Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

"Ο Φιλαράκος",Γκυ Ντε Μωπασάν



γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου*


                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


Οι ζωρζντυρουάδες.(Κι εμείς;)




Στις εικόνες κάτω βλέπουμε μια ξενόγλωσση έκδοση και τρεις από τις ως τώρα ελληνικές(από τις εκδόσεις Καλέντη σε μετάφραση Φώντα Κονδύλη,τις εκδόσεις Γκοβόστη σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου και τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου σε μετάφραση Χάρη Μικόγλου). Επιτρέψτε μου να μην κάνω κανένα σχόλιο για τις ελληνικές.Βέβαια αν και προτιμώ μια απ΄αυτές δεν έχει σημασία να πω ποια και γιατί,επειδή το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Μωπασσάν,είτε ταλαιπωρείται από τους μεταφραστές είτε όχι, παραμένει δραματικά και πολύ ενοχλητικά επίκαιρος(την χαριστική βολή την δίνει το Χόλυγουντ που τον κάνει σαχλαμάρα φιλμ και τον τσακίζει απογυμνώνοντάς τον από την όποια πολιτική πινελιά θέλησε να δώσει,συνειδητά πιστεύω,στην χειμαρρώδη ιστορία του). 







Το μυθιστόρημα αυτό του άτακτου Γάλλου γραμμένο το 1885, που θεωρείται το καλύτερό του είναι ενδιαφέρον, νοηματικά ξεκάθαρο, ωραία, γραμμικά και στρωτά γραμμένο, ευκολοδιάβαστο από όλο το κοινό, διασκεδαστικό, διανθισμένο με λεπτεπίλεπτο χιούμορ και τεχνικώς δομημένο άρτια, κλασικά (μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και μπόλικο ζουμί/δια ταύτα), με φιλοσοφημένη ειρωνεία που δεν παρασύρει σε διατύπωση μανιφέστων της στιγμής, ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς.
Το πιο εντυπωσιακό του επομένως χαρακτηριστικό; Η διαχρονικότητά του. Αν ας πούμε σε ένα απόσπασμα -από τα πολλά που προσφέρονται- δεν διαβάσει ο αναγνώστης τα ονόματα που αναφέρονται κάνοντας σε έναν άλλον ανάγνωση χωρίς αυτός να ξέρει τι και ποιου συγγραφέα το απόσπασμα ακούει, τότε θα θεωρήσει ότι του διαβάζουν ένα τσουχτερό κείμενο της εποχής μας για την διαφθορά της πολιτικής και του τύπου και όχι μόνο και στην θέση των ονομάτων-εφημερίδων, πολιτικών κτλ- ειλικρινά δεν θα ξέρει ποιο από την σκαιότατη δική του επικαιρότητα να πρωτοδιαλέξει να βάλει!
 


                                     « Bel-Ami », illustration de Ferdinand Bac, 
Librairie Paul Ollendorff, 1894 





Στα οπισθόφυλλα  των ελληνικών εκδόσεων διαβάζουμε:

  • Ο Ζορζ Ντυρουά είναι σιδηροδρομικός υπάλληλος στο Παρίσι. Μια μέρα συναντά τυχαία έναν παλιό του φίλο από τον στρατό και αυτό είναι η αρχή της κοινωνικής του ανέλιξης. Γίνεται συντάκτης σε εφημερίδα και αναρριχάται με εφόδια την τέχνη της σαγήνης και την αμείλικτη εκμετάλλευση των γνωριμιών.Φιλαράκος είναι το παρωνύμιο που του προσδίδει η κόρη μιας από τις ερωμένες του και τον ακολουθεί στα σαλόνια των κοσμικών κυριών, όπου γράφεται η ιστορία της Γαλλίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο γιος φτωχών ταβερνιάρηδων από τη Νορμανδία θα αποκτήσει δόξα και χρήματα χάρη στην έλλειψη κάθε ηθικού φραγμού.
  • Απεικόνιση της κοινωνικοπολιτικής ζωής και των ηθών στη Γαλλία, στις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Αποτελεί μια τοιχογραφία εκπληκτικής τέχνης στην αποτύπωση σκηνών και χαρακτήρων, αλλά και τέτοιας πυκνότητας, ώστε να προκαλεί το θαυμασμό του αναγνώστη η δεξιοτεχνία του συγγραφέα στο ανάγλυφο ξεχώρισμα νοοτροπιών και συμπεριφορών μέσα στο συνωστισμό πλήθους ανθρώπων και των πεπραγμένων τους. Επικεφαλής όλων φυσικά βρίσκεται ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος Ζορζ Ντιρουά, ο Φιλαράκος δηλαδή, όπως τον επονόμασε μία από τις ερωμένες του, αυτός ο αδίσταχτος αριβίστας, που χρησιμοποιεί τα ταλέντα του, με πρώτο το ταλέντο του στον έρωτα, για να αποκτήσει χρήματα, φήμη και δύναμη στην παρισινή πραγματικότητα της Belle Epoque. Είναι μια προσωπικότητα που δεν γνωρίζει ηθικούς φραγμούς στην επιδίωξη των σκοπών της -μια προσωπικότητα-προφήτισσα του αριβισμού της δικής μας εποχής, που πάει να μονοπωλήσει τη μέχρι λατρείας αφοσίωσή μας...
  • Ο "Φιλαράκος" γράφτηκε όταν ο Γκυ ντε Μωπασσάν βρισκόταν στο απόγειο της συγγραφικής του τέχνης. Είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα αποπλάνησης, ίντριγκας και αθέμιτης κοινωνικής αναρρίχησης την περίοδο της belle epoque του Παρισιού. Ο Ζωρζ Ντυρουά, ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας ξοφλημένος δημοσιογράφος και πρώην υπαξιωματικός των Ουσσάρων με ταπεινή καταγωγή, ο οποίος με δόλια μέσα και συνάπτοντας σχέσεις με ισχυρές και ευκατάστατες γυναίκες καταφέρνει να αναρριχηθεί στην κορυφή της παριζιάνικης κοινωνίας. Mε τη γοητεία και τους αβρούς τρόπους του εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των άλλων προς ίδιον όφελος - προδίδοντας ακόμη και τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του με αυταπάρνηση. Δημοσιευμένο το 1885, "Ο φιλαράκος" δεν είναι μόνο ένα γλαφυρό πορτραίτο τής τότε φαντεζί, αλλά διεφθαρμένης και παρηκμασμένης, παριζιάνικης κοινωνίας, είναι επιπλέον μια συγκλονιστική σύγχρονη έκθεση για την καταστροφική δύναμη των αχαλίνωτων φιλοδοξιών, της εξουσίας και του σεξ. Σε σχέση με τους Γάλλους νατουραλιστές, οι χαρακτήρες του Μωπασσάν είναι πολύ πιο αληθοφανείς και πολύπλοκοι. Ο "Φιλαράκος", το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημά του, είναι άκρως απολαυστικό. Οι αναλογίες του σήμερα με τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο είναι αδιαμφισβήτητες. Σκάνδαλα, πολιτικές ραδιουργίες και σεξ παρουσιάζονται με κυνικό πεσιμισμό, που ωστόσο ισορροπεί ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ και την περιγραφή των μικρών απολαύσεων της ζωής.

Έτσι ακριβώς. Ο Ζωρζ Ντυρουά,όμορφος νεαρός,γιος φτωχών ταβερνιάρηδων της Νορμανδίας του 19ου αιώνα, στο πρώτο αφειδώλευτο γυρισματάκι της μοίρας προς την μεριά του διακρίνει αμέσως την μισάνοιχτη πόρτα που θα τον οδηγήσει στο χρήμα και δεν κάθεται να το πολυσκεφτεί.
Τα γουργουρητά του άδειου στομαχιού του τον αποτρέπουν-κι ας έκανε αλλιώς αν του βάσταγε, όσους έκαναν τους ήρωες τους έφαγε η μαρμάγκα και το ξέρει πολύ καλά-να έχει οποιοδήποτε ηθικό δίλημμα περί ανταλλαγμάτων. Αν δεν τα δώσει εγκαίρως, υπηρεσίες πες τα σε τελική βρε αδερφέ, θα παραμείνει φτωχός και πεινάλας και τι θα καταλάβει, θα βρεθούν άλλοι να τον υπερσκελίσουν, από όμορφους και ατσίδες άλλο τίποτα η πολύβουη πόλη του Παρισιού στην οποία ήρθε κι αυτός να βρει την τύχη του. Έτσι την κατάλληλη στιγμή χώνεται κι εκείνος, χωρίς πολλά πολλά, στο σύστημα. Ποιο ακριβώς; Ποιων συγκυριών και εποχών; Δεν βαριέστε! Όποιο καταλαβαίνει ο αναγνώστης του Μωπασσάν ο παλιός και ο τωρινός ως τέτοιο, κι ο καθένας μας κι ας το πει επιτέλους όπως θέλει, μέσα του είμαστε όλοι βαθιά χωμένοι ό,τι και να λέμε γι αυτό.
Δεν έκλεισε δα ποτέ και σε κανέναν η Ειμαρμένη το μάτι παιχνιδιάρικα δείχνοντάς του τις φωτεινές σπηλιές ασκητικής και εγκράτειας των σοφών πατέρων αλλά  τα σαλόνια των ξεσκολισμένων κι έμπειρων κοσμικών κυρίων και κυριών που δεν λένε ποτέ όχι σε μια καλή διασκέδαση και μια συναλλαγή με αμφίδρομα οικονομικά οφέλη (κι όσο για τον έρωτα, ποιος τον χέζει, υπάρχουν τόσες διαθέσιμες αρσενικές και θηλυκές πόρνες) και τα γραφεία των εξωνημένων εφημερίδων-καναλιών σήμερα -που δεν λένε ποτέ όχι στα μπικικίνια βαφτίζοντας τις πράξεις εκείνων που τους τα φέρνουν ανάπτυξη, ελεύθερη αγορά και φυσικά δημοκρατία κι όλα τα γνωστά και μεγαλόστομα, αυτά που λένε το ίδιο ανερυθρίαστα και οι σημερινοί ισχυροί δια των πολιτικών τους υπαλλήλων στην ήθελές τα και παθές τα πολιτισμένη κοινωνία της εποχής μας.

