοιχειωθετεῖ ἠθικό ἤ ἄλλης κατηγορίας παράπτωμα, ἐκτός ἀπό τό ὅτι οἱ ἄνθτωποι αὐτοί θά ἔμεναν ἔξω ἀπό «τῶν ἰδεῶν τήν πόλι». δ) καταλογίστηκε ἀνάρμοστη γλωσσική συμπεριφορά στούς καρυωτακικούς ποιητές, συμπεριφορά ἡ ὁποία εἶχε καταλογιστεῖ  τό 1931 σέ μή καρυωτακικούς ποιητές. ε) Ὁ κριτικός χρησιμοποίησε στιχουργικά σκουπίδια γιά νά στηρίξει τή θέση του περί κακομεταχείρησης τῆς γλώσσας καί τῆς ποίησης ἀπό καρυωτακικούς ποιητές. Καί ταυτόχρονα ἀπέφυγε οἱαδήποτε ἀναφορά σέ συγκεκριμένους μαθητές τοῦ Καρυωτάκη. Τό γεγονός λοιπόν ὅτι τά στοιχεῖα αὐτά ἀφοροῦν τό κείμενο τοῦ Καραντώνη μᾶς ἐπιτρέπει νά σκεφτοῦμε ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μ᾿ ἕνα κείμενο κατευθυνόμενο. Γραμμένο δηλαδή ὄχι γιά ὑποστηρίξει μιά ἰδέα ἤ νά ἀποκαλύψει ἤ ἔστω νά τονίσει μιά ἀλήθεια, ἀλλά γιά νά δυσφημίσει ὁρισμένη εὔνοια μαθητευόμενων ποιητῶν: τήν εὔνοια πού ἔδειχναν οἱ μαθητευόμενοι ποιητές στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη. Στό ἔργο δηλαδή τοῦ ποιητῆ πού ἦταν δημοφιλέστερος , ἐκεῖνα τά χρόνια, ἀνάμεσα στούς νέους ποιητές.
          Ἡ ἔννοια τῆς δυσφήμισης προκύπτει ἐδῶ ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ μαθητεία νέων ποιητῶν, εὐδόκιμη ἤ μή, σέ ἄξιους περσβύτερους συνιστᾶ μιά καθ᾿ ὅλα ἀθώα πράξη. Μιά πράξη πού ἀποβλέπει στήν ποιητική ἐκπαίδευση καί δέν ἔχει τίποτα ἀπολύτως τό ἀθέμιτο. Τό νά κατηγορεῖ κανείς, μέ βαριές φράσεις, μαθητευόμενους ποιητές σέ ὁρισμένο ποιητικό ἔργο ἀποτελεῖ παγκόσμια πρωτοτυπία. Δέν ξέρω καί δέν πιστεύω νά ἔχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο πουθενά στόν κόσμο. Ἀλίμονο ἄν ἀπαγορεύαμε στούς νέους ποιητές νά μαθητεύουν ἐλεύθερα σέ ὁποιοδήποτε ποιητικό ἔργο συμβαίνει νά τραβάει τό ἐνδιαφέρον τους. Ἀστυνομικά μέτρα δέ χωροῦν σέ καμιά πνευματική δραστηριότητα, οὔτε φυσικά στίς μαθητεῖες τῶν νέων ποιητῶν.
          Τό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη, καθώς ἐλέγχεται πολλαπλῶς, θά ἦταν δυνατό, σέ περιβάλλον ὑψηλῆς πνευματικῆς στάθμης καί ἠθικῆς εὐαισθησίας, νά προκαλέσει ἀντιδράσεις. Ἄν, λ.χ., δημοσιευόταν σ᾿ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα περιοδικά τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ Λονδίνου ἤ ἀνάλογου πολιτισμικοῦ κέντρου, δύσκολα θά περνοῦσε ἡ θέση του χωρίς νά κινητοποιήσει τά ἀντανακλαστικά τῆς πνευματικῆς κοινότητας. Ἰδιαίτερα θά καταλογιζόταν στόν ἀρθρογράφο ὅτι, παρ᾿ ὅλο τό καταγγελτικό μένος του, ἄφηνε ὁλωσδιόλου ἀτεκμηρίωτους τούς ἰσχυρισμόυς του. Θά τοῦ καταλογιζόταν ἐπίσης ὅτι ἔπεφτε σέ ἀντιφάσεις. Κι ἀκόμα ὅτι, ἀναφορικά μέ τήν «ἀθλιότητα τῆς ἐποχῆς», ψευοδολοῦσε. Κυρίως ὅμως θά τοῦ καταλογιζόταν ὅτι μέ τό ἄρθρο του μειοδοτοῦσε στο θέμα τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. Ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά ἐλέγχονται μαθητευόμενοι ποιητές ἐπειδή δείχνουν προτίμηση στό ἔργο ὁρισμένου ποιητῆ ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός ὁ ποιητής. Οἱ μαθητευόμενοι ποιητές εἶναι ἐλεύθεροι νά μαθητεύουν σέ ὅποιους ἐκεῖνοι προκρίνους ὡς δασκάλους τους, εἴτε συμβαίνει νά τούς μιμοῦνται εἴτε νά τούς ἀφομοιώνουν δημιουργικά. Αὐτό τό δικαίωμα δέν μπορεῖ νά τούς τό ἀρνηθεῖ κανείς. Κι εἶναι κεφαλαιῶδες ζήτημα νά μήν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ παραμικρή ἀμφισβήτηση. Γιατί ἀλλιῶς ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά περάσουν στό χῶρο τῆς λογοτεχνίας καί γενικότερα τοῦ πνεύματος ἀστυνομικές, δηλαδή ἀνελεύθερες, τάσεις. Τό κείμενο τοῦ Καραντώνη εἶναι ὁλοφάνερα ἕνα κείμενο ἐτσιθελικό, κείμενο δηλαδή πού διέπεται ἀπό αὐταρχικό πνεῦμα.
