Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

«Πληκτρολογώντας χειρόγραφα από τον πύργο της Βαβέλ»

της Πόλυς Χατζημανωλάκη



Όποιος διάβασε το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, την μνημειώδη περιπλάνηση του Μπαρνταμού στην φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της αποικιοκρατίας και της μοντέρνας εποχής, θυμάται την είσοδό του στη Νέα Υόρκη. Μια πόλη ορθή που ξεπροβάλλει από την καταχνιά όπως την πλησιάζει το πλοίο, με μια καθετότητα που τρομάζει. Αποκαλύπτεται εν τέλει ο λαβυρινθικός της χαρακτήρας, τα υπόγεια εντόσθια προορισμένα για μυστικές συντροφικότητες των εντέρων, η ροή του ανώνυμου πλήθους στους δρόμους που παρασύρει και τον αφηγητή, η περιπέτειά του στον κόσμο της βιομηχανίας και της δουλειάς αλυσίδας ως τις παρυφές των καταφρονεμένων, που δεν ενσωματώνονται ποτέ στη Γη της Επαγγελίας, δεν μαθαίνουν την γλώσσα και το μόνο που ξέρουν είναι να καθαρίζουν γραφεία και να αναγνωρίζουν τις επιγραφές Lavatory και Exit. 

Την ίδια καθετότητα της Νέας Υόρκης, ως αποκάλυψη, με τους ουρανοξύστες ως πύργους της Βαβέλ αντικρίζει όταν φεύγει από εκεί ο Κόριμ, ο ήρωας του βιβλίου του László Krasznahorkai «Πόλεμος και Πόλεμος». Η λαβυρινθική Βαβέλ της γλωσσικής σύγχυσης εντυπωσιάζει επίσης με την αγωνιώδη αναφορά στην πινακίδα εξόδου - exit - από το λαβύρινθο, το οδόσημο του ξένου, όχι κατά σύμπτωσιν. Η λαβυρινθική εμπειρία όμως διαφέρει. Ο Κόριμ βρίσκεται σε μια συνεχή διαπραγμάτευση με το νόημα ενώ ο Μπαρνταμπού περιπλανάται έχοντας απωλέσει κάθε προοπτική. 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Κόριμ του Krasznahorkai γνωστού ίσως στην Ελλάδα από τα σενάρια που έχει γράψει για ταινίες του Μπέλα Ταρ («Σαταντάνγκο» και «Μελαγχολία της Αντίστασης») είναι υπάλληλος σε μια επαρχιακή βιβλιοθήκη της Ουγγαρίας και ανακαλύπτει ένα σπουδαίο κατά τη γνώμη του χειρόγραφο με την ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που περιπλανώνται με παράδοξο τρόπο ανάμεσα σε τόπους και εποχές. Από την Μινωική Κρήτη, στην Βενετία, στην Κολωνία, διατρέχοντας την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορίας, τον Μεσαίωνα, ως τον 19ο αιώνα… Στόχος τους, να ξεφύγουν κάποια καταστροφή, μοίρα τους, η παγίδευση στον επόμενο κύκλο καταστροφής, από πόλεμο σε πόλεμο, χωρίς θύρα εξόδου.

 Θεωρώντας ότι η αλήθεια αυτού του κειμένου πρέπει να κοινοποιηθεί στην ανθρωπότητα από την καρδιά του κόσμου, την Νέα Υόρκη, ο Κόριμ πουλά την περιουσία του και ταξιδεύει – χωρίς να ξέρει τη γλώσσα – προς την Αμερική. Η πορεία του, ενώ βρίσκεται βυθισμένος σε μια ισχυρή ιδεοληψία, με διαύγεια σε βαθμό τρέλας, είναι μια διαρκής επινόηση, μια ανταλλαγή με τον έξω κόσμο, τη γλώσσα, το νόημα, την τροφή, τα πρακτικά, την σωματική ανάγκη. Με ένα λεξικό ανά χείρας, την κάρτα με τα στοιχεία ενός Ούγγρου διερμηνέα, πλοηγείται στο λαβύρινθο της πόλης, αναζητώντας το πολύτιμο κέντρο για την αποστολή του. Νοικιάζει ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα του διερμηνέα και αντιγράφει στον υπολογιστή το υπέρτατο χειρόγραφο, αναρτώντας το σιγά σιγά στο διαδίκτυο. Η γραφή του λαβυρίνθου ανακαλεί βεβαίως το σημειωματάριο του συγγραφέα Κουίν στην «Γυάλινη Πόλη» του Πολ Όστερ, με τη διαφορά ότι εκεί το ημερολόγιο είναι υπαρξιακή ανάγκη του συγγραφέα που βαδίζει στην πόλη. Εδώ ο Κόριμ αντιγράφει το κείμενο καθηλωμένος σε ένα διαμέρισμα. Μιλά ακατάπαυστα στην ισπανόφωνη σύντροφο του διερμηνέα, χρησιμοποιώντας αγγλικές λέξεις από το λεξικό, νοηματοδοτώντας τη ζωή του βάσει του κειμένου.

