Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΚΙΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΟΚΙΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Tι είναι Duende? Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα



με την αρμύρα του πελάγου κολλημένη κάτω από τις φτερούγες
σε ταξιδεύω
και έχει μιαν άλλη γεύση η φυγή
σαν το γαλάζιο ντύνομαι κι απλώνω…
Φωτογραφίες: Μιχαέλα Φωτιάδου
 Ποίηση: Ελισσάβετ Χαρταβέλλα

«Ντουέντε» (Ρόλος και Θεωρία) [*] 

« (…)  Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβύρινθους δηλητήριου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας.  (…)
Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ΄ έναν άλλο τραγουδιστή: «Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε».
Σ΄ ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ΄ το βράχο του Χαέν μέχρι το όστρακο του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει  ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως.  (…) Η γριά τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπαχ: «Όλε! Αυτό έχει ντουέντε».Όμως ο Γκλουκ, ο Μπραμς κ ο Νταριύς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι ο Μανουέλ Τόρρες,που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ΄ ό,τι σ΄ οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το «Νοκτούρνο ντελ Χενεραλίφε», είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: «Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει Ντουέντε». Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια.  (…)
Αυτοί οι «μαύροι ήχοι» είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ΄ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για  «μαύρους ήχους» και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε «μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ».
Έτσι το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα  κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα, να λέει: «Το ντουέντε  δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών». Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας.
Αυτή η «μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ», είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές  του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν΄ αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη Διονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδάει μια σεγγιρίγια.  (…)
Όχι . Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο.  (…)
Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα΄ λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ΄ ένα ντουέντε. Όχι μ΄ έναν άγγελο όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα.. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου.
Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο Άγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο Άγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο Άγιος  Γαβριήλ.
Ο άγγελος μπορεί  να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε  περισσότερο απ΄ το να  
πετάξει ανάλαφρα  πάνω απ΄ το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει.  (…)
Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει. Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει κι εξαντλείται τόσο γρήγορα – την είδα δυο φορές – αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο.  (…)
Ο άγγελος και η μούσα έρχονται απ΄ έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ΄ αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε,όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια τα κύτταρα του αίματος.
Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δέκατου όγδοου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.
Η αληθινή μάχη είναι με το ντουέντε.  (…)
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια.  (…)
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος ντουέντε. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια.
Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε  μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούριο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό.
Σ΄ όλους τους αραβικούς χορούς και τα΄ αραβικά τραγούδια η παρουσία του ντουέντε γίνεται δεκτή με κραυγές: « Αλά! Αλά!», « Θεέ! Θεέ!», που δε διαφέρει πολύ από το ΄Ολε της  ταυρομαχίας. Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του ντουέντε χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή «Βίβα Ντιός!» , « Ζήτω ο Θεός!», μια βαθιά, ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με το Θεό μέσα απ΄ τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε,που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ΄ αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ΄ τους επτά κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του δέκατου έβδομου αιώνα Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του.
Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νοιώσουν όλοι την επίδρασή της – οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νοιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για  πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια, σ΄ ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια.  (…) Ανάμεσα σε μούσες και  αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει –  και νίκησε.
Όλες οι Τέχνες μπορούν να΄ χουν ντουέντε. Το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική,στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό – είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν.
Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσειςπου γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα.  (…)
Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι «μαύροι ήχοι» του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – «μαύροι ήχοι» που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία.
Κυρίες και Κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε.
Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο.
Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ.
Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα τωννιογέννητων πραγμάτων».

Άνοιξη, 1930

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

[*] Διάλεξη που έδωσε ο Ισπανός ποιητής στο σπίτι των φοιτητών στη Μαδρίτη, την Άνοιξη του 1930. [Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Ντουέντε» (Ρόλος και Θεωρία), μετάφραση Ολυμπία Καράγιωργα, Εκδόσεις βιβλιοπωλείου «Εστία», 19993]. Επιμέλεια επιλογής και σύνδεσης αποσπασμάτων: Χάρη Αλεξάκη και Ολυμπία Καράγιωργα 

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Βοσκοπούλα και Don Juan του Byron



http://www.gutenberg.org/files/21700/21700-h/21700-h.htm


του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη 
αναδημοσίευση από τον ΕΡΑΝΙΣΤΗ