          Μολαταῦτα, στήν Ἀθήνα τοῦ 1935, ἄν ἐξαιρέσουμε μιά χλιαρή ἀντίδραση τοῦ Αἰμίλιου Χουρμούζιου τόν ἑπόμενο χρόνο, δέν εἴχαμε ἀρνητικές ἀντιδράσεις στό συγκεκριμένο ἄρθρο. Ἀντανακλαστικά πνευματικῆς εὐαισθησίας δέν κινητοποιήθηκαν. Τό ἀντίθετο μάλιστα: ἐμφανίστηκαν ἄνθρωποι (Νίκος Παππᾶς, Γιάννης Χατζίνης) οἱ ὁποῖοι, μέ δημοσιεύματά τους, συντάχτηκαν μέ τή θέση τοῦ Καραντώνη, ὅτι δηλαδή οἱ νέοι ποιητές πού μαθητεύουν στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη πρέπει νά θεωρηθοῦν περίπου ποιητικά ἀποβράσματα. Καί ἡ συνέχεια; Ἡ συνέχεια, σημαδιακή ἀπό πολλές πλευρές, ὑπῆρξε ἀνάλογη: ἡ λέξη καρυωτακισμός ἐπικράατησε νά χρησιμοποιεῖται σάν ὅρος μέ ἀρνητική σημασία, ὅπως τόν προσδιόρισε ὁ πρῶτος διδάξας.
          Εῖπα νωρίτερα πώς τό κείμενο τοῦ Καραντώνη, «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους», ἦταν κατευθυνόμενο. Ἐννοοῦσα, άπό τό ἕνα μέρος, ὅτι γράφτηκε ἀπό σκοπιμότητα, καί ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος, ὅτι ἦταν ὑπαγορευμένο.
          Ἡ σκοπιμότητα εἶναι προφανής ἀπό τό ἴδιο τό κείμενο: ἡ εὐρεία ἀπήχηση τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου στούς νέους ἦταν ἐνοχλητική καί ἔπρεπε νά γίνει στόχος πολεμικῆς. Σχεδόν εὐθέως ὁ Καραντώνης λέει ὅτι οἱ νέοι –καί οἱ πάντες ἐννοεῖται- πρέπει νά ἀπογεύγουν τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη. Ὁ στόχος ἦταν νά παραμεριστεῖ ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου. Νά φύγει ἀπό τή μέση αὐτό τό ἔργο καί, ἄν ἦταν δυνατό, νά ἐξαφανιστεῖ τελείως. Κι ἐπειδή αὐτό δέν μποροῦσε νά γίνει μέ αἰσθητικά μέσα, ἐπινοήθηκε ὁ δυσφημιστικός ὅρος καρυωτακισμός. Τά πυρά, λοιπόν, στράφηκαν ὄχι ἀκριβῶς ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ, ἀλλά ἐναντίον ὅσων ἦταν θιασῶτες τοῦ ἔργου του καί, γενικότερα, ἐναντίον τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ του, ἔτσι ὥστε νά ἀποκοπεῖ τό ἔργο ἀπό τό κοινό του καί νά παραμείνει στά ἀζήτητα. Οὐσιαστικά δηλαδή νά πάψει νά εἶναι ἐνεργό. Ὁ χῶρος πού κάλυπτε τό καρυωτακικό ἔργο ἦταν μεγάλος κι ἔπρεπε, ἔστω καί μέ ἀθέμιτα μέσα, νά περιοριστεῖ, γιά νά μείνει ἀνοιχτός ὁ δρόμος νά ᾿ρθουν στό προσκήνιο ἄλλοι ἀναδυόμενοι ποιητές.[11]
          Πίσω ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Καραντώνη πρέπει νά λογαριαστεῖ ἡ ἀφανής συμμετοχή τοῦ Γιώργου Κατσίμπαλη. Εἶναι περισσότερο ἀπό βέβαιο ὅτι ἡ θέση τοῦ Καραντώνη, ὅπως καί σέ ἄλλες γνωστές περιπτώσεις, καθοριζόταν ἀπό τή βούληση τοῦ Κατσίμπαλη. Ἀκόμα καί ὡς λόγος τό κείμενο τοῦ Καραντώνη παραπέμπει στόν πρεσβύτερό του. Ὁ Καραντώνης μιλάει συνεχῶς γιά νέους: «…νέων στιχουργῶν…»,  «…οἱ νέοι πού…», «…ἑνός σημερινοῦ νέου…», «…τόσο νέος…», «…τίς ποιητικές ἐκδηλώσεις τῶν νέων…», «…ἡ ὀρθή ἀντίληψη τῶν νέων…» κ.λπ. Ποιός ἐκφέρει αὐτή τήν, ἄν μπορῶ νά τήν πῶ ἔτσι, «νεο-λογία»; Μάν ἕνας ἄνθρωπος πολύ νέος ὁ ἴδιος, μόλις 25 χρονῶν, νεότερος ἀπό μερικούς καρυωτακικούς ποιητές (Σκαρίμπα, Κοτζιούλα, Ρίτσο), συνομήλικος (Καββαδία) ἤ μόλις μεγαλύτερος (Βρεττάκος). Κι ὅμως, μιλάει γιά τούς καρυωτακικούς ποιητές σάν νά ᾿ ναι πολύ μεφαλύτερός τους. Ἀπό τό ὕψος μιᾶς ἡλικίας πού δέν εἶναι ἡ δική του. Πράγμα πού σημαίνει πώς ἡ δομή τοῦ λόγου του προδίνει τόν ἐμπνευστή αὐτοῦ τοῦ λόγου.
          Σύμφωνα μέ τά ἀμέσως προηγούμενα, δύο μέλη ἀπό τήν «ὁμάδα τῶν Νέων Γραμμάτων» πρωταγωνίστησαν στήν πολεμική κατά τοῦ καρυωτακισμοῦ: ὁ ἀφανής ἐμπνευστής Κατσίμπαλης καί ὁ φανερός ἐκτελεστής καραντώνης. Ἐκτός ἀπό αὐτούς τούς δύο ἄλλα τέσσερα μέλη τῆς «ὁμάδας» ἀναφέρθηκαν μεταγενέστερα στόν καρυωτακισμό, χωρίς φανατισμό ἀλλά μέ σαφή ἀποδοκιμαστικό τρόπο: ὁ Δημήτρης Νικολαρεΐζης, ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης καί ὁ Γιῶργος Σεφέρης.
          Ὁ Νικολαρεΐζης, ἀπαντώντας σέ σχετική ἔρευνα τοῦ περιοδικοῦ Μακεδονικές Ἡμέρες, ἀναφέρθηκε καί στό ζήτημα τοῦ καρυωτακισμοῦ. «Πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις», εἶπε, «βοήθησαν τήν ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη. Πρόσθετος λόγος: ἡ ποιότητα τοῦ ὕφους του, πού ἦταν ἑλκυστικό μέ τήν ἀπατηλή εὐκολία του καί φαινόταν  σάν ἐπιβράβευση τῆς ἀγύμναστης φωνῆς. Δέ φοβήθηκε τή δημοσιογραφική λέξη καί κατόρθωσε νά θέλξει μέ τόν ἐλαφρό στόμφο τοῦ δοκιμασμένου ρομαντισμοῦ. […]