Η Παλαιά Διαθήκη και η Αποκάλυψη είναι τα αγαπημένα βιβλία του συγγραφέα που η Σούζαν Σόνταγκ ούτως ή άλλως αποκαλεί «μετρ της Αποκάλυψης». Στο Πόλεμος και πόλεμος μια ιδεοληπτική Αποκάλυψη του ήρωα τον οδηγεί στη Γη της Επαγγελίας, όπου διαλύει τον εαυτό του μέχρις εξαφανίσεως για να μεταβιβάσει το κατεξοχήν «κείμενο» στην ανθρωπότητα. Η απόδοση της παραφρονημένης εσαεί διαυγούς σκέψης του Κόριμ επιχειρείται μέσω μιας μοναδικής γραφής χωρίς όμοιό της. Σύμφωνα με τον W. E. Sebald, η πρόζα του Ούγγρου συγγραφέα «ξεπερνά κατά πολύ τις ήσσονος σημασίας ανησυχίες της σύγχρονης γραφής». Η μετάφραση αφομοιώνει σε ρέουσα γλώσσα τα αδιέξοδα και τις στροφές ενός παραληρηματικού λαβυρινθικού λόγου και αποτελεί μια προσφορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, έστω και δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου.

* Το μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι Πόλεμος και πόλεμος παρουσιάζεται τη Δευτέρα, σε εκδήλωση στον κινηματογράφο «Αλκυονίς» (Ιουλιανού 42, πλ. Βικτωρίας), όπου θα μιλήσουν η μεταφράστρια Ιωάννα Αβραμίδου, ο κριτικός κινηματογράφου Γιάγκος Αντίοχος και η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη, ενώ θα προβληθούν οι ταινίες του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, σε σενάριο Λ. Κρασναχορκάι, Αρμονίες του Βερχμάιστερ (8.30 μ.μ.) και Κολαστήριο (11.00 μ.μ.)

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ποιος όμως είν' εκείνος που σπαράζει;


του Θεοδόση Βολκώφ



Αναδημοσίευση από το blog: 






Σπαρασμός 




Γύρω η μαυρίλα, 
μέσα, η καρδιά μου. 
Στο πάτημά μου 
τρίζουν τα φύλλα.

Νερό, αργοκύλα! 
Στολίδια γάμου 
ξεσκίδια, χάμου.
Ἀνατριχίλα. 

Μέσ᾿στὸ βιβλίο 
σκυμμένα μάτια, 
και δὲ διαβάζω. 



Σιωπή, ἐρμιά, κρύο. 
Πέρα; Παλάτια… 
Σκοινιά. Σπαράζω. 

 Με πρώτη και καλύτερη την ιστοσελίδα του ΕΚΠΑ (http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/napolewn_lapa8iwths_poems.htm), όπου ανθολογείται ικανός αριθμός ποιημάτων Ελλήνων ποιητών, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω σονέτο, πλείστες όσες διαδικτυακές σελίδες (μπλογκ, φόρουμ, ποιητικές ανθολογίες, προσωπικές σελίδες στο facebook κτλ.) αναπαράγουν τον «Σπαρασμό», που φαίνεται να χαίρει κάποιας δημοφιλίας. Και γιατί όχι; Στο κάτω-κάτω έχουμε ενώπιόν μας ένα καθ’ όλα άρτιο ποίημα ως προς τη μορφή, τη ρυθμική του αγωγή και την εσωτερική του οικονομία. Ένα ποίημα που, συνεπές προς τον εαυτό του, μας δίνει ανάγλυφα αυτό που ο τίτλος του δηλώνει – τον σπαραγμό. Μέχρι εδώ όλα καλά και τίποτα το μεμπτό. 