Σ 
  ΤΑ 1938 Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΤΗΣ D. C. Hesseling (1859-1941) δημοσιεύει ένα άρθρο το οποίο πραγματεύεται την επιρροή που άσκησε η κρητική Βοσκοπούλα σε ένα επεισόδιο του Don Juan του Byron.
 Κατά τον Hesseling η επιρροή αυτή είναι σημαντική, όσο και προφανής. Παραθέτω το επίμαχο απόσπασμα:
«Το ποίημα λέγεται Η ωραία Βοσκοπούλα. Η παλιότερη έκδοση (Βενετία,1627) έφτασε σε μας σ’ ένα μόνο αντίτυπο. Το ποίημα ήταν ωστόσο γνωστό στην Κρήτη και πριν από το 1627. Εμείς δεν θα επικεντρωθούμε στο γεγονός πως το ποίημα ήταν γνωστό στον Κοραή (1749-1833), τον Σολωμό (1798-1857), και τους δύο σύγχρονους του Byron, αλλά κυρίως στο ότι ο Κανελλάκης μπορούσε ακόμη και το 1890 να το καταγράψει στο σύνολό του, ακούγοντάς το στη Χίο από το στόμα μιας γερασμένης αγρότισσας, η οποία δεν γνώριζε ανάγνωση. Επομένως, η αγρότισσα γνώρισε τη Βοσκοπούλα μέσα από την προφορική παράδοση. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Pernot ανακάλυψε το 1910 στη Χίο μια άλλη (αποσπασματική) παραλλαγή· αυτή τη φορά σε έκταση 73 στίχων. Το τραγούδι, δημιουργημένο στην Κρήτη, έγινε, λοιπόν, παρ’ όλες τις αποκλίσεις από την κρητική διάλεκτο, κτήμα ολόκληρης της Ελλάδας· και αυτός, ίσως, να είναι ο λόγος που ο Byron το έμαθε αν και ο ίδιος δεν επισκέφθηκε ποτέ την Κρήτη.
Ποια είναι λοιπόν τα κοινά στοιχεία στο σκηνικό και στα δραματικά πρόσωπα, ανάμεσα στο κρητικό βουκολικό ποίημα και το ειδύλλιο του Don Juan; Και στα δύο κείμενα διαβάζουμε πως σ’ ένα ελληνικό νησί μια νεαρή κοπέλα βρίσκει, κοντά στη σπηλιά της, έναν όμορφο λιπόθυμο νεαρό. Η κοπέλα, που στο κείμενο του Byron έχει τη βοήθεια μιας υπηρέτριας, επαναφέρει τον νεαρό στις αισθήσεις του. Και στα δύο ποιήματα λείπει, για κάποιο διάστημα, ο μοναδικός συγγενής της κοπέλας· ο πατέρας. Κάτι άλλο που συμβαίνει και στις δύο περιπτώσεις: η σπηλιά, με όλες τις ανέσεις της, γίνεται, αφού έχει αναρρώσει ο νεαρός, το νυφικό κρεβάτι των εραστών. Η ευτυχία τους διαρκεί για μερικές εβδομάδες, αλλά το ειδύλλιο φτάνει στο τέλος του· διαδικασία που στις λεπτομέρειες διαφέρει στα δύο κείμενα, αλλά στην ουσία της είναι η ίδια. Ο πατέρας της Haidee, άλλοτε ψαράς, άλλοτε άρπαγας, άλλοτε πειρατής και δουλέμπορος, γυρίζει στο σπίτι του και ξαφνιάζει την κόρη του και τον εραστή της [τον Don Juan], οι οποίοι γλεντούν στο όμορφό του σπίτι (η σπηλιά εδώ λειτουργεί ως εξοχικό σπίτι. Κάτι που στις μέρες μας, αλλά και στα μετακλασικά ελληνικά, ονομάζεται ‘‘πύργος’’). Ο Don Juan, τελικά, συλλαμβάνεται και μεταφέρεται με ένα πλοίο σε δουλοπάζαρο.
Ο πατέρας της Εύμορφης Βοσκοπούλας είναι ένας τελείως διαφορετικός τύπος άντρα, σε σύγκριση με τον βυρωνικό Λάμπρο, τον πατέρα της Haidee. Πρόκειται για έναν βοσκό, ο οποίος είχε φύγει ώστε να μαζέψει πέτρες για την κατασκευή μιας μάντρας για το κοπάδι του. Πριν γυρίσει ο πατέρας, ο νεαρός βοσκός είχε ήδη φύγει, με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε σ’ έναν μήνα, όταν ο πατέρας της βοσκοπούλας θα έλειπε ξανά. Ο νεαρός ωστόσο αρρωσταίνει και καταφέρνει εντέλει να επισκεφθεί τη βοσκοπούλα μετά από δύο μήνες· όταν όμως καταφτάνει στη σπηλιά συναντά μονάχα τον λυπημένο πατέρα. Εκείνος του εκμυστηρεύεται πως η κόρη του τού είχε γνωστοποιήσει τον ‘‘γάμο’’ τους και τον είχε παρακαλέσει να ενημερώσει τον νεαρό της σύζυγο πως εκείνη έχασε τις δυνάμεις της, καταβεβλημένη από την απουσία του. Παρόμοιο είναι, επίσης, το τέλος της Χάιντε (Don Juan, Canto IV, stanza 69): αφού ο αγαπημένος της μεταφέρθηκε, εκείνη χάνει τα λογικά της. Δώδεκα μέρες και νύχτες έφθινε μέχρι να αφήσει την τελευταία της ανάσα.
Εύκολα γίνεται κατανοητό τι παρέλειψε ή άλλαξε ο Byron στο τραγούδι: ο νεαρός άντρας από το ποιμενικό ποίημα είναι ένας βοσκός με όλα τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής μόδας που εγκαθίδρυσε ο Guarini (1538-1612). Λιποθυμά, επειδή η ωραία νεαρή έκρυβε Έρωτες στα μάτια της, οι οποίοι τόξευσαν τα βέλη τους σ’ αυτόν και ‘‘έσπασαν την καρδιά του σε τρία κομμάτια’’. Ο νεαρός αναρρώνει γρήγορα και απευθύνεται στην όμορφη βοσκοπούλα με λόγια αγάπης και πόθου. Επειδή διαι-σθάνεται πως θα υπάρξει θετική ανταπόκριση, φροντίζει η ένωσή τους να γίνει με τρόπο νόμιμο. Όταν κατευθύνονται ‘‘χέρι-χέρι’’ (πβ. Don Juan,Canto II, stanza 184 με τους στ. 135-136 του ποιμενικού ποιήματος) στη σπηλιά, τυλίγει γρήγορα βάγια και κατασκευάζει δύο δακτυλίδια, τα οποία και ανταλλάσσει με τη νύφη του.
Ο πομπώδης και αφελής συναισθηματισμός της λιποθυμίας, λόγω του κεραυνοβόλου έρωτα, δεν ταίριαζε στον Byron, ούτε του άρεσε η επικύρωση μιας νεαρής αγάπης μέσω ενός εκκλησιαστικού συμβόλου (πβ. Don Juan, Canto II, stanza 190). Μάλλον δεν του ταίριαζε και η υπόσχεση του νεαρού βοσκού στον πεθερό του: να ζήσει, δηλαδή, από δω
και πέρα, μόνος του, χωρίς φλογέρα, χωρίς κοπάδι και να περιπλανηθεί ρακένδυτος, έχοντας μαζί του μόνο ένα άσπρο αρνάκι, ως ενθύμιο της αγαπημένης του.
Επίσης ο Byron δεν συμφωνεί, όπως φαίνεται, με το τέλος του ποιμενικού ποιήματος. Αν εξετάσουμε συνολικά τον Don Juan προκύπτει το εξής: οι άντρες, όσο και αν πληγώνονται, μένουν στη ζωή, ενώ οι γυναίκες είναι αυτές που πεθαίνουν. ‘‘Σε όλες τις ερωτικές σχέσεις που δεν ευδοκιμούν, οι γυναίκες είναι τα θύματα και εκείνες που τελικά υποφέρουν’’. Έτσι έκρινε ο Byron, όπως έγραψε στην όμορφη στροφή 192-197 του πρώτου άσματος· την επιστολή της Julia. Αυτά πίστευε ο άντρας εκείνος, παρά τον έκλυτο βίο του, με την άγρια, μα και ευγενική καρδιά.
Τέλος, στις δύο στροφές (Canto IV, στ. 72-73) που κλείνουν το επεισόδιο, ο Byron εξηγεί ότι το νησί της Haidee έχει πλέον εγκαταλειφθεί πλήρως. Παρ’ όλα αυτά, η αγάπη της συνεχίζει να ζει σ’ ένα τραγούδι. Η αρχή αυτής της δεύτερης στροφής είναι: ‘‘But many a Greek maid in a loving song, Sighs o’er her name’’. Μήπως ο ποιητής σκέφτηκε το τραγούδι που τον ενέπνευσε για τη σύνθεση του μεγαλύτερού του άσματος για την αγάπη;»
Η άποψη του Hesseling, αναφορικά με την επιρροή που άσκησε η Βοσκοπούλα στον Byron, υιοθετείται και από τον Κ. Θ. Δημαρά στα 1962..