          »Πιστεύω πώς μέ τήν ἐξέλιξη, τά δύο τρία τελευταῖα χρόνια, ἡ ποίηση τῶν νέων πού τούς ἔθρεψαν ντόπιες τροφές κέρδισε τήν ἀνεξαρτησία της ἀντίκρυ στήν ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη. Σέ ἄλλη περιοχή, ἀνέγγιχτη ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Καρυωτακισμοῦ, κινήθηκαν ἀπό τήν ἀρχή τῆς δεύτερης μεταπολεμικῆς  δεκαετίας ἐκεῖνοι πού πέρασαν ἀπό εὐρωπαϊκά σταυροδρόμια καί θέλησαν τίς καλλιτεχνικές ἀπορίες τους νά τίς λύσουν βοηθημένοι ἀπό ξένα παραδείγματα, μέ κυριότερο, ἄν ὄχι μοναδικό ἴσως κέντρο ἑλληνικῆς ἐπαφῆς, τόν Καβάφη».[12] Μέ τό πρῳτο ἀπόσπασμα βρισκόμαστε κοντά στίς θέσεις τοῦ Καραντώνη: «πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις», «ἀπατηλή εὐκολία», «ἀγύμναστης φωνῆς», «κουρασμένου ρομαντισμοῦ». Ὅλα αὐτά μέ τρόπο ἀφοριστικό. Μέ τό δεύτερο ἀπόσπασμα ἔχουμε μιά δήλωση πίστης ὅτι ὁ «Καρυωτακισμός» ἔχει τά τελευταῖα χρόνια (βρισκόμαστε στίς ἀρχές τοῦ 1938) ξεπεραστεῖ. Ἀφήνοντας νά ἐννοήσει κανείς πώς τά χρόνια 1935, ᾿36, ᾿37, «οἱ πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις» εἶχαν ξεπεραστεῖ καί ὁ τόπος εἶχε περάσει σέ μιά ἐποχή εὐφροσύνης!… ἀναφέρεται σ᾿ ἕναν ποιητή πού μαθήτεψε στόν Καρυωτάκη: τόν Γιάννη Ρίτσο, στόν ὁποῖο, μάλιστα, ἀφιερώνει μιά παράγραφο.
          Ὁ Θεοτοκᾶς, κρίνοντας στά Νεοελληνικά Γράμματα τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη, μετά τήν ἔκδοση τῶν Ἁπάντων ἀπό τόν Χ. Σακελλαριάδη τό 1938, γράφει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, τά ἑξῆς: «Ἄν ἄρχιζε νά ἐμβαθύνει [ὁ Καρυωτάκης], ἄν ἀποφάσιζε νά δυσκολευτεῖ περισσότερο, τό ἀποτέλεσμα φαντάζομαι πώς θά ἦταν καλύτερο, γιατί ἡ ποιητική ψυχή ὑπῆρχε. Ἡ εὐκολία ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, συνετέλεσε πολύ στή διαμόρφωση ἑνός πολυθόρυβου ‘‘καρυωτακισμοῦ’’, πού γέμισε τήν Ἑλλάδα μέ φτηνή στιχουργημένη λογοτεχνία. Ἤτανε πολύ εὔκολο νά τόν μιμηθεῖ ὅποιος ἤθελε. Ἐπικράτησε ἕτσι ἠ ἀντύπωση ὅτι αὐτός ἦταν ὁ σπουδαιότερος ποιητής, ὁ κατεξοχήν ποιητής τῆς γενεᾶς τῶν ἐτῶν 1910-1920. Στήν ἴδια ὡστόσο γενεά, ἄν ψάξουμε, θά βροῦμε, νομίζω, τρεῖς ἤ τέσσερις, ἴσως καί περισσότερους ποιητές πού, χωρίς νά κάνουν σχολή, εἶναι ἀσφαλῶς καλύτεροι καλλιτέχνες ἀπ᾿ αὐτόν».[13] Στό κείμενο τοῦ Θεοτοκᾶ δέν δίνεται ἐπίσης κανένα στοιχεῖο γιά τήν ἀρνητική σημασία τοῦ καρυωτακισμοῦ, οὔτε ἀναφέρονται ὀνόματα καρυωτακικῶν ποιητῶν. Ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνονται βασικές θέσεις ἀπό τό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη («Ἡ εὐκολία ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, συνετέλεσε πολύ στή διαμόρφωση ἑνός πολυθόρυβου ‘‘καρυωτακισμοῦ’’, πού γέμισε τήν Ἑλλάδα μέ φτηνή στιχουργημένη λογοτεχνία. Ἤτανε πολύ εὔκολο νά τόν μιμηθεῖ ὅποιος ἤθελε»). Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, στό συγκεκριμένο κείμενο, γίνεται καί ἕνα ἱστορικό «λαθάκι»: ὁ Καρυωτάκης δέν ἀνήκει στούς ποιητές τοῦ 1910-1920, ἀλλά στούς ποιητές τῆς ἐπόμενης δεκαετίας.
          Ὁ Ἑλύτης, στό «Χρονικό μιᾶς δεκαετίας», φέρνει κάποια στιγμή τό λόγο στούς καρυωτακικούς ποιητές. «Βρισκόμαστε στά 1934», γράφει. «Στό ἀνατολικό προαύλιο τοῦ Πανεπιστημίου, ἴδιο κατάστρωμα καραβιοῦ πού ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο, ἕνα πλῆθος ἀλλοπαρμένο καί ἀλλοσούσουμο πηγαινοέρχεται. […] Ἐκεῖ ἔσμιγα μέ τρεῖς-τέσσερεις φίλους πού αὐτοί, ἀνήκανε σέ μιά ἄλλη φυλή.
          »Χλωμοί, ὀνειροπαρμένοι, ἔγραφαν ὅλοι τους ποιήματα πού μοιάζανε καί πού ὁμολογούσανε πίστη σ᾿ ἔναν θεό: τόν Καρυωτάκη».[14] Στό ἴδιο θέμα ἐπανέρχεται σέ ἄλλο κείμενό του: «Μόλις δεκαπέντε χρόνια μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Καρυωτάκη (πού ἦταν ἕνας καλός ποιητής στό εἶδος του) καί τούς καρυωτακικούς (πού ἦταν κάκιστοι ποιητές στό εἶδος τους) κι ἀμέσως τί -διαφορά μέσα στή νεοελληνική ποιητική παραγωγή! Πόσο μακριά βρισκόμαστε κιόλας ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι πρέπει νά θρηνοῦμε γιά ἰδιωτικά ἀτυχήματα».[15] «Τά ἰδιωτικά ἀτυχήματα»: φράση πού παραπέμπει στό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη. Ὅταν τά ἔγραφε αὐτά ὁ Ἐλύτης, τό 1944, οἱ σημαντικότεροι καρυωτακικοί ποιητές δέν «ἦταν» κάποτε, ἀποτελοῦσαν ἤδη στελέχη τοῦ ποιητικοῦ παρόντος.