Η κοινωνία. Οι πολίτες. Ο λαός. Οι ζωρζντυρουάδες. Εμείς δηλαδή, εμείς. Πότε δούλοι πότε αφεντικά, ανθρωπάκια ταγμένα σε λυσσαλέο ανταγωνισμό που δεν είμαστε καλύτεροι από τους ηγέτες που εκλέγουμε και τάχα βρίζουμε καθώς το μόνο που μας καίει-ε, μα τι, εμείς και τα "μορφωμένα" παιδιά μας θα βάλουμε την κεφάλα μας στον πάγκο του χασάπη για ν΄ αλλάξουμε έναν σάπιο κόσμο που πρωτύτερα δεν τον άλλαξαν άλλοι κι άλλοι; -είναι να γίνουμε βεζίρηδες στην θέση των βεζίρηδων και γι αυτό κοιτάμε την δουλίτσα μας και στέλνουμε χωρίς δισταγμό τούς κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν- δική μας και  δική τους, ένα και το αυτό- στην εξουσία να κάνουν την κεντρική σκατοδουλειά και εκείνοι χωρίς αναστολές αρχίζουν το αλισβερίσι και αναλόγως ψηφίζουν και καταψηφίζουν τροπολογίες και νόμους και προϋπολογισμούς και προέδρους και ό,τι άλλο χρειαστεί για το γενικότερο καλό.
Και του λόγου μας, ο λαός, είμαστε διαχρονικά -το καταλαβαίνουμε άλλη μια φορά διαβάζοντας το βιβλίο του Μωπασσάν που δεν έχει νόημα να το βάλουμε στο φιλολογικό μικροσκόπιο και να πούμε είναι αυτό, δεν είναι ετούτο, εδώ κάνει το ένα, εκεί καταφεύγει στο άλλο κτλ κτλ -ένα μάτσο από ανεπιβεβαίωτους κι ανασφαλείς βλάκες που παριστάνουμε τους έξυπνους ενώ ψοφάμε και από ζωρζντυρουάδες που επιβιώνουν όταν η ελίτ της μασαμπούκας πέσει στην δίαιτα με τα ξένα κόλλυβα φυσικά (ανάρρωση πληρωμένη από τον ανώνυμο λαό για να συνεχίσει αυτή καλύτερα όταν έρθει πάλι η ώρα έχοντας μοιράσει στο μεταξύ τα ψίχουλα και τα κοκαλάκια, που περίσσευαν από το φαγοπότι της στους  ζωρζντυρουάδες), αναλώσιμα, ετερόφωτα και μιμητικά ανθρωπάκια όλοι, τίποτα μεμπτόν-αλίμονο-που θέλουμε κι εμείς να φάμε, να πιούμε και να πηδήξουμε ο ένας τον άλλον κυριολεκτικά και μεταφορικά, τίποτα το περίεργο, ίσα ίσα ζηλευτό και κατακυρωμένο σαν κοινωνική προκοπή, αυτήν που βλέπουμε τους ταγούς μας και τους πιο ξύπνιους από τους υπηρέτες τους να πετυχαίνουν μια χαρά από καταβολής πολιτισμένου κόσμου.

Κυρίες και κύριοι,(οι) μάγκες δεν υπάρχουν πια.Έφταιγαν δεν έφταιγαν,ήταν δεν ήταν κάλπικοι (κι αυτοί) ξέροντας μόνο να τάζουν,ό,τι και να ήταν,πάει,τέλος,τους πάτησε το τραίνο,αυτό που επιδέξια οδηγούν οι απανταχού ζωρζντυρουάδες,αφεντικότεροι (!) των αφεντικών τους.


-----------------------------

*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

"Η Πισίνα" του ΣΠΥΡΟΥ ΓΛΥΚΑ



επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


«Pool III», Aleksandra Honko


Η Πισίνα

Είχε πολλή ζέστη μέσα στ’ αποδυτήρια του κολυμβητηρίου. Μια γυναίκα προσπαθούσε να βολέψει τα μακριά μαύρα μαλλιά της μέσα στο κόκκινο σκουφάκι από σιλικόνη. Πάντα την εντυπωσίαζε το γεγονός ότι λίγα λεπτά μετά την είσοδό της στις εγκαταστάσεις, τη στιγμή που ξεκινούσε να βγάζει ένα ένα τα ρούχα της έκαναν την εμφάνισή τους σταγόνες ιδρώτα κι ας είχε μόλις αφήσει πίσω της ένα ακόμα υγρό και παγωμένο απόγευμα. Έκανε την ίδια διαδρομή πεζή τρεις φορές την βδομάδα.

Απ’ το σπίτι της περπατούσε με γρήγορο βήμα για επτά λεπτά μέχρι την είσοδο του αθλητικού κέντρου. Πόσο δύσκολο ήταν το χειμώνα να πείσει τον εαυτό της ύστερα από μια κοπιαστική μέρα στο κομμωτήριο να συνεχίσει για μια ακόμη ώρα κουνώντας χέρια και πόδια, συγχρονισμένη όσο της επέτρεπε η φυσική της κατάσταση, τυλιγμένη στο χλώριο. Μια παιδική μυρωδιά αυτό το τελευταίο, όχι μόνο μυρωδιά αλλά και γεύση. Τότε που τα καλοκαίρια πριν τις διακοπές πήγαινε με τους γονείς της για να συναντήσει τις φίλες της στην πισίνα της γειτονιάς. Κι έκαναν μακροβούτια από τη μια άκρη στην άλλη να δουν ποια θα αντέξει να βγει τελευταία, εκεί ανάμεσα στ’ αγόρια που με τη σειρά τους έκαναν βουτιές από τους ψηλούς βατήρες για να εντυπωσιάσουν.

Το χλώριο, η μικρή λιμνούλα με το παγωμένο νερό μετά τα ντους, λίγο πριν βγει τυλιγμένη με το μπουρνούζι, η κόκκινη σανίδα που τοποθετούσε μπροστά της για να γυμνάσει τα πόδια της. Το λευκό-γαλάζιο σωσιβιάκι που έβαζε ανάμεσα στις γάμπες της για να ακινητοποιεί τα πόδια και να γυμνάζει το πάνω μέρος του κορμού. Το τελετουργικό της εισόδου στο νερό: τώρα, γύριζε με την πλάτη στο υγρό στοιχείο που κυμάτιζε ελαφρά κάτω απ’ τους ξεθυμασμένους προβολείς και ξεκινούσε την κάθοδο αφού πρώτα δοκίμαζε με τα δάκτυλα του αριστερού της ποδιού τη θερμοκρασία για παν ενδεχόμενο. Τα μπλε πλαστικά γυαλάκια που έπιαναν σαν βεντούζες γύρω απ’ τα μάτια της και η έναρξη της προπόνησης. Σαράντα πηγαινέλα.

Από τη στιγμή που έβγαινε απ’ το κομμωτήριο μέχρι να ξεκινήσει τις απλωτές το μυαλό της έσβηνε την ορθοστασία, την φλυαρία των πελατών, τις παρατηρήσεις του αφεντικού της και τις απεικονίσεις του ειδώλου της στον καθρέφτη με τα σύνεργα της δουλειάς ανά χείρας. Την κούραζε αφάνταστα αυτή η εικόνα. Όσο κι  αν ο χρόνος ήταν καλός μαζί της θεωρούσε το παρουσιαστικό της τόσο συνηθισμένο, προβλέψιμο, βαρετό. Απ’ την άλλη δεν μπορούσε εύκολα να ξεφύγει απ’ τη μορφή που έκανε τα ίδια απέναντί της, σαν να την κοροϊδεύει. Είχε πελάτισσες τις οποίες δεν κοιτούσε συνέχεια, είτε γιατί τις ενοχλούσε και της έκαναν παρατήρηση, είτε γιατί η ίδια δε μπορούσε να ασχολείται με τις εκφράσεις απαξίωσης που πολλές φορές ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό τους. Κι έτσι έριχνε ματιές στον καθρέφτη, το βλέμμα της έπεφτε πάνω στο δικό της και έπειτα δραπέτευε σε άλλα σημεία του χώρου.  Και πιο πολύ σε μια πρασιά που βρισκόταν πίσω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα.  Εκεί που έβγαινε για τσιγάρο ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης.