Ακόμα και ο Στυλιανός Αλεξίου στην «Εισαγωγή» της έκδοσης του κρητικού ποιμενικού ειδυλλίου κάνει λόγο για «μακρινή απήχηση» της Βοσκοπούλας στον Don Juan, ένα σχόλιο η σκοτεινή γενικότητα του οποίου τελικά εγείρει ακόμα περισσότερο τις υποψίες για το κατά πόσο το ποιμενικό ειδύλλιο άσκησε επιρροή στον βυρωνικό Don Juan. Τέλος, η Αθηνά Γεωργαντά γράφει πως η απήχηση της Βοσκοπούλας «κατασταλάζει» στον Don Juan.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως με τη σειρά και ας στρέψουμε το βλέμμα μας στη συλλογιστική του Hesseling: σε πρώτο επίπεδο, ο Hesseling αναφέρεται στη Βοσκοπούλα με τον όρο «τραγούδι». Είναι η προφορική διάδοση του κρητικού ειδυλλίου που αποτελεί το θεμέλιο της συλλογιστικής του, κάτι που θα εξεταστεί στο δεύτερο σκέλος της εργασίας.
Σε δεύτερο επίπεδο ο Hesseling προβαίνει σε μία παράθεση συγκλίσεων και διαφορών μεταξύ των δύο ποιημάτων. Αριθμώ τα κυριότερα σημεία σύγκλισης ανάμεσα στα δύο ποιήματα, που επισημαίνει ο Hesseling, και στη συνέχεια ακολουθεί σχολιασμός στα αντίστοιχα σημεία:
1. Τα δύο ποιήματα διαδραματίζονται σε ένα νησί.
2. Η λιποθυμία των δύο εραστών.
3. Η ύπαρξη σπηλιάς και τα κοινά μοτίβα: Ο Αλεξίου είναι εκείνος που παραθέτει στην «Εισαγωγή» του στίχους από το Canto II, stanza 115, όπου και γίνεται η αναφορά στη σπηλιά της βυρωνικής Haidee. O Hesseling θεωρεί επίσης πως ο πρώτος στίχος από το Canto II, stanza 184 απηχεί τον στίχο 135 της Βοσκοπούλας.