 Ωστόσο, σε όλες τις σελίδες που φιλοξενούν το εν λόγω σονέτο ως δημιουργός του αναφέρεται ο πολύ αγαπητός ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, που κατά κοινή ομολογία έχει χαρίσει στις γλώσσα μας μερικές από τις ωραιότερες λυρικές στιγμές της. Ακόμη και η ελληνική Βικιπαίδεια το περιλαμβάνει σε κατάλογο με ποιήματά του στο σχετικό λήμμα (http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD_%CE%9B%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B8%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82). 

Μόνο που ο Λαπαθιώτης δεν έγραψε ποτέ κανένα ποίημα που να επιγράφεται «Σπαρασμός» και δεν χρησιμοποίησε ποτέ έναν τόσο ολιγοσύλλαβο στίχο σε κανένα του σονέτο. Αν δεν λαθεύω μάλιστα, χρησιμοποίησε αποκλειστικά τον πεντασύλλαβο σε ποίημά του μόνο μία φορά. 

Το μικρό ποίημα που μας απασχολεί, παρά τις τόσες διαδικτυακές αναφορές που μαρτυρούν περί του αντιθέτου, δεν είναι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, αλλά του Κωστή Παλαμά. Εντάσσεται στον κύκλο των «Πεντασύλλαβων» και δεν αποτελεί το μοναδικό σονέτο στο οποίο ο Παλαμάς θα χρησιμοποιήσει αυτόν τον ακαριαίο, σχεδόν στενάχωρο και, παρά τα φαινόμενα, δύσκολο στίχο. Θα επαναλάβει το εγχείρημα όχι μία και δύο, αλλά τουλάχιστον δεκατέσσερις φορές ακόμη. Συνιστά δε και από τις χαρακτηριστικές στιγμές του περίφημου «κασσιανισμού»του. Το βιβλίο, το νερό, τα ξεσκίδια, το άθλιο «εδώ» και το μακρινό και πάντα απρόσιτο«πέρα», η έμφυτη και για τούτο ανεξήγητη ανημπόρια που αντιδιαστέλλεται τόσο έντονα προς το ιδανικό, τα άσπαστα δεσμά, όλα αυτά είναι στοιχεία που έρχονται και επανέρχονται στο έργο του, δηλωτικά μιας διάθεσης ψυχικής που εκφράζεται με διάφορες μορφές εντός του ποιητικού του σύμπαντος και καθ’ όλη τη διάρκεια του λυρικού του βίου. 

Παλαμάς λοιπόν και όχι Λαπαθιώτης εν προκειμένω. Το να αποδίδουμε το ποίημα του ενός στον άλλο αδικεί και τους δύο ποιητές. Και, αν μη τι άλλο, αυτή τη μικρή, την ελάχιστη μορφή δικαιοσύνης τούς την οφείλουμε. Την έχουν αμφότεροι κερδίσει. 

  
  Θ. Βολκώφ

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ευτυχώς Επτωχεύσαμεν!





Περί μεταφράσεων ο λόγος με αφορμή την ημερίδα που διοργάνωσε το Κέντρο Νέου Ελληνισμού στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο (Freie Universitat) του Βερολίνου με τη συμμετοχή ελλήνων και γερμανών συγγραφέων, μεταφραστών, εκδοτών, πανεπιστημιακών, κριτικών λογοτεχνίας και δημοσιογράφων. 

της Νότας Χρυσίνα


Λέμε πως δεν μεταφράζονται έλληνες λογοτέχνες. Τί φταίει; Μια πρόχειρη διαπίστωση αφορά το υπουργείο πολιτισμού. Δεν υπάρχει βούληση, συμπεριλαμβανομένης και της έλλειψης χρηματοδότησης, ώστε να προωθηθεί το έργο των σύγχρονων ελλήνων λογοτεχνών. 