Κατέβηκε σιγά-σιγά τη σκαλίτσα νοιώθοντας να την αγκαλιάζει το νερό μέχρι το λαιμό, σαν να θέλει να την πνίξει από αγάπη. Έκανε ένα ακόμη έλεγχο στο σκουφάκι της και στα γυαλάκια, κοίταξε μπροστά για να δει αν κάποιος ερχόταν απ’ την αντίθετη πλευρά προς το μέρος της και ξεκίνησε. Ένα ασημί σκουφάκι μπαινόβγαινε λίγο μετά το προσωρινό τέλος των εικοσιπέντε μέτρων, θα το συναντούσε σε λίγο στο μέσον περίπου της διαδρομής. Πρέπει να ήταν άντρας σκέφτηκε γιατί ο κυματισμός που προέκυπτε απ’ την προσπάθειά του  εκατέρωθεν του κορμιού του πρόδιδε μέγεθος και δύναμη. Άπλωσε το αριστερό της χέρι μπροστά, το κορμί της τεντώθηκε, τα δάχτυλα των ποδιών της κόλλησαν μεταξύ τους και το κεφάλι γύρισε στο πλάι με το στόμα να ανοίγει διάπλατα ρουφώντας βιαστικά τον αέρα σαν να φοβόταν μήπως εισέλθει μαζί με την αόρατη μάζα που θα κατέληγε στα πνευμόνια και την κοιλιά, το δυσάρεστο μίγμα χλωρίου-νερού.
Η γυναίκα κοίταξε τα γαλάζια πλακάκια, ακολούθησε για λίγο τη μαύρη γραμμή που την κυνηγούσε απ’ την αρχή και θα την συνόδευε καθ’ όλη τη διάρκεια της προπόνησης και έβγαλε το κεφάλι απ’ τη δεξιά πλευρά αυτή τη φορά για να πάρει ανάσα. Τα πλακάκια ξαναφάνηκαν. Κοίταξε στ’ αριστερά και είδε το ασημί σκουφάκι να βρίσκεται σχεδόν δίπλα της. Σύντομα τα πρώτα εικοσιπέντε μέτρα θα είχαν καλυφθεί και η γυναίκα θα σταθεροποιούσε την ταχύτητά της. Οι μυς στα χέρια και στα πόδια της θα μαλάκωναν και τα ερεθίσματα απ’ το οικείο περιβάλλον της πισίνας δε θα αρκούσαν για να διατηρήσουν την προσοχή της μακριά απ’ τα γεγονότα της ημέρας, κάποιας ημέρας, κάποιας στιγμής. Για το μόνο που έπρεπε να προσέχει ήταν το μέτρημα. Σαράντα πηγαινέλα. Κι αυτό όμως δεν το χρειαζόταν. Γνώριζε ότι μια ώρα κολύμβηση ισοδυναμούσε για τα δικά της δεδομένα μ’ αυτή την απόσταση.

Έκανε τη στροφή και ξεκίνησε για το δεύτερο εικοσιπεντάρι. Καθώς κουνούσε τα χέρια της ένιωθε ένα ψαλίδι να δουλεύει στα δάκτυλά της και να κόβει αφέλιες σε ένα κοκκινομάλλικο κρανίο. Ένα αεράκι ήρθε απ’ την πόρτα και της χτύπησε απαλά το μάγουλο. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην είσοδο. Ήταν τρεις. Και η τρίτη φιγούρα ήταν καθισμένη. Έτσι γρήγορα όπως έστρεψε το κεφάλι της προς τα κει, τα μάτια της δεν πρόλαβαν να εστιάσουν και ό,τι είδε ήταν θολό. Η καθισμένη μορφή κινούταν σε ένα στρώμα αέρα. Λίγο αργότερα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Μια ανάσα πριν από εκείνη απέκτησε και φωνή. ‘Θέλω να μου κόψετε τα μαλλιά μου έτσι’ της είπε και της έτεινε μια φωτογραφία. Κιτρινισμένη, σχεδόν τετράγωνη, με χρώματα ξεθωριασμένα. Ήταν εκείνη σε πολύ νεαρότερη ηλικία. Πίσω της, όρθιοι οι δικοί της άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν την απάντησή της με ελαφρά κυρτωμένες τις πλάτες τους, σαν να ήταν έτοιμοι να χάσουν την ισορροπία τους σε περίπτωση που θα τους αρνιόταν και να πέσουν επάνω της για να την εκδικηθούν.

Το ασημένιο σκουφάκι πέρασε και πάλι από δίπλα της. Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Ήταν πολύ αστείος. Τα μάτια του διπλάσια σε μέγεθος πίσω απ’ τα πλαστικά γυαλιά του. Ένα κεφάλι βατράχου σκέφτηκε και γέλασε από μέσα της. Πώς να ήταν ο εαυτός της άραγε κάτω απ’ το νερό; Γέλασε και πάλι. Σταμάτησε και πιάστηκε απ’ τη μεταλλική μπάρα που βρισκόταν κάτω απ’ τον βατήρα. Καθάρισε τα γυαλάκια που είχαν θαμπώσει και μετά τράβηξε απότομα τη μπάρα προς το στήθος της για να δώσει ώθηση στο κορμί της. Για μια στιγμή το κεφάλι της βρέθηκε έξω απ’ το νερό και το βλέμμα της αναζήτησε το ρολόι. Είχε αρκετό χρόνο μπροστά της.

‘Θα σας αναλάβω μόλις τελειώσω με την κυρία’ της είπε. ‘Αν δεν θέλετε να περιμένετε μπορείτε να πάτε σε κάποια άλλη κοπέλα να σας κουρέψει’ συνέχισε. Το πρόσωπο της γυναίκας που καθόταν στο καροτσάκι ήταν φανερά καταβεβλημένο. Τώρα το παρατηρούσε με προσοχή. Το έβλεπε να διαθλάται λίγο πάνω απ’ τον βυθό. Την τραβούσε σαν μαγνήτης που έκρυβε βάσανα. Ξέχασε να πάρει ανάσα γιατί θυμόταν. Δεν ανησυχούσε όταν της συνέβαινε αυτό, το σώμα της ήταν εκεί για να την ειδοποιήσει. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης είχε σπρώξει τη γυναίκα να κυλίσει μέχρι το κομμωτήριο λίγες ώρες πριν; Και πόσες ώρες μετά θα κυλούσε μια για πάντα στο χώμα; Υγρό μπήκε ορμητικά στα ρουθούνια της και χύθηκε στο λαιμό της. Ξαφνιάστηκε. Έβγαλε βιαστικά το κεφάλι της απ’ το νερό και άρχισε να βήχει. Πνιγόταν. Πιάστηκε από τη διαχωριστική αλυσίδα με τις συνθετικές σφαίρες και έβηξε ξανά δύο-τρεις φορές. ‘Είστε καλά;’ Ο άντρας είχε σταματήσει δίπλα της έτοιμος να την πιάσει σε περίπτωση που έχανε τις αισθήσεις της.

‘Μην ανησυχείτε, είμαι εντάξει. Αφαιρέθηκα’.

‘Το φαντάστηκα. Και μένα μου συμβαίνει. Χαλαρώνει κανείς εδώ μέσα, ε;’.

‘Ναι, ναι, κάπως έτσι. Πηγαίνετε, είμαι καλά. Θα συνεχίσω κι εγώ τώρα’. Στάθηκε για λίγο μέχρι να απομακρυνθεί ο άντρας και βάλθηκε αυτή τη φορά να τον ακολουθήσει. Δεν είχε σκοπό να πιέσει τον εαυτό της αν ο ρυθμός του ήταν πολύ πιο γρήγορος απ’ τον δικό της. Ήθελε να είναι κοντά σε μια πηγή που θα της αποσπούσε την προσοχή απ’ το πρωινό συμβάν: την συνάντηση με μια μελλοθάνατη. Κι όμως, σκέφτηκε, μελλοθάνατοι ήμαστε όλοι μας. Κοιτούσε τις πατούσες που χτυπούσαν το νερό κι άφηναν μια αναταραχή από φυσαλίδες. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί τί μουσική θα ταίριαζε τη στιγμή που κολυμπούσε. Τις περισσότερες από αυτές ερχόταν στο μυαλό της ένα impromptu του Schubert. Αυτό που ξεκινούσε με μια κατρακύλα προς τις μπάσες νότες κι έπειτα την επιστροφή στις ψηλές. Και πηγαινοέρχονταν σαν κυματισμός κρύβοντας μέσα του κι ένα έρωτα που το είχε φέρει στ’ αυτιά της. Αλλά αυτόν τον είχε ξεχάσει. Ήταν ασήμαντος, μακρινός, καταβροχθισμένος απ’ τη μοναξιά, για καιρό τώρα ο μοναδικός της έρωτας. Και δεν την ενοχλούσε, είχε παραδοθεί στα θέλγητρά της.