          Ὁ Σεφέρης μνημονεύει τόν καρυωτακισμό τρεῖς φορές, ἀπό τίς ὁποῖες προέχει ἡ παρακάτω:
          «Θά ξέρετε, ἴσως, ὅτι ἡ ποίηση τῶν νέων, στή δεκαετία πού ἀρχίζει μέ τό τέλος τοῦ περασμένου πολέμου –δηλαδή, πάνω-κάτω, στά χρόνια 1918-1928- ἦταν μιά λογοτεχνία πού γύρεψε κυρίως τήν ἔμπνευσή της ἀπό τά συναισθήματα πού μᾶς δίνει ἡ μεγάλη πολιτεία. Ἄλλωστε τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Ἀθήνα γίνεται πραγματική πιά μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα. Ὅταν λέω ‘‘ποίηση τῶν νέων’’, ἔχετε βέβαια ὑπόψη σας πώς ἀξαιρῶ τούς ἀντιπροσώπους τῶν παλαιότερων γενεῶν, ὅπως τόν Παλαμᾶ, τόν Καβάφη, τόν Σικελιανό, πού εἶναι δημιουργοί πρώτου μεγέθους καί ἐξακολουθοῦν νά δημοσιεύουν καί νά συμπληρώνουν τό ἔργο τους. Ὁπωσδήποτε ὁ πιό σπουδαῖος καί ἴσως μοναδικός ἀντιπρόσωπος τῆς σχολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Καρυωτάκης. Ἕνας ποιητής μέ ἐξαιρετική εὐαισθησία, πού, μολονότι πέθανε τρομερά νέος, εἶχε τήν τύχη ν᾿ ἀφήσει ἕνα ἔργο πού λογαριάζει ὡσάν σταθμός στή λογοτεχνία μας.
          »Δυστυχῶς, ὅπως συμβαίνει τόσο συχνά, ἀπό τήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη γεννήθηκε ὁ καρυωτακισμός, πού ἦταν μιά πολύ στενάχωρη ὑπόθεση. Λ.χ. ὁ Καρυωτάκης τραγούδησε, μέ τή χορευτική φαντασία του, τούς τραγικούς γύψους τῆς κάμαράς του, ἀλλά ὁ καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε μέσα στήν κάμαρά του, καί κάποτε μάλιστα μέσα στό παλτό του, μέ τήν μιά παραπονιάρα συγκατάβαση. Ὁ καρυωτακισμός ἦταν ποίηση χωρίς ὁρίζοντα».[16]
          «… ἀπό τήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη γεννήθηκε ὁ καρυωτακισμός πού ἦταν μιά πολύ στενάχωρη ὑπόθεση». Ἀναρωτιέμαι: ἄραγε ὁ παλαμισμός, ὁ καβαφισμός, ὁ σικελιανισμός (κι ἀργότερα ὁ σεφερισμός) ἦταν πολύ εὐάρεστες «ὑποθέσεις»; Μέ τί κριτήριο γίνεται ἡ διάκριση αὐτή σέ βάρος τοῦ «καρυωτακισμοῦ»; Ἀγνοοῦσε τάχα ὁ Σεφέρης πῶς, μέ ποιά μέθοδο, εἶχε χαλκευτεῖ ὁ ὅρος; Ἀναρωτιέμαι, ἐπίσης, πόσο ἡ φράση του «μέ μιά παραπονιάρα συγκατάβαση», ἄν τή δοῦμε χωρίς προκατάληψη, δέν χαρακτηρίζει τό σεφερικό ἔργο ὡς ψυχικό κλίμα. Τέλος πάντων, θλίβεται κανείς βλέποντας ἕναν ἄξιο ποιητή, σπάνιας παιδείας καί προβληματισμοῦ, νά παίρνει στό στόμα του τή λέξη «καρυωτακισμός», χωρίς νά ἀντιδρᾶ στόν ἀθέμητο τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἶχε σημασιοδοτηθεῖ ἀρνητικά ἡ λέξη.
          Τί συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἕξι κορυφαῖα στελέχη ἀπό τήν «ὁμάδα τῶνΝέων Γραμμάτων» υἱοθέτησαν τή δυσφημιστική χρήση τοῦ ὅρου καρυωτακισμός. Κοινό σημεῖο ὅλων ἦταν ὁ ἀρνητικός χαρακτηρισμός ὅσων παθήτευαν στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη –μόνο στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη καί ὄχι γενικά ὅσων μαθήτευαν στό ἔργο ὁποιωνδήποτε ἄλλων ποιητῶν. Κοινό σημεῖο, ἐπίσης, ἦταν ὅτι ἀναφέρθηκαν στόν καρυωτακισμό ἀφοριστικά, χωρίς δηλαδή τεκμηριωτική ἐπιχειρηματολογία. Κοινό σημεῖο, τέλος, ὅλων ἦταν ὅτι δέν ξεχώρησαν καθόλου ἀξιόλογους καρυωτακικούς ποιητές (πλήν τοῦ Νικολαρεΐζη, πού ἀναφέρθηκε στόν Ρίτσο). Ὁ χρόνος βέβαια δέν τούς δικαίωσε. Εἶναι ὡστόσο προφανές ὅτι ὁ στόχος τους δέν ἦταν νά κερδίσουν μέ τήν πράξη τους αὐτή τό στοίχημα τοῦ χρόνου. Ὁ στόχος τους ἐδῶ ἦταν ἡ ἐπικαιρότητα: τό πῶς νά ἀδειάσει ὁ στίβος καί νά μείνει ἐλεύθερος γιά τή δημόσια προβολή τῆς δικῆς τους γενιᾶς ἤ «ὁμάδας». Κι ὅμως, ὄφειλαν νά ἔχουν –οἱ διορατικότεροι τουλάχιστο-συνειδητοποιήσει πώς, μέ τήν πράξη τους αὐτή, ἔγραφαν μιά μελανή σελίδα στήν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας.
          Πριοδικό Ποιητική, τεῦχος 29, ἄνοιξη-καλοκαίρι 2007.