Ο χώρος της Βοσκοπούλας κάθε άλλο παρά συγκεκριμένος είναι. Πρόκειται απλώς για την τυπική και αχρονική βουκολική ευτοπία, έτσι όπως καλλιεργήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε από το είδος της βουκολικής ποίησης ανά τους αιώνες. Ο άγνωστος ποιητής του ειδυλλίου, βέβαια, προσθέτει την προσωπική του πινελιά στη ζωηρή περιγραφή του σπηλαίου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας πιο ρεαλιστικής περιγραφής.
Η BancroftMarcus, για παράδειγμα, μιλά για «ωραίες περιγραφές της κρητικής υπαίθρου», αν και θεωρώ μια τέτοια παρατήρηση υπερβολική.
Το κρητικό ποίημα, όπως έχει τονιστεί πολλές φορές,10 είναι ένα λόγιο και «απολύτως έντεχνο»11 δημιούργημα που ανήκει στην παράδοση της ιταλικής αρκαδικής μανιέρας και φυσικά δεν σχετίζεται με ηθογραφικού περιεχομένου περιγραφές της κρητικής υπαίθρου. Ο άγνωστος ποιητής της Βοσκοπούλας, σαν ένας άλλος Κορνάρος, έχει μαθητεύσει στα έργα της Ιταλικής Αναγέννησης και η Βοσκοπούλα αποτελεί νόμιμο «παιδί» αυτής της γόνιμης σχέσης μεταξύ ενός δυνατού ποιητή, με ανεπτυγμένο το προσωπικό αισθητήριο, και της ιταλικής αρκαδικής ποίησης στην Αναγέννηση.
Τι είναι λοιπόν αυτό που σπρώχνει τον Hesseling να διατυπώσει τη θέση πως το ειδύλλιο διαδραματίζεται σε νησί; Μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα επικρατούσε η άποψη πως η ιστορία της Βοσκοπούλας είναι ιστορία πραγματική, που διαδραματίστηκε κάποτε στην Κρήτη.
Ο Σάθας γράφει στον Legrand στα 1869: «Φαίνεται, ότι ο εν τη Βοσκοπούλα περιγραφόμενος έρως, και παραφροσύνη του δυστυχούς βοσκού αληθώς συνέβησαν. Το δε ρωμαντικόν τούτο επεισόδιον, συνταράξαν την νήσον Κρήτην, εγένετο υπόθεσις πολλών ποιημάτων, ως λέγει εν τέλει ο Δριμυτικός, θεωρών ωραιότερον πάντων
το εδικόν του.»12
Το συγκεκριμένο απόσπασμα αναπαράγεται και στο «Προοίμιο» της πρώτης έκδοσης του έργου από τον Legrand (1869).13 Η καλπάζουσα φαντασία του Σάθα μοιάζει να παρερμήνευσε τον επίλογο του Δρυμητινού,14 όπου υποστηρίζεται η ύπαρξη πολλών χειρογράφων και παραλλαγών του ειδυλλίου. Η ρομαντική φιλολογική προσέγγιση του Σάθα, επομένως και του Legrand –ο Σάθας είναι εκείνος που τροφοδοτούσε με πληροφορίες σχετικές με το κρητικό ειδύλλιο τον γάλλο βιβλιογράφο–, ευθύνεται για την καλλιέργεια του μύθου περί της αληθινής ιστορίας που υποτίθεται κρύβεται πίσω από τη Βοσκοπούλα και η οποία διαδραματίστηκε κάποτε στην Κρήτη.
Η ρομαντική φιλολογική πρόσληψη της Βοσκοπούλας από τους Σάθα, Legrand, Pernot υιοθετήθηκε, όπως ήταν φυσικό,15 και από τον Hesseling. Σημειώνει στην Ιστορία του πως η Βοσκοπούλα είναι «non point une simple fiction, mais un événement véridique».16
Οι παραπάνω μελετητές στηρίχτηκαν στη μεγάλη προφορική διάδοση της Βοσκοπούλας.17
 Όπως είδαμε, όταν ο Hesseling αναφέρεται στο κρητικό ειδύλλιο στη μελέτη του, κάνει λόγο για «τραγούδι». Η Βοσκοπούλα τοποθετήθηκε στο πεδίο των δημοτικών τραγουδιών, όπου οι δοξασίες περί αληθοφάνειας και αντιστοιχίας τραγουδιών με πραγματικά συμβάντα ανθούν. Κάπως έτσι νομίζω ότι καλλιεργήθηκε η αντίληψη πως η ιστορία της Βοσκοπούλας όντως διαδραματίστηκε στην Κρήτη.