Την ενοχλούσε η επαφή με τη ματαιότητα της ύπαρξής της. Κι η γυναίκα στο μαρτυρικό σκαλοπάτι πριν το χάος, που σκαρφάλωνε με κόπο και αξιοπρέπεια, της θύμιζε αυτό που έσπρωχνε κάθε μέρα στο πίσω μέρος του μυαλού της, σαν παλιό ρούχο σε μια ξέχειλη ντουλάπα. Ο άντρας απομακρυνόταν ολοένα χάνοντας την μορφή του μες το νερό κι εκείνη επέστρεφε με ορμή στη θλίψη του ζευγαριού που συνόδευε τη γυναίκα και μετά στην ίδια που δεν ικέτευε, δεν ζητούσε. Απαιτούσε την ελπίδα μέσα από μια επιθυμία. Να φτιάξει τα μαλλιά της έτσι όπως τα είχε στα νιάτα της, τότε που είχε και το θάνατο φιλαράκι, παρέα με την αταξία της νιότης.

Άκουγε τη φωνή της σαν της είχε μιλήσει πράγματι κάτω απ’ το νερό, σ’ αυτή την πισίνα, λίγο αστεία. Ίσα για να χαμογελάει καθώς έκανε άλλη μια στροφή. Πόσα εικοσιπεντάρια είχε άραγε συμπληρώσει; Μα θα ’βλεπε το ρολόι. ‘Τι ώρα τελειώνετε;’ Την είχε ρωτήσει εκείνη ενώ η κομμώτρια είχε ολοκληρώσει σχεδόν το κούρεμα κι ετοίμαζε να τυλίξει τούφες τούφες τα μαλλιά της για να της τα βάψει κόκκινα όπως της είχε ζητήσει. ‘Σε δύο περίπου ώρες’ της είπε.
‘Με μένα εννοούσα’ της είπε.

‘Σε μια ωρίτσα θα είστε έτοιμη’.

‘Νομίζω πως την έχω. Φαντάζεστε να φύγω για πάντα την ώρα που κάθομαι σ’ αυτή την καρέκλα;’.

‘Δεν έχετε να πάτε πουθενά’ της είπε η κομμώτρια ακούγοντας τον εαυτό της με την ίδια έκπληξη που την είχε ακούσει κι εκείνη.

‘Αχ, ωραία τα λέτε. Αν δεν είχα την κόρη μου και τον γαμπρό μου θα έμενα εδώ μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή. Το μυαλό μου θα ήταν απασχολημένο με ένα καινούριο περιβάλλον. Αλλά ακόμα και μπροστά στο θάνατο πρέπει να παίζουμε θέατρο. Να ακολουθούμε και να πράττουμε αυτά που θεωρούμε ότι δεν πιστεύουμε. Κατά βάθος όμως δεν θέλω να τους αφήσω, να τους ξεβολέψω κι ας χάνονται τα λεπτά κι οι ώρες για πάντα. Πάντως … μην περιμένετε να σας δώσω καμιά συμβουλή επειδή έχω φτάσει στο τέλος. Ή μάλλον θα σας δώσω μια για να με θυμάστε. Αλήθεια, σας έχει έρθει άλλη φορά ετοιμοθάνατη για κούρεμα;’ Την έπιασε κάτι σαν βήχας που προσπαθούσε να γίνει γέλιο και που τελικά κατέληξε πάλι σε βήχα. Η κομμώτρια συνέχιζε να δουλεύει, το πρόσωπο της είχε μουδιάσει, ανήμπορη να αντιδράσει διαφορετικά. Ένα ανδρείκελο που μόλις συνειδητοποιούσε ότι είχε αισθήματα αλλά δεν μπορούσε να επέμβει ακόμα στις μηχανικές κινήσεις του.

‘Δε θα με ρωτήσετε ποια είναι η συμβουλή; Καλύτερα. Αν σας πω ότι την ξέχασα κιόλας; Την σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή και μου ’φυγε όπως είχε έρθει. Στ’ αλήθεια δεν έχω κάτι να πω. Το μόνο που με απασχολεί είναι να ξυπνάω το πρωί, να κερδίζω μια μέρα’.

Η γυναίκα σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Είχε διανύσει εκατό μέτρα χωρίς να ξεκουραστεί ενδιάμεσα. Συνήθως έκανε μονόλεπτες στάσεις κάτω απ’ τους βατήρες κάθε πενήντα μέτρα. Δεν της άρεσε να πιέζει τον εαυτό της. Το κολύμπι δεν ήταν απόλαυση; Φευγιό; Σε λίγο έφτασε κι ο άντρας με το ασημί σκουφάκι. Μόλις την είδε σταμάτησε, σήκωσε τα γυαλάκια του στο μέτωπο και της μίλησε: ‘Για να το πάτε έτσι γρήγορα πρέπει να είστε καλύτερα’.

‘Ε, δεν είναι έτσι ακριβώς, αλλά αν εννοείτε τη φυσική μου κατάσταση …’.

‘Ναι, οτιδήποτε άλλο δεν μπορώ να εννοήσω αλλά εν πάσει περιπτώσει σκεφτείτε ότι είναι περαστικό’ της είπε χαμογελώντας. Εκείνη δεν απάντησε σαν να σκεφτόταν αυτό που μόλις της είχε πει. ‘Θα κολυμπήσετε κι άλλο;’ Η κομμώτρια κατένευσε και ξεκίνησε για άλλα εικοσιπέντε μέτρα. Σκέφτηκε τον άντρα κι έπλασε μια ιστορία που συνδέονταν με το περιστατικό που την είχε αναστατώσει. Είχε γυρίσει με την πλάτη στο νερό, τα πόδια της χτυπούσαν με ρυθμό τεντωμένα, τα χέρια της περιστρέφονταν μέχρι να σκίσουν το υγρό στοιχείο και έπειτα να το διώξουν σαν να τα εμπόδιζε να ολοκληρώσουν την κίνηση και το κεφάλι της κοιτούσε τα σημαιάκια διαφόρων χωρών που οριοθετούσαν το πλάτος της πισίνας αλλά και το σημείο που θα έπρεπε να κάνει τη στροφή.

Ο άντρας βγήκε από την πισίνα και χάθηκε σε μια μικρή στοά που οδηγούσε στ’ αποδυτήρια. Έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ την ντουζιέρα κι άφησε το κρύο νερό να διώξει το χλώριο απ’ το κορμί του. Σκουπίστηκε, ντύθηκε, πέρασε μια τσάντα ταξιδίου στον ώμο του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γυμναστηρίου. Λίγο πριν βγει κοίταξε τα μηνύματα στο τηλέφωνό του. ‘Γαμώτο, τώρα βρήκε;’ Μουρμούρισε. ‘Θα χάσω το παιχνίδι’. Με γοργό βήμα επέστρεψε σπίτι του. Άλλαξε τα ρούχα του κι έβαλε ένα απ’ τα δύο κουστούμια που φορούσε τις περισσότερες μέρες του μήνα για να πηγαίνει στο γραφείο. Άφησε τη μια τσάντα στο μπάνιο κι άνοιξε την ντουλάπα για να πάρει μια δεύτερη, πιο μικρή, που είχε μια φόρμα εργασίας και αναλώσιμα υλικά. Έφτασε στο γραφείο του ύστερα από μισή ώρα. Θα μπορούσε να είχε καλέσει απ’ το κινητό αλλά πάντα απέφευγε να δείχνει ότι είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος.

‘Έλα Τζίμυ, τη φέρατε;’ ‘Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη επιθυμία;’ ‘Καλώς, θα το φροντίσω σήμερα κιόλας. Αύριο θα ήμαστε έτοιμοι’. Αφού άλλαξε κι έβαλε τη φόρμα του, βγήκε στο διάδρομο και κατέβηκε με τα σκαλιά στο υπόγειο. Η υγρασία του τρυπούσε τα κόκκαλα, αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά και τα δάχτυλά του έσπρωξαν βιαστικά το τελευταίο κουμπί που έκλεινε τον γιακά γύρω απ’ τον λαιμό του. Σε ένα από τα φορεία που υπήρχαν εκεί, βρισκόταν ένα νεκρό σώμα κουκουλωμένο μέχρι επάνω με ένα λευκό σεντόνι. ‘Αυτή πρέπει να ναι’. Πάντα όταν στεκόταν μπροστά από ένα πτώμα έχωνε τα δάχτυλά του το ένα μέσα στ’ άλλο, τα έσφιγγε μέχρι να πονέσουν τα κόκκαλα τους και έλεγε από μέσα του μια μικρή προσευχή. Πίστευε ότι μ’ αυτό τον τρόπο σεβόταν τους νεκρούς κι έπαιρνε άφεση απ’ το Θεό για αυτά που θα τους έκανε. Τράβηξε με μια προσποιητή βραδύτητα το σεντόνι και είδε μπροστά του μια κόκκινη μάζα από τρίχες να καλύπτουν το πρόσωπο της νεκρής.