[1]. Ἀντρέας Καραντώνης,  «Ἡ ἐπίδρση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους», περιοδικό Τά Νέα Γράμματα, τεῦχος 9, Ἀθήνα 1935, σσ. 478-486.
[2]. Γ.Π. Σαββίδης, Στά χνάρια τοῦ Καρυωτάκη, Νεφέλη, Ἀθήνα 1989, σ. 24.
[3]. Ἀντρέας Καραντώνης, ὅ,π., σ. 478.
[4]. Ὅ.π., σ. 478-479.
[5]. Ὅ.π., σ. 484.
[6]. Κάνει ἐντύπωση ἠ ἐπιμονή τοῦ Καραντώνη σέ ποιητές πού θεωροῦνταν ἐλάσσονες, χωρίς νά ἀναφερθεῖ στό ἐντυπωσιακό παράδειγμα τῶν παλαμικῶν στιχουργῶν. Ὁ Κλέων Παράσχος ἤδη τό 1921 εἶχε κάνει σχετική μνεία: «τό μόνο κοινόν γνώρισμα τῶν ἀποτελούντων ἑκάστην ὁμάδα νέων εἶναι μερικαί φιλολογικαί προτιμήσεις, φθάνουσαι ἐνίοτε μέχρι φανατισμοῦ (δέν συμαίνει αὐτό μέ τήν περί τόν Νουμᾶν τῶν νέων ἀναφορικῶς πρός τά ἔργα τοῦ Ψυχάρη καί τοῦ Παλαμᾶ, τῶν ὁποίων τήν ἀξίαν θεωροῦν οὗτοι ἀναμφισβήτητον;) καί τίποτε παραπάνω». Περιοδικό Νέα Ἑστία, τεῦχος 1065, Ἀθήνα 15/11/1971, σ. 1571.
[7]. Ἀντρέας Καραντώνης, Ὁ ποιητής Γιῶργος Σεφέρης, Γαλαξίας, Ἀθήνα 1963, σ. 10.
[8]. Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ἡ ἀντοχή μιᾶς ἀδέσποτης τέχνης, «Παράρτημα κειμένων», Καστανιώτης, Ἀθήνα 2000, σ. 372.
[9]. «Ὑπενθυμίζω» γράφει ὁ Ἀλέξανδρος Ἀργυρίου «ὅτι τό ἔτος 1935 δέν εἶχε μόνο ἕνα μήνα σκληρό, ἀλλά ἦταν ἕνας ὁλόκληρος σκληρός χρόνος. Τό κίνημα Πλαστήρα, πιθανῶςς μιά προσπάθεια νά ἀναχαιτίσει τήν ἀντιδραστικοποίηση τοῦ καθεστῶτος, κατέληξε στή δικτατορία Κονδύλη (ἐξορίζεται ὄχι μόνο ὁ Γληνός ἀλλά καί ὁ ἄκακος –πολιτικά-Βάρναλης), πού κατέληξε στό νόθο δημοψήφισμα καί στήν ἐπάνοδο τοῦ Γ. Γλύξμπουρκ, ὁ ὁποῖος θά ὁδηγήσει στή σιγουριά (γιά ἐκῖνον) τῆς 4ης Αὐγούστου». Ἀλεξ. Ἀργυρίου,Διαδοχικές ἀναγνώσεις Ἑλλήνων ὑπερρεαλιστῶν, Γνώση, Ἀθήνα 1983, σ. 126.
[10]. Ἀντρέας Καραντώνης, ὅ.π., σσ. 10-11.
[11]. Κοίταξε καί Δημήτρης Ἀγγελάτος, «Ἡ ‘‘Ἀνώνυμη’’ τέχνη τοῦ εὐρετῆ καί ἡ ἀμηχανία τῆς ‘‘ὑποδοχῆς’’ της: ὄψεις τῆς ποιητικῆς τοῦ Καρυωτάκη», ἰδίως τήν ἑνότητα 3. Ἐπιστημονικό Συμπόσιο Καρυωτάκης καί Καρυωτακισμός  (πρακτικά), Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καί Γενικῆς Παιδείας, Ἀθήνα 1998, σσ. 15-26.
[12]. Δημήτρης Νικολρείζης, Μακεδονικές Ἡμέρες, Φεβρουάριος 1938. Ἀναδημοσιεύεται στό βιβλίο τῆς Χριστίνας Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ἡ ἀντοχή μιᾶς ἀδέσποτης τέχνης, «Παράρτημα κειμένων», Καστανιώτης, Ἀθήνα 2000, σσ. 392-393.
[13]. Γιῶργος Θεοτοκᾶς, «Κ.Γ. Καρυωτάκης», Νεοελληνικά Γράμματα, περίοδος Β΄, Ἀθήνα 19/3/1938, σ. 2. Ἀναδημοσιεύεται στόν τόμο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματτα καί Πεζά, ἐπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1972.
[14]. Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἀνοιχτά χαρτιά, Ἀστερίας, Ἀθήνα 1974, σσ. 250, 257.
[15]. Ὅ.π., σ. 398.
[16]. Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, πρῶτος τόμος, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1981, σ. 167