Επίσης, σημαντικός παράγων είναι η προχειρότητα με την οποία αρκετοί εκδότες αντιμετωπίζουν την έκδοση βιβλίων. 
Ποιούς λογοτέχνες εκδίδουν και με ποιό σκεπτικό;
Είναι η λογοτεχνία που παράγεται στην Ελλάδα βιώσιμη ή αντιμετωπίζεται ως μπάλωμα στις τρύπες των ελλειματικών εκδοτικών επιχειρήσεων;
Λογοτεχνία για ποιούς;
Τί μεταφράζεται διεθνώς;
Πόσοι λογοτέχνες μεταφράζουν κείμενα από αγάπη για την ίδια την λογοτεχνία;
Τα παραπάνω ερωτήματα εκφράζουν μικρό μέρος του προβληματισμού μας πάνω στο θέμα της μετάφρασης.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να θέτουμε ερωτήματα χωρίς να έχουμε απαντήσεις.
Ωστόσο, υπάρχουν λογοτέχνες που θα μεταφραστούν και που θα μεινουν, ανεξάρτητα από την βούληση την δική μας ή την αδιαφορία μας. Κάπου κάποιοι αγαπούν την λογοτεχνία περισσότερο από το κέρδος ή την φήμη και αυτοί θα συνεχίσουν δίχως να υποτάσσονται στις δικές μας φιλοδοξίες και εικασίες.
Ευτυχώς η χώρα πτωχεύει μόνο για όσους βλέπουν κοντά και γύρω από τον εαυτό τους!