‘Κάποιος πρέπει να μου φτιάξει τα μαλλιά, κι αυτός δε θα ναι ο νεκροθάφτης. Θέλω να είμαι περιποιημένη, όπως τότε. Να δες εδώ’. Η γυναίκα ξανάδειξε τη φωτογραφία στην κομμώτρια. ‘Έτσι τα θέλω, στο ξανάπα ξέρω. Και βλέπω ότι τελειώνεις. Αλλά θέλω να βάλεις τα δυνατά σου, μη τυχόν και χαλάσουν πιο πριν’. Η κομμώτρια πιάστηκε απ’ τη μπάρα του βατήρα, την τράβηξε προς το μέρος της για να κοιτάξει και πάλι το ρολόι. Ετοιμαζόταν να συνεχίσει την προπόνησή της όταν ένιωσε ένα χέρι να την ακουμπάει στον ώμο.

Λίγο αργότερα έβγαινε απ’ την πισίνα μαζί με τον κολυμβητή που φορούσε το ασημί σκουφάκι.  Αποφάσιζε να μην επιστρέψει σπίτι και να καθίσει μαζί του σε ένα μικρό μεζεδοπωλείο που βρισκόταν εκεί κοντά. Αλλά το πιο πιθανό είναι ότι μετά το συμπλήρωμα των υπολειπόμενων μέτρων, γύρισε στο διαμέρισμά της επαναλαμβάνοντας στο μυαλό της την ιστορία με τη γυναίκα παρέα με τα impromptus του Schubert, μέχρι να τη βρει ο ήλιος το επόμενο πρωί κοιμισμένη στην πολυθρόνα.


 

Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Παρόλα αυτά πότε μου δεν είχα σκεφτεί να γίνω συγγραφέας αν και ξεκίνησα να διαβάζω απ' τα μικράτα μου. Κάποια στιγμή και ενώ είχα ήδη ασχοληθεί ερασιτεχνικά πάντα, με άλλες  Καλές Τέχνες - φωτογραφία και μουσική - ήρθε απ’το πίσω μέρος του μυαλού μου η επιθυμία να γράψω. Σιγά-σιγά κατάφερα να ολοκληρώνω τις μικρές ιστορίες που ξεκινούσα στο μυαλό μου και κάποια στιγμή αποφάσισα να στείλω το πρώτο μου διήγημα στον διαγωνισμό που διοργάνωσε το περιοδικό 'Ως3' το φθινόπωρο του 2007 στο Διαδίκτυο. Το 'Κεφάλαιο Εννέα' συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τα καλύτερα διηγήματα του διαγωνισμού, γεγονός που μου έδωσε την ώθηση που ίσως κάπου να περίμενα για να ξεκινήσω να γράφω πλέον πιο συστηματικά με απώτερο σκοπό την ολοκλήρωση ενός μυθιστορήματος. Έτσι, το Δεκέμβρη του 2010 κυκλοφορεί απ' τις εκδόσεις Ιβίσκος 'Η Δική μου Εύα' και δυο σχεδόν χρόνια αργότερα η συλλογή διηγημάτων 'Ο Καναπές' που διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στο Amazon.com και σε έντυπη στο Lulu.com, στα Ελληνικά και στα Ισπανικά. Παράλληλα το Γενάρη του 2012 ξεκινάω το λογοτεχνικό μου μπλογκ 'Οι λέξεις μου, my words, mis palabras' στο οποίο ανεβάζω διηγήματα (13 από τα οποία αποτέλεσαν την συλλογή 'Ο Καναπές'), αναρτώ την αστυνομική νουβέλα 'Διακοπές στο Χωριό' σε συνέχειες και παρουσιάζω βιβλία που έχω διαβάσει. Tον Σεπτέμβρη του 2014 ανεβαίνει το μυθιστόρημα 'Θήτα' στα smashwords, iBooks και Barns and Noble.

* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.



Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

“Το Τέλος μιας Τέλειας Μέρας”,Δημήτρης Τερζής



γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


"Είναι κάποιες μέρες που κρατάνε ξυράφι και μαστίγιο.Ραπίζουν το δέρμα και χαρακώνουν την ψυχή.Είναι οι μέρες που ο άνεμος φυσάει βοριάς,που ο καφές είναι νερόπλυμα,που η γροθιά σου δεν είναι το χέρι σου αλλά το στομάχι σου.Και σκάβει.Τραβάει τα σωθικά σου έξω μα αυτά είναι καλά δεμένα και διαμαρτύρονται με πόνο.Η γροθιά συνεχίζει να γυρίζει σαν μυλόπετρα που πάνω της έχεις απιθώσει τις μέρες του καημού και τις αλέθει. Αφήνει ίχνη ώχρας. Το χρώμα της ζωής σου ξεπλυμένο πάνω στην πέτρα."

"Το Τέλος μιας Τέλειας Μέρας".Ο τίτλος του βιβλίου που κρατώ στα χέρια με προϊδεάζει για το περιεχόμενο και προκαλεί αλυσιδωτές σκέψεις.Τι με περιμένει όταν διαβάσω τις μικρές και μεγάλες ιστορίες που φωλιάζουν εντός του;Πόσο τέλεια άραγε,αναρωτιέμαι για την μέρα που τελειώνει,για ποιους τώρα πια σε τούτη την χώρα που θα μπορούσε να είναι πράγματι τέλεια ακόμα και σ΄αυτή την συγκυρία αλλά δεν είναι,δεν την αφήνουν να είναι,και τι σημαίνει εν τέλει για την λογοτεχνία τέλος; Υπάρχει τέλος στην συμπαντική τελειότητα και αν ναι,πώς επέρχεται,πώς βεβαιώνεται,πώς ορίζεται, για ποιο τέλος μπορούμε να μιλάμε από την στιγμή που ο,τιδήποτε συμβαίνει σε όλους μας είναι εκείνο που αέναα μας συμβαίνει και λέγεται ζωή ;

Αυτή η διόλου μικρή,ως προς τον αριθμό των ιστοριών που την αποτέλεσαν,συλλογή διηγημάτων του ταλαντούχου Δημήτρη Τερζή,μου έφερε στα καλά του καθουμένου(ή μήπως καθόλου στα καλά του καθουμένου γιατί ποιος έχει την πολυτέλεια στις μέρες μας να το πει αυτό το ρημάδι το "στα καλά του καθουμένου"),αληθινό υπαρξιακό πονοκέφαλο.Αν έπρεπε δηλαδή να συμμαζέψω κάπως τις αμέτρητες,μόνο καλές και μάλιστα πολύ θετικές στο σύνολό τους εντυπώσεις μου γράφοντάς τις σ΄ένα τετράδιο,σίγουρα θα έγραφα,θα έσβηνα,θα έγραφα ξανά,θα έσβηνα πάλι και ξανά από την αρχή,ώσπου να βρω τις λέξεις εκείνες που θα μπορούσα να τις εμπιστευτώ σαν τις πιο κατάλληλες και ακριβείς για την περιγραφή των έντονων συναισθημάτων και των προβληματισμών που μου προκάλεσε η ανάγνωση.Ανάγνωση  προσεκτική,εστιασμένη στα δρώντα και πάσχοντα πρόσωπα και στο γαϊτανάκι τους,στις επιμέρους ασφυκτικές καταστάσεις που βιώνουν και τις οποίες αφηγείται τόσο επιδέξια,τόσο ζωντανά,τόσο άμεσα ο Τερζής,σαν να στις ψιθυρίζει γιατί εξ αρχής ξέρει πως είστε συνοδοιπόροι στην ίδια πάνω κάτω λεωφόρο του βίου, άνθρωποι όλοι,φθαρτά όντα,θνητά παιδιά ενός ανώτερου ή κατώτερου θεού δεν έχει ίσως βαρύνουσα σημασία, εκτεθειμένοι στην ίδια δικαιοσύνη/αδικία και θέλει να τις μοιραστείτε,να τις συνεκτιμήσετε, ίσως για να ξορκιστούν για λίγο και να ξεγελαστούν οι δαίμονες που τις έθρεψαν και τις θέριεψαν. Ήταν επίσης μια απολαυστική εκτός από σφυροκοπηματική εξ αιτίας των θεμάτων της ανάγνωση, απότιση φόρου τιμής στην ελληνική γλώσσα σαν βασικό πυλώνα της αισθητικής της εθνικής μας λογοτεχνίας και επίσης κράτησε πιο πολλές μέρες απ΄όσες περίμενα καθώς στη διάρκειά της η αμεσότητά της με καθήλωνε στα κείμενα,έξοχη και απρόσμενα συγκινητική μέσα κυρίως απ΄αυτήν.Ρέουσα γλώσσα,πανέμορφη που η τραχύτητα και η ομορφιά της, η ειλικρίνειά της με ξένιζε και με σόκαρε,το ομολογώ,όμως ήταν ακριβώς αυτό το στοιχείο που με έσπρωχνε να διαβάζω από την αρχή κομμάτια ολόκληρα από αφηγήσεις που είχαν προηγηθεί εκείνης την οποία μετέτρεπα σε εικόνες την δεδομένη στιγμή,γιατί στο μεταξύ ανακάλυπτα την αλυσίδα των μύχιων συνειρμών και τις υπόγειες διαλεκτικές συνδέσεις ανάμεσά τους.