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη το 1967 -



Γράφει  ο Μάνος Ορφανουδάκης
Πηγή: www.musicpaper.gr


alkis-alkaios1


Το musicpaper.gr  παρουσιάζει ένα εξαιρετικής σημασίας ντοκουμέντο που ίσως ρίξει λίγο φως στην πιο αινιγματική στιχουργική φυσιογνωμία της ελληνικής δισκογραφίας τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος για τον Άλκη Αλκαίο και την διάλεξή του το 1967 με θέμα τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Αφορμή της διάλεξης ήταν η άρνηση των θρησκευτικών αρχών της Πρέβεζας να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. Τίτλος της διάλεξης: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε». Παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον Ιανουάριο του 1967 στην Πάργα. Αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο και αποτελεί το πρώτο του έργο, που το υπέγραψε με το πραγματικό του όνομα: Ευάγγελος Λιαρός. «Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή.» μας πληροφορεί ο ίδιος σε απόσπασμα από σημείωμά του το οποίο διαβάστηκε τον Ιανουάριο του 2012 στην εκδήλωση βράβευσής του, από τον Σύλλογο Παργινών Αθήνας, στην Αθήνα. Στην αρχή της εισαγωγής μάς αναφέρει την καταφρόνηση που δέχτηκε ο Καρυωτάκης, παίρνοντας ξεκάθαρα αντίθετη θέση ο ίδιος. Φωτογραφίζει την αρνητική κριτική του Βασίλη Ρώτα, η οποία δημοσιεύθηκε όσο ζούσε ακόμα ο ποιητής, τον Φεβρουάριο του 1928 στα Ελληνικά γράμματα. Κριτική, η οποία με χαρακτηριστικές φράσεις όπως «ο τρόπος που θρηνολογεί είχε τη νοστιμάδα του, σαν το αναφιλητό που πιάνει γι' ασήμαντη αφορμή ένα μωρό παιδί» αναφερόμενος στη δεύτερη συλλογή του, Νηπενθή (1921) ή «ο «πόνος» του έχει γίνει τώρα τρόπος ζωής», μιλώντας για την τελευταία του συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927), ο Ρώτας προαναγγέλλει όλες σχεδόν τις «κοινωνικές» επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν αργότερα από στενή ιστορικό-υλιστική σκοπιά, όπως παρατήρησε ο καθηγητής φιλολογίας και επιμελητής του έργου του Καρυωτάκη, Γ.Π. Σαββίδης. Η εισαγωγή της διάλεξης μπορεί να χαρακτηριστεί σαν το προσωπικό μανιφέστο του ίδιου του 'Αλκη Αλκαίου. Σαράντα σχεδόν χρόνια πριν και, σκιαγραφώντας το ποιητικό και όχι μόνο πρόσωπο του Κώστα Καρυωτάκη, ο Αλκαίος ανακοινώνει τον δρόμο που θα βαδίσει και ο ίδιος. Κι αν ο αναγνώστης του 1967 θα το αναγνώριζε δύσκολα, για τον σημερινό μελετητή του έργου του κάτι τέτοιο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Μεταδίδοντας το φως που «έκαψε» τον Καρυωτάκη, «κινώντας την προσοχή των ανήσυχων και αφυπνίζοντας αποδειχτικά τους αδιάφορους, αναγκαστικά θα οδηγηθεί στον δρόμο που ακολουθεί ο φιλόσοφος-ποιητής. Σαν τέτοιος έχει αναπόφευκτα μέσα του μια μεγαλοφυή, απεριόριστη και φοβερή ικανότητα για πόνο "καθώς η μοίρα του τον θέλει να αναλάβει ολόκληρη την προβληματολογία για την ανθρώπινη ζωή σαν καθάριο προσωπικό πόνο και να κατοικήσει στην κόλαση", όπως πολύ εύστοχα έγραψε ένας σύγχρονος του Καρυωτάκη, ο μεγάλος στοχαστής νομπελίστας Έρμαν Έσσε στο βιβλίο του "Ο λύκος της στέπας" το 1927. 

alkaios-gia-karywtaki
Είναι αξιοσημείωτο, πως στα σαράντα σχεδόν χρόνια της συνεχούς παρουσίας του στην ελληνική δισκογραφία με μεγάλη πολιτισμική προσφορά και, έχοντας διαμορφώσει πια ένα ολόκληρο στιχουργικό ρεύμα, δεν έχει δώσει ούτε μία συνέντευξη και δεν έχει κάνει καμία δημόσια εμφάνιση. Κι αν για κάποιους η στάση του αυτή παραμένει ένα μυστήριο, χαρακτηρίζοντάς την ακόμα και καλλιτεχνική ιδιοτροπία, ο ποιητής έχει φροντίσει από το πρώτο κιόλας βήμα, του να δηλώσει τους λόγους ξεκάθαρα. Μάς γνωρίζει τον λόγο της απόλυτης στάσης του σε οποιαδήποτε δημόσια έκθεση. Αναφέρει πως "Τον καλλιτέχνη, είναι καλό, πρώτα να τον κρίνουμε από το έργο που μας άφησε κι ύστερα να ενδιαφερθούμε για τον κύκλο της ζωής του". Συμφωνεί και με την άποψη του Β.Βαρίκα πως «Όταν κανένας γεύεται τον ώριμο καρπό του δέντρου, θα ήταν κωμικό να προσφεύγει στην ανάλυση εδάφους, που το διέθρεψε. Το ίδιο άχρηστη και περιττή είναι και η γνώμη της ιδιωτικής ζωής του συγγραφέα, προκειμένου να χαρούμε και να εκτιμήσουμε την προσφορά του». Το ντοκουμέντο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού καταδεικνύει τη μοναδική συνέπεια στην πιστή τήρηση των αρχών, που ως νέος πρέσβευε, όταν σε ολόκληρο τον καλλιτεχνικό χώρο -και ιδιαίτερα στα πνευματικά ταβάνια του- δύσκολα θα βρούμε καλλιτέχνη, ο οποίος δεν έχει κάνει υποχωρήσεις, εκπτώσεις και γκρίζες συναναστροφές με οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα. Ακολουθεί απόσπασμα από τη διάλεξη: "Στην πρόσφατη λογοτεχνική μας παράδοση και την ίδια τη σύγχρονη, δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται μορφές του ποιητικού λόγου, που κάθε μια, με το δικό της τρόπο, επιτηδευμένο κι ανεπιτήδευτο, βάζει το λιθάρι της Νεοελληνικής ποιητικής ανοικοδόμησης. Κι όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες μας, αν ρίξουμε έστω και μια φευγάτη ματιά στη σειρά των ποιητών και τη χρονολογική τοποθέτησή τους στη γραμματεία μας, θα σταματήσουμε, σχεδόν χωρίς καθόλου να το επιθυμούμε, στην πιο απελπισμένη ποιητική ψυχή του 20ου αιώνα, μέσα στον Ελλαδικό χώρο, που καθιερώθηκε πια, και θα μείνει άσβεστη, πικρά ειλικρινής κι αληθινά παραδεδεγμένη, απ’ όλους εκείνους, που όταν κρίνουν τους ποιητές, δεν παύουν να σκέφτονται σαν ποιητές. Ο Κώστας Καρυωτάκης — τι κι αν καταφρονήθηκε — έγινε η πραγματική βάση, πάνω στην οποία ερείδεται, απ’ άκρη σχεδόν σ’ άκρη, η σύγχρονη ποίηση και η σύγχρονη ιδέα. Όχι γιατί το λέμε εμείς. Όχι γιατί το λέει ο κριτικός ή μια μερίδα απ’ τους ειδήμονες. Αλλά για τον απλούστατο λόγο, ότι μονάχο το έργο του μιλάει. Κι ο Ουγκώ μάς πληροφορεί, πως μονάχα η φωνή των ειλικρινών και των μεγάλων, είναι καθάρια και πειστική. Και πρόθεσή μας δεν είναι να στολίσουμε τη φωνή του, αφού αυτόχρημα έχει πια διαμορφωθεί. Μόνο που, από ευγενικά αισθήματα και νεανική επιθυμία, και το σπουδαιότερο από προθέσεις πνευματικής και ανθρώπινης κατανόησης, φτιαγμένες μαζί, θελήσαμε, αύτη τη φωνή, στο πέρασμα του χρόνου, να την ξαναδυναμώσουμε, κινώντας την προσοχή των ανήσυχων και αφυπνίζοντας αποδειχτικά τούς αδιάφορους." 
* Διαβάστε ολόκληρη τη διάλεξη στο poiein.gr όπου και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ:  -