Από την άλλη, το επεισόδιο της Haidee όντως λαμβάνει χώρα σε ένα μικρό νησί, κάπου στις Κυκλάδες, το οποίο δεν κατονομάζεται. Για τον Hesseling λοιπόν και τα δύο ποιήματα διαδραματίζονται σε νησιά. Στο μικρό αυτό νησί των Κυκλάδων ξεβράζεται ο Don Juan λιπόθυμος στην παραλία μετά από ναυάγιο.

2. Αυτό το περιστατικό μάς φέρνει αντιμέτωπους με τη δεύτερη υποτιθέμενη σύγκλιση μεταξύ των δύο ποιημάτων. Στο κρητικό ειδύλλιο ο βοσκός λιποθυμά στη θέα της «πανώριας» βοσκοπούλας –η ελαφρότητα κι η υπερβολή της μανιέρας του μπαρόκ– ενώ στο canto II (stanza 108-109 και 112) ο Don Juan ξεβράζεται σχεδόν λιπόθυμος στην ακτή, αφού έχει ναυαγήσει και τραυματιστεί, και το πρώτο πράγμα που αντικρίζει, όντας
ακόμα ημιλιπόθυμος, είναι η παρουσία της όμορφης Haidee:

Ξέπνοος εδώ, με νύχια που σκάβουν να γαντζώνονται
 με βία στην άμμο, μην τυχόν και το αντιμάμαλο,
 από τον διστακτικό βρυχηθμό του οποίου συνθλίβεται η ζωή του,
τον ρουφήξει πίσω ξανά στον αχόρταγο τάφο της θάλασσας […].

Και όταν άνοιγε τα μάτια, εκείνα έκλειναν, για να ανοίξουνε ξανά
διότι τα πάντα εδώ αμφιβολία και ζάλη […]
και αυτά τα μάτια που ήταν τρικυμία, θολά διέκριναν
ένα πανέμορφο πρόσωπο κοριτσιού μόλις δεκαεπτά χρονών.18


Δεν νομίζω πως μπορεί να γίνει λόγος για ομοιότητα μεταξύ των δύο καταστάσεων. Επιπρόσθετα, η Haidee όχι μόνο δεν είναι βοσκοπούλα, αλλά ανακαλύπτει τον Don Juan στην ακτή μαζί με μία άλλη γυναίκα, την τροφό της.

3. Το τελευταίο επιχείρημα του Hesseling αφορά την κοινή χρήση της «σπηλιάς» στα δύο ποιήματα, αλλά και σε δύο παρόμοιους στίχους. Η «σπηλιά» στη βουκολική ποίηση είναι η τυπική κατοικία των βοσκών.

Πρόκειται για ένα κλασικό μοτίβο, που απαντάται σε όλη την ποιμενική ποιητική παραγωγή και αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό της μανιέρας του βουκολικού σκηνικού, οπότε το κρητικό ειδύλλιο καθίσταται συνεπές απέναντι στην παράδοση του είδους στο οποίο ανήκει.
Από την άλλη, η Haidee κατοικεί στη σπηλιά, διότι ο πατέρας της, ο Λάμπρος,19 είναι,
κατά βάση, πειρατής και άρπαγας. Η σπηλιά στο μικρό κυκλαδονήσι, όπου και κατοικεί, αποτελεί το άντρο του και το ορμητήριό του. Ο Byron, λοιπόν, είναι και αυτός συνεπής απέναντι στην τυπολογία της πειρατικής ζωής, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στη λογοτεχνία, οπότε δεν θεωρώ πως οι δύο «σπηλιές», τα δύο αυτά «μυθιστορηματικά σπίτια» μπορούν να ταυτιστούν ή έστω να συσχετιστούν.
Συνεχίζοντας, ο Hesseling θεωρεί πως ο στίχος του Byron: «Έτσι λοιπόν κινήσανε εμπρός και χέρι χέρι, […]» (canto II, stanza 184, σ. 211) απηχεί τους στίχους της Βοσκοπούλας: τα χέρια ενούς τ’ αλλού μας εκρατούμα, πασίχαροι τη στράτα επορπατούμα (στ. 135-136, 69). Φυσικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για κάποια απήχηση ή χρήση του κρητικού διστίχου από τον Byron, καθώς πρόκειται ξεκάθαρα για «κοινό τόπο» της ερωτικής λογοτεχνίας: οι δύο ερωτευμένοι που περπατούν χέρι χέρι.
Παραθέτοντας και τους υπόλοιπους στίχους του Byron, γίνεται ξεκάθαρο πως το σκηνικό ανάμεσα στα δύο ποιήματα διαφέρει σε μεγάλο βαθμό:

Έτσι λοιπόν κινήσανε εμπρός και χέρι χέρι,
Πάνω στα βότσαλα που γυάλιζαν και στα κοχύλια,
Γλιστρούσαν στην μαλακή ή στην σκληρυμένη άμμο
Και στα διαβρωμένα σπήλαια τα άγρια
Δουλεμένα από τις καταιγίδες, μα σμιλεμένα λες και από χέρι τεχνίτη
Σε αυτά τα δωμάτια των σπηλιών, με τις κρυσταλλένιες οροφές […]
Που μέσα τους βαθιά παραδινόταν η μαβιά γοητεία του λυκόφωτος.20
(canto II, stanza 184, σ. 211)


Ο Byron έχει στήσει ένα τυπικό ρομαντικό σκηνικό: η θάλασσα και η αμμουδιά, η οποία προηγουμένως λίγο έλειψε να γίνει ο τάφος του Don Juan, έχει καταστεί πλέον ερωτικό σκηνικό, λουσμένο, φυσικά, από το θλιμμένο φως του ηλιοβασιλέματος αλλά και περικυκλωμένο από τις επιβλητικές σπηλιές της ακροθαλασσιάς. Η χαρμολύπη του έρωτα και η ματαιότητά του εκφρασμένη ως γάμος ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο·
ένας έρωτας, ο χαρακτήρας του οποίου είναι άρρηκτα δεμένος με έναν εξωτερικό φυσικό κόσμο και ο οποίος παρουσιάζεται με τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί δέος. Οι παραπάνω στίχοι αποκαλύπτουν ένα τυπικό βυρωνικό και ρομαντικό σκηνικό, το οποίο δεν μπορεί να παραλληλιστεί με την αρκαδική ευτοπία της Βοσκοπούλας.
Η παρερμηνεία λοιπόν του Hesseling είναι τόσο προφανής, που μας αναγκάζει να προβούμε σε άλλα ερωτήματα, τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ μιαν απλή ανασκευή, όπως αυτή που επιχείρησα να κάνω παραπάνω.
Αυτό που θέλω να τονίσω εδώ είναι όχι τόσο η άστοχη σύγκριση των δύο ποιημάτων και η ανύπαρκτη διακειμενική τους σχέση, όσο να εστιάσω στον λόγο που ανάγκασε τον γερμανό φιλόλογο να στρέψει το βλέμμα του στη Βοσκοπούλα. Πιστεύω πως ο Hesseling πλανήθηκε διότι μεταχειρίστηκε τη Βοσκοπούλα σαν δημοτικό τραγούδι, καθώς τον απασχόλησε αποκλειστικά η διάδοσή της και η λειτουργία της, όταν την αντιπαρέβαλε
με τα επίμαχα cantos από τον Don Juan του Byron.
Το ερώτημα είναι γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Η απάντηση έχει δύο σκέλη· πρώτα το ειδικότερο, που αφορά τον Byron: ο Byron ήδη στο Childe Harold έχει αποπειραθεί να μεταφράσει ένα «ρωμαίικο τραγούδι» («Romaic song» γράφει), του οποίου μονάχα τους δύο πρώτους στίχους μεταγράφει στα ελληνικά: Μπενώ μες στο περιβόλι | Ωραιότατη Χαηδή.21
Το τραγούδι δεν ήταν γνωστό μέχρι το 1943, όταν το ζεύγος Halsted B. Vander Poel παρέδωσε το χειρόγραφο που το έσωζε στη βιβλιοθήκη του Yale.22
Το ελληνικό τραγούδι δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα 1945. 23
και, όπως είχε παρατηρήσει κι ο Αλέξης Πολίτης, δεν πρόκειται για δημοτικό αλλά για «αστικό» τραγούδι.24 Ο Byron σημειώνει πως το τραγούδι αυτό ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στις γυναίκες όλων των τάξεων στην Αθήνα και τραγουδιόταν συχνά στους «χορούς» που διοργάνωνε η καλή κοινωνία των Αθηνών.25
Ο Byron ονομάζει Haidee την ηρωίδα στο επεισόδιο του Don Juan που εξετάζουμε, επηρεασμένος από το τραγούδι αυτό.26 

 Μεταγράφω το τραγούδι σε σύγχρονη ορθογραφία, καθώς η φωνητική ορθογραφία και ο ανορθόδοξος χωρισμός των λέξεων –καταγράφτηκε για να τραγουδηθεί άλλωστε– στην έκδοση Dawson Raubitschek το καθιστά δυσανάγνωστο:

μπαίνω μες στο περιβόλι ωραιότατη Χαϊδή
όπε μάζευε τα ρόδα και τ’ άνθη κάθε αυγή
όπε μάζευε τα ρόδα και τ’ άνθη κάθε αυγή
σε περικαλώ ω κόρη με φρόνησιν πολλήν
η γλώσσα μου η καημένη δυο λόγια να σου πει 5
και η κόρη που ήτον άξια και φρόνιμη πολύ
κόβει και μου χαρίζει μια λεμονιάς κλαδί
κόβει και μου χαρίζει μια λεμονιάς κλαδί
και εγώ από την πίκρα μου λουλούδια δεν θα ιδώ
παρά την πικροδάφνη για να την εμασώ 10
παρά την πικροδάφνη για να την εμασώ
και αλήθεια η πικροδάφνη είναι πολλά πικρά
είναι και πλουμισμένη είναι και ροδαργιά
είναι και πλουμισμένη είναι και ροδαργιά
ανοίξετε τες πόρτες του άδου τα κλειδιά 15
να μπει η αγαπημένη η δόλια μου η καρδιά
να μπει η αγαπημένη η δόλια μου η καρδιά
και αυτά τα δυο σου μάτια δυο σαϊτιάς μου δώσαν
τα μέλη μου επληγώσαν τα σπλάχνα μου κερά
τα μέλη μου επληγώσαν τα σπλάχνα μου κερά 20
μα πες μου το φως μου ως πότε έχω να περιορίζω
και να τα βασανίζω τα σπλάχνα μου για σεν’
και να τα βασανίζω τα σπλάχνα μου για σεν’.

Άλλωστε, ο Byron έχει περισώσει κι άλλα τραγούδια, ξανά στο Childe Harold,27 και η σχέση
που είχε αναπτύξει με αυτά μπορεί να χαρακτηριστεί από τη συνειρμική χρήση προσωπικών βιωμάτων στην ποιητική του παραγωγή. Ακόμα και ο στενός κύκλος του Byron (είτε αυτός περιλαμβάνει τους λόγιους φίλους, είτε απλώς τις εφήμερες ερωτικές του παρέες) ευθύνεται για την αντιγραφή ελληνικών τραγουδιών για χατίρι του άγγλου ποιητή.28 Τα ελληνικά τραγούδια για τον Byron είναι απόσταγμα βιωματικής εμπειρίας –βόλτες και τραγούδια με όμορφες νεαρές Ελληνίδες και νεαρούς– και κατόπιν βρίσκουν το δρόμο τους στα ποιήματά του (ας μην ξεχνάμε πως ο Byron είναι και ο ίδιος, τρόπον τινά κι εξαντλώντας κάθε αυστηρότητα, ένας «ρομαντικός ήρωας»).