Ο νεότατος στην ηλικία Δημήτρης Τερζής γράφει με επιδέξιο και σε καμία περίπτωση επιδεικτικό της ικανότητάς του αυτής τρόπο για την αληθινή ζωή των κατοίκων της χώρας, εδώ και τώρα,μα και διόλου απίθανο αληθινής ζωής και άλλων ανθρώπων σε τόπους με τις δικές τους ιστορικές συγκυρίες να είναι παρόμοιες ή και ίδιες,εκείνην την αφτιασίδωτη,γυμνή ζωή της καθημερινότητας στις πόλεις και στην επαρχία στους ισοπεδωτικούς και κάλπικους καιρούς της παγκοσμιοποίησης.Η αφήγηση, πότε πρωτοπρόσωπη πότε τριτοπρόσωπη χωρίς τα δήθεν και φλύαρα και παραπλανητικά στολίδια που της φοράει η τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή ώστε να πλασαριστεί άλλοτε φορτωμένη με σεμνοτυφία άλλοτε με χυδαιότητα για να πουληθεί σε κάθε περίπτωση η πραμάτεια,είναι σαφής και καταιγιστική ως προς τα τεράστια κοινωνικά και πολιτικά θέματα που βγάζει στην επιφάνεια, τεχνικώς αψεγάδιαστη.

Ο Τερζής γράφει αβίαστα,χωρίς να εξωραΐζει,χωρίς να μασάει τα λόγια του,περιγράφοντας και μαζί καταγράφοντας την ζωή με μια δύναμη που δεν στερείται πειστικότητας,ίσα ίσα, αυτό είναι η κύρια αρετή του,το μεγάλο συν στο ταλέντο του:να γράφει με τσαγανό για τα λογής πάθη των ανθρώπων-το ερωτικό,της επιβίωσης,της αγάπης,της φιλίας,της τέχνης,της μοναξιάς,του θανάτου,της αρρώστιας και της πάλης μ΄ αυτήν,της ήττας ή της νίκης,της προδοσίας-εν ολίγοις για το κουβάρι της ζωής μας σαν πλασμάτων του ίδιου αχανούς Σύμπαντος-, παρακολουθώντας εκείνος την γένεση,την αποθέωση και την πτώση του πάθους,σε όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα,τα σημαντικά και τα ασήμαντα που συμβαίνουν στις καθημερινότητες των ηρώων με τους οποίους μοιάζει να γίνεται ένα όσο είναι και παρατηρητής τους –όχι κριτής τους-ψυχογραφώντας τους νηφάλια, διεισδύοντας  στους σκοτεινούς κόσμους τους,αγαπώντας τους και συμπάσχοντας σχεδόν σιωπηλά-κι αυτό είναι μια ακόμα σπουδαία αφηγηματική του αρετή- με την μάταιη σπουδή τους να ζήσουν, κάπως κι αυτοί να γευτούν όλα όσα τους έταξαν,ηδονή και καλοπέραση,ανεμελιά και ευκολία, ελευθερωμένοι έστω για λίγο από τα βαρίδια της Ειμαρμένης που τους κατεβάζει στην Κόλαση ενώ εκείνοι νομίζουν ότι οδεύουν προς τον γήινό τους Παράδεισο.

Καρφιτσωμένες σε ένα περβάζι,αντίκρισε δύο δεκαοχτούρες να ερωτοτροπούν.Με το θηλυκό να σκερτσιάζει και το αρσενικό να της κόβει το δρόμο,τσιμπώντας την τρυφερά και διεκδικητικά στο λαιμό.Στάθηκε και εκεί μα όχι για πολύ,το παράθυρο στο περβάζι άνοιξε, αποκαλύπτοντας ένα ξεπλυμένο πρόσωπο,βιασμένο από τον ύπνο,με κίτρινους λεκέδες στη νυχτικιά και κόκκινα μπικουτί στα μαλλιά.Ένα πρόσωπο έτοιμο να ξεράσει τη ζωή του από το στόμα.Οι δεκαοχτούρες πέταξαν μακριά.Ο έρωτας έμεινε ανεκπλήρωτος.Το άνθος της νεραντζιάς την αποζημίωσε ξανά.Αν και το λευκό του είχε μαυρίσει στις άκρες από την επαφή με την παλάμη της τόση ώρα,διατηρούσε την ευωδιά του,είχε ποτίσει με αυτή το δέρμα της, κάτι τόσο μικρό και όμως ικανό να διαλύσει την ασχήμια γύρω της.Γύρισε πίσω στο περβάζι. Περίμενε για λίγο, ώσπου είδε το ίδιο πρόσωπο,το ίδιο ξεπλυμμένο να την κοιτάζει με μίσος.Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.Παντού στον κόσμο,οι ζωές είναι ίδιες. Αν δεν σε αντέχεις,άλλαξε. Αλλιώς, πήγαινε και πέθανε κάπου.Κάν'το όμως γρήγορα.Θα νοιώσεις καλύτερα!Δεν πήρε απάντηση, ένα μπικουτί μόνο σαν να συγκινήθηκε, λύθηκε από τα μαλλιά και αυτοκτόνησε πέφτοντας στον ώμο και μετά στο πάτωμα.

Από τα τριάντα τρία διηγήματα πολλά είναι από κάθε άποψη,δόμησης,θέματος,γλώσσας και έκτασης (ο Τερζής δεν δείχνει να αγαπά ιδιαίτερα τα μικροδιηγήματα, αναπτύσσει σε αρκετές σελίδες τις ιστορίες του)αληθινά διαμαντάκια:"Η Πόλη των Ξένων" "Επτά", "Ελευθερία","Οι Στάχτες", "Αμμόκαστρο","Ώχρα","Γκρι", "Έρημος" "Ραστώνη" και στέκομαι ενδεικτικά σε αυτά επειδή κι εσείς μπορείτε να τα διαβάσετε, και να πάρετε μιαν ιδέα για την γραφή του , στο ωραίο μπλογκ που έχει, το Ray΄s Stories,που τυχαία ανακάλυψα κι εγώ μια μέρα.

υγ.Πάντως επειδή την ομορφιά του βιβλίου δεν μπορεί να την υποκαταστήσει η πιο καλή αποσπασματική ηλεκτρονική ανάγνωση,αν και  πιο πάνω την επικαλέστηκα για του λόγου το αληθές ότι ο Τερζής είναι ταλέντο,προτιμώ και προτείνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο το κλασικό, το χάρτινο -από τις εκδόσεις Ιβίσκος εν προκειμένω-γιατί παρά τις μικρές τεχνικές ατέλειες σαν έκδοση,συνεχίζω να θεωρώ πως η μαγεία της ανάγνωσης στο χαρτί παραμένει ατόφια.


Γεννήθηκε το 1974 σε μια παραθαλάσσια γωνιά της Πελοποννήσου κι έστησε την πρώτη του ιστορία στην ηλικία των 8 ετών με αναγνώστη - μοναδικό και αδιαμαρτύρητο - την γιαγιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώνοντας έμπλεξε με την δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Αθηναϊκή», «Τα Νέα», τους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Αιγαίο FM» και «Κανάλι 1» του Πειραιά, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια εργάζεται για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών». Το 2013 κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις «Ιβίσκος» η συλλογή διηγημάτων του, «Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας».


 ---------------------------


Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

"Οι Επισκέπτες" του Δημήτρη Τερζή




επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com



“The House with Cracked Walls”, Paul Cézanne (1892-1894)