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

" Η πληγή είναι η πηγή της ποίησης "


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

1896 - 1928 





Η ποιητική του φυσιογνωμία


  • Ο ποιητής της  αμφισβήτησης και της υπαρξιακής αγωνίας

  • Εκφράζει τη συνείδηση του σύγχρονου καλλιτέχνη  ο οποίος απομακρύνεται από την καθησυχαστική σταθερότητα της παραδοσιακής κοινωνίας και έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή ιδεολογική , κοινωνική και πολιτική κρίση.



  • Κεντρικά θέματα στην ποίησή του : η διάσταση τέχνης και κοινωνίας αλλά και ο ρόλος του ποιητή στο σύγχρονο κόσμο. Σχεδόν μόνιμη σύζευξη του ερωτικού συναισθήματος ή της αισθησιακής εμπειρίας  με το μοτίβο του θανάτου και της απώλειας.

  • Ανοίγει δρόμο προς τη νεωτερικότητα διαταράσσοντας τη μετρική αρμονία και τη γλωσσική καθαρότητα του στίχου

  • Ποιητικός τόνος μελαγχολικός, ειρωνικός, οργισμένος που ατενίζει φιλοσοφικά τον κόσμο και τους ανθρώπους.

  • Ποίηση ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας

  • Παρελθοντικοί χρόνοι  που εκφράζουν  την  ανάγκη  του για βιωματική  κατάθεση και επιμονή στη νοσταλγία  μιας   κατάστασης ευτυχίας που έχει πια περάσει και μόνο λύπη και μελαγχολία φέρνει πια. Αυτό είναι , βέβαια, εκφραστική επιλογή  όλων των ποιητών του μετασυμβολισμού, Λαπαθιώτη, Άγρα, Ουράνη κλπ .



ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων ( 1919) 


 Νοσταλγικός τόνος, τρυφερή μελαγχολία, ανεπαίσθητος αισθησιασμός.
 Εκφράζεται η αμφιθυμία του απέναντι στον έρωτα. Σκέφτεται ακόμη την πρώτη του αγάπη,  που τελείωσε άδοξα ,  την Άννα Σκορδύλη και αυτό διαφαίνεται στα ποιήματα της συλλογής. Για τον ποιητή όλοι οι έρωτες έχουν ημερομηνία λήξεως. 

 Το ποίημα « Μυγδαλιά», μια τρυφερή και θλιμμένη αλληγορία  διευρύνει την προοπτική των ερωτικών του ποιημάτων

Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω

πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.


Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει

κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...

Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·

όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...






Στο ποίημα « Νύχτα», στην τελευταία στροφή, το πάρκο των ερωτικών συναντήσεων μετατρέπεται σε κοιμητήρι χαμένων ερώτων

Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε

αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι

σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει

χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους

κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες

τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε

οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι

το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.






Νηπενθή ( 1921 )

Ο τίτλος παραπέμπει στο ομηρικό «νηπενθές φάρμακον» ( Οδύσσεια, δ 221)

Τα ποιήματα της συλλογής αποσκοπούν, μάταια, να παρηγορήσουν τον ποιητή  για το πένθος της χαμένης αγάπης αλλά και για το βαθύ τραύμα της ύπαρξης. Θέματα  του ονείρου, της απώλειας, της φθοράς, το αίσθημα της νοσταλγίας και η σκιά της μελαγχολίας διατρέχουν τα ποιήματα της συλλογής .

Ο Μπωντλαίρ και  ο Πόε  φαίνεται να έχουν επηρεάσει σημαντικά τον Καρυωτάκη στη συλλογή αυτή. Ο ποιητής συντονίζεται  με το μπωντλαιρικό αίσθημα του πεπερασμένου, με το άγχος και την αγωνία του τέλους  που σημαδεύουν  την ερωτική σχέση , αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ποιητή.

Αρκετά ποιήματα της συλλογής  έχουν ως θέμα τους την ποίηση και τους ποιητές. Χαρακτηριστικά   τα  επτά ποιήματα  με τον γενικότερο , οξύμωρο ,  τίτλο    « πληγωμένοι θεοί», που μιλούν για τη μοίρα των ποιητών αλλά και  ορίζουν την ποίηση. Οι ποιητές καταφρονεμένοι, πληγωμένοι, ευάλωτοι ,τρωτοί ,βρίσκονται σ΄αυτό τον κόσμο αντιμέτωποι με ένα σύστημα αξιών όπου κυριαρχούν η φαύλη εξουσία, το χρήμα και η αναξιοκρατία .Ό,τι απομένει σ΄αυτούς για να τους δένει μ΄αυτόν τον κόσμο είναι η λύπη και ο πόνος , τα υλικά  με τα οποία «κατασκευάζουν» την ποίησή τους , μετουσιώνοντας τον πόνο σε τραγούδι που παλεύει να ξορκίσει το Κακό. «Αυτή η πληγή δεν κλείνει , ούτε μπορεί να κλείσει ,γιατί είναι η πηγή της ποίησης»
( Πολλά από αυτά  θα μπορούσαν να μελετηθούν παράλληλα με την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»  που διδάσκουμε στη Β΄Λυκείου )

Πληγωμένοι θεοί


Ποιητές



Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!

Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν





                                                                         Οι στίχοι μου



Δικά μου οι στίχοι, απ' το αίμα μου, παιδιά.

Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.

Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό,

αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο.
Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ,
ζώνη ναν τα 'χουν όταν θα νυχτώσω.

Τον ουρανόν ορίζουν, τη γη.

Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τι λείπει
και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοι
μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη

Το γέλιο του απαλότερου σκοπού,

το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου·
είμαι γι' αυτούς ανίδεος ρήγας που
έχασε την αγάπη του λαού του.

Κει ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ

δεν παύουνε σιγά-σιγά να κλαίνε.
Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ·
Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε



                                                             
                                                                              Δον Κιχώτες


Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη

του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων

αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα

στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι

ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!



                                                                                    Ευγένεια



Κάνε τον πόνο σου άρπα.

Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πέ τονε τραγούδι.

Μη δέσεις την πληγή σου

παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
-- για μπάλσαμο -- και αφιόνια.
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου, πορφύρα.

Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»

μα κράτα το ποτήρι.
Κλότσα τις ημέρες σου όντας
θα σου 'ναι πανηγύρι.
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
με λέγε το γελώντας.

Κάνε τον πόνο σου άρπα.

Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου.





Το 1922 είναι μια χρονιά που θα σημαδέψει τον Κώστα Καρυωτάκη. Θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη στα πληκτικά γραφεία της Νομαρχίας Αττικής όπου μετατέθηκε ο ποιητής . Γεννιέται  ένας έρωτας μεγάλος , ο οποίος όμως θα ματαιωθεί  όταν τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο ποιητής μαθαίνει πως πάσχει από σύφιλη, μια ανίατη στην εποχή της ασθένεια, η οποία τον στιγμάτισε και τον οδήγησε στην αποξένωση.
Έχει αποφασίσει να πορευτεί μόνος του στη ζωή και «απομακρύνεται» από την Πολυδούρη.

Το Σεπτέμβρη του 1922 δημοσιεύει  το ποίημα «Δέντρα» , αφιερωμένο στην Πολυδούρη και δείχνοντας  ξεκάθαρα πως έχει αποφασίσει να πορευτεί  μόνος στη  ζωή του


Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,

στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.

Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,

τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.

Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω

τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.





Ελεγεία και Σάτιρες ( 1927 )



Μια συλλογή - σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, που ο ποιητής αποτυπώνει με ευαισθησία και ωριμότητα το αίσθημα της μοναξιάς, της αποξένωσης του ανθρώπου μέσα στο  σύγχρονο κόσμο. Ο έρωτας ιχνηλατείται μέσα από την απουσία του και η υπαρξιακή αγωνία διαπερνά όλα τα ποιήματα της συλλογής.

Η διάσταση τέχνης και κοινωνίας και ο ρόλος του ποιητή στο σύγχρονο κόσμο απασχολούν τον ποιητή και μέσα από τα ποιήματα  της συλλογής αυτής καταθέτει την οργισμένη απόγνωσή του.

 Η αστική υποκρισία και  ο αλλοτριωμένος άνθρωπος ,που απασχόλησαν τον Κ.Μπωντλαίρ στα Άνθη του Κακού,  αποτυπώνονται αιχμηρά και από τον Κώστα Καρυωτάκη στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες.


Τελευταίο ταξίδι 

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!

Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!



[ Θέλω να φύγω πια]



Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,

σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε

έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,

στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη

χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.





Ιδανικοί αυτόχειρες



Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν

τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.

Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε

τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,

σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,

ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..



Επίκλησις



Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.

Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ' απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.

Δωσ' μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!

Θα καταβάλω όλη τη θέλησή μου.
Σα μορφασμό θα πάρω στη μορφή μου
τη χαρά που στα στήθη έχουν οι άλλοι.

Και τότε κάποια πρόφαση θα μείνει

(σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη),
η ψυχή για να μη δειλιά μονάχη
και για να λησμονεί τη σκέψη εκείνη.

Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο,

ή τη γαλήνη, θέλω ν' αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξε με, ω Νύχτα αιώνων!



Το 1928 κατηγορήθηκε για διαρροή πληροφοριών προς τον τύπο · πληροφοριών που αφορούσαν τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος που προοριζόταν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ακολούθησε η τιμωρητική μετάθεσή του στην Πρέβεζα , τον Ιούνιο του 1928.
     Ο ποιητής ζει εκεί με συσσωρευμένες απογοητεύσεις , με τη μόνιμη απειλή της αρρώστιας του και κυρίως με μειωμένες ψυχικές αντιστάσεις. Έτσι στις 21 Ιουλίου 1928 αυτοκτονεί, φυτεύοντας μια σφαίρα στην καρδιά του και αφήνοντας πίσω του το ακόλουθο σημείωμα:

Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγῳδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι᾿ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ᾖρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές !!! εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέσῃ τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδὸς Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν᾿ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὠρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου.

Κι  ο ασυμβίβαστος ποιητής «λικνίζοντας την αιώνια θλίψη» του και «σέρνοντας την αιώνια πληγή» του πέρασε στην αθανασία που χαρίζει η αληθινή Ποίηση.




ΠΗΓΕΣ


  • Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ.Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης.εκδ.Καστανιώτης
  •  Χ.Ντουνιά, Κώστας Καρυωτάκης, Με τ΄όνειρο  οι ψυχές και με το πάθος , από το αφιέρωμα της εφημερίδας Καθημερινή
  • Νάσος Βαγενάς, Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη, εκδ.Ίνδικτος
  • Σπύρος Βρεττός, Κώστας Καρυωτάκης, Το εγκώμιο της φυγής, εκδ.Γαβριηκίδης 2006
  • Αφιερώματα περιοδικών: Το Δέντρο 175-176,  Νέα Εστία 1655