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο


Ελεγα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (25 Μαΐου) ότι η αμφισβήτηση της οργανικής μορφής ως αναγκαίου όρου του λογοτεχνικού κειμένου, προέκυψε ως φυσική συνέπεια της θεωρίας του άπειρου ερμηνευτικού ανοίγματος, ως ετέρα όψη του ίδιου - του μεταμοντέρνου - θεωρητικού νομίσματος που υποστηρίζει ότι η παραγωγή νοήματος είναι έργο αποκλειστικά των παντοδύναμων βουλήσεων της γλώσσας (θεωρία του «θανάτου του Συγγραφέα», Αποδόμηση) ή του αναγνώστη (Νεοπραγματιστικές θεωρίες) και όχι και του συγγραφέα. Για να ολοκληρώσω την κριτική μου αυτών των απόψεων, πριν επιχειρήσω να ανιχνεύσω τα πραγματικά τους αίτια, θα σχολιάσω τις ιδέες που πρεσβεύουν οι φορείς τους για το συναφές με την έννοια της οργανικότητας πρόσωπο του συγγραφέα. Διότι, αν οι σχέσεις των στοιχείων που απαρτίζουν τη γλώσσα είναι, όπως λέει η γλωσσολογία, συμβατικές, και αν η γλώσσα της λογοτεχνίας ως οργανικής μορφής ανατρέπει αυτή τη συμβατικότητα, τότε εκείνος που γράφει ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να είναι αμέτοχος στη σύνθεσή του.
Ωστόσο, παρ' ότι οι ιδέες για τον «θάνατο του Συγγραφέα» και για το ατελεύτητο παιχνίδι του αναγνώστη με το σημαίνον έχουν δεχθεί καταλυτική κριτική, εκλαμβάνεται ακόμη από πολλούς ως σοβαρή η βεβαιότητα ότι ο «αποθανών» συγγραφέας έζησε βίο βραχύ γιατί υπήρξε σχετικά πρόσφατο κατασκεύασμα. Αυτός είναι ένας άλλος μύθος, παράγωγο των ίδιων ιδεών που αμφισβητούν, ως επινόημα του Ρομαντισμού, την οργανικότητα του λογοτεχνικού κειμένου και την ουμανιστική λειτουργία της. Παραθέτω την πεμπτουσία αυτού του μύθου όπως τη βίωνε ο Ρολάν Μπαρτ στο «Ο θάνατος του Συγγραφέα»:
«Στις εθνογραφικές κοινωνίες την αφήγηση δεν την αναλαμβάνει ποτέ ένα πρόσωπο αλλά ένας διαμεσολαβητής, ένας σαμάνος ή απαγγέλλων, του οποίου μπορούμε το πολύ πολύ να θαυμάσουμε την "εκτέλεση" (δηλαδή, τον έλεγχο του αφηγηματικού κώδικα), ποτέ όμως τη "μεγαλοφυΐα". Ο συγγραφέας είναι ένα πρόσωπο νεότερο που έχει, χωρίς αμφιβολία,παραχθεί από την κοινωνία μας στον βαθμό που, βγαίνοντας από τον Μεσαίωνα, με τον αγγλικό εμπειρισμό, τον γαλλικό ορθολογισμό και την προσωπική πίστη της Μεταρρύθμισης,η κοινωνία αυτή ανακαλύπτει τη γοητεία του ατόμου ή, όπως λέγεται με μεγαλύτερη επισημότητα, του "ανθρώπινου προσώπου"».
Από τη διατύπωσή του είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ως ποιαν εποχή ο Μπαρτ πιστεύει ότι οι κοινωνίες παρέμεναν εθνογραφικές ή κατά πόσο φρονεί ότι ο Σοφοκλής, ο Οράτιος ή ο Κάτουλλος ήταν οι μάγοι της φυλής τους, ωστόσο είναι φανερό ότι τους θεωρεί «χωρίς αμφιβολία» γραφείς χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο· όπως το ίδιο θεωρεί τον Ομηρο ή τον Αρχίλοχο, κι ας ζητούσε ο Ηράκλειτος μόνο αυτοί από τους ποιητές να ραπιστούν και να εκδιωχθούν από τους ποιητικούς αγώνες. Ο Μπαρτ δεν φαίνεται να υποπτευόταν ότι, όταν ο Αριστοφάνης στους Βατράχους επέλεγε να επαναφέρει στη ζωή τον Αισχύλο και όχι τον Ευριπίδη, δεν το έκανε επειδή έκρινε ότι ο Αισχύλος έλεγχε καλύτερα τον αφηγηματικό κώδικα. Η λογοτεχνική κριτική που περιέχεται σε αυτό το έργο, η οποία σε τίποτε δεν υπολείπεται από τη λογοτεχνική κριτική του 20ού αιώνα, δεν τελείται γύρω από μια φωτιά υπό τον ήχο ταμ ταμ αλλά σε ένα θέατρο ενώπιον χιλιάδων ακροατών, ο μέσος όρος του δείκτη κριτικής ικανότητας των οποίων ήταν αναμφίβολα υψηλότερος από τον μέσο όρο του δείκτη των σημερινών φιλόμουσων. Ο Αριστοτέλης πριν από το Περί ποιητικής είχε γράψει το Περί ποιητών, στο οποίο εξέταζε συγκεκριμένα τον ποιητή, το έργο του, τις αρετές και τα ελαττώματά του. Και βέβαια ο αρχαίος κριτικός που κωδικοποίησε τις απόψεις της εποχής του για το πρόσωπο του συγγραφέα, ο Λογγίνος, ορίζει το ύψος (την υψηλότερη μορφή της λογοτεχνικότητας) ως «μεγαλοφροσύνης απήχημα»: μεγαλοφροσύνης του συγγραφέα, όχι του κειμένου. Οι όροι μεγαλοφυής και μεγαλοφυΐα - και η έννοιά τους - για το πρόσωπο (το ανθρώπινο πρόσωπο) του συγγραφέα και ο χαρακτηρισμός «μέγας συγγραφεύς», παρά την προφανή βεβαιότητα του Μπαρτ ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν, είναι βασικοί στο Περί ύψους(«το δ' εν υπεροχή, μεγαλοφυΐας εστί»: «Η [συγγραφική] υπεροχή είναι έργο της μεγαλοφυΐας»). Οταν ο Λογγίνος παρατηρεί ότι, επειδή είναι έργο δραματικό, η Ιλιάδαγράφτηκε «εν ακμή πνεύματος» του Ομήρου και ότι η Οδύσσεια είναι έργο γεροντικό επειδή είναι περισσότερο αφηγηματική και επειδή η τάση για αφήγηση είναι χαρακτηριστική της γεροντικής ηλικίας («διηγηματικόν ίδιον γήρως»), κάνει προσωποβιογραφική κριτική.
Αυτά δειγματοληπτικώς (και μόνο από την αρχαιότητα) για το ανθρώπινο πρόσωπο του συγγραφέα πριν από τη νεότερη εποχή. Τα ίδια θα έλεγα και για την εξαρτώμενη από το πρόσωπο αυτό έννοια της λογοτεχνικής πρωτοτυπίας, την εμφάνιση της οποίας οι θιασώτες των μεταμοντέρνων θεωριών, καθώς πιστεύουν (και σωστά) ότι απέρρεε από το ανθρώπινο πρόσωπο του συγγραφέα (πριν αυτός πεθάνει), τοποθετούν (λανθασμένα) στη νεότερη εποχή: ένας ακόμη μύθος συναφής με την προσπάθεια αμφισβήτησης της οργανικής μορφής, για τον οποίο θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.