Οι Επισκέπτες


   Το σπίτι ήταν χτισμένο στη μέση της πλαγιάς, σαν σκούρος λεκές σε γκρίζο χαλί το χειμώνα που χρυσοπρασίνιζε το καλοκαίρι. Σαν στεκόσουν στην απέναντι πλαγιά έβλεπες τα ζωντανά ν' απλώνονται ως κάτω στην πεδιάδα, σταχτόμαυρα κι άσπρα σημάδια σε μια θάλασσα από πυκνά χορτάρια που τα χτένιζε ο αέρας.
     Εκεί συνήθιζα να κάθομαι με τις ώρες παλεύοντας ν' αντικρίσω έστω για λίγο τη θάλασσα στην άλλη άκρη του ορίζοντα. Τις περισσότερες φορές βέβαια, αν όχι όλες, επέστρεφα σπίτι μονάχα με το μπλε τ΄ ουρανού στα μάτια, αυτό της άλλης θάλασσας, της ουράνιας που ήταν το ίδιο απρόσιτη σε μένα όπως και η πραγματική. 
     Απ' την απέναντι πλαγιά έβλεπα κάθε τόσο και τους μουσαφίρηδες που ανέβαζε ο πατέρας μου στο σπίτι μας απ' το φιδογυριστό μονοπάτι. «Μουσαφίρηδες», φώναζε από μακριά, μια φωνή που ακουγόταν μόνο μια φορά κι  έφτανε να ειδοποιήσει τη μάνα μου στο πλυσταριό ή στο φούρνο, όπου και αν στεκόταν εκείνη την ώρα, κι έφτανε να τη σουλουπώσει, να φτιάξει το μαντήλι ή την μπροστέλα για να βγει στην εξώπορτα να καλωσορίσει. 
     Επισκέπτες τούς έλεγε η μάνα μου, μια λέξη τόσο ξένη σ' εκείνο τον κόσμο που μοσχομύριζε η ρίγανη και που η κοπριά σου' τσουζε τα μάτια. Άγνωστη λέξη σε τούτο τον τόπο της ερημιάς που ακόμα και τα δέντρα τα τ' αποκαλείς με ονόματα που τους έβγαλες εσύ ή σαν παραπονιέσαι στο ποτάμι γιατί το νερό του είναι τόσο παγωμένο ακόμα κι ας έφτασε το μεσοκαλόκαιρο. Επισκέπτες ανάμεσα στην Μαρίκα την κατσίκα ή τον Μπιρμπίλη τον τράγο; Όχι. Μουσαφίρηδες ήταν, μια λέξη πιο ζεστή, πιο οικεία και ας μην τους είχαμε απαντήσει ξανά ποτέ στη ζωή μας και ας μην τους ξαναβλέπαμε ποτέ. Ο πατέρας μου είχε δίκιο. 
    Τούτοι οι μουσαφίρηδες ήταν το απροσδόκητο που κρατάει λίγο, τόσο λίγο αλλά που φτάνει να σε γεμίσει για μέρες. Να μυρίσεις τον μουσαφίρη, να αφήσεις τα μάτια σου να ροβολήσουν σε κάθε καμπύλη και χαράδρα του προσώπου του, να στήσεις αυτί για τον ψίθυρο του που άλλοτε γίνεται βαριά φωνή, η φωνή του, να μετρήσεις την κοψιά του και πάνω απ' όλα να' σαι κει για να μην χάσεις λέξη απ' όσα έχει να πει.  
     - Κρασί και μεζέ γυναίκα, φώναζε ο πατέρας και κάπως έτσι άρχιζε η γιορτή. 
     Δεν προλάβαιναν να καταπιούν την πρώτη μπουκιά σαν ακούγονταν τα σφυρίγματα του σέμπρου μας που ανέβαζε το κοπάδι νωρίτερα απ' το συνηθισμένο. Τότε ο πατέρας μου σηκωνόταν, έβγαινε στην αυλή και μου' λεγε: «Πες του να ξανακατέβει μην τον πάρει ο διάλος. Είναι νωρίς ακόμα. Τρέχα, έφτυσα!»
     
Κι εγώ, θυμωμένος που θα έχανα την αρχή της ιστορίας υπάκουα και ήταν ο θυμός για το σέμπρο μας εκείνος που μου λαμπάδιαζε τα πόδια και μ' έκανε να τρέχω σαν δαιμονισμένος την πλαγιά ώσπου να τον φτάσω και να του πω, «γύρνα! Ο πατέρας είπε να γυρίσεις πίσω»! Ήταν πάλι κάτι φορές που ο πατέρας είχε τις καλοσύνες του και στο «έφτυσα», είχε μετανιώσει και με γύριζε πίσω, σιγομουρμουρίζοντας, «άστονε, θ' αλλάξει ο καιρός, ας τα φέρει». Σπάνια ο καιρός άλλαζε εκείνη τη μέρα αλλά εγώ ποτέ δεν ρωτούσα το πως και το γιατί, μου' φτανε που θ' άκουγα την ιστορία του μουσαφίρη μας απ' την αρχή.
     Έπαιρνα τη θέση μου στην άκρη του τζακιού, σγαρλίζοντας αδιάφορα τη φωτιά για να μην με πάρουν χαμπάρι πως στήνω αυτί στις κουβέντες τους. Ερχόταν κι απόσωνε η φωτιά με τόσο παίδεμα. Η μάνα μου βρισκόταν στο πλάι μου, έπαιρνε τη μασιά απ' τα χέρια μου κι έριχνε κι άλλο ξύλο στη φωτιά. Όλα αυτά γίνονταν σιωπηλά, εν είδη κάποιας μυστικής τελετουργίας που ουδέποτε ξέφευγε απ΄ το τυπικό της. Ο ρόλος μας δεν ήταν να μιλάμε αλλά μόνο ν' ακούμε. Ανάμεσα στα πλαταγίσματα των χειλιών, στις μικρές κραυγές ευφορίας για το γλυκόπιοτο κρασί και το καλομαγειρεμένο φαί, ο μουσαφίρης άνοιγε το στόμα του και μιλούσε.
     Κάπως έτσι έμαθα για τη ζωή πέρα απ' τον κάμπο, για τη θάλασσα με τα μεγάλα καράβια που κολυμπάνε σ' αυτήν και δεν βουλιάζουν, για πόλεις μακρινές με κτήρια από ατσάλι και μεγάλα παράθυρα που λαμποκοπούσαν στην ήλιο, γι' ανθρώπους μιλούνια που δεν είναι σαν κι εμάς αλλά μοιάζουν με μας, έχουν μύτη, στόμα, μάτια κι αυτιά. Αλλά δεν είναι σαν κι εμάς. Αυτό το καταλάβαινα πολύ καλά, ήξερα ν' αναγνωρίζω τις φωνές των ανθρώπων σαν μιλούσαν, είναι σαν τον άνεμο που κατεβαίνει στην πλαγιά ανάλογα με τα γούστα του. Άλλοτε ήρεμος, παιχνιδιάρης, άλλοτε θυμωμένος σα να θέλει να σε πάρει μαζί του και σ' άλλες δόσεις εκδικητικός, έτοιμος να σε ξυρίσει, να σε κόψει στα δύο όπου σε πετύχει. Γνώριζα λοιπόν καλά τις φωνές των ανθρώπων. Ήταν σπάνιες στην πλαγιά μας.
     - Να στείλεις το παιδί στο κατηχητικό, ορμήνεψε μια φορά ένας κοσμοκαλόγερος τον πατέρα μου, στο πέμπτο ή έκτο ποτήρι κρασί. 
     - Πιες και φάε κι άσε το παιδί στην ησυχία του, απάντησε εκείνος.
     - Το Χριστό σου μπαγάσα, πάς να με μεθύσεις κι όλο με κερνάς κρασί; Το ράσο μου κοίτα!
     - Αυτή είναι η υποκρισία του κόσμου! Τη βλέπεις; Τη νοιώθεις; αντιγύρισε ο πατέρας μου σε μένα με τα μάτια του να λαμπυρίζουν τη φωτιά.
     - Διάολε, εσύ και το κρασί σου! παραπονέθηκε ο γέροντας αδειάζοντας μονορούφι το ποτήρι. 
     Κατηχητικό δεν ήξερα τι είναι, μήτε σχολείο. 
     Απ' τα μέσα του Νοέμβρη ως τα τέλη του Μάρτη δεν είχαμε μουσαφίρηδες στο σπίτι. Ο πατέρας κατέβαινε πιο αραιά στα πεδινά με τ' άλογο και γύριζε μόνος, κουβαλώντας τα χρειαζούμενα που δεν μπορούσαν να μάς προσφέρουν η γη και τα ζωντανά μας. Ήταν εκείνα τα ατελείωτα βράδια που τον παρατηρούσα να κάθεται μόνος του στο τραπέζι με μια κούπα κρασί να στάζει στο παχύ του μούσι, να μουρμουρίζει σκοπούς θαλασσινούς, αυτός, ένας βουνίσιος, και να τον πιάνει ένας καημός που γινότανε βρόγχος κι ακουγότανε σαν το σκυλί μας όταν πάλευε ώρες και στιγμές να σπάσει την αλυσίδα που ήταν δεμένο στο απάγκιο. 
     Πολλές φορές το ξημέρωμα τον έβρισκε στην ίδια θέση. 
     Κι η μάνα μου; Ώρες, ώρες ένοιωθα πως τούτη η γυναίκα δεν ήταν μάνα μου. Δεν με γέννησε αυτή, απλώς ανέλαβε το καθήκον να με ντύνει, να με πλένει και να με ταΐζει. Δεν μύρισα ποτέ τον κόρφο της μάνας μου, δεν χάθηκα ποτέ στην αγκαλιά της, δεν ψιθύρισε στ' αυτί μου λόγια αγάπης που μόνο η μάνα ξέρει να πει. Όλα τούτα τα' μαθα αργότερα, με το ανάλογο κόστος που σου αφήνουν εκείνα που σου λείπουν επειδή δεν τα γνώρισες ποτέ. Είναι το ένστικτο που μετράει τις απουσίες. Είναι που νοιώθεις μισοτελειωμένος σαν βγεις στον κόσμο. Σαν να μην ήσουν έτοιμος γιατί δεν σε προετοίμασε κανείς. Σκιά ήταν η μάνα μου. Κι ακόμα σκιά τη νοιώθω, βαριά, απ' εκείνες που σου πλακώνουν την ψυχή με την τόσο ζωντανή απουσία τους.
     - Έχουμε κάνει στη θάλασσα με τον πατέρα σου. 
     Ο μουσαφίρης τούτη τη φορά ήρθε Αύγουστο μήνα με τις καμπάνες της Παναγίας που αντηχούσαν σ' όλη την κοιλάδα. Είχε το ποτήρι στο χέρι άδειο και δεν έλεγε να το ξαναγεμίσει. Έλειπε κι ο πατέρας μου, πήγε να διαολοστείλει το σέμπρο που αψήφησε τις διαταγές του και γύρισε ξανά νωρίς με το κοπάδι. Είχε το ποτήρι στο χέρι και το' παιζε, το γύριζε στα δάχτυλά του και μου φάνηκε σαν ένα δάκρυ να κύλησε και να' σταξε μέσα. Έκανε μια κίνηση σα να' πινε. Σαν δεν έχεις θάλασσα να πιεις, σου φτάνει και το δάκρυ. 
    - Πάει καιρός τώρα, είπε μόνο και βγήκε έξω.
     Πέρασαν πολλοί μουσαφίρηδες απ' το μέρος μας στα χρόνια που θυμάμαι. Μπορώ να τους ξεχωρίσω έναν προς έναν ακόμα και σήμερα. Νέους και μεγάλους, λωλούς και σπουδαγμένους, όλοι όσοι δέχθηκαν το κέρασμα του πατέρα μου κι ανέβηκαν ψηλά ώστε ν' αντικρίσουν τη γη όπως μόνο ο Θεός το κάνει, να μεθύσουν με το νέκταρ και να γευτούν την αμβροσία. Να σταθούν για λίγο σα μικροί θεοί που διαφεντεύουν τον κόσμο, χορτάτοι και φτασμένοι. Κι ήταν όλοι άντρες.
     Τη γυναίκα την έφερε ο πατέρας ένα απομεσήμερο του Οκτώβρη σαν ο ήλιος γύριζε στην πλαγιά κουρασμένος από την τόση κάψα που πότισε το καλοκαίρι. Έκοβα ξύλα για το χειμώνα, ήμουν άντρας σωστός πια, έτσι ένοιωθα τις νύχτες και τις μέρες, βίωνα το πέρασμα, την αλλαγή στον κόσμο, δεν μ' ένοιαζε το τρέξιμο στις πλαγιές πια, ούτε το κολύμπι στο ποτάμι, δεν μιλούσα στα δέντρα παρ' όλο που εκείνα σιωπηλά με άκουγαν σαν μονολογούσα, σαν έψαχνα άλλο ένα κομμάτι που μου' λειπε μα δεν ήξερα ποιο είναι. 
      - Μάλλιασαν τ' αχαμνά του πια. Ήρθε ο καιρός του, είχα ακούσει τον πατέρα μου να λέει στη μάνα μου ένα πρωί που με νόμιζαν στη στάνη. Σκιά εκείνη, δεν μίλησε, μόνο θρόϊσε και βγήκε στην αυλή της να ταΐσει τις κότες.
     Είχε περάσει απ' την πρώτη νιότη, ήταν τσουπωτή, με πιασίματα, με βαρβάτα στήθη που μου θύμισαν κανάτια αφθονίας, που τα βάζεις στο στόμα και δεν σταματάς να πίνεις μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Μόνο που τούτα τα κανάτια δεν στέρευαν ποτέ. 
     - Κρασί και μεζέ, είπε ο πατέρας και μου' κανε νόημα να μπω μέσα, ξεχνώντας για μια φορά το σέμπρο που ακουγόταν να σφυρίζει στην πλαγιά καλώντας τα ζωντανά στη στάνη. 
     Πήγα να καθίσω στο τζάκι, έφτανε ένα μουγκρητό του πατέρα μου για να καταλάβω πως το τζάκι θα ήταν μια ανάμνηση πια και η θέση μου εκεί το ίδιο, στο τραπέζι έπρεπε να κάτσω, απέναντί του, σαν όμοιος προς όμοιο πια, σαν άντρας με άντρα. Συνεννοημένη η μάνα μου έφερε τρία ποτήρια στο τραπέζι, έκοψε τρεις μερίδες παστό, τρία πιρούνια και μαχαίρια, όλα παστρικά καμωμένα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα τούτη τη μέρα. Είχαμε επισκέπτες.
     - Η κυρά ήρθε να σε γνωρίσει, είπε ο πατέρας μου σαν κατέβασε το πρώτο ποτήρι. 
     Η γυναίκα με κοίταζε κι έκοβε μικρές μπουκιές απ' το ψωμί της που τις έκανε μπαλάκια ζύμης και τ' άφηνε στο πιάτο της. Μύριζε όμορφα. Πιο όμορφα κι απ' τα δέντρα. 
     - Ιγκώ πρέπει να φύγκω το βράντι.
    Ξένη λοιπόν. Ήταν μια ξενομερίτισα, γεννημένη μακριά απ' τον τόπο μας, ποιος ξέρει τι και πως και που. 
     - Θα φύγεις μωρέ. Μη σκιάζεσαι. Θα σε κατεβάσει ο σέμπρος με τ' άλογο, την καθησύχασε ο πατέρας μου. 
     - Πάμι; 
     Την ερώτηση την έκανε σε μένα, λες και ήξερα από πριν τι θα γινόταν, λες και γνώριζα τη νομοτέλεια των πραγμάτων που αντιπροσώπευαν το λόγο της παρουσίας της εκεί. Σηκώθηκα δίχως να ξέρω πραγματικά το γιατί. Σηκώθηκε κι εκείνη.
     - Δεν κρατιέσαι ε; κάγχασε ο πατέρας. Ας είναι, θα πιω μόνος. Γυναίκα!
     Η σκιά της περίμενε στην πόρτα. Αμίλητα μας οδήγησε στη σοφίτα, στο στρώμα που' χε στρωθεί με καθαρά ρούχα πλάι στο φεγγίτη, εκεί που στεκόμουνα μικρός και χάζευα τ' αστέρια στη νύχτα. Έφυγε ακροπατώντας όπως πάντα. 