--------------------------------------------------


Από εδώ να ευχαριστήσω τον Στέφανο Κακλαμάνη και τον Μανόλη Φραγκίσκο, οι οποίοι πρώτοι ανέγνωσαν το κείμενο και με τις παρατηρήσεις τους βελτίωσαν την αρχική του μορφή.
1. Για τον βίο και το έργο του βλ. Hubert Pernot, Notice Biographique sur D. C. Hesseling (15 Jullet 1859-6 Avril 1941), Nederlandsche Akademie van Wetenschappen, 1940-1941.
2. Μπεργαδής. Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα, επιμ. Στυλιανός Αλεξίου, Αθήνα 21998, όπου θα γίνονται στο εξής οι παραπομπές.
3. Κωνσταντίνος Ν. Κανελλάκης, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήνα 1890 (φωτοαν. έκδ.«Χίος Ημερολόγιο» 1983), σ. 113-118.
4. Βλ. H. Pernot, Le poème crétois de la Belle Bergère, Paris 1913 (ανάτ. από Mélanges offerts
5. D. C. Hesseling, «Byron en een Nieuwgrieks Volklied», Neophilologus 23 (1938), 147-149. Η μετάφραση από τα ολλανδικά πραγματοποιήθηκε με την καθοριστική βοήθεια του συνάδελφου Bart Soethaert, τον οποίον κι από εδώ ευχαριστώ θερμά. Οποιοδήποτε σφάλμα βαραίνει αποκλειστικά εμένα.
6 . Κ. Θ. Δημαράς, «Σημείωμα για τη Βοσκοπούλα», Φροντίσματα. Α΄ Μέρος. Από την Αναγέννηση στον Διαφωτισμό, Αθήνα 1962, σ. 27, όπου και κάνει λόγο για
. «εύστοχη παρατήρηση του Hesseling». Χρόνια πριν ο Λευτέρης Αλεξίου, ο οποίος είχε εκδώσει τη Βοσκοπούλα –μια προβληματική έκδοση που κατακρίθηκε έντονα– αποδέχεται κι αυτός τις απόψεις του Hesseling σχετικά με την επίδραση της Βο-σκοπούλας στον Don Juan. Βλ. συγκεκριμένα «Ο Byron κι ένα νεοελληνικό δημοτικό
τραγούδι», Το Κάστρο 5 (Ηράκλειο 1938), 30-31.
7. Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής..., ό.π., σ. 58.
8. Αθηνά Γεωργαντά, Αιών Βυρωνομανής. Ο κόσμος του Byron και η νέα ελληνική ποίηση, Αθήνα 1992, σ. 126.
 9. Rosemary BancroftMarcus, «Ποιμενικό δράμα και ειδύλλιο», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, Ηράκλειο 21999, σ. 121.
10. Βλ. για παράδειγμα Κ. Θ. Δημαράς, «Η Βοσκοπούλα», Σύμμικτα Α΄. Από την παιδεία στην λογοτεχνία, επιμ. Αλέξης Πολίτης, Αθήνα 2000, σ. 31.
11. Rosemary Bancroft–Marcus, «Ποιμενικό δράμα...», ό.π., σ. 121.
12. Βλ. Γιάννης Παπακώστας, Ο Émile Legrand και η Ελληνική Βιβλιογρα-
φία, Αθήνα 2011, σ. 223.
13. Βλ. Émile Legrand, «Προοίμιον της πρώτης εκδόσεως», La belle bergèreParis 1900, σ. 8, όπου και ανατυπώνεται το «Προοίμιο» της πρώτης έκδοσης του 1869.
 14. Ο Νικόλαος Δρυμητινός (και όχι Δρυμητικός, όπως είχε αποδοθεί λανθασμένα το όνομά του από τη φιλολογία του 19ου αιώνα) υπήρξε ο «επιμελητής» της πρώτης έκ-δοσης της Βοσκοπούλας, δηλαδή εκείνος που διάλεξε το καλύτερο χειρόγραφο προς έκδοση, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου στον επίλογο του ποιήματος. Μέχρι και τα χρόνια του Ξανθουδίδη είχε επικρατήσει η άποψη πως ο Δρυμητινός υπήρξε ο συγγραφέας ή διασκευαστής του ειδυλλίου. Βλ. Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Μπεργαδής..., ό.π., σ. 55-56.
15. Ο Hesseling συνεργαζόταν με τον Pernot, τον μαθητή και «συνεχιστή» του έργου του Legrand. Επίσης ο Pernot είχε γράψει και τη βιογραφία του φίλου του Hesseling (βλ. παραπάνω σημ. 1), οπότε ο Hesseling γνώρισε καλά τη Βοσκοπούλα μέσα από τις εκδόσεις του Legrand.
16. D. C. Hesseling, Histoire de la littérature grecque moderne, μτφρ. Hubert
PernotParis 1924, σ. 7.
17. Για την εκτενή βιβλιογραφία σχετικά με την προφορική διάδοση της Βοσκοπούλας, αλλά και της Κρητικής Λογοτεχνίας εν γένει, βλ. Αλέξης Πολίτης, «Ερωτόκριτος και προφορική παράδοση», Ζητήματα ποιητικής στον Ερωτόκριτο, επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης, Ηράκλειο 2006, σ. 395-411· GMSifakis, «Homeric Survivals in the Medieval and Modern Greek Folksong Tradition», Greece and RomeSecond Series, τ. 39, αρ. 2 (Οκτ. 1992), 154, σημ. 12· Αλέξης Πολίτης, «Το βιβλίο μέσο παραγωγής της προφορικής γνώσης. Δυσκολίες και προβληματισμοί γύρω από το θέμα», Το βιβλίο στις προβιομηχανικές κοινωνίες. Πρακτικά Α΄ διεθνούς συμποσίου του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ, Αθήνα 1982, σ. 276-277,
σημ. 2 και Ε. Ι. Δουλγεράκης, «Ανέκδοτοι δημοτικαί παραλλαγαί της Ερωφίλης και
της Βοσκοπούλας», Κρητικά Χρονικά 10 (1956), 241-272.
 18. Για τα cantos I και ΙΙ χρησιμοποίησα την έκδοση του 1819, καθώς είναι προσιτή εύκολα μέσω του διαδικτύου: Don JuanA New Edition, London 1819. Δική μου απόδοση στο: There, breathless, with his digging nails he clung | Fast to the sand, lest the returning wave, | From whose reluctant roar his life he wrung, | Should suck him back to her insatiate grave […]His eyes he open’d, shut, again unclosed, |
For all was doubt and dizziness […] And slowly by his | swimming eyes was seen | A
lovely female face of seventeen (σ. 173 και 175).
19. Σχετικά με την επιλογή του ονόματος «Λάμπρος», αλλά και με τον χαρακτήρα του βυρωνικού «Λάμπρου» στον Don Juan βλ. τις εξαιρετικές παρατηρήσεις της Αθηνάς Γεωργαντά, Αιών Βυρωνομανής..., ό.π., σ. 121-126.
20. Απόδοση δική μου στο: And thus they wander’d forth, and hand in hand,
| Over the shining pebbles and the shells, | Glided along the smooth and harden’d
sand, | And in the worn and wild receptacles | Work’d by the storms, yet work’d as it
were plann’d | In hollow halls, with sparry roofs and cells […] | Yielded to the deep
twilight’s purple charm.
21. Lord Byron, Childe Harold’s Pilgrimage. A RomauntSecond EditionLondon 1812, σ. 226, έκδοση η οποία είναι προσβάσιμη στο διαδίκτυο.
22. Για την περιπέτεια του χφ βλ. C. M. Dawson, A. E. Raubitschek, «A Greek Folksong copied for Lord Byron», Hesperia 1 (Ιαν.-Μάρτ. 1945), 33-57.
23. Ό.π., σ. 37. Βλ. και σ. 38-39 για τη μετάφραση του Byron στο τραγούδι αυτό.