    Όλα τούτα τα θυμήθηκα απόψε που το καράβι μας έπιασε στο λιμάνι που κάποιοι πειρατές  σφήνωσαν με καλέμι και αμόνι τα παλιά χρόνια, ανάμεσα σε τούτα τ' απόκρημνα βράχια του βουνού μου. Απ' την άλλη μεριά είναι η πλαγιά μου. Η στάνη μου. Ο τάφος του πατέρα και της μάνας μου. Το έρημο κοτέτσι, η αλυσίδα του σκύλου που σκουριάζει στην ήλιο. 
     Ο σέμπρος το' σκασε μαζί μου εκείνον τον Οκτώβρη, δυο μέρες μετά που γύρισε τη γυναίκα στην πεδιάδα. Στο δρόμο την δοκίμασε κι εκείνος λιώνοντας τα χαμόκλαδα με το βάρος των κορμιών τους. Άτιμο το πράμα της γυναίκας. Σε θολώνει, σ' αφιονίζει, σε σπρώχνει στα Τάρταρα και σ' ανυψώνει στον Παράδεισο. Όλα αυτά μαζί κι ακόμα παραπάνω. Μα ήτανε μόνο η αφορμή να φύγω στα κρυφά, τώρα το ξέρω καλά αυτό. Στα χρόνια που πέρασαν έστειλα λεφτά και δέματα και δώρα, εκλιπαρώντας για τη γονική συγγνώμη που δεν έφτασε ποτέ στ' αυτιά μου. Και σαν πιάναμε στο λιμάνι κάποιες φορές κι έπαιρνα άδεια να φτάσω ως την πεδιάδα, στεκόμουν στη ρίζα του δρόμου, εκεί που το φιδίσιο του κορμί ανηφόριζε στην πλαγιά και δεν προχωρούσα παραπάνω. Ο πατέρας μου έμαθα, δεν κατέβαινε πια, αλλοίμονο πώς ζούσαν εκεί πάνω, κανείς δεν γνώριζε και κανείς δεν ήθελε να μάθει. 
     Πλήρωσα κι έστειλα ανθρώπους να τους ψάξουν. Μου στείλανε μήνυμα πως τους θάψανε πίσω απ' το σπίτι, κάτω απ' τις βελανιδιές που οι κορφές τους αυλάκωναν τον ουρανό. 
     Ποιος θα θάψει εμένα δεν το ξέρω και ούτε με νοιάζει. Η ζωή κύκλους κάνει κι εγώ τώρα βαρέθηκα το πέρα δώθε του βαποριού, τη ληγμένη κονσέρβα και τα μακρινά λιμάνια. Η αλμύρα πότισε τα κόκαλά μου και δεν τα νοιώθω. Κι ο κόσμος; Τι να μου πει ο κόσμος πια; Λέω λοιπόν να σταθώ, να ξαποστάσω. Ν' ανέβω στην πλαγιά ξανά, ν' αγγίξω το σκουροφαγωμένο ξύλο και τη φαγωμένη πέτρα, να κάνω ένα σταυρό πάνω απ' τους τάφους και ν' αντικρίσω τον κόσμο από ψηλά. Μικρός θεός να γίνω. Χορτασμένος και φτασμένος όπως είμαι να διαφεντεύω τον κόσμο.



Γεννήθηκε το 1974 σε μια παραθαλάσσια γωνιά της Πελοποννήσου κι έστησε την πρώτη του ιστορία στην ηλικία των 8 ετών με αναγνώστη - μοναδικό και αδιαμαρτύρητο - την γιαγιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώνοντας έμπλεξε με την δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Αθηναϊκή», «Τα Νέα», τους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Αιγαίο FM» και «Κανάλι 1» του Πειραιά, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια εργάζεται για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών». Το 2013 κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις «Ιβίσκος» η συλλογή διηγημάτων του, «Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας».

-----------------------------

* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ  lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr  και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.